Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφορισμοί, ρήσεις, γνωμικά, σατιρικά, αποφθέγματα...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 1 Μαρτίου 2007.

  1. Nomad

    Nomad Keyser Sose

    "όταν όλες οι επιθυμίες σου θα έχουν εκπληρωθεί, πολλά από τα όνειρά σου θα έχουν καταστραφεί"

    Μάγος Μέρυλιν Μάνσον
     
  2. Και τώρα που δεν χρειάζεται πια να είσαι τέλειος, μπορείς να είσαι καλός.

    Κανένας άνθρωπος δεν ξέρει πραγματικά τους άλλους ανθρώπους. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να υποθέσει ότι οι άλλοι είναι σαν κι αυτόν.

    Εννοείται ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους. Αν μια ιστορία δεν αφορά τον ακροατή, δεν θα την ακούσει.

    Θα εκδικηθώ τον εαυτό μου με τον πιο βάναυσο τρόπο που μπορείς να φανταστείς. Θα τον ξεχάσω.

    John Steinbeck
     
  3. vanilla30

    vanilla30 κι αλλο!!

  4. Βασιλεύει βαθιά σιωπή. Ο άνεμος έπαψε να παίζει με τα φύλλα. Τα πουλιά είναι ήσυχα, ήσυχα σαν θάνατος, και το δυνατό δέντρο βυθίζεται μελαγχολικά σε σκέψεις. Οι σκιές έχουν βαρύνει και απλώνεται περισσότερη γαλήνη και περισσότερη δροσιά, τα πράσινα τρυφερά χορτάρια με κοιτάζουν με τα μικρά ερευνητικά μάτια τους, εξετάζοντας με το μικρό τους νου τους λόγους της απρόβλεπτης υποχώρησής μου, ψιθυρίζοντας το ένα στο άλλο για να μου δώσουν κουράγιο. Το Μονοπάτι με τις πάμπολλες εμπειρίες και τη μεγάλη κατανόηση χαμογελά μπροστά στην πάλη μου με τους δισταγμούς μου χωρίς ούτε να μ’ ενθαρρύνει ούτε να χαίρεται. Είναι ένα χαμόγελο σοφίας και γνώσης που λέει: «Μπορείς να κάνεις ό,τι επιθυμείς, αλλά η μετάνοια σε περιμένει».

    Έγινε η επιλογή μου. Σαν την πρωινή ομίχλη που διαλύεται απαλά με τις πρώτες ζεστές ακτίνες του ήλιου που ανατέλλει αργά, έτσι και το υπέροχο δέντρο της ικανοποίησης σβήνει σιγά σιγά μπροστά στα μάτια μου’ τα χαρούμενα πουλιά εξαφανίζονται όπως πριν από το γρήγορο πλησίασμα μιας καταιγίδας και το πράσινο χορτάρι μαραίνεται κάτω από τις καυτές αχτίδες του ήλιου. Μένουν μόνο μερικά αμυδρά αχνάρια από το παρελθόν. Το Μονοπάτι με οδηγεί κι εγώ ταπεινά ακολουθώ.

    Σε ακανόνιστα διαστήματα, σε όλο το μήκος του δρόμου, εμφανίζονται δέντρα που με προσκαλούν να δοκιμάσω τα λαμπερόχρωμα και ζουμερά φρούτα τους και ν’ απολαύσω τη γλύκα τους. Θα μαλάκωναν τον ξεραμένο μου λαιμό και θα έσβηναν τη φλόγα της δίψας μου, αλλά το Μονοπάτι μου είναι άτεγκτο και τα προσπερνώ. Πιο πέρα υπάρχουν υπέροχα σπιτικά, μέρη απόλαυσης και χαράς, με τις πόρτες τους πάντα ανοιχτές να καλωσορίζουν τον ταλαιπωρημένο από το ταξίδι προσκυνητή. Από σπίτι σε σπίτι περνάει ένας αιώνας και πολλές ζωές κι ο κουρασμένος ταξιδιώτης είναι πάντα ένα πρόθυμο θύμα της γοητείας τους. Λαχταρώντας το θελκτικό τους καταφύγιο, πάμπολλες φορές στάθηκα διατακτικός στο κατώφλι τους’ μερικές φορές παραστράτησα μπαίνοντας μέσα, για να βγω γεμάτος ντροπή και να ξαναρχίσω να περπατώ με χαρά πάνω στο καθαρό και καμένο από τον ήλιο Μονοπάτι.

    Μπήκα στο σπίτι με τα δυνατά και όλο εγωισμό πάθη, με τις χονδροειδείς ικανοποιήσεις και τις αισχρότητές του και γλέντησα όλα όσα μπορούσε να μου δώσει. Πολύ συχνά καθυστέρησα τα βήματά μου περνώντας έξω από το σπίτι με τους πολλούς ψεύτικους φόβους κι από το σπίτι του κορεσμού με τις φευγαλέες ικανοποιήσεις, από το σπίτι της κολακείας και από το σπίτι της μάθησης, όπου φυγές και ψέματα αποκοιμίζουν τον ανίδεο μόνο και μόνο για να παρασυρθεί μέσα στο σπίτι εκείνης της αγάπης που περιορίζει, που είναι όλο εγωισμό, που είναι σκληρή, που ξεχνάει όλους εκτός από τον έναν, της αγάπης που προσκολλάται, της αγάπης που είναι όλο πόθο’ της στενόκαρδης αγάπης του πατέρα, της μάνας, της αδελφής, του αδελφού και του παιδιού, της αγάπης που αργά και ανελέητα καταστρέφει τα ευγενικότερα αισθήματα, της αγάπης που αρκείται στα ασήμαντα πράγματα.

    Πάμπολλες φορές πέρασα το κατώφλι του σπιτιού της μακάριας άγνοιας και κατοίκησα στο αστραφτερό σπίτι της κούφιας κολακείας και στο καταθλιπτικό σπίτι του μαύρου μίσους και του πανούργου δόλου. Συχνά υπέκυψα στους πειρασμούς του ακατάλυτου σπιτιού της μισαλλοδοξίας, του βίαιου σπιτιού του πατριωτισμού, που θρέφει δηλητηριώδη και πολεμόχαρα μίση, και του σπιτιού της απόμακρης και παγωμένης υπερηφάνειας, που είναι απρόσιτη και απλησίαστη. Μπήκα στο σπίτι της φιλίας που ξεριζώνει τη φιλία για άλλους καθώς κατατρώγεται από ζήλια’ και στο σπίτι της συγκαλυμμένης και ταλαντούχας ανηθικότητας, όπου κατέλυσα για πολλές εξαντλητικές εποχές. Και επισκέφθηκα το σπίτι της στενόμυαλης σοφίας που αφήνει απ’ έξω κάθε άλλη γνώση εκτός από τα δικά της μικρόψυχα δημιουργήματα, καθώς και το σπίτι της ημιμάθειας που καταλαβαίνει λίγα, αλλά καταδικάζει βίαια και κραυγαλέα όλα όσα είναι πέρα από τη δική της μηδαμινή αντίληψη.

    Σε πάμπολλα σπίτια θρησκειών έχω μπει και κατοίκησα μέσα στους στενόχωρους τοίχους τους, αποκοιμισμένος στα γόνατα της σκοτεινής προκατάληψης, λατρεύοντας ψεύτικους θεούς, θυσιάζοντας αθώα πλάσματα στους βωμούς των ναών τους και παίρνοντας μέρος σε ανώφελους θρησκευτικούς πολέμους και άγριους διωγμούς. Αναζήτησα το φως περιπλανώμενος μέσα σε σκοτεινά σπίτια κι έχασα το δρόμο μου από κει και μετά, τυφλός κι απαρηγόρητος.

    Το πονετικό Μονοπάτι πάντα μου έδειχνε κατανόηση όταν γύρισα στη γυμνή αγκαλιά του με το κεφάλι σκυμμένο και την ντροπή να μου κατατρώγει την καρδιά. Πάντα με καλωσόριζε με την υπόσχεση να είναι ο οδηγός μου και ο παντοτινός φίλος μου.

    Μπορώ να δω και στις δύο πλευρές αυτού του μακριού περάσματος πάμπολλους πειρασμούς με υπέροχα σχήματα και μορφές, αλλά δεν είναι για μένα. Άσε τους άλλους να παρασύρονται, εγώ θ’ ακολουθήσω το παλιό Μονοπάτι μου. Η βασανιστική ανάγκη μου είναι ν’ αναπαυθώ και να πιω απ’ τη βαθιά πηγή που εδώ και πολύ καιρό μου έχει ταχθεί και δε θέλω με τίποτα πια να σβήσω την πανάρχαιη δίψα μου σε σκοτεινές τεχνητές πηγές. Ναι, όσο μακριά μπορούν να δουν τα μάτια μου, απατηλά πράγματα μου φράζουν τη θέα. Κάποτε μπορούσα να μιλάω ήσυχα και για πολλή ώρα με το μοναδικό μου σύντροφο, το Μονοπάτι, αλλά τώρα είναι σιωπηλό, πνιγμένο από χιλιάδες ήχους. Κάποτε υπήρχε βαθιά γαλήνη και ησυχία, αλλά τώρα η άγια σιωπή κομματιάζεται από τη βάρβαρη γλώσσα των μαζών. Κι ωστόσο, το Μονοπάτι με οδηγεί περνώντας μέσα απ’ αυτούς τους γεμάτους θόρυβο χώρους της αδιάκοπης μωρολογίας κι εγώ το ακολουθώ χωρίς να διστάζω.

    Για πόσον καιρό ταξίδευα μέσα στη γη των πλανερών φαντασιώσεων δεν μπορώ να πω, αλλά αλάνθαστα και με αυστηρή περίσκεψη έμεινα κολλημένος στο δρόμο μου. Πάντα το μονοπάτι ανηφόριζε και με πονεμένα πόδια σκαρφάλωσα, επιμένοντας απελπισμένα, αλλά ποτέ δεν ξεστράτισα για να βρεθώ κάτω στη σκοτεινή κοιλάδα. Πάμπολλους αιώνες πάλεψα, αποκρούοντας τις εφήμερες απολαύσεις και διαθέσεις, κι ωστόσο, πάντα ξεφυτρώνουν μπροστά μου πειρασμοί με καινούριες και ποικίλες μορφές για να με εξαπατήσουν.

    Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξαναπέσω θύμα τους, αλλά και πάλι… Πέστε μου, άσπλαχνοι θεοί, θα υπάρξει ποτέ τέλος σ’ αυτές τις άθλιες προκλήσεις και σ’ αυτή τη χώρα των ψεύτικων και πρόσκαιρων επιθυμιών; Για πόσους αιώνες δεν έχω βαδίσει σ’ αυτό το Μονοπάτι του δικαίου! Κι ωστόσο δε φαίνεται ακόμα το τέρμα του. Ή μήπως αυτό είναι ο προορισμός που καρτερώ; Όχι, δεν μπορεί, γιατί έχω δει, μια φορά κι έναν καιρό, σε πολύ μακρινή εποχή, την κορυφή της φώτισης. Αλλά για πόσες ενσαρκώσεις ακόμα θα πρέπει να περιπλανηθώ -ανάμεσα στη θλίψη και στα βάσανα πριν να χτυπήσω τις πύλες της μακαριότητας; Χωρίς απαιτήσεις, χωρίς ερωτήματα και χωρίς θρήνους, πρέπει να βαδίσω σ’ αυτό το μονοπάτι για άλλη μια εποχή.

    Είμαι εξαντλημένος και αποκαρδιωμένος- έχω υπομεί νει ενσαρκώσεις μεγάλης δυστυχίας και πόνου. Μάταιες ελπίδες κι υποσχέσεις μου έδιναν δύναμη’ ακατάλυτη υπήρξε η επιθυμία μου για τον τελικό προορισμό- επίμονο υπήρξε το τυφλό ψηλαφητό ψάξιμο της αλήθειας και άφθαρτος ο φλογερός ενθουσιασμός μου. Είναι δυνατόν όλη η οδυνηρή θλίψη και τα ατέλειωτα βάσανα να ήταν ανώφελα; Δεν μπορεί το αγαπημένο μου Μονοπάτι να με οδηγήσει στην κορφή του βουνού, όπως ξεκάθαρα και σταθερά έχει υποσχεθεί; Κι ωστόσο, άραγε λες, ύστερα από τόσο δυνατό πόνο κι απερίγραπτη λαχτάρα, ο δρόμος να οδηγεί στη μέση μιας απέραντης έκτασης από θολές ψευδαισθήσεις; Γιατί; Αχ! Τι έχω κάνει και τι παράτησα χωρίς να το κάνω; Τι μικροπράγματα της ζωής αρνήθηκα, τι θυσίες πρέπει ακόμα να προσφερθούν, τι μεγαλύτερες ακόμα αγωνίες πρέπει να περάσω; Τι μεγαλύτερο ακόμα εξαγνισμό πρέπει να υποστώ, πόσο πιο μανιασμένο κάψιμο πρέπει ν’ αντέξω και πόσο πιο δυνατή ακόμα εμπειρία από βάσανα με περιμένει πριν φτάσω στην κατοικία της φώτισης και της ιερής ικανοποίησης;

    Η μάνα που με γέννησε δεν ήξερε τι έκανε’ κι αν γνώριζε ότι το γάλα που τόσο τρυφερά με τάισε θα γινόταν δηλητήριο, θα με είχε γλιτώσει απ’ αυτά τα ατέλειωτα βάσανα. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν έπαυα να υπάρχω μόλις χτυπούσαν μεσάνυχτα, αλλά είναι μάταιο να θρηνώ και να εναντιώνομαι στο αναπόφευκτο. Άμεμπτη είναι η αγαπημένη μου μητέρα και άκαρπες οι κραυγές μου ενάντια στους πόνους της εξέλιξης. Και εν τέλει αυτό το ψάξιμο στα τυφλά, αυτό το ψάξιμο στο σκοτάδι, πρέπει να πάψει’ γιατί πρέπει να βρεθεί η πόρτα της γνώσης’ πρέπει να υπάρξει το φως που οδηγεί, η αλήθεια που δίνει ικανοποίηση, η φώτιση που φέρνει γαλήνια ευτυχία.

    Α! Δεν μπορώ πια να κλάψω, το σώμα μου είναι τόσο αδύναμο που δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, η δύναμή μου ξεγλιστράει λίγο -λίγο έξω από το σώμα μου, όλο μου το είναι επαναστατεί ενάντια σ’ αυτό το αλύπητο άδειασμα. Δεν μπορεί πια κάποιος θεός να στρέψει το σπλαχνικό βλέμμα του στο μοναχικό, εξαντλημένο ταξιδιώτη; Ω, Εσείς, Κύριοι της Σοφίας, δείξτε συμπόνια κι αφήστε να πέσει σαν βροχή το απέραντο έλεος που μπορεί να γιατρέψει και να δώσει φως στον ταξιδιώτη που έχει χαθεί μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Α, εσείς, δροσερές νύχτες, αναγκάστε τον καυτερό ήλιο να φύγει μακριά κι εσείς, σκοτεινά σύννεφα, σκεπάστε τις φλογισμένες αχτίδες! Αχ, πού είναι το δυνατό χέρι που θα μπορούσε να με οδηγήσει και να με στηρίξει, εκείνη η ευγενική φωνή που θα μπορούσε να με παρηγορήσει και να μου δώσει κουράγιο, εκείνη η αγκαλιά και το φιλί που θα μπορούσε να με κάνει να ξεχάσω! Είμαι απελπισμένος και φωνάζω με φωνή που αργοπεθαίνει…

    Η φωνή της βαθιάς ησυχίας μού απαντάει με απόλυτη σιωπή και το κενό αντηχεί αυτή τη φρικτή σιγαλιά. Το αγαπημένο μου Μονοπάτι μου χαμογελάει, αλλά οικτρά και παντού, ακόμα κι ανάμεσα στα όλο κεφάτη φασαρία σπίτια, βασιλεύει βαθιά και φριχτή ησυχία, όπως σε μια νύχτα που κάποια δολοφονική πράξη γεννιέται ή όπως όταν ο τάφος στο προαύλιο κάποιας εκκλησίας ανοίγει τα δυνατά σαγόνια του σαν σε πνιγμένο χασμουρητό. Είμαι εξουθενωμένος και παραπατάω. Το τέλος της ίδιας μου της ύπαρξης έχει σιμώσει πολύ πια. Με τα μάτια του νου μοιάζει να διακρίνω το όραμα του ουρανού της τέλειας γαλήνης και του ησυχαστηρίου για τον αποκαμωμένο και τον καραβοτσακισμένο. Κι ωστόσο, για πόσους αιώνες ακόμα πρέπει ν’ αντέξω κι άλλο αυτό τον πόνο του νου, αυτό το ορμητικό αίσθημα του ανικανοποίητου, αυτή την οδύνη αιώνων κι αυτό το βάσανο των πόνων του κορμιού, δεν μπορώ να πω. Όσο μακριά μπορεί να δει το μάτι μου, δε βλέπω παρά αλλοπρόσαλλα και πρόσκαιρα πράγματα. Κι όμως, σε κάθε βήμα μου πάλλεται μέσα μου η σιγουριά ότι το τέλος του μακρινού ταξιδιού είναι κοντά και πλησιάζει σαν πλοίο στη θάλασσα. Μακάρι οι θεότητες που είναι ψηλά να με φέρουν γρήγορα στον προορισμό μου!

    Ξαφνικά ο αέρας μένει ακίνητος, με κομμένη την ανάσα από κάποια μεγάλη προσδοκία, και επικρατεί σιωπή σαν εκείνη που έρχεται για μια στιγμή μόνο ύστερα από ένα λαμπρό ηλιοβασίλεμα, όταν όλη η γη βρίσκεται σε βαθιά λατρεία. Υπάρχει βαθιά σιγαλιά όπως σε μια νύχτα όπου τα μακρινά αστέρια στέλνουν απαλά φιλιά το ένα στο άλλο’ υπάρχει μια απρόσμενη ησυχία, όπως η ξαφνική ακινησία σε μια γεμάτη κεραυνούς καταιγίδα, και βασιλεύει μεγάλη γαλήνη όπως στα προαύλια των ιερών ναών. Μέσα μου, ο πόνος και η θλίψη αιώνων κάπως ησυχάζουν- υπάρχει ένα αμυδρό και ηρεμιστικό μουρμουρητό στον αέρα, καθώς τα μάτια μου κλείνουν απαλά. Τα πάντα, ζωντανά και άψυχα, ξεκουράζονται από τον εξαντλητικό μόχθο τους. Όλη η γη κοιμάται ειρηνικά και ονειρεύεται γλυκά όνειρα. Ο ήλιος, που οι μανιασμένες αχτίδες του με καίνε τόσους αιώνες αλύπητα, έχει γίνει ξαφνικά ευγενικός και υπάρχει δροσιά όπως σ’ ένα πυκνοφυτεμένο δάσος. Η θειότητα παίρνει σχήμα μέσα μου.

    Το Μονοπάτι έχει γίνει πολύ πιο απότομο και αδύναμα σκαρφαλώνω στην ανηφόρα. Καθώς ανεβαίνω σ’ αυτόν το λόφο, οι κατοικίες των αμέτρητων απολαύσεων της σάρκας, τα σπίτια των πάμπολλων επιθυμιών και τα πράσινα δέντρα σπανίζουν όλο και περισσότερο, και καθώς φτάνω στην κορφή οι ελκυστικές φαντασιώσεις εξαφανίζονται εντελώς. Το Μονοπάτι συνεχίζει να ανεβαίνει σαν μια μακριά ευθεία λωρίδα, ο αέρας είναι πιο δροσερός και το σκαρφάλωμα είναι ευκολότερο. Μια καινούρια ενέργεια γεννιέται μέσα μου και ξεχύνομαι προς τα μπρος με ξανανιωμένο ενθουσιασμό.

    Μακριά, πάνω στα ψηλά, το Μονοπάτι μου εξαφανίζεται μέσα σε ένα πυκνοφυτεμένο άλσος, με δυνατά και πανάρχαια δέντρα. Δεν τολμώ να κοιτάξω πίσω μου, ούτε σε καμιά από τις δύο πλευρές, γιατί χάσκει ο γκρεμός και ο δρόμος έχει γίνει επικίνδυνα στενός. Διασχίζω αυτό το επικίνδυνο πέρασμα εξαντλημένος και σε μια ονειρική κατάσταση, με τα μάτια πάντα στυλωμένα στο πολύ μακρινό θέαμα, χωρίς σχεδόν να κοιτάζω ή να νοιάζομαι πού πατάω. Βρίσκομαι σε μεγάλη έκσταση, γιατί η αμυδρή θέα μπροστά μου μου έχει εμπνεύσει μια βαθιά και μόνιμη ελπίδα. Με ανάλαφρα βήματα τρέχω μπροστά, γεμάτος φόβο μήπως η ευτυχισμένη εικόνα διαλυθεί και μου φύγει, όπως έχει γίνει τόσο συχνά. Δεν υπάρχει άλλος ταξιδιώτης μπροστά μου, αλλά ο δρόμος είναι λείος σαν να έχει φαγωθεί από χιλιάδες πατημασιές μέσα σε αμέτρητους αιώνες- γυαλίζει σαν καθρέφτης- γλιστράει. Βαδίζω σαν να περπατώ κοιμισμένος, τρέμοντας μήπως ξυπνήσω ανάμεσα σε απατηλές πραγματικότητες και εφήμερα πράγματα. Η θέα φαίνεται πιο καθαρά και ευδιάκριτα καθώς πλησιάζω γρήγορα.

    Οι ελεήμονες Θεοί έχουν επιτέλους ανταποκριθεί στα αξιολύπητα καλέσματά μου, που φώναζα στην ερημιά. Το μακρύ κι όλο θλίψη ταξίδι μου έφτασε στο τέρμα του- το θαυμαστό ταξίδι μου έχει αρχίσει. Μακριά μπροστά μου υπάρχουν άλλα Μονοπάτια και άλλες πύλες που τις πόρτες τους θα χτυπήσω με μεγαλύτερη σιγουριά και πιο χαρούμενη και γεμάτη κατανόηση καρδιά. Απ’ αυτό το ύψος μπορώ να δω όλα τα Μονοπάτια που απλώνονται από κάτω μου. Όλα συναντώνται σ’ αυτό το σημείο, παρ’ όλο που τα χωρίζουν τεράστιες αποστάσεις, πάμπολλοι είναι οι ταξιδιώτες σ’ αυτά τα μοναχικά Μονοπάτια, αλλά ο κάθε ταξιδιώτης είναι υπερήφανος μέσα στον τυφλό κι ανόητο διαχωρισμό του απ’ τους άλλους, γιατί υπάρχουν πολλοί που τον ακολουθούν και πολλοί που προπορεύονται. Είναι όλοι τους σαν κι εμένα, χαμένοι στο δικό τους στενό μονοπάτι, αποφεύγοντας και παρακάμπτοντας το μεγάλο δρόμο. Παλεύουν στα τυφλά μέσα στην άγνοιά τους, περπατώντας μέσα στην ίδια τους τη σκιά και κολλημένοι απελπισμένα στις δικές τους ασήμαντες αλήθειες, αποζητούν απεγνωσμένα τη μεγάλη αλήθεια.

    Το Μονοπάτι μου, που μ’ έχει οδηγήσει μέσα από άγριες και βαρυφορτωμένες με καταιγίδες χώρες, στέκει στο πλάι μου. Με μάτια που τρέχουν δάκρυα κοιτάζω αυτούς τους αποκαμωμένους και με θλιμμένα μάτια ταξιδιώτες. Αγαπημένοι μου, η καρδιά μου κομματιάζεται από το σκληρό θέαμα, γιατί δεν μπορώ να κατέβω και να τους δώσω το θείο νερό που θα σβήσει τη δυνατή δίψα τους. Γιατί πρέπει να βρουν την αιώνια πηγή μόνοι τους. Αλλά, ω, εσείς ελεήμονες Θεοί, ας μπορέσω τουλάχιστον να κάνω το μονοπάτι τους πιο στρωτό και να ελαφρύνω τον πόνο και τη θλίψη που έχουν δημιουργήσει για τους εαυτούς τους, μέσα από την άγνοια και την αξιολύπητη απερισκεψία τους!

    Ελάτε όλοι εσείς που θλίβεστε και μπείτε μαζί μου στην κατοικία της φώτισης και στη σκιά της αιωνιότητας. Ας κοιτάξουμε το αιώνιο φως, το φως που δίνει παρηγοριά, το φως που εξαγνίζει. Η περίλαμπρη αλήθεια αστραποβολάει υπέροχα και δεν μπορούμε πια να είμαστε τυφλοί, ούτε υπάρχει ανάγκη να πηγαίνουμε ψηλαφώντας στο αβυσσαλέο σκοτάδι. Θα σβήσουμε τη δίψα μας, γιατί θα πιούμε από τα βαθιά γάργαρα νερά της πηγής της σοφίας.

    Είμαι δυνατός, δεν παραπαίω πια’ η θεία σπίθα καίει μέσα μου’ είδα σε όνειρο ξύπνιος τον Κύριο των πάντων και ακτινοβολώ την αιώνια χαρά Του. Κοίταξα μέσα στη βαθιά δεξαμενή της γνώσης και είδα πάμπολλες αντανακλάσεις. Είμαι η πέτρα στον ιερό ναό. Είμαι το ταπεινό γρασίδι που το ποδοπατούν και το συνθλίβουν. Είμαι το ψηλό και επιβλητικό δέντρο που συντροφεύει κι αυτούς ακόμα τους ουρανούς. Είμαι το κυνηγημένο ζώο. Είμαι ο μισητός απ’ όλους εγκληματίας. Είμαι ο τιμημένος απ’ όλους ευπατρίδης. Είμαι η θλίψη, ο πόνος και η εφήμερη απόλαυση- το πάθος και η ικανοποίηση, η σκληρή οργή και η ατέλειωτη συμπόνια, η αμαρτία και ο αμαρτωλός. Είμαι ο εραστής και ο ίδιος ο έρωτας. Είμαι ο άγιος, είμαι ο λάτρης, είμαι ο προσκυνητής και ο οπαδός. Είμαι Θεός.

    Κρισναμούρτι “Παραβολές και ποιήματα” μεταφρ. ΝΠιλάβιος εκδ.Κέδρος
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η γνώμη είναι σαν την εσοχή στα οπίσθια, όλοι έχουν μια ( το έγραψα chic )...(Παροιμία)...

    Και as always προσθέτω κι εγώ...

    Και όταν κάποια οπίσθια πάψουν να μας ενδιαφέρουν...Μαζί τους παύει, να μας ενδιαφέρει και η εσοχή/γνώμη τους για εμάς...  
     
  6. brenda

    brenda FU very much

  7. brenda

    brenda FU very much

  8. brenda

    brenda FU very much

  9. brenda

    brenda FU very much

  10. MasterJp

    MasterJp Advisor Staff Member In Loving Memory

    "Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται, διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία"

    Ισοκράτης.
     
  11. Nomad

    Nomad Keyser Sose

    Οι άνθρωποι δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται πως η άποψη τους για τον κόσμο είναι μια εξομολόγηση για τον χαρακτήρα τους.

    Ραλφ Έμερσον
     
  12. brenda

    brenda FU very much

    "Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι' αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί.



    Δεν χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν. Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο. Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι.



    Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα. Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε. Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στο δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερου τους.



    Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει. Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού. Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια.

    Δεν λένε "εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει", ούτε "πουλήθηκα για πέντε δεκάρες", γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόοστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα. Δεν είναι ματαιόδοξοι. Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες.


    Όταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δεν γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλιών και δεν καμαρώνουν πως τάχα τους άφησαν να μπουν εκεί που δεν επιτρέπουν στους άλλους. Κι ο Κριλώφ ακόμα λέει πως το άδειο βαρέλι ακούγεται πιο πολύ από το γεμάτο.



    Αν έχουν ταλέντο, το σέβονται. Θυσιάζουν γι' αυτό την ησυχία τους, τις γυναίκες, το κρασί, την κοσμική ματαιότητα. Είναι περήφανοι για την αξία τους και έχουν συνείδηση της αποστολής τους. Αηδιάζουν από την ασχήμια και καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά.



    Δεν μπορούν να κοιμηθούν με τα ρούχα, δεν μπορούν να βλέπουν στο τοίχο κοριούς, να πατούν σε φτυσιές. Δαμάζουν όσα μπορούν και εξευγενίζουν το ερωτικό ένστικτο. Δεν κατεβάζουν βότκα όπου βρεθούν. Πίνουν μονάχα όταν είναι ελεύθεροι και τους δίνεται ευκαιρία. Γιατί τους χρειάζεται "γερό μυαλό σε γερό κορμί".





    Απόσπασμα από ένα γράμμα του Αντόν Τσέχωφ στον αδερφό του Νικολάι.

    Υ.Γ. Στον αντίποδα λοιπόν του κυρίου Δήμου ο Τσέχωφ ΤΟΤΕ θεωρούσε πως υπήρχαν καλλιεργημένοι άνθρωποι...Σήμερα? Στην Ελλάδα? Υπάρχουν?