Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφροδίτη και Αθηνά

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 19 Μαρτίου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Βirth of Venus and Athena

    Message in the Balkans Bottle 9th

    “Το Κάστρο”/Η μέρα 93/«Ο Θάνατος των Θεών»

    Στον κόσμο με αριθμό 75025 από ένα σημείο γεννιέται ένα σεντόνι με δεκάδες πανέμορφες καμπύλες. Πλάσμα απερίγραπτου κάλους της τάξης 46368. Γύρω του δύο φυλές της ίδιας τάξης παλεύουν για την κατάκτηση του πλάσματος. Τα κατακόρυφα επίπεδα και τα οριζόντια επίπεδα της ίδιας οικογένειας. Και οι δύο φυλές καμπύλες δεν έχουν τόσες όσο το σεντόνι. Ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος καθώς και οι δύο φυλές δικό τους θέλουν το σεντόνι.

    Το σεντόνι λικνίζεται, περιστρέφεται, πρώτα οριζόντια, μετά κατακόρυφα και στο τέλος τη βολή του βρίσκει στη πλάγια τη θέση. Οι φυλές μάχονται και νεκρούς χιλιάδες έχουν. Κομματιασμένα τα επίπεδα σε σχήματα μικρά βουτηγμένα στη λάσπη των ζωτικών τους υγρών. Το σεντόνι, πλέει ανάμεσα τους και φεύγει μακριά προς το…

    Το γεγονότα που συμβαίνουν, αντίλαλο αφήνουν που μεταφέρεται μέσω των δράσεων τους, στους κόσμους που περιέχουν. Στον κόσμο 28657, που εκεί ανάλογα γεννιέται μία όμορφη θεά. Τα πλάσματα του κόσμου αυτού για τη προσοχή τους μάχονται, οι πράξεις τους ηχώ στον κόσμο των 17711 και τα κύματα προς τα μέσα συνεχίζουν, ανάλογες εικόνες να δημιουργούν…

    Μήδεα δ᾽ ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι
    κάββαλ᾽ ἀπ᾽ ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,
    ὣς φέρετ᾽ ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον, ἀμφὶ δὲ λευκὸς
    ἀφρὸς ἀπ᾽ ἀθανάτου χροὸς ὤρνυτο· τῷ δ᾽ ἔνι κούρη
    ἐθρέφθη· πρῶτον δὲ Κυθήροισι ζαθέοισιν
    ἔπλητ᾽, ἔνθεν ἔπειτα περίρρυτον ἵκετο Κύπρον.
    ἐκ δ᾽ ἔβη αἰδοίη καλὴ θεός, ἀμφὶ δὲ ποίη
    ποσσὶν ὕπο ῥαδινοῖσιν ἀέξετο· τὴν δ᾽ Ἀφροδίτην
    [ἀφρογενέα τε θεὰν καὶ ἐυστέφανον Κυθέρειαν]
    κικλήσκουσι θεοί τε καὶ ἀνέρες, οὕνεκ᾽ ἐν ἀφρῷ
    θρέφθη· ἀτὰρ Κυθέρειαν, ὅτι προσέκυρσε Κυθήροις·
    Κυπρογενέα δ᾽, ὅτι γέντο περικλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ·

    ἠδὲ φιλομμειδέα, ὅτι μηδέων ἐξεφαάνθη.

    (Θεογονία του Ησίοδου, η Γέννηση της Αφροδίτης)

    Και όπως ευθύς τα αιδοία με τον αδάμαντα απέκοψε
    και τα ᾽ριξε μακριά απ᾽ τη στεριά στον πολυτάραχο τον πόντο,
    έτσι αυτά στο πέλαγος χρόνο πολύ πλανώνταν, κι αφρός λευκός
    ολόγυρα απ᾽ την αθάνατη τη σάρκα σηκωνόταν. Μέσα σ᾽ αυτόν
    μεγάλωσε μια κόρη. Πρώτα τα πανίερα τα Κύθηρα πλησίασε,
    και από εκεί κατόπιν έφτασε στην Κύπρο που από γύρω τα νερά τη ζώνουν.
    Και βγήκε έξω μια σεβαστή, ωραία θεά, κι από τα λυγερά της πόδια κάτω
    μεγάλωνε η χλόη ολόγυρα. Αφροδίτη αυτήν
    [και αφρογέννητη θεά και Κυθέρεια καλοστεφανωμένη]
    την ονομάζουν οι θεοί και οι άνθρωποι, γιατί μες στον αφρό
    μεγάλωσε. Μα και Κυθέρεια, γιατί προσέγγισε τα Κύθηρα.
    Και Κυπρογέννητη, γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που από γύρω τα νερά τη ζώνουν.

    Στα υπόγεια παλάτια του Ποσειδώνα στον κόσμο των τριών, πόλεμος των Μέγα γίνεται σκληρός.

    Δύο Ποτάμια, των Αντίθετων ρευμάτων συγκρούονται για την επικράτηση του Ενός από τα δύο. Το ποτάμι Της ΗΡΑ φουσκωμένο και του ΔΙΑ το ευθεία για ποτάμι.

    Σε κάθε ρεύμα και άπειρες οι σταγόνες πολεμιστές. Οι Ήρες και οι Δίες, παλεύουν μέχρι θανάτου. Σε μία μάχη που κανένα θνητό πλάσμα δεν αντιλήφθηκε ποτέ. Πλάνα του υγρού που βόλια πετούν το ένα στο άλλο, αρσενικά και θηλυκά που μάχονται σώμα με σώμα. Μόρια υγρά, τα άτομα του τυφλού, διασπούν το Η από το Ο. Το νερό βράζει, η μάχη αποτέλεσμα δεν μοιάζει να έχει.

    Φυσαλίδες Η και Ο, λογικής και συναισθήματος, θετικά και αρνητικά, από την πίεση της φωτιάς ξεφεύγουν και στην επιφάνεια ανεβαίνουν.

    Τα ιόντα του υγρού, με αυτά του αέρος ενώνονται και αφρούς τα ελαφριά παιδιά τους. Αφρός, της εικόνας, της μουσικής, της ιστορίας, των γλυπτών, του αλατιού.

    Ο αφρός μεικτός. Βρώμικος και καθαρός. Ο της βρωμιάς κατακάθι, ον των πολλά βαρύ. Βυθίζεται στου πολέμου τα νερά. Στο βυθό η μάχη των μεγάλων συνεχίζεται, προσπαθώντας να κερδίσουν του παραλόγου το παιδί. Το κατακάθι του αφρού, στο αργά διασπάται σαν νεκρό πλαγκτόν.

    Στάχτες του Νιου και του Χιο, που πλέουν στο μέσα και στο ανά τους. Οι ΔΙΕΣ και οι ΗΡΕΣ μολυσμένοι στης Λύσσας τον πιο βρώμικο ρυθμό. Οι μάχες, συνεχίζονται μέχρι τους τελευταίους. Μέχρι που μία ΗρΑ και ΔίΑ ένας απομένουν νηστικοί. Αποκαμωμένοι, λυγίζουν και ένας αγκαλιά με τον άλλον, βυθίζονται στην ασιτίας των πικρό Λοιμό.

    Στην επιφάνεια, ο φρός του καθαρού, ενώνεται και σώμα θηλυκό πλάθει, της Υπάρξεως του Πόθου, ατέρμονο κυνήγι.

    Η Αφροδίτη

    Στις ακτές της Πάφου γυμνή βαδίζει και οι πέτρες χτυπιούνται μεταξύ τους, σκόνη για να γίνουν. Τα πέλματα της καμιά να μη πληγώσει. Το δέρμα της λευκό, τα μάτια γαλανά, μία ουράνια Παφία…

    Η Αφροδίτη

    Στο Φρέαρ των Οινουσσών στα ανοιχτά Κυθήρων, πλάσμα θηλυκό σε μισάνθρωπο θυμίζει. Διάφανα τα πέπλα που τη στολίζουν, στον αφρό της θάλασσας αναδύεται, τα σύννεφα παγώνουν και σε χιόνι λειώνουν στην απόκοσμη ομορφιά της. Με τα πορτοκαλί της μάτια τα πουλιά κοιτά, βαστάζοι τώρα που την κουβαλούν στην πλάτη. Μία Κυθέρεια ανδροφόνος.

    Η Αφροδίτη.

    Στα χώματα της Σιδώνας, γυναίκα με βλέμμα δίχως τέρμα, αρματωσιά στο κορμί της, την μνήμη κλέβει, τα χέρια της ματωμένα, στα δάχτυλα όργανα ανδρικά που στάζουν, μία Σπαρτιάτισσα Αρεία .

    Η Αφροδίτη.

    Στις ακτές της Σομαλίας η Κυρά της χώρα Πουντ. Στήθια με γάλα, τα μικρά και πεινασμένα στο δρόμο τρέφει.

    Η Αφροδίτη.

    Στο Πεκίνο βαδίζει Αμβολογήρα. Τα λουλούδια μαραίνουνε για χάρη της, τα δέντρα ανάβουν φωτιά να την κρατούν ζεστή.

    Πολλαπλές οι θεές του Έρωτα που στη γη ταυτόχρονα γεννιούνται, αλλά και σε πλανήτες άλλους…

    Στο πλανήτη Γτρ, μέσα από τη πυκνή του γάλακτος τη θάλασσα, Βένους αναδύεται θαμπώνοντας τους πάντες με τα φωτεινά κλωνιά του. Το μήκος οκτώ και ύψος του διπλάσιο, γύρω του μάχη γίνεται μεγάλη για μυρωδάτα του Γελ.

    Σε πλανήτες χιλιάδες, σε πλάσματα του διαφορετικού, του έρωτα η εικόνα ζωή αποκτά, με σάρκα και πνοή. Πλάσματα που μαγεύουν, τον πόθο προκαλούν και σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς που δική τους θέλουν να την κάνουν.

    Τα πλάσματα αυτά, όλα προς το σημείο μηδέν κινούνται. Στην πιο ψηλή κορυφή…

    Στον κόσμο 5702887 μία σχεδόν του τέλειου, η του υπέρ η σφαίρα γεννιέται. Οι ζωντανοί γύρω της, αβέβαιοι στρατιώτες του Πολύτοπου. Γωνίες και αμυχές που δημιουργήθηκαν από την μη ομαλή ραφή των διαφορικών απόψεων. Κόκκαλα με φτερά τα πουλιά που πετούν γύρω από τις κορυφές των εμμονών που ξεχωρίζουν.

    Στον ορίζοντα του κόσμου τα Πολύτοπα ακινητοποιημένα στις παγιωμένες έδρες τους. Να βαλτώνουν στο βούρκο της απροθυμίας για λείανση των ευδιάκριτων ακμών. Άγκυρες που στο βυθό τους πνίγουν, μη μπορώντας να ξεφύγουν από τα δεσμά των αξιωμάτων.

    Η σχεδόν του ατελής και τέλειου η σφαίρα ανάμεσα τους αβίαστα κυλάει και προς το μηδέν και σπίτι ρέει. Η τριβή διακριτική.

    Ζεὺς δὲ θεῶν βασιλεὺς πρώτην ἄλοχον θέτο Μῆτιν,
    πλεῖστα θεῶν εἰδυῖαν ἰδὲ θνητῶν ἀνθρώπων.
    ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλε θεὰν γλαυκῶπιν Ἀθήνην
    τέξεσθαι, τότ᾽ ἔπειτα δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας
    αἱμυλίοισι λόγοισιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
    Γαίης φραδμοσύνῃσι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος·
    τὼς γάρ οἱ φρασάτην, ἵνα μὴ βασιληίδα τιμὴν
    ἄλλος ἔχοι Διὸς ἀντὶ θεῶν αἰειγενετάων.
    ἐκ γὰρ τῆς εἵμαρτο περίφρονα τέκνα γενέσθαι·
    πρώτην μὲν κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν,
    ἶσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν,
    αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἄρα παῖδα θεῶν βασιλῆα καὶ ἀνδρῶν
    ἤμελλεν τέξεσθαι, ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντα·
    ἀλλ᾽ ἄρα μιν Ζεὺς πρόσθεν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,

    ὥς οἱ συμφράσσαιτο θεὰ ἀγαθόν τε κακόν τε.

    Κι ο Δίας, των θεών ο βασιλιάς, πήρε τη Μήτιδα για πρώτη του γυναίκα,
    που πιο πολλά γνωρίζει απ᾽ όλους τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
    Μα όταν πια τη θεά Αθηνά, την αστραπόματη, έμελλε
    εκείνη να γεννήσει, τότε με δόλο το νου της ο Δίας τον ξεγέλασε
    και με χαριτωμένα λόγια στην κοιλιά του την κατάπιε,
    με συμβουλές της Γης και του Ουρανού που ᾽ναι γεμάτος άστρα.
    Γιατί έτσι τον συμβουλέψανε, για να μην πάρει άλλος κανείς
    απ᾽ τους αιώνιους θεούς στη θέση του Δία τη βασιλική εξουσία.


    Γιατί απ᾽ αυτήν ήταν μοίρα να γίνουνε παιδιά υπέρτερα στο νου απ᾽ όλους.
    Πρώτα μια κόρη θα γεννούσε, την αστραπόματη την Τριτογένεια,
    που θα ᾽χε ορμή και φρόνιμη βουλή ίσα με τον πατέρα της,
    μα έπειτα έμελλε να γεννήσει γιο που θα γινόταν βασιλιάς
    θεών κι ανθρώπων και θα ᾽χε καρδιά υπερδύναμη.


    Μα πιο μπροστά ο Δίας στην κοιλιά του την κατάπιε,
    για να στοχάζεται μαζί του η θεά το καλό και το κακό.

    αὐτὸς δ᾽ ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ᾽ Ἀθήνην,
    δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην,
    πότνιαν, ᾗ κέλαδοί τε ἅδον πόλεμοί τε μάχαι τε·

    Ο ίδιος γέννησε απ᾽ το κεφάλι του την αστραπόματη Αθηνά,
    δεινή να ξεσηκώνει το θόρυβο της μάχης, στρατοδηγήτρια, αδάμαστη,
    δέσποινα, που της αρέσουν οι κραυγές, οι πόλεμοι κι οι μάχες.

    (Θεογονία του Ησίοδου, η Γέννηση της Αθηνάς)

    Η Μήτις η γυναίκα του πρώτου, η πρώτη, νιώθει την ναυτία να χοροπηδά, με την παλέτα σαν το Κορό στα σπλάχνα της. Οι ιτιές του Marissel, το πρώτο της ξέρασμα. Πρέπει να το πει στον Δία, αλλά τον Κρόνο δεν μπορεί από το μυαλό της να τον σβήσει.

    Νιώθει ένα χτύπημα κοφτό, στον πυρήνα της. Έρχεται, χρόνο περιττό δεν έχει. Καταπίνει μία χούφτα φύλλα Πικροδάφνης.

    Ώρα του meta, ο Δίας τραπέζι στρώνει για τον εαυτό του. Γεμιστή матрёшка‎, ραντισμένη με το λάδι της Σελήνης. Την καταπίνει αμάσητη.

    Οι μέρες του περνούν και όρεξη καθόλου. Το στομάχι του τσιμέντο και στο κεφάλι οχλοβοή. Βροντές που στα τοιχώματα χτυπούν και να βγούνε θέλουν.

    Στην καρδιά του οι Ήρες επαναστατούν και τους κεντρικούς δρόμους κλείνουν. Της οδού και των φλεβών τα φράγματα, με σκουπίδια του ραδίου. Το σώμα του Δία καταρρέει. Η καρδιά φουσκώνει. Το κεφάλι ακολουθεί. Στο κρεβάτι του τέλους, τον Ήφαιστο ζητά, από τον Ύππο της Ερέτριας.

    Ήφαιστος, κουτσός, στραβός, με γράσα στα μαλλιά και καρφιά στα χέρια. Τον Δία στου κιτρίνου της ελλείψεως, σιδήρου. Μία Πούλα τα Βαριά, η βοηθός του. Τρία καρφιά στο περί μετρά της έκτασης, καρδιά. Καρφιά, χοντρά, τρία των εκατοστών στο πάχος. Βαθιά, με σταθερά χτυπήματα στο δέρμα του Θεού, τα μπήγει. Μέχρι τα κεφάλια, να χαθούν από την επιφάνεια πιο κάτω. Το αίμα τινάζεται, πέντε μέτρα πάνω. Κόκκινα υγρά ρουμπίνια.

    -Το κεφάλι μου, ψελλίζει, ιδρωμένος ο Δίας. Ο Ήφαιστος την βαριοπούλα ψηλά σηκώνει και το κεφάλι του Zeus ανοίγει, στου γεμάτου το καρπούζι.

    Υγρά καφέ, του πράσινου, λευκά στερεά, του μωβ και ανάμεσα στου εκ κεφαλού τη σάρκα ένα κορίτσι βρέφος. Με ασπίδα και σπαθί. Στον Ήφαιστο βαθιά ρωγμή στο πρόσωπο χαρίζει και στον Δία, με κλωστή από καρφιά, στερεώνει το κεφάλι.

    Το κορίτσι-βρέφος πεινά. Στου Διός το στήθος, η κόκκινη Ρα που τυριώνει. Το κορίτσι με λαχτάρα γεμίζει το στόμα της. Όταν στο τέλος φτάνει, το αέριο του φυσικού από κάθε της οπή, ξερνιέται.

    Η Αθηνά.

    Στο δρόμο για τις Ρωσικές τις στέπες παίρνει, για το σπίτι με τον αριθμό μηδέν…

    (-Γιαγιά; Γιαγιάκα; Τα μάτια μου να νοίξω; Η κοκκινοσκουφίτσα.

    -Μπορείς μικρή μου, το ράψιμο τελείωσε. Γιαγιά

    -Και τώρα τι θα τον κάνουμε τον Λύκο τον κακό, γεμιστό με του Κύρου τα γρανάζια; Red

    -Θα τον πετάξουμε στο πηγάδι μικρή μου. La Verde Nonna)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The love of Venus and Ɐthena (Το ταξίδι της Αφροδίτης)

    Message in the love bAttle 9th/“Το Κάστρο”/Η μέρα 94

    «Ο Θάνατος των Θεών»

    Η Αθηνά και η Αφροδίτη γνωρίστηκαν για πρώτη φορά, στον πλανήτη των Φυτών.

    Η Αθηνά χοντρούς σμιλεμένους κορμούς τα κάτω άκρα, κλαδιά τρυφερά, με φύλα ροζ τα νω. Τα πρόσωπα της, γαλάζια άνθη του μεγάλου και πέταλα μακριά και μαύρα, να στολίζουν τα κεφάλια της.

    Η Αφροδίτη λυγεροί τέσσερις σωλήνες από σάρκα μωβ, πλούσιες καμπύλες σε κύματα με το χρώμα του αφρού, ρίζες λεπτές νευρώδεις και σκληρές. Τα κρα της πλοκάμια, γεμάτα με νέκταρ. Από τις χυλώδεις τουλίπες που μιλούν, να παίρνει, να δοκιμάζει και να βογκά με του ναζι ή να μη ζει κανείς για την απόλαυση.

    Η Αθηνά γέλασε αυθόρμητα, η Αφροδίτη γύρισε γουρλώνοντας τους στήμονες και μετά στο γέλιο κύλισε μαζί της.

    -Θέλεις; Της πρότεινε με να πλοκάμι να στάζει νέκταρ. Τα’ νθω του ουράνιου, να χαμογελούν και τα εφτά μαζί.

    -Θέλω, αλλά όχι νέκταρ. Η Αθηνά την πλησίασε και με τους χοντρούς κορμούς, μισάνοιξε τα τρυφερά ανοίγματα. Τα κορίτσια σε μία λίμνη από Τουλίπες του χυλού, κυλίστηκαν και στο νέκταρ των Του και το δικό τους κολυμπούσαν, μέχρι του συγχρονισμένο χορού, άγριο του Λάβε Φάγε και από τον οργασμό μου Πιες. Τότε τους έσμιξε ο πόθος.

    Ξαναβρέθηκαν στον πλανήτη των Νεφών. Η Αφροδίτη, μικρό λυγερό σύννεφο με λεπτές τις καταλήξεις, υγρά ανοίγματα και πράσινο χιτώνα.

    Η Αθηνά, ψηλό λευκό το νέφος, πυκνή και μακριά σπειροειδής του Φιμπονάτσι η προβοσκίδα. Τις λέξεις για λεκέδες δε χρειάστηκαν τούτη τη φορά. Εισχώρησε η κάθε μία στην άλλη μέσα. Τα χρώματα σκουρύναν, οι υδρατμοί πυκνώσαν, οι στραπές και οι βροντές χόρεψαν, μέχρι την εξάντληση τους.

    Υγρού τα σώματα, των δύο έφηβων θεών, πάνω στους θαλασσί παγετώνες, που στέγνωναν στον Γκρίζο ήλιο, μέχρι την ανάσα τους να πάρουν. Έρωτας.

    Την τρίτη φορά, μία τίγρης η Αφροδίτη, μια γαζέλα η Αθηνά. Για ώρες έπαιζαν και κυνηγούσαν η μία την άλλη. Για μέρες καβαλούσαν, εναλλάξ κάθε μία την άλλη.

    Για μήνες κρατούσαν κρυφή την αγάπη τους, στις αχανείς σαβάνες του Βορρά. Χωρίστηκαν, όταν άρχισαν τα πουλιά να τους λένε πως οι υπόλοιποι τους ψάχνουν. Να το μάθει θεός ή θνητός δεν έπρεπε κανείς.

    Η κάθε μία διαδρομή διαφορετική ακολούθησε, μα ο προορισμός ο ίδιος.

    Η Αφροδίτη στα βουνά συνάντησε άντρα που έκλαιγε με δάκρυ μαύρο. Πηλέα το όνομα του και μαύρα τα μανιτάρια που φύτρωναν σιμά του.

    -Γιατί κλαις Πηλέα;

    -Δεν μπορώ τον έρωτα ξανά να ζήσω.

    -Ο λόγος;

    -Την καρδιά μου μοίρασα, σε ερωμένες, συζύγους και πουλιά. Και τώρα ψίχουλα δεν έμειναν για μένα.

    Η Αφροδίτη, με το τόξο της κάπρο άγριο σκοτώνει, την καρδιά του αφαιρεί και στου Πηλέα την άδεια τη θαλάμη στρώνει.

    -Τώρα καλέ μου Πηλέα; Ο Πηλέας την Αφροδίτη εμπρός του, την πιο όμορφη της πλάσης οπτασία, αλλά τίποτε δεν νιώθει. Κούρο όμορφο, στον οντά του ανταμώνει, επιβλητικό με αγέρωχο κατάρτι και πράσινα τα μάτια, αλλά για έρωτα ασήμαντρος. Ξάφνου μία οσμή, ότι πιο γλυκό, πιο ερωτικό, πιο αισθησιακό μύρισε ποτέ…

    Εμπρός του ο έρωτας την καρδιά του να ξεσκίζει με τους χαυλιόδοντες, η πιο όμορφη η σκρόφα που γνώρισε ποτέ του…

    Στην λίμνη του Χαλικιού η Αφροδίτη ρσενικό συνάντησε που έδερνε την πρόθυμη κυρά του.

    Με γροθιές στα κόκκαλα, τρεις οι βέργες που στα κομμάτια γίνονται για τη χάρη των ικανών δαχτύλων του.

    -Ευχαριστώ άνδρα μου, το σώμα το χαμένο, ζυμάρι για να ανοίξεις.

    Με κλοτσιές στο πρόσωπο, βάζα με λουλούδια που θρυμματίζονται και οι μέλισσες μακριά πετούν τρομοκράτη πένες.

    -Μπράβο κύρη μου για τη δύναμη που βάζεις, την άχρηστη να δείρεις.

    Ο Άνδρας ο βαρύς την Αφροδίτη βλέπει. Την γυναίκα του από το μαλλί την πιάνει και από τη γέφυρα γκρεμίζει. Διάσπαρτες οι κόκκινες οι μνήμες, το αίμα το δικό της να θυμίζουν.

    -Καλώς την νόστιμη και όμορφη Πουλάδα.

    Η Αφροδίτη αέρινη γυναίκα τα χέρια της ψηλά σηκώνει και τα νύχια της στον Γαρμπή βυθίζει. Ο Λίβας ματώνει και του ανδρός το ξερό του στάχυ ανάβει.

    -Το όνομα σου Ξένε;

    -Τειρεσίας

    -Το φύλο σου;

    Πυροσβέστες με το αίμα το πέος του γεμίζουν, τη φωτιά του για να σβήσουν…

    …μέχρι που ο ίδιος τελείως από κριμαίμα αδειάζει. Στα χέρια της το γλυκό πουλί η Αφροδίτη πιάνει και το πλάθει από την αρχή.

    Γυναίκα τώρα, το πρώην αρσενικό. Θελκτική, καμπυλωτή και με ζουμιά γεμάτη. Η Αφροδίτη φεύγοντας τη φωνή της Τ ακούει μελωδικά να κουδουνίζει.

    -Χτύπα κι άλλο άνδρα μου, το σώμα μου χαλί να το τινάξεις…

    Στην ακτή του Κόνγκο η Αφροδίτη συνάντησε πανέμορφο λουλούδι, που τα πόδια του έπηζε σε βόλβο από τσιμέντο. Γύρω του δεκαεννιά νεκροί, οι γάτες και οι σκύλοι.

    -Τι συνέβη εδώ λουλούδι μου πανέμορφο; Ποιος ο υπεύθυνος αυτού το μακελειού;

    -Νάρκισσος το νομα μου αρχόντισσα, τα σκότωσε η ασχήμια και η τοξικότητα μου.

    Η Αφροδίτη με αγάπη τα ζώα τα νεκρά μαζεύει και στο χρόνο θάβει. Ο Κισσός ακίνητος τα πόδια του να πήζει.

    -Γιατί τα σκότωσες λουλούδι μου;

    -Γιατί άσχημα ήταν.

    -Γιατί πιστεύεις πως άσχημα ήταν;

    -Γιατί δεν μου έμοιαζαν καθόλου. Η Αφροδίτη χαμογέλασε κρυφά στο χρόνο και τα ζώα τα μάτια τους στην άνοιξη ανοίξαν.

    -Ξέρω κάτι που είναι όμορφο πολύ και τη γνώμη σου μπορεί να αλλάξει.

    -Τι κυρά μου πες μου, την εικόνα του να πιω για να ξεχάσω;

    -Εδώ στη λίμνη Tumba, σκύψε μικρέ μου θα το δεις. Ο Κισσός βλέπει κάτω από τη διάφανη του νερού κουρτίνα, το πιο όμορφο λουλούδι που έπλασε η σχάση. Πλημυρισμένο από έρωτα, τον εαυτό του δίνει στα νερά της Tumba…

    Αιώνες αρκετούς μετά…

    Σε μία υπόγεια πορτοκαλί λίμνη, σε βάθος 39 χιλιομέτρων στον Γαλαξία της Ανδρομέδας, η Αθηνά, πλάσμα του αλλόκοτου. Κεφάλι και κορμό θηλυκό τ’ ανθρώπου, άκρα οκτώ μεγάλα, δίμετρα πλοκάμια με οπές δεκάδες πάνω τους, από ρώγες σε βεντούζες και ξανά πάλι στην αρχή.

    Στη βάση του κορμού της, κόλπος μεγάλος και θολός. Στην κορυφή του κλωνάρι εκατοστά του 19. Με ένα μεγάλο πλοκάμι, τον κόλπο της διακορεύει, στου έσω και στου έξού τον πιο αργό ρυθμό. Με να κόμη, το κλωνάρι ερεθίζει, μέχρι που αυτό ματώνει. Ροζ το χρώμα στου νερού το πορτό και καλεί.

    Δίπλα της η Αφροδίτη, ταλαιπωρημένη, σε σώμα του ίδιου να πλέει στο κενό και γύρω τους φλεγόμενοι οι Ναρκ και οι Κισσοί. Ο δικός της κόλπος, σφραγισμένος, με δικό της πλοκάμι βυθισμένο μέσα του μέχρι το τελείωμα του. Το κλωνάρι της μαραμένο, εξαντλημένο, να λικνίζεται στο νερό που ήρεμα κυλά. Το κορμί της διάστικτο, από χτυπήματα, δαγκώματα με τμήματα του λείπω, που στα Κα του Δία θρέφει και γεμίζει με χρώματα σκληρά. Χρώματα βαριά, να αποχρωματίζονται στης αγάπης τους τον οίνο.

    Στην επιφάνεια της θάλασσας, πλάνα σπέρνουν με σπόρους του μαμούθ, πειρηνικά μανιτάρια.

    Με ένα πλοκάμι η Αθηνά, της χαϊδεύει τα μαλλιά. Λίγες οι λέξεις που τον βόμβο και βογκώ της λαγνείας, τη θεά διακόπτουν.

    -Τι θυμάσαι από το όργιο του γάμου Αφροδίτη;

    (-Παππού; Πάππο; Και που το φοράνε αυτό; ΠρασινοΚοκκινοσκουφίτσος.

    -Ποιο μικρέ μου, αγόρι μου και της πάλης το κάρυ το σωστό; Πάπ,

    -Αυτό μπρε Pop, εμ πώς να το πω. Το κόκκινο με πράσινα πουά, του λάστιχου σκουφί. GReend)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Error 404

    Message in the Home bAttle 9th/“Το Κάστρο”/Η μέρα 95

    «Ο Θάνατος των Θεών»

    Πριν ή μετά, σημασία όταν στον χρόνο κινείσαι εμπρός και πίσω, καμιά δεν έχει. Το η ανακάλυψε τον τρόπο να δραπετεύει από τον κόσμο των τριών και στη γέφυρα του χρόνου, να κινείται προς όποια κατεύθυνση ζητά.

    Τον τρόμαξε, να τον μοιραστεί με τον Κανέναν. Τι πιστώσεις αυτό θα είχε στη ροή των πλασμάτων των τριών; Ένα μυστικό που θα έπρεπε για πάντα στο μέσα του να κρύψει.

    Πώς θα μπορούσε όμως; Να ζήσει μία ζωή ως παιδί, του φυσικού και της λογικής; Πως θα μπορούσε να αγνοήσει το Ξ, την Μπάμ πούσκα, από των κόσμων των τεσσάρων; Θα έπρεπε να ξεχάσει. Να ζήσει μία ζωή, απλή, τρισδιάστατη, με ελπίδα και προσμονή, απογοήτευση και πόνο, χαρά και Ζήτω!

    Βρήκε τον τρόπο και ξέχασε. Και μετά γνώρισε το Φως του. Μία ζωή, του πυρός το τέχνημα, ώσπου…

    (from Message in the Dark Bottle 9th

    “Το Κάστρο”

    Mirror mirror on the wall, who is she in the dark?

    The Third

    “Οι Κλωστές”)

    -Θα λησμονήσεις. Τι ήσουν, τι είσαι, τι θα ‘θελες να γίνεις…
    -Το όνομα μου, η Ιθάκη σου και πόθος σου ακριβός…
    -…και όταν μπορέσεις και με φτάσεις τότε μόνο ελεύθερη…


    Βρίσκω τη δύναμη και υψώνομαι. Τα πόδια μου, τον κόσμο του μαζί να κουβαλούν. Με τα βήματα μου αργά, φτάνω στους ζωντανούς πυρσούς. Τους αγγίζω και με αγγίζει και εμένα η φωτιά. Όχι όμως τρυφερά αλλά τι σημασία έχει τώρα;
    Το σώμα μου φλέγεται, το σημάδι μου σε τούτο τον κόσμο, φέγγει, αλλά…

    Μέσα στις φωτιές, το δάσος. Κορμοί από φωτιά, που τώρα δε με καίνε.

    Φύλα από φλόγες, που χαμογελούν χαρά.

    Χώμα από λάβα, τα πόδια μου μέσα της ξεπλένω. Βαδίζω, στη φωτιά, εκεί που άνθρωπος ποτέ του δεν τόλμησε να φτάσει. Ζώα από τη μάνα του πυρός, παίζουν και πηδούν τα εμπόδια του να. Τα θάματα που απλώνονται μπροστά μου στάλες από ήλιο.

    Η καρδιά μου, δε χτυπάει. Τώρα τραγουδά και εγώ ακολουθώ τους στίχους κάτω από τους στίχους. Τον ρυθμό που κρυμμένος βρίσκεται στο μύθο. Βράχοι από κόκκινο και πορτοκαλί με πόδια τρέχουν γύρω μου. Ένα πεύκο με το καυτό ρετσίνι, τις πληγές του αρωματίζει, με βροχή από εκρήξεις λούζεται. Στέκομαι και στέκεται. Το χέρι του, κλαδί που καίγεται και ποτέ δε σβήνει, μου δίνει. Φωτιά του βάζω, σαν ακοινώνητος θνητός.

    Μαζί, τα βήματα τώρα και σε ξέφωτο με πάει. Σαν παιδιά που φλογοπηδούν ψηλά. Μία λίμνη το έδαφος, από λάδι που βράζει, αλλά ποτέ σου δε βουλιάζεις. Και στη μέση της λίμνης, ένας γέρικος κορμός.

    Πάνω του Αυτός.

    -Ποιος είσαι; Μου χαμογελάει, το πρόσωπο του θυμίζει κουρτίνα παιδική. Γνωστή, οικεία, δική μου.

    -Ποιος είσαι; Με ρωτάει.

    Δίχως να ξέρω το γιατί, σκύβω και τον φιλάω. Η γλώσσα μου, στο στόμα του χορεύει.

    Η γλώσσα του, στο στόμα μου χορεύει.

    Γλυκό το αίμα που κυλάει από τις κόρες της. Γλυκό το άμα, που κυλάει από τη δίδυμη συνείδηση σου.

    Και τότε, καταλαβαίνω… Τραβιέμαι και τον κοιτώ.

    Τραβιέται και με κοιτά. Κώνος, η σφαίρα του χρόνου και του χώρου, κώνος που ρουφάει το εκεί και σε σημείο τα πάντα…

    …τα μαζεύει. Όλο το σύμπαν, συμπυκνωμένο σ ένα σημείο. Μέσα σου, το μηδέν εγώ, στο βυθό του απείρου, κολυμπώ. Σε κάθε μηδέν, το στίγμα μου αφήνω και άπειρα τα σημεία, σκιές και αποχρώσεις του μηδέν.

    Το ένα τρώει, το άλλο και στο τέλος, το τελευταίο εγώ. Μία στιγμή του πάντα και ένας θόρυβος μεγάλος. Μία γέννηση, μία νέα αρχή. Μία Μεγάλη Έκρηξη…

    Εγώ το Γ, αυτός το Δ.

    Επιστρέφω στο πριν και στο τότε η λήθη το ρούχο που φοράω. Από κάτω του, η μνήμη χέρι βάζει και στα όνειρα μου ψηθεί και ρύζι.

    Ο Πόθος χάνεται για άλλη μια φορά. Η Ιχνηλάτρια φεύγει μακριά στο αέναο κυνηγητό με την λευκή και μαρμάρινη ψυχή της να την προσδιορίζει. Η σάρκα μου συρρικνώνεται και καταστρέφεται. Το υλικό μου, κάρβουνο που ζεσταίνει την παγωμένη νύχτα. Αφήνω τον κόσμο της φθοράς και ακολουθώ τα βήματα της. Το ταξίδι αρχίζει. Μόνο που τώρα ο κύκλος έχει κλείσει και τα τρία σημεία μπορούν να πάνε παρακάτω…

    (From Message in the Battle 9th

    “Το Κάστρο”

    Mirror 6th

    “The War” A)


    -Εσύ θνητέ μαζί μου, θέλω την καρδιά σου… και γινόμαστε ένα. Ένα σώμα δυο ψυχές, ένας θεός και ένας θνητός. Ένας θεός που νιώθει και ένας θνητός που γεύεται το πάντα.


    Πως είναι να είσαι εγκλωβισμένος μέσα στο σώμα ενός θεού;

    Πως είναι κάθε σου μόριο να έχει διασπαστεί και να πλέει στο εσωτερικό ενός αυγού;

    Η μία σου οντότητα να τεμαχίζεται σε άπειρες. Το συγκεκριμένο σου μέγεθος να απλοποιείται σε ατέρμονου πλήθους μηδενικά σημεία. Καθένα από αυτά να ανήκει σε διαφορετικό σύμπαν, να δέχεται άλλες βαρύτητες, θερμοκρασίες, ιξώδες και κανόνες αντίληψης.


    Τη μία στιγμή να σκέφτεσαι πως είναι δυνατό το μηδέν να μπορεί να νιώσει και την επόμενη, άλλη σκέψη να προσπαθεί να υποσκελίσει την πρώτη, η οποία παλεύει με μία τρίτη και ένας ορυμαγδός από πόλεμο απείρων συμπάντων που συγκρούονται μετωπικά σε ένα σύστημα αμέτρητων διαστάσεων, με σκοπό μονάχα ένα.


    Τα άπειρα να γίνουν ένα και το ένα να διασπαστεί και πάλι σε άπειρα. Στο ρυθμό του χτύπου της καρδιάς μου. Μια κίνηση επαναλαμβανό μεν η.

    Μία μεγάλη έκρηξη.

    Η διασπορά.

    Το τέλος.

    Η επανένωση…


    Πίσω μου, στο μυαλό του Πόθου τα Η, εγώ τα Ξ. Πίσω μου τα Ξ, εμπρός τα Η. Οι διαστάσεις σαν του Ντομινό, το συνεχές, πέφτουν η μία μετά την άλλη, στον κύκλο που πάνω τους κυλά προς του κάθε την κατεύθυνση.


    Η διάσταση που βρίσκομαι είναι η επόμενη από αυτή που βρίσκομαι.


    Την ιστορία σβήνω, ξαναγράφω και τα πείρου τα ζάρια ρίχνω μέχρι την ιστορία να φέρω εκεί που θέλω.


    Κατά σκοποί στο μέσα του Πόθου του θεού, στο κοινή γη του δικού του.


    Αυτή που για μητέρα του νομή ζει και πόθοι τη του ερωμένη.

    Την Αφροδίτη.

    (From ¿The last dance of the blind dog in Bosporus/the end

    Message in the Castle Battle 9th

    «Ο Θάνατος των Θεών»)

    -Δύο οι θεοί που μένουν, η Αφροδίτη και ο Ποσειδώνας. Πόθος.

    -Ένας και άπειροι ακόμη μικρέ μου Πόθε. ΤΟ Η

    -Ποιος είναι ο δρόμος και ποιο είναι το πότε; Π

    -Στο Χάσμα του Βό ς πορου, υπάρχει ένα βαθύ Ποτάμι. Αφέσου στον αφρό του και τα μάτια σου κλειστά. Την αντίσταση παράτησε και στους κυματισμούς θα ακούσεις τη μουσική. Του χορού η τελευταία ράψω Δία, μόνη θα ρθει να σε βρει. Η

    Ο Πόθος στα χανές του ωκεανού ποτάμι, συναίσθημα δίχως σάρκα, καρδιά χωρίς το στόμα, που νιώθει.

    Στο γύρω του ποβρύχια που βρυχώνται και παλεύουν, με των δράκων τα πιο μηχανικά θηρία. Το ένα μετά το άλλο, διαρρηγνύονται και από μέσα τους ποντίκια που την ανάσα τους βαστούν.

    Σήμα Cia του καθ όλου, συνεχίζει να πλέει, προσπαθώντας να νιώσει την μελωδία της.

    Απογοήτευς η άγκυρα, που τον κρατά βαθιά και στον αφρό, με τη βία του κρατιέται.

    -Αφήσου, το η, από του χρόνου το τελείωμα, φανάρι που ανα και σβήνει.

    Στο μυαλό του, ακούει τις σκέψεις του τέλους, των λίγο πριν πνιγμένων. Τους πιο μεγάλους πόθους τους αισθάνεται, που στο τέλος πάντα φεύγουν.

    Στο ξάφνου, στον ένα αντιστοιχεί η λιαλιά της. Ο βόμβος, του τρελού ο πόθος. Λαγνεία που στάζουνε οι λέξεις της. Στρέφεται στα κει του πέρα, μα κι άλλος…

    Κι άλλος, κι άλλος, σε δεκάδες του στρα και τιώτες του θανάτου, στις τελευταίες τους στιγμές, νιώθει την μυρωδιά της. Την άγρια οσμή, της λαχτάρας, της φωνής, της κίνησης που κορυφώνει και μετά σβήνει, που γεννιέται, κορυφώνει και μετά σβήνει.

    Σχεδόν την βλέπει, την Αφροδίτη τη θεά, σε άγαλμα δεμένη. Σε όργιο τρελό, με τους δώδεκα τους θεούς. Ο ένας μετά την άλλη. Σε κύκλους δώδεκα, με μορφές ανόμοιες η μία με τον άλλο…

    Το δέος, τον κυριεύει. Δεν έχει δει ποτέ του, εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια, κάτι ανάλογο.

    -Τι θυμάσαι από το όργιο Αφροδίτη;

    (-Και πότε θα περάσουμε της πίσσας το ποτάμι; Καλός Λύκος.

    -Κοίτα ψηλά. Όταν θα έρθει ο κύκλος του κόκκινου. Κακός Λύκος.

    -Και πότε θα συμβεί αυτό; Λος

    -Ξανά κοίτα ψηλά. Να τώρα είναι ο πράσινος κύκλος, μετά θα έρθει ο πορτοκαλίς και μετά ο κόκκινος. Κος.)

    HPA the Big Bang

    Message in the Bottle 9th/“Το Κάστρο”/“Ο Θάνατος των Θεών”

    H Ήρα στο κέντρο του σημειακού σύμπαντος. Με της ισχύος τις αδιάσπαστες κλωστές, τα πάντα στα δεσμά της έχει.

    Η θερμότητα και η πίεση τα πιο μεγάλα της σκυλιά. Όποια συμμαχία ενώσεων προς την διάσπαση, λειώνει διαχωρίζεται στου μικρού τα μέρη και ξανά τοποθετείται από την αρχή.

    Ο χρόνος δεν ρέει. Παγωμένος είναι στου σχεδόν 0, μία του στιγμή. Ο χώρος δεν αλλάζει, συσπειρωμένος είναι στου σχεδόν 0, σημείο ένα.

    Όταν όλα του σχεδόν απείρου μάζας, πυκνότητας, φωτός και ήχου ίχνη, ηρεμούν, η Ρα τις τροχαλίες τις τραβά, στο ακόμα πιο σ’ αυτήν σιμά. Η συσπείρωση τεράστια, η ροπή που αντίθετα μιλά, απίστευτη.

    Η Ρα υπολογίζει, διορθώνει, ανασυνθέτει, τη δομή αλλάζει ώστε όλα ισότιμα να στέκονται σε κέντρους το ομό κύκλους του ατέρμονου. Μετά ξανά με δύναμη τις αλυσίδες της τραβά. Τα σημεία, ουρλιάζουν, χτυπιούνται, σπαρταρούν, αντιστέκονται. Εκείνη τα χτυπά, με ενέργεια, τα πονά, τα κάνει να θυμώνουν, στης οργής τη μαύρη τρύπας την πυκνότητα, νιφάδα, η ενέργεια που αποθηκεύεται στην ύλη, χιονοθύελλα.

    Η Ρα τραβά, ξανά. Τα μέλη των σημείων τεντώνονται και σπάνε. Στάση. Ράβει, τα μέλη δένει, σε αλλού τα διαφορετικά σημεία. Η διαδικασία συνεχίζει, σε χρόνο που δεν κυλά, στο 0 που το άπειρο μέσα του κλειδώνει. Το άπειρο στρατός από 0.

    Η ρα σταθμεύει. Η αλυσίδες πιότερο από την προηγούμενη φορά, κοντά. Ο κόσμος όλος πάνω της, ένα δίχτυ, στο σώμα της σφιχτά κολλημένο. Η στιγμή της φτάνει. Στέκεται και όλ α κίνητα μαζί της. Και τότε…

    Το δίδυμο άτομο της, διαχωρίζεται, το ένα από το άλλο. Αρχίζει να φουσκώνει, οι αλυσίδες σπάνε και η αποθηκευμένη της ενέργεια στέλνει τα πάντα, προς κάθε του κατεύθυνση. Ένα του Μπαμ Μεγάλο.

    Ήλιοι, της πλανής η χωρίς τες οι νύχτες, βράχοι, νέφη, σκόνη, οι του γάλα οι αξίες.

    Ύδωρ και οξύ του γόνου, νερό, στοιχεία το νέου και του νέμου, σκιά, σίδηρο, χρυσό, αδάμας και άνθρακας παντού. Πίεση, σύγκρουση, ηρεμία και το κύμα καβάλα με το φως, καλπάζει για τα έσχατα.

    Ζωή, με Α και χωρίς του λόγου. Σε κόσμους υγρούς, αέριους, στερεούς και πλάσματος. Βάρβαροι, πρωτόγονοι, χωριά, πόλεις και του ρανού και του βυθού οι ξύστες.

    Μουσική, χορός, ήρωες και του δόλου οι στυγεροί οι φόνοι. Μυριάδες οι εκφράσεις της τέχνης, του πολέμου, της ένωσης, της διάσπασης και της ταλά και π και ντώσης.

    Ο χρόνος και ο χώρος, το πλάτος και το μήκος, σε ένα μπαλ ονι και ιόν, στον αφρό του κύματος, να πηγαίνουν, εκεί που ζωντανός δεν έφτασε κανείς.

    Το σεντόνι ξεχειλώνει, τα φώτα σβη χουν και νουν. Κόμποι μένουν, στις Μελανές οπές, στο τέλος, λύνονται και απλώνονται και αυτές. Στης βίας τον ιστό, ζευγάρι δεν έμεινε κανένα. Κάθε μικρό σημείο, μόνο του.

    Στο κέντρο της έκρηξης το μισό Η, του πρώτου το νίο Ένα. Από το σώμα του τέρατος το πλήθος οι κλωστές. Η κάθε μία από αυτό ξε Κινά και σε κάθε μικρό της ύλης του χώρου και του χρόνου, του κατά λήγει.

    Α νάσα παίρνει την δεύτερη και τα δεσμά τραβά. Χιλιοστό, εκατοστό, μέτρο χιλιόμετρο και του ρυθμού το τέρας, βρέφος, μωρό, παιδί, έφηβος, ενήλικος, οι κλωστές, δυναμώνουν.

    Σχοινιά, τα σημεία του μικρού, αντιστέκονται, αλλ από το ταξίδι κουρασμένα.

    Το Η μαζεύει, τα Ρα θεριεύουν, αλυχτούν, φωνάζουν, χτυπιούνται, αλυσίδες τα σχοινιά.

    Μία ταλάντωση που τέρμα έχει το σημείο του σχεδόν 0.

    Την ένωση του Η με το ΡΑ.

    Ένα σύμπαν που από το Ένα και Κανένα, πλάστηκε με μονάχα ένα στόχο.

    Θεός δεν είναι, την υπέρβαση ζητά, μέσα από την κατανόηση των θνητών στο παραμύθι των θεών. Μία διαδικασία δημιουργίας υπό και υπέρ συνόλων και κάθε φορά και προς τις δύο κατευθύνσεις μία υπέρ ευθεία που επεκτείνεται. Το πλήθος των συνόλων στο άπειρο να τείνει…

    Θεός υπό κατασκευή…

    (-Φλέγομαι. Η

    -Καίγομαι. Ο

    -Διψώ. Η

    -Νερό. Η2Ο )