Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Γης Μαδιάμ!

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 10 Απριλίου 2022.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    «Γαμώ το κέρατό μου, αυτό το πορνίδιο που έφερες δεν κάνει ούτε για τουαλέτα μου», άστραψε και βρόντηξε εμπρός στον ιμπρεσάριο η μεγάλη ντίβα του εγχώριου θεάματος.


    Και ήταν αλήθεια, έτσι όπως αυθόρμητα μου ήρθε να πέσω στα γόνατα, με την λιγδιασμένη ποδιά της κουζίνας και τα μαλλιά μου κοτσίδα, αποτελούσα θλιβερό θέαμα στα πόδια της μεγάλης ντίβας. Όλοι κυνηγάμε το ειδωλό μας στον καθρέφτη, ενίοτε και τα είδωλα του θεάματος, αλλά αυτήν την φορά, όσο αφορά εμένα, είχα φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την μεγάλη καψούρα όλης της γενιάς μου και απανταχού των ευαίσθητων γυναικών.


    Βέβαια οι φήμες έλεγαν ότι η μεγάλη Κυρία του πενταγράμμου είχε τελευταία προσθέσει στην γκάμα με τα ακριβά γούστα και κάποια άκρως βιτσιόζικα. Η νύχτα είναι μία άγνωστη ήπειρος για τους σωστούς οικογενειάρχες, αλλά για όλους τους άλλους είναι ο ζωολογικός κήπος – με τα κλουβιά ανοιχτά.


    Όταν η κολλητή μου αποφάσισε να περάσει την πύλη αυτού του κήπου, κατάλαβα ότι θα την έχανα αν δεν την ακολουθούσα στο κλουβί που η σιδερένια πόρτα του έχασκε ανοιχτή. Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί ανακαλύψαμε το φύλο μας, μαζί πλακωθήκαμε, γελάσαμε και κλάψαμε και αφήσαμε τις αυλές του χωριού μας μας για τα μουχλιασμένα δωμάτια της Αθήνας. Και όταν πριν λίγο καιρό την είδα να φλερτάρει μία άλλη σ’ ένα μπαρ, ίδια με ύαινα της έμπηξα τα νύχια μου βαθιά στο κορμί της, αλλά με πόνεσε πιο πολύ που δεν γύρισε να μου κάνει το ίδιο. Έπρεπε να την ακολουθήσω στο κλουβί.


    Εκείνη ψηλή και μπουμπουκιασμένη σαν αγριοτριανταφυλλιά, τραβούσε όλα τα βλέμματα. Εγώ μπασμένη και ανοργασμική, τραβούσα μόνο τις ειδικές περιπτώσεις.


    «Αγάπη μου», ακούστηκε ο ιμπρεσάριος να λέει, «η κοπέλα είναι η φίλη της…».


    Η μεγάλη ντίβα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Εννοείς ότι αυτό το σίχαμα….», ψέλλισε και σταμάτησε να μιλάει για να με περιεργαστεί.


    Με το που πιάσαμε δουλειά στο μαγαζί – εμένα με πήρανε χαριστικά – η κολλητή μου πήγε στη μπάρα και εγώ στη λάντζα. Στη συνέχεια, εκείνη αρνήθηκε ευγενικά να πηδηχτεί με τους παρκαδόρους και τα παιδιά της υποδοχής, τους σερβιτόρους και τον DJ, μετά αρνήθηκε – κάπως άγαρμπα είναι η αλήθεια – να το κάνει με τους μουσικούς και τον PR.


    Kαι τη στιγμή που τα αυξανόμενα παράπονα του προσωπικού για την στάση της (αν και σωστότερο είναι για τη μη «στάση» της) είχαν αρχίσει να παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας, ο μάνατζερ, εν προκειμένω να προλάβει ένα σκάνδαλο εν τη γενέσει του, έτρεξε ασθμαίνοντας να χτυπήσει την πόρτα του γραφείου του ιδιοκτήτη του μαγαζιού, όταν εκείνη τη στιγμή, από την άλλη άκρη του διαδρόμου ακούστηκαν φωνές και χάχανα. Έβγαινε από το καμαρίνι της, με όλη την μεγαλοπρεπή κουστωδία της και έχοντας τελειώσει το δεύτερο μέρος του προγράμματός της, η σέξι θεά της εγχώριας πίστας. Ο μάνατζερ έκανε αυθόρμητα πίσω και έκλινε την κεφαλήν στο πέρασμα της βασίλισσας της νύχτας.


    «Λέγε, μαλακισμένη- δουλάρα, πού μου την κρύβεις;», έσκασε σαν καμτσικιά η φωνή της πάνω μου. Και διόλου άδικα, μιας και μπροστά μου είχα μία ερωτευμένη γυναίκα.


    Ακριβώς, λοιπόν, πριν από μία εβδομάδα, ξημερώματα, φεύγοντας η μεγάλη ντίβα από το μαγαζί, η άκρη τους ματιού της έπεσε πάνω στην κολλητή μου. Την έπιασε να σερβίρει έναν ακόμα γύρο στην τελευταία παρέα του μαγαζιού. Έμεινε στήλη άλατος! Με τα πολλά, έκανε μεταβολή και εκ νέου χώθηκε στο καμαρίνι της. Διώχνει όλους τους αυλικούς και προστάζει τον ιμπρεσάριό της πάραυτα να της την φέρει.


    «Δεν έχω ιδέα πού είναι τώρα, ας μην της φερόσουν άσχημα για να μην φύγει», της αντιμίλησα και πόναγαν τα μάτια μου από την λάμψη που έβγαζε.


    «Πρόστυχη», ούρλιαξε εκτός εαυτού και τίναξε με το πείσμα ποδοσφαιριστή το πόδι της με δύναμη πάνω στα ανυπεράσπιστα στήθη μου, πετυχαίνοντας το πρώτο γκολ σε άδεια εστία.


    «Χριστέ μου», ακούστηκε μία ανδρική φωνή.


    «Μην την αγγίζεις», τσίριξε σαν αληθινή ντίβα στον ψοφοδεή υποταχτικό της που κίνησε να δει αν ακόμα ζω. «Λέγε, θα πεις;», στρίγκλισε. «Φώναξε μου, τώρα, τον παίδαρο», διέταξε τον ιμπρεσάριο.


    Ήμουν αποφασισμένη να μην βγάλω άχνα. Θα δινόταν μάχη σώμα με σώμα μέχρι τελικής πτώσεως, και οι δύο διεκδικούσαμε την ίδια γκόμενα!


    Ο παίδαρος ήταν ο μπράβος του μαγαζιού και αποτελούσε προσωπική μου κατάκτηση – δεν έχω προλάβει να πω τίποτα για μένα. Είπαμε, τραβάω τις περιπτώσεις και ο παίδαρος δεν αποτελούσε εξαίρεση. Με μπάνισε από την πρώτη στιγμή και μου πούλησε αίσθημα απ’ το πρώτο βράδυ. «Πολύ ευχαρίστως» του είπα, όταν μου ζήτησε να με βοηθήσει με την μεταφορά των σκουπιδιών. Έτσι, μεταξύ τρίτης και τέταρτης λάντζας πηδηχτήκαμε σαν τα σκυλιά έξω στους κάδους απορριμμάτων. Αυτό επαναλήφθηκε και μεταξύ πέμπτης και έκτης λάντζας. Για κάποιο λόγο τον ερέθιζε η φράση: την παράτησε σαν τη στυμμένη λεμονόκουπα!


    Ο ίδιος είχε την φήμη μεγάλου νταή, με φυλακή και άλλα πολλά. Έτσι όταν κλήθηκε κατάλαβα ότι θα γελάγαμε μέχρις δακρύων παίζοντας την «Υπολοχαγό Νατάσσα», ή, θα κλαίγαμε πρώτα και μετά θα γελάγαμε…μπερδεύτηκα.


    «Κούκλε μου, αυτό το πουτανάκι αρνείται να μου δώσει κάτι που μου ανήκει. Σε παρακαλώ κάνε κάτι να την πείσουμε – ξέρεις εσύ», είπε η ντίβα στον παίδαρο γεμίζοντας δύο ποτήρια ουίσκι, κάνοντας ένα νεύμα όλο αηδία προς εμένα. Εμένα που είχα ξαναβρεί την ανάσα μου και ξαναέβαζα τα βυζιά μου στην σωστή θέση μέσα στο σουτιέν.


    Όσο η ντίβα γέμιζε τα ποτήρια ο παίδαρος με κοίταξε τρομοκρατημένος. «Κάνε ό,τι σου λέει», του είπα χαμηλόφωνα.


    Η θεά ήρθε από πάνω μου όλο χαμόγελο με τα ουίσκι, πήρε το ένα ποτήρι και το άδειασε αργά πάνω μου. «Άντε μ’ ένα πόνο», μου ευχήθηκε και πρόσθεσε: «Γδύσου ντε, τι περιμένεις;». Έπειτα κατευθύνθηκε προς το ηχοσύστημα και έβαλε το θεϊκό άσμα:

    «θα τα κάνω γης μαδιάμ

    Δεν με ξέρεις και γελάς


    Βγάζω τα πυρηνικά

    Θα σε κάνω να πονάς


    Ξέχασέ με απ’ τα παλιά

    Θα σε σβήσω έτσι απλά


    Θα σε κάψω στην καρδία

    Δεν θα βρεις παρηγοριά»


    Είχα ήδη σηκωθεί και ξεκινήσει να λικνίζομαι στο ρυθμό, είχα πετάξει την ποδιά και τη φόρμα από πάνω μου, είχα λύσει τον κότσο και τον στηθόδεσμο. Το μαλλί μου ξεχύθηκε χειμαρρώδες στην σπονδυλική μου στήλη και οι μαύρες ρώγες μου ξεπρόβαλλαν τεράστιες σαν αναμμένα κάρβουνα. Το κορμί μου λουσμένο στον ιδρώτα και τις μυρωδιές του μαγειρείου, με το δέρμα μου τσιτωμένο απ’ άκρη σ’ άκρη, ακτινοβολούσε από την ενέργεια του οινοπνεύματος που το λατρεμένο της χέρι με είχε ποτίσει.


    Την πλησίασα άφοβα και ξεκίνησα μπροστά στα έκπληκτα μάτια της να χορεύω έναν τσιφτετέλι που όμοιο του ούτε η κολλητή μου δεν είχε την τύχη να απολαύσει. Ήταν σαν ένα αόρατο χέρι να μου είχε περάσει ένα χαλινάρι και με ρυθμικές βιτσιές να καθοδηγεί τον χορό. Έκανα μία στροφή και άφησα τους γοφούς μου να χαδευτούν στο λαμέ της φόρεμα.


    Ξαναγύρισα και βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Πλησίασα σβέλτα στα χείλια της δροσίζοντάς τα με ένα υγρό φιλί. Εκείνη άφησε το ποτήρι να πέσει στο χαλί, με μισή κίνηση πέταξε τα μαλλιά της πίσω και με αχόρταγη δίψα με τύλιξε στη γλώσσα της.


    Κατέβασα κι εγώ σβέλτα τα χέρια μου και άρχισα να την αγγίζω χαμηλά. Όταν την είχα φτάσει εκεί που ήθελα, κάνοντας τιτάνια προσπάθεια να αγνοήσω τα πρώτα βογγητά της, γυρνάω και της αστράφτω ένα συναρπαστικά ανελέητο χαστούκι! Τινάχτηκε ολόκληρη μισό μέτρο και το πρόσωπό της σκεπάστηκε από το πέπλο των μαλλιών της.


    «Εσύ δεν θα μου δείξεις τα βυζάκια σου», της είπα όλο νάζι. «Βεβαίως!», γύρισε και μου είπε, ξεπερνώντας θετικά το αρχικό σοκ που δέχτηκε, αφήνοντάς ένα ολοκόκκινο χαμόγελο. Πέταξε μακριά της ότι στεκόταν εμπόδιο στην καύλα μας και το στήθος της ξεπρόβαλλε στον πνιγερό απ' τα τσιγάρα αέρα του δωματίου σαν ένας μικρός λεμονανθός.


    Η μεγάλη Κυρία της πίστας γυμνή έδειχνε καταπονημένη από τα ξενύχτια και την δίαιτα, παρέμενε όμως εκπληκτικά σέξι, με τα σαρκώδη χείλια της και το μαλλί της ν’ ανεμίζει ωσάν χαίτη αλόγου.


    Σε αυτήν την πρώτη μας διαδρομή η μία καβάλησε την άλλη και οι δύο τον παίδαρο. Μετά μπήκαμε όλοι μαζί σε ένα ταξί για να συνεχίσουμε πλέον ως κουαρτέτο στο ταπεινό σπιτάκι μας – που κι αυτό είχε ψυχή, δηλαδή εκεί κρυβόταν η άλλη ψυχή, η κολλητή μου, και εκεί κρυφτήκαμε όλοι μαζί μακριά από τα αιμοβόρα media, για να ενωθούμε όλοι εις σάρκα μία.


    Ως συνειδητοποιημένες γυναίκες αποφασίσαμε να στεριώσουμε τον έρωτά μας με τρεις παράλληλες εγκυμοσύνες, γονιμοποιημένες από το σπέρμα του παίδαρου, μοναδικού γαμιά μας. Λίγο μας παίδεψε η λατρεμένη μας σταρ, αλλά στο τέλος γκαστρώθηκε κι αυτή.


    Αν με το καλό όλες μαζί τα πάμε καλά, με τις πρώτες ζέστες η τετράς θα την κάνει για τις Κυκλάδες (να τετραγωνίσουμε τον κύκλο!). Αν λοιπόν αυτό το καλοκαίρι τύχει και δείτε μαζί τρεις ξεβράκωτες με τουρλωμένες τις κοιλιές τους σε κάποια παραλία – μην βάλετε τις φωνές!
     
    Last edited: 10 Απριλίου 2022