Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δίλημμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 1 Νοεμβρίου 2024 at 10:39.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    raW War ( Το Δίλημμα)

    -Ανέβα πάνω στο σκαμνί, το ποίημα σου να πεις, πικρό μου “Δίλημμα.

    Η μητέρα του Λεξ, του Nitro Genium, το ικρίωμα αδειάζει από τα σκουπίδια χώρο να κάνει για τους ήρωες.

    Ένα μικρόσωμο και του αν ή να ‘σφαλή Η, το δέκατο έβδομο στο σκαμνί ναι βαίνει, όχι για να πει το ναι, αλλά…

    -Η Σύμπαν, είναι μια περιοχή δοκιμών, πειραμάτων και άντλησης πολύτιμων μετά των άλλων. Χωρίζεται σε δεκατρείς περιοχές, τις γνωστές Επαρχίες. Και τις δέκα και τρες, τρες… Το Η βήχει ξέρω βήχει, το μαύρο του καπνό πετά, με κλωστή δένει τις του τραυλού τις λέξεις, μια ανάσα του βαθιά και σε, σε, καλά, συνέ και χίζει.

    -Η πρώτη που ο Λεξ κατέκτησε ήταν η Επαρχία των Λυγμών. Μια άγνωστη φωνή από το σκοτεινό δίχως του pro βολής, το πλήθος, το Η dia και κόβει…

    -Ο Λεξ κατέκτησε ή ο Βοο; Το φοβισμένο Η, του Μέγα η παλάμη που από το πουθενά εκφράζει, ένα χαστούκι ηχή και ρω στο πλήθος και…

    -Ι του στρό η Ρία, πουτάνα, ψεύτρα και του προπά η Γάνδα. Πότε μια ιστορία, μη την κρίνεις, αν ανάγκη έχεις για αυτό.

    Max the Dog is dead. Max the doG.

    Τάξη της Δευτέρας Κα Γκε Μπελ και Σίας

    Που τα παιχνίδια τους πετούν

    Όταν πια δεν τα αγαπούν;

    Που τα σκυλιά αφήνουν

    Όταν παιχνίδια πια δεν είναι;

    -Λένε πως η λογική είναι η γλώσσα επικοινωνίας των Dogs μ’ αιμάς.

    Εμείς στους θνητούς ανήκουμε, που υγρά ή mμα, σημαντικά κατέχουμε.

    Για αυτό και ό,τι στη λογική ανήκει, έτοιμοι ήμαστε με την κατάλληλη αφορμή πιστά να το ακολουθήσουμε.

    Ο Ο8Ο ήταν ένα σύνθημα, ένα θεώρημα, ίσως και η άχνα ενός δό λίου Μάκια Νέλλι, καλά κρυμμένου στις σκιές τρομοκράτη.

    «Ό,τι το ζωντανό αφορά, ανάμεσα σε δύο άκρα στέκει και μιλά»

    Με υπογραφή Ο8Ο.

    -Και ο λόγος;

    -Κάθε ζωντανού η διαδρομή αρχή και τέλος έχει. Μια αρχή, γιορτή για αυτόν κι ένα πέρας, ένα ντίο, μια κηδεία.

    -Μπορεί για κάθε επιλογή, το πλήθος των διαφορετικών θέσεων άπειρο να είναι, αλλά όλα ανάμεσα σε δύο του άκρου τα σημεία περιέχονται.

    -Ποιος το είπε; Κανείς δε γνώριζε. Ένα σχέδιο στο τοίχο, μια εκπομπή σε άστρο, ένα κύμα του δαρίου το μαγνητικό, ίσως, αλλά η υπογραφή του, της, το Ο8Ο πάντα έφερε.

    -Ποιος το εκμεταλλεύτηκε;

    Στην Επαρχία των Λυγμών, που μέσα της κατείχε 916 εκατομμύρια αστέρια, 4 εκατομμύρια πλανήτες φωλιές ζωής, 3000 πολιτισμοί της υψηλής νοημοσύνης και 92 που κατάφεραν κι αλλού πέρα από το μητρικό τους πλανήτη να κατοικίσουν, πολλοί.

    Θρησκείες, που με ζωή και θάνατο, τιμές και τιμωρίες, καλό, κακό, αγκάλιασαν εξίσου τα δύο σε κάθε θέση άκρα, ώστε το πλήθος στο δίπολο τους να μαζέψουν.

    Κατακτητές, κληρωτοί ή της πολιτικής κυρίαρχοι, Sad και Mass ως Hateοι δημιουργοί της τέχνης, μόδας, θεριστές της ζημιάς ή κέρδους.

    Ναι ή όχι;

    Μπλε ή κόκκινο.

    Θόρυβος ή σιωπή.

    Φως, σκοτάδι.

    Πιστός ή μη σε κάθε τι.

    Ένας του πνεύματος ιός που εξαπλώθηκε σε όλη την επικράτεια της Επαρχίας των Λυγμών.

    Ανά και δίχως ταραχή. Βία, πόλεμος, ειρήνη, ανάσα για να πάρουν εφόδια και όπλα να μαζέψουν και ale και πάμε, πόλεμος ξανά.

    Στον πλανήτη Νοο, οι μάχες το έδαφος χτυπούν μέχρι αυτό να λιώσει και να παραδοθεί. Κτήρια, βουνά και βράχοι, στην αρχή, μετά χαλίκι, σκόνη και στο τέλος στάχτη.

    Δεκάδες οι αντίπαλες ομάδες που χορεύουν η μία απέναντι από την άλλη, κρατώντας η άλλη της μίας το κεφάλι, με καθόλου αγάπη, είδη διαφορετικά και άκρα εξίσου. Κανείς δε ξεχώριζε παρά μόνο της έκρηξης ο χτύπος και ο καπνός που αυτόν ακολουθούσε.

    Ένας καπνός κατακτητής και μάγος. Τα σπόρια του από ψηλά στο έδαφος, ερωτικά βυθίζονταν και το σώμα του καπνού από εκεί ξεφύτρωνε. Με τάξη και προσήλωση τους ζωντανούς αποδομούσε.

    Πρώτα τους αφαίρεσε τα περιττά αντικείμενα. Τα όπλα, του αέρος πλάνα και σαλάμια, εκεί αυτή, στα πέρα εαυτός σπαθιά βαστά, ο καπνός από το χώμα τα κλωνάρια του απλώνει και σε ελάχιστα λεπτά τα πάντα κρύβει. Περαστικός χαμός, στα δεξιά περνά και χάνεται. Τώρα ο εαυτός και αυτή χωρίς σπαθιά.

    Με τον ίδιο τρόπο ακολουθούν και τα λιγότερο σημαντικά. Τα κατοικίδια, αρκούδες, κτήνη, ποντίκια και κουνέλες. Ύστερα οι απόγονοι, παιδιά, αυγά, στη συνέχεια τα ρούχα και τα στολίδια τους και στο τέλος η ψυχή τους.

    Άδεια κουφάρια, αγάλματα ακίνητα να στέκουν, όρθια, γονατιστά ή στο έδαφος σε σύμβολα σπασμένα.

    Ένα φτερό εδώ, ένα πόδι στο σωρό με τους βολβούς, ένα ράμφος φίλος με ένα πλοκάμι, έντερα και του α το σπλατς και άχνα, εκεί στη Καλντέρα πιο κει και πέρα.

    Ο Βοο, αόρατος ανεμπόδιστα να ελίσσεται σαν ακροβάτης, ανάμεσα στα πτώματα. Παντού νεκρή η φύση να δεσπόζει με παρά ή δίχως, τον χώρο να μοιράζεται με τα σπαρμένα του γυα και γιε, του λια και λιου, τα πιο κομψά κουτάβια. Μόνο στα ξερά φτερά πατά, ήχο να μην πλάσει, κανείς ποτέ ν α μην τον προσκυνήσει.

    Όχι πως σήμα Cia είχε καθώς όλοι γύρω του νεκροί και ο Λεξ σε δύο μέρες φτάνει. Στο έδαφος μια της ακολασίας τρύπα. Μέσα της γλιστρά, πλούσια η λάσπη από τη στάχτη και τα υγρά.

    Τα σκαλιά σε υπόγεια του Δαιδάλου τον φέρνουν και από εκεί στο κατά, κοντά ςτους κόμβους. Στρεβλά και διαλυμένα τα βαγόνια, που κοσμούν το χώρο. Κόκκαλα ανίερα και ασήμαντα τα σκουπίδια να βρωμίζουν. Για χιλιόμετρα η διαδρομή κρατά και βαθιά ακόμα πιο βαθιά σου λέω, μέχρι που τον Βοο εμπρός της φέρνει.

    Ζωντανή και της Ρωμιάς η τελευταία. Ανθρωπόμορφη η θωριά της και χρυσά τα λέπια που την Ρώμη της καλύπτουν. Δύο τεράστιες φτερούγες ξεκινούν από τις ράχες του τρίμετρου κορμιού της κρύβοντας το ανούσιο φόντο.

    Είκοσι και εκατό τα μύρια κωνία, που οριοθετούν τις περιοχές που τα δεκαπλάσια ραβδιά, στα στάχυα του Χρυσού, λικνίζονται στα μάτια της.

    Τα κύματα των χρωμάτων τους τραγουδούν με έπαρση, σκιάζοντας τον ήχο που κλαίει στα χαλάσματα. Ένα χαλίκι που μοναχικό αυτοκτονεί και η οσμή του;

    -Κανένας. Η οσμή στον χώρο οικεία, τη Γεν παγιδεύει σε αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων. Μικρή, ώστε καιρός να έχει περάσει από τότε που από το αυγό της βγήκε, άλλα όχι τόσο ώστε τα μόνιμα της λέπια να έχει αποκτήσει. Στο αέρα κολυμπούσε σε μία λίμνη που στο κενό στεκόταν, ανάμεσα σε νησίδες παγωμένου υγρού και γόνου.

    Η ελευθερία, το ανεμπόδιστο, ο πόνος που με χαρά μιλούσε και η χαρά με τη λαχτάρα στη φρενίτιδα, το παιχνίδι, τα μαθήματα, το κυνήγι. Μαζί με την αδερφή της, τη Ζ, κυνηγούσαν τα θηριώδη Gad, παίζοντας μαζί τους, κουτρουβαλώντας, χώνοντας βαθιά τα σαν μα χέρια νύχια τους, μέχρι το κόκκαλο, στο γλυκό τους κρέας.

    -Θέλεις; Η Γεν μια κούπα από πράσινα θερμά τους σώματος υγρά, στη Ζ προσφέρει. Χρώμα ανοιχτό που συνοδεύει το σκοτεινό δικό της. Την αγαπούσε και μαζί της αυγά θα έκανε…

    Ένα μέταλλο του διά το φως στρεβλώνει και η Γεν τις φτερούγες της τινάζει νευρικά. Αέρας σηκώνεται ράθυμος, τα βήματα του σέρνει και στις σκιές μαζί με τα φαντάσματα εξά φανί Ζεταιμμμ.

    Στο υπόγειο μόνη…

    Τις επόμενες ημέρες ο πλανήτης Νοο θα γεμίσει με κόσμο. Μια τελευταία προσπάθεια για πώ λιμό ή Ρήνη. Στο τώρα ελάχιστες μορφές ζωής έχουν επιβιώσει μετά την εκκαθάριση και μία από αυτές, αυτή. Ο ήχος μιας φωτιάς, καπνός, σκιές στο τοίχο και η ψυχή της στο παρελθόν ξεφεύγει.

    Ενήλικη, στα χέρια της δύο αυγά μεγέθους του ενός και μέτρα. Η Ζ δίπλα τους νεκρή. Σκισμένη κυριολεκτικά από τη γέννα. Τα αυγά η Γεν αφήνει δίπλα στη φωτιά, γύρω τους παγωμένο χιονισμένο, με νιφάδες σκουριασμένου σιδήρου, τοπίο με Λύκους Γκρίζους, να ουρλιάζουν για μεζέ.

    Σκύβει στην αγκαλιά της παίρνει τη Ζ…

    -Θα είμαι Μα εγώ κι εγώ η Να, θα τα προσέχω, μη φοβάσαι. Τα των Γκρίζων σάλια σταλακτίτες φτιάχνουν, η Γεν το σώμα της Ζ ψηλά βαστά και μετά…

    -Πάρτε, φάτε, σκάστε, τούτο είναι το σώμα της.

    Ο Βοο πιο κοντά της τώρα. Απαλά τα πέπλα των στιγμών του χρόνου θωπεύει. Το παρόν με το παρελθόν μπερδεύονται και ξανά η Γεν στο όπισθεν βυθίζεται.

    Στο Νοο, ένας πανέμορφος παλιά πλανήτης και τώρα εκθαμβωτικός ως πεδίο μάχης, είχε από φασιστεί πως η Δημοκρατία ήταν περιττή.

    Ο Λαός του Νοο, φυλές σκληρές, θανατηφόρες να ευδοκιμούν στον Κήπου του Καλού και από εκεί…

    Ανθούς δηλητηριώδεις να μοιράζουν σε δεκάδες άλλους φανερά και λουλούδια λήθης st α φαν ερά.

    H εκχέρσωση του Νοο κρίθηκε απαραίτητη πριν την Τελευταία τη προσπάθεια.

    -Μακελειό και τέχνη ο αφανισμός τους, οχτρούς να καθαρίσουμε και αν όχι αυτούς, τους φίλους.

    Η Γεν να εκτελεί, με αγάπη;

    -Όχι, να αγκαλιάζει και μετά να ξεχωρίζει, τα κεφάλια από τα πόδια, τις άνες από τις δαγκάνες, τα s από τις ουρές, το φάντασμα από το κέλυφος.

    -Με όπλα ξένα;

    -Όχι, ότι μόνο η φύση της προσφέρει. Πέτρες, χάλκινα δίχτυα, στεγνούς κορμούς, διχασμένα κοφτερά κρανία. Με το αίμα να κάνει το σώμα της να λάμπει ερωτικά, γλιστρώντας επιδέξια ανάμεσα στους φίλους ή εχθρούς.

    -Σκότωσε!

    -Ποιον;

    -Τους πάντες!!! Εσύ μονάχη στο τέλος θέλω μπροστά στο εγώ μου να στέκεις.

    -Τότε θα τα πάρω πίσω;

    Η Γεν τον φιλεύσπλαχνο Αρχηγό στο πρόσωπο κοιτά και μετά δίχως φόβο, στα πόδια. Με τις οπλές τους το έδαφος να μη τιμούν, βυθισμένα υποβρύχια στα σπλάχνα των ζωντανών ακόμα, αγοριών της.

    -Ναι.

    Μια κίνηση στο Δάσος, όχι ο Λύκος ο κόκκινος δεν είναι και ας Σκουφά φορά. Με τα φτερά της και τα νύχια τα γαμψά, δύο δέντρα με τρυφερότητα από το χώμα βγάζει και με ειλικρίνεια, μακριά πετά. Για λίγο νέκρα. Ησυχία και μετά φωνές.

    Από αυτές που πόνο φέρουν, αλλά ακόμα αντέχουν και αύριο θα συνεχίσουν να υπάρχουν.

    -Σκότωσε!!

    Περιθώριο δεν έχει. Στο έδαφος ένα βλήμα ξεκοιλιασμένο, κονσέρβα δίχως κρέας, ικανή το κρέας να αφαιρεί από τα σκληρά του μέλη.

    -Σκότωσε!!! Την οσμή σφραγίζει και η όραση ακολουθεί. Όταν συν και ουσία δεν μπορείς να την γευτείς, τούλα χίστον να την από και λάμψεις…

    Τη θερμότητα του ανέμου νιώθει, σαν του ελαφρού σφαιρίδια που στον ήχο πλέουν. Εδώ κενό, εκεί το δέντρο και στο απόγειο της μέρας θαμμένος ο κρυμμένος κυνηγός.

    Κίνηση του λόγου, συμμετρική η διαίρεση του term στο σώμα του κρυμμένου. Από πίσω το δισταγμό νιώθει στα σφαιρίδια και μετά μια φωνή. Η κίνηση της αντανακλαστική, στο φω αρχίζει και…

    -Μητέρα; Στο ρα τελειώνει. Άλλη μία άψογη τομή. Τα μάτια της ανοίγει μαζί με τη συνείδηση. Ο Υιός της νεκρός, στο Π η γωνία που γυρνά, ο Αδελφός επίσης. Φονιάδες, του δόλου φόνοι, τα βλήματα της χέρια…

    Ηθικός και του ε αυτού ο μού ργος ο θεός; Ο Βοο, μία στιγμή της κλέβει, αντιγραφή και πίσω την επί και στρέφει.

    Ο θρήνος είναι για τους αδύναμους. Μία εκτόνωση, έκτρωση και αποβολή του πόνου, αυτό που δεν μπορείς, αυτό που δεν αντέχεις να διώξεις μακριά. Η Γεν βαθιά στη ψυχή της τον συμπιέζει, να τον θάψει όχι, να τον νιώσει, να τον ξεπλύνει στην ικμάδα και με αυτόν φωτιά στο μέσα της να βάλει.

    Τον εαυτό της, στο υπόγειο βαθιά κρύβει. Εδώ ακίνητη θα μείνει, μέχρι ο πόνος της διαμάντι από τη πίεση να γίνει. Σε μία εβδομάδα και όταν αυτοί θα έρθουν, μαζί και ο Αρχηγός…

    Ο Βοο μέρες πέντε του μετά εκεί τη βρίσκει.

    Λέξεις διάσπαρτες, πουλιά επίμονα, τα νερά της απομόνωσης τη Γεν να ενοχλούν.

    Ο Βοο ένα τμήμα μικρό από του χρόνου πέπλου παίρνει και στο χώρο κύμα βρεφικό, δόνηση ευαίσθητη, καθώς πετά και στη γυναίκα φτάνει, ερέθισμα. Ένα τρέμουλο στο μάγουλο της Γεν, μία λέξη…

    -Είναι σκοτάδι, τίποτε εγώ δε βλέπω. Τα μουγκρητά από τα σκυλιά που ψάχνουν τα θη κι οράματα τους, θολώνουν το προσανατολισμό.

    -Εκεί είναι, τους νιώθω.

    -Πώς;

    -Δεν ξέρω, απλά τους νιώθω. Είναι εκεί. Το χέρι της σήκωσε και με τα τρία δάχτυλα του, το αόριστο σκοτάδι οροί και Ω θεtού σε.

    Και ξαφνικά το Φως. Ένα σημείο στην αρχή, η κεφαλή του σπίρτου, μία αγκίδα στη συνέχεια το σκοτάδι να απωθεί, ένας πυρσός και στο τέλος μία σφαίρα. Ο χώρος αρκετός που το Φως αποκαλύπτει.

    Δεκάδες τα τρικέφαλα κτήνη, θηρία, blind dogs, με την όσφρηση τη χώρα να σκαλίζουν. Η φωτιά μεγάλη και ο “12 και Υιός της Γεν, με το πεντάμετρο κορμί γυμνός, να τα καλεί και να φωνάζει.

    -Ελάτε Σκύλοι και αν μπορείτε πιάστε με !

    -Ο άλλος έφυγε; Προδότης;; Η Γεν πρώτα κόβει και μετά μιλά στο κεφάλι που τώρα στα χέρια της κρατά.

    -Ο “6 ποτέ προδότης. Τα σκυλιά τον “12 περί κυκλώνουν και του επιτίθονται. Η Γεν Να πρώτα και μετά του Μα, περή φανή. Ο “12 γίγαντας, ατρόμητος, σκύλους να σκοτώνει και μακριά να τους πετά. Τα σκυλιά, σωρός, βουνό που τα κρίματα σκεπάζει και τότε το δεύτερο το φως, από πίσω τους.

    Ο “6. Τα σκυλιά τη τύχη του κανένα.

    Η Γεν χαμόγελο, με τα νύχια τα δικά της, κομμάτι της σάρκας της αφαιρεί και τους πετά.

    -Πάρτε Υιοί και φάτε. Είστε θεοί μικροί !!

    Ο Boo, μία απόρθητη σταγόνα ωθεί, ένα σπλατς αδύναμο, ήχος, οσμή και η εικόνα συνειρμό γεννά στη Γεν.

    Τα παιδιά της στα τέσσερα, μπροστά στον Αρχηγό, πληγωμένα βλέπει.

    Υποσιτισμένα, με λαχτάρα να καταβροχθίζουν τη ψυχή τους μαζί με το μεζέ που τους προσφέρει. Το αναπαραγωγικό της σύστημα. Ο πόνος σε δύο μέτωπα ντόμινο να παίζει, το παρόν το μέλλον της να τρώει και το μέλλον μπουκιά στο παρόν να δίνει.

    Τον Αρχηγό κοιτά στα τέσσερα από τα δώδεκα μάτια που μπορεί και βλέπει.

    -Τι θες;

    -Την αφοσίωση σου.

    -Την έχεις.

    O Boo μία πέτα της σκιάς τη λούδα έχει προγραμματίσει να πεινάσει και την κατάλληλη στιγμή αυτή το κάνει.

    Ένας ήχος, ένα χτύπημα φτερών, τα δικά της θυμάται η Γεν με απότομες και κινήσεις δυνατές να χτυπά. Για μέρες, μήνες, για δύο σχεδόν χρόνια, το Νοο με επιμονή και πείσμα να σφυροκοπά. Χιλιάδες τα θύματα της.

    Οίκτο σε κανένα. Ούτε στο εκείνο το παιδί, που όταν τους γονείς του αποκεφάλισε και τώρα από χαμηλά αυτόν κοιτούσαν, αυτό αυτή κοιτούσε με μάτια γυάλινα.

    -Vae victis

    Ούτε όταν γυναίκες φωτιά έβαζαν στο σώμα τους και πάνω της ορμούσαν, τα παιδιά τους για να σώσουν.

    Πρώτα τα παιδιά και μετά αυτές.

    -Vae victis

    Ούτε την ανίερη Αγέ και Λάδα που τον κύρη της προστάτευε. Πρώτα αυτή και μετά αυτόν.

    -Vae victis

    Σκότωσε τους πάντες, στην αρχή τους εχθρούς και όταν τελείωσαν, τους συμμάχους και τους φίλους. Τα παιδιά της για να σώσει.

    Στο πίσω τώρα, σκέψεις προβάλει σαν σκιές, στου Νου της τοίχο, ο Βοο.

    Και τους Υιούς μου σκότωσα.

    -Και τους Υιούς μου σκότωσα.

    Το στόμα της σφίγγει, δόντια που τρίζουν και βαθιά στο δικό τους χείλος πέφτουν.

    Μόνο που δε θα έπρεπε να είναι εδώ.

    -Μόνο που δε θα έπρεπε να είναι εδώ.

    Εκδίκηση.

    -Εκδίκηση !

    Ο Αρχηγός δεν ήταν ένα θαύμα της φυσικής εξέλιξης. Ανασυνδυασμένο

    Dna, ένα μωσαϊκό διαφορετικών ειδών, ένα αριστούργημα της βιολογικής μηχανικής.

    Το καμάρι των αστεριών.

    Αρσενικό όχι, μα ούτε θηλυκό. Απαλλαγμένο από την αλυσίδα αναπαραγωγής, ικανό να πετάει, βαδίζει, κολυμπάει, οξυγόνο να αναπνέει και όταν αυτό δε βρίσκει, μεθάνιο υγρό.

    Το αστέρι της προσαρμογής.

    Υψηλής νοημοσύνης, πολλών ειδών και αν οι άνθρωποι, με ζυγό μετρούσαν το της λογικής το βάρος, στα 1111 θα έφτανε.

    Της προσαρμογής το καλαμάρι.

    Ένιωσε το αίμα στις φλέβες του να κυλάει και τη ροή ξεκίνησε να ελέγχει, λύνοντας τους κόμπους που τιθασευμένη τη βαστούσαν.

    Άλλαξε τη χρονική του αντίληψη.

    Με τη ροή, εξισορρόπησε του ηλέκτρου κατά τους λύτες κι εντός του στα βακτήρια μήνυμα έστειλε, περισσότερο ρεύμα να παράγουν.

    Στις νύχτες της συνείδησης του, το φως δυνάμωσε.

    Μία τελευταία νότα και η συγχορδία σε αυτό που εξέπεμπε, στην εικόνα, στον ήχο και στην οσμή, το φάσμα της επέκτεινε.

    Το σύνολο των πλασμάτων που τον περίμεναν ξεκίνησε να υπνωτίζει, πριν ακόμα δουν.

    -Άψογα. Ακόμα και οι κορυφαίοι ενθάρρυνση χρειάζονται. Με το μυαλό του, σ’ ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα, σφαλιάρα δίνει και αυτό υπάκουο, θέτει μια σειρά μηχανισμών σε κίνηση που τιν εξέδρα που βρίσκεται ανεβάζουν.

    Εκατό του μέτρα και μη λυγάς, το ύφος της εξέδρας που ανεβαίνει. Μάκια βέλι στο κέλυφος που τον κρύβει, αυτό παραλογίζεται και με θόρυβο, φωτιά και Μανδραγόρα, ο Αρχηγός αποκαλύπτεται.

    Το πλήθος…

    Δέκα εκατομμύρια πλάσματα της επαρχίας των Λυγμών. Λυγμοί που στον αέρα στρυμώνονται, στο νερό παλαιστίνου και στη ξηρά τα βήματα τους παράγουν eco φανΑτικό θόρυβο. Μιας πόλης η οσμή που στα πόδια έρπει.

    Τα πάντα όμως με του Αρχηγού εμφάνιση, παγώνουν, ακίνητη δίχως ανάσα μέχρι να σου πω, η σιγή κυριαρχεί ολοκληρωτικά.

    Από τον Αρχηγό ένα κύμα φωτεινό ξεπηδά, τα 392 μέτρα φτάνει και το μήνυμα του…

    -Καλώς ορίζω τους Λυγμούς!!! Τώρα ανάσα πάρε. Αμέσως το πλήθος ξεσπά σε κραυγές, ουρλιαχτά, βιτρίνες, αυτοκίνητα, αδύναμους, σύμβολα, αγάλματα και κάποιο λίγοι στις δημόσιες του α λες τες…

    ( -Θέλω κι άλλο.

    -Θέλω τη ψήφο σου..

    -Αρκούδα νηστική, ποτέ της δε χορεύει…)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    raW War ( Το Δίλημμα του Ελικοφτέρου)

    Πiato ths δεύτερης πράξης

    Οι Χήνες στις πάπιες τραγωδούν που λέν στο moon, τα Π λήθη το δε ξέρω αλλάζουν στο Zero και can και το δέκατο όγδοο Η, την εμφάνιση του κάνει, στο κέντρο της Αρένας.

    Τα σκυλιά παρά Μιλού Ν, τα θηλυκά ουρλιάζουν Σεξ και τα αρσενικά το Πυρ και το Η, την κατσαρή του φωνή στο πίσω και ψηλά τινάζει, το μπιμπ error του σηκώνει και με στόμφο του Elvis Νικητή…

    -To die or to Duck?

    Max the dog is Dead. Max the Dog…

    -Και μετά και meta και μετά;

    Σκυλί μικρό.

    Φιλί πικρό.

    Το θεό το Η.

    Αν’ έχει α λλο,

    Her o K ρωτά.

    Τα do pera man, να σωπάσουν τον ιερό και δειλό το σκύλο κάνουν, αλλά το Η με μία του Μέγα λείου αμέσως δράση τους σταματά.

    -Κάθε μικρός κάλος καλώς και αγωνία έχει.

    -Μετά φτωχέ μου αγωγιάτη αφού η ώρα πέρασε το πω για που κελί, ώστε το πλήθος να ηρεμήσει, αφήνοντας πίσω της ένα δάσος από χιλιάδες σύριγγες με τις βελόνες στο χώμα καρφωμένες, ναρκωτικά που γυμνά μοίραζαν δωρεάν ζωή, από αυτούς που είχαν κλέψει σε αυτούς που είχαν ζηλέψει και όταν όλες οι φωνές στη θέση…

    -Παύσε, σώπα, άκου και ψήφισε ή ψόφα, μπήκαν, ο Αρχηγός το κουμπί του πάτησε και η φωνή του καθαρή από παράσιτα και της καρδιάς πολύ, λάλησε στα πέρατα του Νοο.

    -Ως πότε Λυγμοί μου θα πολεμάτε για τα στενά και άκρα; Γυναίκα στα μαλλιά της φωτιά βάζει, κοντά ή μακριά και από τα μπαλκόνια κρέμεται, ο Αρχηγός να την προσέξει.

    -Για την ευθύνη του να βρείτε το λάθος ή σωστό, χρόνο από τη Ζωή σας να δωρίσετε; Σκυλιά από τον ενθουσιασμό τους, που ο Αρχηγός μιλά, τη Ζωή αρπάζουν και τα λάθος, σωστά, θέλω και όχι, όλοι όλα μαζί τα κατά και πίνουν.

    -Τις ενδείξεις να ψάχνετε και για τις αποδείξεις του Αληθούς, τον γείτονα σας ή τον εαυτό σας να θυσιάζετε; Οι του καλού και Σισινάτι Άμονι, το Βραφτ κρεμάνε και τα δόντια του στο πλήθος μοιράζουνε ως ένδειξη αγάπης.

    -Αυτό που σήμερα καλό, σωστό, χαμόγελο λευκό, αύριο κακό, φαφού, λάθος και κοκκίνου δάκρυ;

    -Καταλαβαίνω, μια παύση κάνει ο Αρχηγός. Ποτάμια τρέχουν από τα δάκρυα των μυρίων. Επιτέλους κάποιος νιώθει δικός τους, όχι μόνο νιώθει αλλά και τους καταλαβαίνει.

    -Πως η ανησυχία ενός θνητού, που αρχή και τέλος έχει η ζωή του, νόημα ζητά, επιλογή να έχει, ώστε στο καλύτερο να οδηγηθεί, μισθό ή Δράκο και όχι δούλος στο Δουβλίνο. Το δάκρυ χορός γίνεται και το πλήθος τώρα παραλληλεί στη λάσπη.

    -Το ιδανικό παιδί, σύντροφο, θεό σκυλί και φίλο, να επί και ελέγξετε.

    Η λάσπη βούρκος γίνεται και οι μικροί κι αδύναμοι μέσα του βυθίζονται. Ονόματα που σαν λέξεις, για πάντα χάνονται.

    -Ελεύθεροι θέλετε να είστε! Λαού φωνή, θεού το δώρο!! Οι δυνατοί και επώνυμοι πάνω στα κεφάλια εαυτών πατούν.

    -Σκλάβοι όχι πια, δουλεία ποτέ ξανά, μα ναι δουλειά.

    Ο θόρυβος μεγάλος και όλοι τον Αρχηγό κοιτούν, κανείς όμως, ούτε οι φυλακές ή φύλακες, τη σφαίρα που από πάνω τους πετά και που με τα δυνατά φτερά της τον πλησιάζει στα γοργά. Ούτε καν ο Αρχηγός, παρόλο που εδώ και ώρα, την νιώθει.

    Την περίμενε.

    Αυτή όχι.

    Την υπολόγιζε, με τις παύσεις του στο λόγο, τους τροχούς συγχρόνιζε και τώρα ήταν η στιγμή.

    -Όχι πια άλλο Δίλημμα. Οι σειρήνες μουγκά ουρλιάζουν.

    -Φτερά ή Έλικες; Εσύ, αυτός; Το σκοτάδι κεριά μοιράζει.

    -Γιατί Εγώ να μη κάνω τις επιλογές των Άκρων, του λάθους και του σωστού εΓώ την ευθύνη να μην έχω και το βάρος να μην εγΩ κούβα λω στις πλάτες τις δικές μου;

    Εννιά.

    -Εγώ τα πάντα από ψηλά κοιτώ, την εικόνα έχω, του πριν, τώρα και μετά…

    8

    -Που σε μια μόνο Μάδα δεν ανήκω.

    7

    -Φατρία, φάτσα, φυλή ή είδος.

    6. Μικρό, τυφλό παιδί, την Γεν ακούει που στον Α σιμώνει.

    -Κοιτάξτε! Λέει, αλλά ποιοι ανορθόγραφο παιδί να ακούσουν;

    5

    -ΕΓΩ που γνωρίζω πως αν τις λάθος επιλογές για εσάς διαλέξω…

    4. Μα μπα μα μπα, έρχεται, το μαύρο το νερό, κακό, κακό, κακό !!!

    Τρία.

    -Τότε τα κεφάλια μου, από κεφαλαία, μπάλες θα γεννούν, στα πόδια σας παιχνίδια για να παίζετε. Να στολίζουν με χάρες και χαρές τις πίκρες.

    Το παιδί φωνάζει, κάποιος το ακούει, κάποια αλλού το βρέχει.

    Δύο.

    Τώρα κι άλλοι κοιτούν εκεί που το παιδί τους δείχνει. Η Γεν ναι και όχι. Γεμάτη με χιλιάδες της αλλοκοτιάς, κόκκινα μανιτάρια, τα περίφημα Πυρ Αν και Χα.

    Ένα. Τώρα και ο Αρχηγός να προσποιείται σταματά και το κεντρικό κεφάλαιο του, προς Αυτήν περί και στρέφει.

    Τα Πυρ Αν και Χα είναι της ταλά και πτώσης, του σκληρού τα μανιτάρια, που τρέφονται σε όποια συνθήκη, από σίδηρο. Νερό, ενώ διψούν τα λυσσασμένα, μόνο σε συνθήκες του ιδανικού να πίνουν.

    Το πλούσιο σ’ αίμα σώμα της Γεν, νερό και σίδηρο, ιδανικό.

    Ο Αρχηγός τον βιολογικό διακόπτη του πόνου κλείνει, γνωρίζει τι θα ακολουθήσει, το σκέφτηκε, το σχεδίασε, δεν χρειάζεται να πονέσει κιόλας.

    Η Γεν γνώριζε επίσης, όταν στο κομήτη που κατά χιλιάδες τα Πυρ Αν και Χα ευδοκιμούσαν ξάπλωνε γυμνή, αυτό το ξερό το σίδηρο θα άφηναν και το ζουμερό της σώμα θα διάλεγαν.

    Δέκα και εφτά χειλάδες, οι του μικροσκοπικού Έλικες, πόδια, φτερά ή χείλια, ανάλογα με την χρήση, που πάνω της βεντουζώσαν.

    Μετά το πόνο, τον ήχο ο Αρχηγός στο mute το βάζει. Τις φλύαρες φωνές να μην ακούει. Στη συνέχεια την οσμή κλειδώνει και μόνο την όραση στις επάλξεις αφήνει.

    -Κάθε επανάσταση και μια αφορμή θυσία που ζητά.

    Τα μανιτάρια έχουν στο μέγιστο φουσκώνει. Το σώμα της Γεν εγκαταλείπουν και τις Έλικες τους θέτουν σε λειτουργία. Το σώμα της Γεν, στραγγισμένο στο πλήθος πέφτει. Βουλιάζει, για λίγο το χέρι βγάζει και μετά χάνεται και αυτό.

    Τα Πυρ Αν και Χα, τη θερμότητα του Αρχηγού νιώθουν να τα καλεί. Φωλιά ζεστή για τα μικρά, μωρά, βρέφη και παιδιά. Κοντά του φτάνουν, χιλιάδες του μικρού Ελικόφτερα, τον αποστειρώνουν…

    Τεμάχια τον κάνουν.

    Τον μοιράζουν επιδεξιά και ισότιμα. Μια μπουκιά εσύ, μια εγώ και δυο για το μωρό. Το πλήθος σοκαρισμένο τον ηγέτη βλέπει να πεθαίνει ηρωικά.

    Ένα άκρο δικό του πέφτει, στο πλήθος, χαμός, βία και ταραχές ξεσπούν.

    Σαν καταιγίδα, καιρός κακός, για πέντε μέρες αυτές βαστούν. Χιλιάδες οι νεκροί.

    Το ένα είδος το άλλο τρώει, τα ρούχα του σκίζει και σημαίες κάνει και τα παπούτσια πάντα στα δίχτυα κρεμασμένα.

    Ένοχο, αμνό, θύμα εξιλαστήριο να ψάχνουν. Κάποιος να φταίει για όλο αυτό το χάος, που τον Αρχηγό και λύση για τον πρόβλημα του Διλήμματος, εξάλειψε. Και τελικά τον βρήκαν…

    Παιδί σταύρωσαν στο κέντρο της πλατείας.

    Παιδί μικρό τυφλό, που είδε και έγκαιρα δεν μίλησε και τον Αρχηγό δεν προλάβαν να γλυτώσουν.

    Το παιδί στην αρχή ικέτευε, έκλαιγε και τη μητέρα του καλούσε. Αλλά αυτή από την άλλη πια κοιτούσε.

    Τον πατέρα φώναξε, από το Σταυρό να βγάλει, αλλά και αυτός τα αυτιά βουλωμένα με κερί.

    Το παιδί να καλεί σταμάτησε και τα μάτια βάστηξε ανοιχτά καθώς το φως τους έραινε σταγόνα με σταγόνα το έδαφος γύρω από το σταυρό και τέλος θα είχε τραγικό αν…

    …η λύση από ψηλά δεν έπεφτε με Αλεξίπτωτο.

    -Σταματήστε μπρε τι κάνετε; Ένα παιδί μονάχα είναι, πως θα μπορούσε την αμαρτία για τον πόλεμο αυτό να φέρει;!;

    Στο Σταυρό προσγειώνεται, το παιδί φτου ξ ελευτεριά, τους τρελούς γύρω του αυτό κοιτά, τα πόδια του στη πλάτη και μακριά για πάντα φεύγει.

    -Ποιος είναι αυτός; Αυτός που το Φως φέρει στη κεφαλή και εμάς στραβώνει. Ο απελπισμένος κόσμος, τον Ξένο, τον Λεξ βλέπει και από τα μαλλιά του δένετε.

    Ο Λεξ το χέρι του ψηλά σηκώνει, στον ουρανό δείχνει και με φωνή βραχνή, αλλά του μετάλλου ισχυρή φωνάζει.

    -Λυγμοί, Σεισμοί και Καταποντισμοί! Το πλήθος άθελα του προσκυνά. Τα σύννεφα εκεί που δείχνει ανοίγουν, αυτός δεν είναι ένας κοινός θνητός.

    -Ειρήνη Αδέρφια! Τα αστέρια και αυτά στα πέρα κάνουν καθώς από το δάχτυλο του Φως, σαν κύμα δυνατό στο σύμπαν ταξιδεύει. Το πλήθος κλαίει. Τα χέρια στο κεφάλι φέρνουν.

    -Ένα από το χρόνο σας, λεπτό εγώ ζητώ, να κλείσετε τα μάτια και τα αυτιά σας και μέσα να κοιτάξετε και να ακούσετε. Κάποιοι τα μάτια κλείνουν, άλλοι τα αυτιά.

    -Τι, ο καθένας από εσάς θέλει και όχι τι οι άλλοι από αυτόν. Και όσους δεν κλείνουν, τίποτε από τα δυο, ο Βοο στα κρυφά από το Λεξ, τα αυτιά τους κόβει και τα μάτια τους διπλώνει.

    -Γιατί το σύμπαν φτιάχτηκε ώστε να χωράει ο καθένας από εσάς και ο ένας να συμπληρώνει τον άλλον…

    Τώρα πια μόνο ο Λεξ και ο Βοο άκουγαν και έβλεπαν. Δύο μάτια, δύο αυτιά..

    ( -Τι μου το κόβεις πάνω στο καλύτερο;;;

    -Τι έγινε; Τι άκουσαν; Τι επέλεξαν; Ο πόλεμος σταμάτησε; Η Ρήνη ήρθε;

    Το 6 το πέντε ακούει και γελά.

    -Το σύμπαν των τριών, είναι ένα από τα πιο χρήσιμα παιχνίδια, για δύο παίχτες.

    Δύο αντιθέσεις, ένα περιβάλλον που διαστέλλεται και συστέλλεται ανάμεσα σε δύο του ακραίου θέσεις. Εύφορο για να δημιουργεί Ζωή σε βίο προγραμματισμένες μηχανές, με κώδικα, άλγος και αριθμό που το παραπάνω ακολουθεί, ικανό όμως…

    …να πράξει κάτι κόντρα σε όλα αυτά.)