Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεν πρέπει..

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 19 Μαρτίου 2025.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Την γνώριζα καιρό σχεδόν είκοσι χρόνια. Είναι κατά γενική ομολογία πολύ όμορφη. Τώρα είναι τριανταεπτά ετών μελαχροινή, αδύνατη, γυμνασμένη. Μικρό στήθος, καρέ μαλλιά με ελαφριές κόκκινες ανταύγες. Δεν τα πηγαίναμε καλά στην αρχή της γνωριμίας μας, είχαμε νεύρα μεταξύ μας. Ήμαστε και μικροί τότε. Είμαι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος της.

    Δεν την έβλεπα ποτέ σαν γυναίκα, όχι γιατί δεν είναι όμορφη, αλλά γιατί δεν έπρεπε.




    Οι συγκυρίες της ζωής και περισσότερο η συγγενική μας σχέση ποτέ δεν με άφηναν να την δω διαφορετικά. Αλλά ξαφνικά κάτι άλλαξε μέσα μου. Βαθύ, έντονο, αμαρτωλό. Έπρεπε να το κρύψω, αλλά κάθε φορά που την έβλεπα, την ποθούσα περισσότερο και κυρίως δεν μπορούσα να κάνω κάτι γι αυτό, όμως δεν μαλάκωνα. Ήλπιζα ότι προσποιούμενος τον σκληρό, τον αχώνευτο, θα έσβηνε όλο αυτό. Πόσο λάθος έκανα;



    Ένα συνέδριο από τα πολλά που πηγαίνω κάθε χρόνο ήταν κι αυτό στην Σαντορίνη. Ήθελα πολύ να μην πάω, βαριόμουν, αλλά δεν μπορούσα να μην πάω. Μιλήσαμε το πρωί με τους συναδέλφους στο ξενοδοχείο. Το απόγευμα ήμουν ελεύθερος. Βγήκα μια βόλτα στην Οία. Τουρίστες συγκεντρώνονταν από όλα τα μέρη του κόσμου ν' απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα στην καλντέρα. Υπερεκτιμημένο για μένα, ρομαντικό για άλλους. Ας είναι.



    «Γιώργος» άκουσα μια φωνή. Γνώριμη να με καλεί. Γύρισα. Τα μάτια μου γούρλωσαν. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.

    «Έλενα;» την πλησίασα, λες και το μυαλό μου μου έκανε πλάκα. Ήταν εκείνη και δεν είχα καμία ιδέα πως είχε βρεθεί εκεί.

    Με πλησίασε, με αγκάλιασε σφιχτά. Ένιωσα τα στήθη της στον θώρακα μου. Δεν ήξερα αν ήταν πιο ένθερμη η αγκαλιά από όσο ήταν ή αν το φανταζόμουν.

    «Μα πως;» είπαμε και οι δυο με τις φωνές μας να έχουν συγχρονιστεί.

    «Είμαι σε συνέδριο» της απάντησα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της, ήξερε πως πηγαίνω συχνά σε συνέδρια.

    «Κάνω ανακαίνιση στο ξενοδοχείο μιας πελάτισσας» μου απάντησε. Η Έλενα είναι αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων.

    «Θα μείνω άλλες τρεις μέρες για το συνέδριο, εσύ;» μου χαμογέλασε δεν απάντησε

    «Θες να έρθεις σπίτι μου για φαγητό;» μου πρότεινε. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να αρνηθώ. Στο δρόμο με πληροφόρησε ότι της έχει παραχωρηθεί ένα σπίτι για όσο ανακαινίζει το ξενοδοχείο. Δεν ήταν ένα απλό σπίτι.

    Μια βίλα στην καλντέρα με πισίνα σαν αυτές που ο ορίζοντας τους φθάνει στον γκρεμό, θαρρείς βλέποντας τα στις φωτογραφίες πως πρόκειται να πέσεις στο κενό.



    «Γουάου Έλενα, είναι υπέροχο» της είπα εκείνη χαμογέλασε. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και δεν μπορούσα να διακρίνω αν φορούσε εσώρουχα. Μου πρόσφερε ένα ποτήρι παγωμένο κρασί. Κοίταζα την θάλασσα. Δεν αντιλήφθηκα ότι ήταν πίσω μου.

    «Είναι πολύ ωραία εδώ» μου είπε. Την κοίταξα μέσα στα μάτια.

    «Εσύ είσαι πολύ ωραία» της είπα. Χαμογέλασε. Ήπιε κρασί. Ήρθε κοντά μου, δίπλα μου.

    «Δεν πρέπει» μου ψιθύρισε. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.

    «Δεν αντέχω άλλο» της απάντησα.

    «Ούτε κι εγώ» με φίλησε στο στόμα. Άφησε το φόρεμα της να πέσει. Γυμνή μπροστά μου. Βούτηξε στη πισίνα. Έπινα το κρασί μου κοιτάζοντας την.

    «Έλα» της φώναξα επιβλητικά. Την πρόσταζα κι εκείνη το ήξερε. Βγήκε από την πισίνα. Το νερό έτρεχε στο κορμί της. Ήρθε κοντά μου, δίπλα μου.

    «Γιώργο ξέρω..» Μου είπε. Της χαμογέλασα. Το γνώριζα πως ξέρει τα μυστικά μου.

    Γονάτισε κι έβαλε το κεφάλι της στο πάτωμα, άφησε το μέτωπο της να κολλήσει στο έδαφος. Την κοίταξα για λίγο. Την άφησα εκεί. Πήγα στη κουζίνα. Είχε βγάλει γαρίδες, σολομό και φύλλα νούρι. Παρέλειψα να σας γράψω ότι τα συνέδρια που παρακολουθώ είναι κατόχων μισελέν.



    Έφτιαξα το αγαπημένο της πιάτο. Την διάρκεια της προετοιμασίας του παρέμεινε γυμνή και γονατιστή στο πλάι της πισίνας. Την κοίταζα. Δεν κουνιόταν, η μόνη κίνηση ήταν η ανάσα της. Ήξερα τι ήθελε, το ίδιο κι εγώ, αλλά θα περίμενα. Άλλωστε πρέπει να συζητήσουμε.



    Την πλησίασα. Ένιωσα το τρέμουλο της. Τα γόνατα της θα πονούσαν ήδη πολύ. Την βοήθησα να σηκωθεί, την κράτησα για λίγο να κυκλοφορήσει το αίμα.



    «Έλενα δεν θα υπάρχει γυρισμός..» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δεν επιθυμούσε τον γυρισμό.

    «Θα κάνω ότι θες» μου απάντησε. Χαμογέλασα. Έκανε ήδη αυτό που ήθελα.

    Την φίλησα στο στόμα, αυτό το φιλί το περιμέναμε για καιρό και οι δύο. Την τράβηξα κοντά μου, άφησα τα στήθη της να γεμίσουν τις χούφτες της. Σχεδόν έκλεβα κάθε ανάσα της. Εκείνη γυμνή, παραδομένη. Κι εγώ έτοιμος να την διαλύσω. Να την ξαναχτίσω από την αρχή.



    «Δεν πρέπει να το μάθει κανείς» μου ψιθύρισε. Την κοίταξα έντονα στα μάτια. «Δεν θα το μάθει, εκτός κι αν το αποφασίσω» της απάντησα κι εκείνη την στιγμή κατάλαβε πόσο ακριβώς την ήθελα.

    Την άφησα να φάει. Βγήκα από το σπίτι της.



    Στην διαδρομή είχα δει αυτό το παντοπωλείο που πουλάει σχεδόν τα πάντα. Αγόρασα πολλά μέτρα σκοινί πριν γυρίσω στης Έλενας. Την βρήκα να τρώει. Με το που κατάλαβε την παρουσία μου ήρθε σε εμένα. Της έδειξα το πάτωμα. Γονάτισε. Μπουσούλησε σχεδόν ερχόμενη προς το μέρος μου.



    «Γιώργο τι πρέπει να κάνω;» με ρώτησε. Δεν της είπα τίποτα. Περπάτησα μέχρι το δωμάτιο της, την κρεβατοκάμαρα της. Την έβαλα στο κρεβάτι. Πήρα το σκοινί. Τα έχασε. Την άγγιξα ανάμεσα στα πόδια της, ήταν ήδη πολύ υγρή. Αν δεν ήταν η πρώτη της φορά, θα την τιμωρούσα. Θα την έδερνα. Αλλά όχι ακόμα, όχι για την ώρα τουλάχιστον.



    Πέρασα το σκοινί σε όλο το κορμί της, το γέμισα με κόμπους. Τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Δεμένα με τα πόδια της και τους αστραγάλους της. Ένα ακόμα σκοινί τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της, μικρές κινήσεις ασκούσαν αρκετή πίεση στο λαιμό της για να την τρομάξουν. Την φίλησα πάλι. Ήταν τρομαγμένη, καυλωμένη, όμορφη.

    Κατέβασα το παντελόνι μου. Ήμουν πολύ ερεθισμένος, αυτό το κορίτσι μου άνηκε. Αλλά τώρα σκεφτόμουν μόνο το στόμα της. Το κατάλαβε, το άνοιξε όσο περισσότερο μπορούσε για να με υποδεχτεί. Δεν δυσκολεύτηκε πολύ, σίγουρα το έχει ξανακάνει πολλές φορές. Αλλά όχι έτσι. Άβολα. Γιατί είναι δεμένη και γιατί της γαμάει το στόμα ο άνδρας της νεκρής αδελφής της.



    Δεν μπορούσα να το σταματήσω πια. Αντιστάθηκα, Δεν γίνονταν άλλο. Έκλεισα τα μάτια μου, της το έκανα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Την διέλυα παίρνοντας βίαια το στόμα της. Την χαστούκισα, έβαλε τα κλάματα. Τελείωσα στον λαιμό της. Παρέμεινα για λίγα λεπτά στην ζεστασιά του στόματος της.



    Τα μούτρα της είχαν κοκκινίσει. Το ένιωθα ότι έφθανε στα όρια της, σταμάτησα. Την κοίταξα για λίγο, η υποτιμητική μάτια μου την κατακρεουργούσε περισσότερο. Ξεκίνησα να την λύνω, το σκοινί άφηνε τα σημάδια του στο σώμα της. Τα λάτρευα αυτά τα σημάδια. Άρχισα να φιλώ όλο το σώμα της, όπου υπήρχαν αποτυπώματα από το σκοινί. Την άκουγα που είχε αφαιθεί, βογγητά πάθους ξεγλιστρούσαν από τα χείλη της. Την φίλησα πάλι. Την άφησα να μ’ αγκαλιάσει, ενώ μπήκα μέσα της. Τυλίχθηκε για τα καλά επάνω μου, ενώ συνέχισα να της κάνω έρωτα.



    Όμως αυτά δεν ήταν για εμένα, όχι για τώρα τουλάχιστον. Την γύρισα μπρούμυτα. Την έστησα στα τέσσερα. Της έριξα μερικές σφαλιάρες στο κώλο.

    «Τι κάνεις;» με ρώτησε. Της χαμογέλασα.

    «Θα σε πάρω από τον κώλο» της απάντησα. Την είδα που δίστασε. Σχεδόν κουλουριάστηκε. Αλλά δεν είπε όχι.

    «Δεν το έχω ξανακάνει» είπε

    «Ναι» απάντησα. Δεν με ένοιαζε. Άλλωστε το είχα αποφασίσει.



    Ήταν πολύ στενή. Σε κάθε μου προσπάθεια ούρλιαζε και περισσότερο. Λίγο λιπαντικό και πολύ υπομονή, Σύντομα άρχισε να το απολαμβάνει και η ίδια. Γέμισα και αυτή την τρύπα της από εμένα. Σταμάτησα. Την κοίταξα για λίγο. Ήταν εξουθενωμένη.



    Την πήρα στην αγκαλιά μου. Την φιλούσα και της έγλειφα τον λαιμό. Το χαμόγελο της επέστρεψε. Ένας νέος κόσμος ξεδιπλώνονταν μπροστά της.

    «Θα μείνεις μαζί μου απόψε;» με ρώτησε.