Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεσποινίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 1 Οκτωβρίου 2015.

Tags:
  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Πορνογραφικές Σελίδες Μιας Αλληγορίας] Της Άννας Αφεντουλίδου

     

    [Ταξίδια]


    Εκείνο το καλοκαίρι ήταν από τα σπάνια συνεχόμενα των πιο μακρινών της ταξιδιών. Για εκείνη σήμαιναν την άκρη του κόσμου. Έπαιρναν το πρωινό τους στην Grande Place, ανάμεσα σε πυκνές ομάδες ανόητων τουριστών που το μόνο που έκαναν ήταν να φωτογραφίζουν, με επιφωνήματα, νεκρά παγωμένα κτίρια και πάρκα. Το επόμενο καλοκαίρι στην Mpryz το Μουσείο Magritte είχε ένα ενδια-φέρον. Κυρίως επειδή στεγάζεται στο ίδιο κτίριο με τα Βασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών, στην Rue de la Régence. Επειδή πρέπει να ανηφορίσεις την πλατεία Albertina κι επειδή τον Magritte τον έχουν στριμώξει σε δυο συνεχόμενα κακοφωτισμένα υπόγεια. Στο Boulevard Anspach, δίπλα στην Place de la Bourse, πεζοδρομημένο σε μεγάλο μήκος, μπορούσες να ανιχνεύσεις τα μυστικά των περιπατητών και των αργόσχολων όταν δεν σε ενοχλούσαν με τις φωνές τους τα παιδιά.

    Ο Ρ. είχε ένα παλιό αρχοντικό σε εκείνη την επαρχιακή πόλη με τα κάστρα στο λιμάνι. Εκεί όπου είχε βγάλει τις φωτογραφίες με τα κράνη των νεαρών μοτοσυκλετιστών να την κοιτούν στην αρχή προσδοκώντας, στο τέλος επειδή βιάζονταν να φύγουν. Τον 19ου αι πρέπει να είχε τις μεγάλες του δόξες. Τεράστια αυλή με φαρδύκορμα δέντρα, κλιμακωτά επίπεδα με υπαίθριες ψησταριές και υπόστεγα, θέα υπερυψωμένη, να προβάλλει στο βάθος η εκκλησία με το ψηλό καμπαναριό. Το βαθυστόχαστο του Βίνσεντ σε εκείνο τον πίνακα που σε κύκλωνε το μπλε και το κίτρινο. Εξάλλου από την μεριά του Σουάν είχε πάντοτε άλλο νόημα. Διπλές κλειδαριές με μεγάλα μεταλλικά κλειδιά και φθαρμένα οικόσημα, ξύλινα βαριά έπιπλα, σκαλισμένα στο χέρι. Ντουλάπια ρουφηγμένα στο βάθος των τοίχων έδειχναν τα αγυάλιστα ασημικά. Σεντούκια σκεπασμένα με κεντημένα καλύμματα τι είδους υφάσματα άραγε έκρυβαν. Πιστός και υπάκουος σε όλα, της το παραχωρούσε κάθε που επιθυμούσε. Έτσι και τώρα. Η Μ. ήταν μια νέα ηθοποιός, άγρια κι ατίθαση. Φαινομενικά. Οι perfomances της όλες γύρω από τη μητέρα και νεκρά γεννημένα παιδιά. Κάτι κουβαλούσε μέσα της. Πώς όχι;

    Ξανθοκόκκινα μαλλιά, λεπτό κορμί, απαλό και λευκό δέρμα, στήθος σφιχτό να αντιστέκεται σε κάθε άγγιγμα. Έκλεισαν ραντεβού για την πανσέληνο του Αυγούστου. Πάντοτε της άρεσαν κάτι τέτοιοι συμβολισμοί. Ποιοι τις καταλάβαιναν; Λίγο την ένοιαζε. Ζήτησε από τον Ρ. να φέρει μαζί του το λαμπραντόρ. Θα ήταν η έκπληξή της για τη νέα της φίλη. Μόνο εκείνος το ήξερε. Αυτό της δημιουργούσε μια γλυκιάν προσδοκία. Το ξάφνιασμα στα μάτια τους την ώρα που αντιμετωπίζουν κάτι εκτός σχεδιασμού.

    Θυμήθηκε την Κ. στη Γάνδη το τρίτο καλοκαίρι. Μα γιατί οι ιστορίες της ενδιαφέρουν τόσο λίγο τους ζωντανούς; Μόνο οι νεκροί τις διαβάζουν με ευχαρίστηση. Αν ήξεραν πόσο αληθινές ήταν. Πόσο πολύ τους αφορούσαν. Θα τρόμαζαν. Αλλά. Δεν είχε σκοπό να το αποκαλύψει. Μόνο ένας γνώριζε. Κι αυτός κατά λάθος.

     

    Η Κ. δεν ήθελε να βγάλει τα πέδιλα με τίποτα. Τα μυτερά της τακούνια τής είχαν τρυπήσει την πλάτη. Τότε. Αλλά το βουερό λιμάνι τις παρέσυρε. Τα κανάλια με το στάσιμο νερό. Εξάλλου ο ήρωας της Γάνδης. Την είχε χτυπήσει με την ξύλινη βούρτσα του μπάνιου. Από εκείνες τις παλιές. Ξέρεις. Και τότε το διαμέρισμα ήταν ένα παλιό αρχοντικό. Νοικιασμένο. Διατηρούσε στην ατμόσφαιρα την μυρωδιά των ενοίκων του. Πάνω στο γραφείο τα βιβλία που διάβαζαν. Στην ντουλάπα ζεστά ακόμη τα ρούχα που φορούσαν. Καμιά σχέση με τα απρόσωπα δωμάτια των ξενοδοχείων. Είχε γονατίσει μπροστά στον μεγάλο βενετσιάνικο καθρέφτη, λίγο μαυρισμένο, λίγο θολό, αλλά με τον αέρα εκείνον. Την είχε διατάξει στα γαλλικά. Της έγλειψε τις γόβες, τα πέλματα, τα δάχτυλα, η βαθιά αποδοχή. Της είχε δέσει τα μάτια. Το καμτσίκι του αλόγου ήταν αληθινό. Εκείνος έκανε τότε ιππασία. Την είχε πάει στο αγαπημένο του, το μόνο που δεν είχαν οι άλλοι ευνουχίσει. Το ζώο αγρίευε όταν το άγγιζες. Μπορούσε να σε σκοτώσει. Χτυπούσε στα μεριά του το ατίθασο πέος φρουμάζοντας και γυρεύοντας το ανάρμοστο. Στα γαλλικά ακούγονταν κάπως παράξενες οι εντολές της. Αλλά η Κ. ήταν διακοσμήτρια και ήξερε όλα να τα ταιριάζει. Η Μ., πιο νέα, ήξερε μόνο από εικόνες. Την βομβάρδιζε με εικονικές υποσχέσεις. Οι λέξεις της ήταν φτωχές.

    Στο καθιστικό του εξοχικού, όλοι οι καναπέδες ήταν χτισμένοι από πέτρα, κολλημένοι στον τοίχο. Το τζάκι μεγάλο, θα ήταν ωραίο αν ήταν χειμώνας. Το φεγγάρι από το αίθριο θα τους κοίταζε απειλητικό και θα φωτογράφιζε όλες τις στάσεις τους. Ο Ρ. στην πρώτη συνάντηση δεν θα συμμετείχε, παρά μόνο αν τον διέταζε επιτακτικά. Σε ένα μπαούλο φύλαγε ό,τι της χρειαζόταν. Και φυσικά τα πλαστικά μέλη που θα συμπλήρωναν το αντρικό της κορμί. Για να είναι πλήρης η κατάκτηση της άλλης. Γιατί μόνο στο αρσενικό υποτάσσονται απόλυτα οι σκλάβες.


     



    Θα της έκλεινε το στόμα γεμίζοντάς το με την δαντέλα της ζαρτιέρας της. Το είχε δεχθεί με έξαψη. Καλό αυτό. Σημάδι ότι αργότερα θα δεχόταν περισσότερα. Κι εκείνος ο μικρός, βιαστικός να μην καταλαβαίνει. Ότι όλα αυτά θέλουν τον χρόνο τους. Σαν το κρασί. Αν το πιείς πρώιμο, θα σε ζαλίσει, αλλά καμιάν βαθύτερη ευχαρίστηση δεν θα προσφέρει. Μόνο έναν πονοκέφαλο την επόμενη μέρα. Πόσο γρήγορα οι νέοι χορταίνουν. Αλίμονο σ’ αυτούς που κρεμασμένοι διψούν στο βωμό αιώνιας πείνας. Όμως έπρεπε να σταματήσει να σκέφτεται την δική του προσφορά. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στη Μ. Όπως κάθε δοκιμασία, θέλει αφοσίωση. Όπως κάθε ακροβασία θέλει προσήλωση. Γιατί το κενό χάσκει ολόμαυρο να σε ρουφήξει.

    Ένα καλοκαίρι μετά, το στοίχημα ήταν διαφορετικό. Όταν διέταξε τον Ρ. να διεισδύσει στην Κ. από πίσω, ήταν το σώμα ήδη έτοιμο από το δικό της παιχνίδι. Είχε κάμψει την αντίσταση του πρωκτού με τη δύναμη του συνθετικού της ομοιώ-ματος. Την είχε ετοιμάσει για χάρη του κι η Κ. περίμενε με αδημονία το σάρκινό του πέος να τελειώσει ό,τι εκείνη είχε αρχίσει με το πλαστικό. Το σπέρμα που κύλησε έξω ήταν η ευκαιρία της ύστατης δοκιμασίας. Τον ανάγκασε να το γλείψει, τον πίεσε να το καταπιεί. Κι εκείνος μετά την πρώτη αποστροφή, το δέχθηκε με μια νέα στύση. Ήταν απολύτως κυριευμένος από την βαθύτερη αίσθηση του ανίερου, αυτού που ξεπερνά τους φραγμούς, για να φτάσει μέσα από τα πιο βρώμικα του σώματος στον απόλυτο εξαγνισμό. Για να αρθεί μέσα από την ταπείνωση. Το κουρασμένο της μουνί ήθελε να αδειάσει τα υγρά του, για να ηρεμήσει. Άρπαξε από τα μαλλιά την υποταγμένη πια φίλη και της κόλλησε το στόμα πάνω του. Χτυπώντας το ξανά και ξανά πάνω στα ερυθρά του χείλη την έβαλε να πιεί τα υγρά του ανακατεμένα με τα χλιαρά της ούρα. Κι αυτή κατάπινε βογκώντας ελαφρά. Κι εκείνη τέλειωσε σα σκύλα τις μέρες του οίστρου.

     



     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    29 συμβολισμοί
    by verajfrantzh

    Όταν πλένω πιάτα ή μαγειρεύω, νιώθω απαράδεκτα χαζή. Το πλύσιμο των πιάτων είναι ό,τι πιο κοντινό έχω κάνει σε χριστιανική πράξη, κατά το Μάρκον Ευαγγέλιον. Βέβαια, είναι τόσο εξανθρωπισμένες οι τετριμμένες αυτές χειρωνακτικές εργασίες, που σε κάνουν άνθρωπο με μια ανώτερη δύναμη μέσα από τον ιδρώτα που παράγει το μέτωπό σου.

    Οι χειρωνακτικές εργασίες σε κάνουν θνητό και έρχεται το αγόρι να σε ρωτήσει αν θα βγείτε ραντεβού, επειδή σε βρήκε συμπαθή.

    Συμπαθής… ωραία λέξη. Το «συμπαθητική» είναι σαν το «Βεράκι». Λίγο και υποκοριστικό και χωράει στα φλυτζανάκια και ψαρεύεται με μικρά κουταλάκια- είναι για παιδάκια. Το «συμπαθής» έχει μια αρχοντιά σαν τις αναδασωμένες περιοχές στην Πάρνηθα και μια ελευθερία σαν τις δεκαοχτούρες που είδα να πίνουν το λιμνάζον νερό από τα κεραμίδια στις στέγες των σπιτιών στα Αναφιώτικα.

    Τα Αναφιώτικα είναι ένας πολύχρωμος ιστότοπος. Είναι σαν ένα site με μεγάλη επισκεψιμότητα και αρκετή διαφήμιση που σε αποπροσανατολίζει.

    Εκεί, κάποιος κάπνιζε ένα τσιγαριλίκι και εμένα μου μύρισε διανοουμενίλα, που είναι λίγο χειρότερη από τη σαπίλα.

    Τη σαπίλα, περα από την αναπάντεχη δυσoσμία που σου απορροφά οποιαδήποτε διάθεση για σκέψη, την θεωρώ ανήθικη. Και την βρίσκεις κάτω από ράσα, μέσα σε δερμάτινα πορτοφόλια και σε φλασάκια και τώρα τελευταία σε αναρίθμητα γραφόμενα στο διαδίκτυο. Όλοι νομίζαμε ότι θα τη βρούμε στο πάτο των τελάρων με τις πατάτες, τα ροδάκινα και τα αγγούρια, μα αυτά ήταν όνειρα θερινής νυκτός. Άκου να δεις…

    Το προαναγγελτικο “άκου να δεις” για εμάς τους ενοχικούς είναι τα τριάντα δεύτερα κρύου ιδρώτα και πρόζα Τράγκα σε υπερδιέγερση συν κακιοσύνη Ρόκκου και ποκερ φέις Τατιάνα.

    Αυτά.

    Να μας προσέχετε, πεθαίνουμε γρήγορα, φανταζόμαστε τα χειρότερα.



    Τη νύχτα μου αρέσει να κλείνω όλα τα φώτα και να βλέπω μόνο τα μάτια του γάτου να καθρεφτίζουν το θάνατο των πιο βαθιών μου σχέσεων με τους ανθρώπους. Μερικές φορές, παθαίνω κρίσεις πανικού και ψάχνω να βρω τον διακόπτη. Βρίσκω έναν. Οn, λογική – Off- Ευτυχία. Τρέχα και γύρευε, δηλαδή. Μα τη νύχτα, λογική; Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ψάξω σε βάθος.

    Στο βάθος του αιδοίου βρήκα την αρχή πολλών νημάτων. Τα περισσότερα είναι ήδη ξεφτισμένα. Βρήκα το πιάνο μου ακούρδιστο και καμώθηκα να το συγχρονίσω με την ηλικία μου. Δεν έχω καθόλου ακουστικό αυτί και μάταια προσπαθούσα όλη νύχτα. Το πρωί ξύπνησα ράκος με κάποιες παρτιτούρες να έχουν αφήσει σημάδια στις παλάμες μου, στα μπούτια μου.

    Ιδεώδης πόλη. Εκεί, εκεί.

    Εκεί, που οι άνθρωποι μετρούν τους ανθρώπους με βάση τις προσωπικές τους ικανότητες, όχι με κριτήριο τις δυνατότητες των άλλων. Βέβαια, αυτό είναι μια ιδιαίτερη δεξιότητα, που σε κάνει να είσαι ανώτερος των άλλων, διαισθητικός και διορατικός. Επομένως και εκ των πραγμάτων, οι άλλοι δε μπορούν να σε κρίνουν. Ένα πραγματικό μπέρδεμα.

    Μπέρδεμα δημιουργείται και με το χιούμορ. Το αστείο σε κάνει να μοιάζει εύθυμος, άυλος και κάπως ελαφρύς. Οι άλλοι σε βάζουν στην ζυγαριά του μικρού τους νου. Υποστηρίζουν πως το ανέκδοτο της ζωής σου είναι κάτι που τους προκαλεί την ανασφάλεια. Δε σε εμπιστεύονται. Μένεις μόνος.

    Μένεις μόνος και όλα καταλήγουν σε θεατρινισμούς. Γίνεσαι καλός ηθοποιός του εαυτού σου και ικανοποιητικός για τα ζωτικά σου όργανα, δουλεύουν όλα ρολόι.

    Έχουμε ένα ρολόι στο σαλόνι, αντίκα της γιαγιάς. Έχει ξύλινη κοιλιά και δείκτες σαν μουστάκια μεγαλογαιοκτήμονα της κοιλάδας της Θεσσαλίας. Τις προάλλες, χτύπησε στις δώδεκα και τρεια, στη μια και είκοσι εφτά. Χτυπάει κάθε που ερωτεύομαι έναν άνδρα διαφορετικό από τους άλλους και τον αφήνω να πάει στην Ανταρκτική, ακάλτσωτο, με δυο φλούδες από μανταρίνι στις τσέπες και εικοσι εννέα συμβολισμούς.

    Όλα αυτά, αυτά που γράφω, τα καταλαβαίνω μόνο αυτός και εγώ.

    Εγώ και αυτός.
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Οn, λογική – Off- Ευτυχία.
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Πώς Είναι] Του Σάμουελ Μπέκετ


    “η ζωή η ζωή η άλλη ψηλά στο φως λέγεται πως ήταν δική μου από καιρού εις καιρόν δεν έχει επιστροφή εκεί ψηλά δεν τίθεται θέμα κανείς δεν μου το ζητάει αυτό ποτέ εκεί λίγες εικόνες από καιρού εις καιρόν μέσα στη λάσπη γη ουρανός λίγα πλάσματα στο φως μερικά ακόμη όρθια”

    “η ζωή μετά χωρίς επισκέπτες παρούσα διατύπωση ούτε επισκέπτες αυτή τη φορά ούτε ιστορίες άλλες παρεκτός η δική μου ούτε σιωπή άλλη από τη σιωπή που πρέπει να σπάσω όταν δεν θα την αντέχω άλλο με αυτά πρέπει να τα βγάλω πέρα”

    “όργιο ψεύτικης ύπαρξης η κοινή ζωή μικρές ντροπές δεν έχω χαθεί στην ανυπαρξία όχι ανεπανόρθωτα ο χρόνος θα δείξει δείχνει αλλά τι γουρουνοστάσι μπα ούτε καν ούτε καν μπα μικρές κινήσεις του κάτω προσώπου επωφεληθείτε όσα σας παίρνει σιωπή στοιβάξτε όσο σας παίρνει νεκρική σιωπή υπομονή υπομονή

    “η εκγύμναση συνεχίζεται ουδείς λόγος παράλειψης”

    σιωπή όλο και μεγαλύτερη όλο και μεγαλύτερες σιωπές αχανή διαστήματα χρόνου εμείς σε δεινή απορία όλο και περισσότερο αυτός για απαντήσεις εγώ για ερωτήσεις σιχαθήκαμε τη ζωή στο φως ερώτηση πόσο συχνά όχι άλλο αριθμοί όχι άλλο χρόνος αχανής αριθμός αχανείς εκτάσεις χρόνου στη ζωή του στο σκοτάδι στη λάσπη πριν από μένα περιέργεια κυρίως ήταν άραγε ακόμη ζωντανός”

    “Η ΖΩΗ ΣΟΥ ΕΔΩ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΝΑ πλήρης σύγχυση”

    “δειγματοληπτικά ό,τι έρχεται απ’ όσα θυμάσαι φαντάζεσαι κανείς δεν ξέρει η ζωή ψηλά η ζωή εδώ ο Θεός στον ουρανό ναι ή όχι αν μ’ αγαπούσε λίγο αν ο Πιμ μ’ αγαπούσε λίγο ναι ή όχι αν εγώ τον αγαπούσα λίγο στο σκοτάδι στη λάσπη εις πείσμα όλων λίγη τρυφερότητα βρίσκεις κάποιον επιτέλους κάποιος σε βρίσκει επιτέλους ζείτ μαζί κολλημένοι αγαπάτε ο ένας τον άλλον λίγη αγάπη λίγη χωρίς να αγαπιέστε αγαπιέστε λίγο χωρίς να αγαπάτε απάντησε σ’ αυτό άφησέ το αόριστο αφησέ το σκοτεινό””δεν πάει καλά γιατί ποτέ δυο φορές η ίδια εκτός κι αν ο χρόνος αχανή διαστήματα γερασμένη αναγνώριση όχι γιατί συχνά πιο ζωηρή πιο δυνατή ύστερα απ’ όσο πριν εκτός κι αν αρρώστια θλίψη μερικές φορές περνούν νιώθει κανείς καλύτερα λιγότερο άθλιος ύστερα από όσο πριν”
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Γυρισαμε ολοκληρο τον κοσμο.
    Μεσα μας /
    Ουτε μια σπιθαμη νερου δεν εσταζε.
    Ειμαι στον Βατηρα.

    Ειμαι ο Βατηρας.

     
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Μια μέρα, η μαμά μου, η Κασσάνδρα, μου έφερε μια ωραία κούκλα, για να μου την κάνει δώρο. Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγγους.
    Την κοίμησα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα πόδια και τα χέρια για να χωράει
    Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά.
    Τώρα την αγαπώ πολύ.

    Μαργαρίτα Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο λύκος

     
     
  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Tο σπίτι μου... ξαφνικά έγινε περίεργο. Έχασε τις πόρτες και τα παράθυρά του. Τα έπιπλα γέμισαν χρυσόσκονη και μικρές καφέ πεταλούδες. Ένα δένδρο απλώθηκε στην μέση της σάλας. Τα κλαριά του είναι χέρια αντρικά γεμάτα φύλλα. Ο άντρας παρελθόν. Από χρόνια απών. Ψίθυροι από τραγούδια της δεκαετίας του 50 ακούγονται πίσω από βαριές κουρτίνες χωρίς διέξοδο. Το κρεβάτι μου έχει ουρανό. Έναν λυπημένο Θεό. Τυφλό και μουγκό. Το κρεβάτι μου είναι μία ερμαφρόδιτη αγκαλιά. Μητέρα. Άντρας. Πατέρας. Εραστής. Έλα μου λέει. Η αγκαλιά είναι μία έρημος. Κι εγώ γέρνω ντυμένη όπως είμαι, με το παλτό τις μπότες το καπέλο.

    Η σιωπή αρχίζει να μου μιλάει για την απελπισία μου. Κλαίω γοερά από μέσα. Δεν θέλω να βγω από αυτό το σπίτι. Θέλω να μείνω εδώ για πάντα. Να μην τρώω. Να μην κοιμάμαι. Να μην συνομιλώ. Να υπάρχω απλά σαν ένα έπιπλο με ψυχή. Μία αντίκα που κανείς δεν θα αναζητήσει. Να μείνω με τα ίδια ρούχα κι ο χρόνος να περνάει ώσπου να μην υπάρχω πια. Δεν θέλω αγάπη. Δεν θέλω λύπη. Δεν θέλω φωνή. Δεν θέλω χάδι. Τόσο μάταια όλα. Τόσα ξέφρενα παροδικά. Σε κάποιο δωμάτιο που δεν βρίσκω την πόρτα του υπάρχει ένας άντρας. Ξέρω πως τον λένε Χρήστο. Ξέρω πως έχει μακριά μαλλιά και παίζει πιάνο. Ξέρω πως δεν γνωρίζει πως υπάρχω κι όμως παίζει για μένα χωρίς να το ξέρει κι ο ίδιος. Σε ένα άλλο πάλι, που επίσης δεν έχει πόρτα, ζει κάποιος άλλος άντρας που ζωγραφίζει την ηδονή σε τοίχους ασπρόμαυρους.

    Το όνομά του είναι όλα τα αρσενικά ονόματα. Φοράει λευκό πουκάμισο και μαύρο παντελόνι. Του το ζήτησα για να πενθήσει μαζί μου. Δεν με ξέρει. Δεν τον ξέρω. Ποτέ δεν μιλήσαμε. Τα δωμάτια που ζουν, ένα από τα επόμενα βράδια, θα ταξιδέψουν σε άγνωστους δρόμους. Το σπίτι μου θα τους χαρίσει ένα μεγάλο φιλί από διψασμένο στόμα. Θα νομίσουν ότι είναι χρυσάνθεμο. Θα γελάσουν με το απρόσμενο δώρο από το πουθενά. Από το πουθενά εμένα. Ένα φάντασμα γυναίκας καταδικασμένο να ζει ελπίζοντας ότι θα ζήσει το μεγάλο έρωτα στην πλήρη και ανένδοτη μοναξιά της. Ένας μαύρος εραστής πάντα θα περιμένει πίσω από την πόρτα που δεν υπάρχει. Κι εγώ θα κάνω λόγο για το χαμένο κλειδί, διερωτούμενη που το ξέχασα.


    Ε.

    Το όνομά μου είναι Χ ω ρ ί ς. Έτσι να με φωνάζετε.

     
     
  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Κινείς τα πάντα, μέσα μου, από μακριά..

    Ποιόν χορό κινεί η μέρα κι εσύ υπερίπτασαι της πραγματικότητας ατιθάσευτη σαν ειμαρμένη με την μαύρη εσθήτα σου;

    Σώμα άστρο, σώμα άυλο και με βάρος μιας τόλμης που ζητά να απελευθερώσει
    ένστικτα και ήξεις αφίξεις του φωτός.

    Ανεμίζουν τα μάρμαρα, καμία ύλη δεν είναι στατική, η αρχιτεκτονική βελάζει, τόση αθωότητα συσσωρευμένη μες την μουσική
    του οικοδομήματος- κλέβω

    Την εικόνα σου και σου την επιστρέφω, αφού
    δεν είσαι εκεί που θα ήθελα, και κάνεις
    να φαίνομαι σε όλα ανήμπορος και τώρα ακόμα...


    Σ.Π
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Έβγαλα προσεκτικά
    Τις κόκκινες γόβες
    Αμέριμνο βάδισμα
    Το κλειδί
    Της μαριονέττας
    Έβγαλα πρώτα το ένα πόδι
    Και το ακούμπησα σιγά
    Στο ξύλινο δάπεδο
    Τριγμοί του χρόνου
    Αρχιτεκτονική του παρελθόντος.
    Ύστερα
    Τόλμησα
    Έβγαλα γρήγορα την άλλη γόβα
    Και πάτησα με δύναμη
    Όλους τους άθλους της ζωής μου….


    Κατερίνα Δήμου



     
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Well the whole room was swirling
    Her lips were still curling
    "Oh why'd you do it",she said...


     

     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Δός μου τὴν ἡδονὴ τῆς ἡδονῆς,
    ζωὴ τῆς ζωῆς, τῆς μέθης νύχτα,
    ὀδύνη.
    Τὸ ἐρωτικὸν ἀπόσταγμα μοῦ ἡδύνει
    τὴν ὑπερφίαλη σκέψη ποὺ πονεῖ.

    Μόνο, τὴ γεύση ἀγάπησα μόνο, ὤ
    πονῶ πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴν αἴσθησή του
    χώρου
    τῆς γῆς, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάκρη αὐτὰ
    πονῶ!
    Δὲ νιώθω, δὲν αἰσθάνομαι καθὼς
    ἄνθρωπος, μὰ αἰσθάνομαι θεὸς
    κι ὡς θεὸς ζοῦσα, μεθοῦσα, πλήρης
    ἀπὸ ἔρωτα καὶ δόξα κι ὀμορφιά...

    Πάνω στὰ σουβλερὰ καρφιά,
    σὰν ἀσκητὴς ἔλα κι ἐσὺ νὰ γείρεις,
    τὸν ἴλιγγο νὰ δεῖς, τὸ δέος νὰ δεῖς,
    νὰ φτάσεις στὴ σιγὴ καὶ στὸ κενὸ
    νὰ φτάσεις,
    κι ὡς ἄνθος τὸν ἑαυτό σου νὰ μαδεῖς.

    Κι ὅταν σταθεῖς στὸ τελευταῖο σκαλὶ
    τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ πόνου, ἕνα φιλὶ
    ἀπὸ τὴν πεῖρα τὴν τόση νὰ κρατεῖς:
    φιλὶ ἄγριο καὶ ζεστὸ νὰ μὲ δαμάσεις.


    [Άρης Δικταίος, Το Τελευταίο Ποίημα του Έρωτα || E. Munch, The Kiss IV]