Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεσποινίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 1 Οκτωβρίου 2015.

Tags:
  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    “I wish I could do whatever I liked behind the curtain of ‘madness’. Then: I’d arrange flowers, all day long, I’d paint; pain, love and tenderness, I would laugh as much as I feel like at the stupidity of others, and they would all say: ‘Poor thing, she’s crazy!’ (Above all I would laugh at my own stupidity.)
    Frida Kahlo (6 July 1907 – 13 July 1954)

    Frida Kahlo through the lens of Nickolas Muray

     
  2. Just_Me

    Just_Me Contributor

    Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο

    Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια
    Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτή την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους
    Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη
    Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας
    Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
    Της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευση των υπαρχόντων
    Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας…

    Ανδρέας Εμπειρίκος
     
  3. Just_Me

    Just_Me Contributor

    "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής"

    «… πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι
    καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της χαρά.
    Αλλιώς τη φοβάμαι…» Λη


    τα σπέρματα
    των λυκανθρώπων
    κουράζουν
    τα πηδάλια
    του ορίζοντος
    ριχτούν
    αναμμένες φλογέρες
    μέσα
    στα ματωμένα φουστάνια
    που κρέμονται


    στα πυκνά κλαριά
    των δέντρων
    πνίγουν κοράκια
    μεσ’ στους καθρέφτες
    ζητούν
    τη δικαιοσύνη
    και τον οίκτο
    των
    παιδιών


    εγώ
    όμως
    βάζω κόκκινα λουλούδια
    μεσ’ στα μαλλιά της
    ορθώνομαι
    ολόγυμνος
    μέσα σε κήπους
    πορφυρούς
    χάνομαι
    μέσα σε
    σκοτεινές σπηλιές
    που κρυφτούν
    βαθιά
    ραφτομηχανές
    και ψάρια
    κίτρινα
    που μιλούν
    σα λουλούδια
    κι ίσως
    εγώ να είμαι πια
    αυτός ο λυκάνθρωπος


    των αστραπών
    αυτός που λεν
    σα βραδιάζει
    ο «άνθρωπος παρένθεσις»
    μες στις φυσούνες
    της πλεκτάνης
    στα
    σάβανα
    της πορείας
    εν ώρα
    νυκτός
    όταν
    πεθαίνει
    ένα πουλί
    σα θειαφοκέρι


    κι έτσι πέφτουν
    σταλαματιά, σταλαματιά
    στους κρόταφους
    των απεγνωσμένων
    κλειδοκυμβάλων
    τα ζευγάρια
    των απογοητευμένων
    κι ένα
    βαρύ σύννεφο
    από μακριά
    ξανθά μαλλιά
    με μάτια φαιά
    πετάει αθόρυβα
    μες σε
    στενόμακρα υπόγεια
    οπ’ ανθούν μόνο
    λιμάνια
    αι
    γυπαετοί


    κι είναι η σιωπή
    φωτιά
    μιαν ανεμόσκλα
    που τοποθετούν
    προσεκτικά
    στα χείλια
    κι ένα άσπρο
    άλογο
    που είναι
    ένα δέντρο
    κοντά στη θάλασσα
    κι ένα κόκκινο
    άλογο
    σαν
    σημαία


    και τρέχω
    πάνω στα νερά
    ακούραστα
    με το λυρικό
    ποδήλατο
    με την περικεφαλαία
    της αγάπης
    κι όταν φτάσω
    στο τελευταίο
    σκαλί
    της σκοτεινής
    αυτής σκάλας


    κι ανοίξω
    την πόρτα
    του δωματίου
    τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
    πως το δωμάτιο
    ήταν
    είναι
    ένας μεγάλος κήπος
    γιομάτος μουσική
    και
    ζωγραφιές


    ένα δωμάτιο
    γεμάτο σεντόνια
    ριχμένα
    μέσα στον κήπο


    σεντόνια
    π’ άλλα ανεμίζανε
    σα σημαίες
    κι ωσάν
    υελοπίνακες
    κι άλλα ήτανε
    ριχμένα κάτω
    σαν καθρέφτες
    κι άλλα
    μιλούσαν
    λέξεις άναρθρες
    σαν καπνοδόχες
    κι άλλα στρωμένα
    σε κρεβάτια
    σαν κομήτες
    άλλα έμοιαζαν
    κανάτια
    άλλα ήτανε
    σαν προβοσκίδες
    κι άλλα
    έντυναν
    με δροσιά
    και τραγικές κραυγές
    γυναίκες ολόγυμνες
    κι ωραίες


    έτσι
    που πρέπει
    ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη
    να παραβάλω
    την όλη
    κατάσταση
    μ’ ένα γυαλί
    που όταν
    βάζεις
    το μάτι
    βλέπεις
    ένα βαθύ
    πηγάδι
    και στο
    βάθος
    ένα
    πουλί.

    Νίκος Εγγονόπουλος
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Θέλω να σε αγκαλιάσω με τα χέρια, τα πόδια, την ουρά,
    με το κενό, το θάμνο, τα χνούδια, τα κρόσσια,
    τους λάκκους, τα υγρά μονοπάτια, τα καθάρια φυλλώματα,
    με τη σιωπή, με την κραυγή, με την γιορτή και τη νηστεία,
    με το παρελθόν, το μέλλον,
    του Πρώτου παγκοσμίου τα ομαδικά πυρά,
    και της τελευταίας - ακούς; κραυγής της μήτρας,
    το άκαιρο γέλιο, τον ήχο της σάλπιγγας,
    με σύννεφο, που απλώνει το υγρό χαλί πάνω απ’ τις στέγες πλέοντας μέσα από τη μαυρίλα και το γαλανό του παγωμένου ουρανού.
    Αλλιώς, γιατί;

    -Τατιάνα Βολτσκάγια
     
  5. mpaxari

    mpaxari Regular Member


    Υπέροχο!!    
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν ― πολλά δεν ήσαν γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας. [...]
    Κ. Π. Καβάφης
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Άτιτλο

    θέλω, λοιπόν, να σου ζητήσω ευγενικά να φύγεις από το κεφάλι μου

    δεν καταλαβαίνεις πως το μέρος το ίδιο σε απωθεί;

    δεν καταλαβαίνεις πως στο άδειο κρανίο μου δεν επιτρέπεται να αντηχεί το όνομά σου;

    πως μπορείς να μη καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι εσύ που μένεις εκεί, αλλά κάτι που θυμίζει αυτό που θα θελα να είσαι

    δεν καταλαβαίνεις ότι όλο αυτό το νερό που ρίχνεις για να ποτίσεις τα μαραμένα λουλούδια που έμειναν ξεχασμένα σε μια άκρη στο κεφάλι μου θα πλημμυρίσει τα μάτια μου και θα πνιγείς;

    δεν καταλαβαίνεις ότι είναι πολύ αργά για να κάνεις ακόμα τέτοια φασαρία;

    πως γίνεται να μην καταλαβαίνεις ότι πρέπει σε κάποια στιγμή να πληρώσεις για το κακό που προκάλεσες στο μέρος που με το έτσι θέλω κατοικείς τόσο καιρό

    πρέπει κάποτε να καταλάβεις ότι δεν σου ανήκει το κεφάλι μου, και να πας να ζήσεις σε ένα άλλο κεφάλι, ένα που να μπορεί να αντέξει περισσότερα

    μόνο φοβάμαι μην φύγεις πραγματικά και τότε σε παρακαλάω να μετακομίσεις πίσω στο δικό μου κεφάλι

    κι ας είναι μισογκρεμισμένο

    Πένυ Καραγεωργίου
     
  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    πονάνε

    πιο δύσκολο να εκφραστείς, να μην φοβηθείς κοιτώντας έρωτα, να στείλεις κάτι, κάτι ελάχιστο παραμερίζοντας τον μικρό εγωισμό σου

    παρά το μα μην στείλεις τίποτα η υπέρμετρη δυναμική της απαξίωσης η εξουσία σου έρχεται απτή στα χέρια και ορίζεις πλέον τον πλέον ασύνορο έρωτα

    μπαίνω μέσα στο μπουκάλι της μπύρας μου και από κει κοιτώ το βλέμμα μου καθώς πίνω από το μπουκάλι της μπύρας μου

    τα χείλη μου παίζουν, γλυκαίνονται και καίγονται

    ααααααααααααααααααααα μέτρημα και ξαναμέτρημα και ξανά ώσπου να γίνει τρίμμα

    μα ρώτησε με

    όταν κοιτώ τα μάτια σου

    πάντα κάτι για κόσμο θα γνωρίζω

    δεν έχω τίποτα

    μα ελπίζω στην βασιλευομένη δημοκρατία

    της θάλασσας

    κι όπως πάει

    το κάτιτις όλοι δεν θα μάθουμε

    θα μας νικήσει το ελάχιστο

    lupus
     
  9. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Παλατσέσκι, "Ποιός είμαι"

    Είμαι άραγε κάποιος ποιητής;
    Όχι, βέβαια.
    Δεν γράφει παρά μια λέξη, εντελώς παράξενη,
    η πένα της ψυχής μου:
    «τρέλα».
    Είμαι επομένως κάποιος ζωγράφος;
    Ούτε κι αυτό.
    Δεν έχει παρά ένα χρώμα
    η παλέτα της ψυχής μου:
    «μελαγχολία».
    Κάποιος μουσικός, επομένως;
    Επ’ ουδενί.
    Δεν υπάρχει παρά μια νότα
    στην ταστιέρα της ψυχής μου:
    «νοσταλγία».
    Είμαι επομένως…τι;
    Βάζω έναν μεγεθυντικό φακό
    μπροστά απ’ την καρδιά μου
    για να τη βλέπει ο κόσμος.
    Ποιος είμαι;
    Ο σαλτιμπάγκος της ψυχής μου
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ

    Τον χειμώνα
    μου λείπουν τα βροχερά πρωινά
    την ίδια ώρα που τα ζω
    Ήταν υπέρμετρη η προσμονή τους τον Σεπτέμβρη

    Τεράστια μάτια
    και χέρια μικρά
    Η προσδοκία, ένα άρρωστο κορίτσι

    ΤΚ
     
  11. proteus

    proteus Ότι έχεις να πεις, κάντο.

    Ο ΓΛΑΡΟΣ

    Ημέρα 5η

    Απόψε το σμίξιμό μας ήταν απόλυτο σαν ανακοίνωση θανατικής καταδίκης.
    Τη ρώτησα γιατί κλαίει.
    «Θρηνώ τη μοναδικότητα των στιγμών», απάντησε.
    «Είναι ο θρίαμβος της ζωής επάνω στο θάνατο»
    «Ποιος θα θρηνήσει για το θάνατο?»…

    Ημέρα 4η
    Την έψαχνα για ώρες στα στενά της Χώρας. Ακουγα τα βήματά της στο καλντερίμι, μα στην επόμενη στροφή την έχανα.
    Το βράδυ με βρήκε καθισμένο στην ακροθαλασσιά. Με πλησίασε.
    «Σε πρόδωσε το περπάτημά σου στα χαλίκια», της είπα.
    «Με πρόδωσαν τα φτερά που δεν έχω», αποκρίθηκε χαμογελώντας.

    Ημέρα 3η
    Ατένισε το πέλαγο. Τα γιορτινά της μάτια γέμισαν σύννεφα.
    «Σήμερα δε φάνηκαν οι γλάροι», είπε.
    «Πρώτη φορά εστιάζεις στην έλλειψη».
    «Το δικό μου τοπίο δεν έχει ελλείψεις». Χαμογέλασε. Από τα μάτια της πέταξαν πουλιά.

    Ημέρα 2η
    Μπαλκόνι στο Αιγαίο. Η θωριά της ημέρεψε τα κύματα.
    «Παρατήρησε το πέταγμα των γλάρων. Δεν έχει τίποτα περιττό. Κι όμως, είναι μια χορογραφία ονείρων που αναζητούν τη χαμένη αθωότητα». Τα μάτια της σκοτείνιασαν.
    «Μιλάς σα να θεωρείς μάταιη αυτή την αναζήτηση»
    «Όταν την αναζητάς είσαι ήδη ένοχος. Και τότε δεν υπάρχει επιστροφή»

    Ημέρα 1η
    «Έχετε κλείσει μονόκλινο. Όλα τα δίκλινα είναι πιασμένα». Η ξενοδόχος δεν έκρυψε την ενόχλησή της.
    «Ξέρετε, η κυρία που στέκεται δίπλα μου είναι γλάρος. Τη βρήκα πληγωμένη ενώ ερχόμουν. Τι θα κάνατε στη θέση μου…»
    «Ότι και τώρα. Θα σας χρέωνα για δίκλινο»

    Η συνάντηση.
    «Πώς βρέθηκες εδώ?». Τη βρήκα κουλουριασμένη στην άκρη του κρεβατιού, γυμνή και πανέμορφη κάτω από το λεπτό λευκό φόρεμά της. Ήταν ολοφάνερα λαθρεπιβάτης.
    «Η καμπίνα έχει μόνο ένα κρεβάτι. Πώς μπήκες?»
    «Από εδώ», απάντησε δείχνοντάς μου το φινιστρίνι.
    «Α, γιατί δε μου το’ λεγες τόση ώρα πως είσαι γλάρος», είπα.
    Ξεσπάσαμε κι οι δυό σε γέλια.


    Η αναχώρηση.
    «Τελευταία μέρα μας στο νησί. Τι θα ήθελες να κάνουμε?»
    Το δωμάτιο είχε τη μυρωδιά της απουσίας της.
    Η ξενοδόχος με διαβεβαίωσε πως δεν την είδε να φεύγει.
    Βγήκα στο μπαλκόνι. Θάλασσα και ουρανός. Ψηλά, ένα κοπάδι γλάρων χόρευε στον αέρα. Ένας από αυτούς ξέκοψε. Ήρθε και κάθισε στην άκρη του πέτρινου τοίχου.
    «Φεύγεις όπως ήλθες. Από ένα φινιστρίνι», είπα, ακουμπώντας το χέρι στο στήθος μου…
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Cats

    Τα γατιά που μεγαλώνουν σε πιλοτές
    και σε ακάλυπτους χώρους
    και σε οικόπεδα με τούβλα σπασμένα
    μικρά γατιά, σαν χαρτομάντηλα
    ακόμη πιο μικρά, σαν μύξες
    μικρά γατιά, σαν ποτηρόπανα
    χωράνε σ’ ένα ποτήρι μπύρα
    τα γατιά που σε προσκαλούν
    να τα χαϊδέψεις
    και κάθονται στην αγκαλιά σου
    σαν συνταξιούχοι
    τα γατιά που σου λένε
    «δώσε μου να φάω»
    δίχως ίχνος αξιοπρέπειας
    τα γατιά που έβγαλαν τον καναπέ σου
    εκτός υπηρεσίας
    και κάνανε την κουζίνα σου μαντάρα
    και ήρθε η γυναίκα να τη συγυρίσει
    και απελπίστηκε
    και σήκωσε ψηλά τα χέρια της
    σαν να προσευχόταν
    στη θεά γάτα
    τα γατιά που κουλουριάζονται
    και σχηματίζουν τον τέλειο κύκλο
    γνωρίζουν το μυστικό του Πι
    τα γατιά
    όπως δεν το γνώρισε ποτέ
    η επιστήμη
    τα γατιά που έσπασαν
    το ποτήρι της μπύρας
    τα γατιά που πλησιάζουν στο ένα μέτρο
    αλλά όχι στο μισό
    σαν κάτι που κορίτσια που είχες συναντήσει
    στο πανεπιστήμιο
    τα γατιά που μισοκλείνουν
    τα μάτια τους
    θέλοντας να σου δείξουν
    ότι δεν είσαι και τόσο σοφός
    όσο νομίζεις
    αλλά με τρόπο
    δεν θέλουν να σε προσβάλλουν
    γιατί είναι γατιά
    τα γατιά που νιαουρίζουν
    τα γατιά που γουργουρίζουν
    τα γατιά που κορνάρουν
    εσένα έψαχναν μια ζωή τα γατιά
    μια τόση δα ζωή
    με γαμψά νύχια
    και γούνα
    φουντωτή ή μαδημένη
    τα γατιά που άφησαν το ίχνος τους
    στο μαξιλάρι σου
    και στα ρούχα της ντουλάπας
    που την έκαναν μαντάρα κι αυτή
    όλα μαντάρα, όλα χαμός
    όλα θυσία στη θεά γάτα
    αραχτή πάνω στο περβάζι της
    ατενίζει τον κόσμο ν’ αλλάζει
    με μάτια όλο γυαλί
    και τα’ αυτιά της τεντωμένα
    για τις αρμονίες του σύμπαντος
    ή για το άνοιγμα της κονσέρβας
    η μαμά γάτα, η θεά γάτα
    που μεγάλωσε στην πιλοτή
    και καρδιοχτύπησε όταν την κυνήγησαν
    τα ημιφορτηγά
    και αυτήν και τα γατιά της
    τα γατιά που αποικίζουν το μέλλον
    σαν μικρά κομμάτια πλαστελίνης
    σαν μεγάλα κομμάτια ζύμης
    χρωματιστά γατιά στα άδεια οικόπεδα
    ζωγραφιστά γατιά στα άδεια οικόπεδα
    παραμυθένιες τίγρεις και λιοντάρια
    στις νάιλον ζούγκλες των πόλεων

    CX