Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεσποινίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 1 Οκτωβρίου 2015.

Tags:
  1. ἀστράρχη

    ἀστράρχη an asteroid ☆•○•°¤●° Contributor

    •°*
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    όταν πέφτει η νύχτα, ακούω καλύτερα τη καρδιά σου να χτυπάει
    έχει έναν αυστηρό χτύπο, σαν εκκρεμές
    η δική μου χτυπάει ακανόνιστα
    πως άραγε θα συναντηθούμε
    ο περιπτεράς είχε μιαν έκφραση απόγνωσης σήμερα
    κι ο μπακάλης ήταν ήρεμος, γεμάτος σιωπή στα μάτια
    όταν κοιτάω απ' το μπαλκόνι, παρατηρώ πόσο κοντά είναι τα σπίτια,
    το ένα στ' άλλο
    το ένα πάνω στ' άλλο
    οι σκεπές τους τρίβονται καθώς ακουμπάνε πάνω στα τούβλα
    βγάζουν έναν ήχο, σαν βογκητό
    το βογκητό των σκεπών που κουράστηκαν να στέκονται όρθιες
    κουράστηκαν να βρέχονται
    να κλυδωνίζονται όταν φυσάει
    μίλησε μου
    η φωνή σου με αγγίζει με χέρια γεμάτα γδαρσίματα
    απ' τις δουλειές του σπιτιού
    κάποτε είχα ένα μικρό πλάσμα να κατοικεί μέσα στα μαλλιά μου
    και όλο άκουγε, άκουγε, άκουγε

    Κατερίνα Θεοδώρου
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Μεταξύ άλλων | Λυδία Στογιαννοπούλου


    Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ίσως σε δω ξανά

    Θα βγούμε τότε για καφέ να τα πούμε

    Και τι να πούμε..



    Σου μιλούσα με κάθε πρωινό ξύπνημα

    Στα καθιερωμένα πληκτικά δρομολόγια με το αστικό

    Σε εκείνα τα γεμάτα ανθρώπους μοναχικά βράδια



    Τώρα μόνο σιωπή

    Και τι να πούμε..



    Είμαι εδώ που με άφησες



    Δεν σου είπα μόνο

    πως εσύ δεν έφυγες ποτέ

    πως εγώ χαμένη είμαι ακόμα



    Θα βγούμε τότε για καφέ να τα πούμε

    Και τινα πούμε..



    Φοβάμαι μην μου χαμογελάσεις

    και πώς να σου πω

    ότι στα είπα όλα.
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    οι μέρες της νύχτας. Δεν πέφτει το σκοτάδι. Είναι το σκοτάδι.

    (...) Ο καθένας εισχωρεί στο σκοτάδι που αισθάνεται

    κι όμως το φως δεν απαρνιέται τη ρεβάνς.

    Nicola Vacca, μτφρ: Κρεσέντσιο Σαντζίλιο

     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    EAST COKER

    Να το πω πάλι; Για να φτάσεις εκεί,
    Να φτάσεις εκεί που είσαι, να ‘ρθεις από κει που δεν είσαι,
    Πρέπει να πας από ένα δρόμο που δεν υπάρχει δρόμος.
    Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν γνωρίζεις
    Πρέπει να πας από ένα δρόμο που είναι ο δρόμος της άγνοιας.
    Για ν’ αποκτήσεις ό,τι δεν κατέχεις
    Πρέπει να πας από το δρόμο της στέρησης.
    Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν είσαι
    Πρέπει να πας από το δρόμο που δεν είσαι.
    Κι ό,τι δεν ξέρεις είναι το μόνο πράγμα που ξέρεις
    Κι ό,τι κατέχεις είναι αυτό που δεν κατέχεις
    Κι εκεί που είσαι είναι εκεί που δεν είσαι.

    T.S.Eliot
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Να χάνεσαι. Να σιωπάς. Να δραπετεύεις και να πληθύνεσαι στη μοναξιά σου/ σε μια ερημιά φανταχτερή με στίλβοντα μαχαίρια

    Νίκος Καρούζος
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    "τα ποιήματα που αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου" Μάτση Χατζηλαζάρου


    Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις του Περού.
    Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου
    εκείνα τα δυο φωσάκια. Φωσάκια που λένε ότι είμαι
    τ' ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία, ξωτικό, πρωτόγονο,
    ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια γαλάζια τα νερά του,
    κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι.




    Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,
    τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.


    Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος - για μενα που είναι η μέρα;
    Πού 'ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,
    που 'ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, πού 'ναι
    ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές;
    Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό
    λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και
    Aqua Marina.
    Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να
    πεθάνω όλους τους θανάτους.
    Μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε
    γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά, για να μετρήσουμε
    όλες τις σταγόνες του σώματός μας και για να πλέξουμε
    με το 'να χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας.

    Φύλλα με εικόνες (απόσπασμα)

    (...)
    όταν σταματάει το κυνηγητό
    η γυναίκα είναι δέντρο με πουλιά
    και τσιρίζουνε μες στα κλαριά της
    μετά από ένα ξύπνημα αιφνίδιο
    στον κορμό της γραπώνουνται σκαραβαίοι
    και στις ρίζες της σβήνουν πυγολαμπίδες

    τα πόδια είναι η σφεντόνα του κορμιού πάνω στη γη

    εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο απ' το χρώμα
    μιας περπατησιάς
    περισσότερο κι απ' το μονοπάτι
    δίπλα στους φράχτες
    κι από τις τρεχάλες του φαύνου
    για να κορεστεί μ' ένα σώμα
    για να σπαράξει απ' το φόβο
    κάτι υπάρχει εδώ περισσότερο απ' τις φαρδιές λουρίδες
    ουρανού ή γης ή θάλασσας
    γιατί υπάρχει επίσης το κενό
    εδώ ακριβώς που παρεμβάλλεις αυτά τα σήματα
    έτσι σαν ανάσα
    (...)


    Άλλο ένα τέτοιο κύμα (απόσπασμα)

    (...)
    κάποιος σκύβει και λέει

    να αισθανθείς την τεράστια κοιλιά μιας γυναίκας
    έτσι που τανύζεται και σπρώχνει
    τα πόδια ορθάνοιχτα
    για να φέρει στον κόσμο ένα παιδί
    αγαπάω την τεράστια κοιλιά
    της γυναίκας που ξεγεννάει
    εσύ λεβέντισσα σπαράζεις δίχως κλάματα
    μην τα φοβάσαι τα χέρια μου
    ξέρουνε πολλά περισσότερα
    απ' ό,τι έμαθε ποτέ το βλέμμα μου
    είναι της καρδιάς μου χάδι ν' αγγίζω αυτό που γεννιέται
    τα μέλη τα μικροσκοπικά και το κεφαλάκι σουφρωμένα
    όμοια με βλαστάρια προτού ξεδιπλωθούνε

    η φωνή εκείνου που σκύβει γίνεται όλο και πιο έντονη

    να καλή μου άλλη μια βαθιά ανάσα τώρα έρχεται το 'πιασα
    να έπιασα το πιγούνι του τι θαυμάσια πλησμονή σ' αυτό το δεμάτι
    ζωή όλο παλμοί και σαλέματα ειν' εδώ όπως τη φωλιά με τους
    νεοσσούς ξαναβρίσκω το σφυγμό τρεις και τέσσερις φορές παιδί
    που ξεπρόβαλες απ' την κοιλιά της μάνας σου ήλιος μες στο αίμα
    να 'ναι η ζωή του φλόγα και φως όσο αληθινή είναι και τούτη η
    ώρα

    ο άνθρωπος καθισμένος πάνω στα βράχια

    πρώτα ν' αναδυθούμε
    να νιώσουμε τα πράματα
    όπως οδεύουνε χαράζοντας το σύμπαν
    ν' ακμάσουν πρώτα
    κάθε σάλος που ξεσπάει
    φουσκώνει
    άλλο ένα τέτοιο κύμα
    μες στην ατέρμονη δίνη
    ο άνθρωπος με εργαλεία που ξεφυτρώνουνε
    στην άκρη των χεριών του
    και στην άκρη των χειλιών του
    οι λέξεις
    (...)

    Απόψε πονάω σ' όλες μου τις απογνώσεις
    κάνει πολύ κρύο κάτω απ' τη σκιά
    της ζωής μου που γέρασε
    βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες
    είναι πληρωμένοι δολοφόνοι
    ας οργανωθεί πια η σφαγή
    απ' ό,τι αγαπάω ακόμα

    50.000.0000 πεθαμένοι κάθε χρόνο

    Είμαστε αλλόκοτες πόρτες λαδωμένες
    καλά με εργαλεία ή πράξεις
    σαλεύουμε έναν καιρό ανάμεσα γέννας και
    θανάτου μεριάζουμε μπρος στο "σκιάς
    όναρ" έπειτα ξαναγινόμαστε συντρίμμια
    μετέωρου στοχασμού όμως θυμάσαι
    κατάκαρδα τη μορφή της Εριφύλης να διαγράφεται
    στην ακροθαλασσιά σαν έσκυβε
    να μαζέψει ένα κοχύλι ή ένα βότσαλο
     
  8. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor


    Το shuffle στο YouTube έβγαλε αυτό.
    Δεν κοίταζα την οθόνη, ωστόσο, με τις πρώτες νότες ήρθε στα μάτια μου η σκηνή που το είχα πρωτοακουσει...

    2015. Βερολίνο.
    Νωρίς σχετικά το βράδυ (σίγουρα για τα τότε ελληνικά δεδομένα, μετά την λαίλαπα δεν ξέρω). Σε ένα πρώην βιομηχανικό κτίριο, ανακαινισμένο, που πλέον στέγαζε ένα πολυόροφο club όπου κάθε όροφος και άλλο μουσικό και χορευτικό stage.
    Μια multi ethnic παρέα. Μας είχε τραβήξει εκεί ένας ενθουσιώδης νεαρός Πορτογάλος όταν έμαθε ότι αγαπώ τα κουβανέζικα.
    Η είσοδος ήταν κοντά στο stage της kizomba.
    Ακουγόταν αυτό το κομμάτι.
    Έμεινα στήλη άλατος.
    Στο stage δεκάδες ζευγάρια κορμιών, κυρίως μαύρου χρώματος χόρευαν.
    Το λίκνισμά τους τα έκανε μουσικά όργανα. Λες και ο δικός τους παλμός γεννούσε την μουσική.
    Κυμάτιζαν αργά το ένα πάνω στο άλλο σε μια από τις πλέον αδιανόητα σεξουαλικές κινήσεις που έχω δει στη ζωή μου.
    Ήταν σαφές ότι αυτοί οι άνθρωποι έκαναν σεξ. Στα δικά μου μάτια ήταν σαφές, στων άλλων δεν ξέρω.
    Δεν θυμάμαι να έχω αντικρύσει πιο καλαίσθητα πρόστυχο θέαμα. Με μηδενική χυδαιότητα.
    Ακόμη θυμάμαι τα χέρια των καβαλιέρων να ακουμπούν οριακά τα κόκαλα από τις λεκάνες της ντάμας τους. Δεν ξέρω καν αν ήταν επαφή ή απλά ακουμπούσαν τα ηλεκτρόνια από τις εξωτερικές στιβάδες των μορίων του δέρματος τους.
    Κι εκείνες, απόλυτα μαγνητισμένες να υπακούν στο lead που τους έδιναν.
    Οργασμικό το θέαμα...
    Ο Πορτογάλος μας τράβηξε στο latin stage. Ίσως ευτυχώς γιατί δεν θα ήταν μόνο το θέαμα οργασμικό αν είχε τελειώσει το κομμάτι και κάποιος μου έδινε το χέρι να γίνω... ντάμα του για ένα χορό...
     
  9. Kurabiye

    Kurabiye Regular Member

    Κοιταζόμαστε
    και ξέρεις ό,τι ξέρω
    και ό,τι πέρασα
    και ξέρω ό,τι ξέρεις
    και ό,τι πέρασες.


    Έλενα Πέγκα
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ἡ νοσταλγία γυρίζει

    Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
    κρεβάτι
    ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
    οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
    νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
    στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
    κι ἔσβησε
    ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
    ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά

    Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
    ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
    ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ

    Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:

    Οἱ μέρες περνοῦν
    τὸ χιόνι μένει

    Μίλτος Σαχτούρης
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor




    I was reading Slim Aarons
    And I got to thinking that I thought
    Maybe I'd get less stressed
    If I was tested less like all of these debutantes
    Smiling for miles in pink dresses
    And high heels on white yachts
    But I'm not
    Baby I'm not
    No, I'm not
    That I'm not

    I've been tearing around in my fucking nightgown
    24/7, Sylvia Plath
    Writing in blood on the walls
    'Cause the ink in my pen don't work in my notepad
    Don't ask if I'm happy, you know that I'm not
    But at best I can say I'm not sad
    'Cause hope is a dangerous thing
    For a woman like me to have
    Hope is a dangerous thing
    For a woman like me to have

    I had fifteen-year dances
    Church basement romances yeah I've cried
    Spilling my guts with the Bowery Bums
    Is the only love I've ever known
    Except for the stage which I also call home when I'm not
    Serving up God in a burnt coffee pot for the triad
    Hello it's the most famous woman you know on the iPad
    Calling from beyond the grave, I just wanna say, "Hi dad"

    I've been tearing up town in my fucking white gown
    Like a goddamn near sociopath
    Shaking my ass is the only thing that's
    Got this black narcissist off my back
    She couldn't care less and I never cared more
    So there's no more to say about that
    Except hope is a dangerous thing
    For a woman like me to have
    Hope is a dangerous thing
    For a woman with my past

    There's a new revolution
    A loud evolution
    That I saw
    Born of confusion
    And quiet collusion
    Of which mostly I've known
    A modern day woman
    With a weak constitution
    'Cause I've got
    Monsters still under my bed
    That I could never fight off
    A gatekeeper carelessly dropping
    The keys on my nights off

    I've been tearing around in my fucking nightgown
    24/7, Sylvia Plath
    Writing in blood on your walls
    'Cause the ink in my pen don't look good in my pad
    They write that I'm happy, they know that I'm not
    But at best you can see I'm not sad
    But hope is a dangerous thing
    For a woman like me to have
    Hope is a dangerous thing
    For a woman like me to have
    Hope is a dangerous thing
    For a woman like me to have
    But I have it
    Yeah, I have it
    Yeah, I have it
    I have​
     
  12. lotus

    lotus Silence

    «Το Παραμύθι της Φιλίας"

    Μια φορά κι έναν καιρό, σε χρόνια χαλεπά και ερμαφρόδιτα, γεννήθηκε ένα καστανό κοριτσάκι που το λέγανε Φιλία. Κι ήταν φρέσκια και αδοκίμαστη.
    Ο μπαμπάς και η μαμά του πολύ χάρηκαν που απέκτησαν μια κοπελίτσα με φωτεινά μάτια και λακάκια στα μάγουλα. Το έβγαζαν λοιπόν βόλτα,
    το πήγαιναν στις εκθέσεις βιβλίου, το τάιζαν σουβλάκια με πίτα από τον «Θανάση» και ο ήλιος ζέσταινε ακόμα και τις πιο παγωμένες μέρες.
    Η Φιλία μεγάλωνε κι έβγαζε ρίζες και κλαδάκια, κι είχε όμορφα χέρια με μακριά δάχτυλα και ένα κληρονομικό ταλέντο στην αγάπη και την τρυφερότητα.
    Κι είχε μεγάλες φιλοδοξίες η Φιλία, ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, να βγει στο τσίρκο Medrano, να κάνει τους ανθρώπους να γελούν, να είναι ευτυχισμένοι.
    Καθημερινά λοιπόν έκανε προπόνηση, πήγαινε στο γυμναστήριο της «Καλής Χαράς» κι έτρεχε στους διαδρόμους της ελπίδας, σήκωνε τα βάρη της ζωής,
    ίδρωνε, ξείδρωνε, αλλά κρατούσε την φόρμα της και δεν άφηνε την μιζέρια να συσσωρεύεται στην ψυχή της. Όλοι είχαν να λένε για τα ακροβατικά της γέλια
    και για τις κωλοτούμπες του χαμόγελου. Και ο αρχικλόουν του τσίρκου την περίμενε να μεγαλώσει πως και πως για να την πάρει μαζί του στις περιοδείες.

    Η μαμά κι ο μπαμπάς φούσκωναν από περηφάνια και κάθε βράδυ της διάβαζαν ποίηση και της υπόσχονταν ότι οι ηλιόλουστες μέρες θα κράταγαν για πάντα.
    Ομως, όπως σε όλα τα αξιοπρεπή παραμύθια, τα καλά πράγματα κρατάνε λίγο. Ο μπαμπάς και η μαμά άρχισαν να τσακώνονται, να φωνάζουν ο ένας στον άλλο,
    να κρατάνε μούτρα. Και η Φιλία τρόμαζε, άνοιγε τα μεγάλα της μάτια γεμάτα απορία και πήγαινε και κρυβόταν στις σκοτεινές μεριές του σπιτιού.
    Μαζί της κρύβονταν και τα χαμόγελα της λιακάδας και τα πολύχρωμα χαρτάκια της καλημέρας και τα ασπρόμαυρα φωτογραφικά φιλμάκια.
    Κι έμενε το σπίτι χωρίς τις αστραπές του φλας.
    Ο μπαμπάς και η μαμά είχαν φαίνεται πολύ σοβαρές διαφορές μεταξύ τους και στην ιστορία μπήκε ξαφνικά κι ένα άλλο πρόσωπο φάντασμα
    που στοίχειωνε το σπίτι και που το έλεγαν ο Φαύλος Κύκλος της λαγνείας. Αυτός ο Φαύλος Κύκλος λοιπόν πολύ την φόβιζε την Φιλία,
    γιατί πάντα ήταν παρών στους καβγάδες αλλά εκείνη δεν τον είχε δει ποτέ της.
    Και σταμάτησε η Φιλία να πηγαίνει στο γυμναστήριο, ξέχασε πως γίνονταν τα εναέρια κόλπα της ξενοιασιάς, λησμόνησε τις φώκιες
    που πλατσούριζαν στην μπανιέρα της ατάιστες κι εκείνες ψόφησαν, κι όταν μια μέρα πήγε στο τσίρκο να κάνει πρόβα σωριάστηκε φαρδιά πλατιά
    στην αρένα της διασκέδασης και ο αρχικλόουν την έδιωξε με τις κλωτσιές.
    Και ο Φαύλος Κύκλος δεν έφευγε τώρα πια από το σπίτι, είχε θρονιαστεί μπροστά στο στο ψυγείο, είχε κάνει κατάληψη της τηλεφωνικής συσκευής
    και δεν έλεγε να ξεκολήσει. Πάνε πια οι σοκολάτες της απόλαυσης, πάνε και οι κρεμ καραμελέ της συμφιλίωσης, πάνε και τα απογευματινά παγωτά,
    πάνε και τα τηλεφωνήματα της καληνύχτας. Πάνε όλα. Και μαράζωνε η Φιλία και θόλωναν τα φωτεινά της μάτια. Κι όλο παρέα με μια άλλη κοπελίτσα μ
    ε σκοτεινά μάτια και μαύρα μαλλιά, έκανε. Μια κοπελίτσα που αγαπούσε τις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες και τα σκονισμένα βιβλία ρομαντικών ποιητών,
    και που όλο έκλαιγε. Μια κοπελίτσα που την έλεγαν Θλίψη. Μια μέρα λοιπόν ο μπαμπάς και η μαμά πολύ θύμωσαν ο ένας με τον άλλο,
    και βγήκαν από το συρτάρι όπου βρίσκονταν κρυμένα τα μαχαίρια της χυδαιότητας και τα περίστροφα της σκληρότητας κι άρχισε ο πόλεμος.
    Κι έγινε το σπίτι πεδίο μάχης. Κι έσπαγαν οι παλιές πορσελάνινες αναμνήσεις και μουτζουρώνονταν τα ήρεμα βράδια της χαλάρωσης και του χαζέματος,
    και σκιζόταν σε μικρά κομματάκια τα ακριβά υφάσματα της αγάπης και της τρυφερότητας, και σφύριζαν μέσα στο σαλόνι τα πικρά λόγια της προσβολής,
    και έσκαγαν σαν βαρελότα τα κακά παράπονα. Και γενικά γινόταν ο χαμός. Κι έπρεπε να παρθεί μια απόφαση. Μια απόφαση οριστική και αμετάκλητη.
    Σ’ αυτό το σπίτι δεν χώραγαν όλοι. Ετσι πήρε η μαμά τον Φαύλο Κύκλο και ο μπαμπάς την Φιλία και τράβηξαν ο καθένας τον δρόμο του.
    Ομως το κοριτσάκι με τα φωτεινά μάτια ήταν πια πολύ δυστυχισμένο. Ότι κι αν έκανε η θλίψη, η Φιλία δεν χαμογελούσε ποτέ πια, και οι χαρταετοί
    με τις ζωηρόχρωμες ουρές δεν μπορούσαν πια να σηκωθούν και να πετάξουν. Κι οι βροχερές μέρες έμπαιναν συνέχεια στην καρδιά της και της έκαναν μούσκεμα τα μάτια.
    Πάει και η καριέρα στο τσίρκο, πάει και ο γύρος του κόσμου και οι ευτυχισμένοι άνθρωποι και τα κόκκινα χορευτικά παπούτσια και οι αριστοτεχνικές φιγούρες πάνω στο τεντωμένο σκοινί.
    Το μεγάλο, το φοβερό και τρομερό μυστικό όμως, εκείνο που χρωμάτιζε με μαύρο μελάνι τις μέρες της Φιλίας, της το είπε ο αρχικλόουν του τσίρκου
    μια μέρα που εκείνη πήγε να τον δεί. Της είπε λοιπόν ότι αυτή, η Φιλία, και ο Φαύλος Κύκλος ήταν δίδυμοι πλανήτες, δίδυμα Φεγγάρια που λένε,
    και είχαν τον ίδιο Ηλιο. Τώρα λοιπόν που ο Φαύλος Κύκλος μετανάστευσε σε άλλο ουρανό, και η Φιλία σε άλλο, ο Ηλιος τους συρρικνώθηκε κι έσβησε,
    και δεν μπορούν πια να εμφανίζονται οι φωτογραφίες των ευτυχισμένων ανθρώπων στον σκοτεινό θάλαμο και να πηγαίνουν βόλτα στην θάλασσα.
    Της είπε λοιπόν ο αρχικλόουν ότι έπρεπε να το πάρει απόφαση και να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό. Ηταν ένα απόγευμα Παρασκευής.
    Μιας Παρασκευής του χειμώνα, όταν ανέβηκε λοιπόν η Φιλία στην ταράτσα του ουρανοξύστη της γειτονιάς της, κόλησε στους ώμους ασπρόμαυρες σαίτες
    που είχε φτιάξει από τις σελίδες των βιβλίων των αγαπημένων της ποιητών, έβαλε τα μαύρα της γυαλιά σε σχήμα πεταλούδας, κάθησε άκρη-άκρη στο κάγκελο
    και περίμενε τον άνεμο νάρθει και να την πάρει. Και ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή από την άλλη άκρη της ταράτσας.
    Ηταν ο Φαύλος Κύκλος που εμφανίστηκε από το πουθενά και φώναζε μέχρι που κουράστηκαν τα πνευμόνια του.
    «Αστο πάνω μου! Αστο πάνω μου! Αστω πάνω μου!». Η Φιλία δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει. Τι να αφήσει επάνω του;
    Ετσι κι αλλιώς εκείνη δεν είχε κανένα έλεγχο ποτέ. Ολα τα άφηνε πάνω στους άλλους. Κι όταν εκείνοι έφευγαν τα έπαιρναν όλα μαζί τους.
    Κι ο Ηλιος βασίλευε και η Παρασκευή περνούσε σιγά-σιγά και ο Φαύλος Κύκλος φώναζε από την άλλη άκρη της ταράτσας,
    αλλά δεν ερχόταν και πιο κοντά της. Κι ύστερα ήρθε ο άνεμος. Φύσηξε ξαφνικά μια ριψοκίνδυνη ριπή αέρα
    και οι σαίτες από τα αγαπημένα ποιήματα απογειώθηκαν και την πήραν μαζί τους.
    Τώρα πια μόνον οι ποιητές των αγαπημένων ποιημάτων την βλέπουν καμιά φορά στους πιο τρελούς τους εφιάλτες.

    http://maro-k.blogspot.com/2007/01/blog-post_29.html

    (καλή ανάγνωση @Salamander )