Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεσποινίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 1 Οκτωβρίου 2015.

Tags:
  1. Koproskylo

    Koproskylo Regular Member

    ----> οι γυναίκες είναι σκεύη  
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΜΝΗΜΗΣ

    Ηλικία: απροσδιόριστη
    Εξαφανίστηκε: ενώ επέπλεε
    Μάτια: δεκατέσσερα
    Φύλο: συκής
    Τη μέρα που εξαφανίστηκε δε φορούσε τίποτα
    Η ύπαρξή της βρίσκεται σε κίνδυνο
    Δεν ξέρουμε αν την έδιωξαν ή έφυγε μόνη της.

    Μαργαρίτα Παπαμίχου

    *foto-Alexander Bronfer

     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Άννα Νιαράκη Σιγαστήρας

    Σιγά τα αίματα. Άλλος ένας πόνος ψηλά στην πλάτη.
    Βγαίνει μπροστά πάνω από το στήθος / νιώθεις μια τρύπα
    Μαύρη να καταπίνει το κενό, Να καταπίνει τα πάντα

    Όταν κάτι πεθαίνει το κλαις και κάποτε
    μαθαίνεις να ζεις χωρίς να το σκέφτεσαι
    Μα όταν κάτι σε διώχνει και μόνο που ξέρεις
    ότι ακόμα αναπνέει, σου κόβει την ανάσα

    Η σιωπή είναι γαλήνη όταν την βρεις
    Και βία όταν σε βρίσκει
    Αν είχες πεθάνει θα σε είχα ξεπεράσει
    Αλλά ζεις και μου στοιχειώνει τον ύπνο η απουσία σου

    Και το κομμάτι μου, αυτό που καίγεται
    Αφήνει πίσω στάχτες και μια παλίνδρομη κίνηση στον αέρα
    Μου θυμίζει πως ότι σου παγώνει το νου
    δεν σου δροσίζει το πρόσωπο

    Η αγωνία είναι μια γκρίζα σκόνη που χειμωνιάζει διαύγειες
    Προσπαθείς εναγωνίως την ανάσταση
    Έντρομος ασπάζεσαι καρδιά σταυρό τρύπα σύννεφο
    Ξεκινάω μετέωρος, δείχνω μικρός αλλά ξέρω πως σαπίζω αντίστροφα

    Ξεκινάω λέω, στην τσέπη μου χαϊδεύω μια ασημένια φόδρα
    Στο λαιμό μου μια ασημένια σφαίρα
    Τα καφενεία μου φαίνονται τόποι ταφής της ενάργειας
    Δασκαλεύω τα δόντια μου να μην τρίζουν στον ύπνο

    Σου γελάω δες με, σε χίλια καρέ αποθηκευμένα
    στη μνήμη ενός τηλεφώνου που θα πετάξω στο τέλος
    στη μνήμη
    αποθηκευμένα
    θα πετάξω
    στο τέλος
    θα πετάξω

    Αλλάζω τρόπους, αλλάζω ρουτίνες
    Δεν χωράω
    Αλλάζω τόπους κι αναλαμβάνω ευθύνες
    Δεν γελάω

    Υπάρχει ακόμα μέσα μου κάτι
    Κάτι που θέλει να ουρλιάξει
    Κάτι που θέλει να κλάψει
    Κάτι που θέλει να πετάξει
    Να φωνάξει
    Να αγκαλιάσει
    Να μη δειλιάσει

    Η γλώσσα οπλίζει με λέξεις
    Η σκέψη με τί οπλίζει;
    Ονειρευόμαστε λέξεις ή αγγίγματα;
    μου βάζω τρικλοποδιές κι αινίγματα
    μου βάζω δύσκολα

    μου βάζω φωτιά επιτέλους
    Ξημερώνει και βρέχει και δεν θυμάμαι αν
    Δεν θυμάμαι ίσως
    Δεν θυμάμαι πως
    Γιατί, πού ακριβώς και πότε

    Έχω μια λύπη που μου τρώει το πρόσωπο που έχω για καρδιά
    Έχω μια λύπη που γελάει με μένα με τους τρόπους μου ακόμα και με τα δράματά μου
    Έχω μια λύπη που με χτυπάει αλύπητα
    Κι εγώ γελάω και συνεχίζω
    Με κάθε τρόπο
    Σε κάθε τόπο
    Με κάθε μέσο
    Προσέχω μην πέσω

    Λόγια άχρηστα πιάνουν τόσο χώρο
    Πίνω νερό να τα αραιώσω
    Πίνω νερό να φύγουν από μέσα μου
    Πίνω νερό
    Γιατί διψάω
    Πίνω νερό για να υπάρχω

    Θα την γλυτώσουμε πάλι το ξέρω
    Θα την βγάλουμε καθαρή το ξέρω
    Κι αν πέσω έξω
    Βάλε με μέσα
    Βάλε με μέσα σου
    Και πες μου δεν πειράζει
    Ψιθύρισέ μου δεν πειράζει
    Φίλησέ μου τους κροτάφους

    Το χέρι σου μες στο χέρι μου και μες στο χέρι μου η μπερέτα, θυμάσαι;
    Ποιος φοβάται τώρα που πέσαν όλοι οι καιροί σαν αυλαίες θεάτρου;
    Ποιός φοβάται τώρα που σπάσαν οι κλεψύδρες;
    Ποιος Φοβάται το κορμί του; Το γέλιο του, Την κραυγή του

    Είμαι ο κληρονόμος της λύπης
    Το κεφάλι μου είναι τώρα ανάμεσα στο κράσπεδο
    Και σε μια μπότα κρατική
    Είμαι μπρούμυτα και μου πιέζουν το στήθος
    Ένα γόνατο με κρατικό μισθό μου στερεί τον αέρα
    Παρακαλάω ικετεύω λιγοστεύει ο αέρας
    Παρακαλάω ικετεύω δεν μπορώ να αναπνεύσω
    Δεν μπορώ να ανασάνω

    Είμαι μαύρος, είμαι άσπρος, είμαι πολύχρωμος, ανδρόγυνος,
    Είμαι στο δελτίο των οκτώ, κόβουν εισιτήρια με το αίμα μου
    Είμαι νεκρός, κι ακόμα φοβούνται
    Κλείνω τα μάτια κι όταν τα ανοίγω
    Είμαι τώρα πουλί, πετάω επιτέλους στην αθανασία
    Δες με από αετός προσγειώνομαι παγώνι
    Πατάω πάνω στα τζάμια και στα σπασμένα γυαλιά
    Αυτά που σκούπισες άρον άρον να μην χαλάνε τη βιτρίνα
    Όταν θα επιστρέψω θα είσαι νεκρός
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Κάθε φορά που πεθαίνω
    βάφομαι μ' εκείνη τη μπογιά
    που ξεγελά τον καθρέφτη
    και συνεχίζει να μου απαντά
    ότι τα κλειστά μου μάτια
    είναι τα ομορφότερα στον κόσμο.
    Με προδίδει η βρύση που στάζει
    δεν αντέχω το μαρτύριο της σταγόνας
    κι έτσι ζωντανεύω
    με τις χάρτινες βλεφαρίδες μου
    μουσκεμένες.

    .

    SiSiakavaraPoetry
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Το Νεκροταφείο

    Άνθρωπε, που κοιτάζεις μέσα στη θάλασσα –
    στερώντας τη θέα από εκείνους που έχουν πάνω της το ίδιο δικαίωμα όσο έχεις κι εσύ για τον εαυτό σου –
    είναι φύσει ανθρώπινο να σταθείς στη μέση ενός πράγματος,
    αλλά δε γίνεται να σταθείς εν μέσω αυτής:
    η θάλασσα δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει παρά έναν καλοσκαμμένο τάφο.
    Τα έλατα στέκονται σε πομπή – έκαστο με ένα σμαραγδένιο τρίγωνο στην άκρη – εσωστρεφή όπως τα περιγράμματά τους – λέγοντας τίποτα·
    η απώθηση, ωστόσο, δεν είναι το πιο εξόφθαλμο χαρακτηριστικό της θαλάσσης·
    η θάλασσα είναι ένας συλλέκτης, ταχύς στο να επιστρέψει το αδηφάγο βλέμμα.
    Υπάρχουν κι άλλοι πέρα από εσένα οι οποίοι ενδύθηκαν αυτό το βλέμμα –
    η έκφραση των οποίων έπαψε να είναι μία διαμαρτυρία –
    τα κόκκαλα των οποίων έπαψαν να είναι το αντικείμενο της έρευνας για τα ψάρια
    εφόσον δεν έχουνε αντέξει·
    άντρες ρίχνουν τα δίχτυα, δίχως επίγνωση πώς βεβηλώνουν έναν τάφο,
    και κωπηλατούν γρήγορα μακριά· όμοια με τα πόδια της αράχνης στην επιφάνεια
    κινούν συγχρονισμένα τα πτερύγια λες και δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα
    όπως ο θάνατος.
    Οι κυματισμοί αναδιπλώνονται εις εαυτόν σε μία φάλαγγα – υπέροχοι κάτω από ένα αφρώδες δίκτυο,
    και καταλήγουν ξέπνοα ενώ η θάλασσα θροΐζει μέσα κι έξω από τα φύκια·
    τα πουλιά βουτούν στον αέρα με τη μέγιστη ταχύτητα, γιουχάροντας κατά το σύνηθες–
    τις ρίζες των βράχων γδέρνει το καύκαλο μιας χελώνας, ανάμεσά τους εν κινήσει κι ο ωκεανός, κάτω από τον παλμό των φάρων και τον ήχο των σημαδούρων,
    όπως πάντα προελαύνει, δείχνοντας λες και δεν είναι αυτός ο ίδιος ωκεανός
    μες στον οποίο όλα τα πεταμένα πράγματα δεσμεύονται να βουλιάξουν –
    μες στον οποίο το αν αναδεύονται ή αν θα στροβιλιστούν, δεν θα ‘ναι
    από δική τους βούληση ή συνείδηση.

    Marianne Moore
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Το πρόβλημα είναι
    πως δεν άκουσα τις κούκλες.
    Aνοιγόκλειναν
    τα γυάλινά τους μάτια
    λέρωναν τα λευκά φορέματα
    έχαναν τα νάυλον μαλλιά.
    Πρόσεχε τα Σάββατα
    μου έγνεφαν,
    είναι πάντα ξεκούρδιστα
    ο μηχανισμός κλάματος
    δεν λειτουργεί
    το κεφάλι δεν είναι κολλημένο
    κυλάει σε μία μόνη Κυριακή.

    Αν ήμουν πιο προσεκτική
    θα είχα από τότε αποσυνδέσει την ελπίδα.
    Επίσημα θα ήσουν τώρα.
    Κλινικά απών.

    Χλόη Κουτσουμπέλη, Εκ των υστέρων
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [...]
    Στις εφεδρικές στιγμές νηφαλιότητας που έχω
    συνηθίζω να παίζω έναν γύρο πυγμαχίας με τη λύπη
    τα συναισθήματα είναι προβληματικά περιστατικά
    που αποβάλλονται κι ύστερα καμιά ωορρηξία
    σχεδόν ξοφλημένος πεθαίνω στα χέρια του εαυτού μου
    προσπαθώντας ν' ανακαλύψω την φανταστική δομή
    του νεογέννητου αίματος που σπαράζει
    πάνω στη γροθιά και στεγνώνει πρόωρα
    περνάω σε βελόνες τα μεσημέρια μου να μην τα χάσω
    οι παλάμες μου κάνουν διακοπές
    τα δάχτυλα κατεβαίνουν στα κατώγια
    με αναπνευστήρες να προσευχηθούν
    κι ένας όγκος από λάσπες
    φορτωμένος στο στήθος γαβγίζει
    μοιάζει με παγίδα που απολαμβάνει να κάθεται
    ακίνητη στον καμβά και να δαγκώνει τη στιγμή
    που πλησιάζεις τα χρώματα, χωρίς προειδοποίηση.
    [...]

    Σίση Σιακαβάρα, "Πληροφορίες, χασμωδίες και μια λέξη κόκκινη" (απόσπασμα)
     
  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    “Don’t you think I understand? The hopeless dream of being. Not seeming, but being. Conscious at every moment. Vigilant. At the same time, the chasm between what you are to others and to yourself. The feeling of vertigo and the constant desire to at last be exposed — to be seen through, cut down, perhaps even annihilated. Every tone of voice is a lie, every gesture a falsehood, every smile a grimace. Commit suicide? Oh, no. That’s ugly. You don’t do that. But you can be immobile. You can fall silent. Then, at least, you don’t lie. You can close yourself in, shut yourself off. Then you don’t have to play roles, show any faces, or make false gestures. You think…but you see, reality is bloody-minded. Your hideout isn’t watertight. Life seeps in everything. You’re forced to react. No one asks if it’s real or unreal, if you’re true or false. It’s only in the theater the question carries weight — hardly even, there. I understand you, Elisabet. I understand your keeping silent, your immobility. That you’ve placed this lack of will into a fantastic system... I understand and I admire you. I think you should maintain this role until it’s played out, until it’s not longer interesting. Then you can leave it, just as you bit-by-bit leave all your roles.”
    Ingmar Bergman, Persona

     
     
  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Το μπαλκόνι στην αντίπερα όχθη

    Ήθελε να ξεφύγει. Έτρεξε. Τα μαλλιά της σαν καλώδια που τρέχουν έξω από το παράθυρο του τραίνου. Κι αυτά τρέχουν, όλα τρέχουν. Κι όταν έφτασε στην άκρη του γκρεμού, πήδηξε. Μα όχι για να πάει απέναντι. Πήδηξε προς τα πάνω, με το βλέμμα στη γεμάτη σελήνη καρφωμένο, καλά όπως ο ορειβατικός πάσαλος που βαστάει τα σκοινιά. Και το σκοινί άντεχε. Όλο ανέβαινε, όλο ύψωνε. Κάτω πήγαινε μόνο το αριστερό της παπούτσι που της έφυγε. Και έπειτα και το δεξί, που το σπρωξαν τα ελεύθερα δάχτυλα του αριστερού ποδιού. Κι όταν έφτασε στης σελήνης τη βεράντα, έβαλε να πιεί μια λουίζα και να κοιτάξει τη νέα της θέα.

    Μ. Κατς
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    ΑΠΕΝΑΝΤΙ

    Όταν σε ξαναδώ
    θα θελα να περνάς απέναντι έναν δρόμο
    Να χουμε τουλάχιστον δέκα μέτρα απόσταση
    και πολλές πλαστές σκέψεις
    Θα ξαφνιαστώ
    και θα σκεφτώ
    Άλλαξε πολύ
    ψήλωσε
    ομόρφυνε
    μπόρεσε
    Εσύ δεν θα με δεις
    αλλά θα κόψεις λίγο
    και θα νιώσεις
    να ακουμπάνε
    τα πόδια σου στη θάλασσα
    και τα χέρια σου στα σύννεφα
    Τρία δευτερόλεπτα
    αιφνίδιο μεγαλείο
    Θα απορήσεις
    και τα πόδια σου
    θα ακουμπάνε ήδη
    στην απέναντι μεριά
    Θα τον έχεις περάσει τον δρόμο
    και δεν ήταν και κάτι
    κι εγώ το είδα
    που τόσο το ήθελα
    Να σε δω να περνάς τον δρόμο απέναντι

    Εκείνο το βράδυ
    θα γυρίσω σπίτι
    και θα πιω πολύ νερό
    Εκείνο θα κυλήσει μέσα μου
    μαζί μου
    ως που θα αρχίσει
    να αναβλύζει από μένα
    θα γίνω πίδακας
    πάνω στο στρώμα στο πάτωμα
    Και μάλλον θα ζήσω εκεί
    ήσυχη
    δοσμένη στο υγρό στοιχείο
    Δεν θα χρειάζομαι κάτι άλλο
    Ότι ήθελα το είδα
    Στα δέκα μέτρα
    Σαν εκτελεστικό απόσπασμα

    ΤΚ
    Σκύλος
    Εκδόσεις Apopeira 2020
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο...

    Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.

    Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.

    Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια.

    Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα.

    Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα.

    Xάμου, στ” άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μουσάνταλα.

    Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

    Γεννήθηκα για να 'χω τόσα.

    Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ.

    Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.

    Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο.

    Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει.


    Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της...



    Οδυσσέας Ελύτης