Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεσποινίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 1 Οκτωβρίου 2015.

Tags:
  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    ''Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια. Για μένα οι έκφυλοι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τους αγίους. Οι αλήτες με ξεκουράζουν γιατί και εγώ αλήτης είμαι. Δεν γουστάρω τους νόμους, την θρησκεία, την ηθική τους και τους κανόνες. Δεν γουστάρω να με φορμάρει η κοινωνία στα μέτρα της''.

    Charles Bukowski

     
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    My imagination makes me human and makes me a fool; it gives me all the world, and exiles me from it.

    — Ursula K. Le Guin

     

     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Κάποια νυχτιά πώς θα “θελα να έρθω,
    Οταν της ηδονής ηχήσει η ώρα,
    Στ” ασύγκριτα του σώματός σου δώρα
    Αθόρυβα, σαν το δειλό, ν” ανέβω,

    Το χαρωπό κορμί να τιμωρήσω,
    Το στήθος σου να κάνω να πονέσει,
    Και ξάφνου, στην ανύποπτή σου μέση,
    Βαθιά λαβωματιά να σου ανοίξω,

    Τι ζάλη ηδονική, μέθη δική μου!
    Και μες σε τούτο το καινούριο στόμα,
    Το πιο όμορφο και δροσερό απ” όλα,
    Θα χύσω το φαρμάκι μου, αδερφή μου!

    Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Σὰρλ Μπωντλαίρ - Ποιήματα

    Charles Baudelaire (1821-67): Γάλλος ποιητὴς καὶ αἰσθητικός

    Μέθα
    Μεθύστε
    Ὕμνος
    Τὸ δηλητήριο
    Ὁ βρυκόλακας
    Ὁ θάνατος τῶν ἐραστῶν
    Ἡ ψυχικὴ αὐγή
    Τὸ παλιὸ μπουκαλάκι
    Βραδινὴ ἁρμονία
    Spleen
    Στὸν ἀναγνώστη
    Albatross
    Συνομιλία
    Semper Eadem

    Μέθα

    Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
    μιᾶς τάφρου, στὴ μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
    ξυπνήσεις ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
    τὸ πουλί, τὸ ῥολόι, κάθε τι ποὺ φεύγει,
    κάθε τι ποὺ στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
    ποὺ μιλάει· ῥώτα τί ὥρα εἶναι;
    Κι ὁ ἄνεμος, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
    θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
    Γιὰ νὰ γίνεις ὁ μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
    μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
    Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή, μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
    -Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ μέθα!...

    Μεθύστε

    Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
    Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
    Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
    ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
    πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
    Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
    Ἀλλὰ μεθύστε.

    Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
    στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
    μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
    ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
    ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
    τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
    τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
    ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
    καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
    θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:

    -Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!

    Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
    μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπή!

    Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.

    Ὕμνος

    Στὴ πολυαγάπητη, στὴ πιὸ ὄμορφή μου
    ποῦ φῶς γεμίζει μου τὴ καρδιά,
    στὸ ἀθάνατο εἴδωλο, στὸ σεραφείμ μου,
    ἕνα μου «χαῖρε» παντοτινά!

    Δρυσοξεχύνεται μέσ᾿ στὴ ζωή μου
    σὰν ἕνα ἀγέρι θαλασσινὸ
    καὶ τὴν ἀχόρταγη φέρνει ψυχή μου,
    σ᾿ ἀθανασίας πόθο τρανό.

    Σὰ μυροφόρι πάντα σκορπίζει
    στὴν ἀτμόσφαιρα γλυκιὰ εὐωδιά,
    σὰ θυμιατήρι κρυφὰ καπνίζει
    λησμονημένο μέσ᾿ στὴ νυχτιά.

    Ἔρωτα ἀμόλυντε πῶς νὰ σοῦ γράψει
    ὁ νοῦς τὶς χαρές της ἀληθινά;
    Σπόρος τοῦ μόσχου ῾ναι ποὺ ῾χουνε θάψει
    μέσα στοῦ τάφου μου τὴ σκοτεινιά.

    Στὴ πολυαγάπητη, στὴ πιὸ ὄμορφή μου
    πού ῾ναι ἡ χαρά μου κι ὅλη μου ἡ ὑγειά,
    στὸ ἀθάνατο εἴδωλο, στὸ σεραφείμ μου,
    ἕνα μου «χαῖρε» παντοτινά!

    Τὸ δηλητήριο

    Τὸ κρασὶ ντύνει καὶ τὴ πιὸ ἄθλια τρώγλη
    μὲ λαμπρὴ πολυτέλεια,
    τὴ μεταμορφώνει σὲ χρυσὸ παλάτι
    μὲ τὶς χρυσές, τὶς πορφυρὲς λάμψεις του
    ποὺ μοιάζουν ἥλιο ποὺ δύει στὴν ὁμίχλη.

    Τὸ ὄπιο μεταμορφώνει τὸ ἀπέραντο
    μεγαλώνει τὸ ἀέναο
    μακραίνει τὸν καιρό,
    ἐπιμηκύνει τὸν καιρό,
    βαθαίνει τὴ λαγνεία
    καὶ τὶς σκοτεινές,
    τὶς ἐρεβώδεις ἡδονὲς
    ὁδηγεῖ τὴ ψυχὴ πέρα ἀπ᾿ τὰ σύνορα.

    Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
    μπροστὰ στὸ δηλητήριο ποὺ κυλᾶ
    ἀπὸ τὰ μάτια σου -τὰ πράσινά σου μάτια λίμνες
    καὶ μέσα τους ριγεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ταράζεται
    οἱ σκέψεις μου ὀρυμαγδὸς κι ὑψώνονται
    πάνω ἀπὸ τὶς πικρὲς ἀβύσσους.

    Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
    μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
    τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει
    ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου
    στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
    κι ἄπνοη τήνε σέρνει
    στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου...

    Ὁ βρυκόλακας

    Καθὼς οἱ δαίμονες μὲ τ᾿ ἄγριο μάτι,
    θὰ σοῦ ξανάρθω σιγὰ στὸ κρεβάτι
    καὶ θὰ γλυστρήσω κοντά σου ἀχνός,
    σὰν τὰ φαντάσματα τῆς νυκτός.

    Ξανὰ θὰ σοῦ δώσω μελαχροινή μου
    σὰν τὸ φεγγάρι ψυχρὸ τὸ φιλί μου
    καὶ χάδια τέτοια σὰν τοῦ φιδιοῦ
    ποὺ σέρνεται πλάι σὲ τάφο νεκροῦ.

    Καὶ μόλις φέξει ἡ αὐγὴ πελιδνὴ
    τὴ θέση μου θὰ ῾βρεις ἐκεῖ ἀδειανὴ
    καὶ κρύα ὡς ποὺ νὰ ῾ρθει πάλι τὸ βράδυ.

    Ὅπως οἱ ἄλλοι μ᾿ ἀγκαλιὲς καὶ χάδι...
    στὴ νιότη σου καὶ στὴ ζωή σου ἐδῶ
    θὰ βασιλέψω μὲ τὴ φρίκη ἐγώ.

    Ὁ θάνατος τῶν ἐραστῶν

    Κρεβάτια θὰ ῾χουμε ἄνθινα γεμάτα αἰθέρια μύρα·
    ντιβάνια ὁλοβελούδινα σὰ μνήματα βαθιά·
    στὶς ἐταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
    ποὺ ἀνοίξανε μόνο γιὰ μᾶς σὲ μέρη μαγικά.

    Καὶ ποιὰ τὴν ἄλλη νὰ ὑπερβεῖ στὴν ὕστατη φωτιά τους,
    οἱ δυὸ καρδιές μας -σὰ τρανὲς λαμπάδες δυό- μαζί
    θὰ διπλοκαθρεφτίσουνε τὸ διπλοφώτισμά τους
    στὰ πνεύματά μας ποὺ ῾ναι δυὸ καθρέπτες ἀδερφοί.

    Καὶ μία βραδιὰ ὁλογάλανη, ρόδινη, μυστικὴ
    θὲ ν᾿ ἀνταλάξουμε ἄξαφνα τὴν ἴδια ἀναλαμπή,
    σὰν ἕνα μακροθρήνημα ποὺ φέρνει ὁ χωρισμός·

    κι ἀργότερα ἕνας Ἄγγελος θά ῾ρθει φῶς νὰ χύσει,
    -τὶς πόρτες μισανοίγοντας πιστὸς καὶ χαρωπός-,
    στοὺς δυὸ καθρέπτες τοὺς θαμπούς,
    στὶς φλόγες ποὺ ῾χαν σβήσει.

    Ἡ ψυχικὴ αὐγή

    Ὅταν τὸ φῶς της ρίχνει ἡ αὐγὴ τὸ λευκορροδισμένο
    στοὺς γλεντοκήπους καὶ γροικοῦν σὰν τύψη τὸ Ἰδεῶδες,
    κάτι τὸ ἐκδικητικὸ καὶ τὸ μυστηριῶδες,
    ἕν᾿ ἄγγελο στὸ κτῆνος τους, ξυπνᾷ, τὸ ναρκωμένο.

    Τῶν ψυχικῶν τότε οὐρανῶν τ᾿ ἄφθαστο γαλανό,
    γιὰ κεῖνον ποὺ ρεμβάζει ὠχρὸς καὶ ποὺ ὑποφέρει ἀκόμα,
    ἀνοίγεται καὶ τὸν τραβᾷ καθὼς βαράθρου στόμα.
    Ἔτσι, γλυκιὰ Θεά μου, ἁγνὸ Πλάσμα καὶ φωτεινό,

    στὰ καπνισμένα ἐρείπια τῶν ἠλιθίων γλεντιῶν,
    πιὸ φωτεινή, πιὸ ρόδινη, πιὸ ὡραία ἡ θυμησή σου,
    ἀδιάκοπα στὰ ἐκστατικὰ μάτια μου φτερουγίζει.

    Ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε τὴ φλόγα τῶν κεριῶν·
    ἔτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει ἡ σκιὰ ἡ δική σου
    μὲ τὸν ἀθάνατο ἥλιον, ὦ ψυχή, ποὺ φῶς σκορπίζει!

    Τὸ παλιὸ μπουκαλάκι

    Σὰ σεντούκι ἀνοίξεις παλιό, ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολὴ φερμένο
    ποὺ ἡ κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτὰ
    κι ἀπ᾿ αὐτὸ ξεχυθοῦν, μύρια ἀρώματα βαριὰ ποὺ ζαλίζουν

    ἢ σὲ σπιτιοῦ ἐρημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
    Σκονισμένο καὶ μαῦρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
    κι ἀπ᾿ αὐτὸ ἀναπηδήσει μία ψυχὴ μὲ λαχτάρα νὰ ἐπιστρέψει

    Χίλιες σκέψεις ποὺ κοιμόνταν στὰ βαριὰ τὰ ἐρέβη, ἐπιστρέφουν
    -χρυσαλίδες ποὺ ἀστράφτουν, μὲ ὁρμὴ
    τὰ γαλάζια καὶ ρὸζ σὰ μὲ γλάσο φτιαγμένα
    φτερὰ τοὺς τινάζουν

    ζαλισμένος τὰ μάτια σου κλείνεις
    τὴ ψυχή σου ὁ ἴλιγγος νικημένη ἀδράχνει
    μὲ ὁρμὴ τὴ σκουντᾶ σὲ βάραθρο μαῦρο
    σκοτεινό, ἀπὸ ἀνθρώπινα μιάσματα γεμάτο

    Στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ τήνε σπρώχνει
    κεῖ ὅπου ὁ Λάζαρος ζέων, τὸ σάβανό του
    μὲ δύναμη σκίζει καὶ τὸ πτῶμα ξυπνᾶ
    γοητευτικὸ μὰ καὶ πένθιμο, μιᾶς ἀγάπης παλιᾶς ξεχασμένης

    Κι ἐγὼ ἔτσι, ὅταν θὰ ῾χω ἀπ᾿ τὴ μνήμη τῶν γύρω χαθεῖ
    καὶ θὰ μ᾿ ἔχουν πετάξει ραγισμένο, εὐτελὲς μπουκαλάκι
    στὴ γωνιὰ μιᾶς ἀπαίσιας ντουλάπας λυπημένο καὶ βρώμικο
    θολό, σκονισμένο

    Τὸ φέρετρό σου θὰ ῾χω γίνει ἀγαπημένη μου ἀνομία,
    μάρτυς ολεθριας δύναμης ποὺ πάνω μου, κάποτε ἀσκοῦσες
    προσφιλὲς δηλητήριο ἀπὸ ἀγγέλους φτιαγμένο
    ἡδύποτο ποὺ μοῦ κατέτρωγε τὴ καρδιὰ καὶ τὸ αἷμα.

    Βραδινὴ ἁρμονία

    Νάτοι, ξανάρθαν οἱ καιροὶ ποὺ στὸ κλαδὶ ἀνοιγμένο,
    τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
    τὰ μύρα κι οἱ ἦχοι, ποὺ ἡ πνοὴ τοῦ ἀπόβραδου ἔχει σπείρει,
    κυλᾶν σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!

    Τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
    καὶ τὸ βιολί, σὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονησμένο,
    ξεσπᾶ σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
    κι ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι.

    Ξεσπάει τὸ βιολὶ ὡς καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονισμένα
    καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι!
    ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι
    κι ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο...

    Καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι,
    ζεῖ μόνο ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
    ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο ...
    Μέσα μου ὡς ἅγιο, ἡ μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!

    Spleen

    Εἶμαι σὰν ἕνας βασιλιὰς σὲ βροχερὸ ἕνα μέρος,
    πλούσιος μὰ χωρὶς δύναμη, νιὸς κι ὅμως πολὺ γέρος,
    ποῦ στοὺς σοφούς του ἀδιάφορος ποὺ σκύφτουνε μπροστά του,
    πλήττει μὲ τὰ γεράκια του, τ᾿ ἄλογα, τὰ σκυλιά του.
    Κυνήγι, ζῶα, τίποτα πιὰ αὐτὸν δὲν τὸν φαιδρύνει,
    οὔτε ὁ λαός του ποὺ μπροστὰ στ᾿ ἀνάκτορα τοῦ φθίνει.

    Μὰ καὶ τ᾿ ἀστεῖα ποὺ ὁ τρελὸς παλιάτσος κάνει ἐμπρός του,
    δὲ διώχνουν τὴ βαρυθυμιὰ τ᾿ ἄκαρδου αὐτοῦ ἀρρώστου·
    τάφο τὴ κλίνη τοῦ θαρρεῖ, ποὺ ῾χει κρινένιαν ἅρμα
    κι οἱ αὐλικὲς ποὺ βασιλιὰ σὰν δοῦν τὸν βρίσκουν χάρμα,
    δὲν ξέρουν πιὰ μὲ τί ἄσεμνες στολὲς νὰ φιγουράρουν,
    ἴσως ἀπ᾿ τὸ κουφάρι αὐτό, χαμόγελο ἕνα πάρουν.

    Κι ὁ ἀλχημιστὴς ὅπου μπορεῖ χρυσάφι νὰ τοῦ κάνει,
    δὲ μπόρεσε ἀπὸ μέσα του τὸ μαρασμὸ νὰ βγάνει,
    κι οὔτε μὲς στὰ αἱμάτινα ρωμαϊκὰ λουτρά,
    ποῦ τὰ θυμοῦνται οἱ ἄρχοντες πάνω στὰ γηρατειά,
    δὲ μπόρεσε τὸ πτῶμα αὐτὸ τὸ ἠλίθιο ν᾿ ἀναστήσει,
    ποῦ ἀντὶς γιὰ αἷμα μέσα του, τῆς Λήθης τρέχει ἡ βρύση.

    Στὸν ἀναγνώστη

    Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
    κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
    κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας,
    καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.

    Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια,
    ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας
    καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας,
    θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.

    Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος
    πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει,
    τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει,
    αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.

    Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ!
    Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε,
    κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε,
    μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.

    Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη
    μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη,
    κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη,
    ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.

    Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
    μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη,
    κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη
    σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.

    Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
    δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
    στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
    εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.

    Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
    τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία
    ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
    μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,
    θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!

    Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
    ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του
    θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!-
    πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις,
    καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.

    Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
    Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!

    Albatross

    Πολλὲς φορὲς οἱ ναυτικοί, τὴν ὥρα νὰ περνᾶνε,
    πιάνουν τοὺς ἄλμπατρους -πουλιὰ τῆς θάλασσας τρανά-
    ποὺ ράθυμα, σὰ σύντροφοι τοῦ ταξιδιοῦ, ἀκλουθᾶνε
    τὸ πλοῖο ποὺ μὲς στὰ βάραθρα γλυστράει, τὰ πικρά.

    Μὰ μόλις σκλαβωμένα κεῖ στὴ κουπαστὴ τὰ δέσουν,
    οἱ βασιλιάδες τ᾿ οὐρανοῦ, σκυφτοὶ κι ἄχαροι πιά,
    τ᾿ ἄσπρα μεγάλα τους φτερὰ τ᾿ ἀφήνουνε νὰ πέσουν,
    καὶ στὰ πλευρά τους θλιβερὰ νὰ σέρνουνται κουπιά.

    Αὐτοὶ ποὺ ῾ν᾿ τόσον ὄμορφοι, τὰ σύννεφα σὰ σκίζουν,
    πὼς εἶναι τώρα κωμικοὶ κι ἄσκημοι καὶ δειλοί!
    Ἄλλοι μὲ πίπες ἀναφτὲς τὰ ράμφη τους κεντρίζουν,
    κι ἄλλοι, γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦν, πηδᾶνε σὰ κουτσοί.

    Μ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεφοπρίγκηπες κι ὁ Ποιητὴς πὼς μοιάζει!
    δὲ σκιάζεται τὶς σαϊτιές, τὶς θύελλες ἀψηφᾶ·
    μὰ ξένος μὲς στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ γύρω του χουγιάζει,
    σκοντάφτει ἀπ᾿ τὰ γιγάντιά του φτερὰ σὰ περπατᾶ.

    Συνομιλία

    Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
    μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
    κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
    τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.

    Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
    καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
    ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
    Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.

    Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
    μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
    Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...

    Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
    Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
    κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!

    Semper Eadem

    -«Ποῦθ᾿ ἡ ἀλλώτικη», ἔλεγες, «ἡ θλίψη αὐτὴ σὲ πιάνει,
    ποὺ λούζει σὰ τὴ θάλασσα τὸ βράχο τὸ γυμνό»;
    Ἅμα ἡ καρδιά μας μιὰ φορὰ τὸ τρύγημά της κάνει,
    καὶ ζεῖ κανεὶς εἶν᾿ ἄσκημο! τὸ ξέρουν ὅλοι αὐτό·

    εἶν᾿ ἕνας πόνος ξάστερος, δὲν εἶναι κρύφιος! ἔλα!
    σὰ τὴ δική σου τὴ χαρά, φαίνεται στὴ στιγμή.
    Πάψε λοιπὸν νὰ μὲ ρωτᾶς, περίεργη κοπέλα,
    κι ἂν κι ἡ φωνή σου εἶναι γλυκιά, σώπα, ὡραία μου σύ.

    Σώπαινε, ἀνίδεη ψυχή, μ᾿ ὅλα ξετρελαμένη!
    στόμα μὲ γέλιο παιδικό! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δεμένοι
    πιότερο μὲ τὸ Θάνατο παρὰ μὲ τὴ Ζωή.

    Ἄστη καρδιά μου, ἄστηνα στὸ ψέμα νὰ μεθύσει!
    στοῦ ὥριου ματιοῦ σου τ᾿ ὄνειρο τ᾿ ὡραῖο ν᾿ ἀρμενίσει,
    καὶ στῶν βλεφάρων σου τὴ σκιὰ πολὺ νὰ κοιμηθεῖ!
     
  6. bumblebee

    bumblebee Contributor

    7 χρονια πριν.

    Οι Αποστάσεις ενός Πλάσματος
     

    Με την ψυχή στο στόμα .... και να για άλλη μια φορά... προλάβαμε.

    19.45. H μυωπία και η απόσταση. Ειναι νωρίς ακόμα. Υπομονη.

    30 μέτρα : Εϊναι μαύρο και σουλουπωμένο το πλάσμα
    20 μέτρα: Το πλάσμα είναι χαμηλό.
    10 μέτρα: Το πλάσμα είναι μαυριδερό.
    5 μέτρα: Το πλάσμα είναι κομψό
    3 μέτρα: Το πλάσμα είναι εμφανίσιμο.
    2 μέτρα : Το πλάσμα είναι χαμογελαστό.

    Αλλος τυπος αποστασης :

    Στα 100 μέτρα :
    -> Κουρασμένο πλάσμα
    -> Μορφωμένο πλάσμα.
    -> Πλάσμα που δεν θέλει να τρέχει

    Στα 120 μέτρα :
    -> Πλάσμα που σιχαίνεται το γιαγούρτι  
    -> Πλάσμα που προσέχει τα μικρόβια
    -> Αφηρημένο πλάσμα 3 στις 4.

    Στα 300 μέτρα:
    -> Πλάσμα που ξέρει από... κρυψώνες.
    -> Αέρινο πλάσμα
    -> Πιασμένο πλάσμα
    -> Τεμπέλικο για τον εαυτό του πλάσμα
    - > Αεικίνητο πλάσμα.
    -> Πλάσμα που ελκείται απο τα .... ουαου

    Στα 500 μέτρα:
    -> Το πλάσμα κατι ξέρει απο κινησεις στα στενα

    Στα 600 μέτρα
    -> Αντεχει την αλήθειαα
    -> Αντεχει το θάρρος
    -> Δεν αποφεύγει τις ευθυες βολες.
    -> Τραβάει τα βλεμματα, αυτο το πλάσμα.
    -> Θεατρίνιστικο πλασμα
    -> Ζαλισμένο πλάσμα.
    -> Στανταράκι φοβισμένο πλέον πλάσμα.

    Αλλος τυπος απόστασης :
    ........................

    Συνεχιζεται....
     
    Last edited: 16 Ιουνίου 2016
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Κάτι που επαναλαμβάνεται ανάμεσα στις γυναίκες
    Βέρα I. Φραντζή |

    Τρεις είναι οι κοινοί τόποι που εντοπίζω στο φύλο μου. Ευτυχώς καθόλου κοινοτοπίες, μα το κλειδοκόκαλο των ώμων που αν κάνεις λάθος κίνηση τσακίζει και πονάει διαολεμένα. Τις διαπιστώνεις και νιώθεις την επαρκή διάστασή τους ως ειδοποιός διαφορά από τον ανδρικό. Αναλόγως το πόσο διαστρεμμένη είσαι συμβιβάζεσαι ή αντιπαραβάλεις ό,τι δυνάμεις καταργείς από οποιοδήποτε άλλο χωρίο της ύπαρξής σου.


    Το ωάριο

    Είναι η βιαιότητα του συναισθήματος της μητρότητας. Οι γυναίκες έχουν απόλυτη και συνεχή επαφή με τα γεννητικά τους όργανα. Μετράνε μέρες αγχωμένες σαν παίκτες τυχερών παιχνιδιών, αναλώνονται σε φροντίδες, προικονομούν, φιλοδοξούν. Παρατηρούν την επικοινωνία πως εξελίσσεται. Φουσκώνουν τα μπούτια, λαχταριστά σφίγγουν την πεθαμένη προσπάθεια του σώματος να ξεσπάσει σε έμβρυο. Τα στήθια ξεδιπλώνουν τον απίστευτο όγκο τους τις μέρες της ωορρηξίας πνίγοντας την καρδιά κάτω από τις σωληνώσεις με ορμονούχα σκευάσματα, φυσικά απόλυτα και σαρκοβόρα αυτά τα τελευταία. Το συναίσθημα βουλιάζει κάτω από τον πελώριο λαβύρινθο για το μηνιαίο ταξίδι του ωαρίου. Έρχεται μια μανία, μια λυσσασμένη ηθική για τη θαλερότητα του φαλλού. Ένας νόμιμος ημίκοσμος που λέγεται γυναικείος οργανισμός.


    Η αλυσίδα

    Το βαρύ συναίσθημα είναι το μυαλό της γυναίκας. Ενσταλάζεται στις κόγχες των νυχιών και σαν αφροδίσιο ολοκληρώνει την δουλειά του, καθώς τυπώνει χαρακιές σε όλο το σώμα. Αύρα στο πρόσωπο, σάλια, ιερές εξετάσεις του γένους μας. Η γυναίκα είναι ελεύθερη μέσα σε αυτή τη στασιμότητά της. Κύκλος. Το συναίσθημα της γυναίκας είναι μια γλυκαντική εθιστική ουσία για την οξυγώνωση της ατμόσφαιρας. Η έκτρωση είναι η λύση, αν θελήσετε ποτέ να ανακόψετε την χειμαρρώδη τροπή που ειρωνικά αυτοτροφοδοτεί την υπόστασή των συναισθημάτων.



    Η καθαρότητα

    Η γυναικεία γενετήσια ορμή μανιάζει το γυναικείο μυαλό. Μια παραφίνη πηχτή καίει το κυκλοφορικό σύστημα, ρέει στις αορτές παρά την πηχτή του σύνθεση και αποτελεί το βασικό συστατικό της σεξουαλικής λειτουργίας. Είναι σαν την λαϊκή μπέσα, δεδομένη και φιλότιμη. Η ανάγκη είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία. Ανόθευτη, καθαρή, άκρατη διάθεση για ζωή… η γυναικεία καύλα.



    Όλα αυτά αποδεικνύουν την μαχητικότητά της.

    Εκθειάζω την γυναικεία μου άρτια εσωτερική οικοδόμηση, γιατί είναι το μοναδικό σημείο αναφοράς μου ό,τι και να συμβεί.

     
     
  8. n0mad

    n0mad Dirty Forty

  9. ...
    ότι μου έδωσε θα του δώσω
    θα τον ξεχρεώσω
    θα τον ξεθεώσω
    χωρίς
    θα τον αφήσω
    χωρίς
    να με ξεκολάει απο πάνω του
    φωναζοντάς με
    ουρλιάζοντας το όνομα μου
    στη σιωπή
    σιωπή θα μαι
    ή σιωπή του
    μες στα πνευμόνια του θα μαι η φυλακή του
    σίδερα τα βραχιόλια μου τα δαχτυλίδια μου σίδερα
    και η δικιά μου φυλακή η αποφασή μου
    ...
    Κοντραφουρης
     
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Κοιτάζοντάς με τα ήρεμα μάτια μιας αγίας, με αυνάνισες, αργά, ήσυχα, ώσπου έχυσα στα δάχτυλά σου.

    Τζ. Τζους, γράμματα στη Νόρα

     
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Έρωτας. Έβα Γκρην


    Γλυκό μεσημέρι Ιούνη. Μια γλυκιά μελωδία ακούγεται

    από το δίπλα διαμέρισμα και σπάει την αποπνικτική

    ζέστη του κέντρου. Ένας παγωμένος καφές δροσίζει το μέσα

    και το έξω μου, καθώς οι ρανίδες από το νερό που κυλούν

    στο ποτήρι, πέφτουν πάνω στα γυμνά μου πόδια.

    Ξαπλωμένη σε μια κούνια, ξεχασμένη στο μπαλκόνι

    από την περασμένη δεκαετία, ξεφυλλίζω ένα βιβλίο

    που βρήκα σε κάποιο από τα ράφια της γερασμένης

    βιβλιοθήκης. Η μυρωδιά του μου προκαλεί μια γεύση νοσταλγίας

    για όλα εκείνα τα περασμένα, για όλα εκείνα τα Καλοκαίρια,

    για όλες εκείνες τις θάλασσες, για εκείνες τις ώρες,

    τις θυσιασμένες ανέμελα κάτω από τον ήλιο.

    Εσύ κάθεσαι απέναντί μου και ξεφυλλίζεις

    ένα λεύκωμα με φωτογραφίες,

    ενώ ρίχνεις κλεφτές ματιές πότε στο στήθος μου

    που ξεπροβάλει μέσα από το διάφανο

    από τη φθορά του χρόνου t - shirt,

    και πότε στα πόδια μου που ακουμπούν νωχελικά το ένα, το άλλο. Με κοιτάζεις και μου χαμογελάς.

    «Έλα εδώ», με προστάζεις με νόημα. Κλείνω το βιβλίο,

    βάζοντας ένα εισητήριο που βρήκα ξεχασμένο στο τραπεζάκι,

    για σελιδοδείκτη και κάθομαι μαζί σου στον καναπέ.

    Με παίρνεις αγκαλιά και αρχίζεις να μου διηγείσαι τι είναι τούτες οι φωτογραφίες που βλέπεις. Αρχίζεις να μου εξηγείς ένα-ένα όλα σου τα κατορθώματα. Και τα μάτια μου σε κοιτάζουν

    γεμάτα έκπληξη και περιέργεια.

    Ρουφάω τις λέξεις μία προς μία, διψώντας πάντα να ακούσω

    κάτι περισσότερο. Και τότε συνειδητοποιώ εκείνο που τάχα

    έχεις υπονοήσει τόσες και τόσες φορές με το βλέμμα.

    Όλα ξεκινούν και τελειώνουν με το θαυμασμό.

    Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από τούτο το συναίσθημα.

    Το συναίσθημα του αλληλοθαυμασμού, το συναίσθημα εκείνο που σε κάνει να ψάχνεις πάντα τις λέξεις για να περιγράψεις τον άλλο, το συναίσθημα εκείνο που κάνει τα μάτια σου να χαμογελούν,

    τα πόδια σου να κόβονται και να τρέμουν, το συναίσθημα εκείνο

    που δε χωρά σε τούτο το κείμενο, που δε χωρά καν σε λέξεις.
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Summertime IV

    Το καλοκαίρι θα σε εξοντώσει
    θα σε αφήσει τέζα
    κάτω από μια τέντα
    μια ξαπλώστρα πλαστική
    Δεν θα σε λυπηθεί
    δεν θα είναι η πρώτη φορά
    που θα πενθήσει κόσμος
    εν μέσω θέρους
    Αν δεν προσέξεις
    θα σε σκοτώσει το καλοκαίρι
    μα κι αν προσέξεις
    πάλι θα πεθάνεις
    Γιατί δεν νομίζω πως θα βγεις ζωντανός
    γιατί έχω αυτή την εντύπωση
    πως μετράς μέρες στα δάχτυλα ενός χεριού
    στ’ αγκάθια ενός αχινού
    Σε 8.000.000 διαφορετικούς τρόπους
    για έναν καλοκαιρινό θάνατο
    στα γυάλινα μάτια σου
    στο διάφανο δέρμα
    που αρνείται επίμονα να παγώσει

    C.X