Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Είναι να μη βραχείς

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 9 Μαρτίου 2018.

  1. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Από τα καλύτερά σου, @Arioch
    Να υποθέσω ότι ο μόνος λόγος που δεν γράφεις επαγγελματικά είναι επειδή δεν το θέλεις;
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ευχαριστώ @gaby_m  

    Και πάλι κοντά έχεις πέσει: Ο ένας λόγος είναι ότι δεν νομίζω ότι η γραφή μου είναι τέτοιου επιπέδου που να αξίζει έκδοσης. Ο άλλος είναι ότι πολλές ιστορίες βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα έστω και αν έχουν γραφτεί σε μορφή μυθοπλασίας και ακόμα και αν είχα την όρεξη να εκτεθώ δημοσίως οι ... συμμετέχοντες σε αυτές πολύ πιθανό να μην έχουν.

    Θα μου πεις "δε χρειάζεται κανείς να ξέρει ότι αρκετά κομμάτια βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα" αλλά το ξέρω εγώ οπότε...
     
  3. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Η γραφη σου ειναι αξιολογοτατη και αυτο αποδεικνυεται απο τη λαχταρα που περιμενουμε ολοι την συνεχεια σε καθε ιστορια σου.
    Οσο για τα πραγματικα γεγονοτα, πιστευεις πως υπαρχει εστω ενας συγγραφεας που να μην αναφερεται σε προσωπικες ιστοριες, εστω και παραλλαγμενες;
    Εγω οχι.
    Αλλα φυσικα, δικο σου το μαχαιρι, δικο σου και το καρπουζι...  
     
  4. thanasis

    thanasis Contributor

    Ε, ανπέκταμπολ, και λίγα λέω.
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    23 χρόνια πριν...

    Από τα δεκαέξι και μισό, από τότε που οι γονείς μου με αρραβώνιασαν με το ζόρι με το Μάρκο ευχόμουν να πεθάνω. Ήμουν δειλή, δεν είχα το κουράγιο να το κάνω μόνη μου. Εδώ δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ να φύγω, να αφήσω πίσω μου το ξύλο και τους βιασμούς. Έλεγε πως με αγαπούσε αλλά έτσι είναι η αγάπη; Δεν ήμουν τίποτα παραπάνω γι αυτόν από δούλα.

    . . . .

    Όσο βίαιος ήταν ωστόσο μαζί μου άλλο τόσο καλή εικόνα είχε έξω. Δεν ήταν γυναικάς, δεν έπινε, δεν ξενυχτούσε, έβγαζε αρκετά χρήματα ώστε να μη λείπει τίποτα από το χρυσό κλουβί μου.

    - "Δε μου λείπει τίποτα, Έφη. Καλό σπίτι, καλό αυτοκίνητο, υπάκουη και νοικοκυρά γυναίκα. Και εσένα δε σου λείπει τίποτα, είσαι με ένα νοικοκύρη, που δεν πίνει, δεν χαρτοπαίζει, δεν ξενυχτάει, βγάζει λεφτά και δεν τα ξοδεύει, τα φέρνει στο σπίτι."

    Υπάκουη και νοικοκυρά. Νοικοκυρά ήμουν, υπάκουη έγινα... αργά και βίαια. Είχε αρχίσει με απλά χαστούκια. Τα χαστούκια έγιναν μπουνιές -αν και πρόσεχε που βάραγε, συνήθως δηλαδή- και μετά ζώνη και μετά καλώδιο.

    Δεν ήταν πάντα βίαιος, μόνο αν του εναντιωνόμουν ή έκανα κάτι που το θεωρούσε μεγάλο λάθος. Αν πήγαινα με τα νερά του ήταν σχεδόν γλυκός. Κάθε πρωί έπρεπε να ξυπνάω, να του φτιάχνω τον καφέ του και να τον ξυπνάω. Έπινε πάντα τον καφέ του στο σαλόνι και εκτός πολύ σπάνιων περιστάσεων, ήθελε να του κάνω τσιμπούκι όσο τον έπινε. Όταν έφευγε από το σπίτι έκανα τις καθημερινές δουλειές, έβγαινα για ψώνια και αλήθεια είναι ότι πάντα είχα λεφτά, ό,τι και αν ήθελα να αγοράσω μου το έδινε. Δεν τολμούσα να το παρακάνω και δεν μου το έδινε δωρεάν.

    Το συνήθες ήταν να μου ζητάει να με πάρει από πίσω. Όχι ότι είχε ανάγκη να με περιμένει να θέλω κάτι για να το κάνει αλλά του άρεσε ιδιαίτερα να με χρησιμοποιεί ακριβώς σαν πουτάνα. Να πουλάω σ' αυτόν το κορμί μου για να μου δώσει λεφτά να αγοράσω αυτό που θέλω.

    Τι βρεγμένη, τι μούσκεμα.

    Του άρεσε να ντύνομαι καλά, του άρεσε να με περιφέρει αριστερά και δεξιά σαν τρόπαιο. Δεν ήμουν όμορφη, μπορούσες να με πεις γλυκιά αλλά ως εκεί, αλλά είχα ωραίο σώμα, τουλάχιστον όταν του πρωτογιάλυσα και ήρθε και με ζήτησε από τους γονείς μου. Ήταν 25 και ήμουν 16, πήγαινα ακόμα πρώτη λυκείου. Τον ήξερα φυσικά, όλοι στη γειτονιά τον ξέραμε και η αλήθεια είναι ότι εμφανισιακά ήταν ωραίος άντρας. Καστανόξανθος με ανοιχτά καστανά μάτια, δουλευταράς και με γεμάτο πορτοφόλι, φαντάζομαι ότι θα ήταν το όνειρο πολλών που θέλαν να κουκουλωθούν.

    Εγώ είχα άλλα όνειρα, ήθελα να σπουδάσω. Ήθελα να γίνω χημικός. Ήμουν καλή μαθήτρια, ήμουν κάθε χρονιά στους αριστούχους αλλά η πραγματική μου αγάπη ήταν η χημεία. Όλα αυτά τα όνειρα κόπηκαν μαχαίρι. Ο Μάρκος, ήρθε στους δικούς μου και χωρίς πολλές περιστροφές είπε ότι είχε έρθει ο καιρός να νοικοκυρευτεί και ήθελε ένα καλό κορίτσι από καλή οικογένεια και του άρεσα και πληρούσα όλα τα χαρακτηριστικά.

    Η μητέρα μου δε δούλευε και ο πατέρας μου με πολύ ζόρι τα έφερνε βόλτα. Εκτός από εμένα, είχαν και τις άλλες δύο αδερφές μου, την Κωνσταντίνα που ήταν 13 και την Ελένη που ήταν 8. Στα δικά τους μάτια ήταν μεγάλη τύχη. Δε με ρώτησαν αν τον θέλω ή όχι, μου ανακοίνωσαν ότι σε μερικούς μήνες θα μας αρραβώνιαζαν. Εμ βέβαια, γουρούνι στο σακί θα έπαιρνε το γαμπρουδάκι τους; Να μη με δοκίμαζε πρώτα; Μου το ξέκοψαν χωρίς περιστροφές:

    - "Δε θα γίνουν αμέσως οι αρραβώνες, θέλει να δει αν ταιριάζετε. Πρόσεξε φουκαριάρα μου μην κάνεις κάτι και το τινάξεις στον αέρα!"
    - "Δε θέλω να παντρευτώ τόση μικρή. Ναι, είναι ωραίος άντρας δε λέω, αλλά θέλω να σπουδάσω!"
    - "Το σχολείο σου θα το τελειώσεις κανονικά και μας είπε πως αν θέλεις να σπουδάσεις, αν δηλαδή καταφέρεις να περάσεις στην Αθήνα, θα σε υποστηρίξει. Δεν είμαστε τέρατα, Έφη, το καλό σου θέλουμε. Είναι μεγάλη τύχη!"

    Δεν είχα κάτι να ανταπαντήσω. Μου άρεσε σαν άντρας, λεφτά είχε, κατά τα φαινόμενα θα με άφηνε να σπουδάσω οπότε δέχτηκα. Όχι ότι θα μπορούσα να κάνω και αλλιώς δηλαδή, η απόφαση ήταν ειλημμένη και η έγκρισή μου ήταν καθαρά διαδικαστικού χαρακτήρα.

    Τις πρώτες φορές που βγήκαμε ήταν ευγενικός μαζί μου και τρυφερός. Μέχρι που με πήγε σπίτι του δε με είχε καν φιλήσει στο στόμα. Και ακόμα και εκεί ήταν τρυφερός και όσο και αν δε μου άρεσε το τσιμπούκι που με έβαλε και του έκανα δεν είχα κανένα παράπονο. Λίγη πικρίλα στο στόμα δεν ήταν δα και τίποτε το φοβερό.

    Από τότε όμως άλλαξε. Σταμάτησε να είναι τρυφερός και έγινε απαιτητικός. Σε κάθε έξοδο μας, στο τέλος της καταλήγαμε είτε στο σπίτι του είτε στο βουνό και με έβαζε να του κάνω τσιμπούκι με τις ώρες. Μέχρι να μάθω να πνίγω την αναγούλα μου, μέχρι να μάθω να τον παίρνω όλον στο στόμα μου. Του είχα πει ότι δε μου αρέσει και μου είχε πει ότι αρέσει πολύ σε εκείνον και αυτό ήταν. Αφού το ήθελε, θα το είχε, αν δεν τον ήθελα ο δρόμος ήταν ελεύθερος και τα σκυλιά δεμένα.

    Πώς να πω αυτά τα πράγματα στους γονείς μου; Έκανα προσπάθειες να τους πω ότι δεν ήμουν ευτυχισμένη μαζί του αλλά έκλειναν τα αφτιά τους και δε με άκουγαν.

    Όταν πήρε την παρθενιά μου μπήκε και η υπογραφή στην καταδίκη μου.

    Δεν ήταν καν τρυφερός όπως την πρώτη φορά που με έφερε στο σπίτι του. Με είχε βάλει να γδυθώ από πάνω, πάντα με έβαζε να γδύνομαι από πάνω και να γονατίζω μπροστά του όταν του το έκανα αυτό. Εκείνη τη φορά όμως δε με άφησε να τελειώσω. Τραβήχτηκε, με πήρε από το χέρι και με πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Με έβαλε χωρίς πολλά-πολλά να γδυθώ τελείως, με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα και έπεσε πάνω μου.

    Δεν ήθελα, όχι έτσι, αλλά δε μου έδωσε περιθώρια επιλογής. Μπήκε μέσα μου απότομα και ένιωσα σα να με τρυπάει σίδερο, πόνεσα τόσο πολύ που φώναξα.

    - "Μη φωνάζεις, θα νομίζουν ότι σε σφάζω."
    - "Πονάει... σε παρακαλώ βγες."
    - "Πάντα πονάει την πρώτη φορά. Θα δεις, μετά θα είναι καλύτερα" και μου έκλεισε το στόμα με το χέρι του και συνέχισε.

    Δε μπορούσα να ανασάνω καλά-καλά και επικεντρώθηκα στο να προσπαθώ να πάρω ανάσα. Όταν τραβήχτηκε και τον έπαιξε γεμίζοντας με το σπέρμα του την κοιλιά μου, πιο πολύ είχα εγώ κομμένη ανάσα παρά εκείνος.

    Ούτε τη δεύτερη φορά ήταν καλύτερα, ούτε την τρίτη ούτε καμία. Δεν προσπαθούσε να με ερεθίσει, του άρεσε που με έβλεπε να ζορίζομαι.

    Και όχι τίποτε άλλο, μετά με έβαλε να του πλύνω στο χέρι το σεντόνι που είχε λερωθεί από το παρθενικό μου αίμα.

    - "Αύριο θα έρθω στους δικούς σου και θα ορίσω ημερομηνία γάμου. Θα σε αρραβωνιαστώ για να μπορείς να ζήσεις εδώ μαζί μου χωρίς να λέει τίποτα ο κόσμος και όλοι θα μάθουν ότι θα σε παντρευτώ."

    Δεν απάντησα, δεν είχα τι να απαντήσω.

    Δύο εβδομάδες μετά μετακόμισα στο σπίτι του, αρραβωνιασμένη και προορισμένη για κρεμάλα δόξη και τιμή. Τότε ήταν που άρχισε να με χτυπάει. Την πρώτη φορά το έκανε γιατί του σιδέρωσα λάθος πουκάμισο.

    - "Τι είναι αυτό;"
    - "Το πουκάμισο που μου ζήτησες να σου σιδερώσω."
    - "Το άσπρο σου ζήτησα!"
    - "Το άσπρο ήταν λερωμένο, Μάρκο μου, το έβαλα να το πλύνω."
    - "Δε μου λες, είσαι βλαμμένο; Γιατί δεν το έπλυνες; Χθες στο ζήτησα, θα είχες προλάβει και να το πλύνεις και να στεγνώσει και να το σιδερώσεις."
    - "Δε... δε το θεώρησα τόσο σημαντικό. Τόσα πουκάμισα έχεις!"
    - "Και ποια είσαι εσύ μωρή να αποφασίζεις τι είναι σημαντικό και τι όχι;"

    Εκεί επαναστάτησα.

    - "Μη με βρίζεις, γαμώ το. Για όνομα του Θεού, πώς κάνεις έτσι για ένα κωλοπουκάμισο;"

    Η σφαλιάρα ήταν τόσο απότομη και τόσο δυνατή που μου γύρισε το κεφάλι. Ξαφνιάστηκα τόσο πολύ που κοκάλωσα. Και μετά έριξε και δεύτερη και μετά έριξε και τρίτη. Σήκωσα τα χέρια μου να προστατευτώ αλλά μου τα κατέβασε βίαια και μου έριξε κι άλλα. Του ξέφυγα και τον παράτησα σύξυλο, βγήκα και πήγα σπίτι μου σχεδόν τρέχοντας.

    Και τι έκαναν οι δικοί μου; Με έστειλαν πακέτο πίσω, μόνο κορδέλα δεν έβαλαν.

    Το ίδιο βράδυ ήταν η πρώτη φορά που με πήρε και παρά φύσιν. Στην αρχή με έβαλε και του έκανα τσιμπούκι αλλά δεν του αρκούσε. Ήθελε να με ταπεινώσει και να με πονέσει ακόμα περισσότερο.

    - "Πάμε μέσα" μου είπε.

    Αναστέναξα και τον ακολούθησα πιστεύοντας ότι απλά θέλει να με πάρει κανονικά. Όταν μου ζήτησε να κάτσω στα τέσσερα δεν έβαλα κάποιο μεγαλύτερο κακό στο μυαλό μου, του άρεσε πιο πολύ να με παίρνει έτσι παρά κανονικά. Εμένα το ίδιο μου έκανε, έτσι και αλλιώς η συμμετοχή μου ήταν πάντα παθητική και μιας και δεν έκανε τον κόπο να με ερεθίσει ο πόνος δεν ήταν διαφορετικός.

    Κάθισα στα τέσσερα με τον τρόπο που του άρεσε. Όμως όταν τον ακούμπησε πίσω μου άρχισαν να βαράνε καμπανάκια.

    - "Μάρκο μου... πας να το βάλεις λάθος."
    - "Όχι, πάω να το βάλω ακριβώς εκεί που θέλω. Και τώρα βγάλε το σκασμό."

    Τον έβαλε σιγά-σιγά πίσω μου και παρόλο που δεν τον έβαλε από την αρχή όλο μέσα μου πόνεσα τόσο πολύ που μου ξέφυγε πάλι φωνή. Δεν τον ένοιαξε, τον έβαλε όλο μέσα μου ξεσκίζοντάς με. Πονούσα... πονούσα πολύ μα δεν τον έννοιαζε. Άρχισε να κινείται μέσα μου και οι κραυγές του πόνου μου τον ερέθιζαν ακόμα περισσότερο. Άρχισε να κινείται πιο γρήγορα, άρχισε να μπαίνει πιο βαθιά. Και δεν έφτανε μόνο ο πόνος, ένιωθα σα να θέλω να ενεργηθώ και φοβόμουν μη μου ξεφύγει και Θεέ μου πόσο ντρεπόμουν. Όταν τέλειωσε μέσα μου δεν ξέρω κι εγώ πως κρατήθηκα και πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα.

    Ο κώλος μου έκαιγε αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα σε αυτό που ένιωθα μέσα μου. Εκεί ευχήθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου να πεθάνω. Και ήταν να μη γίνει η αρχή...

    Μέχρι εκείνη τη βραδιά που ο Άγγελος με λύτρωσε κάθε πρωί και κάθε βράδυ, σε κάθε χαστούκι, σε κάθε χτύπημα με τη ζώνη ή με το καλώδιο, στο κάθε τσιμπούκι, κάθε φορά που με έπαιρνε κανονικά ή από τον κώλο, κάθε φορά ευχόμουν να πεθάνω.

    . . . .

    Και η ευχή μου εισακούστηκε όταν είχα πια κάθε λόγο να ζήσω. Όταν είχα ένα άντρα που με αγαπούσε -και ας μην τον αγαπούσα εγώ το ίδιο- και δύο κόρες. Όταν είχα και τις δυο αδερφές μου να φροντίσω μετά το θάνατο πρώτα του πατέρα μου και ύστερα της μητέρας μου. Άρχισε μερικούς μήνες μετά τη γέννηση της Ελένης, ακόμα τη θήλαζα. Άρχισε με μικρές αιμορραγίες εκτός περιόδου αλλά όταν έμαθα τι έχω ο καρκίνος είχε πια κάνει μεταστάσεις σχεδόν παντού. Ακόμα και η πιο επιθετική χημειοθεραπεία δε θα μου χάριζε παρά λίγους παραπάνω μήνες μιζέριας. Ο Μάνθος μου ζητούσε κλαίγοντας να την κάνω αλλά είχα αποφασίσει. Την ελάχιστη ζωή που μου είχε απομείνει δε θα την περνούσα έτσι, δε θα σταματούσα να θηλάζω την Ελένη. Όσο ζήσω.

    . . . .

    Είχα αδυνατίσει πολύ την τελευταία φορά που πήγα σε επισκεπτήριο στον Άγγελο. Είχε να με δει από πριν τη γέννα, τρόμαξε όταν με είδε.

    - "Ρε συ Έφη, γιατί έχεις γίνει σα συλφίδα; Είπαμε να χάσεις τα κιλά της εγκυμοσύνης αλλά όχι κι έτσι!"
    - "Δεν ξέρω πως να στο πω ρε Άγγελε. Δεν ξέρω πως να σου πω ότι άδικα θυσίασες τη ζωή σου."
    - "Τι λες ρε συ Έφη; Έχεις το Μάνθο, έχεις την Μαργαρίτα και την μικρή σου κόρη... αλήθεια, πώς θα τη βγάλετε;"
    - "Ελένη"
    - "Δεν το μετανιώνω Έφη και η τιμωρία μου είναι δίκαιη, μη σου πω και ελαφριά. Όχι γι αυτό που έκανα στο Μάρκο, αλλά γι αυτό που έκανα σε σένα. Μην το ξαναπείς αυτό, μην το ξαναπείς."
    - "Από τότε που άρχισα να ζω μαζί του παρακαλούσα να πεθάνω. Τελικά ο Θεός είναι μεγάλο καθίκι, αποφάσισε να μου πραγματοποιήσει την ευχή τώρα που έχω κάθε λόγο να ζήσω."
    - "Τι λες; Τι είναι αυτά που λες;"
    - "Έχω καρκίνο Άγγελε. Έχει κάνει καθολική μετάσταση, δεν έχω πάνω από ελάχιστους μήνες ζωής."
    - "Όχι... όχι αυτό... όχι γαμώ το χριστό μου... όχιιι" είπε και άρχισε να χτυπάει τα τζάμια μέχρι που ήρθε ο φύλακας να τον μαζέψει.
    - "Δε... θα είμαι εδώ όταν θα βγεις..." φώναξα ενώ οι φύλακες πάλευαν να τον μαζέψουν. "Στο ορκίζομαι όμως, στο ορκίζομαι στην λύτρωση που μου χάρισες πως όταν βγεις θα έχεις κάποιον να σε περιμένει. Στο ορκίζομαι."

    Δεν τον ξαναείδα... η τελευταία μου εικόνα από αυτόν είναι να παλεύει με τους φύλακες. Ο Άγγελος, ο άγγελός μου, να σέρνεται βίαια πίσω στην κόλαση στην οποία κατέβηκε για μένα.

    . . . .

    Ο κόσμος είχε σκοτεινιάσει. Δεν είχα πολύ χρόνο ακόμα. Ο Μάνθος ήξερε τι είχε κάνει ο Άγγελος αλλά ήξερε αυτά που είχαν ειπωθεί στο δικαστήριο, όχι την αλήθεια. Με πίκραινε ότι θα φύγω λέγοντάς του όχι την πλήρη αλήθεια αλλά μια πιο εύπεπτη εκδοχή της.

    Είναι να μη βραχείς: Η αμαρτία μου, η Ύβρις προς τον ίδιο μου τον εαυτό που κάθισε να υπομείνει όλα αυτά ήταν πολύ βαρύτερη από μια απλή ωραιοποίηση της αλήθειας προς όφελος αυτού που μου χάρισε την Κάθαρση.

    - "Μάνθο μου..." είπα αδύναμα.
    - "Τι είναι αγάπη μου;"
    - "Σου οφείλω την αλήθεια... έστω και την τελευταία... την τελευταία στιγμή... έστω και αν... αν αυτό είναι... αυτό είναι το τελευταίο πράγμα... το τελευταίο που θα κάνω σε αυτόν τον κόσμο."

    Ένα ψέμα έζησα με ένα ψέμα θα έφευγα και αν μετάνιωσα για το πρώτο δεν μετανιώνω για το τελευταίο και αν υπάρχει ζωή μετά και σταθώ ενώποιον του Κριτή μου το ίδιο θα πω. Αν είναι να καώ στα καζάνια της κόλασης για αυτό, ας είναι.

    - "Ο Άγγελος... δεν... δεν ήταν δεσμός του Μάρκου... Δεν τον σκότωσε από τη ζήλια του."
    - "Τι πράγμα;"
    - "Δεν μπορούσα... δε μπορούσα να σου πω...να σου πω την αλήθεια, όχι όσο ζούσαν... όσο ζούσαν οι γονείς μου... γιατί... γιατί θα τους μισούσες. Τώρα... τώρα δεν έχει σημασία."
    - "..."
    - "Ξέρεις πως ήμουν... ήμουν αρραβωνιασμένη... με το Μάρκο, ξέρεις πως ο Άγγελος... ο Άγγελος τον σκότωσε... δύο μήνες... δύο μήνες πριν το γάμο..."
    - "..."
    - "Αυτό που δεν ξέρεις... αυτό που ποτέ... ποτέ δε σου είχα πει... ήταν... ήταν ότι με είχαν αρραβωνιάσει με το ζόρι... Αυτό που δεν ξέρεις... είναι... είναι ότι ο Μάρκος... με κακοποιούσε εν γνώση τους."
    - "ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;"
    - "Είναι άδικο να πέφτει πάνω σου το βάρος... με τις δυο μας κόρες και τις δυο μου αδερφές. Είσαι υπέροχος άνθρωπος. Μακάρι... μακάρι να σε είχα γνωρίσει πριν... μακάρι να είχα χρόνια να σου δώσω..."
    - "Δεν είναι βάρος, ποτέ δε το λογάριασα σα βάρος..."
    - "Το ξέρω Μάνθο μου... Το ξέρω και μακαρίζω... μακαρίζω την τύχη μου για όσα χρόνια... όσα χρόνια μου έδωσε... μου έδωσε μαζί σου. Αλλά... αλλά έχω ακόμα ένα χρέος... ένα ακόμα βάρος που πρέπει να πάρεις πάνω σου... γιατί εγώ... δε θα μπορέσω... δε θα μπορέσω να το ξεπληρώσω..."
    - "..."
    - "Σε όλη την εφηβεία μου... ήμουν ερωτευμένη με τον Άγγελο... αλλά εκείνος... αλλά εκείνος δε μου είχε ρίξει... ούτε μια δεύτερη ματιά. Δεν είχε... καλό όνομα στη γειτονιά... τον έλεγαν αλήτη, πούστη, πρεζάκι... αλλά ήταν ο μόνος άνθρωπος... ο μόνος που με άκουσε... Ο μόνος που μου στάθηκε. Εκείνο το βράδυ... με την ψυχή στα δόντια... βρήκα... βρήκα το θάρρος και πήγα σπίτι του... Ξέρεις γιατί πήγα; Πήγα... πήγα να του ζητήσω... να του ζητήσω να με σκοτώσει, ναι... να του ζητήσω να με σκοτώσει. Του είπα... γι αυτά που μου έκανε ο Μάρκος... του είπα γι αυτά... γι αυτά που δεν έκαναν... οι δικοί μου που το γνώριζαν. Που με χτύπαγε, που με βίαζε...που με είχε σκλάβα... που το μόνο που ζητούσε... το μόνο που ζητούσα... ήταν κάποιος... κάποιος να με λυτρώσει... να με βγάλει από τη μιζέρια μου. Και ο Άγγελος... όχι απλά με άκουσε... ήταν και ο μόνος... ο μόνος που έκανε κάτι γι αυτό. Δεν είχε σκοπό... δεν ήθελε... δεν ήθελε να τον σκοτώσει... αλλά ήταν... ήταν εξοργισμένος... και ο Μάρκος... ήταν ο Μάρκος. Το πήρε πάνω του... δεν είπε... δεν είπε την αλήθεια... την αλήθεια ότι... ότι ο Μάρκος με κακοποιούσε... εν γνώση των γονιών μου... γιατί... γιατί οι λειτουργοί... θα έπαιρναν... θα τους έπαιρναν τις μικρές... Αυτή είναι... είναι η αλήθεια... Τώρα ξέρεις... ξέρεις..."
    - "Τα καθίκια... ελπίζω να σαπίσουν στην κόλαση"
    - "Δεν ήταν κακοί άνθρωποι... Αν φταίνε σε κάτι... ήταν που δε με πίστεψαν... που νόμιζαν ότι υπερβάλλω. Πραγματικά... πραγματικά πίστευαν ότι ο Μάρκος... ήταν σπάνια τύχη. Δεν μπορούσα... συγνώμη αγάπη μου... δε μπορούσα να σου πω... την αλήθεια όσο... όσο ζούσαν."

    Οι ελάχιστες δυνάμεις που μου είχαν μείνει μ' εγκατέλειψαν. Ο χρόνος μου τελείωσε, ένα πράγμα είχε μείνει μονάχα...

    - "Μάνθο μου... Ορκίσου μου... ορκίσου μου πως όταν βγει... θα έχει... κάποιον να τον περιμένει... Ορκίσου τό μου... ορκίσου το... στην ψυχή μου..."

    Έβαλε τα κλάματα. Τα άκουγα από μακρυά... το φως άρχισε να σβήνει.

    - "Κράτα μου το χέρι... και ορκίσου μου... ορκίσου μου..."
    - "Στο ορκίζομαι... στο ορκίζομαι..."

    Το τελευταίο μου χρέος... ήμουν ελεύθερη... σκοτείνιασε...

    ...τίποτα.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  6. Karlitos

    Karlitos ...A...

    ....Ήταν ελεύθερη....
    Ήταν πλέον ελεύθερη, από την ζωή που της όρισαν τότε οι γονείς της. Ήταν ελεύθερη , από τα πάθη που βίωσε στο πλάι του Μάρκου... Ήταν ελεύθερη, από την αλήθεια του Άγγελου, που κουβαλούσε τόσα χρόνια μυστικά από τον άντρα της. Ήταν ελεύθερη, από την καταραμένη επάρατη νόσο που την εξαφάνιζε αργά αργά από τούτον τον μάταιο κόσμο που δεν πρόλαβε να ζήσει, όπως θα ήθελε... Κάποτε εκεί που πιστεύουμε πως έχουμε άπλετο χρόνο, η ζωή μας αποδεικνύει πως ο χρόνος είναι όλα σε μια στιγμή.
    Ελεύθερη πια από μια ζωή που άλλοι όρισαν και καθόρισαν για αυτή..
    ....Θέλει Αρετή και Τόλμη η Ελευθερία....
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    23 χρόνια πριν...

    Όχιιιιιιιιιιιι... όχι γαμώ το χριστό μου, όχι, όχι, όχι!

    Έπεσα πάνω στο τζάμι που μας χώριζε και άρχισα να το χτυπάω. Ήθελα να το σπάσω, να περάσω από μέσα του. Όχι εκείνη, όχι, όχι, όχι.

    Οι φύλακες ήρθαν και προσπάθησαν να με τραβήξουν. Ξάπλωσα τον πρώτο κάτω με μια γροθιά. Ήρθαν και άλλοι. Τα γκλομπ με χτυπούσαν σε όλο μου το σώμα αλλά δεν υπήρχε πόνος, υπήρχε μόνο οργή και λύσσα.

    -"Στο ορκίζομαι... στο ορκίζομαι στη λύτρωση που μου χάρισες. Στο ορκίζομαι..." ούρλιαζε πίσω από το τζάμι κλαίγοντας. Οι φύλακες με τράβηξαν πίσω και μισολιπόθυμος από τα χτυπήματα δεν έπαιρνα το βλέμμα μου από πάνω της. Δεν θα την ξαναέβλεπα, το ήξερα.

    Γαμώ το χριστό μου... ένα κοριτσάκι ήταν... ένα κοριτσάκι... κι εγώ ένα ρεμάλι. Δεν είχα καταφέρει να συγχωρέσω ακόμα τον εαυτό μου. Ποτέ δε θα μπορούσα να τον συγχωρέσω. Μια καλή πράξη έκανα στη ζωή μου και αυτή ήταν φόνος. Λίγα χρόνια ευτυχίας, όλα όσα τράβηξε για λίγα γαμημένα χρόνια ηρεμίας και πάνω που έκανε το δεύτερο παιδί της...

    Γαμώ το θεό και το σύμπαν όλο. Γιατί; Γιατί;

    ...

    Ξύπνησα με ένα συναίσθημα πανικού. Ξύπνησα με τη βεβαιότητα ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Ξύπνησα νιώθοντας ότι το σύμπαν πέφτει πάνω μου να με λιώσει.

    - "Έχεις επισκεπτήριο" μου ανακοίνωσαν δύο μέρες αργότερα, επιβεβαιώνοντας το προχθεσινό μου φόβο. "Κανόνισε να χρειαστεί να σε πετάξουμε πάλι στην απομόνωση" συνέχισαν.

    Πίσω από το τζάμι καθόταν ένας άγνωστος άντρας με πρόσωπο σκαμμένο από τη λύπη.

    - "Είμαι ο Μάνθος" μου είπε.
    - "Η Έφη;" τον ρώτησα αλλά μέσα μου το ήξερα, το ήξερα.
    - "Έφυγε..." μου είπε και έσπασε.

    Έσπασα κι εγώ. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα κλαίγαμε και οι δύο, με ένα τζάμι να μας χωρίζει.

    - "Αυτό που έκανες για εκείνη..."

    Δαγκώθηκα γιατί δεν ήξερα τι του είχε πει. Ένευσα ενώ από μέσα μου ένιωθα τις φωτιές των εννέα κολάσεων να με τρώνε για αυτά που έκανα σε εκείνη πριν κάνω αυτό που έκανα για εκείνη.

    Τα δεκαπέντε χρόνια μου είχαν φανεί αστεία. Ούτε δεκαπέντε, ούτε εικοσιπέντε, ούτε εφτά φορές εφτά δεκαπέντε χρόνια δεν ήταν αρκετή τιμωρία γι αυτό που της έκανα.

    - "Να ξέρεις, θα έχεις κάποιον να σε περιμένει όταν βγεις. Το ορκίστηκα στην ψυχή της, θα έχεις κάποιον να σε περιμένει."
    - "Δεν χρειάζεται. Μου αρκεί να ξέρω ότι έζησε όσο έζησε ευτυχισμένη και μου αρκεί να ξέρω ότι τα παιδιά της και οι αδερφές της είναι καλά."
    - "Το ξέρω ότι δε με αγάπησε όσο εσένα αλλά μου έδωσε όσα μπορούσε να μου δώσει. Δεν είχε μόνο η Έφη χρέος σε εσένα. Έχω κι εγώ και έχουν και οι κόρες μας. Αυτό το χρέος δε θα μπορέσω ποτέ να στο ξεπληρώσω, το μόνο που μπορώ να σου υποσχεθώ είναι ότι όταν βγεις θα έχεις κάποιον να σε περιμένει."

    Δεν είχαμε τίποτε άλλο να πούμε και έτσι δεν είπαμε τίποτε άλλο.

    Έψαξα το Ζήσιμο.

    - "Σε θέλω" του είπα. Σε θέλω τώρα.

    Με κοίταξε με περιέργεια. Πάντα με είχε όποτε ήθελε αλλά μέχρι τότε ποτέ δεν το είχα ξεκινήσει εγώ. Δεν το ήξερε αλλά τον είχα ανάγκη. Ήταν ο μόνος άνθρωπος μέχρι τότε που δέθηκα μαζί του.

    Ο μόνος εκτός της Έφης.

    Είμαστε περίεργα ζώα οι άνθρωποι. Ο πρώτος άνθρωπος που δέθηκα μαζί του είχε υποστεί εξευτελισμό και ταπείνωση από εμένα. Ο δεύτερος άνθρωπος που δέθηκα μαζί του μου τα πρόσφερε ο ίδιος. Με γαμούσε όπως ήθελε, όποτε ήθελε και που και που έπεφτε και ξύλο. Τα δεχόμουν όλα μηχανικά, ασυναίσθητα. Κάνε με ό,τι θες, άσε με όμως στην ησυχία μου.

    Αυτή τη στιγμή όμως τον είχα ανάγκη, τον ήθελα.

    Γονάτισα μπροστά του και του κατέβασα τη φόρμα. Τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω με ενθουσιασμό που δεν είχα δείξει ποτέ ως τότε. Τον έπαιρνα όσο βαθιά δεν τον είχα πάρει ποτέ και ούτε αναγούλα ένιωσα, ούτε πνίξημο ούτε τίποτα. Τον είχα τόση ανάγκη που δεν καταλάβαινα χριστό. Σε λίγη ώρα τον ένιωσα να δονείται μέσα στο στόμα μου και να με πλημμυρίζει με καυτό σπέρμα το οποίο το κατάπια αχόρταγα. Όταν τέλειωσε δεν τον άφησα να τραβηχτεί, συνέχισα να τον γλείφω μέχρι που τον καύλωσα πάλι.

    - "Σε θέλω" του είπα. "Θέλω να με γαμήσεις, θέλω να με σκίσεις. Θέλω να με χτυπήσεις. Σε θέλω, σε θέλω."

    Έσκυψα πάνω στον τοίχο. Ο Ζήσιμος άρχισε να μου ρίχνει δυνατές στον κώλο. Πονούσα και καιγόμουν, και όσο πιο πολύ πονούσα τόσο πιο πολύ καιγόμουν και τόσο μεγάλωνε η ανάγκη μου για εκείνον. Σταμάτησε να με χτυπάει και μου τον κάρφωσε μέχρι τη ρίζα στον κώλο. Ένιωθα να με σκίζει αλλά τον καλωσόρισα και αυτό τον πόνο.

    - "Γάμα με, σκίσε με... σκίσε με."

    Δεν απάντησε, μόνο συνέχισε να κινείται πιο γρήγορα και πιο γρήγορα και πιο γρήγορα.

    Χύσαμε μαζί... για την ακρίβεια έχυσα όταν τον ένιωσα να αδειάζει βαθιά μέσα στον κώλο μου. Δεν μου είχε ξανατύχει, δεν το περίμενα και ήταν... ήταν υπέροχο.

    Εκείνη την ημέρα έχασα το λογαριασμό πόσες φορές με γάμησε και με χτύπησε. Με γαμούσε σα να μην υπήρχε αύριο.

    ... που να ήξερα. Πού να ξέραμε ότι εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία μας.

    Δεν πρόλαβαν οι φύλακες να συλλάβουν το Λουκά. Τον στρίμωξα εγώ. Μου έριχνε τουλάχιστον ένα κεφάλι και ήταν δυνατός σα βόδι αλλά είχα τόσο μένος μέσα μου που δεν είχε καμία ελπίδα. Τον ξάπλωσα κάτω με γροθιές και του έκανα τη μούρη πελτέ, όπως του Χριστόπουλου. Αλλά δε σταμάτησα εκεί, του τον έκοψα με στομωμένο μαχαίρι και του τον έχωσα στο στόμα. Μετά τον ξεκοίλιασα και τον στραγγάλισα με τα ίδια του τα άντερα. Δεν... δε θυμάμαι λεπτομέρειες. Θυμάμαι μόνο που είχα καθίσει απέναντι από το πτώμα του και γέλαγα σαν τρελός μέχρι που ήρθαν και με μάζεψαν, εμένα και τα κομμάτια του Λουκά.

    Ποιος να το φανταζόταν ότι ο Λουκάς, ο σκληρός βαρυποινίτης, το αφεντικό της φυλακής θα έβρισκε τέτοιο φρικτό τέλος και μάλιστα από τα χέρια μιας λούγκρας. Αν μπορούσαν θα με είχαν αθωώσει αλλά αντί γι αυτό έφαγα άλλα δέκα χρόνια στη καμπούρα μου.

    Δύο φόνοι, καμία τύψη παρά μόνο για όσα είχα κάνει εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα.

    Είναι να μη βραχείς...

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  8. Nickname

    Nickname Όμορφος, έξυπνος και μετριόφρων Contributor

    Δεν διάβασα ακομα τη συνέχεια αλλά αφού θα κάνω που θα κάνω like, είπα να το κάνω πρώτος  
     
  9. Ουφ  
     
  10. iolanda

    iolanda Contributor

    Υπέροχη ιστορία.
    Την διάβασα όλη.
    Εικόνες, χρώματα, μυρωδιές, αισθήσεις και συναισθήματα, τα μεταφέρετε άψογα.
    Με συνεπήρε.
     
  11. E. Dantes

    E. Dantes Uno, nessuno e centomila

    Δεν ξερω πως η ποτε θα τελειωσει αλλα τη βλεπω ηδη βιβλιο, θεατρικο η ταινια.
    Οτιδηποτε αλλο θα της πεσει λιγο.
    Δεν χωραει εδω μεσα αυτη.
    Δωστης φτερα να πεταξει.
     
  12. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    ακριβώς αυτό:
    @Arioch
    σε τέτοια κείμενα τα λόγια περισσεύουν...