Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ερεθισμένο Σώμα - 2

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 8 Αυγούστου 2024.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Όταν βγήκαν όλοι έξω, εκείνη σηκώθηκε αργά και χωρίς καν να κοιταχτεί στον καθρέφτη έπιασε από κάτω ένα σορτς και ψαχούλεψε στα μαξιλάρια να βρει το τοπάκι της.

    Κοίταξε ολόγυρα, όντως είχε ανάγκη από ένα τσιγάρο.

    Οι άνδρες την περίμεναν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Περασμένα μεσάνυχτα, αρχές Αυγούστου, έρημη πόλη.

    Εδώ και κάποια καλοκαίρια συνηθίζει τις νύχτες να κυκλοφορεί ξυπόλητη. Το να νιώθει στα πέλματα την άσφαλτο είναι το ίδιο με συμμετοχή σε όργιο – ή το αντίθετο συμβαίνει; Ένιωθε μπερδεμένη.

    Δρασκελίζοντας τα τελευταία σκαλοπάτια ζύγιασε το ψιλόλιγνο κορμί της δίπλα σ’ εκείνο του προϊσταμένου και του ζήτησε τσιγάρο. Δεν κουνούσε φύλλο, ψυχή πουθενά. Κάπου ψηλά ένα παράθυρο ακούστηκε να τρίζει.

    Ο άνδρας της πρόσφερε τσιγάρο και έβγαλε αναπτήρα να τ’ ανάψει. Η κοπέλα έκανε δύο ρουφηξιές και φρόντισε ο καπνός να πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

    «Γιώργο», είπε διακριτικά ο προϊστάμενος. Μία σκιά εμφανίστηκε από την απέναντι γωνία και στάθηκε από πάνω τους.

    Η κοπέλα τού έτεινε θαρρετά το τσιγάρο. Εκείνος στεκόταν αναποφάσιστος, τελικά το πήρε. Το αριστερό χέρι της κοπέλας έκανε μία μεγάλη στροφή γύρω από τα πρόσωπά τους και αναπαύτηκε πάνω από τα στήθη της, δείχνοντας ένα σημείο κάτω απ’ τον λαιμό.

    Δύο τετράγωνα πιο κάτω στιγμιαία φάνηκαν οι προβολείς ενός αυτοκινήτου. Η κοπέλα μουρμούρισε παραπονιάρικα: «έλα αγάπη μου, όπως το κάνουμε όλοι μαζί».

    Τίναξε με δύναμη τα μαλλιά της πίσω και ξεκίνησε να κατηφορίζει σαν φάντασμα το Παγκράτι. Δέκα λεπτά μετά στεκόταν έξω από ένα 24/7 μάρκετ. Ήταν λουσμένο στο φως σαν οφθαλμαπάτη νερού στην έρημο. Θυμήθηκε ότι είχε να πιει νερό βρύσης σχεδόν δύο μέρες – δεν χρειάστηκε.

    Προχώρησε προς την είσοδο και αυτή άνοιξε. Δεν χρειαζόταν να πάει μακριά. Στάθηκε σιωπηλή πάνω απ’ το ταμείο. Η ταμίας που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε να ‘ναι απορροφημένη στο κινητό της, σήκωσε τα μεγάλα γαλανά της μάτια να την κοιτάξει, μένοντας το ίδιο σιωπηλή.

    Αυτό κράτησε για λίγο, αν και φάνηκε αιώνας. Η κοπέλα φαινόταν να ‘ναι σε μαύρο χάλι. «Δεν αντέχω», ψιθύρισε στην αμίλητη εξηντάρα γυναίκα που καθόταν πίσω από το ταμείο.

    Τότε η γυναίκα σηκώθηκε, έκανε ένα γύρο και κλείδωσε την είσοδο του μαγαζιού. Την πήρε στοργικά από το χέρι και πέρασαν το στενό διάδρομο με τα καθαριστικά, τα αντιηλιακά και τις αλοιφές για τσιμπήματα. Προς στιγμήν σταμάτησε και πήρε ένα σωληνάριο από το ράφι. Το πίεσε και τ’ άπλωσε απαλά πάνω στο σημάδι που η κοπέλα είχε στο λαιμό. Προχώρησαν, πέρασαν μία πόρτα και άρχισαν να ανεβαίνουν λίγα σκαλοπάτια, μέχρι που βρέθηκαν σε μία ολόφωτη και πεντακάθαρη γκαρσονιέρα. Ήταν η στιγμή που της άφησε το χέρι και τότε η κοπέλα ένιωσε ότι ζέχνει το είναι της.

    Λουσμένη στο φως και μαζί στα εκκρίματα της ανδρικής κυριαρχίας, έτσι παραδομένη σε αυτήν την γυναίκα ένιωσε ένα δέος και αμέσως ρίγος διαπέρασε την σπονδυλική της στήλη μέχρι που της λύθηκαν τα πόδια και σωριάστηκε στο πάτωμα.

    Την επόμενη μέρα και κάθε μέρα η ζωή συνεχίζεται απλά, με συνήθειες καθημερινές, μισητές και αγαπημένες. Οι κρατούμενοι επιστρέφουν στα κελιά τους όπως οι ελεύθεροι από τις διακοπές.

    Οι δύο γυναίκες έμεναν πάνω από το μαγαζί. Έτρωγαν πρωινό και δουλεύανε την δωδεκάωρη βάρδια μαζί. Τις αντικαθιστούσε ένας κοτσονάτος γέρος, σβέλτος, μαυριδερός και νευρώδης.

    Οι γυναίκες μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι όπως μάνα και κόρη και οι ώρες περνούσαν ρουτινιάρικα. Η κοπέλα δούλευε περισσότερο στην αποθήκη πηγαινοφέρνοντας κούτες και γεμίζοντας τα ράφια με προϊόντα. Δούλευε με νεύρο και συγκεντρωμένα. Στο τέλος της βάρδιας τους εκείνη συνέχιζε για ένα ακόμα δίωρο να βοηθάει τον γέρο και μετά ανέβαινε πάνω για μία τρίωρη φασίνα – αυστηρά προγραμματισμένη. Όταν τελείωνε έριχνε το κορμί της φαρδύ-πλατύ στο κρεβάτι και ροχάλιζε δίπλα στην Κυρία της.

    Ναι, γιατί όντως ήταν η Κυρία της. Ήταν αυτή που την έσωσε σαν ένα αδέσποτο, ήταν για αυτήν που δούλευε και καθάριζε. Την Κυρία της υπάκουε ολομερής και μετά από δύο εβδομάδες εργασίας, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε καν πατήσει το πόδι της έξω στο πεζοδρόμιο. Και ήξερε πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο απαγορευόταν – δεν της ζητήθηκε άλλωστε ποτέ να βγει έξω. Η Κυρία της είχε πει να αποφεύγει πάση θυσία την επαφή με πελάτες, να μην μπερδεύεται στα πόδια τους. Η Κυρία της την είχε κυριολεκτικά αρπάξει!

    Και οι δυο τους καλά-καλά δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Η Κυρία σπάνια της απευθυνόταν, κάτι που σήμαινε ότι δεν θα έπρεπε και η ίδια να το κάνει. Ούτε μία καλημέρα, λίγη κουβεντούλα μόνο το πρωί για εντολές και εργασίες που δεχόταν με το κεφάλι σκυφτό.

    Μάλιστα είχε τη βάσιμη υποψία ότι η Κυρία είχε τον τρόπο να διαισθάνεται πότε η δούλα της τεμπελιάζει και πότε χασμουριέται ώστε να την τιμωρεί. Τι άλλο μπορούσαν να σημαίνουν τα δυνατά τσιμπήματα που δεχόταν καθημερινά από τον γέρο.

    Στην αρχή ήταν μία έκπληξη για αυτήν. Ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο αριστερό της μπράτσο καθώς με το δεξί χέρι τοποθετούσε κάτι μακαρόνια στο πάνω ράφι. Πετάχτηκε σαν να την είχε τσιμπήσει σφήγκα και είδε τον γέρο να μειδιά. Κούνησε απορημένη το κεφάλι της και έκανε να συνεχίσει.

    «Πόνεσε», της είπε.

    «Πολύ», του απάντησε.

    «Σου άρεσε;»

    «Ναι.»

    Και έτσι συνεχίστηκε κατά μήκους των στενών διαδρόμων, με παρατεταμένες και άγριες τσιμπιές, αρχικά στα άκρα του κορμιού και βαθμιαία στα ευαίσθητα σημεία της. Απλά και ήρεμα, χωρίς φωνές και καμώματα.

    Ο γέρος καταλάβαινε από τις ανάσες της πότε τα νύχια του είχαν ανελέητα γραπώσει σάρκα. Τότε θα συνέχιζε πιο αποφασιστικά αλλάζοντας λίγο στάση σώματος. Εκείνη θα του ψιθύριζε έλεος – σα ν’ ανασαίνει τη λέξη. Στο τέλος την άφηνε να πάει πίσω να κλάψει όσο θέλει.

    Το κάθε τσίμπημα άφηνε ένα άσχημο αιμάτινο σημάδι, που επιστρέφοντας η δούλα στο δωμάτιο το επιδείκνυε με βουβή λαχτάρα στην ανέκφραστη Κυρία της.

    Δεν είχε νόημα, η Κυρία της την τιμωρούσε και η σκληρότερη τιμωρία ήταν να μένει αδιάφορη μπροστά στις πληγές της, στρέφοντας το κεφάλι πέρα και κάνοντας την μεγάλη ξανθιά αλογοουρά της να κυματίσει.

    Εκείνο το πρωινό στα τέλη του Αυγούστου και ενώ η κίνηση στο μαγαζί είχε αισθητά αυξηθεί, η δούλα δεν έδειξε να έχει όρεξη να αφήσει το κρεβάτι. Η εξηντάρα Κυρία είχε ήδη βγει από την τουαλέτα και το παρατήρησε. Συνέχισε προς το ψυγείο στο βάθος.

    Το προηγούμενο βράδυ, επιτέλους, ο γέρος μετά από καμία ντουζίνα φορές που της είχε τσιμπολογήσει την κλειτορίδα, την πήδηξε νέτα σκέτα πάνω από χαρτόκουτες και νερά.

    Το πουλί του ορθώθηκε μακρύ σαν φυσερό, και έτσι πυρωμένο καρφώθηκε μέσα της, κόβοντάς της την ανάσα το εύρος της διείσδυσης. Ήταν σαν να είχε παραδοθεί στις διεστραμμένες ορέξεις γυναικολόγου του μέλλοντος, που με το ρομποτικό του μηχάνημα καυτηριάζει τα σπλάχνα της – μία σεληνάκατος που τσαγκρουνίζει το φεγγάρι.

    Και τότε, όσο διαρκούσε η πράξη, είχε την εικόνα ότι και η ίδια δεν είναι από εδώ, αλλά ένα αστρικό πλάσμα αιχμάλωτο στις ορέξεις μιας αχόρταγης φυλής, και αυτή η ιδέα την έκανε να ανακουφιστεί και να ριγήσει τόσο όσο να στραφεί πιο συνειδητά στο γαμήσι που κρατούσε εν χορώ και οργάνοις.

    Γυρίζοντας με καφέ, φρυγανιές και μαρμελάδα, η Κυρία είδε τη δούλα της ανάσκελα ακόμα πάνω στο στρώμα. Άφησε το δίσκο προσεχτικά στο κομοδίνο και έγειρε να της σιάξει τα μαλλιά.

    «Θέλω να κάνω έρωτα», ακούστηκε η φωνή λυγμική να βγαίνει απ’ το ακμαίο σώμα. Άνοιξε τα μάτια της και αισθάνθηκε το χειμαρρώδες βλέμμα της Κυρίας πάνω της, την ίδια στιγμή, αξεχώριστα, ένιωσε ένα δυνατό πόνο σαν σούβλισμα στην κοιλιά, ένα σοκ που την έκανε να διπλωθεί στα δύο. Με τον πόνο να υποχωρεί σε δευτερόλεπτα, αισθάνθηκε ένα έντονο κάψιμο πάνω από τον αφαλό, κοίταξε και είδε με τρόμο να απλώνεται ένα μεγάλο έγκαυμα.

    Ήταν το θαύμα της ενσάρκωσης, όταν η δούλα – αυτό το χειροπόδαρα δεμένο από λασπερά ένστικτα κορμάκι – μπόρεσε να αγλαΐσει τη δουλεία της.

    Σύρθηκε σαν φίδι στο πάτωμα και γύρω απ’ τα κιρσώδη πόδια της Κυρίας. Η πληγή της έκανε την καρδιά της να χτυπά ακανόνιστα. Έτριψε στο τέλος την πλάτη της στο πάτωμα και τέντωσε πίσω τα χέρια. Η Κυρία σήκωσε το δεξί της πόδι και το άφησε να πέσει στο στομάχι της δούλας. Η δούλα λικνίστηκε ελαφρά δεξιά-αριστερά και άφησε την πατούσα της Κυρίας να βρει την πρέπουσα θέση πάνω στα σπλάχνα της.

    «Έχω συμφωνήσει με το αφεντικό σου να θαφτεί το όλο θέμα. Έγιναν αμοιβαίες παραχωρήσεις και ανταλλαγές. Εσύ εδώ μένεις να γεννοβολάς.»
     
    Last edited: 8 Αυγούστου 2024