Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ερωτική Λογοτεχνία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος zinnia, στις 4 Ιανουαρίου 2008.

  1. zinnia

    zinnia Contributor

    Loulou Morin: Η Μαύρη Πέρλα

    Σημ: 1955. Είναι έξι μήνες που 'χει κυκλοφορήσει "Η Ιστορία Της Ο" κι ολάκερο το Παρίσι κουτσομπολεύει, προσπαθώντας να μαντέψει τον ή την συγγραφέα της. Πριν καλά-καλά κοπάσει ο σάλος, μια νέα μυστηριώδης 'πολύτιμη πέτρα' έρχεται να ταράξει τα νερά της Ερωτικής Λογοτεχνίας του 20ού αιώνα: "Η Μαύρη Πέρλα" με την υπογραφή Loulou Morin, που ανακαλεί τη βιτσιόζα, μελαγχολική, ακαταμάχητη Louise De Vilmorin (Λουλού, για τους φίλους), τελευταία μεγάλη κυρία των σαλονιών και του πικάντικου κοσμοπολιτισμού. Κανείς δεν έμαθε ποτέ με βεβαιότητα σε ποιον ανήκει αυτή η υπογραφή... Όλα όμως θυμίζουνε τη γυναίκα για την οποία ο Εξυπερί κι ο Αντρέ Μαλρό είχανε πει πως είναι "αρρώστια", τη γυναίκα που κάποτε ψιθύρισε στο αφτί του Όρσον Γουέλς: "Απόψε σ' αγαπώ για πάντα". Το χιούμορ, η ευφορία, τ' όνειρο της εξωτικής ακολασίας όμως δεν είναι τα μόνα μεγάλα μυστικά μιας γυναίκας που 'ξερε να σοκάρει τη παρισινή κοινωνία, όσο καμιά άλλη...

    Η Μαύρη Πέρλα

    Ντουντού
    Έχοντας χάσει τον άντρα της στον πόλεμο, η Μαρούσια Ντε Β. θεωρούσε χρέος της να προσφέρει υπηρεσίες ως εθελόντρια νοσοκόμα στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Μπ. Έτσι ήρθε σ' επαφή με τους πρώτους πειρασμούς. Πριν από τότε, αγνοούσε παντελώς τις χαρές του έρωτα. Ο άντρας της, μεσιέ Ντε Β., είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της, τη παντρεύτηκε ύστερα από πολυτάραχη νιότη και με τον γάμο αυτό πραγματοποίησε μιαν άκρως εγωιστική, αναξιοπρεπή, απόσυρση από τις εντάσεις του ερωτικού βίου. Το περιοδικό τίμημα που κατέβαλλε, για να εκπληρώνει τα συζυγικά του καθήκοντα, πολύ νωρίς μεταβλήθηκε σ' οριστικήν αποχή κι αν η Μαρούσια δεν έβρισκε παρηγοριά με το δάχτυλο χωμένο ως τ' άπατα του κώλου της, στον αυνανισμό, είναι σίγουρο πως δε θα βρισκόταν άνθρωπος να ζηλέψει τη τύχη της. Έπειτα, ήταν όμορφη, ξανθιά, με γκριζοπράσινα μάτια κι υπέροχο στόμα, παρ' όλη τη θλίψη του για τα φιλιά που δε βρισκότανε κανείς να του δώσει. Κάθε φορά που 'παιρνε μιαν απογοήτευση από το γάμο της, κάτι βέβαιοα που 'ναι ψωμοτύρι σ' όλους τους γάμους, δάγκανε τα χείλια της. Ο καθένας τιμωρεί τον εαυτό του όπως μπορεί...
    Στο νοσοκομείο, έβλεπε νέους άντρες, ολοτσίτσιδους, κάθε μέρα. Το πόστο που της είχαν αναθέσει ήτανε στη πτέρυγα κείνων που βρίσκονταν σ' ανάρρωση. Συντρέχοντας τους με τη πάπια, της ήταν αδύνατο ν' αποφύγει να 'ρθει 'πρόσωπο με πρόσωπο' με τις μεγάλες νεανικές ψωλές και να μη νιώσει θαυμασμό για τα εξαίσια καφετιά τους αρχίδια. Τα φανταζότανε να πετρώνουν από τη κάβλα κι αντί για κάτουρο να εξακοντίζουνε σπέρμα. Η φαντασίωση αυτή ήτανε τόσο ζωηρή που την έσπρωχνε να τρέχει, να κλειδαμπαρώνεται στην ιματιοθήκη, να τραβά έξω ένα ψεύτικο, πλαστικό φαλλό που κρατούσε φυλαγμένο, -όπως όλες οι αξιοσέβαστες κυρίες της πόλης- μέσα σ' ένα δερμάτινο κουτί σα κασετίνα για βιβλία. Σήκωνε τα φουστάνια, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλά της, έβρισκε το λειρί της κι άρχιζε να το μαλακίζει απαλά, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τη χοντρή λαστιχένια βάλανο με σάλιο. Όταν ένιωθε τα κύματα της απόλαυσης να ξεχύνονται ανάμεσα στα μπούτια της, έβαζε το μακρύ εργαλείο μες στο μουνί κι άρχιζε να γαμιέται μοναχή της, με τη σκέψη κάποιου από τους νεαρούς τραυματίες που κάπως της είχε γυαλίσει. Κατέληγεν έτσι να βρυχιέται από ηδονή και μέσα στον πόθο της, ένιωθε να τη παρασέρνει η εικόνα μιας μαλλιαρής κοιλιάς με μισάνοιχτα ακόμα ράμματα να δείχνουνε σα βέλη προς το μέρος ενός τερατώδους μέλους, που οι φουσκωμένες φλέβες του, στέλνανε παχύρρευστο σπέρμα, μ' άρωμα θαλασσινής αρμύρας σε μια πρησμένη βάλανο, σκληρή σα κουκουνάρι κι απαλή σε βελούδο... Ύστερα ξανάβαζε τον ψεύτικο φαλλό στη κασετίνα, έβγαινε από την ιματιοθήκη λίγο ταραγμένη και παριστάνοντας την αδιάφορη, πήγαινε να κάνει τσίσα της.
    Μπορεί να φαίνεται παράξενο που μες απ' όλον εκείνο τον ανθό της νιότη, δε διάλεξεν εραστή. Όμως κείνα τα χρόνια δεν ήταν η μοναδική γυναίκα που σήκωνε αυτό το σταυρό του μαρτυρίου, μήτε κι η μόνη που φοβότανε τη κακία και τη κακογλωσσιά μιας κοινωνίας που καταδίκαζε τις χήρες στον ψεύτικο φαλλό, μέχρι τουλάχιστον να εμφανιστεί κανά παχυλό -και γέρικο που να μην έχει ανάγκη κι ελπίδες με τις πιτσιρίκες- πορτοφόλι, που μετά τη δέουσα περίοδο πένθους για τα μάτια του κόσμου, θα προσέφερε τη δυνατότητα στη χήρα να συνενώσει τη μισοφαγωμένη της περιουσία με τη 'μειωμένη απόδοση' του χήρου...
    Έτσι κυλούσεν η ιστορία μέχρι τη μέρα που στο νοσοκομείο κατέφτασε ένας νέγρος λοχίας και θεωρήσανε σκόπιμο ν' απομονώσουνε σε μονόκλινο δωμάτιο. Πράγματι οι προθυμότατες κατά τ' άλλα, νοσοκόμες, αρνούνταν να τονε φροντίσουν, όχι τόσο γιατί ήταν ρατσίστριες, για όνομα του Θεού, αλλά γιατί κάπου είχανε διαβάσει πως οι νέγροι ήταν άγριοι και τρέφονταν μ' ανθρώπινο κρέας. Θα 'τανε πανευτυχείς και πολύ περήφανες να προσφέρουν ακόμα και το αίμα τους για τη Γαλλία, παρ' όλη τη στροφή της προς τη δημοκρατία, αλλά να κάτσουν να τις κατασπαράξουνε ζωντανές έπεφτε πολύ ακόμα και σ' αυτές. Έτσι έπεσε ο κλήρος στη Μαρί-Μαντλέν, την ηγουμένη του μοναστηριού που γειτόνευε με το νοσοκομείο, ν' αναλάβει τον νέγρο κι εκείνη τονε συνέτρεξε με προθυμία που στο τέλος ψύλλιασε την Μαρούσια. Βάλθηκε να κατασκοπεύει την άγια κείνη γυναίκα. Τι άλλο να κάνει άλλωστε ένα τίμιο θηλυκό, μέσα σ' ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, αν δε παραμονεύει κι αν δε κρυφοκοιτάζει ψωλές κάτω από τα σεντόνια;
    Τα παραφυλάγματα αποδώσαν αμέσως τους καρπούς που ευχόταν η Μαρούσια. Έχοντας πλησιάσει αθόρυβα στη κλειδαρότρυπα της απομονωμένης κάμαρας, κατάφερε ν' ανακαλύψει αμέσως, πως η ευσεβής γυναίκα συμβίβαζε τις ανάγκες του ταμπεραμέντου με κείνες της πίστης της. Απέφευγε να προσδώσει στις πράξεις της ακόμα και το παραμικρόν ίχνος της διανοητικής συμμετοχής που γεννά την αμαρτία, που ως γνωστόν, οφείλεται σε διαστροφή πιότερο του πνεύματος, παρά της σάρκας. Πλησίαζε λοιπόν στο κρεβάτι και χωρίς να βγάλει μιλιά, σήκωνε το ποδήρες ένδυμά της και σκέπαζε το κεφάλι για να κρύψει τη θέα αυτού που έμελλε να της συμβεί, όπως κάνουν οι στρουθοκάμηλοι, όταν ζυγώνει κίνδυνος. Κατ' αυτό τον τρόπο, πρόσφερε στο γεμάτο πόθο βλέμμα του νέγρου, ένα κώλο που βαστιότανε καλά και στα μάτια της Μαρούσια μια κοιλιά που 'σβηνε μέσα σ' ένα δασώδες σκούρο τρίχωμα. Εκείνη τη στιγμή, ο νέγρος πετούσε πάνωθέ του το σεντόνι και σηκωνότανε σιωπηλός και φελπεδένιος σαν αίλουρος. Το ματσούκι του, τεράστιο και μακρύ, είχε την όψη τερατόμορφου σπαραγγιού, ενός μαύρου κολασμένου σπαραγγιού. Το χούφτωνε με τα δυο του χέρια, σα να 'ταν όπλο κι ύστερα έφτυνε στις παλάμες του για να σαλιώσει τη βάλανο. 'Ανοιγεν έπειτα τα κωλομέρια της άγιας κείνης γυναίκας, μ' ένα και μοναδικό τράνταγμα βύθιζε το φονικό του όπλο μες στο σφιγκτήρα της. Η Μαρί δε κατάφερνε να συγκρατήσει τη κραυγή πόνου, την ώρα που την υπέβαλλε σ' αυτή τη δοκιμασία. Γρήγορα όμως άρχιζε να το υπομένει κι όσο ο νέγρος τη ξεκώλωνε με τα ρωμαλέα του τραντάγματα, κείνη παραμέριζε το φυλαχτό κι έχωνε το δάχτυλό της μες στο καταμουσκεμένο μουνί της, κουνώντας το όλο σπιρτάδα.
    Σ' αυτή τη στάση περίμενε στωικά τον άλλο να χύσει και κάθε τόσον επαναλάμβανε με φωνή που 'βγαινε πνιχτή μες από τα ράσα της: "Ιησού Χριστέ... Ιησού Χριστέ...!" Όταν τελικά ένιωθε το ζεστό τίναγμα από το χύσι να πλημμυρίζει τα σπλάχνα της, φώναζε: "Ντουντού... Ντουντού...!" Πράγματι, αυτό ήτανε τ' όνομα του Σενεγαλέζου. Τότε ξανασηκωνόταν, ταχτοποιούσε τα ρούχα της και σ' ένδειξη ταπεινοφροσύνης και πλήρους μετάνοιας, έγλειφε κι εξάγνιζε τον βλάσφημο εκείνο πούτσο από τα χύσια και τα σκατά που βρίσκονταν σε τέλεια ώσμωση, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη πλειονότητα των πράξεων του ταπεινού και χυδαίου τούτου κόσμου. Πασπατεμένο από τη ζωηρή γλώσσα της αδελφής, το μέλος ορθωνότανε και πάλι. Τότε ο Ντουντού ήθελε να τη γαμήσει με τον φυσικό κείνο τρόπο που ο όφις έδειξε στον Αδάμ και την Εύα, στο παράδεισο. Εκείνη όμως δεν εννοούσε να του εκχωρήσει το χαράκωμα που 'χεν αφιερωμένο, όταν διάλεξε να βάλει το ράσο, στον Ιησού της. Κι ενώ μοχθούσε να του δώσει να καταλάβει τους ιερούς λόγους αυτής της άρνησης, έχοντας κατά νου να του γαληνέψει τις κάψες, τον έσπρωχνε ως την άκρη του κρεβατιού κι άρχιζε να του το χαιδεύει.
    Η Μαρούσια μπορούσε πίσω από τη κλειδαρότρυπα να θαυμάσει τις φλέβες που σιγά-σιγά φουσκώνανε τσιτώνοντας το σοκολατί μετάξι της επιδερμίδας του γλιστερού και τεράστιου κείνου ερπετού. Μερικές φορές όμως η Μαρί αθελά της, άγγιζε το φιλέτο με τη λαίμαργη γλώσσα της. Ύστερα όμως, θυμότανε πως η λαιμαργία είν' αμάρτημα και πως ο εξομολογητής της απαγόρευε να βάλει στο στόμα της ακόμα και κριθοζάχαρο. Ξαναδίπλωνε λοιπόν τη γλώσσα της και την ξαναπέταγεν έξω μονάχα όταν εκείνος έφτανε στο τέλος. Το 'κανε σα καλή νοικοκυρά κι οικονόμα, απο προνοητικότητα κι όχι από φιληδονία. Πράγματι, μιας κι η στέρνα που 'χε μέσα του αυτός ο νέγρος δεν έλεγε ν' αδειάσει ποτέ, φοβόταν μη τυχόν κι οι ριπές του σπέρματος καταλήγανε να γεμίσουνε λεκέδες τα σεντόνια που μ' αυτά που στοίχιζε το πλυντήριο, έπρεπε να τ' αλλάζουνε κάθε δυο βδομάδες.
    Όταν ο Ντουντού κατάλαβεν επιτέλους πως η ευσεβής, έπραττε ως έπραττε μόνο και μόνο γι' αυτοτιμωρία, πήρε την απόφαση να συμβάλλει στη σωτηρία της ψυχής της. Κι έτσι την ώρα που έχυνε, άρπαξε την άγια γυναίκα από τ' αφτιά με τρόπο που να κρατά το παλούκι του καλοχωμένο μες στο λαρύγγι της ώσπου να κοπάσει κι η τελευταία ριπή. Σ' αυτό το σημείο, με φωνή δυνατή, καθαρή και καλοζυγισμένη για ν' ακούγετ' επίσημη σαν ιερέα, της ανήγγειλε:¨
    -"Και τώρα, αγαπητή αδελφή, μιας και το πυρ της κόλασης που πυρπολεί τα σωθικά σου δεν έχει ακόμα σβήσει εντελώς, σκοπεύω να κατουρήσω μες στο στόμα σου!" Το 'πε και το 'κανε. Η Μαρί κατάπιε με μεγάλες γουλιές τα καφτά ούρα του και μόνο τότε της άφησε τ' αφτιά. Ευχαριστημένη από την εκτέλεση της αποστολής της, βοήθησε τον αναρρωνύοντα να ξαναπλαγιάσει, του τίναξε το μαξιλάρι, τονε σκέπασε με τις κουβέρτες, του άδειασε και του 'λυνε το ουροδοχείο, το αληθινό τούτη τη φορά.
    Η Μαρούσια πατώντας στις μύτες των ποδιών, μόλις πρόλαβε ν' αφήσει το πόστο της κι ερεθισμένη από το θέαμα έτρεξε στην ιματιοθήκη. Την ώρα που έχυνε, έχωσε κι εκείνη μια ψωλάρα -τι κι αν ήτανε ψεύτικη- στον κώλο, ενώ την ίδια στιγμή χαρχάλευε μανιασμένα και το κοκοράκι της. Ένιωσε να χάνεται μέσα σ' ένα γεμάτο ηδυπάθεια τίποτε. Κι όσην ώρα τα λαστιχένια παπάρια τινάζανε μες στα σωθικά της πηχτό γάλα, κάτω από τα σφαλισμένα της βλέφαρα έβλεπε να ορθώνεται μες από το δάσος των τριχών, ένας τεράστιος μαύρος κορμός. Τώρα πια κείνη η πούτσα τη καταδίωκε παντού και πάντα. Την είχε κάνει να χάσει τον ύπνο της. Ύστερα μια μέρα των ημερών, ήτανε θέλημα Θεού μια οξύτατη ρευματική κρίση να κρατήσει τη Μαρί ακινητοποιημένη στο κρεβάτι και να την αναγκάσει, προσωρινά τουλάχιστον, να παραιτηθεί από τις σπονδές στο Σενεγαλέζο της. Η Μαρούσια δέχτηκε να ...θυσιαστεί κείνη στη θέση της. Οι συναδέλφισσές της, γεμάτες ευγνωμοσύνη, δε διακρίνανε φυσικά ίχνος ύποπτων προθέσεων.
    Πέρασε ολάκερη νύχτα ν' αναρωτιέται πως θα μπορούσε ν' αποσπάσει από τον Ντουντού τις ίδιες απολαύσεις που αποσπούσεν η ευσεβής καλόγρια. Κατά το χάραμα κατέληξε στο συμπέρασμα πως, όπως λέει κι ο λαός, αν δε βρέξεις κώλο δε πιάνεις ψάρια, μήτε κι ομελέτα γίνεται αν δε σπάσεις αβγά κι αποκοιμήθηκε καθησυχασμένη. Έτσι την άλλη μέρα μπήκε στο δωμάτιο του Ντουντού κι αφού γύρισε το κλειδί στη πόρτα, σήκωσε τα φουστάνια της και χάρισε στο βλέμμα του, τα εξαίσια κωλομέρια της, με τη τρυπούλα στη μέση να 'ναι ήδη πασαλειμμένη με μυρωδική λιπαντική αλειφή, από το φόβο του τεράστιου μεγέθους του εργαλείου του. Δεν έμελλε να περιμένει πολύ. Σύντομα αισθάνθηκεν ένα τεράστιο ζεστόν όγκο να πιέζει πάνω στη πισινή σχισμή της και, λίγο χάρη στην αλειφή, λίγο χάρη στα νευρικά ανασηκώματα της λεκάνης της, ένιωσε να τη διαπερνά σα πυρωμένο δόρυ. Ύστερα ένα γερό χούφτωμα στη κοιλιά τη πίεσε και τη κόλλησεν ακόμα πιο πολύ στο αόρατο κι αγέρωχο κείνο καβλί, την ώρα που το άλλο χέρι, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στις τρίχες της ψιψίνας της. άρχιζε να γλυκοπασπατεύει τα χείλη και το κουμπάκι της, για να χωθεί τελικά μέσα της, λες κι ήθελε, πίσω από τις λεπτοϋφασμένες εκείνες μεμβράνες να φτάσει ν' αγγίξει την ατέλειωτη ψωλή που ορμούσε μες στα έντερά της σα κριάρι. Στην αγριεμένη επιδρομή του παλουκιού απαντούσε το παιγνίδισμα των δαχτύλων που μούσκευαν μέσα στη πάχνη της. Χύσανε μαζί και μάλιστα τόσον άγρια που καταρρεύσανε στο πάτωμα ουρλιάζοντας κι έμειναν εκεί, ασάλευτοι, για ώρα πολλή, βαριανασαίνοντας. Αυτή ν' αφουγκράζεται το παραμικρό τρέμουλο του παραδείσιου κείνου πουλιού που κούρνιαζε στα βάθη της σάρκας της κι αυτός να πλέει σε πελάγη ευτυχίας που το 'χε μέσα στο θάλπος της φιλόξενης κι εύοσμης εκείνης φωλιάς. Καλοδεχούμενη σίγουρα η αλλαγή μετά τις επισκέψεις στη φωλιά της θεοσεβούμενης που δεν ήτανε δα κι υπόδειγμα υγιεινής.
    Όταν ξανασηκωθήκαν ο Ντουντού πιστός σ' όσα τον είχανε συνηθίσει, της πρότεινε τον πούτσο του να του τονε καθαρίσει πιπιλώντας τον. Η Μαρούσια δε πρόλαβε καν ν' ακουμπήσει τη ροδαλή της γλωσσίτσα κι αυτός ξαναπέτρωσε, ξαναγινότανε τεράστιος. Δε μπόρεσε ν' αντισταθεί. Έπεσεν ανάσκελα και τράβηξε τον Ντουντού πάνω της. Εκείνος πάλι, δεν έβλεπε την ώρα. Της βύθισε το πυρωμένο του σουβλί μες στο μουνί κι όταν εκείνη σήκωσε τα πόδια και του τα τύλιξε σα μέγκενη γύρω στο λαιμό, αυτός χώθηκεν ολότελα μες στα έγκατα μιας σάρκας που τονε καταβρόχθιζε μ' απύθμενη λαιμαργία. Ύστερα της ξέσκισε τη στολή και με τις φουσκωτές χειλάρες του βάλθηκε να ρουφάει το στήθος της που 'χε πεταχτεί έξω κι όσην ώρα με το αριστερό του χέρι πασπάτευε τη βαθυκόκκινη φράουλα του άλλου βυζιού, με το δεξί που 'χε γλιστρήσει κάτω από τα κωλομέρια της, άνοιγε το δρόμο στο ρωμαλέο πηγαινέλα του κριαριού του. Η καημένη η Μαρούσια, δεν είχε χύσει ποτέ της τόσο πλουσιοπάροχα. Της φαινότανε πως έλυωνε κι ότι γινόταν ένα με το εβένινο κείνο κορμί. Τα στήθια συντονίζονταν στην απόλαυση με τη κοιλιά, με το μουνί και με τον κώλο, σε μια συμφωνία χαρά που 'μοιαζε να προαναγγέλλει την απάλειψη κάθε φυλετικής διαφοράς. Τη κρίσιμη στιγμή, ο Ντουντού τράβηξε τα χέρια του κάτω από τα κωλομέρια της, της βύθισε τρία δάχτυλα στον κώλο, τα στριφογύρισε σα τρυπάνι μέσα της και την ίδια στιγμή, της έχωσε στο στόμα μιαν άπληστη και χοντρή γλώσσα, τεράστια σχεδόν όσο και το πουλί του. Τότε η Μαρούσια, καρφωμένη από τρεις μεριές απ' αυτούς τους φλογισμένους δαυλούς που τη ταρακουνούσανε σαν ανταριασμένη θάλασσα, ναυάγησε μες στην ηδονή της. Ο Ντουντού έβγαλε μουγκρητό μακρόσυρτο σα χρεμέτισμα που αντίλαλός του ήτανε το αναφιλητό μιας ικανοποιημένης καλογαμημένης λευκής γυναίκας. Έπειτα κοιταχτήκανε στα μάτια και χωρίσανε χωρίς να πούνε λέξη.
    Αυτό ήταν απαρχή μιας βουβής ιστορίας που ξαναζωντάνευε ολόιδια κάθε μέρα. Πράγματι, ήτανε θέλημα Θεού να μείνει η Μαρί καθηλωμένη στο κρεβάτι από ρευματισμούς, διασώζοντας τουλάχιστον την υγεία της ψυχής της.
    ... ... ...

    απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο Εκδόσεις Αφροδίτη, τίτλος πρωτοτύπου "Madame de V*** a des idees noires" σε μετάφραση Λέων Μαράς
     
  2. zinnia

    zinnia Contributor

    Pier-Paolo Pasolini: Όργια



    Βιογραφικό

    Ο Πιερ-Πάολο Παζολίνι, Ιταλός ποιητής, συγγραφέας και σκηνοθέτης, γεννήθηκε στη Μπολόνια στις 5 Μάρτη 1922, χρονιά που ανεβαίνει στην εξουσία ο Μουσολίνι. Το γεγονός αυτό αποτελεί σταθμό και για τη κοινωνική διάρθρωση της Ιταλίας που αλλάζει μορφή χάνοντας την αναγεννησιακή της παράδοση σιγά-σιγά και καταντά χώρα μάζας μικροαστών στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου και μεγαλογαιοκτημόνων.

    Πατέρας του ήταν ο Κάρλο Παζολίνι, υπαξιωματικός πεζικού, γόνος παλιάς οικογένειας της Ραβένας, που κατασπατάλησε τη μικρή περιουσία και κατατάχτηκε στο στρατό ως μοναδική λύση. Μητέρα η Σουζάνα Κολούσι, από οικογένεια εύπορων αγροτών, δασκάλα, από τη Καζάρσα του Φριούλι, ακριτική περιοχή της Ιταλίας στα σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το επάγγελμα του πατέρα υποχρεώνει την οικογένεια σε συνεχείς μετακινήσεις. Στο Κονιλιάνο του Μπελούνο γεννιέται, το 1925, ο αδερφός του Γκουίντο-Αλμπέρτο.

    Γράφει ο Παζολίνι στον Αιρετικό Εμπειρισμό: "Την εποχή εκείνη τα πήγαινα ακόμα καλά με τον πατέρα μου. Ήμουν ιδιαίτερα πεισματάρης και καπριτσιόζος (δηλαδή νευρωτικός), αλλά κατά βάθος καλός. Με τη μητέρα μου (έγκυο αλλά δεν το θυμάμαι) ήμουνα, όπως και σ' όλη μου τη ζωή, δεμένος με μια παθιασμένη αγάπη χωρίς ελπίδα".


    Είναι αλήθεια ότι μάνα και πατέρας απ' τη νηπιακή ηλικία επηρεάζουνε διαμετρικά αντίθετα και με καθοριστικό τρόπο τη ψυχοσύνθεση του παιδιού. Ο πατέρας διοικεί την οικογένεια με στρατιωτικό τρόπο. Τυρρανικός κι αυταρχικός προκαλεί μόνο φόβο. "Γεμάτος πάθος, σεξουαλικότατος, βίαιος σα χαρακτήρας" γράφει γι' αυτόν ο γιος του, "κατέληξε στη Λιβύη, χωρίς δεκάρα, έτσι άρχισε τη στρατιωτική καριέρα που τον καταπίεσε και τον παραμόρφωσε ψυχολογικά τόσο ώστε να τον σπρώξει στον έσχατο συντηρητισμό. Είχε ποντάρει τα πάντα πάνω στη φιλολογική μου καριέρα, από τότε που ήμουν ακόμα παιδί, μιας και τα πρώτα μου ποιήματα τα 'γραψα σε ηλικία 7 ετών. Είχε διαισθανθεί, ο κακομοίρης, αλλά δεν είχε προβλέψει τις ταπεινώσεις που θα συνοδεύανε την επιτυχία μου".
    Αλλά το καθοριστικό πρόσωπο στη ζωή του είναι η γλυκύτατη μητέρα, μόνιμο αντικείμενο λατρείας, στην οποία θα αφιερώσει μερικούς απ' τους πιο δυνατούς του στίχους. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, έστω κι απ' αυτές τις λίγες ενδείξεις, τα σημάδια ενός τεράστιου οιδιπόδειου συμπλέγματος, που γνώριζε ο Παζολίνι με μια σπάνια όσο κι ακραία επίγνωση. Τα πρώτα του ποιήματα γράφηκαν στο Σάτσιλε όπου έβγαλε το δημοτικό. Ύστερα ακολούθησαν άλλες μετακινήσεις: Κρεμόνα, Ρέτζιο Εμίλια, -παρακολούθησε το γυμνάσιο- και, τελικά, στη Μπολόνια το λύκειο Γκαλβάνι και κατόπιν το Πανεπιστήμιο.
    "Ένα πανεπιστήμιο με δομή φασιστική", θα σχολιάσει αργότερα. "Εξαιρείται μόνο η προσωπικότητα του Λόνγκι που εκείνα τα χρόνια στην Μπολόνια πρόσφερε πολλά σε μένα και σε πολλούς άλλους, συνομήλικους και πιο μεγάλους από μένα".

    Το 1942, ενώ ο πατέρας βρίσκεται αιχμάλωτος στη Κένυα, ο Πιερ-Πάολο με τη μητέρα και τον αδερφό του καταφεύγουνε στο σπίτι των Κολούσι στη Καζάρσα. Τα χρόνια κείνα, με δικά του έξοδα, ο νεαρός εκδίδει τη ποιητική συλλογη "Ποιήματα Στη Καζάρσα", γραμμένα στη διάλεκτο του Φρίουλι. Τον επόμενο χρόνο κάνει τη στρατιωτική του θητεία στο Λιβόρνο, λιποτακτεί μετά τις 8 Σεπτέμβρη και ξαναγυρνά στη Καζάρσα.

    Το 1945 ο Γκουίντο δολοφονείται μαζί μ' άλλους συντρόφους του της αντάρτικης ομάδας Όζοπο, από Γιουγκοσλάβους αντάρτες. Το περιστατικό παραμένει μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία της ιταλικής αντίστασης. Το θάνατο του Γκουίντο τον κάνει ακόμα τραγικό το γεγονός ότι σε μια πρώτη φάση κατορθώνει να ξεφύγει πληγωμένος, αλλά προδίνεται, μπλοκάρεται και τελικά σκοτώνεται. Στα έργα του Παζολίνι βρίσκουμε μνήμες, πόνο, οίκτο και πένθος για το θάνατο κείνο, ενω ο θάνατος του παλικαριού είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πονεμένα του θέματα στο "Τα Παιδιά Της Ζωής" και στο "Μια Ζωή Γεμάτη Βία", τα δυο μυθιστορήματα που 'γραψε σε ρομανέσκο.

    Με το τέλος του πολέμου ο πατέρας γυρίζει στη Καζάρσα. Το χάσμα ασυννενοησίας μεταξύ πατέρα απ' τη μια και μητέρας-γιου απ' την άλλη γίνεται ακόμα βαθύτερο. Την ίδια χρονιά ο Πιερ-Πάολο παίρνει το δίπλωμα φιλολογίας απ' το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια με μια διατριβή πάνω στον Πάσκολι. Απ' το 1945 ως το 1949 διδάσκει στο γυμνάσιο του Βαλβασόνε, ενός μικρού χωριού κοντά στη Καζάρσα. Στις 18 Φλεβάρη 1945, ιδρύει με νεαρούς φοιτητές την Academiuta De Lenga Furlana, μια μικρή ακαδημία σπουδών για τη γλώσσα και τη κουλτούρα του Φριούλι.
    Η περίοδος του Φριούλι είχε σημαντική επίδραση στη ζωή του σα διανοούμενου και σαν ατόμου. Τα νεανικά αυτά χρόνια που 'ζησε στην αγαπημένη ατμόσφαιρα του χωριού, μελετώντας με πραγματικό ενδιαφέρον τις διάφορες εκδηλώσεις κι εκφράσεις του αγροτικού κόσμου, θα τα μυθοποιήσει αργότερα (όπως 8α μυθοποιήσει και τη νιότη του) και θα τα νιώσει αρχαϊκά, ιερά, αμόλυντα. Αυτή την αρχαϊκή φρεσκάδα του κόσμου που 'ρχεται σ' άμεσην επαφή με τη φύση θα κάνει μοντέλο και σκοπό του και θα προσπαθήσει να τα μεταδώσει στους άλλους. Απ' τα βάθη των ημερών εκείνων από κείνες τις ρίζες θα ξεκινήσει να ζωγραφίσει μιαν Ιταλία ταπεινή, πραγματική, καθημερινή και στα τελευταία του γραπτά θα διαπιστώσει και θ' ανακοινώσει την εξαφάνιση της, με τρόπο που συχνά θα ξεσηκώσει θύελλα αποδοκιμασίας και θα δημιουργήσει σκάνδαλο.

    Στενά συνδεδεμένος με τον τρόπο που αυτός ένιωθε τον αγροτικό κόσμο είναι και ο τρόπος που παρατηρεί τον κόσμο του κουρελοπρολεταριάτου των συνοικισμών της Ρώμης. Σε μια συνέντευξη που δίνει στη La Stampa τη Πρωτοχρονιά του 1975 μιλά γι' αυτούς ακριβώς τους συνοικισμούς.
    "Ήτανε κόσμος περιθωριακός και τρομερός στη σκληροτητά του, διατηρούσεν όμως δικό του κώδικα τιμής και γλώσσας, που δεν αντικαταστάθηκε με τίποτα. Σήμερα τα παιδιά των συνοικισμών τρέχουνε με μηχανές και βλέπουνε τηλεόραση αλλα δε ξέρουνε να μιλάνε, μόλις που καταφέρνουνε να τραυλίζουνε πια. Είναι το βασικό πρόβλημα όλου του αγροτικού κόσμου ή τουλάχιστον της κεντρικής και νότιας Ιταλίας".
    Σε γενικές λοιπόν γραμμές η λογοτεχνική και πολιτιστική ένταξη του διαμορφώθηκε στη Καζάρσα. Τα ποιήματα που 'γραψε στα 1943-9 με το γενικό τίτλο "Το Αηδόνι Της Καθολικής Εκκλησίας", φανερώνουν όλ' αυτά και ταυτόχρονα τη πολιτική και πολιτιστική εξέλιξη του νεαρού συγγραφέα.

    Την ίδια κείνη περίοδο, μετά τους αγώνες των εργατών γης στο Φριούλι, γράφει τη πρόζα "Οι Μέρες Του Αγαθού Ντε Γκάσπερι" που αργότερα θα γίνει μυθιστόρημα και θα εκδοθεί το 1962 με τίτλο "Το Όνειρο Μιας Υπόθεσης".

    Τα χρόνια λοιπόν της Καζάρσα θα μείνουν αξέχαστα κι ανεπανάληπτα. Το ίδιο κι η μετακίνηση ή η φυγή, όπως θα τη χαρακτηρίσει ο ίδιος, απ' τα μέρη κείνα. Τις παραμονές των εκλογών του 1948 ένα αγόρι εξομολογείται στον παπά της Καζάρσα πως είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον Παζολίνι. Αυτόματα η ζωή του νεαρού καθηγητή γίνεται αδύνατη στο στενό περίγυρο του χωριού. Φεύγει με τη μητέρα του στη Ρώμη κι εκεί ζει χρόνια πάρα πολύ δύσκολα. "Υπήρξα ένας απ' αυτούς τους άνεργους που καταλήγουνε στην αυτοκτονία" θα πει αργότερα.

    Στην αρχή έμενε στην Πιάτσα Κοσταγκούτι, μετά στο συνοικισμό Σαν Μάμολο, κοντά στις φυλακές Ρεμπίμπια. Ίσως αυτές οι αλλαγές διευθύνσεων για έναν άλλο συγγραφέα δε θα 'χανε καμιά σημασία, αλλά αυτοί οι τόποι, αυτά τα ονόματα είναι πολύ γνωστά στους αναγνώστες του καθώς κι η Βία Φοντανεϊάνα που πήγε να κατοικήσει αμέσως μόλις καλυτερέψανε λίγο τα οικονομικά του.

    Το 1954 εκδίδονται τα ποιήματα που είχε γραψει στο Φριούλι, σε μια συλλογή με τίτλο "Η Πιο Ωραία Νιότη". 2 χρόνια πριν είχε δημοσιευτεί μια σημαντική μελέτη του πάνω στη ποίηση με διάλεκτο του 19ου αιώνα, που είχε γράψει σε συνεργασία με τον Μάριο Ντ' 'Αρκο. Το 1955, ιδρύει και δουλεύει μαζί με τους Ροβέρσι, Λεονέτι, Ρομάνο και Φορτίνι το φιλολογικό περιοδικό Οφιτσίνα (Officina) που παρά τη μικρή διάρκεια -κλείνει οριστικά το 1959 μετά από άρθρο που 'γραψε ο Παζολίνι εναντίον του Πάπα Πίου ΧΙΙ- παραμένει σπουδαία μαρτυρία μιας μερίδας ιταλών διανοούμενων απέναντι σε προβλήματα που αντιμετωπίζoνταν απ' τους περισσότερους συντηρητικά και μονόπλευρα, χωρίς καμιάν εναλλακτική λύση. Το δοκίμιο "Πάθος Κι Ιδεολογία" και τα λυρικά κομμάτια του "Η Θρησκεία Των Καιρών Μου", που εκδίδονται αντίστοιχα το 1960 και 1961, παραμένουν η σημαντικότερη συμβολή του στο Οφιτσίνα. Το 1955 εκδίδεται το μυθιστόρημα "Τα Παιδιά Της Ζωής", που υπήρξε η πρώτη του συγγραφική επιτυχία.

    Ο Πιερ-Πάολο Παζολίνι πέθανε στις 2 Νοέμβρη 1975 στη παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη, σε μια θέση χαρακτηριστική των μυθιστορημάτων του. Ήτανε δολοφονία κι ο Πίνο Πελόζι, συνελήφθη κι ομολόγησε. 30 χρόνια μετά, το 2005, απέσυρε την ομολογία του κι υποστήριξε ότι τον είχανε σκοτώσει άγνωστοι κι ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Οι έρευνες για τον δολοφόνο του άρχισαν εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι.

    Είναι θαμμένος στη Καζάρσα, στο αγαπημένο του Φριούλι.


    ---------------------------------------------------------------------------------------------

    Επεισόδιο 8ο

    (ένας 'Αντρας και μια Κοπέλα μπαίνουνε σ' ένα σαλόνι).



    ΚΟΠΕΛΑ: Δικό σου είναι το σπίτι;

    ΑΝΤΡΑΣ: Σ' άρεσε;

    ΚΟΠΕΛΑ: Όμορφο είναι.

    ΑΝΤΡΑΣ: Βγάλε τη καμπαρντίνα σου...

    ΚΟΠΕΛΑ: Είσαι σίγουρος ότι δε θα 'ρθει κανείς;

    ΑΝΤΡΑΣ: Σπίτι μου είναι.

    ΚΟΠΕΛΑ: Και μένεις μόνος;

    ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, τώρα μένω μόνος.

    ΚΟΠΕΛΑ: Τώρα;


    ΑΝΤΡΑΣ: Κάποτε μέναν εδώ η γυναίκα μου και τα παιδιά. Την άνοιξη φύγανε και δε ξαναγυρίσανε...

    ΚΟΠΕΛΑ: Μπρρ, έπιασαν τα κρύα, από το πρωί συννέφιασε άσχημα...

    ΑΝΤΡΑΣ: Η πρώτη φθινοπωρινή βροχή, όταν το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμα,

    είναι η ωραιότερη στιγμή για να κάνεις έρωτα.

    ΚΟΠΕΛΑ: Εμένα μου φαίνεται πάντα το ίδιο!

    ΑΝΤΡΑΣ: Λες ψέμματα, υποκρίτρια. Με τη συννεφιά σ' αρέσει πιο πολύ να μένεις σπίτι. Και να κλείνεις τα παράθυρα, για να φτιάξεις τη πρώτη θαλπωρή μες στο δωμάτιο. Μια θαλπωρή λησμονημένη, αλλά τόσο βαθιά γνώριμη: τη θαλπωρή άλλων καιρών! Νιώθεις τη νοσταλγία της φωτιάς κι η σάρκα σου, κάτω απ' το πρώτο μάλλινο, νιώθει αυτή τη καινούρια δροσιά, μες στη καρδιά ενός ουρανού ακόμα γαλήνιου.

    ΚΟΠΕΛΑ: Πώς είναι τα παιδιά σου;

    ΑΝΤΡΑΣ: Ο ένας είναι έξι χρονών, ο άλλος τεσσάρων. Δυο αγοράκια σοβαρά, σαν όλα τ' άλλα. Ώρες-ώρες μού φαίνονται μεγαλύτερα από μένα...

    ΚΟΠΕΛΑ: Να βγάλω τη καμπαρντίνα μου;

    ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, σου είπα... Ο μεγάλος είναι σκληρός, τα σκούρα μάτια του είναι γεμάτα αγάπη για τη μάνα του. Ο μικρός της έχει την ίδια αγάπη, αλλά τα μάτια του γελάνε, δεν τον νοιάζει τίποτα, είναι ανάλαφρος κι αστείος, σαν ζωάκι κι ο σεβασμός του για το μεγάλο αδερφό κρύβει έναν εύθυμο οίκτο...

    ΚΟΠΕΛΑ: Καλά λες, είναι πολύ ωραία η δροσιά, όταν μέσα έχει ζεστούλα. Ναι, μου φαίνεται σαν να 'ναι πέρσι.

    ΑΝΤΡΑΣ: Ή σα να 'ναι μετά από δέκα χρόνια... (αν ζεις ακόμα). Είναι μια μέρα

    μελλοντική -σ' αρέσει;- στο τέλος ενός καλοκαιριού που δεν έχει έρθει ακόμα... Βλέπεις; Πόσο γρήγορα περνά ο καιρός, παρ' όλο που κυλά τόσον αργά!

    ΚΟΠΕΛΑ: Μα γιατί είπες: αν ζω ακόμα;

    ΑΝΤΡΑΣ: Γδύσου τώρα.

    ΚΟΠΕΛΑ: Ξέρεις. ήμουν άρρωστη. Έκανα δυο χρόνια σανατόριο.

    ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αλλά γδύσου τώρα.

    ΚΟΠΕΛΑ: Θες να με κοιτάς που ξεντύνομαι;

    ΑΝΤΡΑΣ: Ναι.

    ΚΟΠΕΛΑ: Πλάκα έχεις... (αρχίζει να γδύνεται).

    ΑΝΤΡΑΣ: Το καλοκαίρι πέρασε, αλλά είσαι ακόμα μαυρισμένη...

    ΚΟΠΕΛΑ: Δεν έχεις καθόλου μουσική;

    ΑΝΤΡΑΣ: Όχι. Θα τα κάνουμε όλα μες στη σιωπή.

    ΚΟΠΕΛΑ: Μα για ποιά με πέρασες;

    ΑΝΤΡΑΣ: Γι' αυτό που είσαι, το κορίτσι της πρώτης καλοκαιρινής μέρας χωρίς ήλιο.

    ΚΟΠΕΛΑ: Έτσι μάλιστα...

    ΑΝΤΡΑΣ: Δε ντρέπεσαι να με κοιτάς στα μάτια;

    ΚΟΠΕΛΑ: Όχι, γιατί;

    ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί είσαι ολόγυμνη, σα ζώο σε λιβάδι.

    ΚΟΠΕΛΑ: Τί κακό βλέμμα που 'χεις!

    ΑΝΤΡΑΣ: Δε ντρέπεσαι ποτέ;

    ΚΟΠΕΛΑ: Ντράπηκα λιγάκι την πρώτη φορά. Μετά ποτέ.

    ΑΝΤΡΑΣ: Μα δε σκέφτεσαι τη κοιλιά σου;

    ΚΟΠΕΛΑ: Ορίστε;

    ΑΝΤΡΑΣ: Τη κοιλιά σου! Τη κοιλιά σου! Αυτό το μέρος του σώματος που όλοι το κρύβουνε, που δεν πρέπει να υπάρχει, που όλοι παριστάνουν ότι δεν το 'χουν ή τουλάχιστον ότι δεν το σκέφτονται, ότι έχουνε λευτερωθεί... Ακόμα κι ο πατέρας σου!

    ΚΟΠΕΛΑ: Αστείος είσαι! Ποιός κάθεται να σκεφτεί τέτοια πράματα...

    ΑΝΤΡΑΣ: Βρίσκεις φυσικό να 'χεις φύλο, αυτό το λείο όριο στο βάθος της κοιλιάς σου, που το γλείφει μια μαύρη πλημμυρίδα... Κι όμως, είναι αφύσικο... αφύσικο! Δε ξέρεις ότι είναι απαράδεκτο και σκανδαλώδες, η προσωπική μας περίπτωση να επιβεβαιώνει το γενικό κανόνα; Αυτό κάνεις με το να μου επιδεικνύεσαι γυμνή...

    Για να σου δώσω να καταλάβεις... σκέψου δυο πατεράδες... ναι. δυο πατεράδες... δυο ενήλικους άντρες, χωρίς τίποτα πια από την ελαφράδα της νιότης, να στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο, σαν άταχτα παιδιά, με ανοιγμένα τα πανταλόνια και να κοιτάζονται...

    ΚΟΠΕΛΑ: Α, α! Ω, ω! Μα τί πας και σκέφτεσαι;

    ΑΝΤΡΑΣ: Έτσι είσαι κι εσύ με τη γυμνή κοιλιά σου...

    ΚΟΠΕΛΑ: Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα. Εσύ δε θα ξεντυθείς;

    ΑΝΤΡΑΣ: Όχι, γιατί ξέρω πως είσαι βρώμικη και σ' αρέσει πιότερο ένας άντρας με λυμένο το πανταλόνι, παρά μες στη γύμνια της φύσης του, απλός όπως κι εσύ.

    ΚΟΠΕΛΑ: Δεν πα' να κάνεις ό,τι θες...

    ΑΝΤΡΑΣ: Σ' αρέσει να κάνεις κακό;

    ΚΟΠΕΛΑ: Τί;

    ΑΝΤΡΑΣ: Να κάνεις κακό.

    ΚΟΠΕΛΑ: Στον άντρα;

    ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, κατάλαβες τώρα;

    ΚΟΠΕΛΑ: Τί να καταλάβω;

    ΑΝΤΡΑΣ: Τί πά' να πει κακό; Δε σου κάνει κακό ένας άντρας όταν σε παίρνει με κλωτσιές και μπουνιές;

    ΚΟΠΕΛΑ: Εμένα; Ας τολμήσει κανείς να σηκώσει χέρι πάνω μου! Καθάρισε!

    ΑΝΤΡΑΣ: Κόρη φτωχών ανθρώπων... χαριτωμένη... σάρκα που αμύνεται παρ' όλη τη φτήνια της... Που πρέπει ν' αγωνιστεί, μασκαρεύοντας σε νίκες τις υποχωρήσεις της μπροστά στα συνεχή χτυπήματα...

    ΚΟΠΕΛΑ: Το πρόσωπό σου έγινε πανί.. και μου φαίνεται ότι τρέμεις... Τί έχεις;

    ΑΝΤΡΑΣ: Είμαι χλωμός; Τρέμω; Ίσως φταίει το φως... Εξ άλλου... είμαι λιγάκι άρρωστος. Αλλά μη σε νοιάζει. Λοιπόν, σ' αρέσει να κάνεις κακό;

    ΚΟΠΕΛΑ: Ναι, αλλά πώς, πώς;

    ΑΝΤΡΑΣ: Θα σου πω... Ποιός ήταν ο τελευταίος που πήγες μαζί του;

    ΚΟΠΕΛΑ: Την περασμένη Κυριακή... Ήτανε, θυμάμαι, ένας νεαρός από τη Σικελία,

    που κάνει στρατιωτικό εδώ στην Μπολόνια. Ήρθε ίσια απ' το σπίτι των γονιών του...

    ΑΝΤΡΑΣ: Ήταν ωραίο παιδί; Μελαχρινός; Καστανός;

    ΚΟΠΕΛΑ: Δε ξέρω... Θύμιζε ληστή.

    ΑΝΤΡΑΣ: Λοιπόν... σκέψου ότι αυτόν το ληστή, που ετοιμάζεται να σου κάνει έρωτα, όπως το κάνει αυτός, σα μια μητέρα που σε σφίγγει στο στήθος της ή σαν ένας πατέρας που σε κλείνει σπίτι, με το μεγάλο σιτσιλιάνικο φύλο του -το δυνατό σαν κορμός και τρυφερό σα φρούτο- σκέψου ότι κάποιος δένει αυτόν το στρατιώτη και σου λέει: Κοίτα αυτή την ανίσχυρη δύναμη: ταπείνωσέ τη, πλήγωσέ τη, εκδικήσου τον για την απαίτησή του να γονιμοποιήσει... κάνε τον να κλάψει σα παιδί χωρίς σπέρμα... (η Κοπέλα γελά). Αχ, η συναίσθησή σου είναι μικρή σαν το πεπρωμένο σου! (η Κοπέλα γελά). Είσαι μόνη μαζί του, είναι στα χέρια σου. Κατάλαβες; Κάνετε κάτι που δεν ανήκει πια στον κόσμο τούτο. Είναι έξω από κάθε όριο, είναι του πνεύματος. Ένας δυνατός νεαρός, που ετοιμάζεται να γίνει πατέρας και τριγυρνά στον κόσμο, με τα πόδια και το φύλο του, παράτολμος σαν ωραίος Δον Κιχώτης, σωριάζεται -και τα πάντα μπορούν να συμβούν! Τα πάντα, εκτός απ' όσα ανήκουνε σε τούτο δω τον κόσμο...

    ΚΟΠΕΛΑ: Δε σε καταλαβαίνω...

    ΑΝΤΡΑΣ: Βρίσκεσαι μόνη μαζί του! Μόνη! Μόνη!

    ΚΟΠΕΛΑ: Εννοείται...

    ΑΝΤΡΑΣ: Εντάξει, πάρε εμάς τους δυο... Τί γαλήνη! Είναι η πρώτη βραδιά! Ο κόσμος δε ξέρει τίποτα, είναι φτιαγμένος από ανθρώπους που γυρνούν απ' τις δουλειές τους

    κι από ένα ποτάμι αυτοκινήτων -ακούς;- που κυλά μες στο φως σα μια ανάσα. Ο άνθρωπος που ετοιμάζεται να κάνει έρωτα -εγώ- μπρος σ' ένα μνημείο από σάρκα γεμάτη φρέσκο αίμα -εσένα- τρέμει, χτυπάνε τα δόντια του. Βρίσκεται σ' έκσταση.

    Αυτό που ήταν ιερό στα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν γιος, μόλις πραγματοποιηθεί, τον κάνει αθάνατο. Μάθε ότι όλ' αυτά επιστρέφουν κι επαναλαμβάνονται. Κάθε νέα στύση τα προϋποθέτει. Δεν αρκεί η πρώτη φορά, γιατί δεν τη θυμάσαι. Σ' αυτή την επανάληψη αναζητούμε έν εναρκτήριο γεγονός. Κι η αναζήτηση δε σταματά ποτέ, γιατί κάθε φορά το ξεχνάμε. Μες απ' την επανάληψη ξαναζούμε ένα και μοναδικό πράγμα. Μαζί με το θύμα σου -που περιμένει την πραγματοποίηση του ονείρου- περιμένεις τη πραγματοποίηση μιας πραγματικότητας που καταστρέφει κάθε άλλη.
    ΚΑΘΕ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ.

    Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα,

    μες στη σιωπηλή πλατεία

    μιας μικρής πόλης ή ενός χωριού

    ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα,

    μια μέρα γαλήνης, που έμεινε ίδια

    από το 1600 ή το 1800

    κι εκεί μου εμφανίστηκε ο Θεός.

    Κι έπειτα χάθηκε αμέσως.

    Κάθε νέα στύση, με την αγωνία
    ή τη ντροπή της στύσης,

    ζητά την επανάληψη του πράγματος,

    την επιστροφή του Θεού. (αρπάζει τη γυναίκα και της δένει τα χέρια).

    ΚΟΠΕΛΑ: Βοήθεια, τί κάνεις; Βοήθεια!

    ΑΝΤΡΑΣ: Σκάσε, ηλίθια, αλλιώς θα σε σκοτώσω.

    ΚΟΠΕΛΑ: Βοήθεια, μανούλα μου, λυπήσου με, άσε με!

    ΑΝΤΡΑΣ: Δε θα σου κάνω κακό... ίσως. Ίσως να μου 'ναι αρκετός ο φόβος σου, ο αληθινός φόβος, που γράφεται κύματα-κύματα στα μούτρα σου, κρυμμένος πίσω απ' τη ντροπή... κι από τη σκέψη ότι, αν φανερωθεί, θα 'ναι χειρότερα... Βλέπεις; Βλέπεις ότι καμιά άλλη πραγματικότητα δε μετρά; Είναι μια έκσταση όπου ο κόσμος χάνεται κι αρχίζει να εμφανίζεται πάλι ο Θεός.

    ΚΟΠΕΛΑ: Ναι. αλλά πάμε τώρα, είναι αργά, πρέπει να γυρίσω σπίτι!

    ΑΝΤΡΑΣ: Προηγουμένως σου είπα ότι η γυναίκα και τα παιδιά μου φύγανε το Πάσχα. Είναι ψέμμα. Τους σκότωσα. Έπρεπε να σκοτώσω μόνο κείνη, αλλά ήτανε πιο ωραίο να τους σκοτώσω όλους. Έπειτα τους πήρα και τους πέταξα στο ποτάμι.

    ΚΟΠΕΛΑ: Δεν είναι αλήθεια! Δε σε πιστεύω! Σε παρακαλώ, λύσε μου τα χέρια!

    ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρεις ότι δε μ' ενδιαφέρει διόλου ο θάνατός σου; Γιατί δεν υπάρχει τίποτ' άλλο εκτός από το θάνατο -και τη θέλησή μου. Ξέρεις ότι μπορεί να μη ξαναγυρίσεις σπίτι σου; Να μη ξαναδείς τη μάνα σου;

    ΚΟΠΕΛΑ: Τί είναι αυτά που λες; Αχ, Θεέ μου...

    ΑΝΤΡΑΣ: Θα μείνεις εδώ, στα χέρια μου, γιατί είσαι μια μικρούλα με τα χέρια κοκκινισμένα απ' τη δουλειά και μια πρώτη ανάλαφρη ρυτίδα στο μέτωπο... Είσαι μια μικρούλα σαν αγοράκι, παράτολμη κι εύπιστη σαν αρσενικό. Τη σχισμή στο βάθος της κοιλιάς σου τη δίνεις στον άντρα σαν σε φίλο, ε; Έτσι θα μάθεις να δείχνεις τόση εμπιστοσύνη στη φιλία!

    ΚΟΠΕΛΑ: Μιλάς σαν τρελός, Θεέ μου, άσε με να φύγω...

    ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε γαμήσω εκατό φορές και θα κρατιέμαι... Και θα σε πάρω με μπουνιές και κλωτσιές, σα μεθύστακας σύζυγος...

    ΚΟΠΕΛΑ: Φτάνει φτάνει, μαμά, μανούλα μου!

    ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε πιάσω στις μπουνιές και στις κλωτσιές, γιατί έτσι αξίζει να τιμωρηθεί η αθωότητά σου! Και πνίγομαι από τη λαχτάρα να χαθώ και να τελειώνω μια για πάντα. (αρχίζει να τη χτυπά).

    ΚΟΠΕΛΑ: Αχ, όχι! Μη στη πλάτη!

    ΑΝΤΡΑΣ: Θα σε χτυπάω όπου θέλω... (συνεχίζει να τη χτυπά).

    ΚΟΠΕΛΑ: Σε παρακαλώ, μη στη πλάτη! Ήμουνα στο σανατόριο ! Στο 'πα, στο 'πα!

    ΑΝΤΡΑΣ: Αααααχ, το ξέρω: και να 'ξερες πόσο χάρηκα! Ήσουνα στο σανατόριο, κει που παν' οι άποροι... Σαν το σκυλί, ψωρόσκυλο, που μου ήρθες με το πουτανίστικο φουστανάκι σου... να με συγκινήσεις... γεμάτη υγεία, κακομοίρα κι ας είχες τα πνευμόνια σου τρύπια... Είσαι φτωχή κι η ζωή σε χτυπά, έτσι δεν είναι; Κι εγώ κάνω ό,τι κι η ζωή. Φώναξε, αν θες, τώρα, γιατί μετά θα σκάσεις, γιατί αύριο το πρωί -αν δε σε σκοτώσω- θα συμβιβαστείς και θα ξαναπάρεις τους δρόμους σα να μην έγινε τίποτα! Τί σημαντική που είναι η επιβίωση, αγία, αγαπημένη μου πουτάνα! Θα διηγείσαι αυτή την ιστορία, θριαμβεύτρια κι ύστερα θα βρεις κάποιον άλλο, γιατί η ζωή σε βαρά από δω κι από κει κι εσύ προχωρείς ηρωικά, έτσι δεν είναι;

    ΚΟΠΕΛΑ: Ναι. ναι, έτσι είναι. 'Ασε με τώρα να φύγω!

    ΑΝΤΡΑΣ: Ούτε να σου περνά απ' το μυαλό! (ξαναρχίζει να τη χτυπά. κείνη ουρλιάζει). Κι όταν θα σωριαστείς κάτω, χτυπημένη σα μοσχάρι, ίσως να ξεκουμπωθώ και παρόλο που ξέρω ότι το κάτουρό μου δεν έχει καμία αθωότητα ή ζωική δροσιά, θα το αδειάσω πάνω σου, κατάλαβες; Πάνω σ' αυτά τα μάτια μιας ηλίθιας ανίδεης, πάνω σ' αυτά τα στήθη με την ιερή ξετσιπωσιά! (ξαναρχίζει να χτυπά. κείνη ουρλιάζει). Ε! νόμιζες ότι αστειευόμουν; Νόμιζες ότι δεν ήθελα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ... (ξαφνικά σταματά να τη χτυπά και τρικλίζει). Αχ. δε νιώθω καλά... Το μέτωπό μου είναι ιδρωμένο και τρέμω... όπως όταν πραγματικά... είμαι χάλια... Βοήθησε με, Θεέ μου! (κάνει εμετό). Έπρεπε να συμβεί. Κάτι με τραβά κάτω. Μια κάψα στο κεφάλι, Θεέ μου, μου 'ρχεται να λιποθυμήσω... Αν αυτός είναι ο θάνατος... θα του αφεθώ... δε θα σκέφτομαι τίποτα...
    (λιποθυμά πάνω στα ξερατά του. η Κοπέλα καταφέρνει να λύσει τα χέρια της, φορά μόνο τα παπούτσια της και το πανωφόρι πάνω στο γυμνό κορμί της και φεύγει τρέχοντας).
     
  3. zinnia

    zinnia Contributor

    Γκαμιανί: το απόλυτο ερωτογράφημα
    ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ-ΤΕΡΑΣ ΛΑΓΝΕΙΑΣ ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΔΕΤΑΙ ΣΕ ΛΥΣΣΑΛΕΕΣ ΑΚΟΛΑΣΙΕΣ, ΤΑΡΑΖΕΙ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΕΙ ΑΚΟΜΑ. Η «ΓΚΑΜΙΑΝΙ» ΤΟΥ ΑΛΦΡΕΝΤ ΝΤΕ ΜΥΣΣΕ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡΒΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑ ΤΗΝ ΤΡΑΓΙΚΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
    ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ







    «Ένας άνδρας, ένας εραστής, τι είναι μπροστά μου; Δύο ή τρεις μάχες τον εξουθενώνουν, τον εξοντώνουν. Στην τέταρτη και τελευταία γκρινιάζει ανίκανος, καθώς η μέση του διπλώνεται από τον σπασμό της ηδονής. Τι οίκτος! Εγώ παραμένω πάντα ανίκητη, λαχταριστή, ακόρεστη! Ναι, προσωποποιώ τις πύρινες χαρές της ύλης, τις φλογισμένες χαρές της σάρκας. Ακόλαστη και ανελέητη, προσφέρω την ηδονή χωρίς όρια, είμαι ο έρωτας που σκοτώνει!».

    Έτσι αυτοσυστήνεται στην δεκαπεντάχρονη ερωμένη της, η παράφορη κόμισσα Γκαμιανί, ηρωίδα ενός βιβλίου θρυλικού που μπροστά του οι σελίδες του «Μεγάλου Ανατολικού» ή της «Κατρίν Μ.» είναι μνημείο σεμνότητας και αγιοσύνης. Σε μια λογοτεχνία που καλλιέργησε τον ερωτισμό, όπως η γαλλική. «Ποτέ», έγραφε ο συγγραφέας Joris Karl Huysmans το1876, «η μανία των φαλλών, η δίψα της σάρκας, η φωτιά της γυναικείας μήτρας δεν απεικονίστηκαν από άλλη πένα με μεγαλύτερη σφοδρότητα και μεγαλύτερη ένταση, αποδίδοντας περίτεχνα την αναστάτωση του μυαλού και την απελπισία των ημιτελών οργασμών».

    Η «Γκαμιανί» είναι το απόλυτο ερωτογράφημα, το παράνομο ανάγνωσμα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του 19ου αιώνα, ένα έργο υποδειγματικό για το πώς η υψηλή λογοτεχνία μπορεί να προσεγγίσει την πιο σκοτεινή, την πιο ακραία, την πιο σπαρακτική σεξουαλική έκφραση. Παρότι περιγράφονται οι πιο παράτολμες στάσεις, οι πιο συγκεκριμένες ανατομικές λεπτομέρειες, οι πιο αδιάκριτες φυσιολογικές αντιδράσεις, χάρη στη χρήση της γλώσσας - ζωντανός, οικείος διάλογος, νεολογισμοί, αισθητική αντίληψη, υπέρβαση του ρεαλισμού με ψευδείς φιλολογικές αναφορές κ.ά. - η χυδαιότητα απουσιάζει. Κι όμως, ο συγγραφέας της δεν την αναγνώρισε ποτέ. Το κείμενο κυκλοφόρησε ανώνυμο, το 1833 στις Βρυξέλλες, πλαισιωμένο από επιχρωματισμένες ερωτικές λιθογραφίες του μεγάλου Ντεβεριά, ευνοούμενου της Αυλής. Και ενώ ο λογοτεχνικός κόσμος του Παρισιού γνώριζε ότι από πίσω κρυβόταν ο ρομαντικός ποιητής και δηλωμένος «παράφορος» Αλφρέντ ντε Μυσσέ, μόλις 23 ετών τότε, χάρη σε μία συνωμοσία σιωπής των ανθρώπων των γραμμάτων, του καλού κόσμου και της εξουσίας, η πατρότητα του έργου δεν του αποδόθηκε παρά μόνο μετά τον πρόωρο θάνατό του, το 1857. Από τότε βέβαια, οι μελετητές του προχώρησαν τόσο, ώστε να αποδεικνύουν πια και τις συγγένειες της «Γκαμιανί» με το υπόλοιπο έργο του.


    Το ερωτογράφημα του Μυσσέ κυκλοφόρησε ανώνυμο το 1833 στις Βρυξέλλες, πλαισιωμένο από 12 ερωτικές λιθογραφίες του μεγάλου Ντεβεριά, οι οποίες αναπαράγονται στην έκδοση της «Άγρας»

    Μια τέτοια σχολιασμένη έκδοση, η οποία ανοίγει τους ορίζοντες του αναγνώστη, χάρη στα εκλεκτά δοκίμια των Pauvert, Huysmans, S. Jeune, και στη μαρτυρία της πρώην εταίρας C. Mogador, που συνοδεύουν το κείμενο του Μυσσέ, είναι και η «Γκαμιανί ή Δύο Νύχτες Παραφοράς», που μόλις κυκλοφόρησε ο Σταύρος Πετσόπουλος της «Άγρας». Εκδότης με μεγάλη παράδοση στο είδος, αναπαράγει και τις 12 άσεμνες λιθογραφίες του Ντεβεριά, χάρη σ' ένα σπανιότατο συλλεκτικό αντίτυπο του περασμένου αιώνα, που του παραχώρησε η οικογένεια Εμπειρίκου από τη βιβλιοθήκη του ποιητή. Άγνωστο έως τώρα στην Ελλάδα, το κείμενο του Μυσσέ έχει ευτυχήσει να μεταφραστεί από τον και συγγραφέα Ανδρέα Στάικο, ο οποίος το αποδίδει με μια γλώσσα πάλλουσα και πλούσια σε αποχρώσεις, όπως αυτή του πρωτότυπου.

    Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΘΗΛΥΚΟΤΗΤΑΣ

    Όλα ξεκίνησαν λίγο καιρό μετά την επανάσταση του 1830, όταν μια δεκάδα νέων συναντήθηκαν για ένα δείπνο σε ένα εστιατόριο του «Παλαί Ρουαγιάλ». Την ώρα που άστραφταν οι κρυστάλλινοι δακτύλιοι των κηροπηγίων, ο Σαρλ-Αλφρέντ ντε Μυσσέ, νέος με έφεση στις ακολασίες, πότης και καπνιστής, που έμελλε να γίνει ένας από τους τέσσερις μεγάλους του γαλλικού ρομαντισμού, μαζί με τον Ουγκώ, τον Λαμαρτίνο και τον Βινιύ στοιχημάτισε ότι μέσα σε τρεις ημέρες θα μπορούσε να παρουσιάσει ένα έργο ερωτικό, υψηλής αισθητικής, χωρίς να καταφύγει σε ωμές εκφράσεις. Ήταν η εποχή που είχε γράψει τα τολμηρότερα ερωτικά του ποιήματα, «Οκτάβιος», «Η μικρή Σουζάνα», «Η κούπα και τα χείλη». Σε λίγους μήνες θα πήγαινε να συγκατοικήσει με την συγγραφέα Γεωργία Σάνδη, θα έφευγε μαζί της στη Βενετία και θα την έβλεπε τελικά να τον απατά με τον γιατρό του. Μια φήμη τον ήθελε λοιπόν να γράφει την «Γκαμιανί» για να καρφώσει την ομοφυλοφιλία της ή για να την εκδικηθεί που ταπείνωσε τον ανδρισμό του διαδίδοντας πως ήταν ανίκανος. Όμως, μια προσεκτικότερη ανάγνωσή της σε συνδυασμό με τα άλλα έργα του - ιδίως με την περίφημη «Εξομολόγηση ενός Παιδιού του Αιώνα» - οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα.



    Η «Γκαμιανί», λέει ο κυριότερος μελετητής του, ο Simon Jeune, δεν συνιστά ούτε προσωπογραφία ούτε πρόκληση. Είναι η προβολή μιας εσωτερικής αγωνίας του. Του φόβου της θηλυκότητας. Μιας αγωνίας που διατρέχει, άλλωστε, τον 19ο αιώνα, για το τρωτό του άνδρα σε σχέση με τη γυναίκα. Η κόμισσα Γκαμιανί δεν είναι μια γυναίκα-σύντροφος, παρηγοριά, καταφύγιο. Είναι ένα τέρας λαγνείας, ανίκανη να ικανοποιηθεί από έναν μόνο άνδρα, μια λεσβία καθόλου παραδοσιακή, εξεγερμένη εναντίον των ανδρών, που ικανοποιείται να τους νικά και να τους εξουσιάζει - να! μία από τις φοβίες του Μυσσέ - η οποία μέσα σε μια ατμόσφαιρα παροξυσμού και μανίας θα καταλήξει να δηλητηριάσει την ερωμένη της, την Φαννύ, δηλητηριάζοντας και τον εαυτό της. Είναι το σύμβολο της ξέφρενης σεξουαλικότητας που ελπίζει να συλλάβει τελικά το απόλυτο, τη στιγμή του θανάσιμου σπασμού της απόλαυσης. (Κάτι τέτοιο δεν επιθυμούσαν 150 χρόνια αργότερα και οι πρωταγωνιστές της «Αυτοκρατορίας των Αισθήσεων» του Όσιμα . Και για να φτάσει έως εκεί, θα υπερβεί όλους τους τρόπους απόλαυσης. Τεχνητοί φαλλοί, εκπαιδευμένοι σκύλοι, μαϊμούδες, ερωτογόνες προβιές, πολυπρόσωπες ερωτομαχίες, πρόκληση ηδονής με τον πόνο, σατανικές καλόγριες, έκφυλοι μοναχοί, Λολίτες, ένας ερωτευμένος και προικισμένος άνδρας, ο Αλσίντ, κ.ο.κ., όλα επιστρατεύονται για δύο νύχτες, στις μόλις 100 σελίδες του κειμένου, σε τέτοιους συνδυασμούς, που... ο αναγνώστης δεν προλαβαίνει να βαρεθεί. Η αποχαλινωμένη βία του ερωτισμού σε όλη της την τραγικότητα. Υπάρχουν φυσικά και άλλα κείμενα της εποχής ή κατοπινότερα, που δείχνουν ενδιαφέρον για τις παράτολμες και αποκρουστικές μορφές του έρωτα, (Σαντ, Λουίς, Μπατάιγ, Τανιζάκι κ.ά.), όμως η «Γκαμιανί» είναι το μόνο πραγματικά ρομαντικό άσεμνο μυθιστόρημα.


    «ΠΟΘΩ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ»
    Νιώθω έναν ερεθισμό... Είμαι αναστατωμένη, ποθώ! Ωχ! Βλέπετε! Ποθώ μέχρι θανάτου... Τα δύο σώματά σας που με αγγίζουν, τα λόγια σας, οι μανίες μας, όλα ετούτα με καίνε, με τρελαίνουν. Έχω την κόλαση στο πνεύμα και τη φωτιά στο σώμα. Τι άλλο πια να ανακαλύψω; Ω, λύσσα!
     
  4. zinnia

    zinnia Contributor

    Μία γκραβούρα του Ντεβεριά που χάραξε για την πρώτη έκδοση . Για την εκδοση αυτου του βιβλίου στις μερες μας, χρησιμοποιήθηκε ενα σπάνιο συλλεκτικό αντίτυπο απο τις γκραβούρες, από την προσωπική βιβλιοθήκη του Ανδρέα Εμπειρίκου...
     
  5. Πολύ όμορφη γκραβούρα
    ευγε zinnia
     
  6. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Θα μου επιτρέψετε..

    [...]
    Άφησα την Καμίλα να περιμένει λίγο στην πόρτα προς το εστιατόριο, για να μπορέσω να ρίξω μια ματιά στον χώρο. Πολυέλαιοι και χαμηλωμένα φώτα, κόκκινες βελούδινες κουρτίνες και παρκέ για χορό.
    Στην σκηνή ένα τεχνικά άρτια εξοπλισμένο αλλά μέτριο κουαρτέτο με μαύρα κουστούμια. Περίπου αυτό που περίμενα. Ο Χούμπερτσον καθόταν μόνος, ακουμπισμένος πίσω σ’ ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό, η στάση του όμως αλαζονική, τα πόδια σταυρωμένα, το δεξί χέρι ακουμπισμένο στην πλάτη της άδειας καρέκλας δίπλα του. Έδειχνε σαν να μην ήταν εδώ, σαν να μην αντιλαμβανόταν τα φώτα και τις κινήσεις γύρω του.

    Η φίλη της Καμίλας είχε ήδη διασχίσει το μισό σχεδόν εστιατόριο. Στράφηκε προς τα πίσω και έκανε μια ενθαρρυντική κίνηση με το χέρι. Η Καμίλα έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, όμως την σταμάτησα.
    Αυτός εκεί, ψιθύρισα. Ο μοναχικός άντρας εκεί πίσω.

    Ένα δύσοσμο κύμα περιφρόνησης όρμησε στο μυαλό της. Ένας γεροπαραλυμένος! Βρυχήθηκα θυμωμένη και απλώθηκα. Το ίδιο της το εγώ μαζεύτηκε φοβισμένο και πήγε προς την κατεύθυνση που είχα αποφασίσει εγώ. Έστρεψα τα πράσινα μάτια στον Χούμπερτσον, χάιδεψα με το δάχτυλο το τραπεζομάντιλό του και του απηύθυνα ένα προσεχτικό και αβέβαιο χαμόγελο, καθώς περνούσα από δίπλα του.

    Έπιασε. Τη στιγμή ακριβώς που κάθισα στη θέση της Καμίλας, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. Άφησα το μικρό βραδινό τσαντάκι της Καμίλας στο τραπέζι και σηκώθηκα. Μου έπιασε τον αγκώνα και με οδήγησε στην πίστα.

    Ωωω!
    Επιτέλους μπόρεσα να ακουμπήσω το μάγουλό του στο δικό μου και να χαμογελάσω με την γλυκιά ανατριχίλα που την ίδια στιγμή με διαπέρασε, να δω να χάνεται ένα κάτασπρο κορμί με έντονο πόθο στην αγκαλιά του, να ακουμπήσω δήθεν τυχαία το μηρό του στο δικό μου.
    Χόρευε καλά, το μόνο που χρειαζόταν να κάνω εγώ ήταν να αφεθώ στα χέρια του όσο το δυνατό πιο χαλαρή και να τον αφήσω να με κατευθύνει. Δεν έλεγα τίποτα, ούτε αυτός, χόρευε μαζί μου οδηγώντας με πάνω στην πίστα, χωρίς να λέει ούτε λέξη. Η φίλη της Καμίλας πέρασε μερικές φορές από δίπλα και σήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια, εγώ όμως έκλεισα τα μάτια της Καμίλας για να την αποκλείσω. Η ίδια η Καμίλα είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Καθόταν με τα μάτια ορθάνοικτα από την έκπληξη σε μια άκρη του εαυτού της και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ονειρευόταν.

    Είχα έρθει αργά, σε λίγο θα ανακοινωνόταν ο τελευταίος χορός. Ο Χούμπερτσον ακούμπησε εξουσιαστικά το χέρι του στην πλάτη μου και με κόλλησε πάνω του. Απάντησα μ’ ένα σιγανό γελάκι στον λαιμό του. «Ναι», ψιθύρισα, και η φωνή μου, όπως θα ακουγόταν αν όλα ήταν διαφορετικά, βγήκε ξαφνικά από το λαρύγγι της Καμίλας.
    «Ναι.Ναι.Ναι.»
    Ο Χούμπερτσον γέλασε και χάιδεψε με το χέρι του την πλάτη μου.
    «Ναι», είπε και αυτός. «Ναι. Ακριβώς.»

    Το δωμάτιό του στο ξενοδοχείο ήταν κατά κάποιον τρόπο προετοιμασμένο, κάτι που πρόδιδε μια ορισμένη ρουτίνα. Ένα μικρό λαμπατέρ ήταν αναμμένο, έτσι που δεν αναγκαζόταν να ανάψει το φως και δεν χαλούσε την ατμόσφαιρα. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το κρεββάτι έτοιμο. Στα μαξιλάρια ήταν τοποθετημένα δυο σοκολατάκια, πήρε το ένα και μου πέταξε το άλλο αδιάφορα. Το έπιασα με άνεση και γέλασα. Η Καμίλα θα πρέπει να ήταν πολύ επιδέξια.

    Στο τραπέζι υπήρχαν δύο ποτήρια και ένα μπουκάλι κρασί. Με εξέπληξε το γεγονός ότι είχε σχεδιάσει με τόση επιμέλεια κάθε λεπτομέρεια : δεν ήταν ποτήρια από το μπάνιο για το πλύσιμο των δοντιών, αλλά κανονικά ποτήρια κρασιού, κολονάτα.

    Σταμάτησα στην μέση του δωματίου, με τα πόδια κλειστά όσο αυτός άνοιγε το κρασί. Ξαφνικά με έπιασε νευρικότητα. Θα αρκούσαν όσα είχα μάθει από τα βιβλία και την τηλεόραση;

    «Λοιπόν», είπε ο Χούμπερτσον και μου πρόσφερε το ποτήρι.
    «Ποια είναι η Καμίλα;»
    Σήκωσα το ποτήρι και απάντησα σχεδόν ειλικρινά :
    «Δεν ξέρω. Και ποιος είσαι εσύ;»
    Άφησε κάτω το ποτήρι του και έβγαλε το σακάκι του. Τα μάτια του γυάλιζαν, του άρεσε αυτό το παιχνίδι :
    «Ένας ξένος. Να το σταματήσουμε εδώ;»
    «Ναι», είπα. «Τι θέλεις από μένα, ξένε;»
    «Όλα», είπε ο Χούμπερτσον. «Και τίποτα».

    Με εξέπληξε το γεγονός ότι έδειχνε τόσο πρόθυμος να μου ανήκει, ότι μπορούσε να κάθεται ακίνητος στην μοναδική πολυθρόνα του δωματίου τη στιγμή που εγώ καθόμουν καβάλα πάνω του και του ξεκούμπωνα το πουκάμισο, ότι έγειρε πίσω το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια όταν εγώ χάιδευα με τα δάχτυλα της Καμίλα τις τριχούλες στο στήθος του και τελικά ακούμπησα το αυτό εκεί, για να ακούσω τους χτύπους της καρδιάς του. Ξαφνικά είχα γίνει ένα ζώο, ένα λάγνο αγρίμι, που ήθελε να γλύψει και να δαγκώσει, να δαγκώσω με τα κοφτερά δόντια το δέρμα του λαιμού του που μύριζε αμυγδαλέλαιο, μέχρι να αρχίσει να διαμαρτύρεται. Τότε γλίστρησα προς τα κάτω, έπεσα στα γόνατα ανάμεσα στα πόδια του και άρχισα να ψηλαφώ στο φερμουάρ του παντελονιού του. Κατάλαβα που ανασηκώθηκε λίγο, δεν το ‘θελα όμως τόσο γρήγορα, τον άφησα να περιμένει μερικά δευτερόλεπτα ακόμα, πριν κατεβάσω το φερμουάρ του και αφήσω να ξεπροβάλει αυτό που πονούσε κρυμμένο από πίσω του.

    «Ωωω», είπε ο Χούμπερτσον με κάποια σύγχυση, όταν έσκυψα πάνω του. «Ωωω, ποια είσαι;»

    Ολόκληρη την νύχτα έμεινα ανώνυμη, όταν βρισκόμουν στο πάτωμα από κάτω του σαν σταυρωμένη, όταν κυλούσαμε από την μια μεριά του διπλού κρεββατιού στην άλλη σαν μα ‘μασταν ένα ενιαίο πλάσμα, όταν στεκόμουν στα τέσσερα σαν λύκαινα και ούρλιαζα. Ο αέρας στο δωμάτιο πλημμύρισε από τις μυρωδιές μας. Τα μαλλιά της Καμίλα ήταν ανακατεμένα και νοτισμένα από τον ιδρώτα. Κοίταξα μέσα από τις τούφες των μαλλιών το πρόσωπο του Χούμπερτσον –υγρά χείλη, ανοικτά ρουθούνια, τα μάτια μισόκλειστα- και έτριξα τα κοφτερά μου δόντια. Όλα! Δωσ’ τα μου όλα ή τίποτα! Δεν κατάλαβε ότι έφυγα, κοιμόταν κιόλας σαν πεθαμένος, όταν σηκώθηκα και μάζεψα ψάχνοντας τα σκορπισμένα πράγματα της Καμίλα : μια βραδινή τσάντα, ένα βρακάκι, ένα σουτιέν και ένα ζαρωμένο φόρεμα. Είχε γίνει πια κουραστική, γκρίνιαζε και έσκουζε και προσπαθούσε να ξεφύγει. Είχα όμως κι άλλα να κάνω. Σκέπασα με την κουβέρτα τη γυμνή πλάτη του Χούμπερτσον και έσκυψα από πάνω του, φίλησα για τελευταία φορά το αξύριστο μάγουλό του και έσβησα το φως, πριν κλείσω πίσω μου προσεχτικά την πόρτα του δωματίου του.

    Δεν ήθελα να υποστεί η Καμίλα το ειρωνικό μειδίαμα της γυναίκας στην γκαρνταρόμπα, γι’ αυτό κράτησα με ιδιαίτερη ευσυνειδησία τον έλεγχο στα χέρια μου και πήρα εγώ η ίδια το παλτό της. Ανέκτησε τις αισθήσεις της, όταν σκόνταψε βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο. Την άφησα να στέκεται εκεί και φώναξα την κουρούνα μου. Καθόταν σ’ ένα δέντρο στο πάρκο Γιέρνβεγκ, υπάκουσε αμέσως και άπλωσε τα φτερά της. Ελευθέρωσα την Καμίλα και ανέβηκα στον ουρανό, πλημμυρίζοντας την κουρούνα με ζητωκραυγές και αγγελικές μελωδίες. Απάντησε μ’ ένα βραχνό, τσιριχτό γέλιο.

    Και μπροστά από το ξενοδοχείο Στάνταρτ του Νόρτσεπινγκ στεκόταν η Καμίλα, έχοντας τα χέρια τυλιγμένα γύρω απ’ το σώμα της.


    Η Μάγισσα του Απρίλη - Majgull Axelsson
     
  7. puppetmaster

    puppetmaster Regular Member

    ...από τη συνέχεια...

    Ήμουν μετέωρη και έβλεπα την Καμίλα να παίρνει το δρόμο...πίσω,...στο σπίτι.
    Καθώς την κοιτούσα, ξέροντας πια τη ρουτίνα της από τη μακρόχρονη συμβίωση, άκουγα μέσα μου τα βιαστικά βήματα της, το μεταλλικό τσάκισμα του σύρτη, το υπόκωφο τρίξιμο των ξύλινων σκαλοπατιών που δέχονταν διαδοχικά το βάρος της.
    Χαμογέλασα ειρωνικά γλιστρώντας απαλά πάνω στο περβάζι. Την έβλεπα να βγάζει τα ρούχα της με την ίδια έκφραση χολωμένης παγωμάρας που είχε πάντα. Πάνω της, ούτε το δικό της αλάτι δεν άντεχε...Πως να αντέξει το αλάτι των ξένων;
    Ψιθύρισα με κακία..."Κρύψου χρυσόψαρο...εσύ είσαι γλυκειά. Το αλάτι σε αρρωσταίνει".
    Η ίδια ιεροτελεστία. Ανασηκώθηκε απ' το νερό, σφίγγοντας την πετσέτα επάνω της και πέρασε τα χέρια της μέσ' απ τα βρεγμένα μαλλιά της...Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη ανήσυχη. Σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει...
    "...εντάξει τώρα...τελείωσε".
    Ήμουν σχεδόν πίσω της. Πλησίασα κι' άλλο...τόσο που ένοιωθα να κυλάνε οι στάλες στην πλάτη της.
    Έβλεπα τα μάτια της να είναι καρφωμένα πάνω στο γυαλί, σε αναζήτηση...Έσκυψα κι' άλλο, κοντά στο αυτί και της ψιθύρισα:
    "Ελευθερία δεν είναι να σ' αγαπάνε αν είσαι γλυκειά...
    ...Ελευθερία είναι να σ' αγαπάνε ακόμα κι αν είσαι εγώ"

     
     
  8. puppetmaster

    puppetmaster Regular Member

     

    Αναρωτιέμαι αν τελικά με άλλαξε αυτή ή νύχτα...
    Προσπαθώ να καταλάβω...Ήμουν η ίδια όταν ξύπνησα σήμερα το πρωί;
    Σχεδόν νομίζω οτι θυμάμαι οτι ένοιωσα λίγο διαφορετικά...
    Αν όμως πράγματι δεν είμαι η ίδια,...
    η επόμενη ερώτηση είναι "Τελικά, ποιά είμαι;"
    Αυτός είναι ο πιο μεγάλος γρίφος

    Αλίκη
     
  9. puppetmaster

    puppetmaster Regular Member

    [...]

    Ο πόνος ήταν οξύς.

    Ο τελευταίος ήχος, η φωνή του, βραχνή, ήρεμη:

    "- Μπορείς;..."

    Μετά, ο βόμβος στο αυτί, σαν ενοχλητική σφήκα,
    το τσίμπημα στο μάγουλο, το μούδιασμα...
    Το χέρι του ήταν σιδερένιο.
    Το χείλος της σκίστηκε και μια λεπτή κόκκινη γραμμή έτρεξε
    αργά προς το λαιμό της...
    Πορφυρή μεταξένια κλωστή.


    Τα μάτια της ήταν πράσινα
    κι' έλαμπαν από απορία και θυμό ταυτόχρονα.
     
    Μεγάλα, ζωντανά σμαράγδια.


    Τον κοίταξε πεισμωμένη, σιωπηλή,
    αποφασισμένη να μην του δείξει τίποτε. Όπως έκανε πάντα...

    Στην παγωμένη σιωπή άκουσε ξανά τη φωνή του.

    Σιγανή,
    σταθερή,
    σιδερένια μα τρυφερή.

    Ζεστό μαχαίρι στη σάρκα.

    "- Είμαι εδώ για να φροντίσω τα του Οίκου μου...
    Αυτός που ξεστράτισε, είναι δικό μου γέννημα.
    Απέστρεψε το κεφάλι του από τον ίδιο τον Πατέρα του.
    Και τώρα...
    ...τον περιμένει δίκαιη τιμωρία.


    Εσύ όμως κοντυλένια λατρεμένη μου
    ανασαίνεις σ' έναν άλλο κήπο...πέρα από μαύρους γιούς.
    Εκεί σου μέλλει να ανθίσεις, πίνοντας δροσοσταλίδες,
    κι'όχι να μαραθείς πεταμένη σε μικρό, άδειο, στεγνό ποτήρι.
    "



    [...]




    απόσπασμα από το βιβλίο της ζωής
     
  10. danai

    danai Regular Member

    Απάντηση: Ερωτική Λογοτεχνία

    Anais Nin​


    Το Δαχτυλίδι (απόσπασμα)​




    Οι ινδιάνοι του Περού συνηθίζουν ν' ανταλλάζουνε δαχτυλίδια στους
    αρραβώνες, δαχτυλίδια που βρίσκονται στη κατοχή τους πολλά χρόνια. Συχνά
    τούτα τα δαχτυλίδια μοιάζουν μ' αλυσίδες.

    Ένας πανέμορφος ινδιάνος ερωτεύτηκε μια περουβιανή ισπανικής καταγωγής,
    αλλά συνάντησε την άγριαν αντίδραση από τη πλευρά της οικογένειάς της. Οι
    ινδιάνοι είχανε τη φήμη πως είναι τεμπέληδες κι εκφυλισμένοι κι ότι
    γεννούσαν ασθενικά κι ανασφαλή παιδιά, κυρίως όταν το αίμα τους έσμιγε με
    σπανιόλικο.

    Παρά την αντίδραση, το νεαρό ζευγάρι γιόρτασε τους αρραβώνες του με
    τους στενούς του φίλους. Ο πατέρας της κοπέλας εμφανίστηκε στη διάρκεια
    του γλεντιού και τους απείλησε πως αν ποτέ συναντούσε τον ινδιάνο να φορά
    το δαχτυλίδι που μόλις του δωσεν η κόρη του, θα το αποσπούσε από το
    δάχτυλό του με τον πιο άγριο τρόπο κι αν χρειαζότανε θα του κοβε και το
    δάχτυλο. Το περιστατικό χάλασε το γλέντι. Όλοι γυρίσανε σπίτια τους και
    το νεαρό ζευγάρι χώρισε με την υπόσχεση να συναντηθούνε μυστικά.

    Έπειτα από πολλές δυσκολίες, σμίξανε ξανά κάποια βραδιά και ριχτήκαν
    με πυρετό στα φιλιά, ώρα πολλή. Η γυναίκα είχε ξεσηκωθεί από τα φιλιά
    του. Ήταν έτοιμη να του δοθεί, νιώθοντας πως αυτή η βραδιά ίσως ήταν η
    τελευταία που θα βρισκότανε μαζί του, γιατί ο θυμός του πατέρα της κάθε
    μέρα μεγάλωνε. Ο ινδιάνος όμως ήταν αποφασισμένος να μη τη κάνει δική του
    στα κρυφά. Εκείνη τότε παρατήρησε πως δε φορούσε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό
    του. Η ματιά της έγινε ερωτηματική. Εκείνος της είπε στο αφτί:

    -"Το φορώ κει που δε φαίνεται. Το φορώ κει που κανείς δε μπορεί να το
    δει και μ' εμποδίζει να κάνω έρωτα σε σένα ή σε οιαδήποτε άλλη γυναίκα
    μέχρι να παντρευτούμε"
    .


    -"Δε καταλαβαίνω", είπεν η κοπέλα, "που 'ναι το δαχτυλίδι";

    Τότε κείνος πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο απόκρυφο μέρος
    ανάμεσα στα πόδια του. Στην αρχή τα δάχτυλά της νιώσανε το πέος του,
    έπειτα τα οδήγησε και νιώσανε το δαχτυλίδι στη βάση του. Όμως στο άγγιγμα
    των δαχτύλων της το πέος του σηκώθηκε κι εκείνος ούρλιαξε γιατί το
    δαχτυλίδι τον έσφιγγε και του προξενούσε πόνο.

    Η κοπέλα σχεδόν λιποθύμησε από φρίκη. Ήταν σα να θελε κείνος να
    σκοτώσει και ν' ακρωτηριάσει τον πόθο μέσα του. Ταυτόχρονα όμως στη σκέψη
    του δεμένου και σφιγμένου από το δαχτυλίδι της πέους, ερεθίστηκε τρομερά
    σεξουαλικά, τόσον ώστε το κορμί της άναψε κι έγινε ευαίσθητο σε κάθε
    είδους ερωτικές φαντασιώσεις. Εξακολουθούσε να τον φιλά, παρά τις ικεσίες
    του να σταματήσει γιατί πονούσε όλο και πιο πολύ.

    Λίγες μέρες αργότερα, ο ινδιάνος υπέφερε και πάλι, μα δε μπορούσε να
    πετάξει από πάνω του το δαχτυλίδι. Έπρεπε να φωνάξουνε γιατρό για να του
    το βγάλει. Η γυναίκα ήρθε πάλι και του πρότεινε να κλεφτούν. Εκείνος
    δέχτηκε. Ανεβήκανε στ' άλογα και ταξιδέψαν μιαν ολάκερη νύχτα μαζί, ως τη
    πιο κοντινή πόλη. Εκεί την έκρυψε σ' ένα δωμάτιο και πήγε να βρει δουλειά
    σε κάποιο αγρόκτημα. Εκείνη δεν άφησε το δωμάτιο ώσπου να κουραστεί ο
    πατέρας της να τη ψάχνει. Μόνον ο νυχτοφύλακας της πόλης ήξερε για τη
    παρουσία της. Ο φύλακας ήταν νέος και την είχε βοηθήσει να κρυφτεί. Από
    το παράθυρό της τον έβλεπε να περπατά πάνω-κάτω, κρατώντας τα κλειδιά των
    σπιτιών και να φωνάζει:

    -"Η νύχτα είναι καθαρή κι όλη η πόλη είναι ήσυχη".

    Όταν κάποιος γύριζε σπίτι του αργά, χτυπούσε τις παλάμες, καλώντας
    τον φύλακα. Ο φύλακας του άνοιγε τη πόρτα. Όσο ο ινδιάνος βρισκότανε στη
    δουλειά του, ο φύλακας κι η γυναίκα κουβεντιάζαν αθώα. Της διήγηθηκε για
    ένα έγκλημα που χε διαπραχτεί πρόσφατα στο χωριό: Οι ινδιάνοι που αφήνανε
    τα βουνά και τις δουλειές τους στ' αγροκτήματα και κατεβαίνανε στη
    ζούγκλα, γίνονταν άγρια θεριά. Στα πρόσωπά τους αλλάζανε τα
    χαρακτηριστικά από λεπτά κι ευγενικά σε χοντρά και κτηνώδη.

    Μια τέτοια μεταμόρφωση είχε συμβεί και σε κάποιον ινδιάνο που υπήρξε
    κάποτε ο πιο όμορφος άντρας του χωριού, ευγενικός, σιωπηλός, με παράξενο
    χιούμορ και συγκρατημένον αισθησιασμό. Είχε κατέβει στη ζούγκλα και
    πλούτισε κυνηγώντας. Τώρα ξαναγύρισε, είχε νοσταλγήσει το σπιτικό του.
    Γύρισεν όμως πάμφτωχος και περιπλανιότανε σαν αλήτης. Κανείς δε τον
    αναγνώριζε, κανείς δε τονε θυμόταν. 'Αρπαζε λοιπόν ένα κοριτσάκι από το
    δρόμο και του ξέσκισε τα γεννητικά όργανα με το μακρύ μαχαίρι που
    χρησιμοποιούσε για να γδέρνει τα ζώα. Δε το χε βιάσει, μόνο έχωσε το
    μαχαίρι στην ήβη της και τη κομμάτιασε. Ολόκληρο το χωριό αναστατώθηκε.
    Δε μπορούσαν ν' αποφασίσουν με ποιο τρόπο να τονε τιμωρήσουνε Σκεφτήκαν
    ν' αναβιώσουνε για χάρη του ένα πανάρχαιο ινδιάνικο έθιμο. Θ' ανοίγανε
    πληγές στο σώμα του και θα ρίχνανε κερί, ανακατεμένο με κάποιο οξύ που
    ξέραν οι ινδιάνοι, ώστε οι πόνοι του να πολλαπλασιαστούν. Μετά θα τον
    μαστίγωναν μέχρι θανάτου.

    Καθώς ο φύλακας διηγιόταν αυτή την ιστορία στη γυναίκα, επέστρεψεν ο
    εραστής της από τη δουλειά. Την είδε σκυμμένη από το παράθυρο να κοιτάζει
    τον φύλακα. Έτρεξε πάνω στο δωμάτιό της και παρουσιάστηκε μπροστά της με
    τα μαύρα μαλλιά ανάκατα ριγμένα στο πρόσωπό του, με τα μάτια να στράφτουν
    από θυμό και ζήλεια. 'Αρχισε να τη βλαστημά και να τη βασανίζει μ'
    ερωτήματα κι αμφιβολίες. Από το περιστατικό με το δαχτυλίδι, το πέος του
    είχεν αποκτήσει ευαισθησία. Η ερωτική πράξη συνοδευόταν από πόνους κι
    έτσι δε μπορούσε να την απολαμβάνει όσο συχνά ήθελε. Το πέος του
    πρηζότανε και τονε πονούσε για μέρες. Πάντα φοβότανε πως δεν ικανοποιούσε
    την ερωμένη του κι ότι ίσως αγαπούσε κάποιον άλλο. Όταν είδε τον ψηλό
    φύλακα να της μιλά, τονε συνεπήρε η σιγουριά πως φλερτάρανε πίσω από τη
    πλάτη του. Θέλησε να τη πονέσει, θέλησε να τη κάνει με κάποιο τρόπο να
    υποφέρει σωματικά, όπως είχεν υποφέρει κι εκείνος για χάρη της. Την
    ανάγκασε να κατέβει μαζί του στο κελάρι που φυλάγανε τους κάδους των
    κρασιών κάτω από τα δοκάρια της οροφής.

    Έδεσε ένα σχοινί σ' ένα δοκάρι. Η γυναίκα νόμιζε πως θα τη χτυπούσε.
    Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί της ετοίμαζε τη τροχαλία. Έπειτα της έδεσε
    τα χέρια κι άρχισε να τραβά το σχοινί ώσπου το κορμί της σηκώθηκε στον
    αέρα, όλο το βάρος του κρεμάστηκε από τους καρπούς της κι ο πόνος ήταν
    αβάσταχτος. Έκλαιγε κι ορκιζόταν ότι του χει μείνει πιστή, αυτός όμως
    είχε γίνει έξαλλος. Όταν εκείνη λιποθύμησε καθώς τράβηξε κι άλλο το
    σχοινί, ήρθε στα συγκαλά του. Τη κατέβασε κι άρχισε να τη φιλά και να τη
    χαϊδεύει. Κείνη άνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε. Ο άντρας άρχισε
    να τη ποθεί κι έπεσε πάνω της. Περίμενε να του αντισταθεί γιατί ύστερα
    από τον πόνο που χε τραβήξει, θα τανε θυμωμένη, αλλά δε πρόβαλε καμμιάν
    αντίσταση.

    Συνέχισε να του χαμογελά.

    Όταν άγγιξε την ήβη της τη βρήκε κάθυγρη. Τη πήρε παράφορα κι εκείνη
    ανταποκρίθηκε με την ίδιαν έξαψη.

    Ήταν η πιο όμορφη νύχτα απ' όσες περάσανε μαζί, ξαπλωμένοι στο κρύο
    πάτωμα του κελαριού, μες στο σκοτάδι.
     
  11. danai

    danai Regular Member

    Απάντηση: Ερωτική Λογοτεχνία

    Pierre Mac Orlan (ψευδώνυμο του Pierre Dumarcais)




    Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ



    Ιστορία 1η: "Δευτέρα" ή "Το Γραφείο"



    Είμαι ένας άντρας που μοιάζει με πολλούς σαραντάρηδες, αρκετά
    καλοντυμένος, αρκετά αθλητικός, με κροτάφους που μόλις αρχίζουν ν'
    ασπρίζουν. Η διατροφή μου είναι λιτή και υγιεινή. Μια εξειδικευμένη
    βιβλιογραφία μ' έκανε ν' απεχθάνομαι το καλό φαγητό. Αυτή η απέχθεια
    επιμηκύνει τη ζωή μου και με διατηρεί ακόμη νέο, μεταξύ τόσων ανδρών
    νέων, δραστήριων, κυνικών και φυσικά, διατεθειμένων να με αφανίσουν.

    Είμαι βιομήχανος κι όπως πολλοί βιομήχανοι του καιρού μας, γνωρίζω
    όλα τα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά πράγματα: με βοηθά η γυναίκα μου, που
    διαβάζει για λογαριασμό μου. Ζω με τον ίδιο τρόπο που ταξιδεύω. Οδηγώ εγώ
    κι από δίπλα η γυναίκα μου μελετά το χάρτη. Σε κάθε αξιοπερίεργο, με
    σταματά. Ό,τι μ' ενδιαφέρει περισσότερο είναι να παραμείνω νέος. Αυτή η
    επιθυμία με υποχρεώνει να υποβάλλω τον εαυτό μου σε δοκιμασίες αρκετά
    επίπονες. Σκέπτομαι πως η μέθοδος που ακολουθώ, σίγουρα θα παρατείνει,
    για μερικά χρόνια ακόμη, την αισθησιακή μου ζωή, οδηγώντας τη στα
    ακρότατα όρια του γελοίου.

    Το γραφείο μου βρίσκεται στις όχθες του Σηκουάνα, δηλαδή, εκεί είναι
    και το εργοστάσιό μου. Χωρίς να ξέρω πολύ καλά γιατί, αγαπώ αυτό το
    γκριζωπό, ξεχωριστό τοπίο, στο οποίο συνεχώς προστίθενται πράγματα που
    κανείς δε προσμένει. Να μερικοί γλάροι. Κάνουνε κύκλους και κρώζουνε γύρω
    από μια μαούνα βαμένη πορτοκαλί. Την έχουν μετατρέψει σε πλωτό σπίτι.

    Πάνω σ' αυτή τη μαούνα υπάρχει μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά, που
    μάλλον μοιάζει με Αμερικανίδα. Για μένα, κάθε γυναίκα ψηλή, αδύνατη,
    ασπροντυμένη και χωρίς μπιχλιμπίδια, είναι Αμερικανίδα. Θέλω να πω μ'
    αυτό, ότι μια Αμερικανίδα ντυμένη στα λευκά αφυπνίζει όλο τον ερωτισμό
    μου.

    Ένας φίλος που έζησε πολύ καιρό στη Νέα Υόρκη, μου είπε πως ήταν
    πολύ δύσκολο να συγκινηθούν αισθησιακά αυτά τα παράξενα κορίτσια και πως
    η διεστραμμένη τους περιέργεια είναι επιφανειακή. Έβρισκε αυτές τις
    ωραίες γυναίκες ερωτικά αδιάφορες. Πίστευε πως οι κρυφοί βλεννογόνοι τους
    δεν είχανε τις ιδιότητες εκείνες που δίνουνε στα κορίτσια της Ευρώπης την
    υπέρτατη χαρά. «’Έχουνε πολύ καινούργιες βλεννογόνους», υποστήριζε.

    Το πρωί που φτάνω στο γραφείο, και ενώ είμαι ακόμη μόνος, παρατηρώ
    τη γυναίκα που κάνοντας τον πρωινό της περίπατο ρίχνει ψωμί στα πουλιά.
    Ούτε που ξέρω αν αυτά τα κορίτσια είναι όμορφα και δεν επιθυμώ να το μάθω
    για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι πως είμαι το αφεντικό τους και
    δε θέλω, εξαιτίας μιας χειρονομίας, να υποταχθώ σ' αυτές.

    Στο γραφείο μου οι ώρες κυλούν βαριές, φορτωμένες με οινοπνευματώδη
    ή αρώματα και πάντοτε καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Μέχρι τις εννιά το
    πρωί, ώρα που η δαχτυλογράφος μου η Ζερμαίν φέρνει την αλληλογραφία,
    είμαι σχετικά ήσυχος. Η Ζερμαίν, είναι, νομίζω, δεκαοχτώ χρονών.
    Πρόκειται για μια μικρή ξανθιά, που όταν εγώ ανοίγω τη πόρτα, αυτή
    πάντοτε γελά στο διάδρομο.

    Με ερεθίζει, με ερεθίζει πολύ. Όχι γιατί είναι ξανθιά και νέα, αλλά
    γιατί είναι η δαχτυλογράφος μου. Αυτή η λέξη περιέχει, κατά την άποψή
    μου, μια από τις πιο περίεργες όψεις της ερωτικής φαντασίας των ανθρώπων
    της εποχής μας. Όσο δουλεύει μπροστά μου, εγώ κοιτάζω μόνον εκείνη τη
    μυστηριώδη καμπύλη, η οποία όταν κάθεται, κάνει το κοντό και στενό της
    φουστάνι να τσιτώνει. Την διατάζω, την αναγκάζω να σηκωθεί. Τότε, το
    κολλημένο στη σάρκα της φόρεμα, σχεδιάζει το χωρισμένο στα δύο, ανάγλυφο
    μετάλλιο των νεανικών της καπουλιών. Ξέρει τι σημαίνουν όλα αυτά και
    αποφασίζει, αργά-αργά, με μια νωχελική χειρονομία, να σβήσει την
    αδιάκριτη πτυχή του υφάσματος.

    Νομίζω πως η διανοητική εργασία είναι για τη γυναίκα ένα θέλγητρο
    που ανανεώνει τη πιο αρχαία απ' όλες τις πράξεις, με τρόπο λεπτό και
    συνάμα βίαιο. Αυτή η ιδέα μοιάζει μ' ένα κύπελο γεμάτο αίμα, που σας το
    χύνουν με δύναμη στο πρόσωπο. Μια ωραία γαλατού, μια χαριτωμένη
    φουρνάρισσα, μια δροσερή υπηρέτρια, μπορούσαν να εξάψουν την αιφνίδια και
    περίπλοκη διάθεση των ανδρών για τη γυναικεία σάρκα, σάρκα που βλέπανε σα
    μιαν εξαιρετικά ερεθιστική κινηματογραφική ταινία. Για τους άντρες της
    εποχής μου, τα επαγγέλματα που προσθέτουν στη δύναμη της γυναικείας
    γοητείας, είναι τα διανοητικά ή εκείνα που αποτελούνε, κατά κάποιο τρόπο,
    τους δορυφόρους αυτών των επαγγελμάτων. Είναι δύσκολο ν' αντισταθείς στη
    νεαρή παρουσία μιας δαχτυλογράφου, που ενώ δεν είναι ποτέ πολύ
    απασχολημένη, είναι πάντοτε παρούσα.

    Όταν κοιτάζω τον τρυφερό αυχένα της Ζερμαίν, αυτό τον τρυφερό αυχένα
    μειρακίου που με παρακινεί να τη χρησιμοποιώ, κατά τις ερωτικές μου
    αναπολήσεις, σαν αγόρι, δε μπορώ να μην αναπαραστήσω γυμνή την όμορφη
    σιλουέτα της, λες και πρόκειται για ένα puzzle εξαιρετικά δύσκολο.
    Φαντάζομαι, με ακρίβεια σχεδόν οδυνηρή για το μυαλό μου, το ωχρό και
    ρόδινο λουλούδι του φύλου της σα παπαρούνα ζαρωμένη στον κολεό της και το
    γειτονικό της ροζ γαρίφαλο, που στον έμμετρο μεσαιωνικό μύθο του Ιππότη
    που έκανε τους κ... να μιλούν, πήρε το λόγο για λογαριασμό του.

    Ένα πρωινό που η Ζερμαίν έσκυβε ακριβώς δίπλα από μένα, το χέρι μου,
    αυτόματα, τελείως άβουλα, βρέθηκε πάνω στη θαυμαστή και σκληρή
    στρογγυλότητα που του προσφερόταν. Όταν μιλώ για τη Ζερμαίν, κορίτσι τόσο
    ξανθό και τόσο νέο, αδυνατώ να γράψω πως, πράγματι, το χέρι μου τα 'χασε
    και βρέθηκε κατά τύχη πάνω στον κώλο της. Ο κώλος της Ζερμαίν έχει μια
    παιδική χάρη κι απαιτείται η λέξη που θα τον κατονομάσει να 'ναι επίσης
    παιδαριώδης. Νομίζω πως ταιριάζει περισσότερο να λέω ο πωπός της Ζερμαίν:
    γλυκός σα φρούτο του Απρίλη, μαλακός, κρυφός, με τη τόσο βαθιά, τη τόσο
    ξανθή πτυχή του. Το χέρι μου χαλάρωσε και σταμάτησε να σφίγγει στο κέντρο
    των δύο δροσερών και χλιαρών μηρών. 'Αφησε να της ξεφύγει μια μικρή
    κραυγή ευχαρίστησης, στην οποία απάντησα μ' ένα βλακώδες χαμόγελο. Να
    κάνεις δική σου μια τέτοια κοπέλα, μπροστά στη σιωπηλή και συνένοχη
    γραφομηχανή, συνιστά πράξη που απαιτεί από τον εραστή μια προμελετημένη
    διαστροφή. Η κατάκτηση μιας πιτσιρίκας όπως τούτη εδώ, δεν επιφέρει ποτέ
    κορεσμό. Η Ζερμαίν ξαναποκτά καινούργιες, αποπλανητικές δυνάμεις απ' αυτή
    τη θέση της ευνοούμενης δακτυλογράφου, που μπορεί να εκφράζει τη γνώμη
    της για τους επισκέπτες, να τους επιβάλλει ή και να τους απομακρύνει, εν
    αγνοία μου.

    Η νεανική της παρουσία αποτελεί το στολίδι του γραφείου. Όταν περνά
    από μπρος μου, με τη δροσερή της αγκαλιά φορτωμένη φακέλους σα να
    μεταφέρει τα φρούτα της Πομόν, χίλιοι ασελγείς δαίμονες ξεπετάγονται από
    τους αριθμούς κι ορμούν καταπάνω μου. Καμία περιγραφή του όμορφου
    προσώπου της δε θα 'τανε πιστή. Τι να πω άραγε για τους στρογγυλούς
    γλουτούς της μικρής δακτυλογράφου, για τους αγγελικούς αυτούς γλουτούς,
    φιλόφρονες, όπως οι γλουτοί πούστη -γιατί τέτοια έκφραση παίρνει το
    προσωπάκι της χάρη στα κοντοκομμένα της μαλλιά. Τι να πω για την
    ανοιξιάτικη σχισμή, τη -προσωρινά- τόσο φρόνιμη. Αυτή η μαγεία, που 'ναι
    άκρως φευγαλέα και σβήνει πολύ γρήγορα, προστατεύεται από τη γραφομηχανή,
    πάνω στην οποία τα ευλύγιστα δάχτυλά της έχουνε κάθε εξουσία. Η
    γραφομηχανή ανανεώνει αδιάκοπα το μαγικό μυστήριο.

    Έξω από το γραφείο, όταν με τρόπο δεσποτικό τη κάνω δική μου και την
    υποτάσσω στις ορμητικές, αλλά με άνεση προμελετημένες επιθυμίες μου, δεν
    αναγνωρίζω εκείνη τη μικρή που κοκκινίζει και με δέχεται, που με γεμίζει
    και με αποκαλύπτει, δίχως να λέει λέξη. Στο δρόμο είναι μια κότα όπως
    χιλιάδες άλλες ή μάλλον, δεν είναι ούτε κότα του δρόμου, γιατί είναι
    ανίκανη ν' αντλήσει δυνάμεις από την ατμόσφαιρα του έξω χώρου.

    Είναι μια Αφροδίτη γεννημένη μέσα σ' ένα γραφείο κι ο ναός της
    προστατεύεται από μια Underwood γραφομηχανή. Το ερωτικό της θέλγητρο, εκ
    των πραγμάτων πρόστυχο, πηγάζει από μια κρυφή μαγεία, που τα απόρρητα της
    αποκαλύπτονται μόνο στην επαγγελματία δαχτυλογράφο. Πάνω στο γυαλισμένο
    παρκέ που στηρίζονται τα πόδια της καρέκλας της, έχω την εντύπωση ότι
    βλέπει τον αντικατοπτρισμό της σάρκας της. Κάθε της κίνηση εδώ μέσα, μ'
    ενδιαφέρει.

    Απουσιάζει και ξέρω πως πηγαίνει ν' ανακουφίσει ελεύθερα τ' απόκρυφα
    όργανά της. Αυτή η σκέψη με χαροποιεί, γιατί αυτό το νεαρό κορίτσι, το
    εκλεκτό ανάμεσα σ' όλα τα άλλα, είναι η ξανθιά κι εύθραυστη δακτυλογράφος
    μου, που η δική μου λαγνεία μεταμορφώνει σε παιχνίδι γοητευτικό, μιας
    τρυφηλότητας απολαυστικής.

    Η Ζερμαίν υπάρχει μες στην ηδονή μιας αυταρέσκειας λόγιας και συνάμα
    απλοϊκής. Μου αρέσει να συζητώ μαζί της και να της λέω, με ύφος
    προσποιητά αθώο, λόγια που της ανάβουν τα αφτιά προσθέτοντάς τους μιαν
    όμορφη, αιματώδη απόχρωση.

    Σ' αυτήν επιτρέπονται όλες οι αδιακρισίες. Μερικές φορές μιλά
    ελεύθερα, σαν άντρας, σαν αγόρι. Λέει:
    -"Αυτός εδώ μοιάζει με αδερφάρα!"
    'Αλλωστε, αυτή η λέξη της αρέσει. Η Ζερμαίν, όπως πολλά σύγχρονα
    κορίτσια, ευχαρίστως παραδίνεται στην επίπονη και βαθιά διείσδυση που ο
    Μπραντόμ αποκαλούσε "τα παιχνίδια της οπισθίας Αφροδίτης". Και θύοντας σ'
    αυτά, ο κρυφός κρίκος του κορμιού της περνά στο ανδρικό μου όργανο όπως
    το δαχτυλίδι σ' ένα δάχτυλο. Όταν τη κάνω να σκύβει πάνω στη ράχη της
    καρέκλας της, με κατεβασμένη τη κιλότα, βογκώντας και δαγκώνοντας τα
    δάχτυλα, δε προσπαθεί να ξεφύγει για να γλιτώσει το κωλομπάρεμα που τόσο
    φοβάται και τόσο αδιάντροπα λαχταράει.

    Δε ξέρω τίποτε για τη ζωή της, πέρα από τις ώρες που περνάμε μαζί,
    στο ηλιόλουστο γραφείο μου. Υποθέτω πως πηγαίνει να συναντήσει το
    μορφονιό που της τα τρώει και που μένει σε κάποια γειτονιά άγνωστη σε
    μένα. Υποθέτω ακόμη, πως της συμπεριφέρεται με τη ψυχολογία του ζιγκολό:
    κυνικά, με αφέλεια, τέλος δε, ντροπαλά.

    Η Ζερμαίν σε λίγο καιρό θα παντρευτεί. Αυτό νομίζω, το ξέρω. Το
    ζήτημα είναι να μάθω αν θα παραμείνει δαχτυλογράφος. 'Αλλωστε αυτό μόνο
    μ' ενδιαφέρει. Στη περίπτωση που ο σύζυγος της εξασφαλίζει μιαν άνετη
    ζωή, μακράν από κάθε εργασία, η ακατανίκητη έλξη της θα χανόταν οριστικά.
    Όμως παντρεμένη και πάντοτε δαχτυλογράφος, η Ζερμαίν θα συνεχίσει ν'
    αποτελεί, για όποιον προσπαθήσει να δουλέψει δίπλα της, αιτία πνευματικής
    διαταραχής. Πιθανόν, επίσης, η ερωτική ζωή της δακτυλογράφου να
    υπερτερεί, κατά πολύ, κείνης της συζύγου. Η διαστροφή που την εξωθεί να
    δοκιμάζει όλα τα σαρκικά παιχνίδια, απορρέει από τα ελλοχεύοντα, στο
    επάγγελμά της, αόρατα στοιχεία. Με τον άντρα της θα μπορεί κάλλιστα, να
    'ναι μια γυναίκα φιλήδονη, όπως τόσες χιλιάδες άλλες φιλήδονες γυναίκες...

    Εγώ πάντως, φαντάζομαι τη Ζερμαίν μόνο με τα φουστάνια ανασηκωμένα,
    κι έτσι στα ξαφνικά, δίχως προετοιμασία. Με δυσκολία τη βλέπω να φορά
    νυχτικιά και να ξαπλώνει στο κρεβάτι. Είναι ευνόητο πως ο σύζυγός της θα
    τη γνωρίσει ολόγυμνη, από τα νύχια ως τη κορφή. Πλην όμως, για τον άντρα
    μιας δακτυλογράφου, η γυναίκα του δεν υπήρξε ποτέ δακτυλογράφος.
     
  12. danai

    danai Regular Member

    Απάντηση: Ερωτική Λογοτεχνία

    Fassbinder Rainer Werner: Τα Πικρά Δάκρυα Της Πέτρα Φον Καντ

    -------------------------------------------------------------------------

    (απόσπασμα)
    Πράξη 3η

    (η Πέτρα μπαίνει στο δωμάτιο)



    ΠΕΤΡΑ: Πού ήσουνα χτες βράδυ; (καμιά αντίδραση). Κάριν;

    ΚΑΡΙΝ: Τί;

    ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα, Πού ήσουνα χτες βράδυ.

    ΚΑΡΙΝ: Χόρευα.

    ΠΕΤΡΑ: Μέχρι τις έξι το πρωί;

    ΚΑΡΙΝ: Και λοιπόν;


    ΠΕΤΡΑ: Επειδή δεν υπάρχει τίποτα ανοιχτό αυτή την ώρα.

    ΚΑΡΙΝ: Ναι;

    ΠΕΤΡΑ: Ναι. Με ποιόν χόρευες λοιπόν μαζί;

    ΚΑΡΙΝ: Τί θες να πεις;

    ΠΕΤΡΑ: Σε ρώτησα με ποιόν χόρευες μαζί. Μπήκες;

    ΚΑΡΙΝ: Μ' έναν άντρα.

    ΠΕΤΡΑ: Α! Ναι; Τι σόι άντρα;

    ΚΑΡΙΝ: Έναν ψηλό νέγρο με μια μεγάλη μαύρη πούτσα.

    ΠΕΤΡΑ: Έλα τώρα... (πηγαίνει στο μπαρ και φτιάχνει ένα τζιν-τόνικ). Θες και συ άλλο ένα;

    ΚΑΡΙΝ: Ναι, πιάσε ακόμα ένα.

    ΠΕΤΡΑ: Ευχαρίστως!

    ΚΑΡΙΝ: Αν δε γουστάρεις και τόσο μη το κάνεις.
    ΠΕΤΡΑ: Θέλω. Πώς δε θέλω. Αλλά Θα μπορούσες να 'σαι πιο ευγενική; Ορίστε.

    ΚΑΡΙΝ: Ευχαριστώ, αγαπημένη, ευχαριστώ.

    ΠΕΤΡΑ: Και πώς ήταν αυτός ο άντρας;

    ΚΑΡΙΝ: Στο κρεβάτι;

    ΠΕΤΡΑ: Ας πούμε.

    ΚΑΡΙΝ: Λυσσασμένος!

    ΠΕΤΡΑ: Ναι;

    ΚΑΡΙΝ: Ατέλειωτα! Φαντάσου δυο κατάμαυρες χερούκλες πάνω στο τρυφερό άσπρο δέρμα μου. Και... κάτι χείλια! Ξέρεις τώρα, οι νέγροι έχουνε χοντρά χείλια, καφτά. (η Πέτρα κρατά τη καρδιά της). Λιποθυμάς, αγαπημένη; (ξεσπά σε γέλιο ατέλειωτο). Και που 'σαι, δε σου 'πα το καλύτερο ακόμα.

    ΠΕΤΡΑ: Μη γίνεσαι τόσο χυδαία.

    ΚΑΡΙΝ: Δεν είμαι χυδαία. Λέω την αλήθεια, Πέτρα. Είχαμε αποφασίσει να λέμε πάντα αλήθεια μεταξύ μας. Αλλά εσύ δεν το αντέχεις. Προτιμάς να σου λένε ψέμματα.

    ΠΕΤΡΑ: Ναι, λέγε μου ψέμματα, σε παρακαλώ, λέγε μου ψέμματα.

    ΚΑΡΙΝ: Λοιπόν οκέι, δεν είναι αλήθεια!

    ΠΕΤΡΑ: Ναι; (γεμάτη ελπίδα). Λες αλήθεια;

    ΚΑΡΙΝ: Φυσικά όχι. Κοιμήθηκα μ' έναν άντρα. Αλλά δε χάλασε κι ο κόσμος ! Έτσι;

    ΠΕΤΡΑ: (κλαίει) Δε χάλασε ο κόσμος! Όχι. Δε καταλαβαίνω, αλήθεια δε καταλαβαίνω. Γιατί... γιατί...

    ΚΑΡΙΝ: Έλα, παράτα τα κλάματα, Πέτρα. Κοίτα, αλήθεια μου αρέσεις, αλήθεια σ' αγαπώ... αλλά... (σηκώνει τους ώμους. η Πέτρα κλαίει ασυγκράτητα). Κοίτα, ήτανε φως-φανάρι απ' την αρχή ότι εγώ κάποτε θα ξαναπήγαινα με άντρες. Έτσι είμαι γω. Και μετά αυτό δεν είναι πρόβλημα για μας τις δυο. Τους άντρες τους έχω για να βολεύομαι. Τίποτα παραπάνω. Λίγη ευχαρίστηση κι έξω απ' τη πόρτα. Εσύ δεν ήσουνα που 'λεγες πάντα για ελευθερίες και τέτοια; Εσύ δεν ήσουνα που 'λεγες συνέχεια, ότι εμείς δεν πρέπει να καταπιέζουμε η μια την άλλη; Έλα παράτα τα κλάματα, μ' ακούς;

    ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου πονά τόσο... Σα να με τρύπησαν με μαχαίρι.

    ΚΑΡΙΝ: Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά σου να πονά.

    ΠΕΤΡΑ: Η καρδιά μου να πονά. Η καρδιά μου να πονά. Πονώ, πονάς, πονά. Αυτή πονά. Δεν υπάρχει λόγος η καρδιά μου να πονά.

    ΚΑΡΙΝ: Έλα, Πέτρα, καλά, δεν είμαι τόσο έξυπνη σαν εσένα ή τόσο μορφωμένη, οκέι το ξέρουμε αυτό...

    ΠΕΤΡΑ: Είσαι όμορφη! Σ' αγαπώ τόσο πολύ! Σ' αγαπώ τόσο πολύ που πονώ. Αχ Θεέ μου! Θεέ μου! (πάει να φτιάξει ένα ποτό) Θέλεις άλλο ένα κι εσύ;

    ΚΑΡΙΝ: Όχι, πρέπει να προσέξω τη γραμμή μου. (κοιτά η μια την άλλη και για μια στιγμή γελάν αυθόρμητα. σταματούν. σχεδόν ταυτόχρονα κοιτάζονται λίγο ακόμα).

    ΠΕΤΡΑ: Θα τον ξαναδείς;

    ΚΑΡΙΝ: Ποιόν; Αυτόν τον άντρα;

    ΠΕΤΡΑ: Ναι. Γιατί; Υπάρχουν κι άλλοι;

    ΚΑΡΙΝ: Έλα Τώρα!

    ΠΕΤΡΑ: Λοιπόν;

    ΚΑΡΙΝ: Όχι, δε Θα τον ξαναδώ. Δε ξέρω ούτε τ' όνομά του. Και μετά αυτός κάτι είπε για μετάθεση ή κάτι τέτοιο.

    ΠΕΤΡΑ: Αλήθεια ήταν νέγρος;

    ΚΑΡΙΝ: Ναι! Γιατί;

    ΠΕΤΡΑ: Τίποτα, έτσι.

    ΚΑΡΙΝ: Ξέρεις, ήταν σπουδαίος τύπος. Θα σου πήγαινε πολύ κι εσένα. Δεν ήταν μαύρος-μαύρος, μελαψός. Κι είχε μια φάτσα πολύ ξύπνια. Υπάρχουνε κάτι νέγροι που είναι τα μούτρα τους σαν τους Ευρωπαίους, ξέρεις.

    ΠΕΤΡΑ: Ναι;

    ΚΑΡΙΝ: Πως υπάρχουν! Αυτός τέτοιος ήταν. Και μου 'πε κιόλας ωραία πραματάκια για την Αμερική και τα λοιπά.

    ΠΕΤΡΑ: Κάριν, σε παρακαλώ! (αρχίζει πάλι να κλαίει)

    ΚΑΡΙΝ: Εντάξει. Σταματώ. Νόμιζα πως μ' αυτό είχαμε ξεκαθαρίσει κάπως.

    ΠΕΤΡΑ: Δεν υπάρχει όμως λόγος να το διασκεδάζεις κι από πάνω. (ετοιμάζει ένα ποτό για τη Κάριν).

    KΑΡΙΝ: Εσύ όμως το γλεντάς για τα καλά, να πούμε.

    ΠΕΤΡΑ: Τί άλλο μου μένει να κάνω;

    ΚΑΡΙΝ: Μη το παρατραβάς, γαμώτο, είσαι κανονικά υστέρω.

    ΠΕΤΡΑ: Δεν είμαι υστερική. Δεν αντέχω άλλο. Αυτό είναι όλο.

    ΚΑΡΙΝ: Αν δεν αντέχεις άλλο, πιες τ' άντερά σου. Θα σου κάνει καλό.

    ΠΕΤΡΑ: Εντάξει, εντάξει προπαντός μη χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας Αφού δεν αντέχω άλλο ας πιω τ' άντερά μου, θα μου κάνει καλό.

    ΚΑΡΙΝ: Αλλά πώς;

    ΠΕΤΡΑ: Πίστεψέ με, Θα 'θελα να 'μαι ευτυχισμενη. Όλο αυτό μ' αρρωσταίνει!

    ΚΑΡΙΝ: Μα τί 'ναι αυτό που σ' αρρωσταίνει;

    ΠΕΤΡΑ: Ξέχνα το.

    ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί δε μου λες αυτό που σ' αρρωσταίνει;

    ΠΕΤΡΑ: Εσύ. Εσύ είσαι αυτό που μ' αρρωσταίνει, επειδή ποτέ δε μπορώ να ξέρω γιατί είσαι δω μαζί μου. Για τα λεφτά, επειδή σου ανοίγω δρόμους, ή επειδή μ' αγαπάς.

    ΚΑΡΙΝ: Μα γιατί, φυσικά σ' αγαπώ!

    ΠΕΤΡΑ: 'Αστα τώρα. Πώς ν' αντέξει κανείς μια τέτοιαν αβεβαιότητα.

    ΚΑΡΙΝ: Αφού δεν με πιστεύεις, τότε...

    ΠΕΤΡΑ: Δε σε πιστεύω! Τι πα να πει αυτό; Τί το θες αυτή την ώρα το πιστεύω; Δεν έχει κανένα νόημα. Ασφαλώς πιστεύω ότι μ' αγαπάς. Γιατί όχι; Αλλά δεν είμαι σίγουρη για τίποτα! Δε ξέρω απολύτως τίποτα! Κι αυτό είναι που μ' αρρωσταίνει. Αυτό! (παίρνει μιαν εφημερίδα και την ανοίγει). Εδώ είμαστε, λοιπόν: "Η τελευταία κολεξιόν της Πέτρα φον Καντ, μια αξιόλογη συνεισφορά στο χώρο της μόδας κάνει όλο τον κόσμο ν' ανυπομονεί πότε θα μπει ο χειμώνας". Έχει και φωτογραφία σου!

    ΚΑΡΙΝ: Έλα! Πού είναι;

    ΠΕΤΡΑ: Ορίστε.

    ΚΑΡΙΝ: Α ψώνιο! Και καλή φωτογραφία μάλιστα ε; Έλα πες το μου!

    ΠΕΤΡΑ: Ναι, πολύ ωραία!

    ΚΑΡΙΝ: Πολύ ωραία, πολύ ωραία. Είναι φανταστικά καταπληκτική. Η πρώτη μου φωτογραφία στην εφημερίδα. Ψώνιο! (αγκαλιάζει και τη φιλά). Σ' αγαπώ έλα!

    ΠΕΤΡΑ: Θέλω να σε φιλήσω. (φιλιούνται).
    (τέλος αποσπάσματος...)