Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ζωντανές Λέξεις

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Τεχνικές' που ξεκίνησε από το μέλος Georgia, στις 8 Αυγούστου 2009.

  1. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Ένατη

    Ικανοποίηση


    Δεν είχα συνειδητοποιήσει τα λάθη που έκανα, τυφλωμένος από την ασφάλεια και την αδιαφορία μου.
    Ακόμη και εκείνο το βράδυ, που της ζήτησα συγνώμη, δεν το ένιωθα βαθειά μέσα μου.
    Για μένα ήταν δική μου ότι και να συμβεί, και με το συναίσθημα αυτό να με συντροφεύει, ξεχνούσα ότι δεν επρόκειτο μόνο για ένα σώμα, ένα ζευγάρι μάτια και μια φωνή.
    Ο εγωισμός μου με έκανε να ζητάω από εκείνη, και όχι μόνο να μην δίνω, αλλά να έχω τα δώρα της δεδομένα, και να μην την ευχαριστώ ούτε στο ελάχιστο.

    Όση ώρα με κοιτούσε περνούσαν από μπροστά μου όλες εκείνες φορές που την είχα κάνει να κλάψει.
    Θα ήθελα να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, όχι από φόβο.

    Γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε. Στάθηκε στην μέση του δωματίου και γύρισε προς εμένα.
    Κοιτώντας με στα μάτια, γδύθηκε.

    Έμεινε για λίγο ακίνητη και μετά έκανε μια αργή στροφή γύρω από τον εαυτό της.

    Το φως τόνιζε σκληρά τα σημάδια στο κορμί της.

    Μικρά ροζ σημάδια.


    Θα ήθελα να μπορούσα να μπω στο μυαλό του. Για να παίξω ένα και μοναδικό παιχνίδι.

    Πως θα ήταν άραγε αν του περνούσα όλες τις εικόνες και τα συναισθήματά μου;

    Να καταλάβει. Αλλά όχι με εκείνη την συγκαταβατική κατανόηση.
    Να νιώσει πως ήταν.

    Όλον εκείνο τον πόνο και την απογοήτευση και την ματαιότητα. Να νιώσει στην καρδιά του χιλιάδες χαρακιές, να την νιώσει να σπάει σε χίλια κομμάτια, να λιώνει, να πονά, να στύβεται.
    Να φωνάζουν στο κεφάλι του όλα εκείνα τα λόγια, να καίει στο κορμί του όλος εκείνος ο πόνος.

    Να προσπαθεί να συνεχίσει να ελπίζει την ίδια στιγμή που βλέπει τις ελπίδες του να καταστρέφονται.
    Να προσπαθεί να συνεχίσει να ονειρεύεται την ίδια στιγμή που βλέπει τα όνειρά του να πεθαίνουν.
    Να προσπαθεί να καταπιεί τους λυγμούς του, να κρύψει τα δάκρυά του και να δείχνει χαρούμενος, γιατί έτσι πρέπει να είναι τα παιχνίδια.

    Να κλείνει τα μάτια, να παίρνει μια βαθειά ανάσα και να χαμογελά, να κοροϊδεύει τον εαυτό του λέγοντας πως τα πράγματα θα φτιάξουν.

    Να ανέχεται, να δέχεται, να συμφωνεί, να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει, να λέει αυτά που πρέπει να πει, να δείχνει πως νιώθει αυτά που πρέπει να νιώθει.

    Να είναι μικρός μπροστά σε κάτι μεγάλο που τον πονά και να στέκεται να το κοιτά ερωτευμένος, παγιδευμένος από την ίδια την καρδιά του, με ακυρωμένη λογική.

    Να κατακλύζεται από πρωτόγνωρα τρικυμιώδη συναισθήματα, αλλά να μην του επιτρέπεται να τα εκφράσει.

    Να είναι έτοιμος να εκραγεί, να έχει μέσα του ένα θησαυρό και να θέλει να τον παραδώσει, αλλά να μην τον αφήνουν να το κάνει.

    Αυτό θα ήθελα.

    Να είναι ξαπλωμένος στο κρεββάτι του και να ανέβω πάνω του. Να τυλίξω τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και να τα σφίξω όσο πιο πολύ μπορώ. Να τινάζεται, να προσπαθεί να φωνάξει, να πνίγεται, να μελανιάζει, τα μάτια του να γουρλώνουν και να με κοιτάνε τρομαγμένα. Τότε θα έπαιρνα τα χέρια μου, θα περίμενα λίγο, και όταν θα ετοιμαζόταν να πάρει την τρίτη ανάσα, θα τον έσφιγγα ξανά, για να ακούσω εκείνο τον υπέροχο ήχο την αναπνοής που κόβεται. Θα τον έσφιγγα και θα τον πίεζα πάνω στο κρεββάτι μέχρι το πρόσωπό του να σταματήσει να προσπαθεί να ανασάνει.

    Τότε θα έπαιρνα το μαχαίρι και θα το έφερνα μπροστά του. Θα με κοίταζε τρομοκρατημένος και θα προσπαθούσε να μην κουνηθεί όσο το σέρνω πάνω στο πρόσωπό του. Θα το πίεζα λίγο στο πλάι των ματιών του, μέχρι να τρέξει αίμα. Θα το πασάλειβα πάνω τους και θα έχωνα τα δάχτυλά μου στο στόμα του να τα καθαρίσει. Θα χάραζα τα χείλη του και θα του έλεγα να βγάλει έξω την γλώσσα του να τα γλείψει. Θα την έπιανα ανάμεσα στα δάχτυλά μου όσο πιο σφικτά μπορούσα και θα πίεζα την μύτη του μαχαιριού πάνω της. Θα ούρλιαζε.

    Θα τον σήκωνα και θα τον έδενα στον τοίχο. Με το μαχαίρι θα ξεκινούσα μια συμμετρική τομή από το σαγόνι ως το εφηβαίο του. Εκεί θα έκανα μια στάση και θα το έτριβα πάνω στο πέος του. Θα ανέβαινα προς τα πάνω περνώντας το από την ίδια χαρακιά. Θα του χάραζα στενές λωρίδες στα χέρια και στο στέρνο του και θα έκοβα γύρω γύρω την άλω. Τότε θα του έδινα να γλύψει το μαχαίρι και να το καθαρίσει από το αίμα του.

    Θα έπαιρνα οινόπνευμα και θα το έριχνα πάνω στις πληγές του. Με τα δάχτυλα και τα νύχια μου θα καθάριζα το αίμα που θα είχε τρέξει και θα άφηνα καινούρια σχέδια να σχηματιστούν.

    Θα έπαιρνα τότε ένα τσιγάρο και θα το άναβα. Δεν θα έσβηνα τον αναπτήρα παρά θα πέρναγα την φλόγα από τις ρώγες και τα αρχίδια του. Θα φυσούσα τον καπνό στα μάτια του και θα έσερνα την κάφτρα στις χαρακιές.

    Θα του έριχνα πάλι λίγο οινόπνευμα να τον καθαρίσω και θα άναβα μια μικρή φωτιά κάτω από τα πόδια του. Οι πατούσες του δεν θα αργούσαν να καούν. Κόκκινες, πρησμένες, ξεφλουδισμένες.

    Τότε θα έπαιρνα την πιο λεπτή μου βέργα. Θα τις χτυπούσα όσο πιο δυνατά μπορώ, και θα σταματούσα μόνο όταν θα έπαυε να φωνάζει.

    Θα έπαιρνα μια καρεκλίτσα, θα καθόμουν απέναντί του και θα περίμενα να ξυπνήσει για να συνεχίσουμε.

    Ίσως να παράγγελνα και καμιά πίτσα, γιατί σίγουρα θα με έπιανε λιγούρα από την μυρωδιά του ψημένου κρέατος.
     
  2. gdima57

    gdima57 New Member

    Απάντηση: Ζωντανές Λέξεις

    απίθανο παραμυθάκι ..
    αισθησιακή τρυφερότητα..
    απίθανο...
     
  3. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δέκατη

    Κόλαση​


    Από εκείνη την στιγμή όπου ο άνθρωπος αντιλήφθηκε το πεπερασμένο της ύπαρξής του, ανέδειξε τον θάνατο σε ένα από τα διαχρονικότερα θρησκευτικά, φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά θέματα.
    Στάθηκε δε κυρίως στον μετά θάνατο προορισμό του, κάνοντας έναν ενδιαφέροντα διαχωρισμό μεταξύ ψυχής και σώματος.
    Η πλειοψηφία πιστεύει πως μετά τον θάνατο ο άνθρωπος δεν καταργείται, αλλά ανασυντάσσεται, με σώμα ή χωρίς, στην ίδια ή σε διαφορετική μορφή, με μνήμη ή χωρίς, είτε ξεκινώντας μια καινούρια ζωή, είτε επαναλαμβάνοντας την προηγούμενη, (είτε) κρινόμενος για τις πράξεις του σε αυτή.
    Οι ψυχές των ανθρώπων εκείνων, που κρινόταν πως δεν έζησαν σύμφωνα με τους εκάστοτε νόμους, κατέληγαν σε έναν τόπο όπου έρχονται αντιμέτωπες πότε με τρομερές τιμωρίες, πότε με βασανιστήρια, πότε με πλήρη καταστροφή και εκμηδένιση. Ο πόνος είναι λοιπόν είτε σωματικός, είτε ηθικός (τύψεις, ενοχές…)

    Αυτή είναι και η θρησκευτική εικόνα της κόλασης, λειτουργικότατη (εξαναγκασμένη υπακοή).

    Η ύπαρξη της κόλασης όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιοσύνης/κρίσης.
    Και η ύπαρξη δικαιοσύνης/κρίσης, την ύπαρξη κριτή.
    Όποιος δεν πιστεύει στην ύπαρξη ενός κριτή, δεν έχει τίποτα να φοβάται από την κόλαση.
    Την φαντασιακή τουλάχιστον, γιατί η ρεαλιστική είναι τρομοποιός για όλους.

    Η κόλαση είναι προσωπική υπόθεση.
    Ο καθένας την γεμίζει με τους φόβους του.
    Για κάποιους μπορεί να είναι οι άλλοι, για κάποιους μπορεί να είναι η απουσία των άλλων (≈sic).
    Μαθαίνοντας την εικόνα κάποιου για την κόλαση, μαθαίνουμε κάτι βαθύ.

    Η προσωπική μου κόλαση αυτή την στιγμή είναι που δεν μπορώ να θυμηθώ την θεωρία της κλειδαρότρυπας.
     
  4. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Ενδέκατη​

    Λίμνη​


    Η δροσιά της λίμνης γέμιζε ευχάριστα τον αέρα γύρω τους. Ο γεμάτος αστέρια ουρανός και το καθρέφτισμα του φεγγαριού στην επιφάνειά της, την ηρέμησαν και την μάγεψαν.
    Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, βρίσκονταν στην κορυφή ενός τεράστιου βράχου, πολλά μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού.
    - Μπορείς τώρα να αφήσεις το χέρι μου.
    Γύρισε και τον κοίταξε. Άφησε το χέρι του απότομα και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω.
    - Φτάσαμε;
    - Ναι.
    - Που είναι;
    - Εγώ στην θέση σου δεν θα βιαζόμουν.
    - Θέλω να σε ξεφορτωθώ το γρηγορότερο δυνατό.
    - Πολύ καλά.
    Με γρήγορα βήματα την πλησίασε, την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε πίσω του. Προχώρησε ως την άκρη του βράχου, στάθηκε και ελευθέρωσε το χέρι της. Κοιτάζοντάς την ειρωνικά, της έσκασε ένα προκλητικό χαμόγελο την ώρα που την έσπρωχνε με δύναμη.

    Η πρώτη της κραυγή πνίγηκε από τον ήχο του κορμιού της που έσκασε με δύναμη στο νερό. Κατακόκκινος πόνος πλημμύρισε το μυαλό της. Σε κάθε της προσπάθεια να αναπνεύσει οι πνεύμονές της γέμιζαν με νερό και πονούσαν. Άρχισε να κουνά μανιασμένα τα χέρια και τα πόδια της και κατάφερε να βγάλει το κεφάλι της στον αέρα. Πήρε μερικές κοφτές ανάσες και άφησε τον πόνο να περάσει. Σε λίγο ανέπνεε κανονικά.
    Το νερό γύρω της ηρέμησε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της.
    - Μην μου πεις πως φοβήθηκες. Ξέχασες ότι δεν μπορείς ακόμη να πεθάνεις;
    Ο Πι επέπλεε δίπλα της και κάθε τόσο χόρευε με μικρές απλωτές, διασκεδάζοντας με την εικόνα της.
    Άνοιξε το στόμα της για να του απαντήσει κατάλληλα, αλλά τότε το είδε.
    Ένα μικρό φωτάκι λίγα μετά μπροστά τους, σαν κολλημένο θαρρείς πάνω στην πέτρα.
    Ο Πι ακολούθησε το βλέμμα της και μόλις το είδε, το πρόσωπό του σκοτείνιασε.
    Γύρισε, την κοίταξε και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.

    Το νερό ήταν παγωμένο και τα ρούχα της την βάραιναν. Κρίνοντας από την φύση του Πι και από το γεγονός ότι ήταν μόνοι τους, αποφάσισε να τα βγάλει. Ο Πι ένιωσε την στάση της και γύρισε. Κατάλαβε τι έκανε και την πλησίασε. Άπλωσε το χέρι του και εκείνη σταμάτησε και τον κοίταξε. Την άγγιξε στον ώμο και μια γλυκιά ζέστη γέμισε το κορμί της.
    - Έτσι θα είναι καλύτερα.
    Πριν προλάβει να τον ευχαριστήσει γύρισε την πλάτη του και συνέχισε να κολυμπά
    Τον ακολούθησε.
    Είχαν πια φύγει από την ελευθερία της μεγάλης λίμνης και κολυμπούσαν μέσα σε ένα μονοπάτι, που οριζόταν από ψηλούς βράχους. Όσο πιο μακριά πήγαιναν, τόσο το μονοπάτι στένευε, μέχρι που δεν είχε πια αρκετό χώρο για να κουνά τα χέρια της, και χρησιμοποιούσε τον βράχο για να της δώσει ώθηση.
    Κάτω από τα δάκτυλά της ένιωθε την πέτρα σκαλισμένη, όχι τυχαία αλλά μπορούσε να διακρίνει σχήματα και μοτίβα και ακολουθίες. Το λιγοστό όμως φως δεν ήταν ικανό να ξεκαθαρίσει τις μορφές τους.

    Τα δάκτυλα των ποδιών της κτύπησαν στον βυθό. Δοκίμασε την στερεότητά του και σηκώθηκε όρθια. Προχώρησε λίγα μέτρα ακόμη μέχρι που συνάντησε μικρά σκαλοπάτια. Τα ανέβηκε πίσω από τον Πι. Στο τέλος τους, εμφανίστηκε ένα μικρό πλάτωμα. Ο Πι άναψε τα δάκτυλά τους και ο χώρος φωτίστηκε. Μια σπηλιά, ένα μικρό άδειο δωμάτιο σκαλισμένο μέσα στον βράχο. Καμία πόρτα, κανένα άνοιγμα που να οδηγεί πιο βαθειά.
    Κάθισε κάτω και κοίταξε τον Πι περιμένοντας.
    - Που είναι;
    - Είναι πιο μέσα. Αυτός είναι ο προθάλαμος. Εδώ που κανονικά θα έπρεπε να βγάλεις τα ρούχα σου.
    Την τελευταία φράση την είπε χαμογελώντας. Ένα όμορφο και γλυκό χαμόγελο που την ξάφνιασε. Χαμογέλασε και εκείνη με την σειρά της και σηκώθηκε.
    - Πάμε.
    - Σε μισό λεπτό.
    Άκουσε ένα θρόισμα και γύρισε.
    Ο Πι στεκόταν στην μέση της σπηλιάς, με τα μάτια του κλειστά και τα φωτεινά του δάκτυλα να λύνουν με προσοχή τα σκοινιά γύρω από το κορμί του.
    Όταν τελείωσε, άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Εκείνη κοκκίνισε και τράβηξε γρήγορα το βλέμμα της.

    Ο Πι την πλησίασε, έσκυψε και την κοίταξε στα μάτια.
    - Είσαι έτοιμη;
    - Είμαι.
    - Σίγουρα θέλεις να το κάνεις αυτό;
    - Νομίζω πως δεν έχω άλλη επιλογή..

    Την έπιασε απαλά από τον καρπό και προχώρησε προς το βάθος της σπηλιάς. Έφτασε στον βράχο. Άπλωσε το χέρι του και τον χάιδεψε διερευνητικά. Σταμάτησε σε ένα σημείο και κρατώντας την παλάμη του εκεί, έφερε το χέρι της στο στόμα του. Πήρε τον δείκτη της και τον έβαλε πάνω στην γλώσσα του. Έκλεισε το στόμα του και τα μυτερά του δόντια τρύπησαν την σάρκα της. Εκείνη φώναξε και προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά εκείνος δεν την άφηνε. Την κοιτούσε μόνο, με τα μαύρα του μάτια, σαν να μην την έβλεπε. Τον ένιωθε να τρυπά, να κομματιάζει, να ξεσκίζει, να συνθλίβει, να ρουφά. Δευτερόλεπτα μετά σταμάτησε να πονάει και εκείνος ελευθέρωσε το χέρι της. ο δείκτης της ήταν ακέραιος, κανένα σημάδι, ούτε μια σταγόνα αίματος.

    Χωρίς να αφήσει το χέρι της, τράβηξε την παλάμη του από τον βράχο και πλησίασε το στόμα του. Άφησε να κυλήσει ένα πηκτό υγρό πάνω στην πέτρα και μετά τραβήχτηκε πίσω.

    Ο βράχος τότε άρχισε να λιώνει. Σιγά και αθόρυβα μέχρι που άφησε ένα κενό. Η Άλφα σαν να το περίμενε δεν απόρησε, παρά ακολούθησε τον Πι μέσα του.

    Ήταν ένας διάδρομος, ψηλός και στενός. Το πάτωμα ήταν υγρό και η υφή του θύμιζε τον βυθό της λίμνης που είχαν αφήσει πίσω τους. Προχώρησαν λίγα μέτρα και μετά ο διάδρομος άρχισε να φαρδαίνει, μέχρι που έγινε ένα μεγάλο άνοιγμα στον βράχο, πολύ μεγαλύτερο από το πρώτο δωμάτιο.
    Τα δάκτυλα του Πι φώτισαν τα υγρά τοιχώματα και τα βλέμματά τους σηκώθηκαν για να υπολογίσουν το ύψος τους. Το φως όμως δεν ήταν αρκετά δυνατό και η σπηλιά έμοιαζε να μην κλείνει πουθενά πάνω από τα κεφάλια τους.
    Κατέβασε τότε το χέρι του για να φωτίσει το εσωτερικό.
    Εκεί είδαν αυτό που περίμεναν.

    Μια μικρή λίμνη που περικλειόταν από ένα μονοπάτι, φτιαγμένο από την ύλη του βυθού της.
    Πλησίασαν προσεκτικά στην άκρη της και προσπάθησαν να την εξετάσουν με το βλέμμα τους.
    Ήταν ακριβώς όπως τους είχαν πει πως θα είναι.

    Μαύρη και αδιαφανής.
    Η επιφάνειά της έμοιαζε να ταράζεται από ριπές αέρα, αν και οι ίδιοι δεν ένιωθαν κανένα ρεύμα να τους κτυπά. Από την κίνησή της φαινόταν πως δεν ήταν γεμάτη νερό, αλλά κάτι πιο πηκτό, που στην Άλφα θύμισε το υγρό που έβγαλε ο Πι από το στόμα του και έκανε τον βράχο να λιώσει.

    Όμως ότι κι αν ήταν αυτό το υγρό, το είχε πάρει από εκείνη, έτσι δεν είναι;​
     
  5. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δωδέκατη

    Μεταμόρφωση


    Κοίταξέ με. Καλά, στα μάτια. Δεν σε αναγνωρίζω. Δώσε μου λίγο το τσιγάρο σου. Όχι, δεν καπνίζω. Θέλω να δω. Ναι, πόνεσα. Όχι, πριν όχι. Ήσουν εσύ. Όχι; Εμένα μου αρκεί. Κοίταξέ με. Καλά, στα μάτια. Δεν σε αναγνωρίζω. Ναι. Όχι τόσο συχνά πια, αλλά ναι. Συνήθως όταν ακούω το τραγούδι που μου είχες αφιερώσει ή όταν μιλάω για έρωτα. Και πάντα πριν κοιτάξω την μπλούζα σου. Και πάντα πριν κλάψω. Ναι. Δεν το θυμάμαι αλλά το αναγνωρίζω. Χαμογελάς. Δώσε μου πάλι το τσιγάρο σου. Όχι, αστειεύομαι. Το ξέρω, δεν είσαι εσύ. Δεν μπορώ να καταλάβω. Αλήθεια σου λέω, δεν μπορώ. Δεν είναι ότι δεν θέλω. Ίσως να μην θέλω να καταλάβω. Ίσως και να έχω καταλάβει. Ίσως να μην τολμώ να παραδεχτώ ότι έχω καταλάβει. Ίσως το βλέπω και δεν το πιστεύω. Ίσως το ακούω και δεν το πιστεύω. Ίσως το νιώθω και δεν το πιστεύω. Δεν θέλω να ξέρω. Θέλω να ξέρω. Θέλω να μου εξηγήσεις. Θέλω να καταλάβω. Αλήθεια. Αλλά μόνο αν μπορείς να με πείσεις. Ίσως διαφορετικά να μην θέλω να ξέρω. Και ακούω μουσική και διαβάζω και περιμένω. Και πηγαίνω στην δουλειά. Και η χαρά που δέχτηκες έχει γίνει ένας κόμπος στον λαιμό. Και η ώρα δεν περνά. Και είμαι όπως ακριβώς πρέπει να είμαι. Μόνο λίγο πιο ερωτευμένη. Όχι λίγο πιο πολύ από ότι πρέπει. Είμαι ερωτευμένη. Και σε αγαπώ. Και έλειπες και μου έλειψες και μου λείπεις. Και η ώρα δεν περνά. Και η χαρά που δέχτηκες έχει γίνει ένας κόμπος στην καρδιά μου. Και φεύγω και έρχομαι. Και μου λες δεν με περίμενες. Και ο κόμπος της χαράς που είχες δεχτεί ανεβαίνει στον λαιμό και με πνίγει. Και με δέχεσαι ενώ δεν με θέλεις. Και από το μυαλό μου να περνάνε χίλιες και μια σκέψεις. Και να μην μου αρέσει να γίνομαι ενοχλητική. Και να χαμογελώ γιατί πρέπει να χαμογελώ. Και γιατί πριν από λίγο το ένιωθα. Και να μην φεύγω γιατί απαιτώ. Και να με φιλάς στο μέτωπο. Ο πατέρας μου με φιλά στο μέτωπο καριόλη. Και να νιώθω χαζή που δεν θέλω να καταλάβω. Και να θέλω να ανοίξω τις πόρτες. Και να νιώθω μικρή και αδύναμη και αναγκασμένη να παλέψω και να αντέξω και να διεκδικήσω. Αλλά να είμαι πολύ αδύναμη για να διεκδικήσω. Και να σου φτιάχνω καφέ και να νιώθω χρήσιμη και να νιώθω ηλίθια που χαμογελώ στην σκέψη ότι μόλις υπήρξα χρήσιμη για σένα και να νιώθω θύμα. Και να σε κοιτάω πεινασμένη και να μην μου πετάς ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Και να θέλω να σου δώσω και να μην με αφήνεις και να μην δέχεσαι. Και να σου δείχνω τα μαλλιά μου, που ήταν όπως ακριβώς έπρεπε να είναι και να μου απαντάς τυπικά σαν να μην σε νοιάζει που υπάκουσα. Και ότι είχε απομείνει να χάνεται εκείνη την στιγμή. Και να θέλεις να φύγω και το βλέπω και δεν φεύγω. Και καθόμαστε και δεν μιλάμε και δεν με κοιτάς. Και να θέλω να κλάψω και να θέλω να σηκωθώ και να θέλω να ουρλιάξω και να θέλω να σε διαλύσω και να θέλω να μπορέσω να καταλάβω και να θέλω να μπορέσω να δεχτώ και να θέλω να μπορέσω να φανώ δυνατή και αξιοπρεπής και να σηκωθώ να φύγω. Και να νευριάζω και να θυμώνω και να απορώ. Να απορώ. Να απορώ. Να απορώ. Να απορώ. Να απορώ. Να απορώ. Να απορώ. Να απορώ. Και να το βλέπω, να το βλέπω το γαμημένο το κενό και να το νιώθω. Και να το διώχνω και να προσπαθώ να το διώξω και να θέλω να το διώξω. Και να μην μπορώ να το διώξω και να μην ξέρω πώς να το διώξω. Και να σηκώνεσαι και να μου ζητάς να φύγω. Και να το κάνεις λες επίτηδες. Για να με κάνεις να αρνηθώ – να αρνηθώ, φαντάσου – για να με κάνεις να κλάψω. Για να θυμώσεις που κλαίω και να φωνάζεις που κλαίω και να βρίζεις που κλαίω. Και να κλαίω. Να κλαίω για ότι καταλαβαίνω και για ότι δεν καταλαβαίνω. Να κλαίω γιατί πονάω. Να κλαίω γιατί πόνεσα και γιατί υποχώρησα και γιατί θέλησα χωρίς να θέλω. Και εσύ να φωνάζεις και να φωνάζεις και να με σπρώχνεις. Και εγώ να μαζεύω τα πράγματά μου και να κλαίω και να ανοίγω την πόρτα και να κλαίω και να την κλείνω πίσω μου και να σε κλείνω μέσα και να μην με νοιάζει πια, μόνο να κλαίω και να πνίγομαι και να πονάω και να θέλω να φωνάξω και να κάθομαι στον δρόμο με την πλάτη μου στον τοίχο σου και τα πόδια μου να τρέμουν και τα χέρια μου να τρέμουν και τα χείλη μου να τρέμουν και η καρδιά μου να πάει να σπάσει και να θέλω να κάνω εμετό και να θέλω να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να θέλω να είμαι πιο υπάκουη από όσο υπήρξα ποτέ και πιο ενδιαφέρουσα από όσο υπήρξα ποτέ και άλλη από αυτή που είμαι και να θέλω να είμαι ότι θέλεις εσύ και να θέλω να μην σε είχα πιστέψει εκείνο το βράδυ που μου είπες πως με αγαπάς και με κράτησες στην αγκαλιά σου και μου ζήτησες να σε αγαπήσω και να θέλω να σου χτυπήσω πάλι το κουδούνι και να πέσω στα πόδια σου και να σε ικετέψω και να σε αγκαλιάσω και να σε φιλήσω και να σε κάνω να νιώσεις ή να με κάνεις να μην νιώθω πια. Και να μην κάνω τίποτα από αυτά, γιατί πάντα ήμουν αδύναμη και ποτέ δεν είχα κάτι να διεκδικήσω και δεν ξέρω πώς να το κάνω και να καθυστερώ να σηκωθώ γιατί πρώτα θα πεθάνω εγώ και μετά η ελπίδα μου αλλά εσύ να μην βγαίνεις και εγώ να σηκώνομαι και να φεύγω και το κεφάλι μου να πάει να σπάσει και να μην θέλω να πάω σπίτι μου και να θέλω να τελειώσουν τα πάντα εδώ αλλά να μην πιστεύω πως θα τελειώσει ποτέ τίποτα. Και να πηγαίνω τελικά σπίτι μου και να είμαι μόνη μου και να πίνω και να κλαίω και να ξυπνάω παγωμένη στο πάτωμα και το κινητό μου να χτυπάει αλλά να μην μπορώ να το σηκώσω. Και να θέλω να είσαι εσύ και να το σηκώνω και να είσαι εσύ και να μου λες να βρεθούμε και να μην ζητάς συγνώμη αλλά εμένα να μου αρκεί και η μέρα μου να φωτίζεται. Και να βρισκόμαστε και να είσαι όπως πρώτα και να είσαι σαν να μην υπήρξε το χθες και να είμαι σαν να μην υπήρξε το χθες. Κοίταξέ με. Καλά, στα μάτια. Δεν σε αναγνωρίζω. Δώσε μου λίγο το τσιγάρο σου. Όχι, δεν καπνίζω. Θέλω να δω. Ναι, πόνεσα. Όχι, πριν όχι. Ήσουν εσύ. Όχι; Εμένα μου αρκεί. Κοίταξέ με. Καλά, στα μάτια. Δεν σε αναγνωρίζω. Ναι. Όχι τόσο συχνά πια, αλλά ναι. Συνήθως όταν ακούω το τραγούδι που μου είχες αφιερώσει ή όταν μιλάω για έρωτα. Και πάντα πριν κοιτάξω την μπλούζα σου. Και πάντα πριν κλάψω. Ναι. Δεν το θυμάμαι αλλά το αναγνωρίζω. Χαμογελάς. Δώσε μου πάλι το τσιγάρο σου. Όχι, αστειεύομαι. Το ξέρω, δεν είσαι εσύ. Και όχι, δεν ήμασταν παιδιά.
     
  6. vincent72

    vincent72 New Member

    Απάντηση: Ζωντανές Λέξεις

    Κάθε άνθρωπος είναι ένα περίπλοκο ον ειδικά όταν μιλάμε για σεξουαλικές πράξεις πέρα από το απλό σεξ (man on top και μέσα-έξω..μέσα-έξω..). Μόνο με την εις βάθος αναζήτηση (με όρεξη γι'αυτό και από τους δύο) μπορείς να καταλάβεις τον άλλο και προπαντώς με διάθεση να ξεπεράσεις τα όποια στεγανά που μας έχει μπολιάσει το dna μας αυτή η πουριτανική κοινωνία που ζούμε..
     
  7. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δέκατη Τρίτη

    Νησί​


    Όταν ξεμπέρδεψα με τις Πανελλήνιες, οι γονείς μου αποφάσισαν πως είχα κοπιάσει αρκετά ώστε να μου αξίζει επιβράβευση, και έτσι μου έκαναν δώρο μια εβδομάδα διακοπές με την Γ. Ανοικτός προορισμός. Και εμείς – εκείνη δηλαδή, καθώς εγώ ανέκαθεν υπήρξα χαμηλών τόνων – επιλέξαμε ένα νησί με ιδιαιτέρως σεξουαλική φήμη, βγάλαμε εισιτήρια, κλείσαμε ξενοδοχείο και ξεκινήσαμε. Δεν ξεκινούσαμε βέβαια με τις καλύτερες προϋποθέσεις, καθώς η Γ. μόλις είχε χωρίσει και εγώ διατελούσα σε νιρβάνα, από την μια λόγω του διαβάσματος, από την άλλη λόγω του παράφορου έρωτά μου για τον Μ.( που αργότερα προέκυψε Ν. και έπειτα εγώ τον μετονόμασα σε Σ., αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία ), αλλά ήμασταν τουλάχιστον αποφασισμένες να ζωντανέψουμε και να περάσουμε καλά.

    Το ταξίδι με το πλοίο ήταν σύντομο ( μια άλλη φορά θα σας πω για τότε που ταξίδευα για ώρες και κάποια στιγμή έπαψε να υπάρχει τόπος και χρόνος ) και φτάσαμε σχετικά νωρίς, έχοντας έτσι ολόκληρη μέρα μπροστά μας για να τακτοποιηθούμε και να μάθουμε τα κατατόπια.

    Το δωμάτιο ήταν ευχάριστα μεγάλο, το ίδιο και το μπαλκόνι, που ευτυχώς έβλεπε προς την θάλασσα. Αφού αδειάσαμε τις βαλίτσες και ξαπλώσαμε λίγο, αποφασίσαμε να ξεκουνηθούμε. Αφού ντυθήκαμε, η Γ. με έστειλε στην ρεσεψιόν να συλλέξω πληροφορίες – μιας και, κατά την γνώμη της, κερδίζω εύκολα την συμπάθεια – και εκείνη κατέβηκε να βαθμολογήσει την πισίνα. Καθώς η προσπάθειά μου δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα και η πισίνα πήρε εννέα, αποφασίσαμε να αναβάλλουμε την έξοδο μας. Περάσαμε το βράδυ δίπλα στην πισίνα, παρέα με έναν ευχάριστο και ασχημούλη νεαρό που έπαιζε μουσική.

    Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε και φορέσαμε τα μαγιό μας. Όχι, δεν πήγαμε στην θάλασσα όπως θα έκανε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, παρά κάτσαμε στην πισίνα, η Γ. πίνοντας καφέ και κάνοντας συζήτηση υψηλού επιπέδου με μια μητέρα – και πως αντέχατε να μην βάφετε την ρίζα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης; - και εγώ κολυμπώντας παρέα με την κόρη της και παίζοντας με τα φύλλα που έπεφταν κατά καιρούς στο νερό – αν έχεις τον Θεό σου!

    Το μεσημέρι, αποφασίσαμε να μην φάμε στο ξενοδοχείο, και έτσι αντικρίσαμε για πρώτη φορά την πόλη. Ήταν γλυκιά και ήσυχη, με όμορφα χρώματα και σπίτια, αν και γεμάτη από αντιαισθητικότατες καφετέριες και μαγαζιά πολυτελείας. Αφού φάγαμε και βιώσαμε το Δέος με τους περαστικούς, επιστρέψαμε στην βάση μας. Η υπόλοιπη μέρα κύλησε μεταξύ κρεβατιού και πισίνας, κάτι τελικά αναμενόμενο για κάποιον που μας ήξερε.

    Στην διάρκεια της νύχτας και αφού πια επιλέγαμε εμείς τα τραγούδια που έπαιζε εκείνος ο νεαρός – ο οποίος μια χαρά ήταν για τα γούστα μου, αλλά είχε γκόμενο – κατάφερα πολλές φορές να αποτρέψω την Γ. από το να πάρει τηλέφωνο τον πρώην της και να του κλαφτεί – την τελευταία πετώντας το κινητό της στην πισίνα – και εκείνη μπόρεσε να μου αλλάξει γνώμη και να αρνηθώ στον Μ. να έρθει αυθημερόν για να με πηδήξει.
    Οχτώ ποτά αργότερα, και όντας σε κατάσταση σήψης, συρθήκαμε ως το δωμάτιο και κάποια στιγμή κοιμηθήκαμε, η Γ. αγκαλιά με την λεκάνη, εγώ στο πάτωμα, κατά την προσφιλή μου συνήθεια.

    Όταν ξυπνήσαμε, και αφού ευχαριστήσαμε το θεό που ήμασταν ζωντανές, ετοιμαστήκαμε και κατεβήκαμε σιγά-σιγά προς την πισίνα ( αναπάντεχο! ). Κάτσαμε κάτω από μια ομπρέλα, με τα καπέλα και τα γυαλιά μας, και εύκολα κάποιος θα μας πέρναγε για νεκρές, μέχρι που κάποια στιγμή συνήλθαμε, ανασηκωθήκαμε και τα μάτια μας αντίκρισαν τον παράδεισο.

    Απέναντί μας ήταν δυο άντρες, μεγαλούτσικοι σε ηλικία – πρέπει να ήταν λίγο μεγαλύτεροι από τον μπαμπά μου – ψηλοί, γεροδεμένοι και μελαχρινοί. Υπέροχοι.

    Η Γ. μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, σταμάτησε να ασχολείται, αλλά εγώ, εξοικειωμένη από τον Μ. – ο οποίος δεν ήταν και στην πρώτη του νιότη – δεν μπορούσα να αντισταθώ. Αφού όμως έκανα τα βασικά παιχνίδια και είδα πως δεν υπήρξε αποτέλεσμα, αποφάσισα να αφοσιωθώ στα φύλλα που έπεφταν στο νερό, αν και συγκράτησα την εικόνα τους, για περαιτέρω, προσωπική χρήση.

    Το μεσημέρι μείναμε μέσα όπου και φάγαμε. Και το βράδυ, ντυθήκαμε καταλλήλως και πήγαμε να βρούμε τον νεαρό – δεν έμαθα ποτέ το όνομά του – για να του δώσουμε την playlist μας.
    Αφού τριγυρίσαμε και δεν τον βρήκαμε, πήγαμε ως το δωμάτιό του και χτυπήσαμε την πόρτα. Μας άνοιξε βρεγμένος και τυλιγμένος με ένα κίτρινο μπουρνούζι και μας είπε να περάσουμε και πως δεν θα αργούσε να ντυθεί. Προχωρήσαμε μέσα και εκεί, πάνω στο κρεβάτι, κάθονταν τα αντικείμενα του πόθου μου.

    Αλλάζοντας πρόσωπο και σώμα, τους πλησίασα και συστήθηκα. Πρώτα ο Η. και έπειτα ο Θ. μου έσφιξαν το χέρι και με καλωσόρισαν στο νησί τους, κοιτάζοντάς με, με ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα βλέμματα του κόσμου. Κατόπιν συστήθηκε και η Γ.

    «Γ. και Γ. λοιπόν», παρατήρησε ο Η. «Πολύ ενδιαφέρον..»
    Πολύ πολύ ενδιαφέρον, σκέφτηκα και εγώ, διακρίνοντας την παιχνιδιάρικη νότα στην φωνή του.
    Μέχρι να ετοιμαστεί ο νεαρός και να κατέβουμε όλοι μαζί στην πισίνα, είχα ήδη συμβουλέψει την Γ. ψιθυριστά να αφήσει τον Η. για εμένα.

    Η νύχτα κυλούσε υπέροχα, με ουδέτερες κουβέντες και πονηρά βλέμματα, μέχρι την στιγμή που το σύμπαν αποφάσισε να συνωμοτήσει εναντίον μου, καθώς έκανε την εμφάνισή του το κοριτσάκι με το οποίο έπαιζα το προηγούμενη πρωί και ο Η. μας την σύστησε.

    «Από ‘δω η Γ. η κόρη μου. Που είναι η μαμά σου διαβολάκι;» την ρώτησε παίζοντας με τα κοτσιδάκια της και με τα νεύρα μου ταυτόχρονα.
    Μετά από λίγα λεπτά φάνηκε και η γυναίκα του, και πιάσαμε όλοι μαζί μια ευχάριστη συζήτηση, που γινόταν όλο και πιο ευχάριστη όσο παρατηρούσα το βλέμμα του Η. να αλλάζει όταν με κοιτούσε.

    Ένιωθα πως η παρουσία της οικογένειάς του στο παιχνίδι μας, τον ερέθιζε και έτσι ερεθιζόμουν και εγώ ακόμη περισσότερο. Το γεγονός μάλιστα ότι είχα το ίδιο όνομα με την κόρη του, γέμιζε το μυαλουδάκι μου με βρώμικες φαντασιώσεις που ήθελα να κάνω πραγματικότητα.

    Εν τω μεταξύ, η Γ. είχε ήδη απορρίψει τον Θ., επειδή ο τρόπος που μιλούσε την θύμιζε τον πρώην της, και έτσι, καθώς κυλούσαν η ώρες, η συζήτηση άρχισε να σβήνει.

    Η μικρή βαρέθηκε, νύσταξε και άρχισε να γκρινιάζει. Η μαμά της, κουρασμένη κι αυτή ( τι βολικό.. ) την πήρε να πάνε σπίτι τους να κοιμηθούν. Έτσι μείναμε οι πέντε μας.

    Καθώς τα σφηνάκια διαδέχονταν το ένα το άλλο, παρατήρησα την μετατόπιση του ενδιαφέροντος του Θ. από την Γ. – η οποία πια μόνο που δεν έκλαιγε – σε εμένα.

    Λίγο πριν ξημερώσει, η Γ. ανέβηκε στο δωμάτιο για να προσπαθήσει να κοιμηθεί, ο νεαρός άρχισε να μαζεύει τον υπολογιστή του και τα διάφορα παρελκόμενα.
    Και εγώ δέχτηκα την πρόσκληση του Θ. να πάμε οι τρεις μας στο σπίτι του για να συνεχίσουμε εκεί την κουβέντα μας.

    Στο δρόμο για το σπίτι του, και ενώ τους χάζευα όπως καθόμουν στο πίσω κάθισμα, σκεφτόμουν πως ήταν κρίμα που δεν ήταν και η γυναίκα του μαζί μας και ένιωθα σαν μια φτηνή πόρνη που την είχαν ψωνίσει από τον δρόμο...
     
  8. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δέκατη Τέταρτη

    Ξυράφι​


    Ήταν μια από εκείνες τις μαγικές στιγμές. Ο ήλιος είχε μόλις κρυφτεί πίσω από το βουνό αλλά συνέχιζε να φωτίζει τον ουρανό, που είχε πάρει ένα γλυκό γαλάζιο χρώμα και διάσπαρτα μπλε και μωβ σύννεφα τον στόλιζαν. Ενώ ο Κ. τύλιγε το χοντρό σκοινί γύρω από το στέρνο μου εγώ άφηνα να βλέμμα μου να χαθεί στην θέα της Αθήνας, όπου όσο η μέρα χανόταν, ελαφριά ομίχλη την σκέπαζε και έκανε τα φώτα που σιγά σιγά άναβαν, να τρεμοπαίζουν και να φωτίζουν τα κτίρια δίνοντάς τους μια ξωτική μορφή. Ήμουν γυμνή και ο αέρας παγωμένος, αλλά το σκοινί που τριβόταν πάνω μου και η επαφή με το ζεστό σώμα του Κ. εκείνες τις μικρές τυχαίες στιγμές, κρατούσαν το κρύο ικανοποιητικά μακριά μου. Μου άρεσε ο Κ. Μου άρεσε που ήταν σκληρός και αναγκαζόμουν να κλέψω λίγη τρυφερότητα από τυχαία αγγίγματα. Το έβρισκα πολύ ερωτικό. Μόλις τελείωσε την βάση, δοκίμασε την αντοχή της κουνώντας με πέρα δώθε. Αυτή του την κίνηση την λάτρευα, έδινε μια ερεθιστική κυριολεξία στην αδυναμία και την παράδοσή μου. Αφού βεβαιώθηκε για την αντοχή της και αφού επέστρεψα βίαια στο σώμα μου, πέρασε ένα σκοινί ανάμεσά της ενώ ανάσαινε απαλά στον λαιμό μου, το πέρασε από το δοκάρι του σκέπαστρου και τράβηξε το σώμα μου τόσο ψηλά ώστε να μην μπορώ να ακουμπήσω το πάτωμα παρά με τις άκρες των δαχτύλων μου αλλά αρκετά χαμηλά ώστε να μπορώ να διατηρήσω την απαραίτητη σταθερότητα. Με γύρισε με την πλάτη προς τον τοίχο και έτσι μου επέτρεψε να τον χαζεύω, την ώρα που, με φόντο την φωτισμένη πόλη, άδειαζε την βαλίτσα του και ακουμπούσε τα διάφορα αντικείμενα πάνω στο πεζούλι. Για κάποιον λόγο, περίμενα η αποψινή φορά να ήταν διαφορετική από τις άλλες. Η αποχή η οποία μου είχε επιβάλλει, είχε βάψει τις φαντασιώσεις μου με χρώμα κόκκινο, και ένιωθα πως αυτό ήταν που επιθυμούσε. Γυμνή και τεντωμένη όπως ήμουν, καυλωμένη από την εικόνα του και την αναμονή, με το κρύο να ερεθίζει τις ρώγες μου και να με ανατριχιάζει, στο μυαλό μου ήρθε εκείνη η συγκεκριμένη ανάμνηση… οι ρώγες μου πονεμένες και πρησμένες από τα κλιπς και το τράβηγμα, ελευθερωμένες πια να πιέζονται μέσα στην σύριγγα και το αίμα να πετάγεται…
    Ήρθε μπροστά μου και με ακούμπησε ανάμεσα στα πόδια. Μόλις ένιωσε την υγρασία μου με κοίταξε υποτιμητικά, σπρώχνοντας δυο δάχτυλα βαθειά μέσα μου και παίζοντάς τα γρήγορα. Το μουνί μου ανταποκρίθηκε αμέσως, μουσκεύοντας τα δάχτυλά του και ανοίγοντας για να δεχτεί περισσότερα μέσα του. Τα τράβηξε αργά από μέσα μου και τα έβαλε στο στόμα μου να τα καθαρίσω, αφού πρώτα με πασάλειψε στα χείλη. Γύρισε πάλι στο πεζούλι και έκοψε ένα τριαντάφυλλο από την γλάστρα. Πήρε ένα μικρό ξύλινο κουτάκι και ήρθε μπροστά μου. Σήκωσε απαλά το κεφάλι μου και έβαλε προσεκτικά το τριαντάφυλλο στο στόμα μου. Το κράτησε σταθερά εκεί μέχρι που έκλεισα το στόμα και φυλάκισα το κοτσάνι ανάμεσα στα χείλη μου.
    Κατέβασα το κεφάλι μου, όταν τον άκουσα να ανοίγει το μικρό ξύλινο κουτάκι και τον είδα να βγάζει από μέσα, με το μέταλλο να αντανακλά κρύα το φως, ένα ξυράφι.
     
  9. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δέκατη Πέμπτη

    Ορφανοτροφείο​


    Ήταν βράδυ, λίγο μετά το φαγητό, και βρισκόμασταν ήδη στα κρεβάτια μας, υπάκουοι και ήσυχοι όπως έπρεπε. Η ηρεμία στο δωμάτιο ήταν ειρωνικά απτή. Περιμέναμε όλοι να ακούσουμε την φωνή του να καλεί κάποιον από εμάς. Και μόνο τότε θα μπορούσαμε κάπως να κοιμηθούμε, νιώθοντας ασφαλείς για λίγες ώρες. Δεν λυπόμασταν τα αγόρια που καλούσε. Πάει καιρός από τότε που σταματήσαμε και χαιρόμασταν πια, όσο μπορεί να το αποκαλέσει κανείς αυτό χαρά, που δεν ήμασταν εμείς στην θέση τους, για εκείνη τουλάχιστον την φορά.
    Απόψε όμως υπήρχε κάτι διαφορετικό. Το μεσημέρι δεν είχε φωνάξει κανέναν μας, παρά είχε δεχτεί επίσκεψη από έναν περίεργο άντρα, ψηλό, μαυριδερό και γεροδεμένο, με άγριο βλέμμα. Κατά καιρούς, προσκαλούσε και φίλους του, για να παίζουν μαζί μας ή ακόμη και άντρες οι οποίοι τον είχαν κάπως βοηθήσει και τους χρωστούσε. Αλλά αυτούς πια τους γνωρίζαμε, και εκείνος ο άντρας μας ήταν άγνωστος. Σκεφτόμενοι πως πρόκειται μάλλον για κάποιον στον οποίο ο Κύριος χρωστούσε, λυπηθήκαμε το αγόρι εκείνο που θα διάλεγαν, μιας και η μορφή του ήταν τρομακτική, και τα χέρια του δυνατά και μεγάλα.
    Προς μεγάλη μας όμως έκπληξη και ανησυχία συνάμα, δεν χρησιμοποίησαν κανέναν μας το μεσημέρι ούτε αργότερα. Και λίγο πριν το δείπνο, τον είδαμε να φεύγει.
    Είχαν περάσει δυο ώρες από τότε που συνήθως μας καλούσε. Κάποιοι είχαν ηρεμήσει και αποκοιμηθεί, σίγουροι πως απόψε δεν θα έπαιζε κανέναν, άλλοι, και μέσα σε αυτούς εγώ, ξαγρυπνούσαμε, νιώθοντας πως αυτή την φορά κάποιος θα πλήρωνε ακριβά την επίσκεψη εκείνου του άντρα.
    Ξαφνικά, ακούσαμε τον ήχο του ανοικτού μικροφώνου και δευτερόλεπτα μετά, η φωνή του γέμισε το δωμάτιο και συλλάβισε το όνομά μου.
    Πάγωσα.
    Μηχανικά ξεσκεπάστηκα με μια κίνηση, κατέβηκα από το κρεβάτι μου και βγήκα από το δωμάτιο. Είχα τρία λεπτά για να δεσμεύσω την σκέψη και τις αισθήσεις μου, πριν φτάσω. Εκπαιδευμένος σε αυτό, τα κατάφερα εύκολα και όταν χτύπησα την πόρτα του, ήμουν έτοιμος.

    Άνοιξε και με το σώμα του έκοψε την θέα μου στο εσωτερικό του γραφείου του. Έσκυψε και μου ψιθύρισε κάτι, που χωρίς να ξέρω γιατί, με ανατρίχιασε.
    «Σύντομα θα παρακαλάς να γυρίσεις στην αγκαλιά μου μικρέ..».
    Έκανε στην άκρη και πέρασα μέσα στο δωμάτιο.
    Στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του, εκεί που με είχε πάρει πρώτη φορά, καθόταν εκείνος ο άντρας.
    Το μόνο που πρόλαβα να σκεφτώ ήταν πως θα είχε επιστρέψει αφού ξαπλώσαμε.
    Μετά το μυαλό μου πάγωσε, όταν τον είδα να ανοίγει τα χέρια του και να με προσκαλεί στην αγκαλιά του, λέγοντας γελώντας δυνατά κάτι που έκανε τον Κύριο να καγχάσει.
    «Ήρθε ο μπαμπάκας σου μικρέ μου, να σε πάρει σπίτι»...
     
  10. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δέκατη Έκτη

    Πανδοχείο​
    Στον Ηλία

    Το προηγούμενο βράδυ ήρθε η Γ. σπίτι μου, για να φτιάξουμε τις βαλίτσες μας και να πάμε το πρωί μαζί στο σχολείο, μιας και εγώ έμενα πολύ κοντά και δεν θα χρειαζόταν να ξυπνήσουμε νωρίτερα.
    Αν και ,ακούγοντας μουσική, χοροπηδώντας και κουβεντιάζοντας ,αργήσαμε να κοιμηθούμε, ξυπνήσαμε ακριβώς στην ώρα μας, και χαρούμενες πήραμε τις βαλιτσούλες και τραβήξαμε προς το σχολείο.
    Το πούλμαν είχε μόλις φτάσει και κάποιοι μαθητές φόρτωναν ήδη τα πράγματά τους. Αφού βάλαμε με την σειρά μας τις βαλίτσες μέσα, πήγαμε στην τάξη για να πάρουμε παρουσίες και μετά πίσω στο πούλμαν. Μια ώρα μετά, ξεκινήσαμε.
    Το σχολείο μας, ως πρότυπο, είχε επιχορηγηθεί από ένα πρόγραμμα του Υπουργείου, και ο διευθυντής αποφάσισε πως θα έστελνε το δικό μας τμήμα, ως το καλύτερο της προηγούμενης χρονιάς.
    Θα πηγαίναμε σε ένα χωριό στην Ήπειρο, για μια εβδομάδα, με σκοπό να έρθουμε κοντά στην φύση και στις τοπικές παραδόσεις.

    […]

    Όταν φτάσαμε στο χωριό, ο ήλιος είχε ήδη πέσει και έκανε πολύ κρύο. Πείσαμε τους καθηγητές που μας συνόδευαν, να μην σταματήσουμε για να «θαυμάσουμε την γραφική πλατεία» παρά να πάμε στο ξενοδοχείο για να τακτοποιηθούμε, και «από αύριο βλέπουμε». Συνεχίσαμε λοιπόν..
    Βγήκαμε από το χωριό και μετά από έναν μικρό δρόμο, βγήκαμε σε έναν μεγάλο και ασφαλτοστρωμένο, που θύμιζε εθνική οδό. Συνεχίσαμε πάνω του για μια ώρα περίπου. Οι περισσότεροι είχαμε αποκοιμηθεί και όσοι άντεχαν ακόμη, άκουγαν μουσική. Έχει σημασία αυτό γιατί, όταν σταματήσαμε, κανένας μας δεν είχε προσέξει τον δρόμο που είχαμε ακολουθήσει για να φτάσουμε εκεί. Ο ένας ξύπνησε τον άλλο και κοιτάξαμε από τα παράθυρα, αλλά δεν μπορέσαμε να διακρίνουμε κάτι, καθώς μέσα στο πούλμαν είχαμε φώτα μα έξω ήταν εντελώς σκοτεινά. Η καθηγήτρια της Χημείας κατέβηκε και λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε και μας είπε να πάμε να πάρουμε τις βαλίτσες μας.
    Αφού ξεμπερδέψαμε με αυτά, και είχε πια ο καθένας τα πράγματά του, προχωρήσαμε προς ένα μεγάλο σπίτι, που όμως δεν είχε κανένα φως γύρω ή μέσα του. Στα σκοτεινά πολλοί χτυπούσαμε σε πέτρες και βαλίτσες αναποδογύριζαν, αλλά κανένα παιδί δεν φώναξε ούτε έβρισε. Ήταν πολύ περίεργα τα πράγματα.
    Όταν φτάσαμε, ο Μαθηματικός χτύπησε την πόρτα για να μας ανοίξουν.
    Θυμάστε σε εκείνη την σειρά, την «Οικογένεια Άνταμς», τον Lurch, εκείνο τον ψηλό μπάτλερ;
    Κάπως έτσι ήταν αυτός που εμφανίστηκε πίσω από την πόρτα που άνοιγε και μας έκανε νόημα να περάσουμε μέσα. Πανύψηλος, γεροδεμένος, με ξυρισμένο κεφάλι και τρομακτικό πρόσωπο.
    Ακόμη και οι καθηγητές φάνηκαν για μια στιγμή να απορούν, πριν μας σπρώξουν σχεδόν, μέσα.

    Βλέποντας και μόνο το πανδοχείο, οι όμορφες εικόνες που είχαμε καταστρώσει με την σκέψη του ξενοδοχείου, χάθηκαν. Όταν είδαμε όμως το εσωτερικό του, μείναμε πραγματικά με το στόμα ανοικτό. Στο ισόγειο, οι πέτρινοι τοίχοι έμοιαζαν ψεύτικοι και ήταν βρώμικοι και άδειοι, ο χώρος υποδοχής άδειος από τραπεζάκια και καρέκλες, και απέναντι από την πόρτα, η ρεσεψιόν, με τον φθαρμένο ξύλινο πάγκο, τα σκονισμένα κουτάκια για τα κλειδιά των δωματίων, το βρώμικο τηλέφωνο, το κουδουνάκι. Και από μέσα καθόταν ένας, που ήταν ίδιος με τον Θείο Fester. Κοντός, παχουλός και καραφλός, βγήκε από τον πάγκο, με τα σπιρούνια στις καουμπόικες από δέρμα αγελάδας μπότες του να κουδουνίζουν σε κάθε του βήμα, και μας καλωσόρισε με ένα πειστικό χαμόγελο.
    Ήταν λες και κάποιος μας έκανε πλάκα, λες και το πρόγραμμα δεν ονομαζόταν «Λευκές Εβδομάδες» μα «Μαύρες κι Άραχνες Εβδομάδες».
    Ο Θείος Fester πήρε τον κατάλογο με τα ονόματά μας και άρχισε να μοιράζει τα κλειδιά. Κάθε φορά που έδινε το κλειδί σε κορίτσι, την κοίταζε αηδιαστικά έντονα και ήταν λες και πλημμύριζε ολόκληρος στον ιδρώτα, ακόμη και η καράφλα του γυάλιζε.
    Έχοντας γλιτώσει από την μοναδική αυτή εμπειρία, πήρα το κλειδί από την Κ. και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα για τον δεύτερο όροφο, σκάλα που ήταν λες και μάγια την κρατούσαν και δεν γκρεμιζόταν. Αναθεματίζοντας το Υπουργείο και τις επιχορηγήσεις, φτάσαμε έξω από το δωμάτιό μας. Ήταν το 11, και όπως έριξα μια ματιά γύρω, δεν υπήρχε δωμάτιο 13, κάτι που θα ήταν όμως απόλυτο ταιριαστό στο συγκεκριμένο πανδοχείο.
    Μπήκαμε μέσα, εγώ, η Γ. και η Κ. και αποφασίσαμε να κοιτάξουμε λίγο τριγύρω πριν ανοίξουμε τις βαλίτσες μας. Το μπάνιο ήταν τρομερά μικρό, ένα άτομο χωρούσε με την βία μέσα, αλλά ήταν τουλάχιστον καθαρό. Σε αντίθεση με τα κρεβάτια, το ένα κολλημένο στον ένα τοίχο και τα άλλα δυο απέναντί του, όπου εκτός του ότι έτριζαν φρικτά, τα σεντόνια είχαν πάνω στάμπες από λεκέδες που δεν είχαν βγει στο πλύσιμο.
    Η κατάσταση ήταν εντελώς απογοητευτική. Δεν τακτοποιήσαμε τίποτα, τα παρατήσαμε όλα όπως ήταν και βγήκαμε έξω να δούμε τι γινόταν με τα άλλα δωμάτια. Πάνω κάτω όλα τα παιδιά είχαν παρόμοια προβλήματα. Στείλαμε τον πρόεδρο της τάξης να βρει τον Μαθηματικό, που ήταν ο συντονιστής, για να παραπονεθεί.
    Γύρισε με το γελοίο νέο πως το πανδοχείο ήταν κλειστό για ανακαίνιση και πως είχε ανοίξει εκτάκτως για να μας δεχτεί, και πως θα έπρεπε να αντέξουμε λίγα βράδια και αν μην ανησυχούμε μιας και θα λείπαμε στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.
    Βλέποντας πως δεν θα γινόταν κάτι, αδειάσαμε τις βαλίτσες μας και βγήκαμε πάλι έξω, για να βρούμε τους υπόλοιπους και να περάσουμε τις ώρες μέχρι το φαγητό. Αφού τριγυρίσαμε στον πρώτο όροφο, αποφασίσαμε να ανέβουμε στον δεύτερο, και τελευταίο όροφο του πανδοχείου. Ήταν όπως ο πρώτος, μόνο πολύ πιο βρώμικος. Το πάτωμα του διαδρόμου καλυπτόταν από ένα παχύ στρώμα σκόνης, το ίδιο και οι πόρτες των δωματίων, και στις γωνίες του ταβανιού υπήρχαν ιστοί και αράχνες.
    Σιγά σιγά ξεχάσαμε τα λερωμένα σεντόνια και τον μονόδρομο του πατώματος, και αρχίσαμε να διασκεδάζουμε με την αίσθηση ιστοριών τρόμου που μας προκαλούσε.
    Αποφασίσαμε να βγούμε από το κτίριο και να εξερευνήσουμε τον χώρο γύρω από αυτό.
    Έξω δεν ήταν τόσο σκοτεινά όσο μας φάνηκε όταν φτάσαμε. Ο όγκος του πούλμαν έκρυβε κάποια μικρά μακρινά φώτα που τώρα φώτιζαν επαρκώς το κτήμα.
    Το πανδοχείο ήταν χτισμένο στην μέση ενός ορθογώνιου κτήματος, όχι πολύ μεγάλου. Δεν φύτρωνε τίποτα πέρα από αγριόχορτα, και πέρα από αυτό απλωνόταν ένας εξίσου ξερός κάμπος, που εκτινόταν πολλά χιλιόμετρα, μιας και δεν φαίνονταν φώτα κανενός χωριού ή πόλης.
    Τα παράθυρα των δωματίων μας έβλεπαν στην πίσω μεριά, έτσι δεν είχαμε δει ότι μπροστά από το πανδοχείο, και κάμποσα χιλιόμετρα μακριά, βρισκόταν ο αυτοκινητόδρομος, που όμως δεν φωτιζόταν από καμία λάμπα. Και στην άλλη μεριά του, από εκεί όπου ερχόταν το φως, βρισκόταν ένα βενζινάδικο, που έμοιαζε κλειστό για τη νύχτα.
    Δεν μπορούσαμε όμως να δούμε κανέναν δρόμο που να βγαίνει από τον αυτοκινητόδρομο και να καταλήγει στο πανδοχείο, όπως επίσης κανένα άνοιγμα στις μπάρες που τον ασφάλιζαν, ώστε να μπορεί κάποιος να βγει στο βενζινάδικο.
    Βγήκαμε έξω από το κτήμα και πλησιάσαμε στον αυτοκινητόδρομο.
    Δεν ήταν στο ίδιο ύψος με εμάς, παρά σχεδόν πέντε μέτρα πάνω από τα κεφάλια μας, λες και κάποιος είχε σκάψει γύρω του.
    Τον ακολουθήσαμε παράλληλα για να δούμε πως είχε έρθει και πως είχε φύγει το πούλμαν. Η απουσία ιχνών από ρόδες στο χώμα, δεν μας ανησύχησε τόσο όσο ένα άνοιγμα που φαινόταν λίγο πιο κάτω.
    Πλησιάσαμε και είδαμε το στρογγυλό άνοιγμα ενός σωλήνα υπονόμου, με διάμετρο περίπου ένα μέτρο, που φαινόταν να διασχίσει κάθετα τον αυτοκινητόδρομο και να βγάζει στην απέναντι μεριά, στο βενζινάδικο.

    Δεν τολμήσαμε να μπούμε μέσα, και αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω, σίγουροι πως θα συναντούσαμε την παράνοια σερβιρισμένη στο τραπέζι.
    Το φαγητό εκείνης της πρώτης βραδιάς, ένα από τα αγαπημένα μου, μοσχαράκι κοκκινιστό με πουρέ πατάτας, ήταν πολύ νόστιμο και καλομαγειρεμένο. Φάγαμε έτσι όμορφα, ήπιαμε και γελάσαμε με τους καθηγητές, μέχρι που αποφασίσαμε να γυρίσουμε στα δωμάτιά μας.

    Μην έχοντας που να κοιμηθούμε, αποφασίσαμε να στρώσουμε ρούχα μας στο πάτωμα και να κοιμηθούμε εκεί. Κατέβηκα λοιπόν στην ρεσεψιόν, για να ζητήσω μια σκούπα από τον Fester. Εκείνος, χωρίς να απορήσει μου έδωσε μια, και μου είπε να την επιστρέψω αύριο το πρωί, για να μην ξανακατεβαίνω. Έμοιαζε τόσο ανθρώπινος!!

    Σκουπίσαμε λοιπόν το πάτωμα καλά καλά, στρώσαμε μπόλικα ρούχα σκοπεύοντας να τα πλύνουμε το επόμενο μεσημέρι, και κοιμηθήκαμε εκεί, μέσα σε γέλια και τρομακτικές ιστορίες.

    ( Τις επόμενες μέρες ήρθαμε αντιμέτωπες με μια σπασμένη κλειδαριά, τρία χαμένα εσώρουχα και με την αδυναμία του Lurch για ψηλές, παχουλές, ξανθές μαθήτριες. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. )​
     
  11. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δέκατη Έβδομη

    Ρώγες

    Στις αρχές δεν είχα κανένα πρόβλημα. Αν και πονούσα βέβαια πολύ, δεν το ξεχώριζα από τα χτυπήματα στον κώλο ή στην πλάτη και το δεχόμουν όπως αυτά. Τώρα πια όμως, και μόνο στην σκέψη, ανατριχιάζω. Δεν ξέρω πότε ήταν εκείνη η στιγμή που προκλήθηκε όλο αυτό. Από κει που δεν μου περνούσε από το μυαλό να συντάξω λίστες με do και don’t, τώρα ο πόνος στο στήθος και ειδικά στις ρώγες, αποτελεί όριο, που προσπαθώ κάθε φορά να θέσω, χωρίς ιδιαίτερη όμως επιτυχία. Ξέρω ότι οι σαδιστές τρίβουν τα χέρια τους μαθαίνοντας το ευαίσθητό μου αυτό σημείο, και κάθε φορά που ετοιμάζομαι να κανονίσω παιχνίδι μπαίνω στον πειρασμό να τραβήξω την προσοχή τους από εκεί, αλλά στο τέλος πάντα το ξεφουρνίζω, ίσως από ελπίδα.

    Σιχαίνομαι τα κλιπς στις ρώγες. Πραγματικά, είναι ότι χειρότερο έχω δοκιμάζει ως τώρα. Και το μαστίγωμα στο στήθος. Με κάθετη φορά, που χτυπά και τις ρώγες. Θεούλη μου!!!
    Και πόσο μάλλον ο συνδυασμός κλιπς και μαστιγώματος…


    Απλώνει μπροστά μου ένα κοντό flogger, ένα πιο μακρύ και ένα single-tail και μου ζητά να διαλέξω.
    Επιλέγω το μακρύ flogger.

    Κρεμασμένη από τα χέρια στο ταβάνι.
    Τον βλέπω να πλησιάζει με τα κλιπς στο χέρι.
    Φοβάμαι.
    Κλαίω πριν καν με ακουμπήσει.
    Τα βάζει στις ρώγες μου και κάνει ένα βήμα πίσω.
    Παίρνει το flogger.
    Με ενημερώνει πως έκανα λάθος επιλογή.
    Προσπαθώ να μείνω ακίνητη για να μην εκνευριστεί, αλλά το σώμα μου δεν μπορεί να με υπακούσει και προσπαθεί να προφυλαχτεί, προσπαθώντας να ξεφύγει από το μαστίγιο.
    Με χτυπά, φωνάζω και το σώμα μου απομακρύνεται, μαζεύομαι για να μειώσω τον πόνο, σφίγγω τα δόντια και επιστρέφω στην θέση μου.
    Μετράω 15 χτυπήματα και 15 «ευχαριστώ» τα ακολουθούν.
    Τα κλιπς έχουν πέσει στο πάτωμα, το στήθος μου υποφέρει και οι ρώγες μου τσούζουν τρομερά.
    Με ρωτά αν θέλω να συνεχίσει.
    - Όχι.
    Μου λέει να διαλέξω που θέλω να με χτυπήσει.
    - Όπου προτιμάτε εσείς.
    Ακόμη ένα χτύπημα στο στήθος.
    Φαντάζομαι πως δεν είναι ώρα για ευγένειες, έτσι γυρίζω την πλάτη μου προς αυτόν και τουρλώνω τον κώλο μου.

    Συνεχίζει εκεί και είμαι ευτυχισμένη που αφήνει τις ρώγες μου στην ησυχία τους.



    Οι παλάμες μου ενωμένες και δεμένες με σκοινί, τα χέρια λυγισμένα πίσω από το κεφάλι μου. Το σκοινί συνεχίζει ανάμεσα στα πόδια μου, περνά μπροστά και καταλήγει στην αλυσίδα που ενώνει τα κλιπς που σφίγγουν τις ρώγες μου.
    Προσπαθώ να τεντώσω όσο μπορώ τα χέρια μου προς τα πίσω, για να μην τραβά το σκοινί τα κλιπς.
    Στέκομαι για αρκετή ώρα ακίνητη, όσο εκείνος με φτύνει και παίζει με το στόμα και την γλώσσα μου. Δεν κλαίω πια, παρά μόνο κλαψουρίζω όταν τραβά την αλυσίδα.
    Μου ζητά να γονατίσω.
    Κλαίω και κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.
    - Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;
    Τους φοβάμαι τους σαδιστές. Στέκομαι για λίγο ακίνητη, παίρνω μια βαθειά ανάσα και αρχίζω να γονατίζω σιγά και με προσοχή, αλλά το σκοινί τραβά διαολεμένα τα κλιπς και δεν το αντέχω.
    Αφού γονατίσω, κουνάω κάπως την μέση μου και το σκοινί είναι πια πιο χαλαρό.
    Μου ζητά αμέσως να ξανασηκωθώ…
    Αμέσως μετά να ξαναγονατίσω…

    Γαμώτο, το ξέρω ότι καυλώνει βλέποντάς με έτσι.

    Μου λέει να ανοίξω το στόμα μου και σπρώχνει μέσα τον πούτσο του. Μου γαμά το στόμα και πνίγομαι αλλά το μόνο που σκέφτομαι είναι ο κατακόκκινος πόνος στις ρώγες μου.
    Όταν τελειώνει, με σηκώνει και ελευθερώνει τις ρώγες μου απότομα.
    Τον μισώ.

    [..]

    Μια μέρα μετά, και η αριστερή μου ρώγα, αυτή που βασανίστηκε πολύ περισσότερο, είναι ακόμα κόκκινη και πρησμένη. Στο πάνω μέρος, εκεί που εχθές μάτωσε λίγο, συνεχίζει να βγάζει αυτό το ροζ υγρό. Και νομίζω πως εκεί, έχει ξεκολλήσει και λίγο..


    Φιου.. 
    Δεν θέλω να ακουμπά κανείς τις ρώγες μου… 


     
  12. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δέκατη Όγδοη

    Σπίτι​


    Ένα σπιτάκι. Μικρούλι. Ένα σαλονάκι άδειο, ένας στενός και σκοτεινός διάδρομος, ένα μπάνιο και το δωμάτιό μου. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο σπίτι, το δωμάτιό μου είναι γεμάτο πράγματα. Το καλαθάκι και τα μπολάκια μου, μεγάλα, πολύχρωμα και φουσκωτά μαξιλάρια, διάφορα παιχνίδια και πολλά πολλά βιβλία και ταινίες. Οι ώρες ανάμεσα στις επισκέψεις του Κυριούλη περνάνε γρήγορα με τις εποχές και τις λέξεις. Κοιμάμαι και λίγο παραπάνω κάποιες φορές…ϋ

    Ακούω την πόρτα της εισόδου να κτυπά και νιώθω πως είναι ο Κυριούλης. Βγαίνω από το δωμάτιό μου, στέκομαι δίπλα από την πόρτα και περιμένω να ανοίξει. Ακούω τα κλειδιά και η καρδιά μου αρχίζει να κτυπά γρήγορα. Ανοίγει και μπαίνει μέσα χαμογελαστός.

    Με κοιτά και μου κλείνει το μάτι. Σκύβει και μου δίνει ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο, μου χαϊδεύει το κεφάλι και τον λαιμό και μου λέει να τον ακολουθήσω. Πάμε στο δωμάτιό μου, εκείνος κάθεται στο αγαπημένο του μαξιλάρι και εγώ στο καλαθάκι μου. Με ρωτά πως πέρασα την μέρα μου, αν υπήρξε κάποιο πρόβλημα, αν έκανα τις εποχές και τι σκεφτόμουν. Τον ρωτάω και εγώ για την μέρα του, του δείχνω τα βιβλία που διάβασα και συζητάμε τις απορίες μου.

    Μετά από λίγο με καλεί κοντά του. Τον πλησιάζω με το κεφάλι χαμηλωμένο, κοιτάζοντας το πάτωμα, γιατί δεν θέλω να δει τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν από επιθυμία και συστολή.
    Χαμηλώνω και βγάζω έξω την γλωσσίτσα μου. Του γλύφω τα πόδια. Αργά και τρυφερά και προσεκτικά. Θέλω να μείνει ευχαριστημένος. Δεν τον κοιτώ αλλά τον φαντάζομαι, χαλαρό και με κλειστά μάτια να το απολαμβάνει, ανοίγοντάς τα κάθε τόσο για να με κοιτάξει. Συνεχίζω για πολλή ώρα, μου αρέσει και εμένα πάρα πολύ και ήδη νιώθω να μουσκεύω ανάμεσα στα πόδια μου.

    Με σταματά ακουμπώντας το κεφάλι μου. Το σηκώνει και με κοιτά στο πρόσωπο. Χαμογελά και ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Πλησιάζω κι άλλο και τεντώνω τον λαιμό μου για να τον φτάσω, αλλά εκείνος, κρατώντας με από το λουράκι, με τραβά πίσω. Τον θέλω τόσο πολύ…Κλαψουρίζω, και μόνο τότε με ελευθερώνει.
    Στην αρχή τον γλύφω και τον φιλώ. Τον παίρνω στο στόμα μου, όσο πιο βαθειά μπορώ. Πνίγομαι και τραβιέμαι, παίρνω μια ανάσα και μετά πάλι. Τον γλύφω και κάθε τόσο σπρώχνει το κεφάλι μου και γεμίζει τον λαιμό μου. Δεν με αφήνει, παρά μόνο όταν προσπαθώ δυνατά να ξεφύγω από την πίεση του χεριού του. Με σπρώχνει προς τα πίσω δυνατά. Πέφτω στο πάτωμα και σηκώνεται. Με πιάνει από τον αστράγαλο και με σέρνει ως το σαλόνι. Με σπρώχνει ως την μέση του και μου ζητά να στηθώ στα τέσσερα. Υπακούω και έρχεται από πίσω μου. Γονατίζει και με χαϊδεύει ανάμεσα στα πόδια. Ικανοποιημένος που η σκυλίτσα του είναι μουσκεμένη, σηκώνεται και βγάζει το παντελόνι του. Έρχεται πάλι πίσω μου και με χαϊδεύει για λίγο με το πέος του πριν το σπρώξει μέσα μου.
    Με γαμάει γρήγορα και δυνατά και βαθειά και τον λατρεύω γιατί είναι τόσο καλός και γλυκός και τρυφερός και τον αγαπάω. Σταματώ κάθε σκέψη όταν τελειώνει και τον νιώθω να χύνει και να χύνει και να με γεμίζει.
    Συνεχίζει τις ωθήσεις για λίγο ακόμη, μετά σταματά. Μένει για λίγο μέσα μου και μετά τραβιέται.
    Με συμβουλεύει να προσέξω να κρατήσω όλο το σπέρμα του μέσα μου. Υπακούω γιατί δεν θέλω να στεναχωρώ και να απογοητεύω τον Κυριούλη μου και γιατί θέλω όσο τίποτα να συνεχίσω να τον νιώθω μέσα μου, ζεστό να με γεμίζει μέχρι να τον απορροφήσω όλον.
    Έρχεται μπροστά μου και τον καθαρίζω από τα υγρά μας.
    Ντύνεται και γυρίζει στο δωμάτιό μου. Τον ακολουθώ προχωρώντας προσεκτικά. Κάθεται στο μαξιλάρι του και εγώ μπροστά στα πόδια του, με κλειστά τα μάτια, απολαμβάνω τα χάδια του.
    Ανάβει ένα τσιγάρο και καθόμαστε αμίλητοι, νιώθοντας ο ένας τον άλλον.
    Όταν το τελειώσει, σηκώνεται, με φιλά και φεύγει.
    Εγώ μένω ξαπλωμένη στο πάτωμα, με το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι του και σύντομα με παίρνει ο ύπνος, με την μυρωδιά και την εικόνα του…