Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ζωντανές Λέξεις

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Τεχνικές' που ξεκίνησε από το μέλος Georgia, στις 8 Αυγούστου 2009.

  1. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Δέκατη Ένατη

    Τραπέζι​


    Ανεβαίνω στο τραπέζι και ξαπλώνω. Είμαι γυμνή και η μεταλλική επιφάνεια με παγώνει για λίγες στιγμές. Το δέρμα μου φαίνεται ερεθιστικά λευκό κάτω από το έντονο φως, όπου δεν το στολίζει το γλυκό ροζ.
    Έρχεται από πάνω μου και με κοιτά. Διώχνει κάποιες τούφες που σκεπάζουν το στήθος μου και με χαϊδεύει. Περνά το χέρι του απαλά πάνω στο σώμα μου, και το αφήνει κάθε τόσο να ηρεμεί στο τρυφερό ροζ. Κάποιες φορές, το άγγιγμά του γίνεται πιο δυνατό, πιο απαιτητικό, και μικροί ήχοι ευχαρίστησης βγαίνουν από το μισάνοικτο στόμα μου. Το πρόσωπό του παραμένει ήρεμο.
    Κλείνω τα μάτια μου για λίγο, μέχρι να σταματήσω να τον νιώθω πάνω μου. Κοιτώ την πλάτη του καθώς εκείνος παίρνει από τον πάγκο ένα σκοινί. Ανοίγω τα πόδια μου και δένει τους αστραγάλους μου στις γωνίες. Το περνά πάνω από την μέση μου, το κατεβάζει κάτω από το τραπέζι και το σφίγγει. Περνά ακόμη ένα κάτω από το στήθος μου και μετά δένει τα χέρια μου στα πόδια του τραπεζιού, ανοικτά.
    Χαζεύω το πρόσωπό του που παραμένει ανέκφραστο.
    Γυρίζει πάλι στον πάγκο και το τραβά κοντά στο τραπέζι. Ξεδιπλώνει το μαύρο βελούδινο κομμάτι πανί και το μέταλλο αστράφτει.
    Κλείνω τα μάτια και βλέπω την εικόνα.
    Τα ανοίγω όταν τον αισθάνομαι να με κοιτά.
    Μου μιλά, αλλά δεν το ακούω – όλη μου η προσοχή είναι στραμμένη στα χέρια του.
    Επιμένει…
    - Μάλιστα, θα σας το πω.

    Τον κοιτώ να το σέρνει απαλά πάνω στο δεξί μπούτι μου. Ο πόνος είναι οξύς και μια λεπτή κόκκινη γραμμή σχηματίζεται.
    Άλλη μια στο αριστερό.
    Με κοιτά μαγεμένη και, ικανοποιημένος, συνεχίζει.
    Ζωγραφίζει την κοιλιά μου, το πινέλο του κυλά ακόμη απαλά και οι κόκκινες γραμμές είναι λεπτές και σχεδόν στεγνές.
    Λίγο πιο χαμηλά…
    Το σκοινί που με κρατά κολλημένη στο τραπέζι, περιορίζει την αντίδρασή μου στον έντονο πόνο, και το χέρι του παραμένει σταθερό, μέχρι που σηκώνεται από πάνω μου, έχοντας δημιουργήσει δύο παράλληλες βαθιές γραμμές.
    Το κόκκινο αναβλύζει και χύνεται ανάμεσα στα πόδια μου.
    Η μυρωδιά και η αίσθηση του υγρού με καυλώνει.

    Πλησιάζει το χέρι του στις ρώγες μου.
    Φοβάμαι και θέλω να του πω να σταματήσει. Δεν το κάνω. Θέλω να είμαι ολόδική του.

    Σχεδιάζει δύο λεπτούς ροζ κύκλους γύρω από την άλω, και με κοιτά πιέζοντας την άκρη πάνω στην ρώγα μου. Δακρύζω αν και ο πόνος είναι ελάχιστος.

    Μου ζητά να ανοίξω το στόμα και να βγάλω την γλώσσα μου έξω. Το κάνω και νιώθω την μυτερή άκρη να την πιέζει. Τσούζει, αλλά η εικόνα είναι ολοκαίνουρια και την λατρεύω.
    Όταν αρχίζω να νιώθω την γεύση μου, το τραβά, κατεβάζει το χέρι του χαμηλά στην κοιλιά μου και σχηματίζει δύο ακόμη βαθιές γραμμές.

    Τον κοιτώ να με κοιτά και νιώθω τα πόδια, τον κώλο και την πλάτη μου να υγραίνονται σιγά-σιγά, καθώς το τραπέζι έχει ένα μεταλλικό τοιχάκι γύρω γύρω για να φυλακίζεται το χρώμα μέσα του.

    Σηκώνω λίγο το κεφάλι μου και με κοιτώ. Επιστρέφω τα μάτια μου πάνω του, και εκείνος απαντά στο παρακλητικό μου βλέμμα. Σκύβει από πάνω μου και μου λύνει τα χέρια. Τον κοιτώ σαν πεινασμένη σκύλα. Κατεβάζει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου και με χαϊδεύει. Σταματά δευτερόλεπτα πριν τελειώσω. Με κοιτά παίζοντας λίγο ακόμη με τον πόθο μου, και μετά…
    - Βούτηξε τα χέρια στο αίμα σου και χαϊδέψου σκύλα. Μέχρι να χύσεις…


     
  2. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Εικοστή

    Υποταγή


    Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο τροχός συναισθημάτων του Πλάτσικ, όπου την είχα παλιότερα εντοπίσει.

    Η σειρά έχει ως εξής :
    Ασήμαντος – αβοήθητος – φοβισμένος
    Αδύναμος – υποτακτικός – φοβισμένος
    Ανόητος – ανασφαλής – φοβισμένος

    [ Προσωπικά, το πρώτο και το δεύτερο συναίσθημα κάθε περίπτωσης, μου κάνει περισσότερο σε αυτοσυναίσθημα, όμως δεν γνωρίζω ο ίδιος πως τα ορίζει. ]

    Ας πούμε πως η υποταγή είναι συναίσθημα ( «ψυχική κατάσταση που δημιουργείται κάθε φορά από το περιεχόμενο της ψυχικής εμπειρίας / ψυχική κατάσταση με την οποία εκδηλώνεται η διάθεση της ψυχής απέναντι στα αισθήματα, τις παραστάσεις και στα διανοήματά της, απέναντι δηλαδή στις γνώσεις της και απέναντι στην αντίδραση της θέλησής της» ). Σαν συναίσθημα, χρειάζεται ένα ερέθισμα ώστε να εκδηλωθεί κάθε φορά. Ένα ερέθισμα διαρκές για την διαρκή εκδήλωσή της.
    Μπορεί αυτό το ερέθισμα να είναι η επιθυμία για υποταγή; Μπορεί αναλογικά, η επιθυμία να νιώσουμε ευτυχείς να αποτελέσει επαρκές ερέθισμα ώστε να νιώσουμε ευτυχείς;
    Επαρκές ερέθισμα φαντάζει ο Κ. Με την φυσική ή μη παρουσία του, με λέξεις, τόνο, χρωματισμό, εκφράσεις, κινήσεις, πράξεις κλπ, προκαλεί στην υ το συναίσθημα της υποταγής.



    Η διαφορά της με την υπακοή, έγκειται στο βάθος και την ένταση;

    Όταν μου δίνουν εντολή να ανοίξω τα πόδια μου, το κάνω. Είναι υπακοή. Η υποταγή είναι ένα βήμα πιο πέρα ή πιο δίπλα;

    Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν κάπως με τα επίθετά τους. Υπάκουος – υποταγμένος. Ο υποταγμένος νιώθω πως σκύβει το κεφάλι πιο χαμηλά από τον υπάκουο.

    Στην πράξη όμως, πως εκφράζεται;
    Στο D/s;

    Κάποια που παίζει σε sessions υπακούει ενώ κάποια που είναι σε D/s, υποτάσσεται;

    Ίσως η υπακοή να είναι το πρώτο στάδιο, και η υποταγή να ακολουθεί όταν αφιερωθεί κόπος και χρόνος.

    Κάποια που παίζει σε sessions διαρκείας με αποκλειστικά έναν Κ, μπορεί να νιώθει υποταγή απέναντί του; Εννοώ, αυτό που νιώθει, είναι υποταγή;

    Κάποιος που νιώθει υποταγμένος, είναι κιόλας;
    Ψηφίζω όχι, και δεν ξέρω γιατί, μιας και η υποταγή είναι συναίσθημα, και τα συναισθήματα, κατά βάση, τα νιώθουμε..

    Κάπου είχα διαβάσει πως η υποταγή ορίζεται ως επιλογή.
    Επιλέγω να νιώσω υποταγμένος;
    Επιλέγω να υποταχθώ;

    Νιώθω πως οι δυο αυτές προτάσεις λένε διαφορετικά πράγματα.


    Ίσως η υποταγή, εκτός από συναίσθημα , να αποτελεί και κατάσταση. Όπως για παράδειγμα η πείνα. Όχι, η πείνα είναι περισσότερο αίσθημα. Μήπως αντί για κατάσταση, η υποταγή να αποτελεί αίσθημα; Βλακείες.

    Θέλω να σου υποταχθώ, να γίνω ολόδική σου. Επιθυμία μιας κατάστασης.
    Θέλω να νιώθω ολόδική σου.
    Επιθυμία ενός συναισθήματος.

    Να είμαι και να νιώθω.
    Επιθυμίας της κατάστασης και του συναισθήματος.

    Η κατάσταση γεννά το συναίσθημα, το συναίσθημα γεννά την κατάσταση, γεννά ταυτόχρονα και τα δύο η επιθυμία της υ, γεννά ταυτόχρονα και τα δυο ο Κ;

    Νιώθοντας τώρα πως η υποταγή είναι βαθύτερη της υπακοής, αναρωτιέμαι : τι είναι αυτό που θα έκανε μια που είναι υποταγμένη σε έναν Κ και δεν θα έκανε μια που είναι υπάκουη απέναντι σε έναν Κ;

    Προφανώς, δεν έχω υποταχθεί σε κάποιον. Η υποταγή είναι άραγε εξ’ ορισμού διαρκείας; Σαν κάτι απόψεις που έχω διαβάσει για την σκλαβιά. Το ζουμί της σκλαβιάς, είναι η υποταγή, έτσι;

    Από εκείνες τις μικρές δόσεις υπακοής που έχω πάρει, μπορώ μόνο να φανταστώ πόσο ερεθιστική μπορεί να είναι η υποταγή.


    Θέλει και δύναμη. Χμμμ.. δύναμη και υπερβολές.. Μάλλον χρειάζεται απλά να το θέλεις πολύ.

    Πρέπει να είναι όμορφο συναίσθημα. ϋϋ

    Θα δείξει…

     
  3. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Εικοστή Πρώτη

    Φωτιά


    Μην νομίζετε πως δεν το ξέρω.
    Ξέρω, μοιάζει σαν να μην το καταλαβαίνω, αλλά γνωρίζω πολύ καλά τι πρόκειται να συμβεί. Σας φαίνεται απίθανο ε; Κι όμως. Όχι, δεν είναι θέμα δύναμης, ούτε κουράγιου ούτε τίποτα. Όχι, δεν το κάνω γι’ αυτόν. Μπορώ να σας πω ότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου να του κάνω το χατίρι. Δεν είναι αγάπη ούτε υποταγή. Ναι, για μένα το κάνω. Ξέρετε, πολλές φορές μοιάζει σαν να ανεχόμαστε τρομερά πράγματα για χάρη εκείνων που αγαπάμε. Όμως για εμάς το κάνουμε.
    Έχουμε ανάγκη, όχι το πρόσωπο, αλλά αυτό που το πρόσωπο μας προσφέρει, αυτό που παίρνουμε από εκείνο, αυτό που του δίνουμε. Το πρόσωπο είναι αδύναμο. Αν δεν στεκόμασταν μπροστά σε αυτά που παίρνουμε και δίνουμε σαν τον λαγό μπροστά στους προβολείς ενός αυτοκινήτου, θα μπορούσαμε εύκολα, όταν οι συνθήκες ανταλλαγής άλλαζαν και δεν ήταν πια οι επιθυμητές, αυτές με το λιγότερο κόστος για την πλευρά μας, να βρούμε άλλον διάμεσο, καθώς το δέσιμο, ξαναλέω, δεν είναι με εκείνον αλλά με τα αγαθά της ανταλλαγής.
    Κάθε άνθρωπος λοιπόν, που το έχει ξεκαθαρίσει αυτό, όταν μένει σε μια κατάσταση, το κάνει για εκείνον. Μην με κοιτάτε λοιπόν με οίκτο. Όντας εδώ πάνω, είμαι περισσότερο ικανοποιημένη από τους περισσότερους από εσάς. Εσάς που ήρθατε να με δείτε… γιατί;

    Κλείνω τα μάτια και βγαίνετε από το μυαλό μου.
    Στέκομαι όρθια και νιώθω να πετάω καθώς τυλίγει γύρω μου το υγρό λεπτό σκοινί και η μυρωδιά γεμίζει τον εγκέφαλό μου και με ζαλίζει. Όταν τελειώνει με το λεπτό σκοινί, βγάζει από τον κουβά ένα πιο χοντρό.
    Χωρίς να το στύψει, το σφίγγει γύρω από το στέρνο μου και το υγρό κυλά ηδονικά πάνω στην κοιλιά έως ανάμεσα στα πόδια μου και από εκεί αρχίζει να στάζει στο πάτωμα, παίρνοντας μαζί την μυρωδιά μου.
    Δένει ένα κοντό σκοινί στην βάση γύρω από το στέρνο μου και το περνά στον κρίκο στο ταβάνι. Το τραβά μέχρι που τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν φτάνουν το πάτωμα. Η ανάσα μου κόβεται και η καρδιά μου βουλιάζει αλλά δεν παραπονιέμαι.
    Ανοίγω τα μάτια και τον κοιτώ καθώς δένει ένα κάθυγρο μουσκεμένο σκοινί γύρω από την μέση μου και το περνά ανάμεσα στα πόδια μου, τραβώντας το και τρίβοντας το πάνω στην κλειτορίδα μου.
    Απόψε είναι η πρώτη φορά που το σκοινί αυτό είναι βρεγμένο και ανυπομονώ να το νιώσω.
    Κάνει λίγα βήματα πίσω και κοιτά με ικανοποίηση την εικόνα που δημιούργησε. Σκληρή, ωμή, βρώμικη, σάρκα και σκοινί και..
    Με πλησιάζει, βουτά τρία δάχτυλα βαθειά μέσα μου και νιώθω να ποτίζω ολόκληρη. Τα τραβά καυλωμένος και τα σκουπίζει στο πρόσωπο και τα χείλη μου.
    Κάνει ένα βήμα πίσω, και ανάβει το πρώτο σπίρτο.
     
  4. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Εικοστή Δεύτερη

    Χριστούγεννα​


    Μπαίνω στο μπάνιο γυμνή με τα ρούχα στην αγκαλιά μου. Τα αφήνω πάνω στο πλυντήριο, σκύβω πάνω από την μπανιέρα και ανοίγω το νερό. Το αφήνω να τρέχει και επιστρέφω στο δωμάτιό μου, παίρνω το κόκκινο κερί μου και ένα κουτάκι σπίρτα. Γυρίζω στο μπάνιο, το ανάβω και το ακουμπώ στο πάτωμα. Καίω ακόμη τρία σπίρτα γιατί μου αρέσει η μυρωδιά τους. Βάζω μουσική και σβήνω το φως. Ακολουθώ για λίγο τον ρυθμό της μουσικής και με χαζεύω στον καθρέφτη. Η μπανιέρα έχει γεμίσει. Κλείνω το νερό και μπαίνω μέσα, ανοίγω το παράθυρο και ξαπλώνω. Βυθίζομαι μέσα στο νερό και για όσο κρατώ την ανάσα μου είμαι μόνη στον κόσμο…
    Λίγη ώρα μετά, μόλις το νερό αρχίζει να κρυώνει, βγαίνω. Τυλίγω τα μαλλιά μου με μια πετσέτα και πασαλείβομαι με την κρέμα σώματος. Όταν στεγνώνω αρχίζω να ντύνομαι. Πρώτα τα γκρι μου καλτσάκια, μετά το μαύρο καλτσόν και το σουτιέν. Το λεπτό μαύρο φόρεμα, την μαύρη φούστα και το γκρι πουλόβερ. Μετά τις γκρι γκέτες και τις μαύρες μπότες. Βάφομαι και στεγνώνω γρήγορα τα μαλλιά μου. Όσο τα ισιώνω κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Φοράω το σκουφάκι και τα γάντια μου και είμαι έτοιμη.

    [ κάτι τόσο απλό, όσο μια βόλτα στο κρύο ]

    Σκοτάδι, παγωνιά, χαμηλά φώτα και γλυκιά μουσική. Είναι πανέμορφο.
    Τριγυρίζω μόνη μου εδώ κι εκεί και σκέφτομαι.
    Στρίβω στο επόμενο στενό και σε λίγα σκοτεινά μέτρα βρίσκομαι έξω από το αγαπημένο μου μαγαζάκι. Παίρνω μια ζεστή σοκολάτα και κάθομαι στα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. Διαβάζω και νιώθω ελεύθερη.
    Είναι πανέμορφο.
    Σιγά-σιγά τελειώνει η σοκολάτα και το βιβλίο.

    Επιστρέφοντας, σκέφτομαι να κοιμηθώ απόψε δίπλα στο δέντρο μου. Και μια συγκεκριμένη αγκαλιά στην οποία θα ήθελα για λίγο να χωθώ.
    Όταν έχεις να διαλέξεις μόνο ανάμεσα στο τίποτα και στο κάτι, δεν μπορεί να σε κατηγορήσει κανείς που δεν επέλεξες τα πάντα.
     
  5. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Εικοστή Τρίτη

    Ψαράς​

    Είχα τόσο απορροφηθεί από το βιβλίο που μου είχε δώσει να διαβάσω, ώστε δεν κατάλαβα για πότε νύχτωσε. Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Το μικρό του φωτάκι φαινόταν δυνατό μακριά μου. Σηκώθηκα και πήγα ως το ψυγείο. Πήρα το κουτί με το γάλα και ήπια μερικές μεγάλες γουλιές. Άναψα το φως και κάθισα πάλι στο τραπέζι. Καθώς τελείωσα το βιβλίο, το φως του με πλησίασε.
    Άκουσα τον απαλό ήχο των κουπιών και μετά τα πόδια του να περπατούν στο νερό. Βγήκα έξω γρήγορα και πλησίασα με προσοχή για να μην βραχώ και τον βοήθησα να βγάλει στην ακτή τα πράγματα. Αφού τα προστατέψαμε στην μικρή μας αποθήκη και τραβήξαμε την βάρκα έξω, μου γύρισε την πλάτη και μπήκε στο σπιτάκι. Είδα το φως να σβήνει και τον ένιωσα παρά τον είδα να βγαίνει και να με πλησιάζει. Με έπιασε από τον καρπό και με τράβηξε πάνω του. Με αγκάλιασε γλυκά και με φίλησε. Κράτησε το πρόσωπό μου στα χέρια μου και τον σκέφτηκα να με φαντάζεται. Με ξαναφίλησε. Έβαλε το χέρι του κάτω από τα μαλλιά μου και ζέστανε τον σβέρκο μου. Με πίεσε λίγο και προχώρησα ως το τέλος των κυμάτων. Με ελευθέρωσε από τον μικρό πρίγκιπα και την δαντέλα και με αγκάλιασε ξανά πριν με κρατήσει για λίγο μακριά του.
    Μου άρεσα, όπως έβλεπα το πόδια και τα χέρια μου ολόλευκα. Έκανε λίγο ψύχρα, την ψύχρα μιας καλοκαιρινής παραθαλάσσιας βραδιάς, αλλά ήταν όμορφα. Ήμασταν μόνοι μας, όπως ακριβώς το φανταζόμουν πολύ καιρό πριν τον γνωρίσω. Αν και κανείς από τους δυό μας δεν ήταν συγγραφέας. ​
     
  6. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λέξη Εικοστή Τέταρτη

    Ώρα​


    Ήταν, αν θυμάμαι καλά, Σάββατο...
    Ναι, η 1η Νοέμβρη έπεσε πέρυσι Σάββατο.
    Ίσως να ήταν και η πρώτη φορά από τότε που κατάλαβα πως έχουν τα πράγματα, που κατά κάποιον τρόπο ανυπομονούσα να έρθει η επομένη.
    Δεν είχα σκοπό να γιορτάσω, μιας και αντιμετώπιζα, και αντιμετωπίζω ακόμη, δυσκολία στην ανταλλαγή ευχών, αλλά τουλάχιστον θα ήταν λίγο διαφορετικά από τις άλλες φορές.
    Όχι μόνο θα ήμουν διαφορετικά εντός μου, αλλά θα απέφευγα και τις αμήχανες υποχρεωτικές κοινωνικές συναναστροφές.
    Τέλος πάντων.
    Ήταν λοιπόν μεσημεράκι από οτι νομίζω.
    Και όλα πήγαιναν σωστά.
    Όλα ήταν όπως ακριβώς έπρεπε να είναι, σύμφωνα με τις μικρές μου προσδοκίες.
    Από την πλευρά των γονιών μου υπήρχε ηρεμία και καλή διάθεση, οι φίλες μου ήταν γλυκές και ο μπαμπάς του μικρού μου μπιφτεκιού παρών, με την βοήθεια της τεχνολογίας για αρχή.
    Όμορφα και τακτοποιημένα.
    ...
    Εντάξει, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο υπέροχα, στην γενική τους θεώρηση, αλλά αυτή την βραδιά είχα αποφασίσει να κάνω πίσω, για να την περάσω και μια φορά σύμφωνα με τις επιταγές της παράδοσης, που είχαν γίνει ερήμην μου και δικές μου επιθυμίες.
    Μάζεψα λοιπόν το δωμάτιό μου, στερέωσα στο κρεββάτι τα αγγελάκια και τα άναψα, έκανα μπάνιο και έφτιαξα τα μαλλιά μου και ντύθηκα και ήμουν όμορφη. Κάθησα στον καναπέ μου αγκαλιά με τον κύριο Αρκούδο και έβαλα μουσική περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο.
    Όπως και έγινε, αργά το απόγευμα.
    Και φυσικά, ήταν ο μπαμπάς.
    Δεν ευχήθηκε, ήταν εξάλλου νωρίς ακόμη, παρά πιάσαμε λίγο την κουβέντα - αλήθεια, δεν μπορώ πια να θυμηθώ τι λέγαμε τις φορές που δεν με έβριζε. Κάτι θα λέγαμε λοιπόν, ώσπου άρχισε πάλι να φωνάζει και να βρίζει. Ούτε που ήξερα τι είχα πει, εκείνο τον καιρό τον έπιανε συχνά η ανάγκη να ξεσπά πάνω μου.
    Και έτσι με χώρισε.
    Τώρα, ένα σχεδόν χρόνο μετά, απορώ γιατί πίστεψα πως εκείνη τουλάχιστον την ημέρα, θα είχε την κατανόηση ή έστω την λεπτότητα να χαμηλώσει λίγο τους τόνους και να την αφήσει να περάσει ομαλά.
    Μάλλον θα ήταν η πρώτη και η πιο δυνατή φορά, γιατί θυμάμαι πως το πήρα κατάκαρδα. Θα έφταιγε βέβαια και η μέρα και κυρίως η ώρα που περνούσε.
    Μου έκλεισε το τηλέφωνο και δυνάμωσα την μουσική με σκοπό να βουτήξω όσο πιο βαθειά γινόταν στην θλίψη και την μιζέρια μου.
    Ήταν 10 όταν κατάλαβα οτι έπρεπε να συνεχίσω την ημέρα μου έτσι όπως είχα ανακοινώσει σε όλους οτι θα την περάσω. Ίσως από εγωισμό ή από ντροπή δεν ήθελα να τους δω να με κοιτούν στεναχωρημένοι και να με λυπούνται.
    Πήγα στο μπάνιο και έπλυνα το πρόσωπό μου. Βάφτηκα και τακτοποιήθηκα και μόνο το χρώμα των ματιών μου πρόδιδε οτι κάτι που δεν ταίριαζε είχε προηγηθεί.
    Έτοιμη.
    Φόρεσα ουρλιάζοντας το χαμόγελό μου και βγήκα από το δωμάτιο.
    Έβαλα λίγο κρασί και έστειλα μύνημα στον Γ. ( - μπορείς κατά τις 11; ).
    Περίμενα μέχρι να μου απαντήσει, και μετά το ναι του, φίλησα τους γονείς μου και κατέβηκα κάτω.
    Μπήκα στο αμάξι και ξεκίνησα, κλειδώνοντας μέσα μου τα πάντα - κάτι που μόνο μια ακόμη φορά είχα αναγκαστεί να κάνω στο παρελθόν.
    Στις 11 είχα φτάσει στο σπίτι του.
    Κατέβηκε για να μου ανοίξει και ανεβήκαμε μαζί.
    Μπήκα μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω μας.
    Ξάπλωσε στο κρεββάτι και ξεκούμπωσε το παντελόνι του.
    Γδύθηκα και γονάτισα στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια του και άρχισα να κάνω το μόνο πράγμα που θέλησε ποτέ κάποιος από εμένα.
    Όταν καύλωσε, σηκώθηκε και μου είπε να ανέβω στο κρεββάτι και να στηθώ στα τέσσερα.
    Το έκανα, όχι υπακούοντας.
    Μηχανικά.
    Χωρίς να νιώθω και χωρίς να σκέφτομαι.
    Ήρθε από πίσω μου, έφτυσε την παλάμη του και, αφού σάλιωσε το μουνί μου, άρχισε να με πηδάει, πρώτα από 'κει και μετά από τον κώλο, μέχρι που τελείωσε.
    Άναψε ένα τσιγάρο και με έβαλε να τον γλύφω μέχρι να ξανακαυλώσει και να συνεχίσει να με πηδάει.
    Η ανυπαρξία είναι όμορφη αίσθηση.
    Τελείωσε στο πρόσωπό μου. Με πασάλειψε και με έστειλε στο μπάνιο να πλυθώ, αφού έγλυψα ότι είχε πέσει στο πάτωμα. Όταν καθάρισα, γύρισα στο κρεββάτι. Εκείνος κάπνιζε και είχε βάλει να δει μια ταινία.
    Αυτό σήμαινε πως θα κάναμε ένα διάλειμμα, μεγάλο αν κοιμόταν.
    Κανένα πρόβλημα, απόψε είχα όσο χρόνο ήθελα στην διάθεσή μου.
    Αν και δεν ήταν να τον ξοδέψω εδώ...
    ...
    ...
    Τον άφησα λοιπόν στην ησυχία του και βγήκα στην βεράντα.
    Έκανε πολύ κρύο αλλά μου άρεσε που ήμουν γυμνή και το ένιωθα παντού πάνω μου.
    Πέρα από την υπέροχη μεταφορά που έκανα, ορμώμενη από κάτι που το αντιμετωπίζω ως μαζοχισμό χωρίς να ξέρω αν πραγματικά είναι, μου άρεσε και η εικόνα που αντίκρυζα μέσα από τα μάτια ενός άλλου.
    Μετά από λίγη ώρα, μπήκα πάλι μέσα.
    Δεν κοιμόταν και του ζήτησα να μου φέρει κάτι να πιώ. Φόρεσε μια φόρμα και κατέβηκε κάτω - το πάνω σπίτι το είχε για τις ξεπέτες.
    Γύρισε με ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια. Μου τα έδωσε και ξαναξάπλωσε.
    Γέμισα το ποτήρι του και το ακούμπησα δίπλα του, πάνω στο κομοδίνο.
    Βγήκα έξω και κάθησα πάνω στο τοιχάκι, χαζεύοντας την πόλη και εμένα.
    Όταν έφτασα το μπουκάλι στα μισά, βγήκα από το κενό.
    Κοίταξα το κινητό μου και η ώρα ήταν 3 το πρωί.
    Είχε περάσει δίχως να το καταλάβω.
    Μπήκα μέσα.
    ...
    Κοιμόταν κουκουλωμένος με το πάπλωμα.
    Αντιστάθηκα στο να με πλανέψω και να του δώσω άλλο όνομα και μορφή, και ξάπλωσα κι εγώ.
    Απόψε ξέρεις, έκλεισα τα 20, ψιθύρισα προσέχοντας μην τον ξυπνήσω.
    Έκλεισα τα μάτια και δεν τον πλησίασα, δεν κούρνιασα στο στήθος του, δεν χώθηκα στην αγκαλιά του, δεν τον φίλησα, δεν αποκοιμήθηκα με το άρωμά του.
    ...
    ...
    ...
    Το πρωί ξυπνήσαμε, με πήδηξε μια ακόμη φορά και έφυγα.
    Οι γονείς μου με είδαν να δέχομαι χαρούμενα τις ευχές και τα δώρα τους.
    Το ίδιο και οι φίλες μου λίγο αργότερα.
    Η ευχή που έκανα όταν έσβησα τα κεράκια, έδειχνε το πόσο ερωτευμένη και ηλίθια ήμουν.
    Το βράδυ όταν ξάπλωσα δεν μπόρεσα να κλάψω.
    Ούτε καν να δακρύσω, όπως όταν ο Γ. με ύγρανε με το σάλιο του.
    Κλειδώνοντάς το μέσα μου, κατάφερα να προσπεράσω την έκφρασή του, όπως ακριβώς και την προηγούμενη φορά, αν και η ανάπτυξη αυτού που ονομάζω μαζοχισμό, μπόρεσε να το χρησιμοποιήσει λίγο.
    Πέρασε έτσι κι αυτό, σχεδόν αθόρυβα, σίγουρα αθόρυβα για όλους εκτός από εμένα, παίρνοντας κάτι μαζί του.
    Και εγώ έχασα ένα ακόμη κομμάτι μου.