Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ηλεκτρόδια ( Μέρος 3 από 2 ) / Αρχή

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος Tenebra_Silente, στις 12 Νοεμβρίου 2014.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    * Στο τέλος είπα να το βάλω απ' ευθείας εδώ αυτό το κείμενο...Και ας ξέρω ότι μετά δεν θα μπορέσω να το αφαιρέσω...Το "έσπασα" σε τέσσερα πλέον μέρη, στα δύο τελευταία έδωσα τους αριθμούς 2 και 0 ενώ τα δύο πρώτα είναι κατά σειρά το 3 και το 1 ( πάντα από 2 )...Προειδοποιώ ξανά ότι δεν έχει BDSMικά στοιχεία...Αλλά περιέχει εικόνες που ίσως κάποιους και να τους αηδιάσουν η να θίξουν την ευαισθησία τους...Γι' αυτό αν δεν έχετε αρκετά γερό στομάχι, ίσως και να ήταν καλύτερο να μην προχωρήσετε στην ανάγνωση του...Το παρόν κείμενο παραμένει ότι πιο προσωπικό κι ιερό, έχω γράψει ποτέ μου…Γι’ αυτό θα σας παρακαλούσα να το αντιμετωπίσετε με λίγο σεβασμό…Και ας μην σας αρέσει…



    ** Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα η καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική...




    --------------------------------------------

    Ηλεκτρόδια ( Μέρος 3 από 2 )


    M : Μουσικός


    Π : Περσεφόνη


    Ν : Νάντια


    Φ : Φανή


    Δ : Δήμητρα


    Ι : Ιερέας


    Κ : Κόμης

    ------------------------------------------------




    Π : Έχουν μια κακή συνήθεια οι αυτόχειρες, αλλά πριν σου εξηγήσω, τέντωσε το μπράτσο, έλα, μην είσαι δύστροπος, δεν θα είναι η πρώτη σου ενδοφλέβια, θησαυρέ μου ...


    Μ : Θησαυρέ μου; Μακριά μαύρα μαλλιά, καταρράκτης από γαρίφαλα στο στόμα και τα μάτια,

    σμαράγδια υγρά στο φως του φεγγαριού μόνο για μένα να τα πίνω ...

    αλλά θα είναι αλήθεια ότι είσαι ακόμα εδώ ...


    Π : Σου διηγούμουν για τους αυτόχειρες, για τα φαντάσματα τους, επιστρέφουν μ' εξωπραγματικές απαιτήσεις. Δεν αποδέχονται το γεγονός ότι η ζωή πια δεν τους ανήκει, προσπαθούν τα πάντα για να καταλάβουν την δική σου, οργισμένα...


    Ν : … Εγώ ποτέ δεν έφυγα...κατοικώ στους πιο γλυκούς σου εφιάλτες...σ' εκείνο το λονδρέζικο δωμάτιο στο οποίο χίλιες φορές είχαμε σταυρωθεί...στον χορό των διακεκομμένων μνηστήρων να εφευρίσκουμε τα βήματα ...Μέτρησε άλλη μια φορά τα δαχτυλίδια του καπνού..3,5,10, φρουροί και λάμπες του δρόμου...ένα πέρνα το στον δείκτη τον δεξί...ποτέ χώρια δεν ήμασταν εγώ κι εσύ και ποτέ δεν θα χωρίσουμε


    Μ : Σώματα αμφιλεγόμενα, επαναστατημένες ψυχές στο ίδιο τσουκάλι…το αληθινό μήνυμα των αγκαθιών, μην μου το αποκαλύπτεις.


    Ν : Κατέστρεφα τοίχους και με τον γύψο έπλεκα σκεπάσματα. Με την όπισθεν πήγαιναν οι νότες, έγδερναν τα χείλη, σχεδόν σαν να θελαν να γλιτώσουν από τις πληγές την αγωνία


    M : Είναι χρόνια που δεν παίζω μουσική. Η φυσαρμόνικα μου είναι αρκετά βραχνή, αλλά ξέρω ότι σ' αρέσει.

    Τώρα μέσα σ 'ένα τετράεδρο μάχομαι με τα σκουλήκια.

    Η ίσως και να είναι ανώνυμα κλαδιά που έπεσαν σ' ένα πόλεμο που δεν κηρύχτηκε ποτέ, τον δικό μου ενάντια στον εαυτό μου. Δεν έχει σημασία, τίποτε δεν έχει σημασία κατά την διάρκεια αυτής της ατελείωτης νύχτας.

    Με κοιτάς, μάτια μισόκλειστα, λαιμός που κινείται διστακτικά, όμοιος μ' ένα ερπετό αποκοιμισμένο, ντροπαλό.

    Ένα φιλί να σου τσακίσει τις πόζες, κάνοντας τες φυσικές...


    …Ήχος καμπάνας, είναι η ώρα του "δείπνου". Ποιος γνωρίζει αν θα τους χορτάσεις αυτή τη φορά. Σύντομα θα μπήξω στην πλαδαρή κοιλιά του ένα πιρούνι, θα μουτζουρώσω το ψέμα του με το δηλητήριο του άγιου του σάλιου.

    Τέλος πάντων, είμαι ειλικρινής, θα προτιμούσα έναν όμορφο σουγιά, στιβαρό, με χαμογελαστά λακκάκια, όπως τα στρουμπουλά του μάγουλα.

    Που να του παρείχε μια εμβολή, μακάρι να μ' άκουγε ο Θεός του.

    Αλλά σε "εμάς" απαγορεύονται τα αιχμηρά αντικείμενα και η πλαστελίνη δεν μπορεί να κόψει ούτε τον αέρα.

    Τουλάχιστον ας έκανε άσχημες σκέψεις για τον λογαριασμό του...



    Ν : … Συνέχισε, μη σταματάς, μόλις που η ψυχή προσπαθεί να ξυπνήσει από την αϋπνία, η επιθυμία δεν θέλει να σιωπήσει. Ξεφλουδισμένος είναι ο κόρφος που ακουμπάς, φέρει το σπόρο σου. Δυο απλοί φοιτητές ήμασταν τότε.

    Τις ελπίδες βασανίζαμε σε τσίγκινα κονσερβοκούτια. Σ' ένα από δαύτα έβαλα ένα έντομο, για να του αφαιρέσω τις κεραίες...


    Μ : Πεθαίνουν, μέσα και έξω, αφήνουν κουφάρια, ίσως λίπασμα, ενδεδυμένο με πολύτιμα υφάσματα. Είναι άνθρωποι φυσιολογικοί, κοινοί αλλά σίγουρα όχι τρελοί η "διαταραγμένοι".

    Μένουν στα σπιτάκια τους, με ζωές γεμάτες "προβλήματα", ικανοποιήσεις, έχουν ηθική, αίσθηση της ντροπής και του σωστού. Όχι σαν εμάς που γίναμε ένα με τις λευκές ποδιές, πλέον χρώματος κατάπτυστου ουράνιο τόξου.

    Γκρίζες από την βρωμιά, κίτρινες από τον εμετό και τα ούρα. Δεν είμαστε εμείς οι "άλλοι" που φοβούνται, δεν μπορεί. Συνεχίζω να παίζω άγγελε μου, και να ενθυμούμαι τις ημέρες που ήταν.


    Στην Τεργέστη είχε διάφανο το δέρμα, εύθραυστες βλεφαρίδες, βουνίσια αναπνοή, είχε γεύση από ελάτι. Περσεφόνη με ακούς? Μοιάζεις χαμένη, τα πόδια σου χτυπούν σαν δαιμονισμένα στη γη...σχεδόν τρυπάς το έδαφος και δέχεσαι την πρόσκληση του γαμημένου σου ηλιοτροπίου.


    Π : Σε λίγο θα έρθει εκείνη η μέγαιρα και θα με οδηγήσει στο σφαγείο της. Δεν θέλω να πάω, όχι πια. Τα καλώδια είναι παμφάγα, καταπίνουν κάθε χιλιοστό της ύπαρξης μου. Μετά με βαλσαμώνει με χάπια, με σβήνει προοδευτικά για να με δώσει γεύμα σε Εκείνον.


    Τον λατρεύει Εκείνον, ίσως είναι το μοναδικό πλάσμα για τ' όποιο ενδιαφέρεται. Μπάσταρδη...έχω ακόμα λίγα λεπτά...ακούω τα τακούνια της, ένας συναγερμός μακρινός και ακατάπαυστος.


    Μίλα μου ακόμα για την Τεργέστη, τουλάχιστον ας επιστρέψουμε για λίγο "φυσιολογικοί". Ανάπαυσε την φυσαρμόνικα, θέλω ν' αναστηθώ στην κολυμβήθρα της φωνής σου, καταφύγιο να βρω στο στέρνο σου. Εδώ, σ' αυτό τον ερημωμένο κήπο όπου δεσπόζει η απουσία και τα φύλλα, δεν ενοχλούνται ούτε για να χαιρετήσουν τα σπουργίτια.


    Το έντομο τριγύριζε έχοντας άγνοια ως προς τι θα του συνέβαινε. Τώρα του ξεριζώνω τα ποδαράκια, πόσο θα μου άρεσε να ήμουν Θεός για μια στιγμή. Να χλευάσω εκείνο τον υποτιθέμενο, να τον κατακρεουργήσω.

    Πόσο άπονο είναι το φως που κοροϊδεύει τους τυφλούς. Παίζει με τα μάτια τους αλλά δεν εισχωρεί στις κόρες. Γνωρίζουν ότι χτυπάει στα τούβλα τους, αλλά είναι χωρίς παράθυρα, σε πράες αχτίδες παραδίδονται.

    Κάθε τόσο μοιάζω σ' εκείνη τη Μαινάδα...τη Φανή...και όταν μου τυχαίνει, νιώθω ελεεινή...τι δε θα έδινα για ένα κομμάτι σαπούνι τώρα...Όχι, πέτα εκείνη τη χτένα...


    Μ : Σταματώ, ψάχνω μια τσέπη για να βάλω την φυσαρμόνικα, την βρίσκω με δυσκολία. Μου χάρισαν ένα παντελόνι εδώ και λίγο καιρό και όχι πλέον ρόμπες που αφήνουν ακάλυπτο τον πισινό.

    Δάγκωνε τον αέρα, εκεί, ήμουνα κι εγώ μαζί με τη Φανή, αλλά ποιος ξέρει αν με αντιλαμβανόταν.

    Συνήθως είμαι απών...απούσα ήτανε πάντα και εκείνη...Οι πατούσες ξύνουν το δάπεδο αλλά τα χνάρια είναι σιωπηλά.


    Κι όμως εκείνο τ' απριλιάτικο πρωινό ήταν εκκωφαντικά. Η πόλη είχε ντυθεί με τα ζοφερότερα της ενδύματα, σαν ένα νεογέννητο με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από την καρωτίδα. Η Τεργέστη ήταν μωβ, εκείνο τ' άθλιο μωβ που σφετεριζότανε το βλέμμα της. Είχαμε καθίσει σε ένα μικρό καφέ για να πιούμε κάτι. Τα χέρια της τρέμανε, τρέμουν πάντα τα χέρια από τότε που την γνωρίζω. Είχε πάρει μια χαρτοπετσέτα και σχεδίαζε την θάλασσα, ήρεμη, με κάποιο σποραδικό κύμα.

    Δεν την επισκεπτόταν από τότε που ήτανε κοριτσάκι, πόσο ήταν χαρούμενη.

    Τα χρήματα ήταν ελάχιστα και το ταξίδι ατελείωτο, αλλά είχαμε καταφέρει να φτάσουμε στον προορισμό μας. Μπορούσε επιτέλους ν' αγναντέψει τον φάρο από το κάστρο του San Giusto. Και οι γλάροι που πέταγαν πάνω από τα κεφάλια μας, ένας συγκεκριμένα δεν μας άφηνε σε ησυχία ούτε δευτερόλεπτο. Ήταν περίεργος, με τα πούπουλα μαδημένα και το ράμφος κεκλιμένο. ίσως και να ήταν ο γιος μου...

    Εκείνος που πριν δεκαπέντε χρόνια η Νάντια έπνιξε σε μια λίμνη από ραγισμένα πλακάκια. Στην πραγματικότητα δεν της συγχώρεσα ποτέ εκείνη τη χειρονομία. Τον ονειρεύομαι ακόμα, ξέρεις?


    Ίσως να είναι αυτή η αίτια που κατέληξα σε αυτό το μέρος, το κέντρο αποκατάστασης για ψυχικά άρρωστους " Η Γαλήνη". Κέντρο αποκατάστασης είναι ένας ευφημισμός γι' αυτή την κόλαση. Αλίμονο αν συγκρουστείς με την κοινωνική ευαισθησία, οι ορισμοί είναι πιο επικίνδυνοι απ' οποιοδήποτε άλλο πράγμα.


    Και να' μαστε εδώ, σε αυτό το ανοιχτό κοιμητήριο ανάμεσα στο οίκημα που μας φιλοξενεί και τον κόσμο των "σώων", τ’ οδόφραγμα που μας χωρίζει από "εκείνους", υπό τη μορφή δημοσίου κήπου πλέον τελείως έρημου.

    Ο χειμερινός μας ποταμός, σε εμάς τους έγκλειστους αρέσει αυτό το όνομα που του έχουμε δώσει. Ο κηπουρός δεν τον φροντίζει, τα πάντα στο εσωτερικό του είναι νεκρά εκτός από εκείνο το καταραμένο ηλιοτρόπιο.

    Το προσέχει μια κυρία στα πενήντα της, αλλά δεν το κάνει από καλοσύνη. Απλά λιμπίζεται τους σπόρους του, τους αφαιρεί με ευλάβεια, κάθεται σε ένα κοντινό παγκάκι και αφού τους καταβροχθίσει, πετάει τα κελύφη στο πεζοδρόμιο.


    Η Περσεφόνη παραλύει με τις ώρες μπροστά στη θέα εκείνου του φυτού. Ισχυρίζεται ότι είναι το περισκόπιο ενός υποβρυχίου που παρατηρεί και αναλύει την παραμικρή μας κίνηση.

    Μια μέρα θα σπάσει το πλακόστρωτο και θα μας απελευθερώσει, μια μέρα...


    Μ : Κοιμάσαι?


    Αισθάνομαι την επιδερμίδα σου στη δική μου, να τρίβεται βαμβάκι σε βράχο αιχμηρό, να σχίζεται βίαια.

    Νιώθω ένα άλγος που σπάει τα μηνίγγια, φοβάμαι μη σε λερώσω, αυτό ποτέ δεν άλλαξε.


    Και σε θέλω...

    Πόσο σε θέλω, ακόμα και στην κατάσταση που βρίσκεσαι, καταβρεγμένη, σχεδόν αποσυνθεμένη.


    Γυρίζεις πλευρό, ξύπνησες.


    Δώσε μου ένα χάδι.


    Π : Τι μου προσφέρεις σαν αντάλλαγμα?


    Μ : Θα λάβω φροντίδα του κάθε σου αντίο...


    Δ : Περσεφόνη, που είσαι κοριτσάκι μου?

    Είναι ώρα για φαγητό, έλα γιατί το «δείπνο» είναι έτοιμο

    Έλα χρυσή μου


    Μ : Τα τακούνια πλησιάζουν, καλπάζοντας, ο συναγερμός σιωπά.


    Π : Μπλεγμένη σε τέσσερις ζώνες από ροζ δέρμα και μια μπλε κορδέλα στο στόμα,

    να σφίγγουν. Οι τοίχοι ανασυντάσσονται, είμαι ξεσκέπαστη, κρυώνω…


    Μ : Θα ήθελα να ήμουν προικισμένος με ακρυλικά κόκαλα, για αν σου ζεστάνω το παγωμένο μεδούλι


    Π : Η Δήμητρα μαζεύει τα μαλλιά της, άτακτα, με μια τσιμπίδα από όνυχα σκληρό, όπως εκείνη.

    Αυτό το τέρας τολμά να ονομάζει εαυτόν μητέρα, η θεωρούμενη μου μητέρα όπως λάτρευε να χαρακτηρίζει τον εαυτό της όταν ήμουν ακόμη νοσοκόμα σε αυτό το μέρος.

    Και όμως, η πυκνή της χαίτη θα μπορούσε να κατασκευάσει μια σκάλα, που μου επέτρεπε να κατέβω απ' αυτό το «βωμό», ταμένη στην άπληστη Κόρη, στον αιμομίκτη Πατέρα και στο καταραμένο Πνεύμα.


    Φ : Η μητέρα μου είναι μια ελκυστική γυναίκα παρά την προχωρημένη της ηλικία, της τ’ αναγνωρίζω. Κρίμα που από δαύτη δεν πήρα τίποτε. Τ’ ασχημόπαπο που δεν θα μεταμορφωνόταν ποτέ σε κύκνο, η ανάξια «κόρη». Μου το είχε επαναλάβει τόσες φορές, που κατέληξα να το πιστέψω. Δεν γνώριζε τον οίκτο εκείνη, δεν ήξερε να ξεχωρίζει τα συναισθήματα. Οργή, πόνος, χαρά φιλτραριζόντουσαν από τις γυάλινες της αρτηρίες, τους νευρώνες της από νόμισμα.


    Μ : Τα σκουλήκια με πολιορκούν, βρίσκονται στο πιάτο με τα μακαρόνια, είναι οι τρίχες στον νεροχύτη, η ουρά των αυτοκινήτων στην εθνική.


    Π : Λέξεις που μου αντηχούν στο μυαλό, του Ιερέα, της Φανής, της Δήμητρας, του Μουσικού. Το φέρνουν σε σημείο βράσεως, στάζουν οι σκέψεις, η μνήμη μου είναι καρκινογόνος, επεκτείνονται και μου τσιμπολογούν τη πλάτη.



    Μ : Είμαι ανίκανος, βορά όπως είσαι των ορέξεων τους και εγώ να μην μπορώ να σε βοηθήσω. Με κρατούν δέσμιο σε ένα άλλο δωμάτιο, υπό αυστηρή παρακολούθηση, θα τους άρεσε να με «αναμορφώσουν», ένας πατροκτόνος είναι ένα υποκείμενο αρκετά δύσκολο…


    Ν : Με βρήκες στο ράντζο μου, ακίνητη

    Ήμουν σαν ραγισμένο άγαλμα, χωρίς σκιά.

    Είχα τα άκρα σε θέση ώρα δώδεκα παρά τέταρτο, καθαρτήριο.

    Τα άστρα ήτανε μονάχα επτά, τόσα όσα φαινόντουσαν από την ρωγμή στο ταβάνι.

    Ένα αποτσίγαρο ακόμη αναμμένο, το φύλαγα για ειδικές περιστάσεις…


    Μ : Ονειρευόμασταν να συγχωνευθούμε, αίμα στο αίμα.

    Φλέβες, στάλες βροχής που πέφτουν στο ρολόι σου,

    διακλαδώνονται, κόκκινες, τείνοντας στο σκούρο καφέ…

    Η φυσαρμόνικα στο στόμα μου,

    Το τσιγάρο στο δικό σου...

    δικός σου…για πάντα…


    N : ... Και ήταν τότε που σου έκανα το δώρο μου. Ενώ η ψυχή μου εγκατέλειπε το άδειο μου κουφάρι...από κείνη τη στιγμή θα μπορούσες να με "συναντάς", σε όλες εκείνες τις γυναίκες που θα έβαζα στο δρόμο σου...Ένα μέρος μου θα εισχωρούσε σε όλες τους...

    ...για να μου επιτρέψει να σε ζήσω...λαθραία...εξαπατώντας ακόμη και το τέλος...δική σου...για πάντα...δική σου για πάντα κι ακόμη παραπέρα ...


    Μ : Τώρα είναι η σειρά μου να σου αφηγηθώ κάτι και ίσως να είναι αληθινό, μοιάζει τόσο μακρινό, σχεδόν φαντασία. Πλέον έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε που απεβίωσες….Είναι τόσα τα νέα μου που δεν γνωρίζεις…Έγκλημα ελέους. Ο πατέρας μου έφθανε στο τέρμα σε πλήρη αποσύνθεση, χάνοντας όλο και περισσότερα κομμάτια.

    Τα θραύσματα του παρέσυραν οποιονδήποτε τύγχανε στο διάβα τους, είχε αποφασίσει να πάρει στον τάφο αυτό που είχε απομείνει από την οικογένεια…

    Ένα μαξιλάρι και τίποτ’ άλλο. Μπήκα στο δωμάτιο του, σωλήνες, αναπνευστήρας,λάστιχα από μοτοσικλέτες που ούρλιαζαν λίγο πιο κάτω.

    Κοντοστάθηκα για μια στιγμή, επίσημη. Ο τελευταίος ασπασμός υπό τη μορφή ρυθμού

    Που τον σφύριζε απαλά. Η ειρωνεία έχει διάφορους καμβάδες που την προσωποποιούν, στίχοι απ’ ένα ποίημα του Λατινικού Μοναστικού Κώδικα, δεν ήτανε βαρύτονος αλλά δεν τα κατάφερνε και άσχημα....


    «Έξω απ’ το παράθυρο» του ψιθύρισα , ενώ το μαξιλάρι εμπόδιζε κάθε είσοδο στα ρουθούνια του.

    «Τι κρύβεται μέσα στα διαμερίσματα»?


    Circa mea pectore.

    ( Γύρω απ’ την καρδιά μου )



    «Ο τύπος που κείτεται στο έδαφος χτυπημένος από εγκεφαλικό»


    Multa sunt suspiria.

    ( πολύ είναι οι στεναγμοί )


    «Αισθάνομαι τα μάτια του, όμοια με τα δικά σου, δίκαννα έτοιμα να πυροβολήσουν. Είμαι μια γερασμένη σφαίρα που εισπνέει τα παραισθησιογόνα αέρια μιας νεαρής καραμπίνας.»


    Amor volat undique, captus est libidine.

    ( Η αγάπη παντού πετά, καλούμενη από την επιθυμία )



    «Το ζευγάρι που καβγαδίζει»


    Tui lucent oculi, sicut solis radii.

    ( Λάμπουνε τα μάτια σου, σαν τις ηλιαχτίδες )


    «Είμαι εσύ, το θυμωμένο σιτάρι που θα σου αποξηράνει τους ασφοδέλους»


    Sicut splendor fulguris, qui lucem donat tenebris.

    ( Σαν το μεγαλείο της αστραπής, που κάνει να λαμπυρίζει το σκοτάδι )


    «Πιέζω, πιέζω το μαξιλάρι στα αναμμένα κάρβουνα των ρυτίδων σου, πυροβόλησε με όσο ακόμα προλαβαίνεις αντίστροφε σκοπευτή, πριν σε στείλω να λυγίσεις κυπαρίσσια.»


    M : Είμαι στο πλευρό σου Περσεφόνη αν και δεν με βλέπεις, ενώνομαι στις εκκενώσεις και διεισδύω μέσα σου κι εγώ. Είμαι στο άλλο δωμάτιο από το οποίο αποτελείται η «λέσχη»…Εκείνη που με έκανε να επισκεφθώ η Φανή έξι χρόνια πριν…Εκείνη που σύχναζες κι εσύ κατά την διάρκεια των «συνεδριάσεων» μου, συμμετέχοντας πρώτα στον διαμελισμό μου και μετά προσπαθώντας να μου επανασυνδέσεις μυς και ίνες…Εκεί υπήρχε ένα παλιό πιάνο, μαύρο…Γδύνεσαι από την στολή σου…κάθεσαι με το προφίλ…το πλούσιο στήθος σου σε καλή θέα…γάμπες γλυπτές…Άλλα δυο άστρα αντί για τις πρησμένες κόρες μου…Το βασανισμένο μου μυαλό τώρα υποδύεται τον ουρανό…Moonlightsonataνα συνοδεύει την κάθοδο μου στα Τάρταρα…Εκτελείς αργά το κομμάτι, υπνωτικά,…σχεδόν σαν να θέλεις να με αναισθητοποιήσεις, αλλά εκείνη δεν έρχεται ποτέ…Παρατηρώ το πρόσωπο της Φανής ενώ αλλοιώνεται…Κείτομαι στο παρκέ σαν σπασμένη κούκλα…με τον αριστερό κρόταφο στη σκόνη…τη γλώσσα πασαρέλα για τα μυρμήγκια…


    Μια πλαστική μεμβράνη να μου καλύπτει το κεφάλι, απαγορεύοντας μου την αναπνοή…Η Φανή κάθεται πάνω μου αφαιρώντας κάθε έξοδο διαφυγής…Σου κατεβαίνουν δάκρυα, αλλά δεν κάνεις τίποτε για να μ’ ελευθερώσεις…


    Φ : Ξέρεις τι θα σου κάνω τώρα? Θα πάρω ένα σκουπόξυλο και θα σε σοδομίσω ανελέητα, είναι η αγαπημένη μου φαντασίωση, να σε κοιτώ να σπαρταράς σαν ψάρι δίχως οξυγόνο. Γύρνα πουτανίτσα…θα σου κάνω μια τρύπα στο περιτύλιγμα ούτως ώστε να μπορέσεις να μου γλείψεις τις σόλες…Το ν ’αγαπάς κάποιον δεν είναι συνώνυμο του να θέλεις το καλό του…


    Ν : Μην κοιτάς Περσεφόνη…Σε είχα προειδοποιήσει να μην κοιτάξεις …

    … Το ν' αγαπάς κάποιον δεν είναι συνώνυμο του να θέλεις το καλό του …


    Π : « Είσαι το ναρκωτικό μου »…


    M : « Κι εσύ το δικό μου »…


    Π : Μια σύντομη επιδρομή στη μήτρα…


    Μ : Πλακούντας που πνίγει και λυτρώνει


    ( Συνεχίζει με το μέρος 1 από 2 )
     
    Last edited: 12 Νοεμβρίου 2014