Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ηχώ 3nd Νάρκισσος

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 11 Δεκεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Battle 9th/«Το Κάστρο»/Η mέρα 67/“Ο Θάνατος των Θεών”


    Στον πλανήτη των Ποταμιών, ένα είδος πλασμένο από νερό, με λογική, διαβήτη συν αίσθημα.


    Η Ουρανία περίμενε να πέσει το βαθύ σκοτάδι. Στο μέρος της, το φως κρυμμένο. Στο μάτι της φοράει το μακρύ γυαλί και τ’ αστέρια βλέπει.


    Βογκητό της ολοκλήρωσης ξεφεύγει και ανάσα παίρνει, να κοιτάξει τη Σελήνη. Το τζάμι του θολού, να το καθαρίσει πρέπει και τα φύλα από πάνω της ξεβγάζει.


    Ήχος από τα ξερά χορτάρια του αργού


    -Ποιος είναι εκεί Ποτάμι ή θεριό; Αρσενικό ποτάμι καλλίγραμμο με της ομορφιάς τη γαλάζια φλέβα.


    -Μην του θορύβου νύμφη γίνεις, μείνε του ρανού. Ποτάμι εδώ και το νομα μου Κη φι SoS.


    Ο έρωτας μεγάλος, τα Ποτάμια, το ένα του γαλάζιου και το άλλο των αστεριών, για ημέρες πολλές του πλανήτη μούσες, φλέρταραν και τα νερά τους μπλέκαν.


    Το πρώτο παιδί, αρσενικό. Το πιο όμορφο Ποτάμι που γνώρισε η πλάση, το δεύτερο η Χω, μικρό μπασμένο και ασθενικό. Με την Ηχώ κα μία σχέση.


    Το νομα του πρώτου Νάρκισσος.


    -Τι όμορφο ποτάμι του λέγαν όλοι και αυτό γυρνούσε να το δει.


    -Ποιο λε και κα και τε;


    -Μα εσύ φυσικά αγόρι μου γλυκό, του έλεγε η Ουρά.


    -Εσύ πατέρα τι μου λες;


    -Τα Ποτάμια όμορφα να είναι δε τους ταιριάζει. Θόρυβο πολύ να κάνουν, σαματά. Έτσι πρέ κι έτσι Πει, τον χαστούκιζε ο Sos.


    Το Ποτάμι μεγάλωνε με δύο πρόσωπα, του ασύμμετρου στολίδια.


    Στο ένα όμορφο κρυστάλλινο καθάριο και το άλλο, λασπώδες, άγριο και με βουή πολύ. Το πρώτο κοιτούσε προς τον πατέρα και το δεύτερο προς τη μανούλα.


    Τα χρόνια πέρασαν, ο Νάρκισσος μεγάλωσε πάλι κάρυ σος το έγινε, θεριό. Στη φωτεινή πλευρά της Σελήνης, γιατί στη σκοτεινή, στις σκιές σκλάβος της μορφιάς του, θηρίο που κατάπινε τα θύματα, αμάσητα.


    Στο πλανήτη των Ποταμιών, αρρώστια έπεσε βαριά, η Λέπρα η μεγάλη. Ο Νάρκισσος στην κάμαρη κρύφτηκε, δεν έβγαζε ούτε το πάνω, ούτε το κάτω το κεφάλι.


    Από το παράθυρο έβλεπε τον κόσμο που περνούσε, αλλά το τζάμι του δεν άνοιγε μήτε σε κανέναν δε μιλούσε. Μία νύχτα δίχως φεγγάρι, δίχως φως, που η Σελήνη από την άλλη με τις φιλενάδες της μιλούσε, ο νάρΚισσος, άνοιξε το τζάμι και στο δειλά μία μύτη έβγαλε να δει.


    Στη μούχλα της καμάρας, οι οσμές λίγες, πορδές κυρίως. Αλλά στο έξω…


    -Αχχ τι πλούσια που είναι η θωριά της, αναφώνησε με γλύκα.


    -Αχχ τι πλούσια που είναι η θωριά της, του απάντησε με γλύκα. Ο Κισσός κό και καλο, έμεινε και παγωτό που λειώνει.


    -Μίλησε, δε κανείς; Με φωνή που τρέμει.


    -Κανείς, δε μίλησε. Μια φωνή που γέρνει.


    Κι έτσι γνωρίστηκαν, Νάρκισσος και Ηχώ. Ένα όμορφο Ποτάμι και το τέλειο το Κύμα. Έρωτας βαθύς. Κάθε βράδυ από το παράθυρο του δραπέτευε και τα δύο πλάσματα δεμμένα ρμονικά, χόρευαν μέχρι το ξημέρωμα, στης φύσης το μεγάλο το κρεβάτι.


    Η Νύχτα, η Σελήνη και τα άλλα ζωντανά, σε κανέναν δε τον λέγαν και το κρατούσαν μυστικά. Ώσπου…


    Ήταν ξημέρωμα και ο ήλιος άπλωνε τις βρεγμένες του ακτίνες. Ο Νάρκισσος και η Ηχώ, γυρνούσαν, χέρι με χέρι, από το χορό των Κρυμμένων των Λιμνών.


    -Ένα φιλί; Ηχώ


    Φιλί.


    -Ένα φιλί, δε φτάνει. Κι άλλο ένα; Ηχώ


    Φιλί, φιλί.


    -Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.


    Φιλί, φιλί,φιλί. Τα μέλια σορόπια, μύρισαν και τα λουλούδια γύρισαν.


    -Κάποιος είναι στην πόρτα, φώναξαν και οι δύο νέοι, γύρισαν και κοίταξαν με φόβο.


    Και ο φόβος, έγινε νόμος και στο μετά ο τρόμος. Ο Κηφισός στεκόταν εκεί εμπρός στην πόρτα γυμνός. Ένα σώμα σκαμμένο, βρώμικο, με πλαστικό και πύον, να βρωμάει και να ζέχνει, ούρα και κόπρανα πολλά. Το σώμα του αδύνατο και το νερό του λίγο. Μολυσμένος από τη Λέπρα μέχρι την καρδιά του. Η σιγή, σιωπή.


    Να μιλήσει προσπάθησε ο Σος αλλά πύον και σάλια και του μπερδεμένου λέξεις βγήκαν από το στόμα του.


    -Ποιαθ ινα υτή;


    -Ηχώ, ηχώ κι ηχώ. Καλέ μου Κύριε. Και η Ηχώ, υπόκλιση κάνει στοn Mεγάλο. Ο Κηφισός γυρνάει προς το Νάρκισσο και με πόνο και μαρτύριο…


    -Την πρώτ hoe που βρέθηκ ε μπρος σου; Σοκ μεγάλο, τους έπιασε και τους δύο και από τα χέρια κρατήθηκαν σφιχτά. Το μεσημέρι πήραν το πρώτο πλοίο και έφυγαν με τα πανιά του φουσκωμένα, μακριά στις άκρες και κόμη πιο μακριά.


    Η Ηχώ, χοροπηδούσε ευτυχισμένη, αφού με τον κάλό της, μαζί θα ταν για πάντα.


    Ο Νάρκισσος όμως μουδιασμένος ήταν, μαγκωμένος, σαν τη παλιά σκουριά.


    -Τι έχεις Νάρκισσε, όμορφε μου, λεβέντη μου, αγόρι και μου και μου και μου;


    -Φοβάμαι για το μέλλον, της απάντησε ο Νάρκισσος. Από μέσα του σκεφτόταν τον πατέρα του στην αρρώστια χωμένο. Το πρότυπο που στο ψηλά του είχε, είχε ραγίσει, είχε καταρρεύσει.


    -Το μέλλον μικρέ μου Ήρωα, μη φοβάσαι, μη σκιάζεσαι και του φοβερού, η μέρα στο καμιά. Θα πάμε μακριά, να βρούμε τη Πυθία, όχι τον Τειρεσία, αυτός ξέρει τη μαμά σου, θα τον ρωτήσουμε, που θα βρούμε το καλύτερο το σπίτι, που θα βρούμε τα καλύτερα τα έπιπλα, τα καλύτερα φλιτ ζάνια και τζάμια του Καφέ, θα παντρευτούμε και εγώ Νύμφη θα γίνω όμορφη Λευκή, θα κάνουμε παιδί, όχι ένα, όχι δύο, όχι τρία, άλλα χίλια δεκατρρ… Η Ηχώ στο απότομο πετρώνει. Ο Νάρκισσος λουλούδι πλαστικό, δίχως ζωή, δίχως αίμα.


    -Μα και μα, μικροί ήμαστε και όχι ακόμα του ενήλικου μεγάλοι. Βαρύ το φορτίο που στο ποτάμι μου φορτώνεις, καλή μου Ηχώ. Εγώ θέλω να σχοληθώ με τη τέχνη και την ομορφιά. Η Ηχώ, θυμώνει, ξινίζει και θυμώνει και με λέξεις λίγες τον πετροβολά.


    -Και τι περιμένεις ελαφριέ μου Νάρκισσε, να γεράσεις, να γίνεις τέρας σα τον πατέρα σου, πριν στο καλό ριμάσεις;


    Ο Κισσός κλονίστηκε, οι ρίζες του μικρές. Το πλοίο πλέει μέσα στο βαθύ το πέλαγο και ο νέμος δυνατός. Από τα χερούλια δεν βαστάει και από την κουπαστή ο Ναρκ πέφτει στη θάλασσα.


    Ηχώ δυνατή, ουρλιαχτό μεγάλο, φωνή αγάπης που πέφτει και τσακίζεται. Αλλά στη θάλασσα μονάχα αφρός και ο Νάρκισσος στο βυθό της, στο τέλος του χαμένος.


    (-Γιαγιά, πονάω; Μικρό παιδί.


    -Τι είναι πουλί μου; Που πονάς; Γιαγιά.


    -Το δοντάκι μου γιαγιά πονεί, με σφάζει, λες να φταίει ο Καταρaμένος ο σεισμός ; Μικρό παιδί.)


     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ερμ ην είας της Ζωής και Θάνατος του Νάρκισσου


    Message in the Sea Bottle 9th/“Το Κάστρο”/Ημέρα 68/«Ο Θάνατος των Θεών»


    Τα κύματα ισχυρά, τα ρεύματα άγρια, του λόγκου θεριά πικρά. Τον Νάρκισσο μακριά από τον ήλιο και τον αφρό, σέρνουν στα βαθιά. Ο Νάρκισσος δεν αντιστέκεται να βγει στην επιφάνεια δε θέλει. Το Ποτάμι του βυθίζεται αργά, το φως του χάνεται και σβήνει, τα δεκάδες μάτια που σαν πλαγκτόν τρέχουν στο κορμί του, κλείνουν το ένα μετά το άλλο.


    Ένα μικρό τράβηγμα στα νερά του, σημασία δε του δίνει. Ακόμα πιο δυνατό αυτό που ακολουθεί, δεκαοχτώ πλαγκτόν, τα μάτια τους ανοίγουν. Ένα ζώο αλλόκοτο με χαμόγελα στα αυτιά.


    Φοράει τζάμια στα μάτια και τρίγωνα, πεντάγωνα και τετράγωνα δακτυλίδια στη μέση του. ΣΤα πτερύγια της πολιτικής οι μούσες και η πανοπλία που φοράει stου νεκρού, ζωγραφιές παιδικές, γέρικα κεφάλαια.


    Χέρια του οχτώ, δάχτυλα μεγάλα με μεμβράνες. Τα κουνάει δεξιά και αριστερά και το κέντρο του Κισσού ταράζει.


    -Ποιος είσαι; Ο Νάρκισος το διπλό σ χάση στην αρμο νία των σχημάτων. Του κανονικού τα σχήματα, τα δακτυλίδια που στη μέση περιστρέφονται. Προς τα αριστερά του 9 το πρώτο, στα δεξιά του έξι το δεύτερο και ακίνητο το τρίτο.


    Ο Νάρκισσος δεν μοιάζει, δεν θέ, δεν μπορεί να καταβάλει. Το δελφίνι χορό του δείχνει, στο χώρο και το χρόνο της θάλασσας των αριθμών.


    Ώρες περνούν πολλές και το ποτάμι του Κισσού, αρχίζει πια το μήνυμα από το δελφίνι να λαβαίνει.


    Το νομα του Αμείν και του ξίφους ίας.


    -Που πας του ποταμιού Νάρκη και Κισσέ; Αμείν


    -Φεύγω ία θα πάω στου Άδη τα λιβάδια. Ο ίας χι δεν του λέει, το δρόμο ξέρει προς του Ερμή τη βάρκα.


    -Χόρεψε μαζί μου, στους α πλούς του π τους άρτιους ρυθμούς. Και την ρήνη στη ψυχή σου θα χαρίσω. Μη στον άλλο κόσμο περνάς θλιμ μένος.


    -Δείξε μου του λέει, ο Κισσός.


    -Βγάλε το 1 και 34 θα δεις, βγάλε ξανά το 1 και 24 η ώρα. Στην ημέρα, η μέρα και η νύχτα αγκαλιασμένες στέκονται. Η κάθε μία από 12 απόστολους κρατά. 5 και εφτά, του ασύμμετρου παιδιά. Αν τα πολλαπλασιάσεις, θα επιστρέψεις στην αρχή. Αμείν


    -Κύκλο κάνω καλέ μου και μέσα το π στο περίπου 3, ένα 4. Κισσός.


    -Τα μάτια σου κλείσε γλυκέ μου Νάρκισσε και τον Κάτω Κόσμο θα δεις. Αμεινίας


    Τα μ α τιά κάνει στο βαθύ και αργεί να ξημερώσει. Στο κάποτε τις πύλες του οπτικού ανοίγει και βλέπει. Τον εαυτό του στη μέση μίας λίμνης κυκλικής.


    Στο βυθό της, ο Ήλιος, τα’ Στέρια και τα υπόλοιπα φεγγάρια. Στον ουρανό η άμμος. Διά σπαρτα και λαμπερά τα κοχύλια που τον ουρανό στολίζουν. Τόξα της άμμους της ουράνιας, πολλ ά του πείρου.


    Ο Νάρκισσος με το στόμα νοιχτό, ξεχνάει να νασαίνει. Ώρες περνούν αρκετές πριν οξυγόνο μέσα βάλει. Μέχρι που από συνήθεια νάσα παίρνει τη βαθιά.


    -Δεν χρειάζεται καλέ μου Νάρκισσε, σε τούτη τη τέλεια λεκάνη, οξυγόνο να παίρνεις στο καθόλου. Ερμηνείας


    -Το Ποτάμι Νάρκισσος το κεφάλι του γυρνά και άπειρες οι βράκες που στο δίπλα τον περιμένουν. Μέσα τους ο ΘωΘ. Με το κιου κου και πί στο χέρι.


    -Ποια είναι αυτή η λίμνη του καλού μου, ΘωΘ;


    -Η πύλη από τον κάτω κόσμο, στον απάνω. Ερμείας


    -Μα στον ουρανό τα φύκια, οι αχιβάδες και οι σειρήνες στα φυσικά και στον βυθό ο ήλιος, ο Δίας, ο Κρόνος και η Ρα. Τι έγινε και τα νω κάτω κ άτω πάνω γύρισανε στην Τούμπα; Κισσός


    -Στον κάτω κόσμο, τ’ ανάποδα συμβαίνουν από αυτά του πάνω. Τις καρέκλες στο ταβάνι θα τις δεις και τον πολύ έλαιο στη γη. Ερμείας.


    -Ωραία και ώρα είναι να μου πεις στο τι γυρεύω εγώ στο δώ. Νάρκι


    -Να συστηθώ, το νομα μου είναι το Ερμής, των ψυχών ο πομπός στου απλού ο μεταδότης. Ένα λεπτό ζητώ από εσέ για να διαλέξεις σε ποια ψυχή του νέου και γεννιέμαι συ θα μπεις.


    -Τι να διαλέξω, δεν καταλαβαίνω Ερ μη μου τους κύκλους εγώ δεν τους κατέχω. Σος


    -Τι θυμάσαι, από την προηγούμενη ζωή σου; Μη


    -Την τελευταία φορά θυμάμαι την Η χώ μου, να μου λε… Οι μνήμες του Κισσού χαμογελούν θ λυμένες και απ’ το χρόνο πειρα γμένες.


    -Το παρόν μικρέ μου Ήρωα, μη φοβάσαι, μη σκιάζεσαι και του φοβερού, η μέρα στο χθες καμιά, άξια να θυμάσαι. Θα πάμε μακριά, να βρούμε τον Κάλ και χα, όχι τον Τειρεσία, αυτός ξέρει τη μαμά σου, θα τον ρωτήσουμε, που θα βρούμε το καλύτερο το σ πίτι, που θα βρούμε τα καλύτερα τα έπι και πλα, τα καλύτερα φλιτζάνια και τζάμι ΑΑ του Καφέ, θα παντρευτούμε και εγώ Νύμφη θα γίνω όμορφη Λευκή και όχι σκλάβα του νέκρου του εκρού, θα κάνουμε παιδί, όχι ένα, όχι δύο, όχι τρία, άλλα χίλια και άλλα δεκατρία.


    Η Ηχώ στο απότομο pa kai usα. Ο Νάρκισσος λουλούδι πλαστικό του Joker του τρελού, δίχως λόγο κη δίχως λόγο για να δει.


    -Και μετά μνήμες του καιρού εκείνου του παλιού τι έγινε; Ερμη τικ ως, το χρόνο να κοιτά που καθυστερεί πολύ. Η Νέμεσις δεν θέλει και πολλά να πάρει τα κεφάλαια και να φύγει μακριά.


    -Εγώ θα πω πρώτη, λέει του κάτω κόσμου η λεπτή και αδύνατη, μονδέλο του Καρμάνι.


    Του, τις, τους, της έβρισε και πήδηξε στη θάλασσα να πνιγεί για να σωθεί.


    -Τι καλέ; Του και τις και τους, της Ηχούς είναι το ορθό και λάθος δεν δέχομαι κανένα. Στο δάσος μία σκάλα, η μνήμη που μίλησε, στου δευτέρου τη σειρά.


    -Εγώ θα σου πω καλέ μου Ερμή και των ψυχών μυελέ και δότη και αυτή στου πολλά βαρύ και πειραγμένη.


    -Μα και μα, μικροί, σημεία του μηδέν στον κόσμο ήμαστε και όχι ακόμα του Μέγα Ένα. Βαριά η βάρκα που στο ποτάμι μου φορτώνεις, καλή μου Ηχώ. Του μετά και να σαν άστες μου μυρίζει. Εγώ θέλω να σχοληθώ με τη τέχνη και την ομορφιά και χι με την λευτεριά και του δικαίου του μικρού αφρού και σύν η. Η Ηχώ, θυμώνει, ξινίζει καυτή πατάτα γλύφει, τουρσί γίνεται και ο χρυσός ασήμι και με σφαίρες του πυρός και του Βόλου τον στολίζει για γαμπρό.


    -Και τι περιμένεις ελαφΡιΕ Κισσέ, να γεράσεις, να γίνεις τέρας σα τον πατέρα σου, πριν στο καλό ριμάσεις;


    Ο Κισσός κλονίστηκε, οι ρίζες του καθόλου. Το πλοίο πλέει μέσα στο βαθύ το πέλαγο και ο νέμος δυνατός. Από τα χερούλια δεν βαστάει και από την κουπαστή ο Ναρκ πέφτει στη θάλασσα. Και η μνήμη του Δασκάλου, με μια γλαφυρή ανα παρ και στάση, πέφτει στο μυαλό του Νάρκισσου.


    -Και τώρα, τι θα πρέπει να κάνω των ψυχών μεταφορέα και Ερμή και νεία;


    -Στη λίμνη αυτή που βρίσκεσαι, ο κύκλος του θεού, ο τέλειος κοιμάται. Όχι αυτός των μικρών και ευθύγραμμων τμημάτων, αλλά κείνος που κάθε σημείο του και μία παγωμένη στιγμή είναι, ενός ασύλληπτου μωρού. Κάθε μωρό, δεν είναι μόνο του ανθρώπου, αλλά κάθε πλάσματος ζωντανού αυτού του σύμβαν τος. Θα πρέπει να διαλέξεις σε ποιο από αυτά θα βγεις με τη βράκα μου μαζί. Ένα λεπτό και μόνο θα σου στοιχίσει, αυτή του Δία η δρομή.


    -Ένα λεπτό και του λεπτού μονάχα ένα, ποιος δρόμος είναι ο σωστός και η αλήθεια η μεγάλη; Νιάρ κι SoS


    -Μα δεν κατάβαλες ποτέ, πως από το κέντρο του Εγώ, κάθε σημείο για το μεσημέρι το ίδιο πάντα πέχει; Αληθής σημείο ή ψευδής στο υπό δεν άρχει, όλα του απείρου τα σημεία σε σύνολο η αλήθεια. Απλά διάλεξε ένα και φύγαμε.


    Το Ποτάμι του Ναρκίσσου, σημείο του κύκλου στο κανένα, να διαλέξει δεν ήθελε ποτέ. Έμεινε κει για πάντα εκεί, μέχρι που τα νερά του τη συν οχί τους χάσαν και στου απείρου τις σταγόνες απλωθήκαν. Κάθε σταγόνα και σε σημείο ένα και όλα του του κύκλου τα σημεία τώρα. Το μόνο που έμεινε στο πίσω του το ένα το λεπτό.


    (-Μα κάτσε μπρε για για και κά και κα κάτσε, τι έγινε μετά; Μαθητής μικρός.


    -Με μία μύγα στα χέρια του ο Ερμής, το Ένα το λεπτό παγίδεψε (του τραπ πεζού) και στον Άρη του πολέμου δώρισε στο ύστερα. Φίλος του καλός και υποστηρικτής Μεγά λος του τανε ο Ρμης. Στην Νέμεση, πούλησε το μύθι του παρά, πως τάχα ο Κισσός λουλούδι διάλεξε να γίνει. Για και δα και για και σκάλα.)