Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Άπτερος Νίκη

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 6 Ιουνίου 2023.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Μέχρι πρόσφατα η Νίκη περνούσε διασκεδαστικά την ώρα της στο κρατητήριο, τα παιδιά ήταν πάντα ορεξάτα και εκείνη δοτική. Όλοι την ήξεραν ως η «Κουλή». Μέχρι και ο Διευθυντής υπέκυψε στον πειρασμό να δοκιμάσει το κόλπο να του την παίξει με τις πατουσίτσες. Τελικά τα καλύτερα πράγματα συμβαίνουν στα χειρότερα μέρη και αντίστροφα.

    Η Ζωή καταλήγει να γίνεται εμμονική. Χθες, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης άφησε τα σκυλιά να δαγκώσουν τις θηλές της μικρής, χωρίς κανένας να μιλήσει. Η μικρή πήγε να ξεθεμελιώσει το Ευαγές Ίδρυμα, τέρμα τα αστεία και τα τσιλημπουρδήματα.

    Γνωστή στις Αρχές από τις αρχές της πανδημίας, η «Κουλή» περιφερόταν μισόγυμνη στα πέριξ της πλατείας με ένα πλακάτ κρεμασμένο μπροστά της να σκεπάζει τα γυμνά της στήθη. Οι περαστικοί δεν ήξεραν τι να πρωτοδούν, το πλακάτ ή τη γύμνια της.

    Είναι ακόμα νύχτα και στο σκοτεινό δωμάτιο ακούγονται πνιχτά βογγητά, το τηλέφωνο δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Το σηκώνουν, από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγονται χυδαιότητες. Η πόλη βρίσκεται στο τελευταίο της ενύπνιο – το πιο γλυκό. Ο Αστυνόμος Γιάφκας σέρνεται σαν πληγωμένο κτήνος πάνω απ’ τα ματωμένα του σεντόνια. «Πεθαίνω σαν χώρα», μουρμουρίζει. Δίπλα του η Ελεονόρα ξετυλίγει το ζωνάρι από τη μέση της και πάει να φτιάξει καφέ. Την αγαπούσε περισσότερο από όλους τους κώλους και τις ψωλές του κόσμου. Είκοσι χρόνια ζευγάρι, ένα απομεσήμερο πριν μία-δύο εβδομάδες, όπλισε με τις τελευταίες του σφαίρες τον ανδρισμό του και της ξεφούρνισε την ανωμαλία του να τον πάρει από πίσω.

    Μπήκε από την μπροστινή είσοδο της Γενικής τη στιγμή που τα φανάρια στη λεωφόρο άλλαζαν χρώμα. Μίλησε αρκετή ώρα με τον άνθρωπο που τον περίμενε στο ισόγειο του κτηρίου και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τα κρατητήρια. Ο φρουρός τού άνοιξε μία λευκή πόρτα, παραμέρισε και ο Αστυνόμος δρασκέλισε το κατώφλι του κελιού. Είδε το αναίσθητο σώμα μιας γυναίκας χυμένο σαν ροζ πλαστελίνη στο πάτωμα. Τα παλληκάρια είχαν προσπαθήσει να τη σκοτώσουν.

    Η Νίκη γεννήθηκε χωρίς τα άνω άκρα. Το μωρό εγκαταλείφθηκε έξω από την Αγία Τριάδα και το μεγάλωσαν μοναχές. Γρήγορα τις εγκατέλειψε με τη σειρά της, επιβιώνοντας με δουλειές του ποδαριού και έχοντας πάντα ανάγκη από ένα χέρι βοηθείας για να ντυθεί και να ξεντυθεί. Οι διάφοροι περαστικοί από τη ζωή της είχαν εξίσου το ρόλο του ράφτη που σου ταιριάζει το σακάκι πάνω σου όσο και του εραστή. Ήξερε ότι τα άκρα των άλλων συμπλήρωναν μαγικά τα δικά της, κάτι που από νωρίς της χάρισε μία «πρωτόπλαστη» σεξουαλικότητα.

    Με στιλπνό σαν μάρμαρο κορμί και αμύθητης περιουσίας χρώμα ματιών, γρήγορα η «Κουλή» απέκτησε πολλούς μνηστήρες, εμπειρίες και έμαθε να κάνει περίτεχνα κόλπα με τα σβέλτα πόδια της.

    Η Ζωή γνώρισε τη Νίκη στην παραλία του Αλίμου, μία καθημερινή που είχε πάει να πάρει λίγο ήλιο. Η Νίκη γύριζε από παραλία σε παραλία και πρόσφερε ποδομασάζ στους λουόμενους, συνήθως κάτι ηλιοκαμένα γεροντοπαλίκαρα, τα οποία καβάλαγε στην πλάτη με αρκετή επιτυχία. Προς το μεσημέρι σκοτείνιασε και πριν κανείς προλάβει να δει κάτι θετικό σε όλο αυτό, άρχισε να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Η Ζωή ξαπλωμένη μπρούμητα με λυμένο το μπικίνι πετάχτηκε πάνω ξυπνώντας από λήθαργο, μάζεψε όπως όπως την πετσέτα, πέταξε στη τσάντα παπούτσια και κινητό και κρατώντας τα στήθη της έτρεξε προς την καμπίνα αλλαγής. Πριν προλάβει να απλώσει το χέρι στο μάνταλο, μία αλλόκοτη θηλυκιά φιγούρα γλίστρησε μέσα μαζί της. Κοιτάχτηκαν άγρια στα μάτια και τη στιγμή που η πρώτη αστραπή σκόρπιζε ένα ηλεκτρισμένο φως στον Σαρωνικό, η Νίκη έριξε – από κάτω προς τα πάνω – μία πληθωρική ροχάλα στο απέναντι τώρα εμβρόντητο πρόσωπο. Στα ελάχιστα επόμενα δευτερόλεπτα η Ζωή ένιωσε το γόνατο της Νίκης να χώνεται βαθιά στα σωθικά της και μαζί τη βροντή να τραντάζει το κεφάλι της. Το μεγάλο, ανοικονόμητο κορμί της είχε διπλωθεί στα δύο και τις πλάτες της άγγιζε η σάρκα αυτού του παράξενου πλάσματος που άκουσε καθαρά τη φωνή του να λέει: «Γλύψε με». Ένιωσε τον πόνο στον στομάχι να γίνεται ένα με τον χαλασμό εκεί έξω και τον απόλυτο εξευτελισμό τής προσωπικότητας της να αγγίζει τις χορδές προκατακλυσμιαίων ενστίκτων.

    Ο Γιάφκας περιμένει ότι τηλεφώνημα από το νοσοκομείο θα γινόταν ενώ ακόμα θα βρίσκεται στο δρόμο για το σπίτι. Μένει στο δεύτερο και συνηθίζει να ανεβαίνει από τη σκάλα για άσκηση. Μεταξύ πρώτου και δεύτερου χτύπησε η συσκευή. Ήταν ο νοσοκόμος που είχε χαρτζιλικώσει. Τον ευχαρίστησε και άνοιξε διστακτικά την πόρτα του διαμερίσματος.

    Η Ελεονόρα βρισκόταν στην κουζίνα, είχε μαγειρέψει και το σπίτι μοσχομύριζε. Σε λίγο κάθισαν σιωπηλοί γύρω από τα αχνιστά σαν ηφαίστεια γεμιστά. Ο Γιάφκας κοιτούσε αφηρημένα το πιάτο και σκεφτόταν τι θα μπορούσε να σημαίνει το πλακάτ που η Κουλή περιέφερε άσκοπα στην πλατεία: « Αγώνας για Ψωλή».

    Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και εν συνεχεία το άφησε να αναπαυθεί στα ροδαλά χέρια της Ελεονόρας, σαν να ξυπνούσε από όνειρο, εστίασε στους καρπούς, στις φλέβες και τα δάχτυλά της και αίφνης ένιωσε το καβάλο του να φουσκώνει. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν σαν σπαθιά στον αέρα, κωδικοποιώντας είκοσι χρόνια κοινής καύλας σε μία στιγμή. Σύρθηκαν μέχρι το κρεβάτι παλεύοντας με ρούχα και χωρίς ρούχα, εκείνος κρεμάστηκε ψηλά από τα μπούτια της με το τσιγκέλι και εκείνη γρύλισε σαν το γουρούνι που το σφάζουν.