Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Βουλα, Ο Θανάσης, Η Εφη και ο μπέτα!

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 6 Μαρτίου 2025 at 11:47.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    «Δεν πρέπει…» ψιθύρισα στον εαυτό μου, αλλά το κορμί μου δεν συμφωνούσε. Οι σκέψεις για την Έφη είχαν ριζώσει βαθιά μέσα μου, καυτές, ακατάλληλες, ακατανίκητες.

    Την ήξερα από παλιά. Πάντα υπήρχε αυτή η ένταση ανάμεσά μας, ένα παιχνίδι δύναμης και επιθυμίας που ποτέ δεν παραδεχτήκαμε. Δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να τη δω ερωτικά, όχι όσο ήμουν με την ξαδέρφη της. Τώρα, όμως, δεν υπήρχαν εμπόδια. Είχα χωρίσει. Εκείνη ήταν ελεύθερη.

    Όταν τη συνάντησα στον γάμο ενός φίλου, ο χρόνος έπαψε να έχει σημασία. Στα τριάντα επτά της ήταν πιο θελκτική από ποτέ. Το σώμα της, σφιχτό, σμιλεμένο, οι κινήσεις της γεμάτες αυτοπεποίθηση. Με πλησίασε, μιλήσαμε, με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της, σαν να ήθελε να με κάνει δικό της εκείνη τη στιγμή. Μετά απομακρύνθηκε, αλλά δεν έφυγε από το μυαλό μου ούτε λεπτό.

    Λίγες μέρες αργότερα, την είδα ξανά. Τυχαία. Ή μήπως όχι;

    Δούλευε σε ένα κατάστημα καλλυντικών. Μπήκα να αγοράσω άρωμα. Δεν ήξερα ότι ήταν εκεί.

    «Μάριε, ψάχνεις κάτι για το κορίτσι σου;» Η φωνή της με χτύπησε σαν ηλεκτρισμός.

    Γύρισα και την είδα. Ντυμένη στα μαύρα, με ένα ύφος που μπορούσε να με διαλύσει ή να με αναστήσει.

    «Όχι, όχι… για μένα.»

    Με πλησίασε. Μου έδειξε αρώματα, μίλησε, χαμογέλασε. Το βλέμμα της έκρυβε υποσχέσεις. Διάλεξα εκείνο που μου πρότεινε.

    «Δεν έχω κορίτσι, Έφη.» Το είπα χωρίς να με ρωτήσει. Ήθελα να ξέρει.

    Πλήρωσα. Η στιγμή γέμισε αμηχανία. Και μετά, εμφανίστηκε εκείνη.

    Η Βούλα. Η γυναίκα που ήξερε το πιο σκοτεινό μου μυστικό.

    Η φωνή της με κάρφωσε στο πάτωμα: «Μάριε, τι ευχάριστη έκπληξη.»

    Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Ο λαιμός μου στέγνωσε. Η Βούλα δεν ήταν απλώς μια παλιά γνωστή. Ήταν η γυναίκα που κάποτε με είχε στα πόδια της. Που με είχε δαμάσει. Και το ήξερε.

    Η Έφη κοίταξε ερωτηματικά. «Γνωρίζεστε;»

    Η Βούλα έγνεψε αργά, με αυτό το χαμόγελο που έβαζε φωτιά στο κορμί μου.

    Ήθελα να φύγω. Ήθελα να μείνω.

    «Θα έρθει ο Θανάσης να με πάρει σε λίγο. Θα βγαίναμε με την Έφη για φαγητό. Μάριε, θα έρθεις κι εσύ.»Δεν ήταν πρόσκληση. Ήταν διαταγή.

    Βγήκα έξω. Περίμενα.

    Ένα μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου.

    Το παράθυρο κατέβηκε.

    «Κύριε Θανάση…»

    Το χαμόγελό του με διαπέρασε. «Παραμένεις το ίδιο ευγενικός, μικρέ…»

    Η φωνή του μου θύμισε όσα είχα προσπαθήσει να ξεχάσω. Όσα είχα λατρέψει.

    Βγήκε από το αμάξι. Με πλησίασε.

    «Στο είχα πει… Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όταν με συναντάς, θα σκύβεις το κεφάλι.»

    Το έκανα.

    «Μάλιστα, Κύριε.»

    «Σου αρέσει η Έφη;»

    Κατάλαβα πως ήξερε τα πάντα. Η Βούλα θα του είχε μιλήσει.

    «Ναι… μάλλον… δεν ξέρω…»

    Ο Θανάσης γέλασε.

    «Ταιριάζετε.»

    Δεν είπε τίποτε άλλο. Δεν χρειαζόταν.

    Το βράδυ μόλις ξεκινούσε. Και ήξερα πως τίποτα δεν θα ήταν όπως πριν.



    Το εστιατόριο ήταν σκοτεινό, με χαμηλό φωτισμό και ιαπωνική αισθητική. Οι σκιές έπεφταν πάνω στα πρόσωπά μας, δημιουργώντας ένα σκηνικό γεμάτο υπόγεια ένταση.

    Καθόμουν δίπλα στην Έφη. Την ένιωθα κοντά μου, το άρωμά της γαργαλούσε τις αισθήσεις μου. Απέναντί μου, ο Θανάσης και η Βούλα παρακολουθούσαν. Ήξερα ότι δεν ήμουν εδώ μόνο για το φαγητό.

    Ο Θανάσης μίλησε πρώτος:
    «Ταιριάζουν, Βούλα, δεν βρίσκεις;»

    Ένιωσα την Έφη να σφίγγεται δίπλα μου. Το σώμα της πάγωσε για ένα δευτερόλεπτο. Κοκκίνισε.

    «Ναι… φαντάσου τα και τα δύο γυμνά στα πόδια μας.» Η Βούλα χαμογέλασε αργά, εξετάζοντας την αντίδρασή μου.

    Ένιωσα ένα ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά τη σπονδυλική μου στήλη. Αυτό δεν ήταν ένα απλό δείπνο.

    Η Βούλα έγειρε προς τα εμπρός και μου είπε σχεδόν ψιθυριστά, σαν να μου αποκάλυπτε ένα ένοχο μυστικό:
    «Μάριε, η Έφη είναι υποτακτική μας εδώ και τρία χρόνια.»

    Τα μάτια μου γύρισαν προς εκείνη. Η Έφη είχε κατεβάσει το βλέμμα. Δεν είπε λέξη.

    Η αναπνοή μου βάρυνε. Ένα μείγμα ζήλιας, πόθου και υποταγής άρχισε να στροβιλίζεται μέσα μου.

    «Αυτό είναι… πολύ όμορφο.» Ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω.

    Η Έφη κοκκίνισε ακόμα περισσότερο.

    Ο Θανάσης χαμογέλασε. «Εσύ ξέρεις πώς είναι να μας υπηρετεί κάποιος.»

    Οι λέξεις του με κάρφωσαν. Το στομάχι μου σφίχτηκε. Ο ρόλος μου ήταν ήδη προδιαγεγραμμένος.

    «Μάλιστα, Κύριε.»

    Η Έφη έσφιξε τα πόδια της. Ήξερα ότι την είχα ερεθίσει.

    Η Βούλα έγλειψε αργά το ποτήρι της, απολαμβάνοντας το κρασί της. «Θέλουμε να ξαναείσαι.»

    Κοίταξα την Έφη. Κοίταξα τα χείλη της. Τα μάτια της που απέφευγαν τα δικά μου.

    Η λαγνεία και η πρόκληση μέσα μου ξέσπασαν.

    «Κι εγώ… αλλά θέλω να πηδήξω την Έφη πρώτα.»

    Ένιωσα το τραπέζι να ηλεκτρίζεται.

    Οι φλέβες της Έφης πετάχτηκαν. Τα χέρια της σφίχτηκαν στις γωνίες της καρέκλας.

    Η Βούλα γέλασε. Ο Θανάσης χαμογέλασε αργά, σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή.

    «Έγινες άτακτο αγόρι πάλι.»

    Ο τόνος του δεν σήκωνε αμφισβήτηση.

    «Θα πάμε σπίτι όλοι μαζί… και θα σε τιμωρήσω μπροστά στα κορίτσια. Και μετά, θα ζητήσεις συγγνώμη στην Έφη.»

    Τα χείλη μου μισάνοιξαν. Ένιωσα ένα κύμα τρόμου και προσμονής να με κατακλύζει.

    Η Βούλα πλησίασε το αυτί μου και ψιθύρισε με απόλυτη ηδονή:

    «Και μετά… η Έφη θα σε πάρει με το στραπ-ον.»

    Η ανάσα μου κόπηκε.

    Ο Θανάσης έγειρε πίσω χαμογελώντας.

    «Και τότε, θα μάθεις ξανά πού ανήκεις.»

    Ένιωσα το σκληρό ξύλο της καρέκλας να με κρατά όρθιο. Τα πόδια μου είχαν μουδιάσει.

    Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.

    «Σε ικετεύω, Κύριε…» ψιθύρισα.

    Η Βούλα γέλασε.

    Η Έφη δεν είπε τίποτα.

    Αλλά τα μάτια της, όταν με κοίταξαν ξανά, είχαν αλλάξει.

    Ήξερα πως αυτή η νύχτα θα με έκανε να λυγίσω.

    Και το ήθελα.

    Η διαδρομή προς το σπίτι τους ήταν γεμάτη σιωπή, αλλά όχι μια συνηθισμένη σιωπή. Ήταν βαριά, πυκνή, φορτισμένη. Το στομάχι μου ήταν κόμπος, τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρώς πάνω στα γόνατά μου. Η Έφη καθόταν δίπλα μου στο πίσω κάθισμα. Δεν με κοιτούσε, αλλά ήξερα πως αισθανόταν το ίδιο ένταση που ένιωθα κι εγώ.

    Ο Θανάσης οδήγησε αργά, βασανιστικά. Η Βούλα γύρισε προς τα πίσω και με κοίταξε μ’ εκείνο το βλέμμα που ήξερα πολύ καλά.

    «Έτοιμος να ζητήσεις συγγνώμη, μικρέ;»

    Κατάπια δύσκολα.

    «Μάλιστα, Κυρία.»

    Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Ήταν μεγάλο, επιβλητικό, σαν φρούριο ηδονής και τιμωρίας.

    Μπήκαμε μέσα. Ο Θανάσης ακούμπησε το σακάκι του στον καναπέ. Η Βούλα στάθηκε μπροστά μου, με τα χέρια της στη μέση.

    «Γδύσου.»

    Η φωνή της δεν είχε περιθώρια αμφισβήτησης.

    Τα δάχτυλά μου δούλεψαν μηχανικά. Το πουκάμισό μου έπεσε στο πάτωμα, μετά η ζώνη, το παντελόνι. Έμεινα με το εσώρουχο.

    Η Βούλα σήκωσε το φρύδι της.

    «Τα πάντα.»

    Έκανα όπως μου είπε.

    Η αίσθηση του γυμνού δέρματος στον ψυχρό αέρα του σαλονιού με έκανε να ριγήσω.

    Η Έφη στεκόταν λίγο πιο πίσω, με τα μάτια χαμηλωμένα. Ήταν διαφορετική. Όχι η Έφη που ήξερα τόσα χρόνια, αλλά μια γυναίκα που είχε μάθει να υπακούει.

    Η Βούλα προχώρησε αργά γύρω μου, εξετάζοντάς με. Τα χέρια της χάιδεψαν την πλάτη μου, κατέβηκαν στους γλουτούς μου.

    «Δεν έχει ξεχάσει, Θανάση.»

    Ο Θανάσης χαμογέλασε. «Όχι. Το σώμα θυμάται.»

    Ένα χτύπημα.

    Ξαφνικό.

    Το δέρμα μου πήρε φωτιά.

    Μαστίγιο.

    Το μαστίγιο της Βούλας.

    Ο πόνος ήταν οξύς, αλλά γνώριμος.

    Ένα δεύτερο χτύπημα, μετά ένα τρίτο.

    Η ανάσα μου έγινε κοφτή. Τα γόνατά μου λύγισαν ελαφρώς.

    Η Βούλα σταμάτησε και χάιδεψε την πληγή που μόλις είχε αφήσει.

    «Τώρα, μικρέ… ήρθε η ώρα να ζητήσεις συγγνώμη.»

    Γύρισε προς την Έφη.

    «Γονάτισε μπροστά της.»

    Το στομάχι μου σφίχτηκε.

    Έπεσα στα γόνατα, αργά, μπροστά στην Έφη.

    Τα μάτια της ήταν γεμάτα σύγχυση και ηδονή.

    «Συγγνώμη, Κυρία.» ψιθύρισα.

    Η Βούλα γέλασε.

    Ο Θανάσης άνοιξε ένα συρτάρι.

    Έβγαλε ένα στραπ-ον.

    Το ακούμπησε στα χέρια της Έφης.

    «Τώρα, ήρθε η ώρα να μάθεις ποιος πραγματικά είσαι.»

    Η φωνή του ήταν σίγουρη.

    Η Έφη πήρε μια βαθιά ανάσα.

    Τα μάτια της είχαν αλλάξει.

    Δεν ήταν πια η κοπέλα που ήξερα.

    Ήταν η Κυρία μου.

    Και εγώ… ήμουν απλά δικός τους.

    Ο Θανάσης έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του, το βλέμμα του σκοτεινό, γεμάτο έλεγχο. Η Βούλα στάθηκε δίπλα του, τα χείλη της ελαφρώς υγρά από το κρασί, τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου και στην Έφη.

    Η Έφη έσφιγγε το στραπ-ον στα χέρια της. Η ανάσα της γρήγορη.

    Ο Θανάσης δεν της έδωσε χρόνο να προσαρμοστεί.

    «Έφη, γδύσου.»

    Εκείνη τινάχτηκε ελαφρώς, αλλά υπάκουσε. Τα δάχτυλά της έτρεμαν καθώς ξεκούμπωνε τη μπλούζα της. Ένα ένα, τα ρούχα της έπεσαν στο πάτωμα, μέχρι που στάθηκε γυμνή μπροστά μας.

    Το κορμί της ήταν φωτισμένο από τις λάμπες του σαλονιού, κάθε καμπύλη της έτρεμε ελαφρώς από την ένταση.

    Ο Θανάσης σηκώθηκε.

    «Στα γόνατα.»

    Η Έφη δίστασε.

    Το χέρι του εκτοξεύτηκε, άρπαξε τα μαλλιά της και την τράβηξε προς τα κάτω.

    «Είπα… στα γόνατα.»

    Ένα μικρό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της καθώς γονάτιζε μπροστά του.

    Το κορμί μου τινάχτηκε από έξαψη. Ήξερα αυτό το βλέμμα του Θανάση. Ήξερα ότι η Έφη τώρα θα μάθαινε πώς ήταν να ανήκεις πραγματικά σε εκείνον.

    «Μάριε, έλα εδώ.»

    Σύρθηκα στα γόνατα προς το μέρος του, η αναπνοή μου κομμένη.

    Η Βούλα γέλασε σιγανά. «Μικρά σκυλάκια στα πόδια μας.»

    Ένιωσα το μαστίγιο να χαϊδεύει αργά την πλάτη μου.

    «Ξέρεις τι να κάνεις, μικρέ.»

    Άνοιξα το στόμα μου.

    Αλλά ο Θανάσης δεν ήταν έτοιμος να μου δώσει αυτό που ήθελα τόσο απεγνωσμένα.

    Αντί για ανταμοιβή, ήρθε το πρώτο δυνατό χτύπημα.

    Το δέρμα μου πήρε φωτιά.

    Η Βούλα γέλασε ξανά.

    Η Έφη έκλεισε τα μάτια της.

    Αλλά σύντομα, θα καταλάβαινε.

    Ο Θανάσης δεν χαριζόταν.

    Και η νύχτα μόλις ξεκινούσε

    Η Έφη με τις οδηγίες της Βούλας μπήκε μέσα μου, χωρίς λιπαντικό. Έβγαλα μια κραυγή. Είχα πολύ καιρό να με πάρει κάποιος πρωκτικά. Δεν ήμουν έτοιμος. Ποτέ δεν το ήθελα.

    Η Έφή το έκανε πολύ δυνατά και ρυθμικά, βογγούσα. Η Βούλα και ο Θανάσης γυμνοί στη πολυθρόνα. Η Κυρία ίππευε τον Κύριο και η Έφη μου έδινε να καταλαβαίνω.

    Η νύχτα συνεχίστηκε..