Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Ηχώ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 7 Δεκεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η Ηχώ στ πλάνη τη Καφέ.


    Message in the bottle 9th/“Το Κάστρο”/Μέρα 65η


    «Ο θάνατος των θεών»


    Ορφικός ύμνος προς τον Ερμή.


    Άκουσέ με, Ερμεία, άγγελε του Διός, υιέ της Μαίας,
    που έχεις παγκρατές ήτορ(καρδιά), εναγώνιε, κοίρανε των θνητών,
    εύφρωνα, ποικιλόβουλε, διάκτορε, αργειφόντα,
    πτηνοπέδιλε, φίλανδρε, δια λόγου προφήτη για τους θνητούς,
    που χαίρεσαι με γυμνάσια και δόλιες απάτες, που κατέχεις την τροφή,
    που ερμηνευείς τα πάντα, κερδέμπορε, που λύνεις της μέριμνες,
    που έχεις στα χέρια σου το αμεμφές όπλο της ειρήνης,
    Κωρυκιώτα, μάκαρ, εριούνιε, με τους ποικίλους μύθους,
    επαρωγέ των εργασιών, φίλε των θνητών στις ανάγκαις,
    που δίνεις στους ανθρώπους της γλώσσας το δεινό & σεβάσμιο όπλο.



    Ο Πόθος τα πόδια του βυθίζει στην θάλασσα της άμμου του Καφέ. Στον γαλαξία των Πτηνών, υπάρχει ένας ήλιος μικρός και νέος. Γύρω του τρεις οι πλανήτες που τον συνοδεύουν.


    Ο Λευκός, ο Καφές και ο Πράσινος. Από τους τρεις ζωή μοιάζει να έχει μοναχά, ο Πράσινος. Όμως μόνο μοιάζει. Στον Καφέ θα βρεις το τέλος του Ερμή, του είπε το η, με τις σταγόνες της βροχής.


    Ώρες έχουν περάσει και παντού και μόνο, κόκκοι καφέ άμμου. Λίγο πιο μεγάλοι από το συνηθισμένο. Άνεμος χλιαρός και όμως οι Άμμος συνεχώς να τρέχει. Ο Πόθος νιώθει κάτι περίεργο σε αυτήν, αλλά το κεφάλι του αλλού θέλει και κοιτά.


    Ψάχνει σημάδια. Ίχνη, καπνό ή οτιδήποτε θα δήλωνε τη παρουσία του Ερμή, σε αυτόν τον πλανήτη. Νιώθει πως το η τον κορόιδεψε. Το έχει ξανακάνει αυτό. Η απάντηση του, ήταν πως κάθε απάντηση σωστή ήταν και λάθος και σωστή. Η απάντηση που το η στο Πόθο δίνει, είναι αυτή που χρειάζεται ώστε να προκύψει αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.


    Κλοτσάει με δύναμη την άμμο. Στον εμπρός του κόκκοι του μεγάλου που ίπτανται. Για λίγο στέκονται. Απορία;


    Αμέσως πέφτουν. Θα συνέχιζε η απορία, αν η κουρτίνα που έπεσε, δεν αποκάλυπτε το πρόσωπο της.


    Τα χάλκινα μαλλιά της, κρύβουν το ένα της το στήθος. Στο πρόσωπο της η επιθυμία κοκκινίζει τις σκιές των μεγάλων της ματιών. Ο μανδύας μονόχειρας, η μορφιά της πίνακας του Waterhouse. Η ανάσα του Πόθου κόβεται. Τα χείλη της τρέμουν…


    Μετά στο στόμα του ανατέλλει το χαμόγελο. Στο δικό της, οι λέξεις που πυροβολούν αλύπητα


    -Πόθε, πόθε μου καλέ, πόθε μου χρυσέ, πόθε σύννεφο, ήλιε και φεγγαροσκεπασμένε, του Νάρκισσου πότε τη καρδιά θα μου χαρίσεις, δωρίσεις, δώσεις, να εγώ εδώ στη δική μου να βάλλω, στη κλίνη, στο σπίτι, κάτω από το μαξιλάρι, στο λαιμό μου φυλαχτό; Ε Πόθε μου; Πότε, πότε, πότε, πότε, τότε; Ο Πόθος στο απλόχερο το γέλιο του σκορπίζει στη θάλασσα της άμμου.


    -Γεια σου όμορφη, κελαρυστή μου Ηχώ.


    -Γεια σου κι εσένα άρχοντα, όνειρο νυκτός, εφιάλτης στης μεριάς τη μέση, πως από δω, τι σε φέρνει σιμά μου, γιατί ήρθες στον πλανήτη του Καφέ; Οι λέξεις τις νιφάδες του γελιού, σε θύελλα χαράς, τα αυτιά του ήρθαν. Να απαντήσει, δε προλαβαίνει, στα μάτια του, τα πόδια της.


    Οι κόκκοι της άμμου του καφέ, καλύπτουν το της χιονάτης δέρμα της, από τα πέλματα μέχρι τα γόνατα. Το ερωτηματικό τα μάτια του χρωματίζουν.


    -Αααα, είναι οι Καφεντζήδες, έτσι τους αποκαλώ εγώ, είναι ζωντανοί, είναι αμέτρητοι και με λατρεύουν, με ποθούν, με ταίζουν, με προσκυνούν, θεά τους το εγώ. Όταν στο μάχι μου μπαίνουν, την γλώσσα μου λύνουν, τον φόβο μου παίρνουν και τη φοβέρα ξες εγώ δεν την αντέχω και μετά, τους τραγουδώ. Με πάθος, με πόθο, με ζέση, για τον Νάρκισσο, για τους θεούς, για τα νέα, για τα σύννεφα, για τον κόσμο και αυτοί χορεύουν, ωωω χορεύουν, πόσο όμορφα χορεύουν…


    Ο Πόθος το βήμα του απότομο, την φτάνει, το χέρι του στη μέση, τα μάτια του απέναντι από τα δικά της, με τα χείλη του το στόμα της σφραγίζει. Το φιλί, μικρό, τρυφερό, ήρεμο, τελεια.


    Το κενό ανάμεσα στα του δύο ζευγάρια μάτια, μεγαλώνει. Της Ηχούς μεγάλα, του Πόθου ξαπλωμένες ημισέληνες.


    -Αχ Πόθε μου γλυκέ… και αρχίζει να τραγουδά. Η φωνή της του Απόλλωνα μετάξι. Νερό που τρέχει, που διασπάται, στο αγέρι τούμπες κάνει. Οι κόκκοι του Καφέ, στον γύρω τρέχουν.


    Τους τραγουδά, για τη γέννηση του Πόθου και του πόθου του δικού της, για τον Νάρκισσο.


    Για τον δίχως αντίκρισμα έρωτα προς αυτόν, για του το τραγικό τέλος. Η άμμος, θύελλα του πάθους, χιλιόμετρα ψηλά, τυφώνας που τέμπο λικνίζεται γλυκά. Στο κέντρο κενό και δικό του, ο Πόθος και η Ηχώ.


    Μετά το τραγούδι της αγριεμένο τώρα, σκοτεινό, θάλασσα σε πλάνη δίχως ήλιο. Μιλάει για τον Πόθο, για τη γέννηση του, για φθόνο που την καρδιά του δηλητηρίασε, για το δηλητήριο που έβαλε στα βέλη του Έρωτα, όταν αυτός λάβωσε την πανέμορφη Ψυχή, για το ταξίδι του, για τους θεούς που τέλειωσε, για τον μακρύ του Πόθο.


    Η θύελλα του καφέ, τυφώνας βαρύς, εκατό του χιλιομέτρου το ύψος, στη στρατόσφαιρα του Καφέ, φτάνει, παγώνει, υγροποιείται και πέφτει.


    Βροχή από κόκκους του Καφέ, πλάσματα του πυρήνα, του μικρού τα μανιτάρια που πέφτουν νεκρά. Βρέχει νεκρούς κόκκους. Η Ηχώ το τραγούδι της το λειώνει.


    Ο Πόθος κλαίει. Τα δάκρυα του κόκκινα, τους κόκκους αρωματίζουν. Οι κόκκοι του νεκρού στην ζωή ξανά. Η Ηχώ κλαίει, στην αγκαλιά του Πόθου πέφτει και τα σώματα τους χορεύουν.


    Οι κόκκοι του Καφέ, χαλί του ιπταμένου, στο άνεμο πετούν και στου Καφέ τη πλάνη, τον παθιασμένο έρωτα συνοδεύουν.


    Για ώρες, για μέρες, μέχρι που αποκαμωμένοι, αυτοί τελεία βάζουν και στου Μορφέα το νανούρισμα παραδίνονται σα μέλι.


    (-Για και για και γιαγια και για και για, τι είναι έρωτας γιαγιά; Μικρό παιδί.


    - Αχ πουλί μου το όμορφο συναίσθημα και αχόρταγο συνάμα. Όταν ερωτευθείς με φτερά στα πόδια, στο ψηλά πετάς… Η γιαγιά στο παρελθόν ταξίδι.


    -Αχ για και για και για, να ρωτευθώ και εγώ; Μικρό παιδί.


    -Σσς μπρε και παύση κάνε, μικρό είσαι ακόμα και το παραμύθι δρόμο έχει…)



    Ο μύθος

    Ως μουσικός, κατά μία παράδοση, συναγωνίζονταν τον Πάνα, που, είτε αυτός από καλλιτεχνική αντιζηλία είτε διότι η Ηχώ περιφρόνησε τον έρωτά του, προτιμώντας αντ' αυτού έναν σάτυρο (αν και αναφέρεται ως κόρη της Ηχούς και του Πάνα η ομηρική Ίαμβη ή η Βαυβώ των Ορφικών), ενέβαλε μανία στους ποιμένες, οι οποίοι την κατακερμάτισαν και σκόρπισαν τα λείψανά της. Όμως η Γαία συνέλεξε τα τεμάχια της Ηχούς και τα έθαβε όπου τα έβρισκε. Αυτά, όμως, παρέμειναν αναλλοίωτα, διατηρώντας τις μουσικές ικανότητες της Ηχούς, ώστε να επαναλαμβάνουν, ασθενέστερα, ό,τι ήχους ακούσουν (Μόσχου Ειδυλ. Λόγγος ΙΙΙ, 23).

    Κατ' άλλη παράδοση, η Ηχώ, σε μια περιπλάνησή της στα δάση, είδε κι ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο. Προσπάθησε να τον σαγηνέψει με την ομορφιά της, αλλά εκείνος ήταν απορροφημένος από τη δική του ομορφιά. Χρησιμοποίησε τότε τη φωνή της, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Αυτή η απόρριψη είχε ως αποτέλεσμα η νύμφη να πέσει σε βαθιά θλίψη, να κρύβεται στα δάση και η φυσική της υπόσταση να εξαφανιστεί σιγά-σιγά, έτσι ώστε να μείνει μόνο η φωνή της, που και αυτή ακόμα ακούγεται ως επανάληψη λέξεων άλλων. Έτσι, όταν οι θεοί από οίκτο τη μεταμόρφωσαν σε βράχο, διατήρησε την ιδιότητα της επανάληψης των τελευταίων συλλαβών της όποιας φωνής έφθανε σ' αυτόν.

    Κατά τον Οβίδιο, η Ηχώ είχε αναλάβει να βοηθάει τον Δία κατά τις ερωτοτροπίες του με τις Νύμφες, απασχολώντας την Ήρα με την ακατάσχετη αλλά ευχάριστη φλυαρία της. Όταν, όμως, η Ήρα αντελήφθη το στρατήγημα της Ηχούς, της αφαίρεσε τη λαλιά, αφήνοντας τόσο λίγη, που να μπορεί μόνο να επαναλαμβάνει τις τελευταίες συλλαβές των όσων ακούει

    Πηγή: Τα παιδιά της Βίκις

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ζει ο Νάρ κισσος;


    Message in the Battle 9th/“Το Κάστρο”/Μέρα 66η /«Ο θάνατος των θεών»


    Στο πλανήτη του Καφέ, η νύχτα δεν κρατά πολύ. Οι ηλια χτίδες με μαστίγια χωρίζουν το σώμα απ’ τη ψυχή. Ο Πόθος από τους κόκκους που πιστεύουν, σηκώθηκε νωρίς.


    Η Χώ, όχ ι. Στον ορίζοντα κοιτά τις σταχτοπούτες, των μικρών του εξελίξεων. Βρώμικες, λαθραίες και στο κταδικό θιγμένες.


    Ο δρόμος τον καλεί, ο πόθος του μεγάλος. Ένα χέρι δροσερό, στον ώμο τον αγγίζει. Γυρνά. Ηχώ.


    -Ποιος λογισμός σε βασανίζει μικρέ μου, του κατά τη κτήση; Τα λόγια της χασμουριούνται και τινάζονται, αέρα και θερμόριζα ζητούν, εκπνέουν και υποφέρουν. Ικετεύουνε στη μαύρη Λίμβο. Ξυπνούν αργά.


    -Θέλω τον Ερμή και τον Άρη, την Αφροδίτη κρατούν αιχμάλωτη. Γονατίζει και μία χούφτα κόκκους στη παλάμη του, trap και παίζει. Σε λήθαργο, του πειρηνικού τα μανιτάρια. Μικρό το φύσημα, των πνευμόνων του ωθεί, οι κόκκοι ζεσταίνονται και μυρίζουν την αυγή. Στην Ηχώ τη παλάμη του προσφέρει.


    Η Ηχώ με τη γλώσσα τη καινή, την παλάμη του με λαχτάρα γλύφει και τους κόκκους τους λειωμένους στο μέσα της προσφέρει. Πιστοί σε μία λατρεία νέα, το σύστημα από του μεσαίου της Νύχτας κοιμισμένο, στο γοργά κυλάει και Ηχώ μιλάει.


    -Αχχ, μικρέ μου πριν κ’ γύπα, το χρειαζόμουν κι αυτό και το πριν, για το μετά δεν ξέρω. Όταν με φίλησες, το άρωμα του Νάρκισσου είχε το νειρο μου. Είχα ακούσει, πως όποιος με σε χορέψει στου τραγικού του ρώτα τα υγρά τα μονοπάτια, τον πόθο του θα βρει για λίγο, πολύ, για όσο κρατά, αλλά μετά στη μέρα θα χαθεί. Στω και ευχαριστώ, όμορφο ήταν πολλά πολύ, πουλί είναι αυτό στον ορίζοντα ή του Μέγα Δία το ΜακρύΚανΟ σκυλί;


    Ο Πόθος ξαφνιασμένος γυρνά και κοιτά εκεί που η Ηχώ του δείχνει. Τίποτε, τα μάτια του επιστρέφει πάνω της, Ηχώ μακριά, τα πόδια νυχτά στους ώμους της και τρέχει.


    Στριμμένο του χαμού το γέλιο στην αρχή και μετά στημόνι. Το έλασμα απλώνει. Το κορμί ματώνει. Γελώντας αρχίζει και τρέχει από πίσω της.


    -Στάσ Η χώ και στάσου, γάλα δεν έβαλα στους κόκκους και τρόμαξε η κοιλιά σου.


    -Όχι κακέ μου πρίγκιπα, γω τη δύση του παρά δεν την αφήνω, ο Νάρκισσος νεκρός, εγώ για πάντα εδώ, θεό κι αλλού δεν θέλω. Άσε που και που και που, του Άρη την οργή, την τρέμω, την φοβά και την ουρά μου παίρνω από σιμά του, στο μα και κρυά.


    Για μήνες το κυνηγητό κρατούσε, αλλά η Ηχώ στο τρέ ξε και τρέξε η καλύτερη από όλους. Σαν τον ήχο γοργή και πρώτη, αλλά ο Πόθος τους πείσματος ο Άρης. Οι κόκκοι σαν τρελοί πιστοί και αυτοί στο ξω και πίσω τους. Οι λόφοι, τα βουνά, οι σταυροί, τα μνημεία τα καινά, θέση συνεχώς να αλλάζουν σε μία σφαίρα, που ακίνητη…


    …τρέμει, θέλει, αλλά φοβάται…


    Δεν θα την έφτανε ποτέ και τα λόγια που χρησιμοποίησε δεκάδες, μέχρι που…


    -Ο Νάρκισσος ζει. Και τότε η Ηχώ σταμάτησε. Λάχανα και μένος, σκου και του κουν τα απίδια, και στο τέλος…


    …οι Κόκκοι του Καφέ, γύρω της, να τον κοιτούν στραβά με τα χέρια τους στη μέση. Η Ηχώ του Λάκωνα παιδί.


    -Ζει;


    (-Ζει γιαγιά ο Νάρκισσος; Μικρή ψχ.


    -Σε κάποιες του προς τις ομοιώσεις, πέθανε και χάθηκε για πάντα. Σε κάποιες άλλες αδερφός της Ηχούς ήταν, σε κάποιες άλλες αδερφός της ο Πόθος, σε αυτήν όμως… Μαύρη χψ.)