Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Πλατεία της Ανέφελης Βροχής

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 2 Μαρτίου 2024.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Είναι γνωστή η διαστροφή των πάσης φύσεως δημιουργών και της χρήσης διαφόρων ανορθόδοξων μέσων που κάνουν προκειμένου να βρουν το θέμα τους.

    Η υπόθεση μου έμενε στον πάγο εδώ και δύο-τρεις μήνες. Μέχρι μία ανοιξιάτικη Δευτέρα που ορίστηκε το ραντεβού για το ίδιο βράδυ σε μία ταβέρνα έξω από τον Ασπρόπυργο. Χαθήκαμε δέκα φορές μέχρι να φτάσουμε και ο τύπος που μας περίμενε είχε γίνει έξω φρενών. Μπήκαμε βγήκαμε από το μαγαζί, οι τρεις μας αυτή τη φορά. Ο τύπος τράβηξε τον σύντροφό μου παράμερα και του κατάφερε έναν ηχηρό μπάτσο. Γύρισε σε εμένα και με άρπαξε από το μπράτσο για να με πετάξει με δύναμη στο καπό του αυτοκινήτου. Μπήκαμε μέσα και πάτησε γκάζι βρίζοντας.

    Βγήκαμε Εθνική και τρέχαμε σαν φαντάσματα μέσα στη νύχτα. Κάποια στιγμή ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. «Κατουριέμαι», φώναξε σχεδόν αγανακτισμένα. Τον κοίταξα αμήχανα. «Πάρτα ρε μουνί, τι περιμένεις.»

    Παρκάραμε έξω από ένα μοτέλ. Τον είχα ανακουφίσει και με το παραπάνω, τουλάχιστον τώρα φαινόταν χαλαρός. Ανεβήκαμε πάνω και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Γδύθηκα στα γρήγορα και εκείνος ξεκίνησε με το ένα χέρι να με ψαχουλεύει χοντρά. Έπιανε ψαχνό όπως ο τσέλιγκας την προβατίνα. Δεν του έκρυψα ότι μου άρεσε. Μετά με χτύπησε, ανδρικά, για ώρα, χωρίς εκπτώσεις. Δεν το βάσταξα. Με σήκωσε στα πόδια μου και πέρασε τον αντίχειρα στο στόμα μου. Ήταν σωματώδης, κοντόσωμος και με φαρδιές πλάτες. Ένας μακελάρης. Είχε βγάλει το σακάκι και το άσπρο του πουκάμισο ήταν μούσκεμα στις μασχάλες. Μανίκια σηκωμένα.

    «Σε ικετεύω», μουρμούρισα γλύφοντας.

    Πήγε στο μπάνιο να πλυθεί, σωριάστηκα στο κρεβάτι. Σε λίγο με φώναξε. Ήταν γυμνός σαν να είχε βγει από παλαίστρα. Πλησίασα και χουφτωθήκαμε. Έσκυψα στο σβέρκο του και ψιθύρισα: «Θέλω κι άλλο.»

    Μου είπε να πλυθώ. Με κάρφωσε δυνατά καθώς πλενόμουν στον νιπτήρα. Του πήρε λίγη ώρα και κατάλαβα ότι αυτό του άρεσε.

    Έπεσε στο κρεβάτι εξουθενωμένος. Πριν πέσει μου έδειξε το πάτωμα.

    Το επόμενο πρωί ξύπνησε ευδιάθετος, εγώ κατάχαμα κουλουριασμένος και καταρρακωμένος. Έκανε ότι με κλωτσάει. Το είδε ότι πονούσα και με τα δυο του μπράτσα με σήκωσε και με πέταξε στο στρώμα. Ούρλιαξα από πόνο. Πλησίασε και πασπάτεψε το κορμί μου με το χέρι του. «Είμαι δικός σου, δικός σου…» κλαψούρισα.

    «Για πρωινό έχουμε ένα καλό χέσιμο και ένα καλό χέρι ξύλο», είπε βραχνιασμένα. Αναστέναξα βαθιά, όχι εν είδει απάντησης, αλλά γιατί ήδη τα δάχτυλά του είχαν μπηχτεί μέσα μου. Με έβαλε στα τέσσερα και μπήκε σαν τον Αλή Πασά στα Γιάννενα.

    Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε πάλι να καταπίνουμε χιλιόμετρα. Ήμουν σε μαύρα χάλια, μεταξύ των άλλων το ένα μου μάτι είχε κλείσει και τα πλευρά μου με πέθαιναν. Του είπα ότι πονούσα, ότι χρειαζόμουν έναν γιατρό, κάποιου είδους περίθαλψης. Αδιαφόρησε. Σε λιγάκι άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού και έβγαλε από μέσα ένα χοντροκομμένο κομμάτι πετσί. Ζήτησε να του δείξω που πονάω ακριβώς. Αν του αναγνωρίζω κάτι, είναι ότι ήταν τέλειος οδηγός.

    Σταματήσαμε σε ένα πάρκινγκ. Σουρούπωνε. Γδύθηκα εντελώς και βγήκα έξω και στάθηκα από τη μέσα πλευρά του αυτοκινήτου. Η ώρα περνούσε. Άκουσα ένα βουητό και μία νταλίκα να σταματάει τριάντα μέτρα πιο πέρα από εμάς. Τότε ο άνθρωπός μου βγήκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε με γοργά βήματα τον νταλικέρη, που ήδη είχε και αυτός κατεβεί. Ο παλαιστής μού έκανε νόημα να πλησιάσω.

    Βλέποντάς με ο νταλικέρης σκοτείνιασε. Ήταν ένας πολύ αδύνατος και πρόωρα γερασμένος από τους δρόμους μεροκαματιάρης. Ανέβηκα πρώτα εγώ και μετά από λίγο με ακολούθησε. Αλλά αντί να ξαπλώσει στην κουκέτα μαζί μου έκατσε στο τιμόνι, έβαλε μπρος και φύγαμε.

    Οδηγούσε όλη τη νύχτα μέχρι τα χαράματα. Γύρισε και με σκούντησε απαλά να ξυπνήσω. Τον κοίταξα με έκπληξη και ντροπή. Στο φως της ημέρας έμοιαζε με κάποιον γέρο θαλασσοπόρο. Κοίταξα έξω να δω που βρισκόμασταν και ήταν ερημιά, είμασταν εκτός Εθνικής. «Βγες να κατουρήσεις», μου είπε. Συνειδητοποίησα τη γύμνια μου και την ανάγκη μου, σύρθηκα να κατέβω. Ένιωσα τις πατούσες μου ευάλωτες πάνω στην κρύα άσφαλτο. Με ακολούθησε. Στηθήκαμε και οι δύο στην άκρη του δρόμου και ξεκινήσαμε να πιτσιλάμε τα ξερόχορτα. Απέναντι στον ορίζοντα ξεκίνησε να γλυκοχαράζει. Κοιταχτήκαμε έτοιμοι να βάλουμε τα γέλια.

    «Θες να ακούσεις μία ιστορία», μου είπε.

    «Πεθαίνω» του απάντησα, παίζοντας λίγο παραπάνω το πουλί μου.

    «Ξέρεις την εκλεπτυσμένη αισθητική της Άπω Ανατολής, τις ποιητικές ονομασίες που συνηθίζουν να δίνουν σε δρόμους και πλατείες τους. Ωραία. Πάνε χρόνια τώρα – αληθινή ιστορία – όταν ο Ηγέτης μιας ασιατικής χώρας κάλεσε τον λευκό πρόεδρο της Επιτροπής των περίφημων Παγκόσμιων Βραβείων. Εκείνο το βράδυ στην Κεντρική Πλατεία της Πατρίδας συνέρρευσαν, μετρήθηκαν, στοιχήθηκαν και στήθηκαν γυμνές στα τέσσερα ένα εκατομμύριο γυναίκες. Ακριβώς ένα εκατομμύριο. Η όλη διαδικασία κράτησε μία μέρα και μία νύχτα. Όταν οι δύο πρόεδροι ανέβηκαν στη μεγάλη εξέδρα είχε ανατείλει. Το θέαμα που αντίκρυσαν ήταν αρκούντως παράξενο, ο λευκός πρόεδρος για κάμποσα δευτερόλεπτα δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε – κανείς δεν του είχε πει σε τι «κατόρθωμα» αφορούσε το βραβείο που ο ίδιος θα έδινε. Λεπτομέρειες, είχε σκεφτεί. Αλλά αυτό! Ο Ηγέτης είδε το εξαιρετικό αποτέλεσμα από κάτω και μέτρησε σωστά τον αντίχτυπο στον καλεσμένο του. Κατάλαβε ότι είχε επιβεβαιώσει τη συμμετοχή της χώρας του στο κλαμπ των ισχυρών, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε ήταν που προσκάλεσε τον καλεσμένο του να κατέβουν να περπατήσουν μόνοι τους στην πλατεία. Για ηθικούς λόγους οι δύο άνδρες δεν εισχώρησαν στην ατελείωτη παράταξη αλλά ξεκίνησαν να βηματίζουν παράλληλα στο κύμα της πρώτης σειράς. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα τακούνια από τις μπότες του Ηγέτη. Αριστερά τους και με γυρισμένες την πλάτη σε αυτούς, να μην φαίνονται πρόσωπα, ανοιγόταν ένας ωκεανός από τουρλωτά κωλαράκια. Περπατούσαν αργά και αμίλητοι. Δεν θα πρέπει να είχαν κάνει πάνω από τριακόσια μέτρα όταν βρεθήκαν εξ απροόπτου. Στα πέντε μέτρα μπροστά τους ένα κωλαράκι είχε ξεκινήσει να αφοδεύει. Πρώτος το είδε ο λευκός πρόεδρος και ασυναίσθητα κοντοστάθηκε. Δίπλα του ο Ηγέτης γύρισε να δει τι συμβαίνει. Το κωλαράκι είχε ήδη αφήσει να πέσει κάτω ένα αφράτο σκατό και ήδη έβγαζε ένα ακόμα μεγαλύτερο και πιο καλοσχηματισμένο. Όσο αυτό απαλά έπεφτε ο μεγάλος Ηγέτης σκεφτόταν ποιος ήταν αυτός που είχε πρόσβαση σε τόσο τροφή. Βέβαια οι σύμβουλοί του είχαν επισημάνει κάτι τέτοιο ως ενδεχόμενο ανάμεσα σε τόσο κόσμο, και για λόγους δημόσιας υγιεινής είχε εκδοθεί γενική διαταγή διήμερης αποχής από την κατανάλωση τροφής. Με την μπότα του σκούντησε τη νεαρή να σηκωθεί. Ευθύς αντίκρυσε την πιστή του κόρη. Κανείς τους δεν αντέδρασε, μόνο ο λευκός έσκυψε προς τον Ηγέτη και του ζήτησε να δείξει έλεος και να παραδώσει τη φτωχή αυτή ύπαρξη σε αυτόν. Τότε ο Ηγέτης σαν να ξύπνησε από όνειρο, κατάλαβε ότι όλα γύρω του καταρρέανε με φόρα, όχι μόνο θα έχανε το κύρος του στον έξω κόσμο, αλλά θα γινόταν και ο περίγελος του Έθνους του. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Κοίταξε τον πυρωμένο ουρανό σέρνοντας το δεξί του χέρι από τη ζώνη στη θήκη του πιστολιού του. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και ακολούθησαν οι πάμπολλες αντανακλάσεις του, μέχρι που έσβησαν. Αμέσως μετά άρχισε να ηχεί κάτι σαν ανοιξιάτικη βροχή.»
     
    Last edited: 2 Μαρτίου 2024