Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Τριανταφυλλιά

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 24 Δεκεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    13th To Book άλι του Τρόμου


    Όταν ήμουν μικρός, το όνειρο μου ήτ αν να γράφω ιστορίες τρόμου. Ονειρευόμουν εκείνη την ιστορία που θα τρόμαζε όποιον την διάβαζε. Άνθρωπος κακός δεν ήμουν, ούτε είμαι. Απλά σκεφτόμουν πως μία επιτυχημένη ιστορία τρόμου, σε κάνει να ξεχνάς τα πραγματικά τέρατα της πραγματικότητας…


    Σε διάφορα τετράδια, σημειωματάρια, ακόμα και μέσα σε ιστορίες, έχω αφήσει ψίχουλα που με οδηγούν σε κάποιες από τις ιδέες που είχα και που κα ποια στιγμή στο παρελθόν του μέλλοντος θα αξιοποιούσα. Μέσα στους εικονικούς κόσμους που έπλαθα στις ιστορίες μου, σε μία φαινομενικά άσχετη εικόνα με την ιστο ρία, άφηνα μία καταπακτή που θα με οδηγούσε σε μία άλλη ιστορία. Σε ένα πιο βαθύ μπουντρούμι. Επειδή μπορεί να μην το πρόσεχα στο μέλλον, άφηνα και μερικά σημάδια, για να με προειδο ποιήσουν. Όπως σπασμένες λ έξης ή και ορθο γραφηκά…


    Μία τέτοια ιστορία είναι η επόμενη. Την οποία την γράφω όπως είναι και μετά θα ανοίξω την καταπα κτή…


    Message in the BΟΟtle 12th


    Ένα χρόνο μετά την Αποκάλυψη


    Τριάντα δύο ημέρες πριν την αρχή του Δίδυμου Πολέμου


    «Το τριαντάφυλλο»


    Φύλο Πρώτο


    Αρχή (Μία ιστορία με 6 λέξεις)


    «Βιβλίο υπό διωγμό»


    Πόλεμος και Ειρήνη


    Μέση (Μία ιστορία με 1637 λέξεις)


    «Η τριανταφυλλιά»


    Την έφερε ένα μεσημέρι ο πατέρας μου. Ήταν μικρούλα και τα πόδια της χωμένα σε λίγο χώμα, μέσα σε μία πλαστική σακούλα. Κορμός εύθραυστος, παιδικός, με τίποτε δεν έδειχνε το θεριό που θα γινόταν. Με φώναξε και μου είπε να φέρω ένα κουβά, αφού το γεμίσω κατά το ένα τρίτο του με νερό. Τον γέμισα μέχρι τη μέση και πήγα στο μπροστινό κήπο, που είχε ήδη σκάψει μία τρύπα, λίγο μεγάλη, αλλά έτσι χρειαζόταν, έτσι μου είπε. Κοίταξε το κουβά, μετά το νερό και μετά εμένα. Κοίταξα και εγώ μέσα στο κουβά, με μία απορία για το πώς είχε παραπάνω νερό, από ότι του είχα βάλει. Σήκωσα τους ώμους και ο πατέρας μου, την έβγαλε από τη σακούλα. Την έβαλε μέσα στο κουβά και μου είπε, πως θα περιμένουμε λίγο, μέχρι να ρουφήξει νερό. Περίμενα, μέχρι που μία χρυσόμυγα μου είπε…


    -Τι κάνεις, δε θα προσπαθήσεις να με πιάσεις; Φυσικά δεν άφησα την ευκαιρία να χαθεί, αλλά το παιχνίδι κράτησε λίγο, γιατί με ξαναφώναξε.


    Την έπιασε από το κορμό, τον τσίμπησε λίγο, αλλά δεν την άφησε. Από το κουβά τη μετέφερε στην τρύπα. Σπρώξαμε πίσω μαζί, το δανεικό από τον κήπο σώμα, τη στερεώσαμε, πάτησε λίγο το χώμα και να την. Είχε γίνει ένας από εμάς. Ο πατέρας μου χαμογέλασε και χαμογέλασα και εγώ, δεν μου χαμογελούσε συχνά και μου είπε να την προσέχω και να την ποτίζω.


    Την προσέχαμε και την ποτίζαμε συχνά. Στην αρχή κινδύνεψε κάνα δύο φορές. Και τις δύο από γάτες. Τη μία φορά μία γάτα που κυνηγούσε μία άλλη, έπεσε πάνω της, την δάγκωσε με ένα από αγκάθια της και η γάτα απάντησε με μια νυχιά κι ένα σκίσιμο στο κορμό της. Ακόμα και σήμερα έχει την ουλή. Αυτή έγειρε. Τη στυλώσαμε ξανά και εγώ φυσικά κυνήγησα τις γάτες για κανένα δύο τετράγωνα. Βρωμοπειρατές.


    Την δεύτερη φορά έπεσε πάνω της πάλι μία γάτα, που την κυνηγούσε ο σκύλος μας και την έγειρε γεμίζοντας την λευκές τρίχες. Οι δικοί μου τα έβαλαν με το σκύλο, εγώ με τη γάτα και η Τριανταφυλλιά, μας κοιτούσε και περίμενε να τη σηκώσουμε.


    Μετά από λίγο καιρό, γραπώθηκε γερά από το πλανήτη Γη με τις ρίζες της και πλέον δεν είχε φοβέρα καμιά. Τα χρόνια πέρασαν και τόνους νερού έριξα στο χώμα της. Δεν της έδινα ιδιαίτερη σημασία και ας μεγάλωνε. Και ας με τρύπησε με τα αγκάθια της, μερικές φορές, για να μου θυμίζει να κρατάω αποστάσεις. Μέχρι που άρχισε να βγάζει άνθη. Τα λουλούδια της, ήταν αξιοπρόσεκτα, βαθυκόκκινα με όχι λεπτή σάρκα και υφή που έμοιαζε μεταξένια. Δεν τα έκοβα, πάντα ήμουν αντίθετος με το να κόβεις λουλούδια, όχι καρπούς, αυτούς τους τσάκιζα, αλλά λουλούδια; Γιατί;


    Κάθε φορά που έβγαζε ένα άνθος, το άγγιζα και χάιδευα τη σάρκα, γιατί μ’ άρεσε η αίσθηση. Η υφή στα πέταλα τους ήταν ζεστή, ανεπαίσθητα παχιά και ζωντανή. Πιο ζωντανή, από την δική μου μερικές φορές θαρρώ. Και μετά άδειαζα τα πνευμόνια μου, έσκυβα και ακουμπούσα τη μύτη μου, που δεν την λες και μικρή, στο λουλούδι φάνταζε θεόρατη υποπτεύομαι, και τραβούσα μία αργή και βαθιά ρουφηξιά από την καρδιά του άνθους και μεθούσα. Γέμιζε η ευωδιά της, τα πνευμόνια μου, από εκεί περνούσε στο αίμα μου και μέσα από τις φλέβες μου κυλούσε σε όλο μου το σώμα. Μία γρήγορη εκπνοή μακριά από το άνθος και μία δεύτερη εισπνοή, αργή και βαθιά. Και μία τρίτη και κάπου εκεί, μία ευχάριστη ζαλάδα από το ποτισμένο από τη μυρωδιά της, οξυγόνο, έκανε την πραγματικότητα να μοιάζει πιο ελαφριά, και χρωματισμένη κόκκινη, να μου χαρίζει ένα χαμόγελο, σαν αυτό του πατέρα μου. Το έκανα συχνά αυτό, γρήγορα με πήρε χαμπάρι ο σκύλος, που γλειφόταν νομίζοντας ότι το λουλούδι κρύβει λιχουδιά. Μια φορά είδα και τη μητέρα μου, που με κοιτούσε από το παράθυρο και κουνούσε το κεφάλι επικριτικά. Κι έτσι τα χρόνια περνούσαν.


    Κι αυτή θέριευε και έφτιαχνε πλοκάμια. Τρυφερά στην αρχή, αξιοσημείωτα μετά και στο τέλος κοντάρια, γεμάτα με αγκάθια μεγάλα σαν ανθρώπινα δόντια. Τώρα γύρω της είχε τέσσερα χοντρά, σα τον πάσαλο στο φτυάρι, παιδιά. Κορμοί όμως στο μισό από το δικό της. Είχε απλώσει χέρια παντού και σκαρφαλώνοντας στο μεταλλικό σκελετό που της έφτιαξε ο πατέρας μου, σκαρφάλωνε προς την ταράτσα. Παντού αγκάθια και παντού πλοκάμια. Εκείνο το απόγευμα που την κοίταξα με άλλο μάτι, μου έμοιασε και με σόκαρε που δεν το είχα δει τόσα χρόνια, σαν ένα τεράστιο χταπόδι…


    …που με το κεφάλι στο έδαφος χωμένο, έβγαζε τα δεκάδες πλοκάμια του και έπιανε, αγκάλιαζε, παγίδευε το σπίτι για να το τραβήξει μέσα στη θάλασσα από χώμα και να το καταπιεί.


    Γυρνούσα από μία εξόρμηση στη χαρά, με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς. Στη χαρά που έσταζε μέλι, είχε τη γεύση, κλεμμένο από της απάνω γειτονιάς κήπο, βερίκοκο και εμείς σαν ανθρώπινα (πιθίκια), σκαρφαλώναμε και κόβαμε τους καρπούς , βάζοντας όσα χωρούσαν στην μπλούζα. Το φως ψυχορραγούσε, με τη δύση να έχει φύγει κάπου μίση ώρα πριν, όταν έφτασα στο σπίτι. Το έξω φως δεν ήταν ανοιχτό, στο καθιστικό που φώτιζε την μπροστινή αυλή και την Τριανταφυλλιά ήταν.


    Είχε δύο φορές το μέγεθος της τζαμόπορτας του καθιστικού. Αν το κοιτούσες με τα μάτια μισόκλειστα έφερνε σε μία τεράστια παλάμη που έκλεινε μέσα της το φως. Με τρόμαξε όπως το είδα. Για δευτερόλεπτα είδα το χρόνο να περνάει με ταχύτητα από μπροστά μου και είδα την κίνηση και τη χορογραφία της, να τρέχει σε γρήγορο ρυθμό. Πλοκάμια που τέντωναν, έδεναν και έπλεκαν γύρω από το μέταλλο κινιόντουσαν με ταχύτητα που δεν την έπιανε το ανθρώπινο μάτι, αν δεν τρέξει την ταινία στο γρήγορο. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Θα καταπιεί το σπίτι. Τα κλαδιά της φύτρωναν πάνω σε μεγαλύτερα και πάνω τους, άλλα μικρότερα και αυτό προχωρούσε και προς τις δύο κατευθύνσεις της κλίμακας. Και αυτός ο θόρυβος. Ξύλο που εξαρθρωνόταν, που φούσκωνε, ξύλινες κλειδώσεις που έτριζαν και ήταν δεκάδες. Κούνησα το κεφάλι μου και μούγκρισα και έκλεισα τα μάτια. Τα ξανάνοιξα και όλα ήταν εκεί, αλλά έμοιαζαν φυσιολογικά.


    Άνοιξα την πόρτα και μπήκα προσπερνώντας, τα ακριανά της χέρια που έφταναν στην είσοδο. Κάτι κουνήθηκε στα σκοτεινά, καμιά σαύρα, κανένα ποντίκι, αλλά αρκούσε για να στρέψω το κορμό μου δεξιά και αυτή να με γραπώσει από τα αριστερά. Μου τρύπησε την μπλούζα, άγγιξε το δέρμα, αλλά δεν το διαπέρασε. Έβρισα και μπήκα μέσα. Για λίγο καιρό το ξέχασα. Μέχρι το καλοκαίρι. (Στο τέλος του)…


    …επιστρέφαμε από την καλοκαιρινή απόδραση. Η θάλασσα μας έθρεφε και το καλοκαίρι, ήταν ευκαιρία για την οικογένεια, να είναι μαζί. Ο πατέρας μου έβγαζε όστρακα και τα πουλούσε. Οπότε με το που έκλειναν τα σχολεία, πηγαίναμε όλοι, στο μέρος που βρισκόταν και απολαμβάναμε τη θάλασσα που πέρα από την τροφή, είχε χίλια ακόμα χρυσά. Κάθε καλοκαίρι βυθιζόμουν, έπλεα, μεγάλωνα και μάθαινα στη θάλασσα. Και κάθε τέλος του, γυρνούσαμε στο σπίτι με βαριά καρδιά. Εκείνη τη φορά, φτάσαμε νύχτα. Και φεγγάρι δεν είχε. Το μόνο φως, από τα νεκρά δέντρα της ΔΕΗ. Το πρώτο πράγμα που είδα, ήταν ότι είχε μεγαλώσει. Στένευε την είσοδο και μας ζόρισε στο ξεφόρτωμα του αυτοκινήτου, από τα πράγματα που χρειαζόμασταν, για να περάσουμε ένα ολόκληρο καλοκαίρι μακριά από το σπίτι. Ο πατέρας μου μουρμούρισε ότι θέλει κλάδεμα. Η Τριανταφυλλιά δεν είπε λέξη. Απλά στάθηκε ακίνητη. Μόλις τελειώσαμε το ξεφόρτωμα, βγήκα για να κλείσω την εξώπορτα, στο γυρισμό είδα τα τριαντάφυλλα. Αλλού μπουμπούκια, αλλού μικρά λουλούδια και αλλού τεράστια και μεγάλα. Χρώμα κόκκινο σε πολλαπλές στρώσεις, που μέσα στη νύχτα έμοιαζε μαύρο. Να αφήνουν με την πνοή τους ένα άρωμα που θύμιζε γλυκό του κουταλιού. Και ξαφνικά. Ένα κατάλευκο. Μπα…


    …τι είναι τούτο πάλι; Καμιά αρρώστια; Το πλησίασα, ήταν τέλειο, σαν τα ώριμα κόκκινα. Αλλά κατάλευκο, σαν το χρώμα του ασβέστη. Σαν το καμβά του ζωγράφου, πριν βάλει την πρώτη πινελιά. Υπάρχουν φυτά Αλμπίνοι; Πλησιάζω περισσότερο και σκύβω να το μυρίσω. Έκπληξη. Τίποτα. Σα να μην υπήρχε. Το νερό μυρίζει. Αυτό όχι. Δεν το αγγίζω, του γυρνάω τη πλάτη μου και πάω μέσα.


    -Μαμά, η τριανταφυλλιά έχει ένα λευκό τριαντάφυλλο. Γυρνούν και οι δύο απότομα το κεφάλι τους προς εμένα. Η αδερφή μου, είχε ήδη βουτήξει στο κρεβάτι της, οι γονείς μου όχι.


    -Τι λες;


    -Ναι έχει ένα άσπρο. Γυρνώ και τους κάνω νόημα να με ακολουθήσουν για να τους δείξω. Βγαίνω και κοιτάω πίσω μου, με ακολουθούν. Γυρνάω μπροστά και…


    -Να το εδώ είναι και δείχνω με σιγουριά προς το τριαντάφυλλο που είναι ακριβώς εκεί που το άφησα, στη θέση που το άφησα, αλλά κατακόκκινο. Το κοιτάω, αμφιβάλλω, πλησιάζω, κόκκινο.


    -Μάλλον δεν είδα καλά. Οι δικοί μου μουρμουρίζουν και γυρνάνε μέσα. Εγώ το κοιτάω και το ξανακοιτάω. Κόκκινο. Πλησιάζω το μυρίζω, βαθύ άρωμα τρυπώνει από τα ρουθούνια μου. Φεύγω και εγώ, λίγο πριν κλείσω την πόρτα, κοιτάω ξανά. Κόκκινο. Πέφτω και κοιμάμαι. Κάπου δύο ώρες αργότερα ξυπνάω. Πολύ νερό όταν γυρίσαμε και τώρα θέλει να βγει. Επιστρέφω στο δωμάτιο και θυμάμαι. Βγαίνω και πάω μπροστά. Ανοίγω προσεκτικά τη τζαμόπορτα και βγαίνω έξω.


    Λευκό. Σαν από μάρμαρο φέγγει εκεί μπροστά μου, όπως ακριβώς το είχα δει. Απλώνω το χέρι και το πιάνω από το μίσχο. Θα το κόψω και θα το δείξω το πρωί. Πριν τη σκέψη μου ολοκληρώσω, ένα κλαδί ξεμπλοκάρεται από κάποιο που το κρατούσε τεντωμένο σαν σφεντόνα και με βρίσκει με δύναμη στο μπράτσο. Το τσίμπημα είναι βαθύ και εγώ πετάγομαι με δύναμη δίπλα και μία σταγόνα από αίμα μπροστά. Και προσγειώνεται στο τριαντάφυλλο. Πάνω σε ένα πέταλο και αρχίζει να πλάθει σχήματα.


    Και τα σχήματα, εικόνες. Και οι εικόνες σκηνές. Και μία ιστορία σχηματίζεται μπροστά μου. Με εικόνα, ήχο και μυρωδιά.


    Σα να βλέπω μία ταινία, με τρεις και όταν το άγγιξα με τέσσερις αισθήσεις, μόνο που το σεντόνι του κινηματογράφου, είναι ένα λευκό πέταλο. Μόλις τελείωσε η ιστορία, έμεινα ακίνητος και κοιτούσα το κατακόκκινο τώρα πέταλο. Λευκό τριαντάφυλλο με ένα κόκκινο πέταλο, Μετά έκανα πίσω και κοίταξα, την Τριανταφυλλιά. Ένα τεράστιο χταπόδι.


    Ένα τεράστιο χταπόδι, που λέει ιστορίες. Η πρώτη ιστορία, η ιστορία που έβαψε κόκκινο το πρώτο άχρωμο φύλο εκείνο το βράδυ, ήταν…


    Τέλος (Μία ιστορία με δύο λέξεις)


    «Ποιοι είστε;»


    Σε αυτήν την ιστορία, έχω αφήσει πολλά παράθυρα. Θα ανοίξω αυτά που έχουν τις παρενθέσεις…


    Για λίγο όμως, γιατί θα το ανοίξω περισσότερο, όταν θα είμαι μόνος, για να δω τι έχει. Και μετά θα αποφασίσω…


    Να το κράξω ή να το θάψω;


    Ένα τεράστιο χταπόδι, που λέει ιστορίες. Η πρώτη ιστορία, η ιστορία που έβαψε κόκκινο το πρώτο άχρωμο φύλο εκείνο το βράδυ, ήταν…


    Παρασκευή 30 του Δεκέμβρη του 2022. Βρίσκομαι στο πατρικό μου σπίτι. Μπροστά στη Τριανταφυλλιά. Στο δάχτυλο μου, τρύπα μικρή και κόκκινη κλωστή που στάζει…


    Μαζί της και εγώ, μικρός, μικρός και στην Τριανταφυλλιά ο νάνος. Τα αγκάθια τώρα στο μέγεθος μου ή μήπως εγώ στο δικό τους;


    Στις ρίζες ακριβώς και ακριβές, λαγούμι… Μία είσοδος, μία γέφυρα. Ήχοι υγροί που σέρνουν.


    -Ποιοι είστε;» Από μέσα μου, γιατί απέξω, γέφυρα που τρέμει. Μυρμήγκια τυφλά, ψυχές ασώματες μαζί τους φέρνουν. Τα φήνω να προσπεράσουν και από πίσω ακολουθώ…


    Μία γέφυρα από τον κόσμο πάνω, στον κάτω… Ανθρωπορύχοι, που στα ζεστά σπλάχνα της γης, τρύπες ανοίγουν και τις ψυχές εκεί μέσα θάβουν…


    Μία γέφυρα που ενώνει δύο… Τρέχω να ξεφύγω και από πίσω «Αυτοί»…


    Η γέφυρα γκρεμίζει και το κενό απλώνει…


    Η σπηλιά φράζει και τα Ανθρωπόρυγχα Μυρμήγκια στη μία μεριά της όχθης παγιδεύονται…


    Αλλά όχι…


    (Καλή χρονιά!!!Θα τα ξαναπούμε στην επόμενη