Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η α μηχανική μπαλαρίνα και το Δέντρο

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 22 Οκτωβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Φοιτητικές ανοιξιάτικες νύχτες της Θεσσαλονίκης. Δεν χρωστάς πουθενά, δε σε περιμένει τίποτα την επόμενη ημέρα, δεν θυμάσαι καν ποια είναι η επόμενη ημέρα.


    Γυρνούσα σαν την άδικη κατάρα γύρω στις 3 το πρωί. Το δωμάτιο της Εστίας με έσφιγγε και βγήκα μία βόλτα έξω για να μιλήσω με την νύχτα.


    Δεν είναι ποιητική αδεία. Αυτό έκανα. Περπατούσα στους δρόμους δίχως προορισμό, έστριβα και επέλεγα δίχως σχέδιο. Απλά περπατούσα και χάζευα τα σπίτια, τα δρομάκια, τα διάφορα για μένα παράξενα σημεία. Τους έδινα ονόματα (ακόμα θυμάμαι το κόκκινο σπίτι ή το σπίτι των ανέμων κάπου στη Άνω πόλη), τους έπλαθα ιστορίες, αναρωτιόμουν τι να ονειρεύονταν όλοι αυτοί που έμεναν παγιδευμένοι μέσα και όλα αυτά τα ψιθύριζα στη νύχτα. Τόσο απαλά όσο κανείς άλλος να μην με ακούει. Δεν μου απαντούσε ποτέ αν και πάντα είχα την ελπίδα. Ήταν λοιπόν άλλη μία από αυτές τις νύχτες που μόλις είχε ξεκινήσει…


    Διέσχιζα την Εγνατία στο ύψος της Αριστοτέλους. Στην πρώτη γωνία κινούμενος προς το κέντρο, ένα λευκό αυτοκίνητο περιμένει το φανάρι. Μία φευγαλέα ματιά. Ο οδηγός φοράει γυαλιά. Τίποτε περισσότερο, δε μου τραβάει την προσοχή. Κάτι λέει, το ακούω αλλά δε το νιώθω. Χαμένος στις σκέψεις μου, κάνω μερικά μέτρα ακόμα πριν το συνειδητοποιήσω. Σταματάω κάπου στην μέση. Γυρνάω και κοιτάω. Με ποιον μιλάει τέτοια ώρα; Δεν υπήρχαν κινητά εκείνη την εποχή.


    Ένα παλιό αυτοκίνητο. Ο οδηγός φοράει μεγάλα γυαλιά και το μαλλί του είναι κοντό. Δείχνει άντρας αλλά έχει κάτι που δεν κολλάει σε αυτό. Τα χείλια του. Δεν βρίσκομαι κοντά, αλλά τα χείλια του δεν μοιάζουν αρσενικά. Με κοιτάει και αυτός. Αρκεί. Γυρνώ πάλι και συνεχίζω το δρόμο μου.


    Σε εμένα μίλησε; Με την άκρη του ματιού μου βλέπω το αυτοκίνητο που διασχίζει το ημικύκλιο κάτω ακριβώς από την Εγνατία. Θα με προλάβει στην επόμενη γωνία. Σε εμένα μίλησε; Με προλαβαίνει. Βοηθάει και το φανάρι. Πρέπει να επιλέξω. Να περάσω μπροστά από το αυτοκίνητο ή από πίσω; Δε χρειάζεται.


    -Πόσα; Σε εμένα μίλησε. Πόσα τι; Πόσα ποια; Η φωνή αν και βαριά είναι γυναικεία. Πόσα…λες; Σκύβω στο παράθυρο.


    -Δεκαπέντε. Ένα βαρύ ξεθυμασμένο άρωμα. Μυρίζει η ηλικία; Με κοιτάει, χαμογελάει…


    -Έλα μέσα. Θηλυκά σίγουρα τα χείλια. Έχει το καλούπι αντρογυναίκας. Επιλέγω να περάσω από μπροστά. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Κλείνω την πόρτα και το φανάρι ανάβει. Χαμογελάω. Η νύχτα παίζει.


    Έχεις όμορφο χαμόγελο. Τα δάχτυλα της κομψά αλλά χοντρά. Δεν μπορείς να πεις αν είναι όμορφη ή άσχημη. Βαριά ντυμένη. Κοκκινίζω και χαμογελώ ξανά. Τα χείλια μου, πώς να τα βλέπει; Αρσενικά ή θηλυκά; Επιλέγω να μην απαντήσω. Με βοηθάει η αμηχανία μου δίνοντας μου χρόνο να παρατηρήσω περισσότερα.


    Κοιτάω για λίγο απέξω. Δεν μου είναι κάτι οικείο, να βλέπω την Εγνατία από το παράθυρο ενός αυτοκίνητου. Από λεωφορείο ναι. Με τα πόδια ναι. Αλλά τώρα εδώ μοιάζει αλλιώτικη. Φωτογραφίες που τρέχουν σαν δεμένα καρέ. Μία ταινία που κυλάει. Που θα καταλήξει; Συνεχίζω να κοιτάω προς τα έξω, αλλά μυρίζω. Το αυτοκίνητο δείχνει παλιό αλλά όχι αφρόντιστο. Οι μυρωδιές του είναι ανεπαίσθητες πέρα από την δική της. Κάποιος φροντίζει να το αερίζει. Ή να κρατάει τα παράθυρα ανοιχτά. Γιατί; Χαμογελάω άλλη μία φορά. Πονηρά.


    Αφήνω το χέρι μου να κρεμαστεί απ’ έξω. Το άλλο προσπαθώ ίσως άγαρμπα να το αφήσω επιτηδευμένα ελεύθερο. Αλλάζει τις ταχύτητες και με αγγίζει φευγαλέα. Συγκρατούμαι με το ζόρι. Η πρώτη μου κίνηση όταν με αγγίζει κάποιος είναι να τιναχτώ. Τότε δεν ήξερα, τώρα ξέρω. Είναι η συνειδητοποίηση ότι είναι αληθινός.


    Ακούω. Την ανάσα της. Μπορείς να την ακούσεις. Πράγμα σπάνιο για μία γυναίκα. Συνήθως την κρύβουν. Για να περνούν απαρατήρητες. Αφήνουμε την Εγνατία και εγώ γυρνώ και την κοιτάω. Με αφήνει να την δω. Δίχως να με διακόψει. Γυναικείο στοιχείο. Η μύτη κρατά τα γυαλιά και το πρόσωπο της ταλαιπωρημένο. Με τι να ασχολείται;


    -Με τι ασχολείσαι;


    -Δεν είσαι Θεσσαλονικιός. Η φωνή μου και ο τρόπος που προφέρω τις λέξεις.


    -Δεν μου απάντησες. Πάντα από μικρός μ’ άρεσε να ζορίζω ανεπαίσθητα τους άλλους για να δω τι θα κάνουν για να πάρουν αυτό που θέλουν.


    Κόβει ταχύτητα και παρκάρει. Κανείς από τους δύο δεν απαντά. Βγαίνουμε και την ακολουθώ. Παρατηρώ το περπάτημα της. Ο άντρας της, πως βαδίζει; Είναι παντρεμένη; Μπαίνουμε στην πολυκατοικία. Είναι αθόρυβη αλλά δίχως να προσέχει. Δεν μένει εδώ; Μπαίνουμε στο ανσασέρ. Πατάει το κουμπί. Δεν προλαβαίνω να δω ποιο, γυρνάει και με κοιτάει.


    -Σήμερα μαζί σου.


    -Όχι, δεν είμαι.


    Φτάνουμε. Βγαίνει και την ακολουθώ. Να κάνω ησυχία; Ξεκλειδώνει με θόρυβο και μπαίνει. Στέκομαι, ένα διαμέρισμα που θέλει να με καταπιεί. Μου χαμογελάει, μπαίνω και κλείνω πίσω μου. Σε ποιον όροφο κατεβήκαμε;


    Ο χρόνος χορεύει μπλουζ με τις δεκαετίες. Και εγώ ένα πλάσμα βρίσκω που μου θυμίζει εκείνη την νυχτιά. Οι θύμησες γλυκά να κατεύονται και δίνουν τη συνέχεια...


    Τα έπιπλα λουλούδια μαραμένα, δίχως σκόνη, δίχως σφρίγος, διψασμένα.


    Το φως ομίχλη που πλέει σε τοίχους με αναμνήσεις άλλων.


    -Θα πιεις;


    -Το σώμα σου τι έχει;


    Χαμόγελο που κλέβει φρούτα, από το μακρινό της παρελθόν. Έφηβη. Τα μάτια της θυμούνται της νιότης την α μηχανική μπαλαρίνα.


    -Τι θέλεις; Μέρος του απόμερου, στο παρά του ακριβού δίχως αντίσταση, μου δίνεται.


    -Γδύσου. Στίγματα, τα κόμματα και οι απρόσμενες τελείες. Με τα χέρια της τα ρούχα πάνω τους αφήνει.


    Τα μάτια μου στο κορμί της ταξιδεύει. Πειρατής το χρόνου που έγραψε τους στίχους στο κορμί της.


    Η κοιλιά της ήρεμη, κάποτε φουρτούνα των παιδιών, την τάραξε γλυκά. Τα σημάδια του αρσενικού, στην δαντέλα των ακτών.


    Στα χέρια της κοσμούν τα φωτεινά, της νύχτας της Λευκής, που στη μέρα από το φόβο δεν τόλμησε να βγει.


    Στις ρυτίδες, στις γραμμές, στου πόνου και του γέλιου οι ρωγμές, τραγούδια του Αιγαίου.


    Γυμνή.


    -Άνοιξε.


    -Τι;


    -Άνθισε και στην Άνοιξης την υγρασία δώσμου.


    Ο χρόνος μπουζού κι αν. Μας βρίσκει, εμένα στο σκαμνί και αυτήν στο κρεβάτι.


    Τα πόδια της ανοιχτά. Τα χέρια της δεμένα. Τα μάτια του πράσινου κρυφά. Τα βραχνά και αμήχανα φωνήεντα, ίσα που τολμούν. Η ανάσα της βαθιά, οι ώρες βαγόνια σε τρενάκι παιδικό.


    Γύρους να κάνει, τσουφ και τσαφ τον κόσμο ολάκερο γυρεύει.


    -Μπορώ; Με ρωτάει στης άνω τελείας τον βιαστικό δασμό.


    -Όχι ακόμα. Να γράψω θέλω. Το σώμα της, καμβάς μαροκινός, του μακρινού καράβι.


    -Στυλό, δεν έχω, αλλά ούτε και μολύβι. Στα χείλια τα μικρά της, χαμογελώ γλυκά. Γλυκό το πικραμύγδαλο.


    Στην κουζίνα, στο συρτάρι του πρώτου, μα χέρια που χαρά ζουν. Στις σελίδες τις γραμμένες, τις λέξεις που πάρχουν με προσοχή δε σβήνω.


    Αθροίσματα με λεπτές του κόκκινου γραμμές, το ποίημα της σελήνης, απάνω της κρατήρας.


    -Μπορείς… Το χ το φ και τα γράμματα που όνομα δεν έχουν από το στόμα της ξεφεύγουν. Μαζί με μένα, τελειώνει το αρχαίο δίχτυ. Οι λέξεις που βογκά σι γαλιά με τις δικές μου.


    -Λευκός ο Χήνος, Κύριε. Της Κυριακής τα του δροσερού ξημέρωμα…


    Η γυναίκα κοιμάται, γυμνή, με το ποίη μα μου γραμμένο στο λευκό καμβά της.


    Ο ήλιος από το παράθυρο τρυπώνει, μάτι για να κάνει. Πάνω τις οι λέξεις μου…


    Το Δέντρο.

    Στο κέντρο ενός Δάσους είναι ένα Δέντρο. Δέντρο με φύλλα μικρά, καλότεχνα, καταπράσινες μικρές νησίδες πλουμιστών χρωματισμών. Οι νησίδες καταλήγουν στους Αγωγούς. Ικανοί να μεταφέρουν την ζωή στις πολιτείες. Οι Αγωγοί συναντιόνται στα Κλαριά. Πολυσύχναστοι δρόμοι όταν υπάρχει η Πηγή.

    Τα Κλαριά ξεκινούν από τον Κορμό. Και ο Κορμός με δυσκολία ανάμεσα σε κόκαλα νεκρών βρίσκει την επαφή του με τις Ρίζες. Οι Ρίζες είναι ένα άγνωστο στους ανθρώπους έντομο. Στο τεράστιο μέγεθος. Θυμίζει μία αράχνη δίχως σώμα σε μέγεθος αλόγου.

    Οι Ρίζες χρειάζονται τροφή. Για αυτόν ακριβώς το λόγο έχουν φτιάξει όλα τα υπόλοιπα. Τον Κορμό, τα Κλαριά, τα φύλλα. Για να γαντζώσουν την Πηγή.

    Η Πηγή καταφθάνει με τον Άνεμο. Υγρασία παγιδευμένη στα ρεύματα του. Αναγκάζεται να περάσει μέσα από τα φύλα. Με κινήσεις απαλές οι σταγόνες, μην και τυχόν ξυπνήσουν κανένα. Έτσι νομίζουν…

    Γιατί μόλις το πράσινο αγγίζουν, σφουγγάρι γίνεται και τις ρουφά. Ταξίδι ανάμεσα σε χιλιάδες βιαστές, αθώες και όμορφες παρθένες. Οι σταγόνες και οι διψασμένοι εργάτες. Κομμάτια τους όλοι κρατούν για ενθύμιο, αλλά το κεφάλι ποτέ δεν το πειράζουν. Το κεφάλι είναι για τις Ρίζες. Το γδύνουν από μάτια, αυτιά και μύτη και το καταπίνουν αμάσητο. Ώρες μετά το αφοδεύουν...

    Σε μία λιμνούλα ανάστασης. Υγρά κομμάτια που ενώνονται και γίνονται σταγόνες. Πιο ελαφρές από το χώμα ανεβαίνουν ε ψηλά. Στην επιφάνεια πιο ελαφρές από τον αέρα και ίπτανται αστήρικτες. Μέχρι να συναντήσουν τον Άνεμο. Και να τις παρασύρει ξανά μαζί του…


    Ένα φιλί στα χείλια της αφήνω. Στο ύπνο της μου λέει καληνύχτα. Την πόρτα ανοίγω, στο κόσμο χάνομαι και για χρόνια πολλά δεν την ξαναβλέπω.


    Μέχρι…

    Χρόνια του ’30 τα μετά. Στη νύχτα ξύπνιος, με το χαρτί έρωτα να κάνει με το μολύβι, το δεύτερο στο πρώτο πάνω, τις σκέψεις μου να χύνει, ο ήλιος τρύπωσε από το παράθυρο και το σοκ τις μνήμες μου τις ξύπνησε.


    Τα’ φήνω και τα δύο τον χορό να συνεχίσουν, με τα πλήκτρα την εικόνα αυτή, με σεντόνι ξεσκεπάζω και από κάτω…


    Ω τι όμορφη ιστορία.


    -Που ήσουν κρυμμένη εσύ καλή μου;


    -Ήμουν, ήσουν, στα υπόγεια του Κάστρου. Τέσσερα δώματα πιο κάτω…



    (Κάποια κόμματα είναι φανταστικά, ώστε η μπαλαρίνα να μην εκτεθεί...)