Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ιστορίες από το μπουντρούμι...

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος puppetmaster, στις 8 Ιουλίου 2009.

  1. puppetmaster

    puppetmaster Regular Member

     

    Ένιωθα ζάλη, αναγούλα
    Μισοπεθαμένος απ’ το φοβερό μαρτύριο της αναμονής, κι όταν τελικά μου έλυσαν τα δεσμά και μ’ έβαλαν να καθίσω, άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου.
    Η καταδικαστική απόφαση, η τρομερή θανατική καταδίκη ήταν τα τελευταία λόγια που έφτασαν στ’ αυτιά μου.
    Από κείνη την ώρα οι φωνές των ιεροεξεταστών έμοιαζαν μ’ ένα ακαθόριστο μουρμουρητό...μου έφερνε στο νου την αέναη περιστροφή – ίσως γιατί η φαντασία μου το παρομοίαζε με το βουητό που κάνει η ρόδα του νερόμυλου.
    Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Έπειτα από λίγα λεπτά έπαψε κι εκείνο να αντηχεί στ’ αυτιά μου, τα μάτια μου όμως έβλεπαν ακόμα, αν και το κάθε τι μου φαινόταν παραμορφωμένο, υπερβολικό!!
    Έβλεπα τα χείλια των μαυροφορεμένων κριτών μου. Μου φαίνονταν ολόασπρα, πιο άσπρα κι απ’ το χαρτί που γράφω αυτές τις λέξεις, και τόσο λεπτά και σφιγμένα που το πρόσωπο καταντούσε μια καρικατούρα, σφιγμένα μ’ αποφασιστικότητα, μ’ ακλόνητη θέληση, μ’ αυστηρή περιφρόνηση για τους σωματικούς πόνους και τα ανθρώπινα βασανιστήρια.
    Είδα την απόφαση για τη μοίρα μου να βγαίνει από αυτά τα χείλια. Τα είδα να σαλεύουν προφέροντας φοβερές λέξεις. Τα είδα να σχηματίζουν τ’ όνομα μου κι ανατρίχιασα γιατί δεν άκουσα κανένα ήχο. Είδα για λίγες έξαλλες στιγμές φρίκης να κυματίζουν ανάλαφρα οι βαριές κουρτίνες που σκέπαζαν τον τοίχο της κάμαρας. Έπειτα το βλέμμα μου έπεσε στα εφτά ψηλά κεριά που ορθώνονταν πάνω στο τραπέζι. Στην αρχή έμοιαζαν με παρήγορες μορφές, έγιναν αστραφτεροί άγγελοι που θα μ’ έσωζαν. Έπειτα όμως – ξάφνου – ένα ακράτητο κύμα αναγούλας με πλημμύρισε κι’ ένιωσα το σώμα μου να ηλεκτρίζεται, σα να είχα αγγίξει το σύρμα μιας μπαταρίας, κι’ οι άσπροι άγγελοι έγιναν αδύναμα φαντάσματα με κεφάλι από φλόγα που άδικα θα περίμενα να με βοηθήσουν.
    Σα μια πλούσια μελωδία τρύπωσε μες το νου μου η σκέψη πως ο τάφος θα ήταν μια γλυκιά ξεκούραση, τρύπωσε σιγά-σιγά κι’ αθόρυβα κι έκανε πολλή ώρα μέχρι ν’ αποκρυσταλλωθεί... Τη στιγμή όμως που το μυαλό μου άρχιζε επιτέλους να τη νιώθει και να την αντικρίζει με ηδονή, οι μορφές των δικαστών χάθηκαν μεμιάς, μαγικά θαρρείς, από μπροστά μου. Τα ψηλά καντηλέρια εξαφανίστηκαν, η φλόγα τους έσβησε, πυκνό σκοτάδι απλώθηκε, οι αισθήσεις μου χίμησαν σ’ έναν τρελό κατήφορο που’ μοιάζε με το κατρακύλισμα της ψυχής στον Άδη. Έπειτα κυριάρχησε η νύχτα κι η σιγή.
    Είχα λιποθυμήσει, μα δε μπορώ να πω πως είχα χάσει τελείως την αίσθηση του τριγύρω κόσμου. Τι μου απέμενε από τις αισθήσεις μου δεν μπορώ να το προσδιορίσω, ούτε καν να το περιγράψω, κι’ όμως δεν ήμουν τελείως αναίσθητος. Βαθύς ύπνος – όχι! Παραλήρημα – όχι! Λιποθυμιά – όχι! Θάνατος – ούτε! Ακόμα και μες τον τάφο δε σβήνουν όλα. Ειδάλλως δεν υπάρχει αθανασία για τον άνθρωπο. Όταν ξυπνάμε κι απ’ τον πιο βαθύ ύπνο, ξεσκίζουμε το ανάερο πέπλο κάποιου Ονείρου. Κι όμως, ένα λεπτό αργότερα (τόσο αιθέριο είναι το πέπλο) δε θυμόμαστε πια αυτό που ονειρευτήκαμε. Όταν, μετά τη λιποθυμιά, ξαναγυρνάμε στη ζωή περνάμε από δυο στάδια, πρώτο ξυπνάει το μυαλό, το πνεύμα. Δεύτερη η συναίσθηση του υλικού κόσμου, της ύπαρξης. Είναι πολύ πιθανό πως αν καταφέρναμε να θυμηθούμε τις εντυπώσεις του πρώτου, θα τις βρίσκαμε γεμάτες απ’ την ενθύμηση του χάους. Κι αυτό το χάος τι είναι; Πως μπορούμε να ξεχωρίσουμε το σκοτάδι του από το σκοτάδι του τάφου; Κι’ αν δεν μπορούμε πάντα να θυμηθούμε τις εντυπώσεις του πρώτου σταδίου, συχνά, δεν έρχονται απρόκλητες, μετά από καιρό στα όνειρα μας γεμίζοντας μας μ’ απορία; Εκείνος που ποτέ δε λιποθύμησε δε θα βρει παράξενα παλάτια κι ανεξήγητα γνώριμες μορφές να ξεπηδούν μέσ’ από τις φλόγες τις φωτιάς, δε θα δει ποτέ να πλανιόνται στον αέρα οι θλιμμένες οπτασίες που οι πολλοί δεν αντικρίζουν, δε θα αναρωτηθεί ποτέ του πως του είναι γνωστή η ευωδιά αυτουνού του άγνωστου λουλουδιού, ούτε θα σταματήσει ποτέ γεμάτος απορία μπροστά σε κάποια γνώριμη μελωδία που ακούει για πρώτη φορά.
    Συχνά, νόμιζα πως οι προσπάθειες μου, η πάλη μου να ξαναβρώ κάποιο σημάδι από κείνη την πρόσκαιρη νύχτα όπου είχε βυθιστεί η ψυχή μου θα στέφονταν με επιτυχία, στιγμές-στιγμές κατάφερα φευγαλέα να ξεθάψω αναμνήσεις που η λογική αργότερα με βεβαίωνε πως δε μπορούσαν να τις είχαν γεννήσει παρά μονάχα εκείνη την ώρα, οι φαινομενικά νεκρές αισθήσεις μου. Αυτές οι αμυδρές αναμνήσεις μου μιλούν αόριστα, γι’ ασκητικές μορφές που ξεσηκώνουν στα χέρια και σιωπηλά με πάνε κάτω, ολοένα πιο κάτω, στα τρίσβαθα της γης, ώσπου τελικά η σκέψη μονάχα της ατελείωτης αυτής κατάβασης μου φέρνει ακατάσχετη αναγούλα. Μου λένε για τη φρίκη που νιώθει η καρδιά μου για το αφύσικο σταμάτημα της. Έπειτα το κάθε τι μένει ακίνητο, σα να ξεπέρασαν στο δρόμο τους τα όρια του άπειρου αυτοί που με σηκώνουν (τι μακάβρια πομπή!) και να σταμάτησαν για να ξανασάνουν από τον κόπο του φριχτού έργου τους. Μετά στο μυαλό μου απλώνεται το κενό και δεσπόζει η τρέλα, η τρέλα του μνημονικού που θέλει να μπει σε μια απαγορευμένη ζώνη.
    Πολύ απότομα γυρνάει στην ψυχή μου η κίνηση και ο ήχος, ο ακανόνιστος και βιαστικός χτύπος της καρδιάς αντηχεί στ’ αυτιά μου. Έπειτα μια παύση που όλα πάλι χάνονται. Και ξανά ο ήχος και η κίνηση κι η αφή, μια ανατριχίλα που γαργαλάει ολάκερο το σώμα μου. Έπειτα μονάχα το συναίσθημα πως είμαι ζωντανός, δίχως το μυαλό μου να δουλεύει, δίχως καμιά σκέψη, μένω έτσι πολλή ώρα, και μετά ξάφνου η σκέψη, η φρίκη κι η προσπάθεια να καταλάβω που ακριβώς βρίσκομαι. Κι’ ο δυνατός πόθος να ξαναβυθιστώ στην άγνοια και στη λησμονιά. Απότομα όμως η ψυχή μου ξαναζωντανεύει και καταφέρνω με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να κινηθώ. Και μου έρχονται όλα ζωντανά στο μυαλό, η δίκη, οι δικαστές, οι βαριές κουρτίνες, η καταδίκη μου, η αναγούλα, η λιποθυμία. Έπειτα δε θυμάμαι πια τίποτα, μοναχά πολύ αργότερα με πολύ κόπο κατάφερα να φέρω αόριστα στο νου μου όσα μου συνέβηκαν έπειτα.
    Ως εκείνη την ώρα δεν είχα ανοίξει τα μάτια μου. Ένιωθα πως ήμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα με λυμένα τα δεσμά. Άπλωσα το χέρι μου κι έπεσε βαριά πάνω σε κάτι υγρό και σκληρό, το άφησα κει για λίγο προσπαθώντας να στοχαστώ που και τι ήμουνα.
    Ήθελα, μα δεν τολμούσα ν’ ανοίξω τα μάτια μου, φοβόμουνα το πρώτο βλέμμα που θα ’ριχνα ολόγυρα μου. Όχι πως με σταματούσε η ιδέα πως θα’ βλεπα κάτι ανατριχιαστικό μα έτρεμα μην τύχει και δεν μπορούσα να δω τίποτα. Τελικά με μαύρη απόγνωση στην καρδιά άνοιξα απότομα τα μάτια μου. Οι χειρότερες υπόνοιες μου βγήκαν τότε σωστές. Τα σκοτάδια της αιώνιας νύχτας με περιτύλιγαν, ανέπνευσα με δυσκολία, η πηχτή μαυρίλα μ’ έπνιγε, ο αέρας ήταν λιγοστός και μουχλιασμένος. Έμεινα ξαπλωμένος και προσπάθησα να κάνω το μυαλό μου να δουλέψει, σκέφτηκα τις μεθόδους της Ιερής Εξέτασης και δοκίμασα απ΄ αυτό να συμπεράνω τη θέση μου. Η απόφαση είχε βγει κι είχα την εντύπωση πως από τότε πέρασε πολύς χρόνος, κι όμως ούτε για μια στιγμή δεν έκανα τη σκέψη πως ίσως να ‘μουνα νεκρός. Δύσκολα την κάνει κανείς αυτή τη σκέψη όταν νιώθει το αίμα να κυλάει στις φλέβες του και ας γράφουν ότι θέλουν στα μυθιστορήματα. Που και σε τι κατάσταση βρισκόμουν όμως; Ήξερα πως οι καταδικασμένοι συνήθως καίγονταν ζωντανοί στα autos-da-fe κι ακριβώς τη νύχτα της δίκης μου, είχε γίνει μια τέτοια ομαδική εκτέλεση. Μήπως μ’ έστειλαν πίσω στο κελί μου για να περιμένω την επόμενη θυσία που θα γινόταν μετά από μήνες; Αυτή τη σκέψη την έδιωξα αμέσως, η ζήτηση για θύματα ήταν πολύ μεγάλη.
    Μια τρομερή ιδέα έκανε ξαφνικά το αίμα μου να μαζευτεί στην καρδιά μου και ξανά-έχασα για λίγη ώρα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήρθα πετάχτηκα όρθιος ενώ μια δυνατή τρεμούλα τάραζε τα μέλη μου. Άπλωσα σαν τρελός τα χέρια μου μπροστά, πίσω, πάνω απ’ το κεφάλι μου. Συνάντησα μόνο το κενό, κι όμως φοβόμουνα να κάνω ένα βήμα μην τύχει και πέσω πάνω στον τοίχο ενός τάφου. Ο ιδρώτας ξεχύθηκε πάνω στο μέτωπο μου. Η αγωνία μου έγινε στο τέλος αφόρητη και προχώρησα προσεχτικά προς τα μπρος με τα μάτια γουρλωμένα καθώς προσπαθούσα ν’ αρπάξω κάποια φωτεινή αχτίδα. Προχώρησα αρκετά βήματα, πάντα όμως γύρω μου απλώνονταν το χάος και η μαυρίλα. Ανέπνευσα μ’ ανακούφιση... Τουλάχιστο δε μου προόριζαν τον πιο φριχτό θάνατο, θαμμένος ζωντανός!
    Καθώς εξακολουθούσα να προχωρώ με χίλιες προφυλάξεις πέρασαν μπρος απ’ τα μάτια μου, σαν αστραπή, οι διάφορες φήμες που κυκλοφορούσαν για τα καταχθόνια κι’ απαίσια σχέδια των ιεροεξεταστών του Τολέδο. Δηγιόνταν παράξενα πράματα για τις φυλακές, πράματα που μέχρι τώρα τα νόμιζα παραμύθια, πράματα ανήκουστα και φριχτά, που μόλις τολμούσε κάποιος να τα ψιθυρίσει.
    Μ’ άφησαν μήπως να πεθάνω από πείνα μέσα σ’ αυτόν τον υπόγειο κόσμο του ζοφερού σκοταδιού; Ή ποια άλλη, χειρότερη ίσως μοίρα με πρόσμενε; Ότι τελικά με περίμενε ο θάνατος , κι μάλιστα ο θάνατος ο πιο φοβερός, δε χωρούσε αμφιβολία. Ήξερα αρκετά τη νοοτροπία και το χαρακτήρα που είχαν οι δήμιοι μου για να αμφιβάλω, ο τρόπος κι η ώρα που θα τον αντίκριζα ήταν αυτό που απασχολούσε τη σκέψη μου και με τρέλαινε.
    Τ’ απλωμένα χέρια μου συνάντησαν επιτέλους ένα εμπόδιο, ήταν ένας τοίχος, πέτρινος, πολύ λείος, υγρός και γλιστερός. Τον ακολούθησα βήμα το βήμα καχύποπτα γιατί θυμόμουν ορισμένες παλιές περιγραφές για τις υπόγειες φυλακές. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως δεν κατόρθωσα να καταλάβω τις διαστάσεις της φυλακής μου γιατί μπορεί να’ κανα μια φορά τη βόλτα της και να ξαναγύρισα στο σημείο απ’ όπου είχα ξεκινήσει δίχως να το νιώσω, τόσο πανόμοιος ολόγυρα ήταν ο τοίχος. Έψαξα μες στις τσέπες μου να βρω το μαχαίρι που είχα όταν μ’ έσυραν στο δικαστήριο, έλειπε όμως από κει κι’ εγώ δε φορούσα πια τα ρούχα μου αλλά μια μακριά πουκαμίσα από χοντρό ύφασμα. Είχα σκοπό να χώσω τη λεπίδα του μαχαιριού σε κάποια ρωγμή του τοίχου για να σημαδέψω το μέρος απ’ όπου θα ξεκινούσα, αυτή η δυσκολία όμως δεν ήταν τόσο φοβερή, αν και στην αρχή το σκοτισμένο μυαλό μου την βρήκε ανυπέρβλητη. Έσκισα ένα κομμάτι από τον ποδόγυρο της πουκαμίσας μου και τα’ άπλωσα κάθετα πάνω στον τοίχο... Ψηλαφώντας όλο το μάκρος του θα συναντούσα μοιραία το κουρέλι αυτό. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον... Δεν είχα λογαριάσει πόσο μεγάλη ήταν η φυλακή, ούτε τον αδυνατισμένο μου οργανισμό. Το πάτωμα ήταν υγρό και γλιστρούσε, προχώρησα σκοντάφτοντας και ξαφνικά έπεσα. Η μεγάλη μου κούραση μ’ ανάγκασε να μείνω ξαπλωμένος εκεί που είχα πέσει, κι ο ύπνος πολύ γρήγορα μου έκλεισε τα μάτια.
    Όταν ξύπνησα και τέντωσα στο πλάι το χέρι μου βρήκα κοντά μου ένα καρβέλι και ένα κανάτι νερό, ήμουνα πολύ εξαντλημένος για να κάτσω να σκεφτώ τι σήμαιναν όλα αυτά και καταβρόχθισα με λαιμαργία το λιτό φαγητό μου. Έπειτα από λίγο ξανάρχισα τη βόλτα μου μες το κελί και με πολύ κόπο κατάφερα να φτάσω τελικά στο κομμάτι του υφάσματος. Μέχρι το σημείο που γλίστρησα κι έπεσα είχα λογαριάσει πενήντα δύο βήματα, το κελί μου είχε περίμετρο πενήντα γιάρδες πάνω κάτω, είχα συναντήσει όμως κι ένα σορό γωνίες ψηλαφώντας τον τοίχο κι έτσι μου ήταν δύσκολο να μαντέψω το σχήμα του τάφου μου, γιατί δε μπορούσε να είναι τίποτα άλλο, παρά ένας τάφος.
    Δεν είχαν βέβαια καμιά ελπίδα ούτε κανένα σκοπό αυτές οι έρευνες μου, μια ακαθόριστη όμως περιέργεια μ’ έσπρωχνε να τις συνεχίσω. Εγκαταλείποντας τον τοίχο, αποφάσισα να διασχίσω τη φυλακή μου στο μάκρος της. Στην αρχή προχωρούσα με μεγάλη προφύλαξη γιατί το πάτωμα αν κι έμοιαζε να είναι στέρεο, ήταν επικίνδυνο με την υγρή του μούχλα. Έπειτα όμως πήρα θάρρος και προχώρησα αδίσταχτα προσπαθώντας να διασχίσω το κελί σ’ ευθεία γραμμή. Θα είχα προχωρήσει έτσι καμιά δεκαριά βήματα όταν τα υπολείμματα του ξεσκισμένου ρούχου μου, μπλέχτηκαν μες τα πόδια μου, τα πάτησα κι έπεσα με ορμή χάμω.
    Μες το πέσιμο μου, δεν αντιλήφθηκα αμέσως μια πολύ περίεργη λεπτομέρεια που ύστερα από λίγο, καθώς ήμουνα ξαπλωμένος, με γέμισε με απορία. Να ποια ήταν αυτή η λεπτομέρεια, το πιγούνι μου ακουμπούσε στο πάτωμα της φυλακής, τα χείλια μου όμως και το κεφάλι μου αν και δε βρίσκονταν σε πιο ψηλό επίπεδο έμεναν στο κενό. Ταυτόχρονα ένας υγρός ατμός έλουσε το μέτωπο μου και τα ρουθούνια μου γέμισαν με τις αναθυμιάσεις της σαπίλας. Άπλωσα το χέρι μου κι’ ένιωσα τις τρίχες μου να ορθώνονται με φρίκη καθώς έκανα την ανακάλυψη πως βρισκόμουν στο χείλος ενός στρογγυλού πηγαδιού που δε μπορούσα βέβαια εκείνη τη στιγμή να καθορίσω το μέγεθος του. Ψηλαφώντας το στόμιο του κατάφερα να ξεριζώσω ένα πετραδάκι και το άφησα να πέσει μέσα στην άβυσσο. Για αρκετές στιγμές τ’ άκουσα ν’ αντηχεί καθώς χτυπούσε πάνω στις πλευρές του πηγαδιού, μετά ένας ξαφνικός παφλασμός κι’ ο αντίλαλος του έφτασε στ’ αυτιά μου. Την ίδια ώρα ένας ήχος, σαν ν’ άνοιξε ξαφνικά μια βαριά πόρτα και να κλείσε πάλι ακούστηκε, και ένα θαμπό φως έλαμψε ξαφνικά μες το σκοτάδι και μετά έσβησε απότομα.
    Κατάλαβα πολύ καθαρά το θάνατο που μου προόριζαν κι ευχαρίστησα το θεό για το σωτήριο παραπάτημα που με είχε γλιτώσει. Ένα βήμα να είχα κάνει ακόμα πριν γλιστρήσω κι ο κόσμος θα με έχανε για πάντα. Πόσες φορές δεν είχα θεωρήσει το θάνατο που μόλις απέφυγα σαν ένα απ’ τα κακόβουλα και υπερβολικά παραμύθια που κυκλοφορούσαν για την Ιερά Εξέταση!! Τα θύματα της μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα στο θάνατο με φριχτά βασανιστήρια και το θάνατο με την πιο φοβερή ψυχική αγωνία...Εμένα με προόριζαν για το τελευταίο. Το ατελείωτο μαρτύριο μου είχε τόσο χαλαρώσει τα νεύρα που ακόμα κι’ ο ήχος της φωνής μου με έκανε να τρέμω, βρισκόμουν λοιπόν σε κατάσταση πολύ κατάλληλη για το βασανιστήριο που με περίμενε.
    Τρέμοντας σαν το φύλλο, γύρισα πίσω μπουσουλώντας ψηλαφιστά στον τοίχο. Προτιμούσα χίλιες φορές να πεθάνω εκεί, παρά να ριψοκινδυνεύσω στα πηγάδια που με τη φαντασία τα ‘βλεπα να φυτρώνουν σαν σπαρμένα μανιτάρια μες στο μπουντρούμι. Αν τα νεύρα μου δεν ήταν σπασμένα, ίσως να ‘βρισκα το κουράγιο να δώσω ένα τέλος στο μαρτύριο μου, πέφτοντας σ’ ένα απ’ αυτά, τώρα όμως ήμουνα λιγόψυχος και δειλός και ούτε μπορούσα να ξεχάσω τα όσα είχα διαβάσει γι’ αυτά τα πηγάδια, πως ο κεραυνοβόλος θάνατος δηλαδή, δεν ήταν ο απώτερος σκοπός τους.
    Η ταραχή με κράτησε ξύπνιο πολλές ώρες που μου φάνηκαν ατέλειωτες, ύστερα όμως με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα, βρήκα πάλι πλάι μου ένα καρβέλι και ένα κανάτι νερό. Η δίψα ξέραινε το λαιμό μου κι άδειασα το κανάτι μονορούφι, το νερό θα είχε σίγουρα ναρκωτικό γιατί δεν πρόφτασα να το πιω και τα μάτια μου ξανάκλεισαν βαριά. Έπεσα σε μια βαθιά νάρκη που ‘μοιαζε με θάνατο. Πόσο κράτησε δεν ξέρω, όταν όμως άνοιξα πάλι τα μάτια μου το κελί φωτίζονταν από ένα παράξενο, κιτρινωπό φως ανεξήγητο στην αρχή, που μ’ άφηνε να βλέπω το μέγεθος και την όψη της φυλακής μου.
    Είχα πέσει πολύ έξω, μετρώντας το μέγεθος της. Ολόκληρη η περίμετρος του τοίχου της δεν ξεπερνούσε τις εικοσιπέντε γιάρδες, αυτό μ’ έκανε να δυσανασχετήσω και να στύψω μάταια το κεφάλι μου για να εξηγήσω πως έκανα τέτοιο λάθος. Μάταια, γιατί, μα την αλήθεια, τι σημασία είχαν οι διαστάσεις του κελιού μου σ’ αυτή τη φριχτή παγίδα που βρισκόμουνα πιασμένος; Το μυαλό μου όμως καταγινόταν επίπονα μ΄ ένα σωρό μικρολεπτομέρειες, και πέρασα πολλή ώρα προσπαθώντας να βρω το λάθος που ‘κανα στα μετρήματα μου. Τελικά η αλήθεια φώτισε σαν αστραπή το μυαλό μου. Στην πρώτη μου εξερεύνηση είχα μετρήσει πενηνταδυό βήματα ως τη στιγμή που έπεσα, δε θα είχα τότε πάρα ένα, δυο βήματα ακόμα να κάνω για να φτάσω στο κουρέλι, είχα κάνει δηλαδή σχεδόν τη βόλτα του κελιού. Έπειτα κοιμήθηκα, και όταν ξύπνησα θα πήρα την αντίθετη κατεύθυνση μετρώντας ξανά τα βήματα μου βγάζοντας διπλή απ’ ότι ήταν την περιφέρεια της φυλακής. Το ταραγμένο μυαλό μου δεν είχε αρκετή ψυχραιμία για να προσέξει πως ενώ άρχισα τη βόλτα μου με τον τοίχο στ’ αριστερά μου, την τελείωσα με τον τοίχο στα δεξιά μου.
    Είχα κάνει επίσης λάθος και στο σχήμα του κελιού. Ψηλαφώντας τον τοίχο συνάντησα ένα σορό γωνίες κι έτσι νόμισα πως η κάμαρα ήταν πολύ ακανόνιστη, τόσο παραπλανητικό είναι το σκοτάδι για κάποιον που ξυπνάει από ένα βαθύ λήθαργο! Οι γωνίες δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μικρές ανωμαλίες εδώ και εκεί στον τοίχο. Το σχήμα της φυλακής ήταν τετράγωνο. Ο τοίχος δεν ήταν πέτρινος όπως νόμιζα, μ’ από μεγάλες σιδερένιες πλάκες που σχημάτιζαν βαθουλώματα στις ενώσεις τους. Ολόκληρη η επιφάνια της χαλύβδινης αυτής φυλακής ήταν γεμάτη από τα κακοφτιαγμένα σκίτσα με τ’ ανατριχιαστικά θέματα που δημιούργησε η σαρκική προκατάληψη και η δεισιδαιμονία των μοναχών. Δαίμονες μ’ απειλητικές μορφές και σκελετωμένα σώματα κι άλλες απαίσιες εικόνες σκέπαζαν και παραμόρφωναν τους τοίχους. Πρόσεξα πως οι γραμμές τους ήταν αρκετά καθαρές, ενώ τα χρώματα ήταν ξεβαμμένα και μισοσβησμένα από την υγρασία. Έστρεψα μετά το βλέμμα μου στο πάτωμα που ήταν πέτρινο. Στο κέντρο έχασκε το στρογγυλό πηγάδι που λίγο έλειψε να με καταπιεί, ήταν όμως το μοναδικό μες στη φυλακή.
    Όλα αυτά τα διέκρινα πολύ θαμπά και με μεγάλη δυσκολία γιατί δεν ήμουνα πια ελεύθερος σαν και πριν, την ώρα που κοιμόμουνα, φαίνεται με ξάπλωσαν ανάσκελα πάνω σ’ ένα χαμηλό ξυλοκρέβατο και μ’ έδεσαν γέρα μ’ ένα μακρύ χοντρό σκοινί. Ήταν περασμένο πολλές φορές γύρο απ’ τα μέλη και το κορμί μου κι άφηνε ελεύθερο μόνο το κεφάλι μου και το μισό αριστερό μου μπράτσο, για να μπορώ με πολύ κόπο να φτάνω το φαΐ που ήταν ακουμπισμένο μέσα σ’ ένα πήλινο πιάτο στο πάτωμα δίπλα μου. Με φρίκη είδα πως το κανάτι έλειπε. Λέω με φρίκη γιατί το στόμα μου ήταν ξερό από την αφόρητη δίψα. Κι αυτή τη δίψα οι τύραννοι μου είχαν σκοπό να τη δυναμώσουν ακόμα, γιατί το φαΐ που είχαν αφήσει δίπλα μου ήταν πολύ πιπεράτο και αλμυρό.
    Ανασηκώνοντας τα μάτια μου μελέτησα το ταβάνι της φυλακής μου. Θα ήταν καμία δεκαριά μέτρα πάνω απ’ το κεφάλι μου κι έμοιαζε με τους τοίχους. Σε μια από τις μετάλλινες πλάκες του ήταν ζωγραφισμένη μια πολύ παράξενη εικόνα που τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. Ήταν η εικόνα του χρόνου όπως συνήθως τον παρουσιάζουν, μόνο που αντί για δρεπάνι, κρατούσε στο χέρι του ένα πελώριο, ζωγραφιστό όπως μου φάνηκε εκκρεμές είχε ωστόσο κάτι τόσο παράξενο που εξακολουθούσα να το κοιτάζω με μεγάλη προσοχή. Καθώς το ‘βλεπα εκεί, πάνω απ’ το κεφάλι μου (γιατί ήταν ακριβώς από πάνω μου) μου φάνηκε πως κουνιόταν. Έπειτα από λίγο βεβαιώθηκα ότι τα μάτια μου δε με είχαν γελάσει. Ταλαντεύονταν, ελάχιστα βέβαια και με πολύ αργό ρυθμό. Το παρακολούθησα για λίγα λεπτά με περισσότερη απορία παρά φόβο, απαυδισμένος όμως απ’ τη μονότονη κίνηση του έστρεψα το βλέμμα μου αλλού.
    Ένας μικρός θόρυβος τράβηξε την προσοχή μου και κοιτάζοντας προς το πάτωμα είδα κάτι πελώριους αρουραίους να τρέχουν εδώ και εκεί. Έβγαιναν απ’ το πηγάδι που μόλις το ΄βλεπα με την άκρη του ματιού, στα δεξιά μου. Καθώς τους κοίταζα άρχισαν να σιμώνουν βιαστικά κοντά μου, στρατιές ολόκληρες από μεγάλα λαμπερά πειναλέα μάτια, ξετρελαμένοι από τη μυρουδιά του φαγητού. Χρειάστηκε πολύς κόπος και προσοχή για να καταφέρω να τους διώξω μακριά απ’ το πιάτο.
    Θα είχε περάσει μισή ώρα, ίσως και μια ώρα (γιατί δε μπορούσα να μετρήσω σωστά το χρόνο) όταν ξανασήκωσα το βλέμμα προς το ταβάνι. Είδα τότε κάτι που μ’ άφησε κατάπληκτο. Το εκκρεμές ταλαντεύονταν τώρα σε πολύ μεγαλύτερο εύρος. Κι όπως ήταν φυσικό, η ταχύτητα του είχε αυξηθεί πολύ. Εκείνο όμως που ιδιαίτερα μ’ ανησυχούσε ήταν πως ολοφάνερα χαμήλωνε. Είδα έπειτα – με πόση φρίκη είναι περιττό να τονίσω- πως η άκρη του σχημάτιζε ένα μισοφέγγαρο από αστραφτερό ατσάλι, που θα είχε περίπου καμιά τριανταριά πόντους μήκος, οι δυο μύτες του μισοφέγγαρου ήταν γυρισμένες προς τα κάτω κι η κάτω μεριά του ήταν ακονισμένη σαν ξυράφι. Και, σαν το ξυράφι, έμοιαζε κι αυτό βαρύ κι ασήκωτο καθώς η άκρη του ενώνονταν με τη στερεή πλάκα στο ταβάνι. Κρέμονταν από μια χοντρή σιδερένια βέργα και σφύριζε καθώς έσκιζε τον αέρα.
    Δε χωρούσε πια καμιά αμφιβολία για τη μοίρα που μου προόριζε το σατανικό ταλέντο των μοναχών. Είχαν καταλάβει πως ανακάλυψα το πηγάδι, το πηγάδι που ήταν το μόνο κατάλληλο βασανιστήριο για έναν ιερόσυλο σαν και μένα, το πηγάδι, η απομίμηση της κόλασης που θεωρείτο το αποκορύφωμα κάθε τιμωρίας. Είχα ξεφύγει απ’ το πηγάδι - τελείως τυχαία και ήξερα πως το ξάφνιασμα του ανύποπτου θύματος και η απροσδόκητη παγίδευση του έπαιζαν μεγάλο ρόλο σ’ αυτούς τους θανάτους. Μια και δεν έπεσα μες στο πηγάδι, δεν άρμοζε με το σατανικό τους σχέδιο να με ρίξουν μες την άβυσσο κι έτσι (μια και δε γίνονταν αλλιώς) με πρόσμενε ένας διαφορετικός και πιο «γλυκός» θάνατος. Πιο γλυκός!! Μισοχαμογέλασα μες στην αγωνία μου, καθώς σκεφτόμουν πόσο λίγο ταίριαζαν αυτές οι λέξεις με την πραγματικότητα!!
    Τι χρησιμεύει τώρα να διηγιέμαι για τις ατέλειωτες ώρες της φρίκης που πέρασα μετρώντας τις αργές κινήσεις του λεπιδιού! Που πόντο-πόντο, σπιθαμή-σπιθαμή, κατέβαινε, και το κατέβασμα του γίνονταν ορατό μόνο σαν το σύγκρινα ύστερα από ώρα (που ‘μοιαζε με αιώνα ολόκληρο) κατέβαινε, κατέβαινε αδυσώπητο! Μέρες ολάκερες κύλησαν, ίσως και μια βδομάδα, πριν να φτάσει τόσο κοντά από πάνω μου που να μ’ αγγίζει με τη χαλύβδινη ανάσα του. Η ξινή μυρουδιά του κοφτερού ατσαλιού γαργαλούσε τα ρουθούνια μου. Προσευχήθηκα, ικέτεψα τον ουρανό με ολόθερμες προσευχές, να κατεβεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Μ’ έπιασε ξαφνικά μανία και πάλεψα σαν τρελός ν’ ανασηκωθώ και να ριχτώ πάνω στο τρομερό γιαταγάνι. Κι έπειτα, αναπάντεχα, ηρέμησα κι έμεινα εκεί ξαπλωμένος. Χαμογελώντας στον αστραφτερό χάρο, σαν το παιδί που πρωτοβλέπει ένα σπάνιο παιχνίδι.
    Έχασα ξανά τις αισθήσεις μου, μα για λίγη ώρα μόνο, γιατί σαν τις ξαναβρήκα το εκκρεμές δε φάνηκε να κατέβηκε άλλο. Μπορεί όμως να είχε περάσει και πολύ ώρα, ήξερα καλά πως οι δαίμονες με παρακολουθούσαν κι ίσως πρόσεξαν τη λιποθυμία μου και σταμάτησαν τις ταλαντεύσεις του. Όταν συνήρθα ένιωσα αδυναμία και ζαλάδα σαν από μεγάλη πείνα. Ακόμα κι εκείνες τις τρομερές στιγμές ο οργανισμός ζητούσε τροφή. Με κόπο άπλωσα όσο πιο μακριά μπορούσα το αριστερό χέρι μου κι έπιασα ένα μικρό κομματάκι κρέας που δεν είχαν προλάβει να φανέ τα ποντίκια. Καθώς το ‘βαλα στο στόμα μου, πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό μου ένα υποσυνείδητο αίσθημα χαράς – ελπίδας. Τι γύρευα όμως εγώ με την ελπίδα και τη χαρά; Ήταν, όπως είπα, ένα υποσυνείδητο, ανεκπλήρωτο αίσθημα. Ένιωθα πως ήταν χαρά, ελπίδα, ένιωθα όμως πως είχε σβήσει την ώρα που γεννιόνταν. Άδικα πάλεψα να το κάνω να ανθίσει, να το ξαναποκτήσω. Τα βάσανα είχαν εκμηδενίσει τις πνευματικές μου ικανότητες. Ήμουν ηλίθιος, αποβλακωμένος.
    Το εκκρεμές ταλαντεύονταν κάθετα πάνω απ’ το κορμί μου. Είδα πως το γιαταγάνι θα περνούσε μες’ απ’ την καρδιά μου. Θα ξέσκιζε πρώτα λιγάκι το ύφασμα της πουκαμίσας μου, θα ‘φευγε και θα γυρνούσε ξανά και ξανά, για να το ξεσκίσει ολοένα περισσότερο. Παρόλο που τώρα η ταλάντευση του είχε πελώριο άξονα (καμιά δεκαριά μέτρα και παραπάνω ίσως) και παρόλη την ορμή και το σφύριγμα που έκανε το κατέβασμα του σχίζοντας τον αέρα, που θα ήταν αρκετή να γκρεμίσει τους χαλύβδινους τοίχους ολόγυρα μου, μολαταύτα, για κάμποση ώρα δε θα κατάφερνε τίποτα άλλο παρά να ξεσκίσει την πουκαμίσα μου. Το μυαλό μου σταμάτησε σ’ αυτή τη σκέψη, σαν να μην τολμούσε να προχωρήσει παρακάτω. Την έκανα ξανά και ξανά, σαν – με την επιμονή μου – να ήθελα να σταματήσει εκεί το γιαταγάνι. Ανάγκασα τον εαυτό μου να σκεφτεί τον ήχο που θα ’κανε το λεπίδι περνώντας πάνω απ΄ το ύφασμα, την παράξενη ανατριχίλα που φέρνει στο σώμα το θρόισμα του ρούχου. Σκέφτηκα όλες αυτές τις ασήμαντες και μάταιες λεπτομέρειες ώσπου χρειάστηκε να σφίξω τα δόντια μου για να μην ουρλιάξω.
    Πιο κοντά, ολοένα και πιο κοντά, σέρνονταν. Ένιωθα λυσσασμένη ευχαρίστηση συγκρίνοντας την ταχύτητα που είχε με την ταχύτητα της ταλάντευσης του. Δεξιά,... αριστερά,...πέρα,...απ’ τη μια άκρη στην άλλη, σκούζοντας σα μια καταραμένη ψυχή, σημαδεύοντας την καρδιά μου και προχωρώντας με το ύπουλο βήμα της τίγρης! Μια γελούσα και μια ούρλιαζα, καθώς πότε η μια και πότε η άλλη σκέψη περνούσε απ’ το μυαλό μου.
    Πιο κοντά, ολοένα και πιο κοντά! Αμείλικτο! Ασταμάτητο!! Λικνίζονταν τρις σπιθαμές πάνω απ’ το στήθος μου! Πάλεψα λυσσασμένα να ελευθερώσω το αριστερό μου χέρι, που ήταν αδέσμευτο από τον αγκώνα και κάτω. Μπορούσα να φτάσω με το χέρι μου το πιάτο δίπλα μου και το στόμα μου, μα τίποτα άλλο. Αν κατάφερνα να κόψω το σκοινί που έδενε τον αγκώνα μου, θ’ άρπαζα το εκκρεμές προσπαθώντας να το σταματήσω. Σαν να μπορούσα να σταματήσω τον κατακλυσμό!!!
    Πιο κοντά! Πιο κοντά! Αναπόφευκτα!! Ανέπνεα με δυσκολία και σφάδαζα στην κάθε του κίνηση. Ζάρωνα σπασμωδικά καθώς σφύριζε από πάνω μου. Τα μάτια μου είχαν πεταχτεί απ’ τις κόγχες τους και παρακολουθούσαν κάθε κίνηση του με την αγωνιά της πιο άκαρπης απελπισίας. Κλείνανε σπασμωδικά κάθε φορά που κατέβαινε, αν και ο θάνατος θα ήταν μια ανακούφιση, ω, τι απέραντη ανακούφιση! Κι όμως, μ’ έπιανε τρεμούλα καθώς σκεφτόμουνα πόσο λίγο ακόμα ήθελε για να βυθιστεί αυτό το κοφτερό, γυαλιστερό λεπίδι μες την καρδιά μου. Ήταν η ελπίδα, η ελπίδα που ζει και θριαμβεύει ακόμα και μες στις φυλακές της Ιερής Εξέτασης και ψιθυρίζει λόγια γλυκά στους μελλοθάνατους...
    Είδα πως με άλλες δέκα ή δώδεκα κινήσεις το λεπίδι θ’ ακουμπούσε πάνω στην πουκαμίσα μου κι αυτή η παρατήρηση με γέμισε με την ήρεμη ψυχραιμία της απελπισίας. Για πρώτη φορά έπειτα από τόσες ώρες (η και μέρες) το μυαλό μου δούλεψε εντατικά. Σκέφτηκα πως το σκοινί που μ’ έδενε ήταν μονοκόμματο. Κανένα άλλο ξεχωριστό σκοινί δε μ’ έδενε. Μια φορά να περνούσε από πάνω του το λεπίδι του μισοφέγγαρου θα το ‘κοβε και θα κατάφερνα τότε με τα’ αριστερό μου χέρι να το ξετυλίξω από πάνω μου. Πόσο τρομερά κοντά όμως θα ‘πρεπε ν’ αφήσω να με πλησιάσει το ατσάλι! Η παραμικρή κίνηση μου, τι θανατηφόρο αποτέλεσμα θα μπορούσε να έχει! Έπειτα,... ήταν δυνατόν οι βασανιστές μου να μην είχαν προβλέψει αυτή την πιθανότητα και να μην είχαν πάρει τα μέτρα τους για να την προλάβουν;
    Ήταν δυνατό το σκοινί στο στήθος μου, να περνούσε κάτω από την τροχιά του λεπιδιού; Τρέμοντας μην τύχει και δω να σβήνει κι αυτή η τελευταία αμυδρή μου ελπίδα ανασήκωσα λιγάκι το κεφάλι μου για να εξετάσω το στήθος μου. Το σκοινί τυλίγονταν πολλές φορές γύρο απ’ το κορμί και τα πόδια μου, αφήνοντας ελεύθερο μόνο το μέρος απ’ όπου θα περνούσε το λεπίδι!
    Δεν είχα προφτάσει ν’ αφήσω το κεφάλι μου να πέσει πίσω, σαν άστραψε μες το μυαλό μου μια ιδέα, που δεν ήταν άλλη παρά η τελειοποιημένη μορφή της σκέψης που είχε γεννηθεί μες στο μυαλό μου νωρίτερα, καθώς έβαζα το φαΐ στο ξερό στόμα μου, γεννώντας μέσα μου ελπίδα. Ασυναίσθητα το μυαλό μου δεν είχε πάψει να την καλλιεργεί. Και τώρα ξαναπετάγονταν, ακαθόριστη ακόμα και θάμπη, μα ολάκερη. Την έβαλα μπρος αμέσως με την υπεράνθρωπη δραστηριότητα της απελπισίας.
    Ώρες τώρα ολόγυρα απ’ το ξυλοκρέβατο μου συνωστίζονταν κυριολεκτικά τα ποντίκια. ήταν άγρια, τολμηρά, πειναλέα, με παρακολουθούσαν με τα πύρινα μάτια τους έτοιμα να χιμήξουν απάνω μου μόλις θα μ’ έβλεπαν νεκρό. «Τι βρίσκουν άραγε και τρωνε συνήθως μες στο πηγάδι;» αναρωτήθηκα και ρίγος με διαπέρασε στην ιδέα
    της ανθρώπινης σάρκας...
    Είχαν καταβροχθίσει, όσο κι αν προσπαθούσα να τα εμποδίσω, το κρέας που ήταν στο πιάτο. Το χέρι μου έκανε, μηχανικά πια, την κίνηση για να τα διώξει και στο τέλος η ασυναίσθητη μονοτονία της κίνησης τα είχε κάνει να τη συνηθίσουν και να την αψηφούν. Μες στην πείνα τους οι αρουραίοι κάρφωναν τα μυτερά τους δόντια και στα δάχτυλα μου. Με τα ψίχουλα απ’ το λιπαρό κρέας που απέμενε, έτριψα καλά το σκοινί στα μέρη που το έφτανα, έπειτα, σηκώνοντας το χέρι μου απ’ το πάτωμα έμεινα ακίνητος, συγκρατώντας και την αναπνοή μου ακόμα.
    Στην αρχή τα λαίμαργα ζώα παραξενεύτηκαν και τρομοκρατήθηκαν με την αλλαγή, με την ακινησία του χεριού που είχε πάψει να τα διώχνει. Με καχυποψία το ‘βαλαν στα πόδια, μερικά τρύπωσαν ξανά μες στο πηγάδι. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Σωστά είχα λογαριάσει την πείνα τους. Βλέποντας πως ήμουν ακίνητος, ένα δυο απ’ τα πιο θαρραλέα πήδηξαν πάνω στο ξυλοκρέβατο και μύρισαν το σκοινί. Αυτό ήταν θαρρείς το σινιάλο για τη γενική επίθεση. Άρχισαν να ξεπηδούν απ’ το πηγάδι σ΄ ατελείωτες στρατιές. Άλλα γραπώθηκαν πάνω στο ξύλο, άλλα το σκαρφάλωσαν τρέχοντας, άλλα πήδησαν μ’ ένα μεγάλο σάλτο απάνω μου. Η ομοιόμορφη κίνηση που είχε το εκκρεμές δεν τα τρόμαζε. Ξεφεύγοντας κάθε φορά απ’ το λεπίδι του ρίχτηκαν με τα μούτρα στο πασαλειμμένο σκοινί. Ολοένα περισσότερα συνωστίζονταν απάνω μου. Μου γαργαλούσαν το λαιμό, τα κρύα χείλη τους ακουμπούσαν τα δικά μου, το πλήθος τους με μισόπνιγε και μ’ εμπόδιζε να πάρω ανάσα, μια ανείπωτη σιχαμάρα φούσκωνε τα στήθια μου και πάγωνε την καρδιά μου. Κι όμως, ακόμα ένα λεπτό κι ένιωθα ότι ο αγώνας θα τελείωνε. Το σκοινί άρχιζε κιόλας να χαλαρώνει. Ήξερα πως σε πολλά μέρη θα είχε κιόλας κοπεί. Με υπεράνθρωπη αποφασιστικότητα έμεινα ακίνητος.
    Ο υπολογισμός μου βγήκε σωστός και το μαρτύριο μου δεν πήγε χαμένο. Πολύ γρήγορα ένιωσα πως ήμουν ελεύθερος. Το σκοινί κρέμονταν χιλιοκοματιασμένο στο πλάι μου. Μα και το λεπίδι βάραινε πάνω στο στήθος μου. είχε ξεσκίσει το χοντρό χασέ της πουκαμίσας μου, είχε ξεσκίσει τη λεπτή φόδρα της. Ταλαντεύτηκε πάνω μου άλλες δυο φορές κι ένας σουβλερός πόνος τράνταξε τα νεύρα μου. Η στιγμή για να ξεφύγω είχε φτάσει. Κούνησα το χέρι μου κι οι απελευθερωτές μου το ‘βαλαν βιαστικά στα πόδια. Με μια αργή, σταθερή, πλάγια κίνηση ξεγλίστρησα απ’ το αγκάλιασμα του σκοινιού, μακριά απ’ το γιαταγάνι. Για την ώρα, τουλάχιστο, είχα γλιτώσει! Είχα γλιτώσει!
    Κι η Ιερή Εξέταση με κρατούσε πάντα με τα γαμψά νύχια της! Δεν πρόφτασα να κατεβώ απ’ το φριχτό κρεβάτι μου όταν η κίνηση της μηχανής σταμάτησε κι ένα αόρατο χέρι την τράβηξε ψηλά, πίσω στο ταβάνι. Αυτό ήταν ένα μάθημα για μένα, που διαπίστωσα μ’ απελπισία. Παρακολουθούσαν λοιπόν την κάθε μου κίνηση!
    Είχα γλιτώσει, ο ανόητος! Είχα μονάχα ξεφύγει απ’ τον ένα θάνατο, για να βρω έναν άλλο, χειρότερο ακόμα! Μ’ αυτήν την σκέψη, έψαξα νευρικά με το βλέμμα μου τους σιδερένιους τοίχους που με φυλάκιζαν. Κάτι παράξενο, κάποια αλλαγή που στην αρχή δε μπορούσα να ξεχωρίσω καθαρά, έβλεπα στην κάμαρα. Έμεινα αρκετές στιγμές προσπαθώντας, τρέμοντας να καταλάβω ποια ήταν αυτή η αλλαγή. Μόλις τότε, για πρώτη φορά, ανακάλυψα από πού προέρχονταν το κίτρινο μισόφωτο που φώτιζε την κάμαρα. Έβγαινε από μια στενή χαραμάδα στη βάση του τοίχου, τριγύρω στη φυλακή. Η χαραμάδα αυτή απομόνωνε τέλεια τον τοίχο απ’ το πάτωμα. Προσπάθησα, άδικα βέβαια, να κοιτάξω κάτω απ’ αυτήν τη χαραμάδα.
    Καθώς σηκωνόμουν απ’ το πάτωμα, σαν αστραπή πέρασε απ’ το νου μου η εξήγηση για την αινιγματική αλλαγή της κάμαρας. Αν και όπως πριν, που οι γενικές γραμμές ξεχώριζαν καθαρά στις ζωγραφιές του τοίχου, με τα χρώματα τους θαμπά και μισο-σβησμένα. τώρα τα ίδια αυτά τα χρώματα αποχτούσαν έντονες και χτυπητές αποχρώσεις κι έδιναν τέτοια ζωντάνια στις διαβολικές παραστάσεις που νεύρα πολύ πιο δυνατά απ’ τα δικά μου θα ‘χαν σπάσει. Σατανικά μάτια, άγρια και μοχθηρά με παρακολουθούσαν γουρλωμένα από χίλιες μεριές και γυάλιζαν με τις πύρινες φλόγες μιας φωτιάς, που χρειάζονταν όλη μου η λογική για να πιστέψω πως ήταν ψεύτικοι.
    Ψεύτικοι! Το χνώτο του καυτερού σίδερου που καίει οτι έρχεται σ’ επαφή μαζί του, τρύπησε τα ρουθούνια μου! Μια αποπνιχτική μυρωδιά γέμισε τη φυλακή! Σε κάθε λεπτό που περνούσε, τα μάτια που παρακολουθούσαν το μαρτύριο μου έπαιρναν πιο πύρινη λάμψη! Ολοένα και πιο πλούσια... Το άλικο χρώμα έβαφε το αίμα στις τριγύρω εικόνες. Η αναπνοή μου έβγαινε λαχανιασμένη, με δυσκολία! Άνοιξα το στόμα μου, μάταια, προσπαθώντας να ρουφήξω λίγο αέρα! Δε χωρούσε αμφιβολία πια για το τι ήταν το καινούριο βασανιστήριο που είχαν βρει οι δήμιοι μου, οι ανήλεοι, αδυσώπητοι σατανάδες! Ζάρωσα όσο μπορούσα πιο μακριά απ’ το πυρωμένο σίδερο, στο κέντρο του κελιού. Καθώς αναλογιζόμουν τον πύρινο θάνατο που με περίμενε, η ιδέα του δροσερού πηγαδιού απλώθηκε στην ψυχή μου σαν βάλσαμο. Έτρεξα με λαχταρά κοντά του. Έψαξα με γουρλωμένα τα μάτια τα βάθη του. Το φέγγος απ’ τους αναμμένους τοίχους το φώτιζε ως τα κατάβαθα του. Για μια στιγμή νόμισα πως τρελάθηκα, τα μάτια μου αρνήθηκαν να πιστέψουν αυτά που αντίκριζαν. Η αλήθεια όρμισε μες στην ψυχή μου, πάλεψε με την ετοιμόρροπη λογική μου και σφηνώθηκε στη συνείδηση μου. Ας έβρισκα λόγια να περιγράψω τη φρίκη μου! Προτιμούσα κάθε άλλο μαρτύριο, κάθε άλλο θάνατο, εκτός απ’ αυτόν! Με μια γοερή φωνή έφυγα μακριά απ’ το πηγάδι και κρύβοντας το πρόσωπο μου μες στα χέρια, έκλαψα πικρά.
    Η ζεστή γίνονταν ολοένα πιο αφόρητη και σήκωσα ξανά το κεφάλι τρέμοντας σαν να μ’ έδερνε ο πυρετός. Το κελί είχε πάλι αλλάξει, και η αλλαγή τώρα ήταν στο σχήμα του. Σαν και πριν άδικα προσπαθούσα να καταλάβω η να εξηγήσω τη μεταμόρφωση του. Δεν άργησε όμως να μου φανερωθεί. Το εκδικητικό χέρι της Ιερής Εξέτασης έπαιρνε πια οριστικά μέτρα, λυσσασμένο απ’ τη διπλή μου σωτηρία... Από δω κι εμπρός δε θα έχανε πια τον καιρό του με τα βασανιστήρια. Το δωμάτιο πριν ήταν τετράγωνο. τώρα είδα πως οι δυο απ’ τις μετάλλινες γωνίες του είχαν γίνει οξείες, ενώ η άλλες δυο αμβλείες. Η διάφορα τους Ολοένα και αυξάνονταν μ’ ένα συρτό, κλαψιάρικο βογκητό. Μέσα σ’ ένα λεπτό η κάμαρα πήρε το σχήμα ρόμβου. Η αλλαγή της δε σταμάτησε όμως εδώ, κι ούτε το επιθυμούσα πια να σταματήσει! Θα ‘θελα να μπορούσα ν’ αγκαλιάσω τους πύρινους τοίχους με τα χέρια μου, για να βρω την αιώνια γαληνή. Το θάνατο, είπα, ΝΑΙ οπωσδήποτε το θάνατο, εκτός απ’ το πηγάδι! Τρελός που ήμουνα! Θα έπρεπε να έχω καταλάβει πως ο σκοπός του καυτερού σίδερου θα ήταν να μ’ αναγκάσει να πέσω στο πηγάδι. Πως θα μπορούσα να αντισταθώ στην πύρινη ανάσα του; Η, ακόμα κι αν αυτό το κατάφερνα, πως θα κατάφερνα ν’ αντισταθώ στο απειλητικό προχώρημα του; Στενός, Ολοένα πιο στενός γίνονταν ο ρόμβος, με μια ταχύτητα που δε μου άφηνε καιρό ούτε να δω την αλλαγή του. Το κέντρο του, και φυσικά το μεγαλύτερο πλάτος του βρίσκονταν ακριβώς πάνω απ’ το πηγάδι. Άρχισα να οπισθοχωρώ βήμα βήμα, μα οι τοίχοι ολοένα απειλούσαν να με συνθλίψουν και μ’ έσπρωχναν προς τα πίσω. Δεν έμενε πια για το τσουρουφλισμένο, χιλιοβασανισμένο σώμα μου παρά μια πιθαμή γης για να σταθεί. Έπαψα να γραπώνομαι κι αφέθηκα στη μοίρα μου, ενώ η ψυχική μου αγωνία ξέσπασε σ’ ένα στερνό μακρόσυρτο ουρλιαχτό απελπισίας. Ένοιωσα πως ταλαντευόμουνα στο χείλος του πηγαδιού, έκλεισα τα μάτια μου.
    Απέξω αντήχησαν ανθρώπινες φωνές και φασαρία! Σάλπιγγες ξέσπασαν σ’ ένα θριαμβευτικό σάλπισμα! Ένας δυνατός ξυστός ήχος ακούστηκε σα να ξεσπούσαν πάνω απ’ τη φυλακή χιλιάδες κεραυνοί! Οι πύρινοι τοίχοι οπισθοχώρησαν! Ένα χέρι μ’ άρπαξε!!! Καθώς έπεφτα λιπόθυμος μες στην άβυσσο!
    Ήταν το χέρι του στρατηγού Λασάλ!!
    Ο γαλλικός Στράτος είχε μπει στο Τολέδο. Η Ιερή Εξέταση βρισκόταν πια στα χέρια των εχθρών της.

    The Pit and The Pendulum
    Edgar Allan Poe


     
     
  2. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Ευχαριστώ, puppetmaster, για το απόσπασμα.

    Μερικές φορές τα γραπτά του Poe μου προκαλούν ένα περίεργο είδος δύσπνοιας, με κάνουν να θέλω να βγω κάπου έξω και να νιώσω και να αναπνεύσω κρύο και καθαρό αέρα.
     
  3. puppetmaster

    puppetmaster Regular Member

    Χαρά μου.

    Έβαλα αυτή ως πρώτη γιατί είναι ίσως το αρχέτυπο της έκφρασης
    των συναισθημάτων του δεσμώτη...

    Όποιος θέλει να συνεισφέρει, ευπρόσδεκτος.
     
  4. puppetmaster

    puppetmaster Regular Member

    Άρχισε να διηγείται:






    «Ήταν τελευταίες μέρες.
    Πλησίαζε ο καιρός που θα φεύγαμε.
    Ξέρεις πως είναι...
    Εκείνη τη μέρα δεν πήρα αυτοκίνητο. Ανέβηκα με τα πόδια απ’ το σπίτι, πιο νωρίς από τους άλλους. Πέρασα την πύλη, ευθεία στο κεντρικό κτίριο, κάτω στις σκάλες, αριστερά, στάση για καφέ στο μηχάνημα. Ξεκλείδωσα το γραφείο, τακτοποίησα τα πράγματα μου, ξεντύθηκα κι’ έβαλα φόρμα. Κάθισα πρόχειρα στην άκρη του τραπεζιού και ήπια τον καφέ με μακριές γουλιές, χαζεύοντας απ’ το παράθυρο το δασάκι στο πίσω μέρος.

    Βγήκα, κλείδωσα και πήρα τον μακρύ δρόμο για την προβλήτα.
    Λίγο μετά τη στροφή, έβγαλα απ’ την ψηλή τσέπη το σημειωματάριο μου κι’ ένα μικρό πάκο με τα πολεμικά ανακοινωθέντα για το τι είχα να δω εκείνη την μέρα. Τις φυλλομέτρησα - κοιτάζοντας τι αφορούσε η κάθε μια – κι’ ανασκάλεψα στην μνήμη μου τις παρατηρήσεις που είχα κάνει. Λογάριασα και τους ανθρώπους – τους ήξερα πλέον. Κατά διαστήματα κοίταζα κλεφτά τον δρόμο που είχα μπροστά μου.
    Το πάκο τελείωσε, κι’ εγώ περπατούσα ανάμεσα στη μακριά σειρά με τα υπόστεγα του μοντάζ. Οι σιδερόπορτες τους ήταν ανοιχτές κι’ απ’ το καθένα έβγαινε και μια διαφορετική κακοφωνία.
    Τα μάτια μου πήγαν στο πέμπτο υπόστεγο. Από την ανοιχτή πόρτα, πρόβαλλε οριζόντιο ένα μακρύ σωληνωτό κομμάτι, φαρδύτερο από άνθρωπο στη βάση του.
    Άλλαξα κατεύθυνση και πλησίασα.
    Είχα δει την προηγούμενη εβδομάδα ότι είχαν αρχίσει να δουλεύουν τον ιστό του ΚρίστμαςΤρι. Επομένως, τώρα πρέπει να κόντευαν.
    Ο επιστάτης με πλησίασε και με χαιρέτησε εγκάρδια. Είχε δουλέψει πολλά χρόνια στο Κίελο και με τα λίγα στραβά Γερμανικά που είχε μάθει, ανήκε σ’ αυτούς με τους οποίους μπορούσα να συνεννοηθώ αρκετά καλά.
    Ο ιστός ήταν ακουμπισμένος οριζόντια, πάνω σε ατσάλινους τάκους και μαδέρια. Εκείνη την ώρα, δύο εργάτες έβαζαν τα τελευταία σκαλοπάτια – αυτά που φτάνουν μέχρι τα φανάρια.
    Γύρισα και τον ρώτησα: «Είναι έτοιμος;»
    Μου απάντησε «Σε 10 λεπτά»,
    συνεχίζοντας απορημένος:
    «...αλλά...
    ...αλλά κανείς δεν τον κοιτάει εδώ...»
    .

    Τον κοιτάζω και χαμογελώ με συγκατάβαση, γνέφοντας. Του λεω ότι ήθελα να δω αν όλα είναι εντάξει, προτού ανεβάσουν τον ιστό στη θέση του. Και συμπληρώνω ότι υπάρχει κάτι ακόμα.
    Αιφνιδιάζεται. Πάει να ψελλίσει κάτι, αλλά τον σταματάω. Του εξηγώ ότι είναι με δική μου ευθύνη. Αποκλειστικά.
    Με κοιτάζει αποσβολωμένος κι’ εγώ πλησιάζω προς το σημείο που δουλεύουν οι δύο εργάτες. Βάζω το χέρι μου στην τσέπη και βγάζω μερικά κομμάτια κιμωλία. Σταματούν και με κοιτάζουν έκπληκτοι. Χαμηλώνω ακουμπώντας κάτω το γόνατο και αρχίζω να γράφω πάνω στο σίδερο. Γράφω τις λέξεις σε δύο σειρές, πλάι στα σκαλοπάτια, λογαριάζοντας ότι θα μπορούσε να τις διαβάσει όποιος θα ανέβαινε προς τα πάνω.
    Ο επιστάτης έρχεται δίπλα μου.
    Χαμογελάει.
    Ρωτάει:
    «Το όνομα σου, ε;»

    Τον κοιτάζω και κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά, γελώντας. Είχα ακούσει τις ιστορίες. Έλεγαν ότι όσοι παραλάμβαναν, έγραφαν τα ονόματα τους πάνω στις λαμαρίνες, συνήθως σε κάποιο σημείο που παραμένουν αόρατα.

    Με ρωτάει δεύτερη φορά:
    «Τι γράφει;»

    Του λεω:
    «Είναι πολλά»

    Αδημονώντας, με ξαναρωτάει:
    «Για τι είναι;
    Τι γράφει;»


    Του εξηγώ. Του εξηγώ ότι είναι απάντηση.

    Μένει για ένα λεπτό, ανέκφραστος και σιωπηλός, και το κοιτάζει.
    Μετά γυρίζει προς αυτόν που κρατούσε την τσιμπίδα της ηλεκτροκόλλησης και του λεει στη γλώσσα του:
    «Φτιάξ’ το»
    Ο εργάτης τον κοιτάζει με απορία. Του ξαναλέει με έντονο ύφος:
    «Κάν’ το!»
    Εκείνος κατεβάζει την μάσκα και αρχίζει να περνάει το ηλεκτρόδιο πάνω στο χνάρι της κιμωλίας. Τα γράμματα, ένα-ένα, πρώτα κοκκινίζουν και μετά ξεθωριάζουν και μαυρίζουν. Κάθε γράμμα που τελειώνει, σηκώνει την μάσκα και το χτυπάει με το ματσακόνι, σπάζοντας το μαύρο τσόφλι που το καλύπτει.
    Όσο διαρκεί αυτό, παρατηρώ ότι όσοι είναι μέσα στο υπόστεγο αρχίζουν να πλησιάζουν προς το σημείο που βρισκόμαστε. Πρώτα οι εργοδηγοί και μετά οι εργάτες. Σιγά-σιγά, σχηματίζουν μπουλούκι γύρω μας.
    Ακούω μερικούς να ρωτάνε τον επιστάτη στη γλώσσα τους, τι είναι αυτό.
    Τι είναι και τι σημαίνει. Τον θυμάμαι να τους εξηγεί με τα δικά του λόγια.
    Και τους θυμάμαι με τα μουτζουρωμένα τους πρόσωπα, να κουνούν καταφατικά το κεφάλι. Και να λένε, κάποιοι: «Ναι. Έτσι είναι».

    Τους χαιρέτησα και προχώρησα προς την πόρτα.
    Βγήκα έξω και πήρα τον δρόμο προς τον ντόκο.
    Αυτή ήταν η τελευταία μου βδομάδα...»












    Σ.Σ.: Πάνω στον ιστό είναι γραμμένο
    «ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΒΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ.
    ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ»
     
  5. Lady_No

    Lady_No Regular Member

    Απάντηση: Ιστορίες από το μπουντρούμι...

    Πολύ...κλειστοφοβικό...