Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Καύλωσέ με! (αν μπορείς…)

Συζήτηση στο φόρουμ 'Ερωτικές φωτογραφίες & videos' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 19 Ιανουαρίου 2015.

  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  2. ssmaster

    ssmaster Regular Member

    Να χαμε ενα τετοιο θα μασταν αρχηγοι
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    But What if I travel so far away in my dreams that I can’t get back in time to wake up?

     
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν'αστράψεις

    Έρχεται η νύχτα και η έκστασή σου γυμνή θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
    Να σε προκαλούν τα στήθια μου
    θέλω τη λύσσα σου
    θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
    τα μάγουλά σου να ρουφιώνται να χλωμιάζουν
    θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
    ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις
    πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
    οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
    Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου θέλω τη λύσσα σου
    θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
    τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλομιάζουν
    θέλω τα ανατριχιάσματά σου
    θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
    πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
    οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
    Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά μου
    οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
    αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
    γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.
    Κάλεσέ με να περάσω μες στο στόμα σου τη νύχτα
    διηγήσου μου των ποταμών τα νιάτα
    πίεσε τη γλώσσα σου πάνω στο γυάλινό σου μάτι
    δος μου τροφό την κνήμη σου.
    Ύστερα ας κοιμηθούμε του αδελφού μου αδέλφι
    μια και πεθαίνουν τα φιλιά μας
    πιο γρήγορα παρά η νύχτα
    Δεν υπάρχουν λέξεις
    τρίχες μόνο
    μέσα στον δίχως πρασινάδα κόσμο
    όπου τα στήθια μου είναι βασιλιάδες
    δεν υπάρχουν ανδραγαθίες
    το πετσί μου μόνο και τα μερμήγκια
    που ανάμεσα στις πληθω-
    ρικές μου κνήμες γαυριάζουν
    της σιωπής φορούν τις μάσκες και δουλεύουν
    Έρχεται η νύχτα και η έκστασή σου
    το σώμα μου βαθύ, αυτό το δίχως
    νόηση χταπόδι
    χάφτει το πέος σου που σειέται
    πάνω στη γέννησή του

    Έρχονται τα πρωτοβρόχια.
    Άσε με να σ’ αγαπώ
    αγαπώ τη γεύση απ’ το παχύ σου αίμα
    μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
    η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
    αγαπώ τον ιδρώτα σου
    μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
    περίρυτες από χαρά
    άσε με να σ’ αγαπώ
    άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
    άσε με να τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
    και τη γούβα τους να γεμίσω σάλιο
    άσε με να σε τυφλώσω.
    Των χεριών σου οι τυφλές μηχανουργίες
    μέσα στους κόλπους μου τους ανατριχιασμένους
    της παραλυμένης γλώσσας σου οι αργές κινήσεις
    μέσα στα παθητικά αυτιά μου
    η ομορφιά μου όλη μέσα στα δίχως
    κόρες μάτια σου πνιγμένη
    μέσα στην κοιλιά σου ο θάνατος
    που το μυαλό μου τρώει
    όλα ετούτα μιαν αλλόκοτη με κάνουν κόρη.

    Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
    μέσα στο στόμα μου ο ίλιγγος
    κι εσύ στη ράχη μου
    πάνω στη στέγη γάτος
    που ένα μάτι μασουλάει γλυκερό
    μάτι προσκυνητή που το θεό του
    αναζητάει.
    Η σκιά σου χωρίς στόμα
    χωρίς πόρτα η κάμαρή σου
    τα μάτια σου χωρίς βλέμμα
    χωρίς έλεος χωρίς χρώμα
    οι πατημασιές σου πάνε
    χωρίς ν’ αφήνουνε αχνάρια
    προς ένα φως από φωνές
    ασίγαστες, που είναι η κόλασή μου.
    Μέσα στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
    στων μυστικών κραυγών σου μέσα το μαυράδι
    έχω εισδύσει
    κι η γη χορεύοντας τραγουδώντας αιωρείται
    κόκκινη απ’ τα σπλάχνα σου η γη
    από το δηλητήριο δαγκωμένα
    το αίμα ένας δαίμονας τυφλός
    των νυχτών σου ποταμός αόμματος
    ροκανίζει τις αστάθειές σου
    το κάψιμο απ’ τους εμπαιγμούς σου
    μέσα στο κόκκινο του θανάτου σου
    ατλάζι
    μες στον τρισκότεινο διάδρομο των
    ομματιών σου μπήκα
    κι η γη χορεύει τραγουδά αιωρείται
    και ξεβιδώνεται από αγαλλίαση η κεφαλή μου.

    Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
    θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
    που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
    σε ανόσιες σε σπρώχνουν πράξεις
    που τα ίσια μαλλιά της ασημένης κεφαλής μου
    μπλέκονται στα νύχια σου
    απʼ την παραφορά καμπυλωμένα
    που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
    ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος.
    Το κορμί σου ισχνό ανάμεσα στα σατινένια μου σεντόνια…

    Πυρετός, το αιδοίο σου ένας κάβουρας
    Πυρετός, οι γάτες που τρέφονται απʼ τα θαλερά βυζιά σου
    Πυρετός η βιάση απʼ των νεφρών σου τα σαλέματα.
    Των κανίβαλων βλεννών σου η λαιμαργία,
    το σφίξιμο από τα λούκια σου που σκιρτούνε κι απαιτούνε
    μου ξεσχίζουν τα πέτσινα δάχτυλα
    μου ξεριζώνουν τα πιστόνια.
    Πυρετός, σφουγγάρι ψόφιο απʼ την παραλυσία πρησμένο
    πιλαλάει το στόμα μου στο μάκρος της γραμμής
    του ορίζοντά σου
    σε θάλασσα φρενίτιδας άφοβος ταξιδιώτης…
    Είναι νύχτα
    κι η γαλήνια γρατσουνιά όπου πεθαίνει το κενό λαχανιασμένο
    δέρνεται παλεύει ανοίγεται και κουλουριάζεται ηδονικά
    πάνω στο αργοσάλευτο πέος του εξερευνητή Νώε.

    (Μετάφραση Έκτωρ Κακναβάτος , Εκδόσεις Κείμενα, 1978 “Τα ερωτικά της Τζόις Μανσούρ”)
    Joyce Mansour
     
  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Το κίνητρο



    Κάποτε θα ξανάρθω με μακριά μαλλιά μουσκεμένα από την οργή της θάλασσας με φωνή βροντερή που θα πάλλει στο διάστημα για να κατοικήσω και πάλι σ’ αυτή τη γη αλλά όχι σαν ποιητής

    Κάποτε θα ξανάρθω δε θα νιώθω πως είμαι παρείσακτος και κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα κι οσμές πυρωμένης βροχής για να επιζήσω από τ’ άγρια θηρία τους μαστροπούς και τα νήπια όνειρα

    Και θα κάνω πέρα τους δισταγμούς και τις ικεσίες και τις λάγνες συσπάσεις που θα φράζουν τυχόν το δρόμο μου και θα χορεύω στο σκοπό των νέων παλικαριών κι όταν θα φτάνω σε σύναξη ανθρώπων

    Να τος θα λεν αυτός που θα εκπορθήσει τα τείχη της ντροπής αυτός που έζησε στην εποχή των παθών και του λυρικού του λόγου αυτός που έρχεται τώρα να κηρύξει τη λατρεία του ήλιου

    Και θα αναπνέουμε φως σ’ έναν κόσμο φωτεινό κι οι κύκλοι του έρωτα θα γυρίζουν αδιάκοπα μες στους ιριδισμούς τους και θα εξαργυρώνω το τίμημα της μοναξιάς που τόσο ακριβά την αγόραζα μέσα στο αλόγιστο πλήθος

    Και θα ζήσω μια γήινη ζωή χαρισάμενη γλιστρώντας σε αγκαλιές γυναικών πότε στο χόρτο και πότε στην άμμο τραγουδώντας μεσ’ από τα στόματα των παιδιών μου ίδιο πτηνό σε σκιερά φυλλώματα κατά το δειλινό

    Και θα ζω μέσα στον άνεμο και θα βάζω το αυτί μου στη γη για ν’ ακούω τους σφυγμούς της και θ’ ακούω μέσα της βαθιά ξεχασμένους νεκρούς να μιλούν μεταξύ τους

    Και θα τρέχω στα ποτάμια και στα δάση και στο αίμα σας κι απελεύθερος θα βλέπω στα μεγάλα σας μάτια τον ουρανό κι όχι σαν ισόβιος αιχμάλωτος μέσα στα στεγανά της Ποίησης


    Που έκανε τη ζωής μας τόσο εύθραυστη
    Και σύντομη

    Κι όμως μοναδική.

    Κλείτος Κύρου
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Η σιωπή


    Στην Αυγή - Άννα Μάγγελ

    Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
    που έρχεται τη νύχτα.
    Ανεβαίνει τη σκάλα
    χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
    μπαίνει στην κάμαρα
    και κάθεται στο κρεβάτι μου.
    Μου φοράει το δαχτυλίδι της
    και με φιλεί στο στόμα.
    Τη γδύνω.
    Μου δίνει τότε τις βελόνες
    και τα τρία χρώματα
    το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
    Κι αρχίζω να κεντάω
    πάνω στο δέρμα της
    όλα όσα δε σου είπα
    και ποτέ πια δε θα σου πω.

    (Λίγος άμμος)

    Γιώργης Παυλόπουλος
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Η μπαλάντα των μικροαστών


    Κι όταν σμίξαν τα κορμιά τους
    Ένοιωσε πως είν’ δική του
    Μες στην ηδονή του σκότους
    Ήταν μόνη πια μαζί του
    Και της φίλησε την κόμη
    Τι δεν ήταν καμιά πόρνη
    Ούτε βιάζονταν να φτάσει
    Αχ γλυκά την ψηλαφίζει
    Κι η καρδιά της πάει να σπάσει
    Το κουράγιο του μη χάσει
    Προσευχή μικρή ψελλίζει

    Και της φίλησε την κόμη
    Τι δεν ήταν καμιά πόρνη
    Και δε γνώριζε τη στάση
    Για να μην την διακορεύσει
    Πήγε κάποτε σε σπίτι
    Εκεί γνώρισε την γεύση
    Και της ηδονής τη κύτη

    Το κορμί της ύδωρ λήθης
    Ε, δεν ήταν κι ερημίτης
    Κι όρκο πήρε πια ν’ αλλάξει
    Αχ τη φλόγα για να σβήσει
    Που της άναψε πανώρια
    Βρήκε έναν άνδρα κυπαρίσσι
    Πρόθυμο και δίχως όρια
    Που την ξάπλωσε στην σκάλα
    Και την έκανε τραμπάλα
    Ως της σφίγγει τον αυχένα
    Ε, δεν είναι και παρθένα
    Της ανέβηκε η κάψη

    Και την σκέψη του βλογάει
    Να μην προχωρήσει ακόμη
    Κείνη τη βραδιά του Μάη
    Που της φίλησε την κόμη
    Ψεύτης εκείνος αυτή πόρνη
    Λέν όλο ντροπή και τύψη
    Η βρωμιά πότε θα λείψει;

    Bertold Brecht
     
  12. vanilla30

    vanilla30 κι αλλο!!