Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Καύλωσέ με! (αν μπορείς…)

Συζήτηση στο φόρουμ 'Ερωτικές φωτογραφίες & videos' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 19 Ιανουαρίου 2015.

  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Άνθρωποι που σε δένουν με ένα σχοινάκι κι οπότε λύνεις τον κόμπο κάνουν μια έτσι και τον σφίγγουν.Και περνάνε οι μέρες, οι μήνες,τα χρόνια.

     


     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    κάνουμε κάτι λάθος;
    κάνουμε κάτι σωστά;
    κάνουμε κάτι γενικά;
    κράσι σκέτο ροδίτη, καπνός που μοσχοβολά,χωρίς σπόρους, μάτια που δε φοβούνται να δακρύσουν ,χείλη που όχι δε θα πουν ,ποιος ξέρει να εκτιμά;
    ενδορφίνες,το όπιο του μυαλού..


     

     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Κάλλιο Οι Λύκοι Να Με Φαν’ Παρά Η Κατουρλίλα] Της Μαρίας Πετρίτση

     


    Η ώρα είχε πάει σχεδόν εννιά.
    Ήταν ακουμπισμένη πάνω σε ένα κατουρημένο πεζούλι και περίμενε.
    Από τη μυρωδιά το καταλάβαινε πως το είχαν κατουρήσει, λεκές δεν φαινόταν πουθενά.
    Αυτή η μυρωδιά την σκότωνε.
    Την ένιωθε από μίλια.
    Πού και πού κοίταζε το ρολόι της, έστρωνε νευρικά το γιακά του πράσινου παλτού –μάξι, είναι της μόδας!.
    Ανασκουμπωνόταν κι αναστέναζε, κι όλο βίγλιζε στην κατηφόρα.
    Αυτός συνέχιζε να αργεί. Ψυχή στον γύρω τόπο.
    Το βράδυ νυχτοπερπατούσε πάνω της σαν έρημη σκιά.
    Κοίταζε το κενό κι αγριευόταν.
    Έκανε πια ψοφόκρυο, Γενάρης μήνας.
    Δεν της άρεσε μα δεν γινότανε αλλιώς. Και τι να κάνει.
    Να πάει πιο πέρα αδύνατον, το ραντεβού ήταν εκεί, κάτω από την ταμπέλα με τη διαφήμιση των οικοδομικών επιχειρήσεων, δίπλα στον προβολέα.
    «Ακριβώς εκεί», της είχε πει το αίσθημα, «να σε δω να σταματήσω».
    Δεν είχε και πιο πέρα άλλωστε. Πιο πέρα το τίποτα. Η νύχτα.
    Τριγύρω ξεροχώραφα και άγρια λιθάρια.
    Κι ανάμεσά τους σαύρες και ζουζούνια που τρυπώνανε εδώ κι εκεί και σερνόντουσαν σαν αφηνιασμένα φίδια.
    Σίχαμα.
    Μα δεν γινότανε αλλιώς. Και τι να κάνει.



     

    Κατά τις δέκα παρά ελάχιστο διέκρινε τα φώτα του Φίατ στην πλαγιά.
    Κατέφθασε φουριόζος και της κόρναρε κοφτά.
    Τρεις φορές, τη μια μετά την άλλη.
    Μπιπ! Μπιπ! Μπιπ! Απλόχερα.
    Αφέντης.
    Μετά φρενάρισε μπροστά της κυριλέ, σύννεφο η σκόνη γύρω από τα πόδια της, πάνε οι καλές οι γόβες.
    Πάει και το πεντικιούρ που λίμαρε για την περίσταση προσεκτικά από το μεσημέρι.
    Λάσπη και οι πατούσες.
    Μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα μαλακά.
    Μάρσαρε αυτός στο χωματόδρομο, ομίχλη από την ξεραμένη λάσπη τριγύρω.
    «Άργησες κι ανησύχησα», του είπε κι έστρωσε όπως όπως το μαλλί.
    Το είχε κατσιάσει η υγρασία τόσην ώρα στο περίμενε, κρίμα οι ωραίες μπούκλες.
    «Ναι αλλά ήρθα», έκανε αυτός και γέλασε περήφανα σαν γόης.
    «Ζέστη έχεις στο αμάξι, πάλι καλά», του έκανε δειλά, ίσα να σπάσει ο πάγος.
    Ο πάγος που είχε μέσα της.
    Χωρίς άλλη κουβέντα.
    «Καλό γαμήσι στο χιονιά δε γίνεται. Φροντίζω!», αποκρίθηκε εκείνος μάγκικα και την κοίταξε με νόημα απ’ το πλάι.
    Τσιμουδιά αυτή. Μούγκα. Κοίταζε έξω το κενό κι έκανε σαν να έβλεπε κάτι.
    «Λοιπόν απόψε έλεγα να πάμε στο εργοστάσιο, ξέρεις, στο ξέφωτο πίσω από τις αποθήκες. Έχει ησυχία και δεν περνάει ψυχή στα πέριξ», είπε σε λίγο κι έστριψε στην ερημιά με το έτσι θέλω.
    «Πρέπει να σταματήσει αυτό. Δεν πάει άλλο στις ερημιές σαν τα ερίφια», μουρμούρισε εκείνη ξέπνοα και στράφηκε στ’ αριστερά της.
    Η φωνή της ίσα που ακούστηκε.
    Και οι παλμοί τρεχάλα.


     

    Γύρισε και την κοίταξε με κάτι μάτια να!
    Κίτρινα αβγουλάκια στο τηγάνι.
    Πριν καν το καταλάβει, η παλάμη του της είχε κάνει το μάγουλο μπλαβί.
    Το «χλαπ!» αντήχησε στη μούρη της σαν ζάμπλουτη ροχάλα.
    Έβαλε τα κλάματα κι ας ήξερε πως τον εκνεύριζε αυτό.
    Όμως δε μπορούσε αλλιώς, με τίποτα δεν κρατιόταν.
    Εκείνος φρενάρισε απότομα πατώντας το πεντάλ σανίδα.
    Το αμάξι πέταξε κωλιά, σούρθηκε σύριζα στο χώμα και σήκωσε ολόγυρα μπουχό.
    Ομίχλη.
    «Βγαίνω να κατουρήσω κι όταν ξανάρθω να είσαι σωστή. Και όπως πρέπει!», προειδοποίησε σαν στρατηγός κι έφυγε προς νερού του.
    Αυτή σκουπίστηκε με το μαντιλάκι της το κεντητό και ανανέωσε το κόκκινο κραγιόν στο άψε σβήσε.
    Το καθρεφτάκι θάμπωνε με την αναπνοή της, τόσο κοντά πλησίαζε τη μούρη της εκεί.
    Μα δεν γινότανε αλλιώς. Και τι να κάνει.
    Έπειτα σάλιωσε τα φρύδια και χάιδεψε το πονεμένο μάγουλο να γειάνει.
    Σε λίγο ο νταής επέστρεψε κι έβαλε μπρος τη μηχανή χωρίς κουβέντα.
    Το παντελόνι στραβοκουμπωμένο, το πουκάμισο να μισοκρέμεται. Βιαζόταν.
    Έξω από το εργοστάσιο άραξε πια με το πάσο του τα όσα κυβικά και ρεύτηκε αυτοκρατορικά τον παστουρμά της μάνας.
    Και το κρασί σπιτίσιο.
    «Σκύψε τώρα και πάρτονε όπως του αξίζει», πρόσταξε και της έσπρωξε το κεφάλι πάνω από τον καβάλο δυνατά.
    «Και πού’ σαι, περιποιημένο ε; Όχι ξεπέτες…», συμπλήρωσε λύνοντας σαν άρχοντας το ζωστήρα.
    Θυμήθηκε τον πατέρα της που την βουρδούλιζε με το ζωνάρι όταν ήτανε μικρή.
    Μπλαβιά τα μπούτια και τα μπράτσα της. Ριγέ η πλάτη.
    Φούσκωνε το χτύπημα πάνω στο δερματάκι της, κι έτσουζε σαν λυσσασμένο.
    Μόνο με σάλιο πάνω στη φουσκάλα κάλμαρε κάπως η οδύνη της, αλλά κι αυτό πρόχειρη λύση.
    Έβγαλε το όργανο από το μάλλινο βρακί και της το μόστραρε στη μούρη.
    Κατουρλίλα μύριζε, ίδια με το πεζούλι.
    Έπιασε δουλειά αμίλητη, μέσα στο φόβο.
    Ίσα που βάσταγε τον εμετό.
    Η μιζανπλί χανόταν στον ιδρώτα, κρίμα κι άδικο το πενηντάρι στις κομμώσεις «Δώρα» το ίδιο το μεσημέρι, όλο χαρά.
    Δώρο κανένα δεν υπήρχε.
    Ο κόμπος στο λαιμό χειρότερος κι από τη μπόχα, μπαλάκι του πινγκ πονγκ αφηνιασμένο.
    Οι γόβες άφαντες στα μάλλινα πατάκια του συνοδηγού. Καταστροφή σκέτη.
    Συνέχισε με την ψυχή στο στόμα, μπούκα ξεμπούκα τους λυγμούς χωρίς ανάσα.
    Το κραγιόν φαγώθηκε μαζί με τις ορμές του αρσενικού, πάει το κόκκινό της χρώμα.
    Ανακουφίστηκε ο αγάς και στέναξε με βρόντο.
    «Στάλα μη δω να πάει χαμένη!», μισάνοιξε το μάτι και απείλησε σαν κεραυνός.
    Κατάπιε εκείνη την υπόπικρη σπορά και έκλεισε σφιχτά τα μάτια.
    Άπλωσε τότε το χέρι του δεξιά για να την αγκαλιάσει.
    Περνώντας την παλάμη του μπροστά στο πρόσωπό της αφήνιασε.
    Η ίδια μυρωδιά της έκαψε ξάφνου τα ρουθούνια.
    Κατουρλίλα μύριζε κι αυτό. Καπνό και κατουρλίλα.
    Μπήγει τότε κάτι τεράστιες φωνές και ανοίγει χλατς! την πόρτα.
    Αρχίζει να τρέχει μες στη νύχτα χωρίς να βλέπει πού πατά.
    Κι ας έχει πια σπασμένο το τακούνι -τουλάχιστον ποδέθηκε.
    Και ας μη βλέπει Χριστό από τη σκοτεινιά στην ερημιά -τουλάχιστον έχει να τρέξει.
    Ακούει τη φωνή του που ηχεί σαν διάολος μεθυσμένος, και γελά.
    «Πού πας μωρή ξεμυαλισμένη; Τα τσακάλια θα σε κάνουν μια χαψιά. Δεν έχεις δρόμο!».
    Μα εκείνη δεν την νοιάζει πια. Τρέχει για να σωθεί και δε φοβάται.
    Ρίχνει μια, πηδάει το συρματόπλεγμα του εργοστασίου, εκεί στα χαμηλά, και μπαίνει μέσα.
    Σκίζεται το νάιλον καλσόν, παίρνουν τα αίματα τη γάμπα.
    Κάτω απ’ τις πατούσες της να σπάνε γυαλιά. Ποιος ξέρει και τι άλλο.
    Από το βάθος του κάμπου ένα σκυλί να αλυχτάει σαν ετοιμοθάνατο όλη αυτή την ώρα.
    Πάνω στην τρεχάλα μπερδεύεται.
    Το κοριτσάκι


     

    Σύρματα πρέπει να ήταν αυτά ή τίποτε καλώδια, ποιος ξέρει.
    Δίνει μια και πέφτει στα σκαλιά. Κουτρουβαλάει.
    Μπουρδούκλα το βήμα στο παλτό -μάξι, είναι της μόδας!
    Πάρτην κάτω χύμα σαν το τσουβάλι, αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του.
    Που έλεγε κι ο μακαρίτης ο μπαμπάς, θεός σχωρέστον.
    Κάτι της σπάει το κεφάλι μονομιάς, μα εκείνη δεν το νιώθει.
    Κρακ! μέσα στη νύχτα. Σαν το κλαράκι που λύγισε μεμιάς κι έπεσε κάτω.
    Κι έπειτα σιωπή.
    Κανένας πόνος.
    Ψιλή και σύντομη η ραγισματιά, θρύψαλα το κρανίο.
    «Πέτρα να χτύπησα ή τσιμέντο;», αναρωτιέται λες και θα έκανε κάποια διαφορά.
    Νιώθει το αίμα να κυλάει στον κρόταφο, ζεστό σαν σούπα.
    Μένει ακίνητη, ίσα να ακούγεται μία αναπνοή.
    Μπορεί όμως και καμία.
    «Κάλλιο οι λύκοι να με φαν’ παρά η κατουρλίλα», ψιθυρίζει ευχαριστημένη και γλύφει το αίμα της γλυκά.
    Τρυφερά, αχόρταγα, όπως βυζαίνει το παιδί τη μάνα.
    Γλύφει το αίμα της γλυκά.
    Κι έπειτα ξεψυχάει.


     
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Ένας Καιρός Απών] Της Γεωργίας Τρούλη

     

    [Όταν έμειναν μόνοι στην ιστορία των κήπων]

    Να μετράς αλλιώς χρόνο και
    Υποτακτική πορεία στο να / αποστάσεις
    Να βγάζεις το τίποτα
    Και πάλι από αυτό να ξεκινάς
    Μικρό αλόγιστο μελάνι
    Σχηματισμός
    Να εκδίδεσαι σε ορισμένες επαναλήψεις
    Να εκπορνεύεσαι με περισσή αθωότητα
    Να γίνεσαι α λιβιδινική γραφή
    Και συναίσθημα πολυεπίπεδο
    Να προσδοκάς τον διάλογο
    Και να βάζεις παύλες στο αριστερό διάκενο
    της γραφής—————–
    Καμιά απάντηση
    Καμιά απάντηση
    Να αφήνεσαι να καταπίνεις σιωπή και μανιτόλη
    στο λευκό δερματόδετο βιβλίο
    Να μην βάζεις τελείες ούτε ελιές στο δέρμα
    Να λες κάποια παιχνίδια πρέπει
    Να παίζονται πιο παιχνιδιάρικα
    Παίζουμε τώρα αλήθεια ή ψέμα;
    Αλήθεια ή ψέμα;
    Όπως τόσοι κορμοί δέντρων για να πάω εκεί
    Τόσοι δαχτύλιοι για να μετρήσω ηλικία
    Τόσα χαραγμένα κεφαλαία σχεδιασμένα
    Με λεπίδα ενός ανεπίτρεπτου ενεστώτα
    Να υπηρετήσεις την διαφυγή
    Να εκ πορνεύεσαι με περισσή αθωότητα
    Να γίνεσαι α λιβιδινική γραφή και συναίσθημα πολυπεπίπεδο

     

    Να απαιτήσεις το πέρασμα
    Να ακυρώσεις την λάμψη
    Να ωφελήσεις το ανώφελο
    Το αδύνατο
    Το ανύπαρκτο
    Το Α
    Του Κενταύρου
    Του ανθρώπου
    Του ά κεντρου
    Να
    Πειραζόμαστε πού και πού
    Να γελάμε
    Να περνάει η κόκκινη μπάλα
    Κάτω από τα πόδια μας
    Και να μην λέμε
    Να! εγώ την έπιασα
    Όχι ! Εγώ!
    Πάει την πάτησε
    Πάει! Αυτό ήταν
    Αυτός ο γίγαντας έπεσε για ύπνο
    Υπάρχει και άλλος πιο πέρα θάνατος
    Από την καταστροφή
    Μεγάλωσε τόσο πολύ
    Στο κρεβάτι του
    Που δεν χώρεσε ποτέ
    Να βγει από
    Το όνειρο
    Να!
    Τόσα χαλίκια για τις διαβάσεις
    Τις μετατοπίσεις
    Τις διαδρομές
    Τόσες παραλλαγες
    Για να μετράς δέρμα
    Σε άνθρωπο

     
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Η Αλλοτρίωση Της Έλξης] Της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

     


    Η σάρκα έγινε σελίδα
    το δέρμα χαρτί
    το χάδι έννοια αφηρημένη
    το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
    Αλήθεια, πώς να περιγράψω
    τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει
    και μονο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου
    θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;
    Ελπίζω να βρω το θάρρος
    μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
    γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
    να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
    να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
    που δεν είναι ύλη
    αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
    Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
    ν’ αγγίζεις το φθαρτό
    και να παραμερίζεις τον θάνατο.

     
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  8. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

    Εγώ , όταν έχω στρες, χρειάζομαι πιο απλά πράγματα για να "ενθουσιαστώ" ...
     
  9. Koproskylo

    Koproskylo Regular Member



    ...σε αυτό το βιντ το backstage και το on stage δε μου φαίνονται και τόσο διαφορετικά.
     
  10. Mind'n'Flesh

    Mind'n'Flesh Ναι, εγώ είμαι.

  11. Mind'n'Flesh

    Mind'n'Flesh Ναι, εγώ είμαι.

  12. Nomad

    Nomad Keyser Sose