Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κινηματογράφος

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 28 Φεβρουαρίου 2006.

Tags:
  1. karina

    karina New Member

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. vautrin

    vautrin Contributor



    Οι κατηγορούμενοι, του Τζόναθαν Κάπλαν.

    Με αφορμή τις δηλώσεις Τσόκλη για τους βιαστές θυμήθηκα αυτή την παλιά ταινία του 1988, όπου η Τζόντι Φόστερ που βραβεύτηκε με Όσκαρ για την ερμηνεία της, υποδύεται ένα «ξέκωλο» που πέφτει θύμα ομαδικού βιασμού και εν συνεχεία, υφίσταται έναν δεύτερο, ψυχικό βιασμό από το δικαστικό σύστημα όταν προσφεύγει στη δικαιοσύνη για να πετύχει την τιμωρία των δραστών.

    Επίκαιρη... επειδή και τα «ξέκωλα» έχουν δικαίωμα στην επιλογή των ερωτικών τους συντρόφων…
    Κι επειδή απόψεις όπως αυτές που εξέφρασε ο αμετροεπής εικαστικός δεν είναι γραφικές και μεμονωμένες αλλά επικίνδυνα διαδεδομένες σε κάθε γωνιά της γης…
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    12, του Nikita Mikhalkov.



     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Burnt by the Sun, του Nikita Mikhalkov (το τραγούδι που ακούγεται είναι το Πολωνέζικο Suicide Tango, του Jerzy Petersburski...)

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. vautrin

    vautrin Contributor




    Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

    Ο «Χίτσκοκ» της Νουβέλ Βαγκ

    Της ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

    Ο Κλοντ Σαμπρόλ, αυτός ο φοβερός Γάλλος σκηνοθέτης, στον οποίο «χρεώθηκε» η απαρχή του γαλλικού κινήματος της Νουβέλ Βαγκ, με την ταινία «Ο ωραίος Σέργιος» το 1958, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 80 χρόνων.

    Πρωτοποριακός, ανοιχτόμυαλος, με την ικανότητα να αυτοσαρκάζεται μέχρι τέλους. Ο Κλοντ Σαμπρόλ στην «Μπερλινάλε» του 2009 «έπαιζε» με τον φωτογραφικό φακό...
    Ο «Γάλλος Αλφρεντ Χίτσκοκ», όπως τον αποκαλούσαν, υπηρέτησε το αστυνομικό θρίλερ με την ίδια συνέπεια και εμμονή που ο Ερίκ Ρομέρ -ένας ακόμη πρωτοπόρος της Νουβέλ Βαγκ, που πέθανε πέρυσι- στήριξε τη φιλμογραφία του στις ηθογραφικές κωμωδίες.

    Ο Σαμπρόλ, ο οποίος έκανε κινηματογραφικό του σύμπαν τις ίντριγκες της γαλλικής μπουρζουαζίας, ήταν παραγωγικός μέχρι τελευταία στιγμή. Πέρυσι έκανε την τελευταία του ταινία, «Μπελαμί» -αναφορά στο μυθιστόρημα του Μοπασάν- με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ σε ρόλο αστυνομικού διευθυντή.

    Από την πρώτη στιγμή που πέρασε πίσω από την κάμερα, το 1958, γύριζε περίπου μία ταινία το χρόνο, φτάνοντας σε σύνολο τις 60. Μέχρι να γίνει σκηνοθέτης είχε έναν άλλο τρόπο να ζει μέσα στο σινεμά, γράφοντας κριτικές κινηματογράφου σε γαλλικές εφημερίδες, και φυσικά στο «Cahiers de cinema».

    Μαζί με τους Ερίκ Ρομέρ και Ζαν Λικ Γκοντάρ αντιτάχθηκαν στις καθιερωμένες τότε τάσεις του γαλλικού κινηματογράφου. Απ' όλους τους συνοδοιπόρους του στον ανανεωτικό αέρα που φύσηξε στο γαλλικό σινεμά, ο Σαμπρόλ κατακρίθηκε ως ο πιο mainstream. «Αν και είχε πιο κλασικό στιλ από τους άλλους, που ήταν πιο πειραματικοί», δήλωσε χθες ο πρόεδρος του Φεστιβάλ των Κανών, Τιερί Φρεμό, «υπήρχε τόση τόλμη στον κλασικισμό του, τόση ελευθερία και τόση πολυμάθεια, που νομίζω ότι τα θρίλερ του θα παραμείνουν μοναδικά στην Ιστορία».

    Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1930. Σπούδασε φαρμακευτική - φαρμακοποιός ήταν και ο πατέρας του. Διοχέτευσε όμως εγκαίρως την αγάπη του για το σινεμά στις κριτικές κινηματογράφου. Στην πραγματικότητα, ήταν χάρη σε μια κληρονομιά που μπόρεσε να γίνει σκηνοθέτης και να γυρίσει την πρώτη του ταινία, «Ο ωραίος Σέργιος», που του χάρισε το βραβείο «Ζαν Βιγκό». Ακολούθησαν τα «Ξαδέρφια», μία από τις πρώτες εμπορικές επιτυχίες της Νουβέλ Βαγκ -που κέρδισε και τη Χρυσή Αρκτο στο Βερολίνο το 1957- και το «Τρίο της αμαρτίας» με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό.

    Οι πρώτες του ταινίες, περίπου από το 1958 έως το 1968, ακολουθούσαν περισσότερο τον πειραματικό δρόμο της Νουβέλ Βαγκ. Η επόμενη περίοδός του όμως (1967-1974), θα έβαζε τη δική του σφραγίδα στον κινηματογραφικό χάρτη: Τότε ανέπτυξε το εντελώς προσωπικό του στιλ με ταινίες μυστηρίου, στα χνάρια του Αλφρεντ Χίτσκοκ.

    Δεν είναι τυχαίος ο τρόπος που περιέγραφε ο ίδιος την πρώτη φορά που πήγε στο Φεστιβάλ των Κανών, το 1955, ως κριτικός κινηματογράφου. «Ημουν λίγο επιφυλακτικός προς ένα φεστιβάλ, το οποίο, όταν ξεκίνησε, το 1946, έδωσε βραβεία σε διάφορους, αλλά όχι στο "Notorius" του Χίτσκοκ. Αυτό μ' έκανε έξω φρενών».

    Αγαπημένοι του πρωταγωνιστές ήταν οι αστοί της γαλλικής επαρχίας: Λάτρευε να ξεσκεπάζει κάτω από τη γοητευτική τους εικόνα, την υποκρισία και την ξιπασιά, που ήταν έτοιμη να εκραγεί από μια λανθάνουσα βιαιότητα.

    Και οι δικές του καταβολές, άλλωστε, ήταν αστικές. Ελεγε: «Εζησα μέσα στην αστική τάξη. Την ξέρω καλά, σε βάθος. Μου είναι πολύ εύκολο να μιλήσω γι' αυτή, και αυτό κάνω. Στην "Τελετή" οι αστοί δεν σατιρίζονται, φανερώνονται όπως είναι». Κι απαντούσε κοφτά: «Είμαι σίγουρα κομμουνιστής. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνω ταινίες για την εργατική τάξη».

    Από τις γνωστότερες ταινίες του είναι οι «Violette Noziere» (1978), ταινία που ανέδειξε τη γνωστή πλέον Γαλλίδα Ιζαμπέλ Ιπέρ, με την οποία θα συνεργάζονταν σε πέντε ακόμα ταινίες, «Η τελετή» (1995), «Μαντάμ ντε Μποβαρί» (1991), «Ευχαριστώ για τη σοκολάτα» (2000) -όπου ανακάλυψε και την Αννα Μουγκλαλίς-, «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα» (1962), «Το άνθος του κακού» (2003).

    Το 2004 πήρε το Ευρωπαΐκό Κινηματογραφικό Βραβείο για το σύνολο της δουλειάς του, ενώ πέρυσι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, τον τίμησε επίσης («Κάμερα») για τον μισό αιώνα παρουσίας του στην έβδομη τέχνη.

    Είχε παντρευτεί τρεις φορές. Ο δεύτερος γάμος ήταν με μία από τις μούσες του, την Στεφάν Οντράν.*
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. tyfeas

    tyfeas In Loving Memory

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    Coffee and Cigarettes
    is a 2003 independent film directed by Jim Jarmusch.
    The film consists of eleven short stories which share
    coffee and cigarettes as a common thread.
    In this segment musicians Iggy Pop and Tom Waits
    pretend to play themselves,
    smoke cigarettes to celebrate that they quit smoking,
    drink some coffee and have an awkward conversation
    #!
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. vautrin

    vautrin Contributor





    Πέρσι στο Μάριενμπαντ

    ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

    L' annee derniere a Marienbad. Γαλλία, 1961. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία: Αλέν Ρενέ. Σενάριο: Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ. Ηθοποιοί: Τζιόρτζιο Αλμπερτάτζι, Ντελφίν Σερίγκ, Σασά Πιτοέφ. 94'

    *****

    Η Ντελφίν Σερίγκ, κομψή και μυστηριώδης στο «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ», του Αλέν Ρενέ με τον συμπρωταγωνιστή της Σασό Λιτοέφ
    Ενας άντρας ακολουθεί μια μυστηριώδη γυναίκα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους ενός πύργου, σε μια πρωτότυπη, πρωτοποριακή ακόμη και σήμερα ταινία, όπου κυριαρχούν ο σουρεαλισμός και η ποίηση, ταινία που σε παρασύρει με τη μαγεία των εικόνων, του ήχου και της μουσικής.

    Επανέκδοση σε ωραίες κόπιες και για το σουρεαλιστικό αυτό ποίημα του Αλέν Ρενέ («Χιροσίμα, αγάπη μου»), σίγουρα η πιο καλλιτεχνική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου, που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας το 1961. Πρόκειται για μια από τις πιο πρωτοποριακές, πιο αβάν-γκαρντ ταινίες που μας έχει δώσει ο ονομαζόμενος παραδοσιακός κινηματογράφος. Ταινία που ανατρέπει τον αφηγηματικό κινηματογράφο για να φτιάξει τη δική της πρωτότυπη, ευρηματική, απρόσμενη πορεία.

    Με τη φωνή του αφηγητή (Τζιόρτζιο Αλμπερτάτζι) και την κάμερα να προχωρεί αργά σ' ένα τεράστιο, μπαρόκ ξενοδοχείο, σε κάποια λουτρόπολη, εξετάζοντας τα έπιπλα, τους μεγάλους, ατέλειωτους διαδρόμους, τις περίκομψα διακοσμημένες οροφές και τους λαμπερούς καθρέφτες για να καταλήξει σ' ένα τεράστιο σαλόνι, όπου ένα ακίνητο κοινό παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση. Σταδιακά, μέσα από κατακερματισμένους διαλόγους κι ένα φιλολογικό-ποιητικό κείμενο του εκπροσώπου του «νουβό ρομάν», Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ, μέσα από απομονωμένα πρόσωπα ή ομάδες τοποθετημένες στους χώρους, συχνά ακίνητες, όπου κυριαρχεί ένα έντονο στιλιζάρισμα, αρχίζουμε να μαθαίνουμε κάποια σκόρπια πράγματα γύρω από τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές της ταινίας: τη σιωπηλή, κομψή γυναίκα (Σερίγκ) που βρίσκεται στο ξενοδοχείο μαζί μ' έναν βλοσυρό άντρα (Πιτοέφ), κι έναν ελκυστικό ξένο (τον αφηγητή) που επιμένει, παρά την άρνηση της γυναίκας, ότι είχαν μιαν ερωτική σχέση πριν από ένα χρόνο, ίσως σε μιαν άλλη λουτρόπολη, το Μάριενμπαντ, και ότι είχαν δώσει ραντεβού να ξανασυναντηθούν τώρα.

    Ο Ρενέ κινεί τα πρόσωπά του σαν πιόνια σε σκακιέρα, σε σημείο που σε μια σκηνή, από τις πιο όμορφες της ταινίας (συνδυάζει την ομορφιά ενός πίνακα του Ντε Κίρικο μ' έναν πίνακα του Ντουανιέ Ρουσό), γυρισμένη, όπως και η υπόλοιπη ταινία, σε μαυρόασπρο φιλμ, βλέπουμε τους πελάτες του ξενοδοχείου σ' ένα τεράστιο, γεωμετρικά διευθετημένο, σαν κομμάτι γλυπτικής, κήπο, ακίνητους, με τις σκιές τους (βαμμένες στην πραγματικότητα στο χώμα), ν' απλώνονται δίπλα τους αντίθετα, με τους γεωμετρικά κλαδεμένους θάμνους που δεν ρίχνουν καθόλου σκιά.

    Ενώ η γυναίκα, άλλοτε ντυμένη στ' άσπρα κι άλλοτε στα μαύρα, με φτερά στο φόρεμα και μια πόζα που θυμίζει τις βαμπ του βωβού (στο νου έρχονται οι ταινίες του Λουί Φεγιάντ, ιδιαίτερα η Μισιδόρα των «Βαμπίρ») περιφέρεται σαν μορφή ενός άπιαστου ονείρου, με κινήσεις προμελετημένες στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, ανακατεύοντας το παρελθόν με το παρόν, την αλήθεια με το ψέμα, τη φαντασία με την πραγματικότητα, για να δημιουργήσει μιαν ατμόσφαιρα μυστηρίου αλλά και ατόφιας ποίησης.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. vautrin

    vautrin Contributor






    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010
    ΓΙΑΝΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

    Εξαντλώντας τα όρια της πραγματικότητας

    ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Χρήστο Παρίδη

    Εξαντλεί όσο λίγοι τα όρια της πραγματικότητας. Λέξεων και νοημάτων. Εξωθώντας τους ηθοποιούς του να αναπαράγουν έναν κόσμο συχνά νοσηρό, βίαιο, ακραία ταραγμένο. Ανθρώπους που απαρτίζουν ένα μέρος της σύγχρονης αθηναϊκής ανθρωπογεωγραφίας, με πιο προφανή αναφορά το μικροαστικό λούμπεν. Γλώσσα ωμή, αψεγάδιαστη μέσα στη σκληρότητα της, καθαρή από κοινωνικές συμβάσεις και υποκρισίες, ύφος και προθέσεις που απογυμνώνουν τους χαρακτήρες του.
    Μικρές καθημερινές τραγωδίες μιας τάξης ανθρώπων που κινείται γύρω από την πλατεία Ομονοίας και ζει πέρα από τα τέρματα των λεωφορείων. Ενα σύμπαν που συχνά προσποιούμαστε ότι δεν το ξέρουμε. Ξάφνιασε ευχάριστα με το Σπιρτόκουτο, σόκαρε με την Ψυχή στο στόμα, με τον Μαχαιροβγάλτη θα ενοχλήσει. Βγάζοντας στο φως μια Ελλάδα που εγκληματεί, αλλά που σε λίγο δεν θα 'χει πού να κρυφτεί. Σαν μια αρρώστια που περιμένει το σώμα να καμφθεί για να βγει στην επιφάνεια. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Γιάννης Οικονομίδης μάς μιλάει για την αγωνία να καταγράψει και να αναπαραγάγει αυτήν την αρρωστημένη καθημερινότητα.

    ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ: Σκεφτόσασταν πάντα με λέξεις ή με εικόνες;

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ: Στην αρχή σκεφτόμουν με εικόνες. Οταν σπούδαζα κινηματογράφο, και μετά στις πρώτες μου ταινίες μικρού μήκους, όπου μοιραία προσπαθούσα να αντιγράψω τους μεγάλους σκηνοθέτες. Ηθελα να γίνω, ας πούμε, Αντονιόνι στη θέση του Αντονιόνι...

    Χ. Π.: Ναι, είναι μια «κατάρα» που κουβαλάει ολόκληρος ο ελληνικός κινηματογράφος...

    Γ. ΟΙΚ.: Τα έχω κάνει πια πέρα όλα αυτά. Τα διέγραψα όλα και εστίασα σε έναν κινηματογράφο με δραματουργική παράδοση, με αφήγηση. Εβαλα το αισθητικό μέρος και την εικόνα λίγο στην άκρη. Είπα, ας είναι η εικόνα κακότεχνη, η φωτογραφία άσχημη, ας μην έχω τη δυνατότητα να κάνω σπουδαία πλάνα. Δεν μ' ενδιαφέρει αυτό. Μ' ενδιαφέρει να κάνω ταινίες που να έχουν ιστορία, να κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή, και οι ηθοποιοί μου όσον αφορά την αναπαράσταση του κόσμου και της πραγματικότητας, να είναι σε πολύ ψηλό επίπεδο. Ενα πράγμα που πάντα με ενοχλούσε στο ελληνικό σινεμά, ήταν η ανικανότητα να αναπαραστήσουν την πραγματικότητα ικανοποιητικά.

    Χ. Π.: Υπάρχει και αυτό το πρόβλημα συχνά. Πολλές ταινίες δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα...

    Γ. ΟΙΚ.: Υπάρχει ένα πρόβλημα με τον ρεαλισμό. Δηλαδή η αναπαράσταση του κόσμου είναι κατ' επίφασιν. Τα πράγματα πάντα θυμίζουν την πραγματικότητα, αλλά ποτέ δεν είναι η πραγματικότητα. Οι άνθρωποι παίζουν και μιλάνε ρεαλιστικά, αλλά δεν είναι ρεαλιστικοί. Το ελληνικό σινεμά είναι λίγο συμβολικό. Λειτουργεί στη βάση μιας μεταφοράς.

    Χ. Π.: Αλλά ούτε και το δικό σας σινεμά είναι ακριβώς ρεαλιστικό. Εχει μια ένταση εξιδανικευμένη, μια κατασκευή εξπρεσιονιστική.

    Γ. ΟΙΚ.: Οι σκηνές που αναπαράγω και φτιάχνω, κάπου υπάρχουν.

    Χ. Π.: Βεβαίως υπάρχουν, γι' αυτό και είναι αναγνωρίσιμες, αλλά είναι καταιγιστικές...

    Γ. ΟΙΚ.: Στη ζωή υπάρχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και σε πάρα πολλές παραλλαγές. Ισως να θεωρείτε υπερβολική τη σύνθεση, επειδή είναι πολλές μαζί.

    Χ. Π.: Πρέπει πάντως να πω ότι στον «Μαχαιροβγάλτη» είδα σιωπές με τρομερή εσωτερικότητα. Στα περισσότερα ελληνικά φιλμ οι σιωπές είναι κενές νοήματος....

    Γ. ΟΙΚ.: Εγώ, αν η σιωπή δεν είναι αληθινή, αν δεν νιώθω εκείνη την ώρα ότι η σιωπή των ηθοποιών είναι αληθινή, δεν μπαίνει στην ταινία, έχει αποτύχει, πετάγεται. Θέλω η σιωπή να είναι πραγματική.

    Χ. Π.: Γενικότερα βέβαια η ιδιότυπή σας χρήση της γλώσσας, η ωμότητα και η ένταση, διαμορφώνουν και τη φόρμα των ταινιών σας.

    Γ. ΟΙΚ.: Σωστά. Αλλά όλα είναι ενταγμένα οργανικά. Η αφετηρία μου, απ' όπου ξεκινάω να στήνω δραματουργικά τις σκηνές μου, είναι πάντα στην κατεύθυνση να πετύχω όσο το δυνατόν πιστότερα την αναπαράσταση της πραγματικότητας. Σ' ένα επίπεδο συναισθηματικό ή ψυχολογικό μπορεί να φτάνω σε εξπρεσιονιστικά ύψη και βάθη. Αλλά το πρώτο επίπεδο είναι ο κόσμος, μέσα από τη δική μου αντίληψη και παρατήρηση. Και σ' αυτό έχω χύσει πάρα πολύ ιδρώτα, έχω παλέψει πάρα πολύ γι' αυτό, και δυστυχώς, μόνος μου. Γιατί δεν μπορούσα να βασιστώ σε μια ελληνική λογοτεχνία ρεαλιστική που δεν υπάρχει! Μια λογοτεχνία λόγου και πρόζας ρεαλιστικής, όπου θα έδειχνε πώς μιλάνε οι άνθρωποι. Ούτε σε μια παράδοση κινηματογραφική, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, σημαντικών για τη δεκαετία τους, όπως η Μαρκετάκη, ένα σινεμά μεγάλης ακρίβειας, ο Κώστας Μανουσάκης, ο Δαμιανός ή ο Κακογιάννης παλαιότερα.

    Χ. Π.: Ολοι τους περιγράφουν με μεγάλη ταξική ευκρίνεια τους ήρωές τους...

    Γ. ΟΙΚ.: Είναι όλοι εκείνοι που προσπαθούσαν να καταλάβουν και να μεταγράψουν την πραγματικότητα. Αλλά κυρίως με μια αφετηρία δυτικού ρεαλισμού, χωρίς πάντα την ποίηση, τον συμβολισμό και τον μυστικισμό. Μιλάω για τον δυτικό βερισμό. Δεν αποθεώνω τον ρεαλισμό, αλλά πιστεύω ότι ο κινηματογράφος πρέπει να ξεκινά από εκεί. Το ιδανικό μου θα ήταν, αν μπορούσα, την ώρα που συνέβαιναν τα πράγματα να ήμουν κι εγώ εκεί, ένας αόρατος μάρτυρας. Η αγωνία μου είναι πάντα «Κάπως έτσι θα γίνονταν;», «Κάπως έτσι θα ξεδιπλώνονταν τα γεγονότα, η συγκεκριμένη σκηνή;». Από την εποχή της πρώτης μου ταινίας είπα ότι θα προσπαθήσω να ανακαλύψω αυτό το πράγμα. Να φτιάξω μια κατάσταση που αρχικά θα είναι η ζωή, θα τη φιλμάρω και από 'κεί και πέρα, όπου με βγάλει. Μ' αυτόν τον γνώμονα στήθηκε το «Σπιρτόκουτο».

    Χ. Π.: Με ποιον τρόπο γράφετε τους διαλόγους σας;

    Γ. ΟΙΚ.: Τους παίζω πρώτα, κάτι πολύ επώδυνο για μένα, λόγω της μεγάλης εμμονής που έχω με την ακρίβεια. Πρέπει να είναι φυσικοί. Οπως είπα, σαν να βρίσκομαι στη γωνία ενός δωματίου και είμαι μάρτυρας μιας κατάστασης. Αυτό είναι το στοίχημα με τον εαυτό μου, αυτό πρέπει να ανακαλύψω κάθε φορά, κι αυτό είναι ο μεγάλος μου εφιάλτης. Τους γράφω, τους ξαναγράφω, τους παίζω και το φοβερό είναι στην πρόβα, όταν τους βάζω στο στόμα των ηθοποιών. Πολλές φορές συνειδητοποιώ πόσο μακριά είμαι ακόμα και τους πετάω, και ξανά από την αρχή. Μέχρι να βρεθεί πώς πρέπει να είναι.

    Χ. Π.: Αφήνετε ελευθερία στους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν;

    Γ. ΟΙΚ.: Βέβαια. Ετσι βγήκε το «Σπιρτόκουτο».

    Χ. Π.: Πόσο καλά γνωρίζετε την τάξη των ανθρώπων που αναπαράγετε;

    Γ. ΟΙΚ.: Δεν μπορώ να πω ότι τη γνωρίζω καλά. Απλώς την ψυχανεμίζομαι. Είναι και η καθημερινότητα όλη που έρχομαι σε επαφή. Είμαι ένας άνθρωπος που κινούμαι, παρατηρώ, κυκλοφορώ στους δρόμους. Βρίσκομαι συνεχώς σε κίνηση, ανάμεσα σ' έναν κόσμο που είναι ο κόσμος μας.

    Χ. Π.: Με τα αυτιά σας ορθάνοιχτα σαν πομπούς, φαντάζομαι...

    Γ. ΟΙΚ.: Και τα μάτια ορθάνοιχτα. Είναι και όλη η κουλτούρα και τα πράματα που κουβαλάμε μέσα μας. Διαβάσματα, ταινίες, πολλές φορές μια ατάκα μπορεί να τη σκεφτώ στα αγγλικά και να την περάσω στα ελληνικά...

    Χ. Π.: Είστε ταξιδιώτης μακρινών αποστάσεων μέσα στην πόλη; Το αστικό περιβάλλον των ταινιών σας παραπέμπει σε περιοχές υποβαθμισμένες...

    Γ. ΟΙΚ.: Οχι ιδιαίτερα. Παίζει πολύ και η φαντασία. Κατ' αρχάς, όλα ξεκινάνε από μια αρχετυπική ιδέα. Στο «Σπιρτόκουτο» είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου τον Σαίξπηρ. Να αντιμετωπίσω όλο αυτό με την ακρότητα και τα πάθη ενός σαιξπηρικού δράματος. Από την άλλη, ήθελα η ταινία να έχει άρωμα πολεμικό. Να νιώθει ο θεατής ότι είναι στα χαρακώματα και πέφτουν βόμβες. Αλλά εντέλει το μικροαστικό λούμπεν δεν διαφέρει πολύ από το αμερικανικό ή το γαλλικό. Και τις ταινίες τους τις έχω καθαρές στο μυαλό μου. Μεγάλωσα με το σινεμά τους, απλώς πρέπει να βρω τη δικιά μου αλήθεια. Πρέπει να έχει την ιδιαιτερότητα τη δική μας.

    Χ. Π.: Οι λέξεις στα σενάρια σας, «βαριές κι ασήκωτες» θα 'λεγε κανείς, έχουν ιδιαίτερα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά. Νομίζω ότι σε 30 χρόνια θα είναι ντοκουμέντο λεκτικό. Καταγράφετε και χαρτογραφείτε μια λούμπεν μικροαστική τάξη με απόλυτη ακρίβεια, ακόμα και στις ανάσες και στους ρυθμούς. Ο τρόπος εκφοράς τούς δίνει νόημα πολυδιάστατο πέρα από την έννοια τους.

    Γ. ΟΙΚ.: Πολλές φορές δεν είμαι υπεύθυνος γι' αυτό. Είναι η διάθεσή μου να τους εξωθήσω μέχρι τα άκρα τους και να τα πούνε οι ηθοποιοί. Πολλές φορές δεν ξέρω από πριν πώς πρέπει να ειπωθεί μια ατάκα, γι' αυτό και πέφτει πολύ παίδεμα στα γυρίσματα. Τους πιέζω πάρα πολύ μέχρι να ακουστεί καλά στ' αυτιά μου. Αν δεν ακουστεί αληθινά -σαν να είμαι ωτακουστής, δίπλα σε μια παρέα στον δρόμο-, δεν πάμε παρά πέρα. Θέτω την ψυχολογική συνθήκη πάνω στην οποία θα κινηθεί η σκηνή, το τι «παίζεται», τι διανέμεται, και από εκεί αρχίζουμε μια δουλειά που ξεγυμνωνόμαστε όλοι, μέχρι να τα πούμε όπως πρέπει να τα πούμε. Είναι λίγο σαν να κυνηγάμε στα τυφλά. Αλλά είναι καμιά φορά και τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος, τι θα βγάλει από μέσα του απ' όλα αυτά που κουβαλάμε όλοι μας. Αν εξωθήσουμε τον εαυτό μας, θα τα βγάλουμε αληθινά. Γι' αυτό είναι ντοκουμέντο. Γιατί εκείνη την ώρα το πιάνει η κάμερα και το καταγράφει ο ήχος. Θα σας εξομολογηθώ κάτι. Η τόλμη μου από το «Σπιρτόκουτο» και μετά δεν ήταν τόσο γνωσιολογική όσο ότι άφησα ελεύθερη την τρέλα μου. Είπα στον εαυτό μου, μην υπολογίζεις τίποτα, προχώρα. Και αφέθηκα.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  9. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  10. echo

    echo ***

    Της ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

    Το ευαγγέλιο της μπίτνικ γενιάς, το βιβλίο του Τζακ Κέρουακ «Στον δρόμο», γυρίζεται ταινία με σκηνοθέτη τον Βάλτερ Σάλες, γνωστό από τα «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας», και παραγωγό τον Φράνσις Φορντ Κόπολα .

    Βρήκε τον δρόμο του για τη μεγάλη οθόνη το πιο διάσημο ταξίδι χωρίς προορισμό στην αμερικανική ήπειρο. Αυτό που ανακάλυψε τις συντεταγμένες του στην πένα του Τζακ Κέρουακ (1922-1969) και στο βιβλίο «Στον δρόμο» («On the road», 1957) και έγινε ευαγγέλιο όχι μόνο της μπίτνικ γενιάς, αλλά και κάθε οργισμένου νέου, πρόθυμου να ταυτιστεί με τη μυθολογία της λεωφόρου στο πουθενά, που συμβόλισε το πνεύμα ελευθερίας και αντίστασης στον συντηρητισμό της Αμερικής του '50.

    Πριν από ένα μήνα ξεκίνησαν στον Καναδά τα γυρίσματα της ταινίας, με παραγωγό τον Φράνσις Φορντ Κόπολα και σκηνοθέτη τον Βραζιλιάνο Βάλτερ Σάλες, ο οποίος έγινε διάσημος χάρη σε ένα άλλο μεγάλο οδοιπορικό που σκηνοθέτησε, αυτό του Τσε Γκεβάρα στη Λατινική Αμερική, στα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας». Από την ίδια ταινία φέρνει μαζί του τον σεναριογράφο Χοσέ Ριβέρα και τον συνθέτη Γκουστάβο Σανταολάγια, ο οποίος είχε τότε κερδίσει για το σάουντρακ Οσκαρ. Θα συνεχίσουν γυρίσματα σε Νέα Ορλεάνη, Μεξικό και Σαν Φρανσίσκο.

    Κυνηγώντας ένα φάντασμα

    Η ιδέα της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου ταλαιπωρεί το μυαλό του 54χρονου Βάλτερ Σάλες εδώ και πέντε χρόνια. Εφτασε στο σημείο να ακολουθήσει τα φαντάσματα του Κέρουακ και του Κάσιντι, κάνοντας ακριβώς την ίδια τροχιά που διέγραψαν στα βάθη της Αμερικής, για να μπει στο πνεύμα του φημισμένου οδοιπορικού. Με ένα μικρό συνεργείο, μια παλιά κάμερα σούπερ 8 και ένα mini-DV, κατέληξε σε ένα δίωρο ντοκιμαντέρ, το «In Search of On the road».

    «Είμαι παθιασμένος με το βιβλίο "Στον δρόμο" από τότε που το διάβασα πρώτη φορά, όταν ήμουν 20 χρόνων. Ανέτρεξα σε αυτό πριν ξεκινήσω τα γυρίσματα του "Ημερολογίου μοροσικλέτας". Το ταξίδι του νεαρού Ερνέστο κατέληξε στην παραγωγή μιας πολιτικής επανάστασης. Το βιβλίο "Στον δρόμο" είναι η έκφραση μιας κίνησης που προκάλεσε επανάσταση στη συμπεριφορά», έλεγε ο Βάλτερ Σάλες σε συνέντευξή του, λίγο πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα.

    Τον ρόλο του νεαρού Νεοϋορκέζου συγγραφέα Σαλ Παραντάιζ -alter ego του Κέρουακ- που ξεκίνησε με οτοστόπ μια διαδρομή αυτογνωσίας μέσα στα αχανή τοπία της Αμερικής, με την τζαζ να δίνει τον ρυθμό μιας μελοποιημένης ποιητικής γραφής, τα ναρκωτικά να ανοίγουν το μυαλό σε παραισθήσεις και τα μεξικανικά πορνεία να προκαλούν τις αισθήσεις, υποδύεται ο Σαμ Ράιλι. Τον γνωρίσαμε από την ταινία «Control» του Αντον Κόρμπιν, όπου υποδύθηκε τον αυτόχειρα Ιαν Κέρτις, ηγέτη των «Joy Division».

    Ενας επίσης νέος ηθοποιός, ο Γκάρετ Χέντλαντ -ο οποίος πρωταγωνιστεί στην περιπέτεια φαντασίας «Tron: Legacy», που θα βγει μέσα στη χρονιά- θα είναι ο συνοδοιπόρος του στη χαοτική περιπλάνηση, ο επικίνδυνος πρώην κατάδικος Νταν Μόριαρτι. Ο Κέρουακ εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα από τον κολλητό του Νιλ Κάσιντι, στον οποίο χάρισε, μέσα από το βιβλίο, τη φήμη ενός αρχετυπικού Αμερικανού ήρωα.

    Τη Μέρι Λου (Λου Αν Χέντερσον, πρώτη γυναίκα του Κάσιντι) θα ενσαρκώσει η Κρίστεν Στιούαρτ, η οποία έγινε διάσημη από το «Λυκόφως» ως θνητή που ερωτεύεται τον πιο σέξι βρικόλακα του Χόλιγουντ, δηλαδή τον Ρόμπερτ Πάτινσον. Θα παίξουν ακόμα ο Βίγκο Μόρτενσεν ως Ολντ Μπουλ Λι (δηλαδή Γουίλιαμ Μπάροουζ), η Κίρστεν Ντανστ ως Καμίλ (Κάρολιν Κάσιντι), ο Τομ Στούριτζ ως Κάρλο Μαρξ (Αλεν Γκίνσμπεργκ) και ο Στιβ Μπουσέμι.

    Κινηματογραφικές απόπειρες

    Ο Κόπολα είχε αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου το 1980 έναντι 95.000 δολαρίων. Ο βασικός χρηματοδότης της ταινίας, που έχει μπάτζετ 25 εκατομμύρια δολάρια, είναι η Mk2 του Γαλλορουμάνου κινηματογραφικού μεγιστάνα Μαρίν Καρμίτζ.

    Η σχέση του βιβλίου με το σινεμά ξεκινάει ήδη από τότε που κυκλοφόρησε. Το 1957 επρόκειτο να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστές τους Μάρλον Μπράντο και Θίοντορ Μπίκελ ως Κάσιντι και Κέρουακ αντίστοιχα. Δεν γυρίστηκε ποτέ. Ούτε σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα, το 2001, η παραγωγή που ετοίμαζε επίσης ο Κόπολα, με σκηνοθέτη τον Τζόελ Σουμάχερ. Ωστόσο, ως βιβλίο-αρχέτυπο της ιδέας του road movie, επηρέασε στο μεταξύ πολλές ταινίες που ακολούθησαν το είδος, όπως «Ο ξέγνοιαστος καβαλάρης» του Ντένις Χόπερ, «Παρίσι-Τέξας» του Βιμ Βέντερς, «Θέλμα και Λουίζ» του Ρίντλεϊ Σκοτ. *
    Σχεδόν 60 χρόνια πριν...

    Το θρυλικό πλέον «Στον δρόμο» ήταν προϊόν ενός συγγραφικού παροξυσμού του Κέρουακ, που κράτησε μόνο τρεις βδομάδες μέσα στο 1951.

    Γραμμένο σε ένα ρολό χαρτί, είχε τόση μεγάλη επιτυχία όταν κυκλοφόρησε, το 1957, ώστε μέσα σε ένα μήνα έγιναν τρεις επανεκδόσεις. Αναπόφευκτο για ένα βιβλίο που χαιρετίστηκε όχι μόνο ως πεμπτουσία της σκέψης της μπίτνικ γενιάς, αλλά και ως πολιτιστικό γεγονός. Η δική του φιλοδοξία ήταν να θεωρείται «ένας τζαζ ποιητής που παίζει ένα ατέλειωτο μπλουζ σε ένα κυριακάτικο απογευματινό jam session».

    Ο Κέρουακ έλεγε ότι τις μέρες που έγραφε το βιβλίο κατανάλωνε μόνο τόνους καφέ. Ο θάνατος, πάντως, τον βρήκε νωρίς, στα 47 χρόνια του, από κίρρωση του ήπατος που του προκάλεσε η κατάχρηση αλκοόλ. Για τον αγαπημένο του φίλο, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ έλεγε: «Ο Τζακ έγραφε από το βασίλειο της συνείδησης, εκεί όπου η συνείδηση είναι αυθόρμητη, εκεί όπου βασιλεύουν μόνο οι ήχοι».

    **Το «On the road» θα βγει στις αίθουσες το 2011. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πλέθρον».

    «On the road» για το σινεμά | Έντυπη Έκδοση | Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπίας
     
  11. blindfold

    blindfold Contributor

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    [ame=http://vimeo.com/10725576]Serbian Film Srpski Film Trailer on Vimeo[/ame]
     
  12. Kitty

    Kitty Regular Member

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    1.Casablanca
    2.Pulp Fiction
    3.Some Like It Hot (το καλύτερο τελείωμα ταινίας)
    4.The Phantom of the Opera
    5.Chicago
    6.Eternal Sunshine of the Spotless Mind
    7.Requiem for a Dream
    8.Run Lola Run
    9.Vicky Christina Barchelona
    10.The Nightmare Before Christmas
     
    Last edited: 25 Σεπτεμβρίου 2010