Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κινηματογράφος

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 28 Φεβρουαρίου 2006.

Tags:
  1. Raistlin26

    Raistlin26 Regular Member

    Εναλλακτικός? Κινηματογράφος

    Είδα λοιπόν το περίφημο Maladolescenza. Εναλλακτικό cinema του 1977. Περίεργη ταινία... σίγουρα εναλλακτική. Καστ 3 ηθοποιών μόνο, παρουσιάζοντας την σχέση ενός μικρού κοριτσιού γύρω στα 12 που κάνει τα πρώτα της βήματα σαν sub, με έναν πιτσιρίκο γύρω στα 16 που δεν τον λες M. αλλά παρανοϊκό. Παιχνίδια στο δάσος που σιγά σιγά παίρνουν μια σαδιστική - εκπληκτικά άγρια τροπή και καταλήγουν μέσω τις κλιμάκωσης του σαδισμού στο έγκλημα...
    Απαγορευμένη ταινία όταν βγήκε στις μισές χώρες του κόσμου λόγω του νεαρού της ηλικίας των ηθοποιών (Martin Loeb (17), Lara Wendel (12), and Eva Ionesco (11)), ενώ στις υπόλοιπες χώρες κυκλοφόρησε σαν 77λεπτη αντί της original 150' ταινίας λόγω λογοκρισίας.

    Αν την έχετε δει περιμένω κάποιο σχόλιο. Αν δεν την έχετε δει... τι να πω... δοκιμάστε...
      (Sorry για το double post... άργησα να δω αυτό το νήμα)
     
  2. tyfeas

    tyfeas In Loving Memory

    Απάντηση: Κινηματογράφος

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. vintor

    vintor Being served by unique @Zefi Premium Member

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    οι αναλωσιμοι ειναι μια αρκετα καλη ταινια. ειναι περιπετεια με αρκετη δοση χιουμορ μεσα. πρωταγονιστουν μερικα απ τα μεγαλα αστερια του hollywood μαζι.
    σας την προτεινω να τη δειτε στο σινεμα:nod:
     
  4. vautrin

    vautrin Contributor







    Επτά, Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

    «Η απληστία έχει γίνει σικ»

    Υπεύθυνος: Επιμέλεια: ΕΥΑΝΝΑ ΒΕΝΑΡΔΟΥ

    Τα τελευταία χρόνια η κινηματογραφική πορεία του Ολιβερ Στόουν είχε πάρει την κατιούσα. Μας έδωσε έναν μάλλον κωμικό «Αλέξανδρο», έναν πληκτικό, άνευρο Μπους («W») και μια καλοφτιαγμένη αλλά χωρίς βάθος ταινία για τους «Δίδυμους Πύργους». Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα αντανακλαστικά του απέναντι στην επικαιρότητα, ούτε την κοινωνική του ευαισθησία. Ομως από τις τελευταίες ταινίες του κάτι έλειπε.
    Και να που τώρα, πάνω από είκοσι χρόνια μετά το θρυλικό «Γουόλ Στριτ», εμπνέεται από την οικονομική κρίση και επιστρέφει με ένα σίκουελ στο οποίο ξαναβρίσκει κάτι από τον παλιό καλό του εαυτό. Το «Γουόλ Στριτ: το χρήμα ποτέ δεν πεθαίνει» δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο. Ο Μάικλ Ντάγκλας υποδύεται ξανά τον Γκόρντον Γκέκο που του χάρισε Οσκαρ Α' ανδρικού ρόλου το 1988, ενώ το σενάριο υπογράφει ο Αλαν Λόεμπ, ο οποίος πέρα από σεναριογράφος είναι και πτυχιούχος χρηματιστής.

    Εχοντας μόλις αποφυλακιστεί, ο πανούργος πλην γοητευτικός Γκόρντον Γκέκο βρίσκεται ξαφνικά στο περιθώριο του κόσμου στον οποίο μέχρι πρότινος κυριαρχούσε. Ολη η ταινία περιστρέφεται γύρω από την προσπάθειά του να τα ξαναβρεί με την κόρη του Γουίνι και να επανέλθει στο προσκήνιο. Ομως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας του Στόουν είναι ο κόσμος των άπληστων «αρπακτικών» με το λευκό κολάρο, με τους οποίους συγκρούεται ο νεαρός χρηματιστής Σάια Λα Μπεφ - αρραβωνιαστικός της κόρης του Γκέκο.

    «Νέα φρούτα» στη Γουόλ Στριτ

    Γιος χρηματιστή ο ίδιος, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τον κόσμο της «φούσκας» της Γουόλ Στριτ λίγο πριν σκάσει -και αμέσως μετά. Δείχνει ανθρώπους που μέσα σε μια νύχτα χάνουν τα πάντα. Παχυλά μπόνους εξανεμίζονται, γιάπηδες βλέπουν τον κόσμο τους να καταρρέει, χιλιάδες θέσεις εργασίας χάνονται, άνθρωποι αυτοκτονούν. Και κάποιοι άλλοι συνεχίζουν να βγάζουν λεφτά από τις ζημιές των άλλων. Ο Στόουν δίνει έμφαση στο γεγονός πως τελικά τον λογαριασμό αναγκάστηκε να πληρώσει η ίδια η κυβέρνηση των ΗΠΑ: πληρώνοντας δισεκατομμύρια δολάρια στις τράπεζες που βγήκαν και πάλι κερδισμένες, σε βάρος του κόσμου.

    Ο Γκέκο εμφανίζεται προφητικός: «Την έχετε γαμήσει όλοι. Απλώς δεν το ξέρετε ακόμα», λέει, πριν τιναχτούν όλα στον αέρα. «Πάντα έλεγα πως η απληστία είναι καλή. Τώρα φαίνεται πως είναι και νόμιμη».

    Πρέπει να του το αναγνωρίσουμε: ο 64χρονος σήμερα Ολιβερ Στόουν καταφέρνει πάντα να προκαλεί συζητήσεις. Πριν την κινηματογραφική του καριέρα, δούλεψε ως ταξιτζής, βοηθός παραγωγής και πωλητής, ενώ υπηρέτησε και στο Βιετνάμ. Κι ύστερα σπούδασε σινεμά και κέρδισε τρία Οσκαρ: καλύτερης σκηνοθεσίας για τις ταινίες «Platoon» και «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για «Το εξπρές του μεσονυχτίου».

    - Γιατί αποφασίσατε να επιστρέψετε στη «Γουόλ Στριτ»;

    «Πέρυσι διάβασα το σενάριο και με κέντρισε το γεγονός ότι αναφέρεται στην οικονομική κρίση του 2008. Αλλά και το ότι ξεκινά με την αποφυλάκιση του Γκέκο. Στην πορεία το κάναμε ακόμα πιο επίκαιρο. Η αλήθεια είναι πως αν δεν μεσολαβούσε η κρίση δεν θα με ενδιέφερε το θέμα».

    - Ο Μάικλ Ντάγκλας συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό σας για ένα σίκουελ;

    «Αυτός ήταν που ήρθε και μου ζήτησε να το κάνουμε. Ηταν άλλωστε και ο παραγωγός της ταινίας. Και πριν από χρόνια το συζητούσαμε, αλλά τότε δεν με ενδιέφερε».

    - Τι σας κέντρισε περισσότερο;

    «Πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορία που αφορά τρεις γενιές: τον Γκόρντον Γκέκο στα εξήντα του, τον σαραντάρη χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Τζος Μπρόλιν και τον εικοσάρη Σαϊα Λα Μπεφ. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι τα κόλπα που μηχανεύεται ο πρώην κατάδικος Γκέκο για να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Υπάρχει μια έκπληξη γύρω απ' αυτό, αλλά δεν μπορώ να προδώσω το στόρι».

    - Πόσο αυθεντικός είναι ο χαρακτήρας του επενδυτή που ερμηνεύει ο Τζος Μπρόλιν;

    «Ανθρωποι σαν κι αυτόν αποτελούν νέα δημιουργήματα της Γουόλ Στριτ. Αντιπροσωπεύει τους σημερινούς μεγαλοκαρχαρίες. Οταν διακυβεύονται τέτοια ποσά, η αφοσίωση και η ειλικρίνεια πάνε περίπατο. Ο Γκέκο ανήκει στην παλιότερη γενιά. Στην πραγματικότητα, αν και πανέξυπνος είναι πλέον ολίγον ντεμοντέ. Ομως καταφέρνει και πάλι να βάλει χέρι σε μια ολόκληρη περιουσία...».

    - Ενα πέρασμα κάνει και ο Τσάρλι Σιν της πρώτης ταινίας...

    «Ναι, γιατί είναι ενδιαφέρον να δεις πώς εξελίχθηκε. Πήγε κι αυτός φυλακή, αλλά για πολύ λίγο. Ο Γκέκο, αντίθετα, μπήκε μέσα για πολλά άλλα παραπτώματα, όχι μόνο για χρηματιστηριακές κομπίνες. Ο Τσάρλι επέστρεψε στην δουλειά και τα πήγε πολύ καλά. Ο Σάια Λα Μπεφ είναι με έναν τρόπο ο νέος Τσάρλι Σιν της ταινίας, όμως βρίσκεται σε υψηλότερο πόστο στην οικονομική πιάτσα. Το '80 οι άνθρωποι έβγαζαν εκατομμύρια δολάρια. Τώρα δισεκατομμύρια. Ο Τσάρλι ήταν χρηματιστής. Ο Σάια παίζει έναν τραπεζικό επενδυτή. Η Σούζαν Σάραντον παίζει τη μητέρα του. Είναι κτηματομεσίτρια και παγιδεύεται με την κρίση. Αρχίζει να δανείζεται σαν τρελή. Είναι ενδιαφέρον».

    Κέρδη από τοξικά χρέη

    - Πιστεύετε πως τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία 20 χρόνια;

    «Η Γουόλ Στριτ ανέκαθεν αποτελούσε ένα κλειστό παιχνίδι. Η εσωτερική πληροφόρηση είναι δύναμη, και οι άνθρωποί της μοιράζονται πληροφορίες. Αυτή είναι η φύση του παιχνιδιού. Ομως, ναι, ήταν διαφορετικά το 1987. Τώρα το πράγμα γιγαντώθηκε. Τα λεφτά που παίζονται είναι πολύ περισσότερα».

    - Μετά την πρώτη ταινία, το κοινό ειδωλοποίησε τον Γκόρντον Γκέκο. Πιστεύετε πως ο κόσμος θα αντιδράσει και τώρα έτσι ή μήπως είναι πλέον πολύ οργισμένος με όσα συμβαίνουν;

    «Καλή ερώτηση. Δεν έκανα ένα ντοκιμαντέρ. Αυτή η απληστία έχει δημιουργήσει μια απίστευτη κατάσταση. Την ίδια στιγμή είναι για γέλια, διότι ο κόσμος είναι τρελός. Οι άνθρωποι του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι τραπεζίτες, έκαναν τα χρέη μια βιομηχανία παραγωγής κερδών. Δημιουργούσαν νέα χρέη και έβγαζαν κέρδη από αυτά τα χρέη με έναν τρόπο που πλησιάζει την τοκογλυφία. Δεν χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο πλέον. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί έκαναν περιουσίες πουλώντας ομόλογα που είχαν ως εγγύηση το χειρότερο είδος τοξικών χρεών (σ.σ.: δηλαδή χρέη τα οποία δεν μπορούν να αποπληρωθούν). Στη δεκαετία του 1980, ο Μάικλ Μίλκεν τα ονόμαζε ομόλογα-σκουπίδια (junk bonds). Πιστεύω πως η νοοτροπία της Γουόλ Στριτ, σε ένα βαθμό έχει γίνει νοοτροπία καζίνο. Ο κόσμος δάνειζε και δανειζόταν μέχρι τα μπούνια, μοχλεύοντας το χρέος όσο γίνεται, αγοράζοντας αυτό το δεύτερο σπίτι με όσα λιγότερα γίνεται. Ολο αυτό ενθαρρύνει ένα λανθασμένο είδος καταναλωτισμού στην κοινωνία. Πρέπει να αναρωτηθούμε: είναι η Γουόλ Στριτ μια μηχανή που οδεύει στην καταστροφή;»

    - Μάλλον δεν έχουμε πάρει το μάθημά μας, έτσι;

    «Είναι ένα δύσκολο μάθημα. Γιατί εδώ η απληστία πάει χέρι χέρι με τη ζήλια. Εάν κάνεις 15 εκατομμύρια δολάρια και δεν είσαι ευχαριστημένος γιατί ο φίλος σου κάνει 100 εκατομμύρια, έχεις πρόβλημα. Ξέρω πολλούς τέτοιους ανθρώπους. Και νομίζω πως αυτό έχει κάνει τη Ν. Υόρκη τόσο παρανοϊκή πόλη, αυτό τρελαίνει τους ανθρώπους. Πιστεύω πως πολλοί Νεοϋορκέζοι έχουν σπουδαία όνειρα και φρικτούς εφιάλτες».

    - Υπάρχουν ακόμα έντιμοι άνθρωποι σε αυτόν τον χώρο;

    «Ο πατέρας μου ήταν ένας ειλικρινής άνθρωπος. Δούλευε μέχρι την μέρα που πέθανε. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα. Φεύγεις σε 10, 15 χρόνια γιατί καίγεσαι σε αυτήν τη δουλειά. Ολα έχουν κομπιουτεροποιηθεί και τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι αλγόριθμοι το κάνουν ολοένα και λιγότερο ανθρώπινο, όλο και πιο απρόσωπο. Προγραμματίζουν έναν κομπιούτερ να αγοράζει και να πουλάει αυτόματα βάσει κάποιου αλγορίθμου. Το παιχνίδι πια παίζεται με ποσοτικούς αναλυτές. Η παράμετρος προσωπικότητα, το ανθρώπινο στοιχείο έχει υποβαθμιστεί. Είναι λυπηρό. Η πληροφορία πλέον "πετάει" απίστευτα γρήγορα. Υπό μια έννοια είναι τρομακτικό».

    - Ο πατέρας σας θα σοκαριζόταν με όσα συμβαίνουν σήμερα στη Γουόλ Στριτ;

    «Ναι. Ηταν χρηματιστής από το '30 έως το '60. Εάν έβγαζε 100.000 δολάρια ήταν μια καλή χρονιά. Ο έλεγχος ξέφυγε το '80. Νόμιζα πως αυτό ήταν, όμως συνεχίστηκε μέχρι το 2000. Ξαφνικά τα εκατομμύρια έγιναν δισεκατομμύρια: απίστευτα ποσά. Ο πατέρας μου θα στριφογύριζε στον τάφο του. Ομως σήμερα η απληστία έχει γίνει σικ. Ξέρετε πόσοι άνθρωποι έχουν έρθει μέχρι σήμερα και μου έχουν πει "ξεκίνησα καριέρα στην Γουόλ Στριτ εξαιτίας της ταινίας σου"; Πολλοί από αυτούς τώρα είναι μεσήλικες και δισεκατομμυριούχοι. Είναι βαθύτατα ειρωνικό. Αλλά το διασκεδάζω...». *
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. Kitty

    Kitty Regular Member

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    Υπέροχη ταινία,απαίσιο trailer...

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. vautrin

    vautrin Contributor





    Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

    Tρόμαξε το Χόλιγουντ

    Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

    Ο Αρθουρ Πεν, ο αντικομφορμιστής Αμερικανός σκηνοθέτης του αξεπέραστου «Μπόνι και Κλάιντ» ( 1967), ο άνθρωπος που δεν σκηνοθέτησε μόνο τους αστέρες του Χόλιγουντ -Μπράντο, Νιούμαν, Μπίτι, Νίκολσον- αλλά και τον Κένεντι στο περίφημο debate με τον Νίξον το 1960, «έφυγε» την Τρίτη. Είχε μόλις κλείσει τα 88 του χρόνια.


    Ηταν ο διανοούμενος πολιτικοποιημένος σκηνοθέτης που έφερε ευρωπαϊκό αεράκι στο αμερικανικό σινεμά και με τον «επαναστατικό» χειρισμό σκηνών βίας και σεξ μεταμόρφωσε την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία, ανοίγοντας τον δρόμο για σημαντικούς «επιγόνους». Η ουσιώδης λεπτομέρεια είναι ότι άφησε ιστορία ως κινηματογραφιστής, έχοντας όμως προέλθει από τον χώρο του θεάτρου. Οι σπουδές του στο περίφημο Actors' Studio ήταν ορατές στη «διδασκαλία» των ηθοποιών του.

    Αν δεν είχε αγαπήσει τη σκηνή, θα γινόταν ωρολογοποιός, στα βήματα του ρωσο-εβραϊκής καταγωγής πατέρα του. Το μικρόβιο, όμως, το κόλλησε εγκαίρως. Ενώ υπηρετούσε στον στρατό, ιδρύει θίασο. Μόλις απολύεται σπεύδει να φοιτήσει στο αντισυμβατικό Black Mountain College της Ν. Καρολίνας, όπου έχει συμμαθητές τον Τζον Κέιτζ και τον Μερς Κάνινχαμ. Και οι τρεις έγιναν θρύλοι. Συνέχισε τις θεατρικές σπουδές στην Περούτζα και τη Φλωρεντία. Επιστρέφοντας στη Ν. Υόρκη θήτευσε στο Actors' Studio.

    Υστερα από ένα βραχύ «πέρασμα» απ' την τηλεόραση, το 1957 ο Πεν θα στραφεί στον κινηματογράφο. «Το σινεμά είναι μια όμορφη χώρα», έλεγε. «Στο Χόλιγουντ δεν υπάρχει όμως καμία ελευθερία». Δεν δυσκολεύτηκε, πάντως. «Προερχόμουν από την τηλεόραση και ήξερα τα πάντα για τις κάμερες», εξηγούσε.

    Συγχρόνως με το σινεμά, πάντα έβρισκε τον χρόνο να σκηνοθετεί μία στο τόσο μια παράσταση στο θέατρο. Για το «The Miracle Worker» του Γ. Γκίμπσον το 1959 κέρδισε ένα Tony -όπως και η πρωταγωνίστριά του Αν Μπάνκροφτ. Φαίνεται πως αντιλαμβανόταν τη σκηνή και το στούντιο ως συγκοινωνούντα δοχεία: το '62 θα μεταφέρει την παράσταση στο σινεμά, κερδίζοντας μια υποψηφιότητα για Οσκαρ.

    Δύο πράγματα απαιτούσε από τους ηθοποιούς του: «διαθεσιμότητα» και «την τόλμη να μπορούν να πλησιάσουν χώρους συναισθηματικά επικίνδυνους». Οι καρποί ήταν «πλούσιοι» από την πρώτη του ταινία, «Ο δραπέτης των 7 πολιτειών» (1958). Δυνατό κλασικό γουέστερν, με τον Πολ Νιούμαν στα ξεκινήματά του. Δεν ήταν μια ταινία που «δήλωνε» τι θα ακολουθούσε. «Ηταν όμως η πρώτη που μου δόθηκε η δυνατότητα να γυρίσω», εξηγούσε. «Ηθελαν γουέστερν».

    Σπουδαία υπήρξαν τα αποτελέσματα και της «συνάντησής» του με τον Μάρλον Μπράντο το 1966 στην «Καταδίωξη». Την επόμενη χρονιά, όμως, ο Πεν θα κάνει τη μεγάλη «έξοδο». Με το θρυλικό, αξεπέραστο «Μπόνι και Κλάιντ», την ταινία όπου έγινε γνωστή, δίπλα στον ήδη φτασμένο Γουόρεν Μπίτι, η «πρωτάρα» καλλονή Φέι Ντάναγουεϊ. «Δεν μπορούσα να αντέξω την ομορφιά της, καθώς την κοίταζα μέσα από την κάμερα», είχε εξομολογηθεί ο σκηνοθέτης.

    Μπορεί η... πολιτική συμβολή του Πεν να υπήρξε για κάποιους μέγιστη, καθώς συνέβαλε στον θρίαμβο του Κένεντι έναντι του Νίξον, σκηνοθετώντας τον στο debate τους -του είχε υποδείξει να κοιτάζει κατάματα τον φακό. Ομως η ιστορία θα τον θυμάται για τη συμβολή του στην τέχνη του κινηματογράφου με το «Μπόνι και Κλάιντ», ταινία υποψήφια για 10 Οσκαρ.

    Στις μεγάλες επιτυχίες του συγκαταλέγεται και το «Μεγάλο ανθρωπάκι» (1970) με τον Ντάστιν Χόφμαν. Οπως, επίσης, οι «Φυγάδες του Μιζούρι» (1976) με έναν επίσης σπουδαίο Μάρλον Μπράντο και έναν αντάξιό του Τζακ Νίκολσον, αλλά και τα «Επτά αινίγματα για τον ντετέκτιβ Χάρι» (1975) με τον Τζιν Χάκμαν. Η τελευταία ταινία του, το 1996, ήταν το «Inside». Μας αποχαιρέτησε με μια ταινία για το απαρτχάιντ, αποδεικνύοντας ξανά την πολιτική του στόφα.

    Τα τελευταία χρόνια δίδασκε στο Yale University. Το 2007 ήταν τιμώμενο πρόσωπο στην Μπερλινάλε. Είχε προηγηθεί κατά 5 χρόνια το 15ο Πανόραμα Κινηματογράφου της «Ε», που τον είχε φέρει και τιμήσει στην Αθήνα.


     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. vautrin

    vautrin Contributor







    Τόνι Κέρτις: 85 χρόνια ζωής, 171 ταινίες, 6 σύζυγοι, 6 παιδιά
    «Κανείς δεν είναι τέλειος!»
    Του Παύλου Ηλ. Αγιαννίδη
    TA NEA: Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010


    Απολογισµός: 171 ταινίες, 60 χρόνια καριέρας, έξι σύζυγοι, αµέτρητες περιπέτειες, έξι παιδιά µέτρησε στα 85 χρόνια της ζωής του ο Τόνι Κέρτις ο οποίος έφυγε πλήρης δραστηριοτήτων, αν όχι πλήρης ηµερών, από καρδιακή ανακοπή ενώ κοιµόταν στο σπίτι του στη Νεβάδα των ΗΠΑ. Πλήρης δραστηριοτήτων; «Δεν νιώθω πλήρης» έλεγε ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του. «Δεν νοµίζω ότι ποτέ θα είµαι πλήρης, ακόµη κι αν τελικά τα κατάφερα. Ακόµη κι αν είµαι σε θέση να πω πως τα κατάφερα δίχως να ραγίσω την καρδιά µου».

    Λίγους µήνες µετά – τον περασµένο Ιούλιο – έµπαινε στο νοσοκοµείο µε κρίση άσθµατος. «Είδε τον χάρο µε τα µάτια του» έλεγαν οι δικοί του (και η κατά 45 χρόνια νεώτερη τελευταία σύζυγός του Τζιλ Αν Βάντενµπεργκ). Και το µόνο που ζητούσε για να τον κρατήσει στη ζωή ήταν τα χρώµατά του. Για να συνεχίσει τη ζωγραφική που την είχε αρχίσει «σχεδόν θεραπευτικά, για την ελευθερία που σου δίνει», όπως έλεγε, από τα χρόνια που ζούσε σε µία µάλλον κακόφηµη γειτονιά του Μπρονξ και έβρισκε τρόπους να φέρνει ψωµί στην πάµπτωχη οικογένειά του.

    Η ζωγραφική του, εµπνευσµένη από το ίνδαλµά του, τον Ματίς, αλλά και από έναν από τους πλέον θυελλώδεις – από τους πολλούς – έρωτες της ζωής του, τη Μέριλιν Μονρόε (µε την οποία πρωταγωνίστησε στο θρυλικό «Μερικοί το προτιµούν καυτό»), τον ακολουθούσε σε όλη τη ζωή και την καριέρα του. Εκεί έβρισκε απάγκιο.

    «Με απογοητεύει πολύ πως δεν βρίσκεται ούτε ένας καλός ρόλος για µένα στις ταινίες» έλεγε στα 77 του. «Και δεν πρόκειται να τους κυνηγήσω. Είναι εντυπωσιακό: τόσες δεκαετίες καριέρας και µόνο 10-12 ταινίες ήταν εξαιρετικές, άξιες να ερµηνεύσεις και να τις δεις. Κι αυτές ούτε καν έβαλαν υποψηφιότητα για βραβεία».

    Και όµως. Λίγο µετά είπε το ναι στη θεατρική αναβίωση του «Μερικοί το προτιµούν καυτό», όπου δεν ενσάρκωσε πια τον ρόλο του ζεν πρεµιέ Τζο ή της «τραβεστί» Τζόζεφιν, αλλά εκείνον του εκκεντρικού εκατοµµυριούχου Οζµπερτ Γκούντινγκ και έτσι είπε και την ατάκα του φινάλε που είχε λατρέψει στην ταινία: «Κανείς δεν είναι τέλειος!» Τότε ήταν η µόνη φορά που είχε δηλώσει πλήρης. Λέγοντας πως είναι σηµαντικά όλα αυτά που κατάφερε το πάµπτωχο εβραιόπουλο από την – τότε – Αυστροουγγαρία µε το όνοµα Μπέρναρντ Σβαρτς (ή Σουόρτς στην Αµερική). Ενα όνοµα που φρόντισε να αλλάξει πριν από το 1949 που ξεκίνησε η καριέρα του, εξαµερικανίζοντας το επώνυµο ενός µακρινού θείου (Κουρτς) και δανειζόµενος το όνοµα από το «Αnthony Αdverse», το πρώτο µυθιστόρηµα που είχε διαβάσει.

    «Ως παιδί προσπαθούσα πάντα να αποδείξω πολλά στον εαυτό µου. Τώρα, κοιτάξτε, στα ξενοδοχεία έξω από τα οποία γυάλιζα παπούτσια µπαίνω ως σταρ!»


    Δύο λεπτά ενός χορού µε την Ιβόν Ντε Κάρλο στην ταινία «Criss Cross» (1949)
    ήταν αρκετά για να χαρίσουν στον Τόνι Κέρτις το εισιτήριο για... µισόν αιώνα και 171 ταινίες στο Χόλιγουντ
    Ο γιος του φτωχού εβραίου ράφτη από την Ουγγαρία λίγο έλειψε να καταλήξει σε ορφανοτροφείο µαζί µε τον αδελφό του, γιατί οι γονείς του δεν µπορούσαν να τους ζήσουν και πίστευαν ότι εκεί θα βρουν καλύτερη µοίρα. Οµως εκείνος κατάφερε να γυρίσουν στη φτωχογειτονιά του Μπρονξ όπου, όπως πιστεύει, έκανε τα πρώτα... µαθήµατα υποκριτικής. «Ηταν επικίνδυνο και µόνο να περπατάς σ’ αυτήν τη γειτονιά», θυµόταν. «Ηταν έτοιµοι για καβγά και έλεγαν “α, να ένας απ’ αυτούς”. Είτε ήσουν Εβραίος, οµοφυλόφιλος, Ιταλός, γι’ αυτούς ήταν ένα και το αυτό.

    Ετσι έπρεπε να µάθω να περπατάω στην ιταλική περιοχή σαν Ιταλός, στη γερµανική σαν Γερµανός και πάει λέγοντας».

    Το µελαχρινό αγόρι µε το «κοκοράκι» στο µαλλί και το παρουσιαστικό «που σε έκανε οπωσδήποτε να γυρίσεις και να το θαυµάσεις», όπως του είχε πει κάποτε µια σεναριογράφος, δεν πέρασε απαρατήρητο όταν γυρίζοντας από το Ναυτικό, όπου είχε καταταγεί σε υποβρύχιο (και αφού µετά έκανε µαθήµατα υποκριτικής µε συµµαθητή τον Γουόλτερ Ματάου) έπαιξε στην παράσταση «Golden Βoy» στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Τον πρόσεξε η γραµµατέας του νεοϋορκέζικου παρατήµατος ενός στούντιο και του εξασφάλισε ένα εισιτήριο για το Χόλιγουντ. Η µικρή εµφάνισή του στο «Criss Cross» δεν του έφερε επταετές συµβόλαιο.

    «Δεν µπορεί να παίξει, δεν µπορεί να τραγουδήσει, δεν µπορεί να χορέψει», κατέληγαν οι περισσότεροι κριτικοί στις πρώτες του ταινίες. «Ναι, αλλά είναι νόστιµος» απαντούσαν τα στούντιο, που θέλησαν να τον πλασάρουν σαν σέξι ζεν πρεµιέ – στερεότυπο που εκείνος επέµενε να πολεµάει και το νίκησε χρόνια αργότερα, όταν κατάφερε να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Στραγγαλιστής της Βοστώνης».

    Εκείνος, πότε στον «Χουντίνι», πότε στο «Τrapeze», εξακολουθούσε να παίζει, να χορεύει, να ξιφοµαχεί, να κάνει ο ίδιος ακροβατικά (αρνούνταν τους κασκαντέρ). Τι κι αν ο Τζιν Κέλι που τον είδε να χορεύει του είπε χαµογελώντας να συνεχίσει να ξιφοµαχεί καλύτερα; Εκείνος ένιωθε υπέροχα µέσα στα λευκά κολάν του ακροβάτη. Και ο κόσµος τον λάτρευε µέσα σε αυτά.

    «Μου την έπεφταν σαν να ήµουν ο Σινάτρα ή ο Ελβις. Κι εγώ; Φοβόµουν απλώς µήπως ανακαλύψουν πως δεν υπάρχει τίποτα µέσα µου». Ηταν κι αυτό χαρακτηριστικό του:

    Δεν έπαιρνε τον εαυτό του στα σοβαρά, τελικά. Κι όµως προσπαθούσε. Οσο κι αν έβαζε τα δυνατά του, το Οσκαρ δεν ήρθε για τον ρόλο του ρατσιστή δραπέτη στο «Οταν σπάσαµε τις αλυσίδες». Και οι ρόλοι σταµάτησαν να έρχονται. Και έπεσε στο αλκοόλ και τα χάπια.

    Η δεκαετία του ‘70 τον βρήκε απέναντι στον... «άγιο» Ρότζερ Μουρ στην τηλεοπτική σειρά «Οι αντίζηλοι» και οι επόµενες δεκαετίες, ύστερα από µια βουτιά στην κοκαΐνη και τις παρενέργειές της (έχασε και τον γιο του Νίκολας από υπερβολική δόση ηρωίνης το 1994), τον βρήκαν να αναδύεται µέσα από τη ζωγραφική του – για να φτάσει σε λίγα χρόνια τα έργα του να πωλούνται από 6.000 έως 30.000 ευρώ και ένα από αυτά να βρίσκεται στη συλλογή του ΜοΜΑ. Εκείνος πάλι έλεγε πως το κάνει «για να πληρώνει τους λογαριασµούς». Οπως το ίδιο, είπε, έκανε και η «Αυτοβιογραφία» του...

    Πριν από δύο χρόνια κέρδισε και το αστέρι του στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ, την ώρα που άνοιγε και το Ιδρυµα «Εµάνουελ» για τον Ουγγρικό Πολιτισµό, το οποίο ανέλαβε να αναστηλώσει δύο Συναγωγές και 1.300 εβραϊκά κοιµητήρια στην Ουγγαρία.

    Η πνευµονία στο µεταξύ, το 2006, του είχε στερήσει την κίνηση στα κάτω άκρα. Οµως αυτό δεν τον έκανε να χάνει ούτε το χιούµορ ούτε την όρεξή του για ζωή. Ετσι, δήλωνε βγαίνοντας από το νοσοκοµείο:

    «Μπορεί η Τζιλ (σ.σ.: η τελευταία σύζυγός του, η Τζιλ Αν Βάντενµπεργκ) να είναι 45 χρόνια νεώτερή µου, όµως κι εγώ την κρατάω νέα»...


    Εβλεπε το σταριλίκι απλώς σαν έναν τρόπο «για να βρίσκεις καλά τραπέζια στα ρεστοράν, να οδηγείς καλά αυτοκίνητα και να σ’ αγαπούν πολλοί»






    «Με τη Μέριλιν; Είναι σαν να φιλάς τον Χίτλερ!»

    Μπορεί να απασχόλησε τον Τύπο της εποχής µε πολλές θυελλώδεις σχέσεις του (σχεδόν µε όλες τις συµπρωταγωνίστριές του και µε τη Νάταλι Γουντ), γάµους και τα πέντε διαζύγιά του (κυρίως εκείνο µε την Τζάνετ Λι του «Ψυχώ»), αλλά συζητήθηκε περισσότερο και, όπως φαίνεται, τον σηµάδεψε βαθύτερα η σχέση του µε τη Μέριλιν Μονρόε.

    Τη γνώριζε από παλιά, όταν και οι δύο ήταν ακόµη άσηµοι. Οµως όταν την ξανασυνάντησε για το «Μερικοί το προτιµούν καυτό», η Μέριλιν _ όπως αναφέρει στο βιβλίο του για την ταινία «Οι αναµνήσεις µου από τη Μονρόε και τα γυρίσµατα της κλασικής ταινίας»_ είχε µεταβληθεί σε «τέρας» µε την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ. Ετσι, όταν ένας δηµοσιογράφος τον ρώτησε πώς είναι να γυρίζει ταινία µαζί της, απάντησε απλά: «Είναι σαν να φιλάς τον Χίτλερ».

    Πολλά από τα ζωγραφικά έργα του αφορούσαν τη Μέριλιν. Ελεγε µάλιστα πως είχε ένα γυµνό της που ακόµη και µετά το ‘70 το έβλεπε και αναστατωνόταν. «Εκτιµούσε τα έργα µου», είχε πει. «Προσπάθησε κι εκείνη να ζωγραφίσει, αλλά δεν τα κατάφερνε».
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. Markisios_Nte_Sant

    Markisios_Nte_Sant Regular Member

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    ΕΙΜΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ: Το είδα χθες. Μέτριο, ένα 5αρι για DVD μιλώντας με IMDBκους όρους.
     
  9. vautrin

    vautrin Contributor





    50 χρόνια τρόμος

    Μισό αιώνα μετά τη γέννησή του, ο απόλυτος κινηματογραφικός εφιάλτης του «Ψυχώ» επιστρέφει σε Βlu-ray που αποκαλύπτει όλα τα μυστικά της ταινίας του Αλφρεντ Χίτσκοκ η οποία άλλαξε την κινηματογραφική ιστορία

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ | Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010 TO BHMA

    Διάσημη ακόμη και σήμερα για την κλασική σκηνή δολοφονίας της Τζάνετ Λι στην μπανιέρα, η «Ψυχώ» (1960) δικαίως έχει κερδίσει τον τίτλο της σκοτεινότερης δημιουργίας του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Η ιδέα της διπλής προσωπικότητας του βασικού ήρωα (Αντονι Πέρκινς) ενέπνευσε και εξακολουθεί να εμπνέει αμέτρητους σκηνοθέτες οι οποίοι μιμήθηκαν το στυλ του Χίτσκοκ, χωρίς ποτέ ωστόσο να φθάσουν το άγγιγμά του. Η «Ψυχώ» υπήρξε επίσης η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της καριέρας του, αποφέροντας έσοδα που ξεπέρασαν τα 13 εκατ. δολάρια στην πρώτη προβολή της, νούμερο αστρονομικό αν αναλογιστεί κανείς ότι κόστισε μόλις 800.000 δολάρια. Ο Χίτσκοκ αποφάσισε να σκηνοθετήσει την «Ψυχώ» μετά την επιτυχία της «Σκιάς των τεσσάρων γιγάντων» (1959) και ενώ η τηλεοπτική σειρά «Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει», την οποία επιμελούνταν και παρουσίαζε, διένυε την πέμπτη σεζόν της. Το ιστορικό της ταινίας είναι αρκετά παράξενο.

    Ως παραγωγή θεωρήθηκε πάμφθηνη, ενώ από τα 800.000 δολάρια κόστους της μόλις τα 9.000 πήγαν στα δικαιώματα του μυθιστορήματος του Ρόμπερτ Μπλοχ στο οποίο στηρίχτηκε το σενάριο. Ακολουθώντας τους ταχείς ρυθμούς των γυρισμάτων για την τηλεόραση, ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε το συνεργείο της σειράς «Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει». Δεν είχε στη διάθεσή του ηθοποιούς σταρ και συν τοις άλλοις η ταινία ήταν ασπρόμαυρη σε μια εποχή που το ασπρόμαυρο ήταν είδος υπό εξαφάνιση. Ολοι αυτοί οι «περιορισμοί» όμως, με τη βοήθεια ενός προσεκτικού προγραμματισμού και ενός ευφυούς λανσαρίσματος το οποίο επέβλεψε ο ίδιος ο Χίτσκοκ, αποδείχθηκαν άκρως λειτουργικοί για την ταινία.

    Ουδείς από τους ηθοποιούς γνώριζε το φινάλε της ταινίας πριν από την πρώτη προβολή της, ενώ όλοι οι συντελεστές ορκίστηκαν άκρα μυστικότητα. Δεν επετράπη ούτε στους κριτικούς κινηματογράφου, ούτε όμως και στους αιθουσάρχες να δουν την ταινία πριν από την πρεμιέρα. Ο Χίτσκοκ παρουσίασε ο ίδιος το τρέιλερ της ταινίας, ξεναγώντας τον θεατή στους χώ ρους της, ανάμεσα στους οποίους και το ξενοδοχείο του Νόρμαν Μπέιτς. Ηχητικό υλικό ακουγόταν έξω από τις αί θουσες στις ουρές των θεατών. Ολες αυτές οι ιστορίες που έφτιαξαν τον μύθο της ταινίας συμπεριλαμβάνονται στο υλικό της ειδικής έκδοσης της ταινίας σε Βlu-ray, στο οποίο εκτός άλλων βρίσκουμε τα ντοκυμαντέρ «Πώς γυρίστηκε η ταινία» και «Στη σκιά του μετρ: Ο μύθος του Χίτσκοκ», επίκαιρα από τη χρονιά α΄ προβολής της ταινίας, αφίσες, διαφημίσεις κ.ά. από το αρχείο της Universal, το διαφημιστικό τρέιλερ του «Ψυχώ» με ξεναγό τον σκηνοθέτη και σπάνιο φωτογραφικό υλικό από την προώθηση της ταινίας.


    ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ



    Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ σε διαφημιστική πόζα της ταινίας Η διασημότερη ταινία της φιλμογραφίας της Τζάνετ Λι (1927-2004) υπήρξε επίσης η «κινηματογραφική ταφόπλακά» της.Ο θρίαμβός της μετετράπη σε βαριά σκιά,όπως φαίνεται και στο βιβλίο της «Ρsycho: Βehind the scenes in the classic thriller».Μετά την «Ψυχώ» εμφανιζόταν όλο και πιο σποραδικά στη μεγάλη οθόνη και από τη δεκαετία του 1970 η δουλειά της περιορίστηκε στην τηλεόραση.Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Αντονι Πέρκινς (1932-1992).Ο ηθοποιός έγινε πασίγνωστος από την «Ψυχώ» και στη συνέχεια η γκάμα των ηρώων που καλούνταν να υποδυθεί ήταν περιορισμένη σε παρόμοιους ρόλους,ώσπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 αναγκάστηκε να επιστρέψει στον Νόρμαν Μπέιτς παίζοντας σε δύο «συνέχειες» της ταινίας.Η δεύτερη μάλιστα σκηνοθετήθηκε από τον ίδιο,έξι χρόνια πριν από τον θάνατό του από ΑΙDS.


    Το καζανάκι της τουαλέτας και η δολοφονία της κεντρικής ηρωίδας


    Ο δημοσιογράφος- συγγραφέας Στίβεν Ρεμπέλο είναι ο τελευταίος άνθρωπος που πήρε συνέντευξη από τον Χίτσκοκ Στην ειδικήΒlu-ray έκδοση που κυκλοφορεί,ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Στίβεν Ρεμπέλο, συνεργάτης περιοδικών όπως το «Ρlayboy», το «Εsquire» και το «GQ»,κάνει τον σχολιασμό σκηνή προς σκηνή. Ο Ρεμπέλο είναι ο τελευταίος άνθρωπος που πήρε συνέντευξη από τον Χίτσκοκ για λογαριασμό του περιοδικού «Real Τime».Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε το 1980, χρονιά θανάτου του Χίτσκοκ,ενώ αργότερα ο Ρεμπέλο έγραψε το βιβλίο «Αlfred Ηitchock and the making o “Ρsycho”».Με αφορμή τη συμμετοχή του στην επανακυκλοφορία της ταινίαςο Ρεμπέλο μίλησε αποκλειστικά στο «Βήμα» για τη σχέση του με τον μετρ του τρόμου και την αξία του έργου του. - Πότε είδατε για πρώτη φορά την «Ψυχώ»; «Οταν διανεμήθηκε το 1960. Δεν επιτρεπόταν να την δω αλλά κατάφερα να μπω στην αίθουσα χρησιμοποιώντας πονηρές μεθόδους...».

    - Πώς νιώσατε όταν είδατε την ταινία; «Η ζωή μου άλλαξε ολοκληρωτικά και σε πολλούς τομείς. Για παράδειγμα με βοήθησε να ξεπεράσω τον φόβο που είχα απέναντι στην εξουσία. Ως τότε έτρεμα τους δασκάλους μου. Στην προβολή της ταινίας όμως είδα τη φιλόλογό μου, μια εξαιρετικά αυστηρή καθηγήτρια, να τρέχει σε έναν διάδρομο της αίθουσας ουρλιάζοντας από τον τρόμο! Πόσο όμορφα είχα νιώσει! Ο Χίτσκοκ με είχε απελευθερώσει».

    - Εχουν ειπωθεί πολλά για την πρώτη προβολή της ταινίας και τον αντίκτυπο που είχε στον κόσμο.Εσείς τι θυμάστε πιο έντονα;

    «Αυτό που μου έκανε τεράστια εντύπωση ήταν ο ήχος μέσα στην αίθουσα. Οχι μόνο ο ήχος της ταινίας αλλά και εκείνος των θεατών. Μπορώ να τον συγκρίνω μόνο με τους ήχους που έχω ακούσει να βγάζουν θεατές οι οποίοι παρακολουθούν ελληνική τραγωδία. Τα μουρμουρητά και οι κραυγές είχαν κάτι το ανεπανάληπτο (σ.σ.: μιμείται μια γυναίκα). Ηταν κάτι ανάμεσα σε ήχους σεξουαλικής έκστασης, αγωνίας και τρόμου, μου έδιναν την εντύπωση ότι ο κόσμος ήθελε να φύγει από την αίθουσα αλλά δεν μπορούσε. Σήμερα δεν ακούμε τέτοιους ήχους από τους θεατές όταν βλέπουν ταινία τρόμου. Ακούς περισσότερο αντανακλάσεις της ταινίας, ή κάποιον στο κοινό να προσπαθεί να προκαλέσει την προσοχή των άλλων». - Για ποιους λόγους η «Ψυχώ» θεωρείται επίσης επαναστατική ταινία για τον ίδιο τον κινηματογράφο;

    «Γυρίστηκε την εποχή που μεσουρανούσαν οι πανάκριβες έγχρωμες υπερπαραγωγές των στούντιο του Χόλιγουντ με τους μεγάλους σταρ και τα χλιδάτα ντεκόρ. Και να που αυτή, μια ασπρόμαυρη, χαμηλού κόστους ταινία ήλθε και τα τσάκισε όλα. Οι καινοτομίες του Χίτσκοκ ήταν απίστευτες, από το ότι “σκότωσε” την πρωταγωνίστρια (Τζάνετ Λι) στη μέση της ιστορίας ως το ότι έδειξε για πρώτη φορά καζανάκι τουαλέτας στη μεγάλη οθόνη. Στην Αμερική δεν είχαμε δει ποτέ τουαλέτα στη μεγάλη οθόνη. Ηταν ταμπού. Για να μην αναφερθώ στη διφορούμενη σεξουαλικότητα του Νόρμαν Μπέιτς. Ο αμερικανός θεατής δεν είχε ιδέα για το τι σημαίνει τραβεστί ως τότε». - Είστε ο άνθρωπος που πήρατε την τελευταία συνέντευξη του Αλφρεντ Χίτσκοκ.Τι θυμάστε από τη συνάντησή σας και τι θα τον ρωτούσατε σήμερα;

    «Αν τον συναντούσα σήμερα θα τον ρωτούσα πολύ πιο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις από αυτές που τον ρώτησα όταν τον συνάντησα τότε. Αυτό που θυμάμαι πάντως ήταν μια απίστευτη ακρίβεια σε ό,τι έλεγε, μιλώντας με απεριόριστο θαυμασμό για τη δύναμη του κινηματογράφου. Ηταν όμως και πολύ πικραμένος διότι δεν μπορούσε να βρει χρήματα για την επόμενη ταινία του. Μου φάνηκε, τέλος, γενναιόδωρος. Ενώ μου είχαν δώσει μόλις 15 λεπτά μαζί του, εκείνος μου παραχώρησε μια ολόκληρη ώρα».

    - Ως κινηματογραφιστή τι τον απασχολούσε περισσότερο;

    «Αυτό που τον απασχολούσε πάντα. Πόσο δύσκολο πράγμα είναι να σοκάρεις το κοινό. Φανταστείτε ότι το έλεγε από τη δεκαετία του ΄30!».


    Η ΥΠΟΘΕΣΗ
    Εχοντας κλέψει 40.000 δολάρια από τον εργοδότη της,η Μάριον (Τζάνετ Λι) εγκαταλείπει το Φοίνιξ της Αριζόνα με το αυτοκίνητό της.Το ίδιο βράδυ διανυκτερεύει σε ένα απόμερο μοτέλ.Ιδιοκτήτης του είναι ένας νεαρός,ο Νόρμαν Μπέιτς (Αντονι Πέρκινς),ο οποίος ζει εκεί με τη μητέρα του.

    Παρά τη φιλική συμπεριφορά του,η Μάριον νιώθει ότι ο νεαρός κρύβει κάτι ύποπτο.Το ίδιο βράδυ η Μάριον δολοφονείται με φρικτό τρόπο στο λουτρό του δωματίου της ενώ κάνει ντους.Εν τω μεταξύ η αδελφή της (Βέρα Μάιλς),ο εραστής της (Τζον Γκάβιν) και ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ (Μάρτιν Μπάλσαμ) που αναζητεί τα ίχνη της καταλήγουν στο ίδιο ξενοδοχείο.


    Ο Φρανσουά Τρυφό συζητώντας με τον Χίτσκοκ


    Ο Χίτσκοκ με τον Φρανσουά Τρυφό στη Universal City, όπου ο δεύτερος του πήρε τις μνημειώδεις συνεντεύξεις Στα έξτρα του DVD υπάρχει επίσης το απόσπασμα για το «Ψυχώ» από την περίφημη συνέντευξη που πήρε από τον Χίτσκοκ ο συνάδελφός του,Φρανσουά Τρυφό.Ο Χίτσκοκ μίλησε αναλυτικά για τη δημιουργία όλων των ταινιών του στον Τρυφό στις περίφημες συζητήσεις τους που έγιναν το 1962 στη Universal City, όπου ο πρώτος μόνταρε τα «Πουλιά».Πέντε χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Τρυφό με τίτλο «Ηitchcock» όπου εμπεριέχονται αυτές οι συζητήσεις (κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υψιλον το 1986 ως «Χίτσκοκ»).

    - Φρανσουά Τρυφό: Τι σας άρεσε σε αυτό το μυθιστόρημα «Ψύχωση» του Ρόμπερτ Μπλοχ;

    Αλφρεντ Χίτσκοκ: «Νομίζω ότι το μόνο πράγμα που μου άρεσε και που με έκανε να αποφασίσω να γυρίσω αυτή την ταινία ήταν το πόσο ξαφνικά γίνεται ο φόνος στο ντους.Είναι τελείως απρόσμενο και αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον».

    - Ενας φόνος που θυμίζει περισσότερο βιασμό.Νομίζω πως το μυθιστόρημα βασίστηκε σε μια αληθινή ιστορία,έτσι δεν είναι;

    «Ναι,από την ιστορία κάποιου που κρατούσε το πτώμα της γριάς μητέρας του κάπου στο Ουισκόνσιν».

    - Το μαχαίρωμα της Τζάνετ Λι στο μπάνιο είναι πολύ επιτυχημένο.

    «Το γύρισμα αυτής της σκηνής κράτησε επτά ημέρες.Είχαμε 70 διαφορετικές θέσεις της κάμερας για 45 δευτερόλεπτα ταινίας.Για αυτή ειδικά τη σκηνή μού έφτιαξαν μια θαυμάσια κούκλα,με το αίμα να τρέχει από τις μαχαιριές.Δεν τη χρησιμοποίησα όμως.Προτίμησα να ντουμπλάρω την Τζάνετι Λι με μια κοπέλα,ένα γυμνό μοντέλο. Από την Τζάνετ δεν βλέπαμε παρά τα χέρια,τους ώμους και το κεφάλι.Ολα τα άλλα έγιναν με το μοντέλο.Το μαχαίρι φυσικά δεν ακουμπά ποτέ το κορμί της, όλα έγιναν στο μοντάζ.Ούτε μια στιγμή δεν βλέπουμε κάποιο μέρος-ταμπού του γυναικείου κορμιού γιατί ορισμένα πλάνα τα κινηματογραφήσαμε στο ρελαντί ώστε να μη φανεί το στήθος.Είναι η πιο βίαιη σκηνή της ταινίας.Οσο η ταινία προχωρεί,η βία μειώνεται σταθερά αφού και η ανάμνηση αυτής της σκηνής αρκεί για να γεμίσει με αγωνία τις επόμενες σκηνές σασπένς».

    - Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το «Ψυχώ» πειραματική ταινία;

    «Ισως.Αυτό που κυρίως με ικανοποίησε είναι ότι η ταινία επέδρασε πάνω στο κοινό και αυτό ακριβώς ήθελα.Στο “Ψυχώ” το θέμα και οι ήρωες δεν έχουν και τόση σημασία.Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η συναρμολόγηση των κομματιών της ταινίας,η φωτογραφία,η ηχητική μπάντα και η καθαρά τεχνική πλευρά μπόρεσαν να κάνουν το κοινό να στριγκλίσει.Νομίζω ότι είναι μεγάλη ικανοποίηση για εμάς να χρησιμοποιούμε την κινηματογραφική τέχνη για να δημιουργήσουμε μαζική συγκίνηση.Και με το “Ψυχώ” τα κατάφερα.Αυτό που ταρακούνησε το κοινό δεν ήταν κάποιο μήνυμα,μια καταπληκτική ερμηνεία ή κάποιο περίφημο μυθιστόρημα.Αυτό που συγκίνησε το κοινό ήταν η ίδια η ταινία και τίποτε άλλο.Γι΄ αυτό αν είμαι περήφανος για το “Ψυχώ” είναι επειδή πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία μου,ανήκει σε εμάς τους κινηματογραφιστές.Σε εσάς και σε εμένα».
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  10. Απάντηση: Κινηματογράφος

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  11. vautrin

    vautrin Contributor



    A cut from Jean-Luc Godard's "Weekend" (1967), one of the most virulent attack on bourgeois values and in this sequence a stunning attack on the role of cars in post modern societies. This movie foreshadowed the Parisian riots during the Spring of 1968, in which so many cars turned into burning barricades.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014