Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κινηματογράφος

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 28 Φεβρουαρίου 2006.

Tags:
  1. Stalker

    Stalker Not a very nice guy Contributor

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    [ame="http://[/ame]
    1952-2011
    Merci Mme Schneider, pour tout ce que vous nous avez apporté à une époque où nous en avions vraiment besoin. On ne vous oubliera pas.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. Βασιλεύς






    Βασιλεύς Ήλιος.

    Βλέπεται σε fullscreen και με τη μουσική στη διαπασών​


    (Από την ταινία Le Roi Danse του Gérard Corbiau)​





    .
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. echo

    echo ***

    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ «Εκανα ταινία τα σενάρια της ξενοφοβίας»
    Για το «Μan at sea», που συμμετέχει στο Πανόραμα του Φεστιβάλ Βερολίνου, ο σκηνοθέτης του «Δεκαπενταύγουστου» χρησιμοποίησε ως σκηνικό ένα πραγματικό πλοίο γεμάτο λαθρομετανάστες

    TO BHMA - Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011



    Οταν πριν από μερικούς μήνες είχα συναντήσει τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη στη Δραπετσώνα, όπου γύριζε την τελευταία ταινία του «Μan at sea», στο πετρελαιοφόρο «Scottish Βard Douglas», ο 52χρονος σκηνοθέτης δεν είχε θεωρήσει και τόσο υλοποιήσιμη την ιδέα της συμμετοχής της στο επερχόμενο Φεστιβάλ Βερολίνου. «Οι Γερμανοί δεν μας “πάνε” πια» είχε πει χαμογελώντας. «Εκτός βέβαια αν τώρα που η χώρα μας έχει βαρέσει κανόνι μας βλέπουν σαν ένα νέο Ιράν». Είτε μάς θεωρούν Ιρανούς είτε όχι, το γεγονός είναι ότι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάνναρη επελέγη από τους Γερμανούς για να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ- το οποίο ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη- στο πλαίσιο του παράλληλου τμήματος Πανόραμα. Μία ακόμη τιμητική κινηματογραφική διάκριση για την Ελλάδα, λοιπόν, μετά τις φεστιβαλικές διακρίσεις ταινιών όπως η «Ακαδημία Πλάτωνος», η «Στρέλλα», το «Μέσα στο δάσος», το «Wasted youth» και φυσικά ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου που διεκδικεί Οσκαρ.

    «Στην Ελλάδα ζούμε!» φώναξε ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης όταν τον ρώτησα την προέλευση της ιδέας της ταινίας, η οποία καταπιάνεται με το φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης και τοποθετείται εξ ολοκλήρου πάνω σε ένα πλοίο. «Στην Ελλάδα όπου κάθε μέρα ακούμε στις ειδήσεις για πλοία που μεταφέρουν λαθρομετανάστες,για πνιγμούς,για πτώματα που ξερνά η θάλασσα στην παραλία.Τα τελευταία 10-15 χρόνια ζούμε με αυτό το σενάριο της ξενοφοβίας και της εισβολής από το εξωτερικό. Ε, όλο αυτό το σενάριο δεν μπορούσε να μην περάσει στο υποσυνείδητό μου όταν σκέφτηκα την ιδέα της ταινίας».

    «Ζούμε σε μια χώρα όπου καίνε ζωντανούς τους ανθρώπους και πυροβολούν παιδιά» λέει ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης
    Ο σκηνοθέτης δεν έκρυψε ποτέ την οργή αλλά και την απελπισία του για τη χώρα «του εκσυγχρονισμένου ρατσισμού», όπως πριν από λίγο καιρό την είχε αποκαλέσει στο «Βήμα» ορμώμενος από την απόφαση της κυβέρνησης να περιφράξει τα σύνορα του Εβρου. Αλλωστε ο κοινωνικός και ο φυλετικός ρατσισμός είναι θέματα που ανέκαθεν τον απασχολούσαν σε ταινίες όπως ο «Ομηρος», ο «Δεκαπενταύγουστος» και το «Από την άκρη της πόλης».

    Αναπόφευκτα οι εικόνες που σχηματίζει κανείς είναι πολύ δυσάρεστες. Και ενδεχομένως το «Μan at sea» να είναι μια δυσάρεστη κινηματογραφική εμπειρία: ο σκηνοθέτης μιλάει για ένα έργο γεμάτο βία και αίμα επισημαίνοντας τη ραγδαία άνοδο που έχει σημειώσει το φαινόμενο της βίας τα τελευταία χρόνια. «Ζούμε σε μια χώρα όπου καίνε ζωντανούς τους ανθρώπους και πυροβολούν παιδιά» λέει.

    Το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης, ωστόσο, όπως ο ίδιος ο Γιάνναρης είπε, υπήρξε περισσότερο η αφορμή για να μιλήσει για «μια κοινωνία που είναι από μόνη της προβληματική». Η κοινωνία του ελληνικού πλοίου στο οποίο εισβάλλουν οι μετανάστες φέρει πολλές αμαρτίες. Ετσι όπως ο Γιάνναρης περιγράφει την ταινία του, στην οποία πρωταγωνιστούν ο Αντώνης Καρυστινός και η Θεοδώρα Τζήμου, σου δίνει την αίσθηση ότι το πλοίο ενδεχομένως να είναι μια αντανάκλαση της σύγχρονης Ελλάδας.

    Τα γυρίσματα του «Μan at sea» διήρκεσαν πολλούς μήνες. «Είμαστε παντού με δάνεια» μας είπε ο παραγωγός της ταινίας Γιώργος Λικιαρδόπουλος για τον προϋπολογισμό της, ο οποίος έφθασε τις 900.000 ευρώ. Ενάμισης χρόνος χρειάστηκε για να βρεθεί το 180 μέτρων πετρελαιοφόρο. Και η ειρωνεία είναι ότι βρέθηκε εντελώς τυχαία: πίνοντας σε ένα μπαρ ο Γιάνναρης έμαθε από γνωστό γνωστού... γνωστού ότι το «Scottish Βard Douglas» επρόκειτο να πιάσει Πειραιά από την Κροατία.

    Το σενάριο πέρασε από 14 διαφορετικές μορφές ώσπου να καταλήξει στο τελικό. Αλλά για τον Γιάνναρη «αυτό που βλέπουμε στην ταινία βγήκε με εντελώς πρωτόγονο τρόπο», κάτι στο οποίο μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί μετανάστες στην Ελλάδα. «Πάντα μου άρεσε η μείξη επαγγελματιών ηθοποιών με ερασιτέχνες» εξηγεί. «Ο ερασιτέχνης φέρει τον αυθορμητισμό και την αμεσότητα,τη φυσική δύναμη που κουβαλά μέσα από την εμπειρία της ζωής.Ο ηθοποιός κουβαλά μια τέχνη. Η αντίθεση των δύο μπορεί να δημιουργήσει κάτι όμορφο».

    ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

    Το «Μan at sea» δεν θα είναι η μοναδική ελληνική παρουσία στο Φεστιβάλ Βερολίνου καθώς η «Αμνηστία»,πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του αλβανού σκηνοθέτη Μπουγιάρ Αλιμάνι,θα κάνει επίσης την παγκόσμια πρεμιέρα της στο τμήμα Φόρουμ.Η ταινία αφορά τη γνωριμία δύο ανθρώπων,της Ελσα και του Σπετίμ,που συναντώνται όταν επισκέπτονται τις φυλακές για να δουν τους συζύγους τους.Εξω από τη φυλακή θα αρχίσει να ανθεί μια ιστορία αγάπης.Μετά την αμνηστία όμως τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα και για τους δύο.

    «Η Ελσα και ο Σπετίμ κουβαλούν τις ιστορίες πολλών ανθρώπων που γνώρισα στην πατρίδα μου» λέει ο σκηνοθέτης. «Οι ήρωες προέρχονται από το βαθύ περιθώριό της, εκεί όπου οι άνθρωποι αγαπούν,πονάνε,ταξιδεύουν.Και οι δυο τους έχουν κάθε λόγο να μην είναι μαζί και όλους τους λόγους για να είναι μαζί.Η γυναίκα προσπαθεί να αναγεννηθεί μέσα από τον έρωτα και ο άντρας να βρει τον χαμένο του εαυτό.Αναζητούν καθαρές σταγόνες σε μια λάσπη ζωής που τους πνίγει.Η παλιά Αλβανία συγκρούεται με την καινούργια.Το ηθικό παλεύει με το πάθος και το τίμημα είναι βαρύ.Ολα αυτά σε μια Αλβανία η οποία προσπαθεί να βρει το πρόσωπό της στον δρόμο προς την Ευρώπη».

    ΠΟΤΕ & ΠΟΥ
    Η παγκόσμια πρεμιέρα του «Μan at sea» θα γίνει στις 15 Φεβρουαρίου στην αίθουσα Friedrichstadt Ρalast.Το «Μan at sea» θα παρουσιαστεί ακόμη δύο φορές στο επίσημο πρόγραμμα, ενώ θα πραγματοποιηθούν και ειδικές προβολές για εκπροσώπους της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας.

    Προς το παρόν η ταινία δεν έχει βρει ελληνική διανομή.


    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ «Εκανα ταινία τα σενάρια της ξενοφοβίας» - TO BHMA
     


  4. Η ιστορία τριών ανθρώπων που πεθαίνουν από έρωτα.
    Σε παραγωγή Βάλτερ Σάλες ("Ημερολόγια Μοτοσικλέτας") και γεμάτο εξωτικά χρώματα, βραζιλιάνικους ήχους, γρήγορους ρυθμούς και ερωτισμό έρχεται αυτό το συναισθηματικό και ατμοσφαιρικό ψυχογράφημα ενός ιδιόμορφου ερωτικού τριγώνου.
    Ο Ντέκο και ο Ναλντίνιο είναι δυο αδελφικοί φίλοι που βγάζουν τα προς το ζην μεταφέροντας εμπόρευμα μ' ένα μικρό μηχανοκίνητο σκάφος. Όταν η νεαρή στριπτιζέζ Καρίνα τους ζητά να τη μεταφέρουν με το σκάφος στην απέναντι ακτή, οι δύο άνδρες θα την ερωτευτούν παράφορα. Ένα ερωτικό τρίγωνο θα δημιουργηθεί και σύντομα μια δυνατή φιλία θα πλημμυρίσει από μίσος...
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. kati

    kati Regular Member

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    Das weiße Band (The White Ribbon), 2009, του Michael Haneke

    3 βραβεία στο φεστιβάλ Καννών και αρκετά ακόμη

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. dhmhtrhs

    dhmhtrhs Regular Member

  7. Απάντηση: Κινηματογράφος

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. Απάντηση: Κινηματογράφος




    ΒΕΡΟΛΙΝΟ, Εδώ και 25 ολόκληρα χρόνια ο γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς είχε στα σχέδιά του το γύρισμα μιας ταινίας για την πρωτοπόρο χορεύτρια και χορογράφο του μοντέρνου χορού Πίνα Μπάους. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ακριβώς τη χρονιά που αποφάσισε να ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας η Μπάους πέθανε. Αν οι στρατιές των θαυμαστών της, αλλά και οι συνεργάτες της, δεν επέμεναν παρά τον θάνατό της να τη γυρίσει, ο σκηνοθέτης θα είχε εγκαταλείψει το σχέδιο της «Ρina», ταινίας που παρουσιάστηκε εκτός διαγωνισμού στην εφετινή Μπερλινάλε.

    «Το ερώτημα δεν είναι γιατί ήθελα να κάνω μια ταινία για την Μπάους, αλλά το πώς θα μπορούσα να τη γυρίσω » δήλωσε ο σκηνοθέτης των «Φτερών του έρωτα» και του «Παρίσι- Τέξας». « Το γιατί ήταν δεδομένο. Οταν είδα για πρώτη φορά δουλειά της Πίνα, το 1984, έμεινα άναυδος. Το πώς όμως... ήταν ένα θέμα. Δεν ήξερα πώς να τοποθετηθώ επάνω της ως κινηματογραφιστής ».

    Ο Βέντερς είπε ότι τελικά βρήκε τον τρόπο βλέποντας στις Κάνες ένα τρισδιάστατο ντοκυμαντέρ για τους U2. « Πήρα τηλέφωνο την Πίνα και της είπα χαρούμενος: “Βρήκα πώς θα γυρίσουμε την ταινία!” ». Αυτό συνέβη το 2006. Τρία χρόνια αργότερα και ενώ ήταν έτοιμος για τα γυρίσματα, η Πίνα Μπάους μπήκε στο νοσοκομείο για ένα τυπικό τσεκάπ. Πέντε ημέρες αργότερα πέθανε.

    «Η αρχική ιδέα ήταν να γυρίσουμε μαζί όλο τον κόσμο·από την Ευρώπη στη Βόρεια Αμερική, μετά στη Νότια Αμερική και στην Ασία» αποκάλυψε ο Βέντερς, προσθέτοντας ότι σκόπευε να φιλμάρει την Μπάους ενώ εκείνη εργαζόταν μαζί με τους χορευτές της. «Ο τρόπος με τον οποίο δούλευε με το επιτελείο της ήταν εξαιρετικός» σημείωσε. «Τους έκανε ερωτήσεις και εκείνοι έπρεπε να απαντούν με κινήσεις. Από εκεί μπορούσε να φτιάξει ένα ολόκληρο έργο». Αναγκαστικά, για τις ανάγκες του φιλμ, ο Βέντερς έπρεπε πλέον να βρει αντικαταστάτρια της Μπάους. Ετσι, την αντικατέστησαν... οι ίδιοι οι χορευτές της. «Ολες οι ερωτήσεις που θα έκανα στην Πίνα έγιναν στους χορευτές της. Και αυτοί απάντησαν με κινήσεις».

    Ο Βέντερς είναι τόσο μεγάλος θαυμαστής της Μπάους ώστε να θεωρεί ότι ακόμη και ο όρος «μοντέρνος χορός» δεν της ταιριάζει. «Η δουλειά της σχετίζεται με αυτά που όλοι μας λέμε στον εαυτό μας μέσω κινήσεων. Η τεχνική της ήταν σχεδόν επιστημονική: πώς μπορούμε να “διαβάσουμε” το ποιοι είμαστε από τον τρόπο που κινούμαστε».

    Το Βήμα
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  9. kati

    kati Regular Member

    Απάντηση: Κινηματογράφος

    Blue Valentine (2010)

    Ανεξάρτητος αμερικανικός κινηματογράφος.

    Χαρακτηριστικό δείγμα Αμερικάνικου Ανεξάρτητου Κινηματογράφου αποτελεί το BLUE VALENTINE του Σίανφρανς. Γνώρισε την αποθέωση στο Σάντανς, καθώς οι "αρχιερείς" του Independent πνεύματος, Γκόσλινγκ και Γουίλιαμς δίνουν τον καλύτερο εσωτερικό τους εαυτό. Είναι πασιφανές πως τους ρόλους τους "ζουν" οι πρωταγωνιστές, δε χρειάζεται να είσαι ειδικός για να το καταλάβεις ... Και επίσης για άλλη μια φορά δικαιώνεται η άποψή μου σχετικά με την αξία του "κορυφαίου" Φεστιβάλ του κόσμου, εκείνου στο Σάντανς, που οι ταινίες του τα τελευταία χρόνια ανανεώνουν συνολικά την κινηματογραφική γραφή και αφήγηση, χωρίς τις εξαρτήσεις και τους συμβιβασμούς που επιβάλλουν οι μεγάλες εταιρείες ή τα κόκκινα χαλιά και την γκλαμουριά κάποιων "κενών" Ευρωπαϊκών φεστιβάλ. Ο Αμερικάνικος Ανεξάρτητος Κινηματογράφος βρισκόταν στην πρωτοπορία ανέκαθεν. Με το Σάντανς αυτό "θεσμοθετείται".

    Να τα πάρουμε με τη σειρά, όμως. Το φιλμ είναι μια σπουδή πάνω στις σχέσεις, μια τομή στην ανθρώπινη επαφή. Μια ρεαλιστική προσέγγιση της συμβίωσης, χωρίς ωραιοποιήσεις, δήθεν "αποδόμηση", κατακερματισμό "αφήγησης" ή εσωστρεφή "αποστασιοποίηση". Με ωμό ακατέργαστο φως, χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των κλισέ που χρησιμοποιούν τα χολιγουντιανά στούντιο. Γιατί απλά ακολουθεί τους νόμους της φυσικής ζωής, της εξέλιξης, της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης, χωρίς να μεροληπτεί υπέρ ή κατά. Ένα οικογενειακό δράμα σε δύο χρόνους, που δε σκοπεύει να καθαγιάσει την ηθική. Στο πριν κυριαρχεί ο έρωτας. Αγνός, αμόλυντος, αυθεντικός, χωρίς δεσμεύσεις και σχεδιασμό. Στο μετά, ακολουθούμε μια προδιαγεγραμμένη πορεία παρακμής. Η οικογένεια διαλύεται. Οι συμβιβασμοί μεγαλώνουν μαζί με τις υποχρεώσεις. Έχουμε ένα ζευγάρι που οι δρόμοι τους μέρα με τη μέρα αποκλίνουν. Το μόνο κοινό που τους ενώνει είναι το παιδί τους. Χωρίς οι εξωτερικοί παράγοντες (εξωσυζυγικές σχέσεις, επαγγελματική αστάθεια) να επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την σχέση τους, το φιλμ εντυπωσιάζει για την αφηγηματική του μεστότητα και λιτότητα, το βάθος των χαρακτήρων, τις ερμηνευτικές επιδόσεις και τους συμβολισμούς, όπως στο φινάλε που κορυφώνεται την 4η Ιουλίου!

    Το BLUE VALENTINE δεν κραυγάζει για τις χαμένες ευκαιρίες σε μια σχέση κι ούτε διακατέχεται από ανασφάλεια για το τέλος της. Πολύ ειλικρινά, βαθιά ανθρώπινα και συγκινητικά περιγράφει τον δρόμο με τις δυσάρεστες απώλειες χωρίς να προσπαθεί να εκμαιεύσει οίκτο ή να διαπαιδαγωγήσει. Ο φόβος του ανθρώπου για το άγνωστο είναι γνωστός. Όμως το ίδιο το άγνωστο σε άλλους εξασκεί μία απίστευτη γοητεία. Μια σχέση τελειώνει όταν δεν βγάζει άλλο "χυμό" σαν στιμένη λεμονόκουπα. Κάθε αρχή, έχει κι ένα τέλος καμιά φορά απροσδιόριστο χρονικά. Όμως, οι συνέπειες ενός διαζυγίου είναι τόσο τρομακτικές όσο ο "εφιάλτης ενός πολέμου" σύμφωνα με τον δημιουργό της.

    Αναμφίβολα, άξια η υποψηφιότητα της Μισέλ Γουίλιαμς στα Όσκαρ. Η ταινία κόστισε $1εκατομμ. και έχει αποφέρει $6,5 κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ. Η Weinstein Company αγόρασε τα δικαιώματα διανομής από το Σάντανς, επιβραβεύοντας την αξία της και δίνοντας τη δυνατότητα αποδοχής στο πλατύ κοινό. Η αναγνωρισιμότητα του πρωταγωνιστικού ντουέτου την έσπρωξε στα μεγάλα βραβεία. Και τελικά ο σκηνοθέτης υπογράφει μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, εκτός Χόλιγουντ. Η προσωπική του αφήγηση μας αφορά όλους. Από το "ειδικό" μεταπηδά στο "συνολικό". Η ευρύτερη αντίληψη σχετικά με τα αίτια της κοινωνικής κρίσης περνάει μέσα από τον ιστό της μικροκοινωνίας, δηλ. της οικογένειας. Και είναι ευφυής ο τρόπος που τη διαχειρίζεται ο δημιουργός, καθώς τη συνθέτει διαλεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους της σύγχρονης ζωής, όπως, τον αποσυντονισμό του ανθρώπου από την καταναλωτική κοινωνία και τον ανελέητο ανταγωνισμό που μεταλάσσουν τις ανθρώπινες προτεραιότητες με χαρακτήρα έντονα ατομικιστικό και ωφελιμιστικό...

    Πηγή: myfilm.gr

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  10. MisstressAmaranth

    MisstressAmaranth Regular Member

    Για τον Blake Edwards

    Για τον Blake Edwards (του κ. Άκη Καπράνου)

    Όταν, το 2004, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου αποφάσισε να απονείμει ένα τιμητικό Όσκαρ στον Μπλέικ Έντουαρντς, ο 82χρονος τότε σκηνοθέτης, εμφανίστηκε στη σκηνή, σε αναπηρική καρέκλα, με το πόδι του στο γύψο. Δευτερόλεπτα μετά, η καρέκλα, μαζί με τον ίδιο, εκσφενδονίστηκε θεαματικά στο απέναντι διάζωμα της σκηνής, καταστρέφοντας ένα μεγάλο κομμάτι της: το stage-show αυτό ήταν τόσο εντυπωσιακό που, για μια στιγμή, οι θεατές ανησύχησαν για τον γηραιό Μπλέικ. Που εμφανίστηκε, αμέσως μετά, περιχαρής και ελαφρώς σκονισμένος. «Στα γυρίσματα του The Party, το στούντιο είχε μισθώσει έναν φροντιστή για να φτυαρίζει τις ακαθαρσίες του ελέφαντα» είπε, κρατώντας σφιχτά το αγαλματάκι. «Ήταν πάντοτε συνεπής, και κάθε βράδυ, ενώ φτυάριζε, τραγουδούσε το “There’s no business / like show business”. Του αφιερώνω αυτό το βραβείο».

    Ο Άνθρωπος Που Μισούσε το Hollywood.

    Βλέπετε, ο Μπλέικ Έντουαρντς λάτρευε τη σωματική κωμωδία, την physical comedy, όπως την λένε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Και μισούσε το Hollywood. Τόσο που, το 1981, γύρισε και μια ταινία εκτός κυκλώματος, σαρκάζοντας τους μηχανισμούς του: στο “S.O.B.” (τα αρχικά των λέξεων Standard Operational Bullshit, φράση που θα αφήσουμε αμετάφραστη), ένας μεγαλοπαραγωγός αποφασίζει να επανεκδώσει στις αίθουσες την τελευταία του εμπορική αποτυχία, με την πρόσθεση σκηνών σκληρού σεξ με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του. Για να μεγιστοποιήσει την αιχμή της σάτιρας του, ο Έντουαρντς φιλμογράφησε γυμνόστηθη τη.. Μαίρη Πόπινς – δηλαδή την σύζυγο του, την Τζούλι Άντριους. Η ταινία δεν είχε εμπορική επιτυχία. Αλλά τα στούντιο δεν του κράτησαν κακία. Και αυτός τους χάρισε ένα μεγάλο σουξέ: η αμέσως επόμενη δουλειά του ήταν το Βίκτορ-Βικτόρια.

    Αν θέλουμε πάντως να ανιχνεύσουμε την, κατα Έντουαρντς, τέλεια σύζευξη σάτιρας και φάρσας, πρέπει να πάμε είκοσι χρόνια πίσω, περίπου. Στην πιο θεαματική σύγκρουση της αθωότητας με τον κυνισμό, στο «Πάρτι», με ήρωα τον Πίτερ Σέλερς. Ο Χαρούντι Μπάγκσι, που καλείται κατά λάθος στο πάρτι του παραγωγού της ταινίας, είναι ο αθώος, που, εκ λάθους, έρχεται σε αντιπαράθεση με το σκληρό, κυνικό πρόσωπο του Χόλιγουντ. Αφού έχει προηγουμένως… ανατινάξει εκ λάθους το σκηνικό της ταινίας, τώρα… ανατινάζει και το σπίτι του παραγωγού, απομυθοποιώντας τις σχέσεις των ηθοποιών, τις πομπώδεις χολιγουντιανές προσωπικότητες και, κυρίως, το παρασκήνιο της Μέκκας του αμερικανικού κινηματογράφου. Στον κόσμο του Μπλέηκ ΄Εντουαρντς, οι αθώοι, οι αγνοί και οι αρνούμενοι να ενταχθούν «στο σύστημα» κάνουν γκάφες (όπως και στο κόσμο ενός άλλου τεράστιου της εποχής του, του Τζέρι Λιούις). Οι ήρωές του, έξω από τα καθιερωμένα, στέκονται επάξια στον χώρο τους όντας, απλώς, ο εαυτός τους. Και, όπως ο Τσάπλιν, δεν κλαίνε ποτέ. Βεβαίως, ο Κλουζό, στην πρώτη ταινία του «Ροζ Πάνθηρα» συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από την αστυνομία ενώ ο πραγματικός ένοχος, το σκάει με τη γυναίκα του. Όμως έξω από το δικαστήριο, πλήθος γυναικών εκλιπαρεί για ένα χάδι του Κλουζό τον οποίο εκλαμβάνει ως τον αριστοκράτη-ληστή, του οποίου θαυμαστές δηλώνουν και οι αστυνομικοί που τον συνοδεύουν στη φυλακή. Πλήρης απομυθοποίηση, δηλαδή, της «καλής κοινωνίας» αλλά και της εξουσίας! Διανθισμένη με πολλά, θεαματικά gags.

    Gag

    Τι παράξενη λεξη – μοιάζει ηχογενής ενώ κανείς δεν ξέρει από που κρατά η σκούφια της. Αν αναρωτιέστε πάντως, gag σημαίνει πόνος! Πατάς τη μπανανόφλουδα και σκας στο πεζοδρόμιο, σαν τον Τσάπλιν, τους Λόρελ και Χάρντι, τον δικό μας άνθρωπο τον Θανάση. Αλλά στον Έντουαρντς το gag ξεπέρασε το σύνηθες βεληνεκές του, και άγγιξε επίπεδα άκρατης υστερίας: η παράθεση τους, με το ένα gag να εξυπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά τη μετάβαση στο άλλο, προκαλούσε εμφράγματα στο κοινό. Καμία έκπληξη λοιπόν το ότι η σχέση του Μπλέικ με τον φαρσικό πόνο υπήρξε βιωματική. «Δεν υπάρχει κόκαλο στο κορμί μου που να μην το’ χω σπάσει. Αν κάπου υπάρχει κίνδυνος να χτυπήσει κανείς, εγώ πρώτος θα τον εντοπίσω. Νομίζετε ότι ο Κλουζό ήταν εφεύρημα του Πίτερ Σέλερς; Λάθος – ο Πίτερ ήταν καλός στη λεκτική κωμωδία, αλλά όχι και στη σωματική. Ο Κλουζό είμαι εγώ.» δήλωνε. Και, την ατζαμοσύνη του, την μετέτρεψε σε δραματουργία. Καθαρή δραματουργία.

    Βλέπετε, για τον Έντουαρντς, το gag είναι ο δρόμος προς την αθωότητα, όπως ακριβώς και στους Καθολικούς, το μαρτύριο είναι ο δρόμος προς τη λύτρωση. Άρα, gag ίσον λύτρωση: Ο Έντουαρντς είναι ο Σκορσέζε της φάρσας! Γι αυτό λοιπόν, ο πρώτος προήγαγε τη γκάφα σε ποιότητα, εντάσσοντας την με φυσικότητα στην καθημερινότητα των ηρώων του και –εν κατακλείδι- έδωσε στον Πίτερ Σέλερς, στον περίεργο και απόμακρο αυτόν άνθρωπο, το σκάφος με το οποίο αρμένισε άφοβα στον ωκεανό του κινηματογράφου.

    Κλουζό

    Αναλύοντας τον Κλουζό, το πρώτον ερωτηματικό είναι “γιατί Γάλλος;”. Μα, ο Γάλλος που προσπαθεί να μιλήσει αγγλικά δημιουργεί αμέσως ατμόσφαιρα. “Do you have a rum?” ερωτά γερμανό ξενοδόχο. Η λέξη “rum” με το γαλλικό “u” αντί του διπλού «ο» στο αγγλικό “room” ακούγεται όχι απλώς αστεία, αλλά προκαλεί σεισμό. Και, για να συμπληρώσει το «μπάχαλο» μεταξύ των δυο γλωσσών, ο ΄Εντουαρντς φέρνει τον ήρωά του στο «αμήν», ώστε τελικά να ζητήσει από τον ξενοδόχο δωμάτιο στα γερμανικά λέγοντας «zimmer», αρνούμενος ,ως Γάλλος, να προφέρει σωστά την αγγλική λέξη!

    Εκτιμώντας την αγάπη του για μεταμφιέσεις, ο σκηνοθέτης έντυσε τον Κλουζό... Τουλούζ Λοτρέκ αλλά και Κουασιμόδο, εκνευρίζοντας έτσι ακόμη περισσότερο κάποιους θερμόαιμους Γάλλους εθνικιστές. Δεν είναι, όμως, ένας απλός γκαφατζής. Εϊναι μια ολοκληρωμένη φιγούρα διακωμώδησης άλλων επιθεωρητών οι οποίοι κατά καιρούς απασχόλησαν τη μεγάλη οθόνη και έγιναν σημεία αναφοράς των αστυνομικών φιλμ. Δίχως να διαθέτει τα σκληρά χαρακτηριστικά του ΄Εντι Κονσταντέν (του Λέμι Κόσιον δηλαδή) ή του Λίνο Βεντούρα, ο συνεχώς σαστισμένος Κλουζό τα καταφέρνει μια χαρά στη δίωξη του εγκλήματος, αποδεικνύοντας ότι «η δουλειά» μπορεί να γίνει χωρίς αίμα – όπως ακριβώς δεν αιμορραγούν ποτέ οι Τομ και Τζέρι. Αν εξαιρέσει κανείς τις στιγμές που ο επιθεωρητής επιστρέφει κατάκοπος στο σπίτι και συγκρούεται για «ξεμούδιασμα» με τον ασιάτη οικονόμο του και γνώστη πολεμικών τεχνών Κέϊτο, η βία δεν έχει θέση στην πολυσχιδή δράση του. Βεβαίως, οι σκηνές των «μονομαχιών» του Κλουζό με τον Κέϊτο αφήνουν ίχνη! Κάθε «παιχνίδι» τους καταστρέφει σχεδόν ένα κτήριο! Η καταστροφή, όμως, είναι προσεγμένη στη λεπτομέρεια. Ουδείς τραυματίζεται, ουδείς ματώνει, πλην των επίπλων.

    Και, το βασικότερο, είναι πάντα νικητής. Όχι επειδή η βλακεία είναι ανίκητη (μια θεώρηση που συναντάμε περισσότερο στο σινεμά των αδελφών Κοέν για παράδειγμα), αλλά επειδή, είπαμε, οδηγεί στην αθωότητα .Είναι πολύ εύκολο να βρεις αρκετούς Τζέιμς Μποντ, που να σκοτώνουν και να σκορπίζουν τον όλεθρο στους «κακούς». Αλλά δεν είναι εύκολο να βρεις πολλούς Κλουζό, που να κερδίζουν τη μάχη με τη γκάφα.

    Καπότε

    Ο Τρούμαν Καπότε είχε πολλούς φίλους εντός των Χολιγουντιανών αυλών (καιρό πριν αυτοί του κόψουν την καλημέρα με την έκδοση του «Όταν Εισακούονται Οι Προσευχές»), αλλά ο Μπλέικ Έντουαρντς δεν ήταν ένας εξ αυτών. Όχι επειδή ο τελευταίος του «έκαψε» το Breakfast At Tifanny’s μεταφέροντας το στη μεγάλη οθόνη αλλά επειδή αγνόησε την επιλογή του για τον πρώτο ρόλο: ο Καπότε ήθελε την Μέριλιν Μονρόε. «Η “Χόλι” έχει κάτι το άγουρο, το αδούλευτο – μόνο η Μέριλιν μπορεί να την παίξει» υποστήριζε. Η τελευταία μάλιστα έπαιξε δυο βασικές σκηνές του σεναρίου μπροστά του, για να τον πείσει για την αξία της. Με τον Καπότε τα κατάφερε μια χαρά, όχι όμως με τον Έντουαρντς και κυρίως, με την Πόλα Στραζμπεργκ, παραγωγό και εκπρόσωπο της Paramount. «Δεν θα μπορούσα να συνεργαστώ με μια γυναίκα της νύχτας» έλεγε, αν και η αλήθεια είναι ότι η Μέριλιν θα της κόστιζε ακριβά, μιας και βρισκόταν υπό την «κατοχή» ενός αντίπαλου στούντιο, της Warner, και η «ενοικίαση» θα εκτίναζε στα ύψη τον προϋπολογισμό του φιλμ. Έτσι ο Έντουαρντς, πολύ πριν κάνει τις μεγάλες του επιτυχίες, βρέθηκε στο τιμόνι μιας ταινίας - “παραγγελιάς”. Και το ερώτημα εδώ είναι, πόσο ταινία “δημιουργού” είναι το Breakfast At Tifanny’s, που μοιάζει κάπως συνεσταλμένο μέσα στο φαρσικό σύμπαν του. Ή μήπως μας διαφεύγει κάτι;

    Ας ξεκινήσουμε από τα “εύκολα”, την πιο... “Εντουαρντιανή” σεκανς, αυτή του κοκτέιλ πάρτι δηλαδή, που αποτελείται από μικρά, σύντομα gags: Η Όντρεϊ Χέπμπορν βάζει φωτιά στο καπέλο μιας κοπέλας, η συνομιλία μεταξύ δυο γυναικών συνεχίζεται δίχως διακοπή, ενώ η μία εξ αυτών... ίπταται, όντας “καβάλα” στους ώμους του καλού της. Αν χαμηλώσετε τον ήχο, θα έχετε μια τέλεια βουβή κωμωδία που “παίζει” με ένα από τα αγαπημένα θέματα του σκηνοθέτη της, αυτό της Ταυτότητας (“Μπορώ να σε φωνάζω Φρεντ;”, ρωτάει η Χόλι Γκολάιτλι τον... Πολ - θυμηθείτε τις μεταμφιέσεις του Κλουζό και φυσικά το Βίκτορ/Βικτώρια). Αναλόγως, όπως ο Κλουζο δυσανασχετεί στους στενόμακρους χώρους, έτσι και η ίδια η ηρωίδα αντιλαμβάνεται την ελευθερία ώς κάτι το αχανές: η εναρκτήρια σεκανς της ταινίας είναι ένα πανοραμικό πλάνο της Νεουρκέζικης – και εντελώς άδειας - Fifth Avenue. Περιέργως, όταν ανακαλύπτει τον έρωτα, ο Έντουαρντς “κλείνει” την ταινία σε τόνο αισθητικά γλυκόπικρο: από τη μιά, το ζεύγος είναι αγκαλιασμένο στη βροχή, από την άλλη, βρίσκονται σε ένα βρώμικο δρομάκι ενώ ο ουρανός φράζεται από τεράστια κτήρια. Τι είναι o έρωτας λοιπόν; Ελευθερία ή περιορισμός;

    Θάνατος

    “Κατα περιόδους πέρασα γερές καταθλιπτικές κρίσεις. Τερατώδεις σε μέγεθος και σε δύναμη – αυτές που ο Τσόρτσιλ χαρακτήριζε “μαύρα σκυλιά”. Δεν μπορούσα να σηκωθώ απ'το κρεββάτι. Και τότε, άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά την αυτοκτονία. Αλλά κυρίως τα πρακτικά ζητήματα της. Ξέρετε, πως να το κάνω δίχως να αφήσω πίσω μου ένα χάλι που θα ταλαιπωρήσει την Τζούλι και όλους αυτούς που αγαπώ. Σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσα να πνιγώ – την τελευταία στιγμή θα ήθελα να πάρω μια ανάσα! Μετά, σκέφτηκα το όπλο. Θυμήθηκα όλους αυτούς τους φίλους μου που το προσπάθησαν και κατέληξαν φυτά. Μετά άρχισα να γίνομαι δημιουργικός: σκέφτηκα να κόψω τις φλέβες μου σε μια μπανιέρα με ροδοπέταλα. Συγκέντρωσα όλα τα απαραίτητα – κυρίως το ξυράφι δηλαδή. Λίγο πριν την αυτοκτονία μου, ο σκύλος μπήκε στο δωμάτιο με μια μπάλα στο στόμα του. Ήθελε παιχνίδια – νομίζω ότι κάτι διαισθάνθηκε. Πήρα την μπάλα και την πέταξα στον απέναντι τοίχο αλλά σκόνταψα και έπεσα τόσο δυνατά που “έβγαλα” τον ώμο μου. Σηκώθηκα έντρομος και έκατσα στον καναπέ, όπου όμως είχε προσγειωθεί το ξυράφι. Κόπηκα βαθιά και άρχισα να αιμοppαγώ. Σκέφτηκα ότι θα πεθάνω κατα λάθος ενώ προετοίμαζα την αυτοκτονία μου. Και με έπιασε νευρικό γέλιο”. Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να “ξεκλειδώσει” στα μάτια μας το χιούμορ που χαρακτηρίζει μια πολύ ιδιαίτερη σειρά ταινιών στην φιλμογραφία του Μπλέικ Έντουαρντς που “πιάνει” το “10” (1979) και το “Mickey & Maude” (1982) με τον Ντάντλεϊ Μουρ, καθώς και το “Ο Έρωτας είναι μια μεγάλη περιπέτεια” (1992), ταινίες που καταπιάστηκαν με την αντρική ανωριμότητα πολύ πριν το “Πλαγίως” και ζωγράφισαν με τα πλέον εύθυμα χρώματα τον φόβο του θανάτου.

    Γιατί, εάν “ο Θεός είναι συγγραφέας gags” όπως ακούγεται στην τρίτη από αυτές τις ταινίες, τότε το να μην πιάνεις το αστείο δεν είναι απλώς ολέθριο: είναι αμαρτία. Και αυτό το μάθημα, το μεγαλύτερο που μας δίδαξε το Χόλιγουντ από καταβολής του, φέρει μία και μόνο υπογραφή:

    Blake Edwards.

    (πηγή: Broken Road )
     
  11. vautrin

    vautrin Contributor







    Επανέκδοση

    Η καταπληκτική ταινία «Kuhle Wampe- Σε ποιόν ανήκει ο κόσμος», του Ζλάταν Ντούντοφ σε σενάριο Μπέρτολντ Μπρεχτ ,αποτυπώνει με ανατριχιαστικό τρόπο την ζωή των Βερολινέζων εργατών και ανέργων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που συγκλόνισε την καπιταλιστική κοινωνία της Γερμανίας των αρχών της δεκαετίας του ’30. Kuhle Wampe λεγόταν μια κατασκήνωση έξω από το Βερολίνο αν και στην βερολινέζικη διάλεκτο Wampe σημαίνει επίσης «στομάχι» και ο τίτλος κάνει ένα λογοπαίγνιο και υποδηλώνει «Άδειο στομάχι», δείχνοντας τη φτώχεια και την πείνα της εργατικής τάξης. Το φιλμ είναι επίσης το πιο ριζοσπαστικό δείγμα της αποκαλούμενης Νέας Αντικειμενικότητας, δηλαδή μιας τάσης της εποχής στη Γερμανία, για τέχνη με κοινωνική συνείδηση και ντοκιμαντερίστικη απόδοση της υπόθεσης. Πρωταγωνιστούν οι Χέρτα Τιέλε, Ερνστ Μπους και Μάρτ Βόλτερ.


    Synopsis.


    Kuhle Wampe takes place in early-1930s Berlin. At the beginning of the film, an unemployed young man, brother of the protagonist Anni, throws himself from a window out of the despair that he had spent another day unsuccessfully seeking work. Shortly thereafter his family is evicted from their apartment. They move into a garden colony of sorts, with the name “Kuhle Wampe.”

    Anni, the family’s daughter and the only family member who still has a job, becomes pregnant and engaged to her boyfriend, Fritz, who that very evening describes that their marriage was demanded of him because of her pregnancy. Anni leaves Fritz and moves to her friend Gerda’s apartment. She later takes place in a worker’s sporting event where she meets Fritz again, who has recently lost his work, and they reunite.

    The climax of the film depicts their return home by train (a scene that Brecht wrote personally). Anni and Fritz as well as a handful of workers argue with middle-class and wealthy men and women over the Situation of the worldwide financial crisis. One of the workers notes that the well-off will not change the world in any case, to which one of the wealthy asks quizzically, “Who else, then, can change the world?” Gerda replies, “Those who don’t like it.”

    The film ends with the singing of the Solidarity Song, with lyrics by Brecht and music from Hanns Eisler.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014


  12. Απ τις ομορφότερες ταινίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια

    Το βιογραφικό αποτύπωμα των τελευταίων ημερών του μεγαλύτερου, ίσως, Ρώσου συγγραφέα Leo Tolstoy (Christopher Plummer). Γερασμένος αλλά πάντα σκεπτόμενος, προσπαθεί να καταλάβει αν θα πρέπει να ακολουθήσει όλα αυτά τα περί παθητικής αντίστασης και άρνησης των υλικών αγαθών που προάγει το κίνημα που φέρει το όνομα του ή την οικογένειά του. Τα δικαιώματα από τα γραπτά του πρέπει να δοθούν στον λαό όπως διατείνεται ο συνεργάτης και φίλος του Vladimir Chertkov (Paul Giamatti) ή να παραμείνουν στην οικογένεια όπως υποστηρίζει η επί 48 χρόνια σύζυγός του Sofya (Helen Mirren); Αυτός θέλει μόνο να γράψει. Μόνο ο Valentin Bulgakov (James McAvoy), ο καινούργιος του γραμματέας, δείχνει να καταλαβαίνει σε τι σύγχυση βρίσκεται, κι ας είναι ιδεολογικά πιστός στο κίνημα...

    Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Jay Parini, το «The Last Station», που πήρε το όνομα του από το σημείο θανάτου του Tolstoy, μας δείχνει μια πολύ ενδιαφέρουσα παρασκηνιακή ιστορία στην ζωή του συγγραφέα. Μια μάχη των υποστηρικτών του και της γυναίκας του, μια διεκδίκηση του πνεύματος και του σώματος του. Η ταινία απαιτεί από τον θεατή να διαλέξει στρατόπεδο από νωρίς. Είτε δηλαδή να πάει με το μέρος της Sofya Tolstoy είτε με εκείνο του Vladimir Chertkov και των υπολοίπων. Όσο λοιπόν περίεργο κι αν φαίνεται η επιλογή έγειρε προς το μέρος της Κας Tolstoy. Νομίζω ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας αυτό θα έκανε. Γιατί λοιπόν αυτή η επιλογή;

    Σε μια ταινία που μπλέκονται ιδεολογίες και πιστεύω μπλέκεται και ο φανατισμός καθώς και η λανθασμένη μετάφραση ενός λόγου. Του Tolstoy εν προκειμένω. Το συναίσθημα στο γράψιμο είναι στιγμιαίο, παρόλο που αποτυπώνεται στο χαρτί για πάντα. Ο άνθρωπος που γράφει μπορεί να μην θυμάται καν γιατί έγραψε αυτό που οι υπόλοιποι τώρα ορκίζονται στο όνομα του.

    Η παρουσία του φανατισμού συνήθως παρασύρει και τον δημιουργό του. Αυτό λοιπόν που καταλήγει να γίνει είναι ότι αυτή η παρουσία στοιχειώνει τα απλά και καθημερινά πράγματα που κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη. Έτσι έγινε και σε αυτή την περίπτωση. Ο Tolstoy έδειχνε να ξέρει ότι η γυναίκα του έχει δίκιο, αλλά όλο το συγγραφικό του κίνητρο ίσως χανόταν αν το αναγνώριζε. Και είχε δίκιο η γυναίκα του, γιατί με αυτόν τον φανατισμό και την σημασιολογικη παραποίηση των γραπτών ενός μεγάλου άντρα, όλα καταστράφηκαν. Οι άνθρωποι δεν άξιζαν να κληρονομήσουν τέτοιο θησαυρό. Μερικοί άνθρωποι δεν αξίζουν στην ανθρωπότητα...

    Η ιδέα γίνεται θρησκεία. Και η θρησκεία μέσω της πίστης ίσως είναι κάτι το αβάσταχτο αλλά και αναγκαίο. Ακόμα και αυτή που δεν πιστεύουν, πιστεύουν στο... ότι δεν πιστεύουν. Σε όλη την ταινία ακούμε για την θρησκεία, για το κοινό γνώρισμα όλων των θρησκειών, την αγάπη, και η απορία είναι προφανής: που υπήρχε αγάπη σε όλα αυτά; Στο άγχος να αποτάξεις την θρησκεία και να την αντικαταστήσεις με μια άλλη; Ο Tolstoy δεν ήταν σίγουρος για τίποτα από όλα αυτά. Η μόνη αγάπη που είχε προερχόταν από την γυναίκα του. Πιεστική δεν λέω, αλλά αληθινή. Η θρησκεία ενός άντρα είναι η γυναίκα. Ο Tolstoy έκανε 82 χρόνια να το καταλάβει αλλά ευτυχώς το κατάλαβε...

    Όλα αυτά περνούν από μπροστά μας πολύ ξεκάθαρα. Σ' αυτό συμβάλλουν και οι πολύ καλές ερμηνείες. Μια από αυτές ξεχωρίζει βέβαια και είναι εκείνη της Helen Mirren. Ζει κυριολεκτικά τον ρόλο της σε μια φανταστική ερμηνευτική προσέγγιση μιας ερωτευμένης γυναίκας που διεκδικεί με πάθος τον άντρα της για περίπου μισό αιώνα. Καθόλου εύκολος ρόλος...

    Το «The Last Station» αποτελεί μια εξαιρετική περιγραφή της ζωής του μεγάλου συγγραφέα αλλά και της Ρωσίας, λίγα χρόνια πριν την επανάσταση. Τροφή για σκέψη, για ταξίδι στη συνείδηση και για ένα ξεκαθάρισμα στις προτεραιότητες της ζωής. Κι αφού η θρησκεία του άντρα είναι η γυναίκα, ρίχτε μια ματιά στην πανέμορφη Ιρλανδή Kerry Condon...
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014