Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Λεξιπλασία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Humour' που ξεκίνησε από το μέλος astarti, στις 20 Ιουνίου 2015.

  1. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Διαλεκτοι και ιδιωματα:
    Ενδεικτικά, το ανδρικό μόριο ονομάζεται: α. από το σχήμα και το μέγεθος : κολόκα (= κολοκύθα), λάλα, η (=1. κάμπια, 2. πέος μικρού παιδιού), μασουράκι (Στερελλ.) (= 1. μικρό μασούρι, 2. το πέος μικρού παιδιού), μαντζαφλάρι (Βιθυν.) (= κρεμαστάρι, κάτι που προσθέτουμε κ.ά.), κακαλιά (= δέντρο), κρεμαντέλια (το πέος με τους όρχεις επειδή κρέμονται –Α. Ρουμελ. -στις Σέρρες λέγονται χαρχαγκέλια), μπίλι, το (= 1. αιχμηρό κομμάτι ξύλου, εξάρτημα του παιδικού παιχνιδίου ντάλια (Πελοπν.), 2. το πέος του μικρού παιδιού -Κάρπ.), ράι (Ικαρ., < ουράδι,- βλ. και α.ε. κέρκος =ουρά), τομπρούκι (=1. μεγάλος κορμός δέντρου –πολλαχ. 2. το μεγάλο πέος (Στερελλ. Αράχ.), κομπαρούλα, η (Θήρ.) (πιθ. <κομπάρα = μεγάλη άρθρωση < κόμπος), μονόματος, ο (Τριχωνία), μπουρνιδόρος, ο (Ιθάκ.) (<μπουρνί = πήλινο δοχείο), αντίστοιχα στη Μακεδονία μπουτσαρίκα, στη συνθηματική γλώσσα των κτιστών της Ηπείρου λέγεται μπράνα, που κυριολεκτικά σημαίνει ένα είδος ποταμίσιου ψαριού, ρόζος (Κρήτ.), τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο. φρ. «Τ’ αρχίδια του τριλέτρι κι η ψωλή καμάτσι»). β. από το συσχετισμό με διάφορα είδη όπλων και εργαλείων , που αποτελεί υποομάδα της προηγούμενης κατηγορίας. Εδώ η ομοιότητα δεν περιορίζεται μόνο στο σχήμα αλλά και στη λειτουργία: η επιθετική χρήση του όπλου αποτελεί μεταφορά για τον ενεργητικό ρόλο κατά τη σεξουαλική πράξη. Έτσι το πέος ονομάζεται: κουμπούρα (Πελοπν. Σπάρτ.), τουφέκι (Εύβ. Λιχάς), σινακλίκια, τα (Κύπρ.) (= 1.σκεύη και εργαλεία, 2. το πέος και οι όρχεις μαζί < προφανώς τουρκ. silahlik = ζώνη οπλισμού), καραμπίνα, πυρόβολος (Θεσσ.), σπαθί (= πέος τράγου – Πελοπν.), τσακμάκι (Θεσσ.), συdριβίδι (Δ. Κρήτ. Αλίκαμπ. βλ. και επωδή: «Ως εκό(λλ)ησεν η πίσσα/’ς το (λ)αιμό τση κο(λ)οκύθας/ ετσά να (ρ)ιζοκο(λλ)ήση/ του γαb(ρ)ού το συd(ρ)ιβίδι/ ‘ς τη (ρ)ιζοκολιά τση νύφης» 14), χρειασικό (=1. αγροτικό εργαλείο ή γενικά εργαλείο - Μακεδ. (Πεντάπολ.) Θράκ. (Σκοπ.). 2. Η ανάγκη (ενιαχ.) 3. πέος –Ίος- φρ.: γαργαλιέται, είναι γαργαλιάρα, μα δεν έχει χρειασικό), σύνεργο (Θεσσ. Πήλ.) και ύπουργα (=τα ανδρικά γεννητικά όργανα –Λευκ.), χαλάτι (= σε διάφορα μέρη σημαίνει το παλαμάρι, στην Ήπ. =το πέος). Αντίστοιχα στα αρχαία ελληνικά έχουμε τις ονομασίες ξίφος, ρόπαλον, σαυν(ν)ίον (=δόρυ) κ.λπ. γ. από την έντονη σεξουαλική δραστηριότητα : ζάβλακας (επειδή ζαβλακώνεται, χαζεύει), καπριάνα και καπροτσούλι (επειδή μοιάζει στο μέγεθος και στη δραστηριότητα με το πέος κάπρου). Εδώ ανήκουν και οι ονομασίες που συσχετίζουν το πέος με το σκύλο, αντίστοιχα και με την αρχαιοελληνική ονομασία του κύων. Έτσι στη Μακεδονία ονομάζεται τόσο το πέος όσο και ο σκύλος. Αλλού βρίσκουμε το δίστιχο: «Στα καστανομαζώματα θε νάρθω στο χωριό σου,/ να βάλω το κουλούκι μου να πιάσει το λαγό σου!» (κουλούκι = σκύλος).
    Αντίστοιχα οι όρχεις ονομάζονται είτε από το στρογγυλό τους σχήμα ή τη μαλακή υφή τους π.χ. αβγά, βαρίδια και βαριδάκια, τρυφερά και τρυφερούλια, μπάλες, βωλαράκια (Κρήτ.), βόλια (Χίος), δεκαράκια (Πελοπν. Καλάβρ.) και δέκαρα, κοκόβια (=καρύδια –Χίος), ψαχνά, είτε έχουν κάποια ευφημιστική ονομασία π.χ. αμαρτωλά, αμίλητα, αμάλαγα (=αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει), αμελέτητα, αχαμνά, ενώ διατηρείται σε μικρότερο βέβαια βαθμό, η α.ε. συνήθεια για ονομάτισή τους με βάση τη διπλή τους υπόσταση, π.χ. γείτονες.
     
  2. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Ας περάσουμε τώρα σε ονομασίες που αναφέρονται στο γυναικείο αιδοίο. Αρχικά θα ήθελα να παρατηρήσω πως, αντίθετα με την επισήμανση του Κοραή, η λ. πουτί δεν παρουσιάζεται τόσο συχνά στο διαλεκτικό υλικό. Ασφαλώς υπάρχει, συναντιέται άλλωστε και σε κάποια σύνθετα (πρβλ. και το όνομα Σταχτοπούτα στο γνωστό παραμύθι) δεν είναι όμως τόσο ευρεία και διαδεδομένη όσο η πάγκοινη λέξη μουνί. (Αντίστοιχα για το ανδρικό μόριο οι πιο διαδεδομένες ονομασίες είναι το ψωλή και το πούτσος/ πούτσα, ενώ η λ. φύση έχει περιοριστεί σημασιολογικά κυρίως στο ανδρικό μόριο και όχι και στο γυναικείο). Πολλές ονομασίες προέρχονται: α) από το σχήμα της κοιλότητας ή από τις διπλώσεις που σχηματίζονται στη γυναικεία γενετήσια περιοχή, π.χ. κοίτη (= εξωτερικά γεννητικά όργανα – Πελοπν.), πηγαδούλι (χρησιμοποιείται στη νηπιακή γλώσσα – Ήπ.), λάκκα, μαλλιαρόχωρα (Ζάκυν.), μαναριά (κυριολεκτικά σημαίνει τσεκουριά < μανάρα =τσεκούρι –Κορωνίς Νάξου), μελοκούρουπο (κυριολεκτικά το δοχείο που βάζουν το μέλι –Κρήτ.), μπακρατσάρβαλο (= 1. χείλος μπακρατσιού, δοχείου, 2. χείλος αιδοίου -Στερελλ. Αράχ.), πορτοφολάκι (Ίος), πουρσέλι (<πούρσα = τσέπη –Οινούσσες), σκισμάτι και σκισματάρα (Μακεδ. Καστορ.), σύκο (-η ονομασία υπάρχει από την αρχαιότητα- και φρ. «ωρίμασε το σύκο» = (για κορίτσι: ήρθε σε ώρα γάμου), απίδι (Ήπ.) (προφανώς από παρετυμολόγηση από το αλβανικό πίδ-ι= γυναικείον αιδοίο) 15. Υποκατηγορία αποτελούν οι ονομασίες που παραπέμπουν σε όστρακα, όπως κόχλος, ο (η ομοιότητα εδώ βρίσκεται πέρα από το σχήμα και στο χρώμα, εφόσον η λ. σημαίνει: 1. πορφύρα, 2. σαλιγκάρι, 3. μαύρη βαφή, 4. κουφέτο σε σχήμα μικρού χωνιού που έχει μέσα του ένα χαρτί με δίστιχο, 5) μεγάλο κοχύλι που μεταχειρίζονται για τηλεβόα, 6. μτφ.: το γυναικείο αιδοίο), το χάβαρο (κυριολ. = οστρακόδερμο), κοράλι, μαργαριτάρι, η τσαβίδα (κυριολ. σημαίνει μύδι ή όστρακο –Θράκ.). β) Επίσης αρκετές είναι οι ονομασίες που παραπέμπουν στο μαύρο χρώμα του εφηβαίου: π.χ. κατσιβέλικο (φυσικά εδώ είναι εμφανείς οι ρατσιστικές αντιλήψεις), αχινός (βλ. άσμα κατά το οποίο ένας γέρος προτείνει σε καλόγριες: «Ελάστε να χορέψωμε/ ανοιχτά, προσκελωτά/ και με τον αχινό μπροστά» - Κοζ. Βόιον), μουτζούρα (σε σκωπτικό άσμα από τη Νάξο), πισσούδι (Λέσβ.) ενώ στην αρχαιότητα είχαμε αντίστοιχα ονόματα, όπως μέλαν (=μαύρο), οπτάνιον (=ψημένο), εσχάρα (εκτός από το μαύρο χρώμα, λεγόταν έτσι και από την ομοιότητα του σχήματος, κατά τη δίπλωση της σάρκας). γ) Ακόμη βρίσκουμε ονομασίες του αιδοίου από ανθωνύμια , πολλές από τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι μαμές, π.χ. το μάτι του ήλιου (=ηλιοτρόπιο), ο ανθός του κουτιού, η καμπανούλα της κόρης, ο κεραπουκάτος ανθός (=που βρίσκεται κάτω από τον αφαλό), και φράσεις όπως: «αυτό το κορίτσι έχει ανέγγιχτο τον ανθό του», «η καθαρομελάχρινη το έχει κόκκινο και λουλουδάτο» 16 δ) από ουράνια σώματα : π.χ., πούλια, δόξα (=ουράνιο τόξο), αστέρι (από παρετυμολόγηση του «υστέρα»). δ) Άλλοτε πάλι οι ονομασίες του παραπέμπουν στη σεξουαλική διέργεση που προκαλεί στον άνδρα ή γενικότερα στη σεξουαλική λειτουργία: π.χ. μίτσα: (κυριολεκτικά σημαίνει φυτίλι, έναυσμα -Θεσσ.), νταραβερικό: (επειδή κάνει «νταραβέρι», δοσοληψία, εδώ. μτφ. εννοείται η συνουσία –Κρήτ.), θέλημα φρ. «Μας έφτανε και μίγια ψωλίτσα τώρα που δεν έχομε τίποτα να μας το αργαλικήση (γαργαλήση) το έρμο το θέλημα» - Ερεικ.) Αρκετές από τις ονομασίες που συναντούμε δείχνουν μια αρκετά θετική προσέγγιση των γεννητικών οργάνων της γυναίκας και μια αξία που δινόταν στη σεξουαλική πράξη, βλ. π.χ. την ονομασία μελοκούρουπο (κυριολεκτικά το δοχείο που βάζουν το μέλι –Κρήτ.). Αντίστοιχο θετικό πρόσημο αναγνωρίζουμε και στους εύγλωττους αρχαιοελληνικούς ευφημισμούς άμβων (=άμβωνας, εξέδρα), κέλης (=μικρό πλοίο), μέλαθρον (=οίκημα, παλάτι). Ειδικές ονομασίες υπάρχουν επίσης για την κλειτορίδα: π.χ. παπαδίτσα, γλωσσίδι και γλωσσιδάκι, κουμπί, όπως και για τον παρθενικό υμένα, άλλοτε αρνητικού προσανατολισμού, π.χ. αχαμνότρυπα (=λεπτή τρύπα, ευκολόσχιστη και εύθρυπτη), ξέτρυπο (=διάτρητος παρθενικός υμένας), κι άλλοτε θετικού π.χ. στεφανάκι, λαγουδικό, καμαράκι, στόλος κ.α.
     
  3. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Επιπλέον βρίσκουμε πολλές ονομασίες γεννητικών οργάνων που απεικονίζουν μια δύσκολη κοινωνική πραγματικότητα ως προς τις σεξουαλικές σχέσεις, π.χ. πασχαλινό, το = μτφ. το γυναικείο αιδοίο, γιατί μόνο το Πάσχα το βλέπουν οι χριστιανοί (Κρήτ.) ή φρ. ‘Σήμιρα είνι η Τυρ’νή/ απουκρεύουν του μουνί’ (άσμ. - Μακεδ. Μεσορ.), ενώ το φύκωμα του ανθού, το βαψίμι της φωλιάς κ.ά. είναι ονομασίες μεθόδων αναπαρθενισμού. 19 Άλλες δείχνουν την αντίληψη για τη λειτουργία που οφείλουν να έχουν τα γεννητικά όργανα στη ζωή: π.χ. στην Κοζάνη φαμελιά λέγονται τα γεννητικά όργανα του άνδρα, στη Μεγίστη το γυναικείο αιδοίο τρυπανιά επειδή ανοίγει με το τρυπάνι (=πέος), ενώ το ανδρικό λέγεται και γλεντιστής. Ο άντρας με μεγάλο πέος στο ΝΑ Αιγαίο λέγεται σερμαγιαλής που αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Στη Λακωνία πάλι βρίσκουμε τη φρ. Μου ρθανε τ’ αdρίκεια μου. Της ήρθανε κι αυτηνής τ’ αdρίκεια της. 20– δηλαδή ακόμα και ο γυναικείος οργασμός δηλώνεται με έναν όρο που χαρακτηρίζει τον άνδρα, διαπιστώνουμε δηλ. ότι ο προσανατολισμός βρίσκεται σαφώς στην κατεύθυνση του ανδρικού οργασμού. Φυσικά κάποιες ονομασίες αντικατοπτρίζουν την έντονη διάθεση των αντρών για σεξουαλικές σχέσεις που όμως λόγω των απαγορεύσεων σπάνια βρίσκει εκτόνωση: π.χ. το ανδρικό μόριο ονομάζεται παντέρημος, βάσανο, όπως και παλιά, παλιατζίκος ή το στιγματισμό του γυναικείου ερωτισμού: π.χ. σε φράση από μάνα προς τη μικρή της θυγατέρα λέγεται: «Σκέπασε τη φωλιά σου, μωρή!» ή φρ. «Όταν κάθεσαι να μην έχεις αναχούβδουλα τα πόδια σου (ανοιχτά) και φαίνονται τα κρυφά σου». Ειρωνικά πάλι στην Καππαδοκία το γυναικείο αιδοίο ονομάζεται πλυμένο (φρ. υβριστική: «γαμώ dου πλυμένου τ’» -Καππ. Μιστ. Δίλ.), Πολλές είναι και οι υποτιμητικές ονομασίες της χήρας, από το αιδοίο: π.χ. λέγεται: χάσκα, η (επειδή το αιδοίο της είναι ανοιχτό και χαίνον). Επίσης: τσαφάρα, χάρβαλη, μουρόχαυλη, γαβαλομούνα, χάχανη, χανομούνα, χλαπατσάνα, χάρχαλη, αγκλαβάνη, φαρδομούνα, ανέχαρη, γρυλλομούνα, ξεμανταλωμένη ενώ το ίδιο το αιδοίο της χήρας λεγόταν πάρταλο, δηλ. το κουρελιασμένο
     
  4. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Τοπωνύμια
    Αναφέρω στη συνέχεια ένα συνοπτικό δείγμα από τις γλωσσικές οικογένειες με α΄ ή β΄ συνθετικό τη λέξη μουνί και τη λέξη πούτσος αντίστοιχα. Έτσι, βρίσκουμε τα μεγεθυντικά μούνα, μουνάρδος (Κεφαλλ.), μουνάρα, (Πελοπν., Θάσ.), μούναρος (σημαίνει επίσης τη μεγαλόσωμη γυναίκα), τα υποκοριστικά μουνάκι, μουνούδι (Προπ.), μουνούλι (Μακεδ.), μουνόπον (Πόντ. Τραπ.), μουναρδέλι (άσμα: «το μουνί το μουναρδέλι, φουσκωμένο σα σκουτέλι» -Ζακ.), τα παρωνύμια Μούναρος (Σίφν.), Μουνάκιας (Θάσσ.), Μουνάς (Στερελλ., Φούρν.). Από το πούτσος, έχουμε τα μεγεθυντικά πουτσάκλα (Τριχων.), πουτσάρα (πολλαχ.), πούτσαρος (Ερεικ. Πελοπν.) τα υποκοριστικά πουτσάκι (Ερεικ.), πουτσαράκι (Πελοπν.), πουτσαρέλα (Ερείκ.), πουτσί (ενιαχ.), πουτσίδι (Θεσσ. Στερελλ.) τα παρωνύμια Πουτσάγκας (Θεσσ.), Πουτσάς (Στερελλ. Εύβ.), Πουτσής (Σύρ.), Πουτσίας (Κεφαλλ.), Πουτσίτας (Κεφαλλ.), το επών. Πουτσέλας (Τσακων.), Βλέπουμε λοιπόν ένα μεγάλο αριθμό υποκοριστικών, μεγεθυντικών και παρωνυμίων (αλλά ακόμα και ένα επώνυμο!), με κάθε πιθανό επίθημα, γεγονός που εκτός από τη δυναμική της γλωσσικής παραγωγής δείχνει επίσης και μια απελευθερωμένη στάση απέναντι στο αντικείμενο που αντικατοπτρίζουν. Ενδιαφέρον αλλά και περιέργεια προκαλεί το ότι από αυτό το λεξιλόγιο βρίσκουμε και τοπωνύμια: Μουνάδι (Τήν.), Μουνόκωλος (Μάν.), Μουνοπλύτης (Αμοργ.), Μουνοθώρι (Φούρν.), Μουνοστήθι (Αττικ.) και Πούτσαρη, η (Θεσσ.) Πουτσόβρυση (Μακεδ.) Πουτσικάκι (Ιθάκ.) αντίστοιχα. Την ίδια έλλειψη ταμπού απέναντι σε ένα τέτοιο σημασιολογικά λεξιλόγιο δείχνουν και τα παράγωγα: α) από το μουνί: μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας (= έχω εμμηνόροια –Στερελλ.), μουνέλος (= ο γυναικάς –Ζάκ.), μουνιενιές (= γυναικάς –Κρήτ.), μουνίλα (= μυρωδιά από έμμηνα –Πόντ.)
     
  5. astarti

    astarti Love beyond Reason

    β) απο το πούτσος: πουτσαρίνης (= αυτός που έχει μεγάλο μόριο αλλά και ο ρωμαλέος, θαρραλέος, φιλότιμος, αντίστοιχα και πουτσαρίνα (= γυναίκα δυνατή, άξια, καλή), πουτσαρής (= αυτός που έχει μεγάλο ανδρικό μόριο Πελοπν.), πουτσαρένιος (=ικανός, άξιος άνθρωπος -Ήπ.), Επίσης και τα σύνθετα: α) τραστομούνα (= γυναίκα με αιδοίο μεγάλο σαν τράστο (= ταγάρι -Πελοπν.), λαγκαδομούνα (= 1. γυναίκα με μεγάλο αιδοίο, 2. αργόσχολη γυναίκα), φαρμακομούνα (= η γυναίκα της οποίας πέθαναν οι προηγούμενοι δύο ή τρεις άντρες, ή αντροφάγα.), πορδομούνα (= αυτή που αφήνει αέρια ηχηρά από το αιδοίο -Χίος), μουνολάσι (= συνάθροιση γυναικών –Ζάκ.) και μουνοπανήγυρο (= συνάθροιση πολλών γυναικών Κεφαλλ.) μουνομοίρι (= μερίδιο προερχόμενο από τη γυναίκα -Θράκ.), μουνομούλκι (= κτήμα από προίκα γυναικός -Μακεδ.), β) πουτσαδιάστρα (= γυναίκα που της αρέσουν πολύ οι άντρες -Κεφαλλ.), πουτσανάλατος (= ύβρις που σημαίνει "μωρό" –Πελοπν.), φρ.: «Α ναχαθής ρε πουτσανάλατε"», πουτσομάλλι (= τριχοφυία του ανδρικού μορίου -Μακεδ.), πουτσόρριγμα (=Μακεδ.) και πουτσόχυμα (Ερείκ.) (= εκσπερμάτωση, το σπέρμα του ανδρός), πλατυπούτσης (= αυτός που έχει πλατύ πέος Πελοπν.), κοκκαλόπουτσος (= αυτός που έχει σκληρό πέος -Πελοπν.), πουτσοχάφτρα (= εκείνη που δεν χορταίνει τον άντρα -Πελοπν.), πουτσοδέτης (= ζώνη – Μακεδ., Θάσ.), πουτσοκάμισο (= πεοκαλύπτρα)
     
  6. astarti

    astarti Love beyond Reason

    Επίσης :
    μουνάβρα (=είδος μαλακίου όμοιο με το καλαμάρι (Κάλυμν.), μουνάκλα (Στερελλ, Παξ.)/ μουνάρα (Πελοπν.) μουνήθρα (Σκύρ.), μουνίτσα (Πόντ.), θαλασσομούνι (Μακεδ. Ν. Ηράκλ.) = η μέδουσα, μουναρίδα (Κύθν, Σίφν, Φολεγ, Θεσσ.) και μουναριδόγουλο = είδη φυτών, μουνοθώρι (= το ουροδοχείο -Χίος, Σάμ, Ικαρ, Πάρ.) μουνοσκεπαστήρα (Θάσ.) και μουνοσκέπη (= η ποδιά –Μακεδ.), πουτσιδόπον (= βασιλόπουλο – Πόντ.), πουτσόγιαλος, ο (= είδος θαλασσινού μαλακίου όμοιο με το ανδρικό μόριο –Κέρκ.) Η διαδικασία αυτή γίνεται συχνότερη στα αινίγματα, π.χ. «παπαδιά σιδερομούνα, σιδερόπουτσα γυρεύει»= σιδερένιο κλειδί Πελοπ.) ή «αντιπατώ τ’ αρχίδια μου, σηκώνεται η ψωλή μου» =τα μιτάρια και ο αργαλειός
     
  7. brenda

    brenda FU very much

    Σεσσιονίστας: Ήτοι άτυποι -wannabe ενίοτε- bdsmers, οι οποίοι όμως δεν συνάπτουν σχέσεις εν τω βιδιεσέμιον, παρά επιδίδονται μόνον εις σέσσιονς...(αφιερωμένο στον @thief που μου το ενέπνευσε σε συζήτηση...) 
     
  8. Θείτσες / ξινές:
    Λίαν ντεκαβλέ και πλησίον της κλημακτηρίου, γουοναμπή σουμπίδια άμα τι και σκλαβίδια, που επιδίδονδαι και ξεσκίζονδαι εις τα σέζιονς και τις αρπαχτές,
    στο κρυφό (τα κόκκαλα του Μαρκήσιου χαμογελούν), αλλά διατυμπανίζουν αναφανδόν σοφιστίες και ορθολογίες περί οικοδόμησης σχέσεων που έχουν σαν βάση τα δικά
    τους ΚΑΙ ΜΟΝΟ σαθρά οικοδομικά υλικά. Όποτε τρολλάρονται από τους απανταχού Κ, όπου δει, αφρίζουν και πνέουν μένεα - οφθαλμοφανές εις τα φόρα - δια το πως καταφέρνουν να αναγράφονται στα μέζεα κατάστιχα των πρώτων. Κλαίγονται πανταχόθεν και ερωτεύονται συχνά (κακό για όλους μας).
     
    Last edited: 2 Οκτωβρίου 2015
  9. Εβαπορέ:
    Τριαντάρες βλάχες, εβαπορέ, από την Άνω Μουσουνίτσα (συνήθως).
    Ύπανδρες σούμπες, με ελληνορθοδόξ γάμον, άμα τι και τέκνα, στην καβάντζα (λίγοι το γνωρίζουν, μιας και οι περισσότεροι ξέρουν πως ο παλιός τους ΜASTER απέθανε σε εργατικό ατύχημα - στις μπαφοκαλλιέργειες), αι οποίαι ψάχνουν φορουμικά τον MASTER με το άσπρο άλογο που πάντα ονειρεύονταν. Ερωτεύονται κάθε 3μηνο-6μηνο (συνήθως) και αλλάζουν τους απανταχού γουοναμπή MASTERZ ως σαν τα υποκάμισα.
     
  10. _DaRkNiGhT_

    _DaRkNiGhT_ femdom art

    Το τελευταιο παρατσουκλι του πεους μου ειναι το "αυγοτσουλιτσος"

    Πασχα πριν τρια χρονια παω να κανω μπανιο κ παρατηρω το κεφαλακι κατα κοκκινο. Τρελλαινομαι σε φαση να λιποθυμησω. Ουρλιαζω εσυ φταις κακουργα με την
    Ζωνη αγνοτητας κ αλλα τετοια χαριτωμενα. Ερχεται μεσα, το κοιταει απο δω, το κοιταει απο κει.

    "Κατι δε παει καλα" λεει. Ετοιμος να κλαταρω εγω. Με κοιταει



    Με ξανακοιταει ψιλογελαει. Τα παιρνω πιο πολυ.

    "Βγαινω παμε νοσοκομειο" της λεω

    Ανοιγει την ντουζιερα ριχνει νερο αρχιζει κ επανερχεται στα φυσιολογικα του.


    " αλλη φορα αν βαψεις αυγα να φορας γαντια, αυγοτσουλιτσο!!!"
     
  11. no_Taboo

    no_Taboo Αείκαυλος

    To τσουγκρίζεις κιόλας;
     
  12. _DaRkNiGhT_

    _DaRkNiGhT_ femdom art

    Γουσταρεις;