Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μέσα από τα μάτια του

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 5 Ιανουαρίου 2025.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Το φως στο δωμάτιο ήταν αρρωστιάρικο, όπως άλλωστε είναι συνήθως στα ξενοδοχεία. Αυτό που συχνά οι στυλίστες επαγγελματικών χώρων ή όπως αλλιώς τους ονομάζουν, συχνά περιγράφουν ως χαλαρωτικό καλωσόρισμα στην απόλαυση και την ηρεμία των διακοπών. Όμως, δεν ήταν αυτό! Ήταν άχρηστο! Άχρηστο και ηλίθιο. Δε μπορούσες να διαβάσεις, δε μπορούσες να κόψεις τις παρανυχίδες σου, ή να βρεις τις κάλτσες σου. Τον θύμωνε. Κι όσο μεγάλωνε και κουράζονταν τα μάτια του περισσότερο, τόσο πιο πολύ αυτά τα χαλαρωτικά, τον εξουθένωναν. Για τώρα όμως, έστω, ήταν καλοδεχούμενο. Ένας καλοδεχούμενος περισπασμός για να θυμώνει και να ξεχνάει.


    Ήταν από πάνω της, ήταν μέσα της, όπως σε τόσες συνευρέσεις στα ξενοδοχεία για μια νύχτα μακριά απ’ την καθημερινότητα. Μόνο τότε το κάνανε. Το κάνανε! Τι υπερβολή! Της τον έχωνε κι εκείνη τον τράβαγε και τον έσπρωχνε. Τόσο απλά, τόσο μη χαλαρωτικά. Έχυνε μέσα της και τελείωνε το πάρτυ. Εκείνη δεν έχυνε ποτέ! Αυτή την εντολή είχε από τον Κύριο της. Τον Κύριο της!


    Ο Κύριος της αποκαλούσε το χρόνο μαζί του, δηλαδή με εκείνον, το σύντροφο της, safespace, ή playground, ανάλογα τη στιγμή και τη διάθεση. Κι εκείνος το δεχόταν, το είχε αποδεχτεί, είχε συναινέσει… Με πόσα άλλα ρήματα να γίνει πιο ξεκάθαρο ότι ήταν μαλάκας και είχε συμφωνήσει σε κάτι, χωρίς να δοκιμάσει τα παπούτσια αν του κάνουν;


    Έτσι τελείωσε και σήμερα. Κι ύστερα τι; Εκείνη άρχισε να γελάει χαρούμενη που θα πήγαιναν βόλτα να εξερευνήσουν. Πάντα πήγαιναν σε άλλη πόλη, ή σε άλλη συνοικία. Πάντα υπήρχαν νέα πράγματα να δουν και να δοκιμάσουν. Με άλλη ματιά, μαζί. Πολύτιμες στιγμές. Κι όμως ένιωθε πως την ίδια στιγμή εκείνον θα τον πέταγε, αν μπορούσε να πάει σε όλα αυτά τα μέρη με τον Κύριο της. Αν βέβαια, το ήθελε κι ο Κύριος της. Γιατί Εκείνος αποφάσιζε. Ήταν κι αυτό.


    Τριγύρισαν στα πλακόστρωτα, έβγαλαν φωτογραφίες, χάζεψαν αξιοθρήνητα τουριστικά είδη, για βλαμμένους μιας άλλης εποχής κι ύστερα το βλέμμα τους άρχισε να φλερτάρει με τα πιάτα στα τραπέζια που προσπερνούσαν. Εκείνη είπε, θα ήθελε να φάει μια τεράστια πολύχρωμη σαλάτα, με κάποια πρωτεΐνη ίσως μέσα, θα εβλέπε - δεν ήξερε. Εκείνου, του γυάλισε μια φέτα με φύλλο, μέλι και μαυροσούσαμο. Μετά του έφυγε η όρεξη - την είδε να γράφει στο κινητό. Δεν είναι πως δεν ήξερε, ή πως θα το σκεφτόταν, ήθελε να πάρει εντολή από τον Κύριο της, τι να φάει. Τόσο στενάχωρο. Χαχα! Εκείνος όμως δε χρειαζόταν να ρωτήσει κανέναν τι θα φάει! Μπορούσε να αποφασίζει μόνος του! Εντάξει, η ενδοκρινολόγος του, ίσως να είχε άλλη άποψη, αλλά αυτό τώρα, είναι εκτός θέματος! Κι άλλωστε, σιγά μην έστελνε στη γυναίκα μέσα στη νύχτα μήνυμα, αν μπορεί να φάει μια κωλόφετα. Ούτως ή άλλως, δεν ήθελε. Η μήπως ήθελε; Δεν ήξερε. Ίσως θα έπρεπε τελικά να στείλει μήνυμα κι αυτός στον Κύριο της. Έστω για να τον περιπαίξει, να τον υπονομεύσει. Χαχα ωραίο αστείο θα ήταν αυτό! Άλλα θα έληγε καλά, ή όπως μια άλλη συζήτηση που είχε μαζί του κάποτε…


    Κάτσανε, σε κάτι που είχε το θράσος, να αυτοπεριγράφεται ως μπιστρό. Εκείνη πήρε τελικά σαλάτα στον ατμό, χταποδάκι ξυδάτο και μια ποικιλία ευρωπαϊκών τυριών. Φαίνεται, ο μεγαλοιότατος είχε άλλη γνώμη από την ίδια. Αυτό του έφτιαξε το κέφι. Χαμογέλασε μέσα του χαιρέκακα. Με λαχτάρα και τα σάλια να του τρέχουν πήρε μια τηγανητή φέτα με φύλλο και μέλι, συκώτι και πατάτες με τσένταρ και κρέμα γάλακτος. Φαίνεται, ο Κύριος της είχε επιτρέψει να πιούν ό,τι θέλουν. Παρήγγειλε λοιπόν ένα δίκιλο ημίγλυκο ροζέ. Θα βγαίνανε γκολ, το ήξερε. Αλλά και τι πειράζει; Μπορεί να ξέρναγαν ναι οκ, αλλά μπορεί κι εκείνη να έχανε τον έλεγχο και μετά να ήταν αυτός ένας κύριος που θα τη χόρευε με το ντέφι του. Ποταπό; Ίσως. Και ποιος νοιάζεται; Μια γριά θεία του ψυχολόγος θα έλεγε - σχεδόν την ακούει στα αυτιά του - αυτό είναι κρυφο-επιθετικό κι εσύ νεαρέ είσαι μουλωχτός. Δε γαμιέται κι αυτή, καλή ώρα εκεί που είναι;


    Φάγανε, ήπιανε, εντάξει ναι, το τρίτο λίτρο που ήρθε στο τέλος κέρασμα, τους ξέκανε κι είχαν μετά και τις καούρες. Βέβαια εκείνη έσωσε την κατάσταση. Ο Κύριος της, της είχε πει άλλωστε, να έχει μαζί της πάντοτε αντιόξινα. Πάντα αυτός τελικά ο ήρωας της μέρας! Λες κι εκείνος ήταν μαριονέτα, γλάστρα, σα να έχανε την ικανότητα να σκέφτεται λογικά και σφαιρικά! Σκατά! Αφού το ήξερε! Πιώμα, μαλακοφαγητά απέξω, σημαίνει μετά καούρες. Μπορούσε εκείνος να είχε μαζί του κανένα θαυματουργό χαπάκι - έτσι γι’ αλλαγή και να σώσει τη μέρα, έστω τη νύχτα. Να βγάλει τα δικά του χαπάκια, όχι του άλλου, γιατί βέβαια ότι ήταν εκείνης, με κάποιο εξωφρενικό τρόπο ήταν του Κυρίου της! Ώρες ώρες φοβόταν, ή σκεφτόταν με περιπαιχτική διάθεση, ότι αυτός ο μούργος θα θεωρούσε κι εκείνον δικό του, ως προέκταση και καμιά μέρα θα έβρισκε κάπου ένα χαρτάκι, ή ένα μέηλ, με το τι να φάει και πότε να χέσει.


    Η συζήτηση όμως που είχαν ανοίξει, είχε ενδιαφέρον, τόσο που συνέχισαν όλη νύχτα να περπατούν και να συζητούν κι αφού έφτιαξαν τα στομάχια τους λίγο, να πιούν και μια δυο γύρες κοκτέιλς απ’ εδώ κι απ’ εκεί. Κανείς τους δεν ήθελε να γυρίσει στο δωμάτιο, άλλωστε ήταν φριχτό. Άλλο ένα απ’ τα ίδια. Ίδια χρώματα, ίδια έπιπλα, ίδιος σκατοφωτισμός, ίδιες κακοφωνίες, καμιά πινελιά. Ακόμα και τα μπουρδελοξενοδοχεία, είχαν περισσότερη άποψη, αντάμα βέβαια με την κακή υγιεινή. Όχι ότι ήξερες ντε ότι στα κανονικά ξενοδοχεία καθαρίζουν επαρκώς, αλλά πες δε βρίσκεις ξένες μουνότριχες στα σεντόνια και θολές στάμπες σα ροχάλες στα πλακάκια.


    Τελικά, κατέληξαν σε ένα φούρνο που μόλις άνοιγε κι είχε ζεστές τυρόπιτες κουρού. Εντάξει κι αυτό θα ήταν ρίσκο για τα στομάχια τους, αλλά δε γαμιέται! Ήταν ζεστό κι ήταν τυρί! Ό,τι πρέπει για πρωί! Ωραίο αυτό, έκανε και ρίμα! Φάγανε αμίλητοι, ήπιαν κι από ένα καφεδάκι που τους έβαλε ο φούρναρης που τους είδε ξενύχτηδες και με βλέμμα θολό, οκ φριχτότατος καφές, νερό με άβραστο καφέ, έτσι να νιώθεις τους κόκκους στον ουρανίσκο, να ξυπνάς απ’ την αηδία! Κάποτε βέβαια, κάτω από ένα πλάτανο σε ένα χωριό κοντά στα Σφακιά, αφού τους είχαν κεράσει είκοσι και ποτηράκια τσικουδιά παγωμένη με φέτες πορτοκάλι, ένας τέτοιος καφές έσωσε λίγο το κεφάλι, αλλά… άλλες εποχές, άλλες ηλικίες. Αχ! Κι άλλα στομάχια!


    Περιέργως κανείς τους δε νύσταζε. Ο Κύριος της έστειλε ένα πρωινό μήνυμα, με μια πρόταση. Άκου θράσος! Ναι οκ διακριτικό χιούμορ και καλά και φινέτσα του αποπάτου! Κάποιος άλλος θα έλεγε μια καλότατη πρόταση έκανε ο άνθρωπος! Αλλά, αυτός ήξερε, το είχε πει ο Κύριος της, εκείνη θα ήθελε να το κάνει. Άρα, πρόταση ήταν μόνο για τον ίδιο. Όμως, όταν το έτερον ήμισυ το θέλει, δεν είναι ακριβώς πρόταση που έχεις πολύ χρόνο να σκεφτείς, ειδικά άμα αγαπάς τον άλλο και σου αρέσει χαμογελαστός κι έστω για ένα γαμημένο κλάσμα του δευτερολέπτου, σκέφτηκες πρώτα το χαμόγελο του κι όχι ποιος το ενέπνευσε.


    Το μήνυμα έλεγε << αν είστε σε αυτή τη φάση που ούτε νυστάζετε, ούτε θελετε να ξεράσετε, εκμεταλλευτείτε το και δείτε λίγο πολιτισμό >>. Τόσοι τρόποι να διαβαστεί αυτή η μαλακοβιολιά, τόσες ερμηνείες. Τέσπα, δε νύσταζαν, δε θέλανε να ξεράσουν ( πάλι εκεινη γριά θεία στα αυτιά του, να τον διορθώνει και να λέει τάση για έμετο, αντί για ξερνάω - πώπω γαμήσου κι εσύ πια! ), είχε κάτι μουσεία και ένα δυο γκαλερί εκεί κοντά που άνοιγαν σε λίγο. Από μηχανής θεός μπροστά τους, ένα γιγάντιο παλαιοβιβλιοπωλείο, που μόλις άνοιγε. Χώθηκαν μέσα. Έμειναν ώρες… ανά 10 - 20 λεπτά έβγαζε και για τους δυο τους αντισηπτικά μαντηλάκια. Δική του νίκη! Ήξερε ότι είχε κι εκείνη, ήξερε ότι ο Κύριος της, της είχε πει να έχει πάντοτε μαζί της, αλλά αυτά ήταν τα δικά του! Τι σημασία είχε, αν το υιοθέτησε από τον Κύριο της; Μια καλή ιδέα, είναι μια καλή ιδέα! Μάστορας είναι αυτός που την εντοπίζει και την αξιοποιεί, όχι όποιος κωφεύει πεισματικά. Κάποιος που έπιασε κάποτε μια κουβέντα άλλωστε του είχε πει, πως μπορείς να πατήσεις πάνω στην εκπαίδευση κάποιου και να την κάνεις δική σου, δε χρειάζεται να την ξεριζώσεις…


    Πώπω εκπαιδεύσεις και περίεργες λέξεις, τι κουραστικά και περίπλοκα όλα αυτά! Εντάξει ναι, τότε ίσως γι’ αυτό Κύριος της ήταν ο άλλος κι όχι αυτός. It makes sense. Κύριος; Τέλος πάντων, καλύτερα να τον λέει έτσι κι αυτός και να χάνεται το νόημα, να γίνεται ίσο με ένα ξένο Κώστας και Μανώλης, παρά με το όνομα του και το όνομα να αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, να το σιχαίνεται, να συναντάει συγγραφείς με τον ίδιο όνομα και να μη θέλει να διαβάσει τα βιβλία τους, έτσι από αταβιστική μαλακία, ή όπως αλλιώς λέγεται αυτό, ή δεισιδαιμονία; Anyway, οι μεγάλες λέξεις είναι του Κυρίου της, αυτός δεν έχει ανάγκη να κρυφτεί πίσω από τίποτα. Κάτι τέτοια πουτανάκια έχουν ανάγκη να κρύβονται κάτω απ’ τις πέτρες της ανώτερης γραφής, της τάχα ανώτερης γραφής. Και με πέντε ρήματα και δέκα ουσιαστικά μπορείς να πάρεις νόμπελ, δε χρειάζεσαι ειδικές λέξεις! Πολλώ δε μάλλον, για να συνεννοηθείς με τη δικιά σου!


    Ναι ναι τώρα θα έλεγε κάποιος πόσο και καλά καυλωτικός είναι ο εγκεφαλικός έρωτας! Οκ γουατέβα που θα έλεγε και κανάς Αμερικάνος! Είπε ξανά, με πέντε ρήματα και δέκα ουσιαστικά μπορούσες να πάρεις βραβεία! Εντάξει, ίσως όχι νόμπελ, αλλά ένα μπούκερ μπορεί! Δεν ήταν κι εκείνος ο Ιρλανδός, πως τον λέγανε, που πήρε το μπούκερ και μετά τους το έκλασε στη μούρη, ξεκινώντας να γράφει αστυνομικά; Εντάξει, άλλης κλάσης βέβαια, να χάνεται ο νους σου, να ταξιδεύει… βέβαια κάποιος θα έλεγε, όμως εκείνος χρησιμοποιεί πολλές λέξεις, για κάποιες χρειάζεσαι λεξικό! Εντάξει, αλλά εκείνος είναι συγγραφέας! Σίγουρα στη δούλα του, αν έχει δούλα, ή υποτέτοια, ή έστω φιλενάδα, ζητάει ένα ποτήρι γάλα, δεν ξεκινάει με ένα συνυφαίνεται.


    Είχε χαθεί λίγο στις σκέψεις του, ή μάλλον πολύ, αλλά και τι πειράζει; Ποιον ενοχλούσε; Στο μεταξύ, εκείνη άνοιγε βιβλία, ξεφύλλιζε κι όταν κάτι της άρεσε έβγαζε μια φωτογραφία, ή εστελνε ένα μήνυμα… Τι γελοίο! Μα καλά κυρά μου, ούτε ένα βιβλίο δε μπορείς να διαλέξεις από μόνη σου; Δεν ξέρεις τι σου αρέσει; Δεν ξέρεις τι σου ταιριάζει; Εκνευρίστηκε! Κι αν τώρα πήγαινε και της έλεγε, μωρή να πάρε αυτό εδώ να ξεστραβωθείς λίγο με το τι θεωρεί γαλήνη ο Σενέκας, σάμπως δε θα άγγιζε κάποια χορδή; Μπα! Που τέτοια ενέργεια; Καβγάς θα γινόταν! Θα του έλεγε αυτά τα ωραία, ότι πάει να καταπατήσει την ανεξαρτησία της ξέρω εγώ, ή την ελευθερία της και ότι αν ήθελε καμια πρόταση θα τη ζητούσε…


    Ω τι έκπληξη! Μια ώρα μετά κι ενώ είχαν καθίσει για καφέ έστειλε ο Κύριος της μηνυμα και ρωτούσε ευγενικά, ( ευγενικό το χαρακτήρισε εκείνη ), αν αυτός βρήκε κάποιο βιβλίο που πίστευε πως θα ταίριαζε σε εκείνη να διαβάσει. Εντάξει, σε όλους αρέσει να μιλάνε λίγο για τον εαυτό τους και να ζητούν τη γνώμη τους, ειδικά όταν δεν έχουν πολλές ευκαιρίες να το κάνουν, οπότε δε βρήκε κάτι κακό στο να απαντήσει. Είπε γι’ αυτό του Σενέκα, είπε για την Τετραπλή ρίζα του αποχρώντος λόγου του Σοπενάουερ κι είπε και για το Τζουντ τον Αφανή. Η αλήθεια ήταν πως φοβήθηκε ότι ο Κύριος της θα ρωτούσε γιατί, ή πως αυτά θα βοηθούσαν τη σύντροφο του, αλλά φαίνεται ο Κύριος της αντί να ρωτήσει, της έδωσε τα δικά του γιατί κι έτσι μετά από λίγο εκείνη έφυγε και επέστρεψε με το ένα από τα τρία βιβλία, καθώς και με ένα ποτήρι ουίσκι Kavalan που της ζήτησε ο Κύριος της να τον κεράσει. Ένιωσε φριχτά! Ο πόντος που νόμιζε δικό του, ήταν πάλι του Κυρίου της! Μα πως γινόταν αυτό!


    Στο σπίτι, είπαν να κάνουν μπάνιο μαζί για οικονομία χρόνου, ώστε να συμμαζέψουν γρήγορα και να αράξουν μετά με ταινίες τρόμου και φαγητό. Καθώς της σαπούνιζε την πλάτη, είχε μια εικόνα ότι τη γυρνάει, τη χαστουκίζει και την τραβάει κάτω, την μπουκώνει με την πούτσα του και την αφήνει εκεί να ρουφάει μέχρι να πεθάνει… αλλά αυτή η τόσο όμορφη, μελιστάλαχτη φαντασίωση πλέον δε του άρεσε, δε του αρκούσε, δεν καύλωσε καν αρκετά! Αυτό, που ήθελε, αυτό που πραγματικά ήθελε, ήταν εκείνη να ξέρει ότι εκείνη τη στιγμή, ακριβώς με το που ξεβγάζεται η πλάτη της θέλει να γυρίζει, να περιμένει τα χαστούκια της, να γονατίζει και να ρουφάει την πούτσα του, μέχρι να τη σταματήσει, ή ώσπου να πεθάνει. Τώρα ναι, καύλωσε! Όμως, αυτή ήταν η φαντασίωση κάποιου άλλου! Έρμος που ένιωθε! Μπορεί να μην ήταν καν φαντασίωση, να ήταν κάτι που συνέβαινε πραγματικά κι εκείνος να βαυκαλιζόταν με κάτι που έμοιαζε σαν τρελό όνειρο, σαν από μυθιστόρημα του περιπτέρου, ενώ αυτό μπορεί να ήταν κάτι που γινόταν, που ήταν για κάποιους λογικό και φυσικό, με τον ίδιο τρόπο που το νερό πήγαινε τώρα στο σιφώνι. Ποιος ξέρει, μπορεί το σιφώνι αυτού του κάποιου να μην είχε τώρα τρίχες και βρωμιές, να φρόντιζε να ήξερε η όποια εκείνη τι πρέπει να κάνει και πως θέλει να είναι τα πράγματα. Ή ήταν όλα φαντασίες κι οι άνθρωποι απλά υπάρχουν και απλά ονειρεύονται ό,τι θα τους ήταν ευκολότερο και τελικά γυρνούν και ζουν με ό,τι και σε ό,τι τους είναι πραγματικό και φυσικό.


    Συνεχίζεται…
     
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Το σκοτάδι ήταν απόλυτο στο δωμάτιο, μαύρο. Δεν υπήρχε ίχνος φωτός, κάτι που να δημιουργεί κάποια ασυνέχεια, μια δυνατότητα να φανεί κίνηση, ακόμη και στα πιο έμπειρα μάτια. Ο Κύριος ξύπνησε. Ξύπνησε στο πλευρό, με το χέρι κάτω απ’ το μαξιλάρι και το άλλο χαλαρά μπροστά στο πρόσωπο του. Το ρολόι φώτισε. Στην αρχή, βγήκε ένα μήνυμα για την ποιότητα του ύπνου του κι ύστερα το γνώριμο μπορντώ καντράν, με τους απλούς λεπτοδείκτες που είχε επιλέξει, έδειξε ότι ήταν έξι το απόγευμα. Ένιωθε ξεκούραστος, ανανεωμένος, με όρεξη. Ανασηκώθηκε. Οι παντόφλες ήταν εκεί που τις είχε αφήσει. Απόλαυσε την απαλότητα και τη ζεστασιά τους, τη βελούδινη υφή τους. Αυτή τη στιγμή δε μπορούσε να δει ότι έχουν αυτό το βασιλικό - βασιλικό για τον ίδιο - πράσινο της τσόχας του μπιλιάρδου, όμως τι σημασία είχε; Είχαν αποκτήσει τη θέση τους - την εικόνα τους μέσα στο μυαλό του και τώρα απλά χαμογέλασε, ξέροντας πως ήταν αυτές, βελούδινες και όμορφα πράσινες.


    Δε του άρεσε να ανάβει φως. Του έδινε χαρά, να μπορεί και να βρίσκει το δρόμο του μέσα από σκοτεινά δωμάτια, μέσα απ’ τα δικά Του σκοτεινά δωμάτια. Όλα ήταν στη θέση τους, στη θέση που τους είχε επιλέξει και έπρεπε πάντοτε να βρίσκονται έτσι, εκεί. Γιατί έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα καλύτερα και γιατί έτσι του άρεσε να τα βλέπει. Άνοιξε την πόρτα, το μόνο φως ερχόταν από την κουζίνα. Ένα ήρεμο φως, ούτε ψυχρό, ούτε θερμό. Της είχε πει πως ήθελε για την κουζίνα να πάρει 4000Κ. Αυτός ήταν ο κατάλληλος φωτισμός για ένα χώρο που εξυπηρετεί τόσο για την παρασκευή φαγητού, όσο και για τις χαλαρές συναντήσεις της οικογένειας, αλλά που είναι και κατάλληλο να διαβάσει κάποιος μια εφημερίδα, ή ένα βιβλίο. Το κατάλληλο φως, για το κατάλληλο δωμάτιο.


    Βγήκε στο διάδρομο, το δωμάτιο αριστερά του σκοτεινό, αλλά με λίγο φως να έρχεται απ’ τα φώτα του δρόμου. Eίδε την κίνηση, αλλά έκανε πως δεν την είδε. Χορευτικό που είχε γίνει άπειρες φορές. Το περίμενε, το ήθελε. Θα μπορούσε να μη το θέλει, θα το είχε σταματήσει. Αλλά το ήθελε, ήταν σημαντικό. Προχώρησε μερικά βήματα, εστίασε στα βήματα της στην κουζίνα και να καταλάβει ποια μελωδία μουρμουρούσε. Στην αρχή δεν κατάλαβε, όμως του ήρθαν κάποιοι στίχοι στο νου

    Holding the course

    Through long nights and days

    The ice and the hail bear no malice

    Tow the line

    Keep it fine

    Every man seeks this end

    Χάρηκε. Είχε καιρό να το ακούσει, ίσως να το έβαζε σήμερα. Ένα από τα τελευταία τραγούδια που της είχε βάλει ν’ ακούσει. Δεν είχε άλλο χρόνο να το σκεφτεί τώρα. Το χορευτικό ξεκινούσε.



    Πρώτα ένιωσε το άγγιγμα στην αριστερή του γάμπα κι έπειτα το γάργαρο γέλιο που δεν είναι ούτε δυνατό, ούτε χαμηλόφωνο, ούτε ξεκάθαρο, ούτε επαναλαμβανόμενο σε καμιά άλλη ηλικία. Αυτό το γέλιο που μπορεί να σε κάνει να πεθάνεις, μόλις συνειδητοποιήσεις πως σε λίγα χρόνια θα μεταλλαχτεί σε κάτι άλλο, με περισσότερο πολιτισμό, συγκατάβαση, πονηριά ίσως, γνώση, λογική; Ποιος ξέρει. Θυμήθηκε εκείνο το διήγημα του Σαντ, που έκρυψε μέσα σε μια ιστορία που θα απαξιούσαν να διαβάσουν οι σύγχρονοι του και που κατά πως φαίνεται, οι μωροί εξακολουθούν να αδυνατούν να διαβάσουν, πως τα παιδιά πρέπει να έχουν το δικαίωμα, ακόμη κι αν το επιβάλλουμε εμείς, να μη μαθαίνουν τίποτα που θεωρεί η κοινωνία ουσιαστικό, μέχρι εκείνη την ηλικία που θα έχουν απλώσει πλήρως την ψυχή τους, γιατί δεν είναι παρά μια μορφή κακοποίησης στις σύγχρονες κοινωνίες με τον τρόπο που εκφράζεται. Και που να ‘ξερε ο δόλιος, τι κοινωνίες θα έρχονταν.



    Γύρισε και κοίταξε το κοριτσάκι και πριν προλάβει να σκύψει να το σηκώσει στα χέρια του, ένα άλλο άγγιγμα ήρθε στη δεξιά του γάμπα κι ένα τσάφ ακούστηκε. Ο γιος του. Έλεγε πάντα τσαφ, όχι τσα. Ήταν το δικό του τσα. Το είχε αγαπήσει απ’ την πρώτη στιγμή. Όχι δεν ήταν λάθος. Γιατί, ποιος όριζε ότι το τσα κι όχι το τσαφ ήταν το σωστό; Δική τους η οικογένεια. Δικός τους ο κανόνας. Δική τους η πορεία και το πως επιλέγουν καλύτερα, να επικοινωνούν μεταξύ τους.



    Έκανε πλήρη στροφή, έσκυψε και τα πήρε και τα δυο στην αγκαλιά του. Δεν ήταν ψηλός άνθρωπος, ούτε ογκώδης, όμως πάντοτε με αυτά τα δυο τερατάκια ήταν σαν τα χέρια του να μάκραιναν, να γέμιζαν. Πάντοτε θα μπορούσε να τα τυλίγει μέσα στην αγκαλιά του. Το ήξερε πως μέχρι την τελευταία στιγμή του, αυτό θα μπορούσε πάντοτε να το κάνει. Να μεγαλώνει, να ψηλώνει και να μπορεί να τα εγκολπώνει μέσα στα χέρια του. Το δωμάτιο στα δεξιά του ήταν η τουαλέτα. Το δωμάτιο στα αριστερά ήταν το δωμάτιο που έπαιζαν τα μικρά. Μπήκε μαζί τους και άναψε το πορτατίφ. Θερμό φως. Κι ύστερα άναψε τα άλλα τρία πορτατίφ. Δε χρειαζόταν το μεγάλο τώρα. Το κοριτσάκι έφερε το πορτοκαλί καρεκλάκι του, το πράσινο πλαστικό τραπεζάκι με τα πόδια που κατέληγαν σε πατούσες, σαν εκείνο το παγωτό που έβγαινε κι ίσως βγαίνει ακόμα. Τρέχοντας και γελώντας μόνο του, έφερε ένα τεράστιο, πλαστικό, διάφανο κουτί με πολλά παιχνίδια μέσα κι ύστερα έκατσε στο τραπεζάκι και το άνοιξε.



    Το αγοράκι έμεινε κολλημένο στο πόδι του, τράβαγε το μπατζάκι του. Το κοίταξε, του έδειχνε πάνω ψηλά στο ντουλάπι, ένα κουτί με ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο lego κι ένα κάστρο playmobil και του ζήτησε να του τα κατεβάσει. Έσκυψε, πήρε το αγοράκι στην αγκαλιά του, του ψιθύρισε πως θα το κάνουν κάπως αλλιώς. Οπότε το σήκωσε πιο ψηλά και το πήγε κοντά. Πρώτα κατέβασαν το αγωνιστικό, μετά κατέβασαν το κάστρο. Η μαμά ήρθε στην πόρτα. Δυο ποτήρια γάλα, δυο πιατάκια κέικ καρότο. Τα άφησε στο πράσινο τραπεζάκι. Κι ύστερα γύρισε και τα δύο μικρά έπεσαν στην αγκαλιά της. Τα φιλούσε παθιασμένα. Και μετά Τον κοίταξε. Της ζήτησε να τους βάλει τη μουσική τους. Ήταν Σάββατο απόγευμα. Για σήμερα, ήταν μια συλλογή από χαρούμενες μελωδίες χωρίς λόγια, μόνο κάποιες φωνές ζώων κατά διαστήματα. Ύστερα, αφού έφαγαν, τα άφησαν να παίξουν. Ο Κύριος πήγε στην τουαλέτα, εκείνη επέστρεψε στην κουζίνα.



    Αφού τελείωσε βγήκε και πήγε στο σαλόνι. Στο παράθυρο που επικοινωνούσε με την κουζίνα - αυτό το γουστόζικο κατάλοιπο της δεκαετίας του 60 - βρισκόταν ο καφές του. Τον πήρε, ενώ εκείνη ήταν στραμμένη προς το μέρος του και τον κοιτούσε.

    • Πόσα δάχτυλα Κύριε;

    • Τρία

    • Πόσα τσιγάρα να Σας στρίψω Κύριε;

    • Δύο αρκούν.
    Σε λίγο καθόταν στον τριθέσιο καναπέ, με τον καφέ, το ποτήρι με τα τρία δάχτυλα με το Kurayoshi, τα δυο τσιγάρα και το τασάκι. Εκείνη στεκόταν όρθια μπροστά απ’ το τραπεζάκι. Ήπιε μια γουλιά καφέ και της χαμογέλασε και χαμογέλασε κι εκείνη. Ήταν τέλειος. Ούτε ελαφρύς, ούτε βαρύς, ούτε και πολύ γλυκός. Πήρε το κινητό του, βρήκε τη συλλογή στην οποία είχε συμπεριλάβει κι αυτό το τραγούδι. Την έβαλε να παίζει. Το Power, των Helloween μπήκε πρώτο. Του άρεσε αυτό, να αλλάζει ρυθμούς, εντάσεις, είδη. Ήταν χρήσιμο και για τα ταξίδια με το αυτοκίνητο. Έμοιαζε με τις πλατιές στροφές που τόσο του άρεσαν, ιδίως σε αυτούς τους μεγάλους κακοφτιαγμένους δρόμους της Σουηδίας, που μια στάλα βροχής αρκούσε για να σχηματιστούν νερολακούβες και στα πιο απίθανα σημεία.



    Τελείωσε τον καφέ του και άναψε το πρώτο τσιγάρο. Πήρε το ουίσκι στα χέρια του και την κοίταξε. Ήταν η στιγμή. Πήρε στα χέρια της ένα μικρό σπιράλ τετραδιάκι και ξεκίνησε να διαβάζει.

    • Τίτλος: Τζουντ ο αφανής. Συγγραφέας: Thomas Hardy. Φράσεις που μου άρεσαν από τα πρώτα τρία κεφάλαια και οι σκέψεις μου γι’ αυτές:.... και η τελευταία φράση με έκανε να νιώσω μικρή και μεγάλη, χαμένη σχεδόν ανάμεσα σε τόσους φίλους - συγγραφείς που μου μιλούσαν όλοι μαζί κι ο φίλος Σας ο Σοπενάουερ κάπου μονάχος του να μου λέει πως δεν αρκεί να διαβάζουμε κάτι, αλλά χρειάζεται να σκεφτόμαστε πάνω σε αυτό και να μπορούμε να φεύγουμε με σχήμα αυτό, έξω απ’ αυτό, έξω από την περίπτωση μας και να αναζητούμε την περίπτωση του κόσμου.
    Την κοίταξε με αγάπη κι ύστερα τη ρώτησε:

    • Με τρεις λέξεις, για την κάθε ερώτηση, τι έμαθες για το Τζουντ ως εδώ που διάβασες, τι για το Χάρντυ και τι για τον εαυτό σου;

    • Κύριε θα απαντήσω για τα άλλα, όμως για το συγγραφέα ακόμα δεν…

    • Ξεκίνα να απαντάς γι’ αυτά που ρώτησα και είμαι εδώ να μη σε αφήσω να χαθείς όταν έρθει η ώρα να πούμε για το γερό - Χάρντυ. Σταμάτα να μπερδεύεσαι.

    • Εντάξει, Κύριε. Ο Τζουντ….

    • Ωραία. Και τώρα πες μου για το Χάρντυ.

    • Μα δεν έμαθα τίποτα για το Χάρντυ! Αυτό Σας λέω! Είναι πολύ νωρίς!

    • Για το Χάρντυ ή για ‘σενα;



    • Τελικά;

    • Μάλλον για εμένα Κύριε.

    • Καλώς. Οπότε την Τετάρτη θα μου πεις για τα άλλα τρία κεφάλαια κι ίσως τότε να μην είναι ούτε πολύ αργά - ούτε πολύ νωρίς, είτε για ‘σενα, είτε για το Χάρντυ.

    • Μάλιστα Κύριε.

    • Για ποιό λόγο ήθελα να διαβάσεις αυτό το βιβλίο;

    • Μα… αυτό το βιβλίο μου προτάθηκε στον ελεύθερο χρόνο μου από …

    • Δεν απαντάς σε αυτό που ρωτάω και δεν υπάρχει κάτι δικό σου για να το διαφημίζεις.

    • Συγνώμη Κύριε μπερδεύτηκα.

    • Θα απαντήσεις;
    Πήρε μια ανάσα και ξαναπροσπάθησε

    • Το βιβλίο ήταν πρόταση το σύντροφο μου που Σας φάνηκε καλή ιδέα.

    • Αυτό δεν είναι ακριβές και δεν απαντάει στην ερώτηση.
    Στεκόταν μετακινώντας το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο και κοίταζε μια τον Κύριο της, μια το τετράδιο που είχε μείνει κλειστό στα χέρια της. Για μια στιγμή φάνηκε να παγώνουν όλα μέσα στο τραγούδι που τελείωνε

    She comes so serene

    My fallen beauty crowned with leaves

    Take me to thy dream

    Thy candle will forever burn in me

    Του άρεσε πολύ αυτό, όταν δηλαδή τα τραγούδια έπαιρναν τη στιγμή και έμοιαζαν να συμπληρώνουν, να τραβούν, ή να προσθέτουν μια κίνηση σαν αυτή στα σκοτεινά δωμάτια, που όμως μπορείς να διακρίνεις τις κινήσεις.

    • Νομίζω πως θέλατε να διαβάσω αυτό το βιβλίο γιατί Σας είχα πει πως για ‘μενα η Γνώση είναι πηγή ζωής, ένα ταξίδι που δε μπορεί να σταματήσει, ούτε καν για μια στιγμή.
    Την άφησε για μια στιγμή να περιμένει - ήταν κι αυτό άλλο ένα χορευτικό που Του άρεσε. Κι εκείνης της άρεσε. Πως θα μπορούσε άλλωστε να μη της αρέσει; Ήταν δικό Τ/τους.

    • Καλώς. Πήγαινε το τετράδιο σου στο γραφείο σου κι έλα στο παιδικό δωμάτιο για μια στιγμή.




    Είδαν τα παιδιά κι ύστερα από λίγο βρίσκονταν πάλι στο σαλόνι. Κρατούσε πάλι το ποτήρι στα χέρια κι είχε ανάψει το τσιγάρο. Βρισκόταν γονατιστή μπροστά Του, με τα χέρια της να ακουμπάνε στα γόνατα του και το βλέμμα της να πέφτει πάνω στα δάχτυλα της.

    • Πες μου πως ήταν η έξοδος. Μην παραλείψεις τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους συνειρμούς σου, πριν και τώρα.




    Συνεχίζεται…
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    First like and then read!

    Clasic -Volt-

    Μας έλειψες! Keep walking!
     
  4. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor

    Άξιζε κάθε δευτερόλεπτο ανάγνωσης, όπως πάντα!!