Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μίλα μου για έρωτα, μίλα μου για αγάπη...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος gaby, στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

  1. Μενέλαος Λουντέμης, «Ερωτικό Κάλεσμα»

    Έλα κοντά μου. Δεν είμαι η φωτιά.
    Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
    Τις πνίγουν οι νεροποντές.
    Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
    Δεν είμαι η φωτιά.

    Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο άνεμος.
    Τους ανέμους τους κόβουν τα βουνά.
    Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
    Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
    Δεν είμαι ο άνεμος.

    Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο ωκεανός.
    Τους ωκεανούς τους δαμάζουν οι Τρίτωνες.
    Τους ημερεύουν οι ζέφυροι.
    Τους μαγεύουν οι σειρήνες. Όχι.
    Δεν ειμ’ ωκεανός.

    Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε λιμάνι.
    Δε σου τάζω την απανεμιά.
    Ούτε τις γλυκές ισημερίες,
    και τις αλκυονίδες ζεστασιές.
    Δεν είμαι λιμάνι.

    Εγώ... Δεν είμαι...
    Παρά ένας κουρασμένος στρατολάτης.
    Ένας αποσταμένος περπατητής...
    Που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
    για ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
    Και αν θέλεις...
    Έλα να τ’ ακούσουμε μαζί.

    (δε θυμάμαι αν έχει ξαναμπεί...)
     
  2. Koproskylo

    Koproskylo Regular Member

    Δεν έχει σημασία,
    τα ερωτικά του Λουντέμη σε ματώνουν κάθε φορά και βαθύτερα.




    Σε περιμένω.
    Μη ρωτάς γιατί.
    Μη ρωτάς γιατί
    περιμένει εκείνος
    Που δεν έχει
    τι να περιμένει

    Και όμως περιμένει.

    Γιατι σαν πάψει
    να περιμένει
    Είναι σα να παύει
    να βλέπει
    Σα να παύει
    να κοιτά τον ουρανό
    Να παύει να ελπίζει

    Σα να παύει να ζει.

    Αβάσταχτο είναι.
    Πικρό είναι
    Να σιμώνεις
    αργά στ'ακρογιάλι
    Χωρίς
    να είσαι ναυαγός
    Ούτε σωτήρας

    Παρά ναυάγιο.
     
  3. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Οι λέξεις είναι καράβια
    και χάνονται έτσι, από στόμα σε στόμα,
    όπως από ομίχλη σε ομίχλη.
    Φέρνουν την πραμάτεια τους στις συνομιλίες
    χωρίς να βρίσκουν ένα λιμάνι,
    τη νύχτα που τις βαραίνει, σαν μια άγκυρα.

    Πρέπει να συνηθίσουν να μεγαλώνουν
    και να ζουν με υπομονή ξύλου
    φθαρμένου από τα κύματα,
    που έχει φαγωθεί, ενώ μουσκεύεται αργά,
    μέχρι η συνηθισμένη μποτίλια
    να φτάσει στη θάλασσα και να τις βυθίσει.

    Γιατί η ζωή μπαίνει στις λέξεις
    όπως η θάλασσα σ' ένα καράβι,
    καλύπτει με χρόνο το όνομα των πραγμάτων
    και οδηγεί στη ρίζα ενός επιθέτου
    στον ουρανό μιας ημερομηνίας,
    στο μπαλκόνι ενός σπιτιού,
    στο φως μιας πόλης καθρεφτισμένης σ' ένα ποτάμι.

    Γι αυτό, ομίχλη στην ομίχλη,
    όταν ο έρωτας εισβάλλει στις λέξεις,
    χτυπά στους τοίχους, σημαδεύοντάς τους
    με τα σημάδια μιας προσωπικής ιστορίας
    κι αφήνει στο παρελθόν των λεξιλογίων
    αισθήσεις ψύχους και ζέστης,
    νύχτες που είναι η νύχτα,
    θάλασσες που είναι η θάλασσα,
    μοναχικούς περιπάτους μ' επιμήκυνση της φράσης
    και τρένα κρατημένα και τραγούδια.

    Αν ο έρωτας, όπως όλα, είναι ζήτημα λέξεων,
    πλησιάζοντας το κορμί σου δημιουργήθηκε μια γλώσσα.

    Luis Garcia Montero - ο έρωτας
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  5. brenda

    brenda FU very much

    Ο Χριστιανόπουλος μέσα από τους στίχους που λάτρεψε ο Χατζιδάκις στην τελευταία του -ημιτελή- δουλειά πριν τον θάνατό του, δίνει την δική του -ομοφυλοφυλική, αλλά και βαθιά Ανθρώπινη- ερμηνεία του έρωτα, της εξάρτησης, του πόνου και του φόβου (!!!) της τρυφερότητας...δεν ταυτίζομαι, αλλά με αγγίζει, μ´έναν ιδιαίτερο τρόπο, με την ωμότητα και την δύναμή του...


     
    • "-Να αγαπάς ή ν' αγαπιέσαι;/-Να αγαπώ."
    Νίκος Εγγονόπουλος
     
  6. danos

    danos Regular Member

    «Κώλοι πολλοί υπάρχουνε εις το ωραίον φύλλον,

    με σχήματα διάφορα σε μέγεθος ποικίλον.

    Κώλοι χοντροί, κώλοι λεπτοί, κώλοι απαλοί κι αφράτοι,

    κώλοι σα ζύμη μαλακοί και κώλαροι τριζάτοι,

    κώλοι σκληροί σαν πέτρινοι και άλλοι λαστιχένιοι,

    κώλοι δροσάτοι, τροφαντοί και κώλοι μαραμένοι,

    κώλοι μεγάλοι σαν βουνά και κώλοι μια χουφτίτσα,

    κώλοι που ' χουν κουνήματα και κάνουνε καπρίτσια

    κώλοι σαν τάβλα επίπεδοι, κι άλλοι ψηλά βαλμένοι,

    κώλοι σαν φράπες τουρλωτοί και κώλοι κρεμασμένοι,

    κώλοι κομψοί, συμμετρικοί και περιποιημένοι

    και κώλοι ασουλούπωτοι, ' μπόγοι κακοδεμένοι ' .

    Κώλοι σαν τριαντάφυλλο και κώλοι σαν αχλάδι,

    κώλοι που προκαλούν κλοτσιά κι άλλοι που θέλουν χάδι

    Κώλοι σαν αλαβάστρινοι, που μοιάζουν με καθρέφτη

    κώλοι που θέλουν φίλημα κι άλλοι που θέλουν νέφτι

    κώλοι σπανοί, δασύτριχοι, κώλοι σαν κολλιτσίδες

    και κώλοι που στενάζουνε από αιμορροΐδες.

    Κώλοι ακριβοί, κώλοι φτηνοί, μονάχα δυο παράδες

    και κώλοι που προσφέρονται εις τους (*λογοκρισία: φαντάζεστε, όμως, τι κάνει ρίμα εις -άδες)

    κώλοι ' τοιούτων ' , ευτραφείς, μοσχοπουδραρισμένοι,

    και κώλοι απλησίαστοι γιατ ' είναι λερωμένοι.

    Κώλοι αριστουργήματα, όλο καλλιγραφία

    και κώλοι σαν της μυλωνούς την ανορθογραφία.

    Κώλοι που σε ζαλίζουνε σαν τους κρυφοκοιτάς

    και που σε κάνουνε να λες.. ' ή ταν ή επί τας ' !

    Κώλοι οπού το βλέμμα σου δεν ξεκολλά ευκόλως

    που τους θωρείς όταν περνούν κι αναφωνείς: ' Τι κώλος! ' »
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μελάνι

    Το ξυράφι τρέχει ακούραστα στου
    σαγονιού την άκρη, λειαίνει απαλά την
    τσάκιση στα χείλη - κομματιάζει
    λέξεις, πριν η αναπνοή να τις λεκιάσει- .
    Σήμερα το πρωί κατάλαβα μετ' από χρόνια, ότι
    ίσως και κάποτε να σ' είχα αγαπήσει, ένιωσα την
    ανάγκη να το γράψω, σε μια χαρτοπετσέτα.
    Πέρασα τις παλάμες στους κροτάφους μου οκνηρά, τους
    καρπούς μου δάγκωσα, ψάχνοντας μελάνι κόκκινο
    να βρω, εκείνο που δεν σβήνει. Αλλά θαρρείς
    πως στέγνωσαν απότομα τα μάτια μου και
    ότι υγράνθηκε σκοτάδι, σαν έρωτας η φλέβα...

    ( Τ_S .... Ιούνιος 2014 )
     
    Last edited: 15 Δεκεμβρίου 2014
  8. Koproskylo

    Koproskylo Regular Member

    Μυρτιώτισσα - Έρωτας τάχα




    Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
    που έτσι με κάνει να ποθώ
    τη συντροφιά σου,
    που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
    τα φωτισμένα για να δω
    παράθυρά σου;

    Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
    που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
    σφιχτά το στόμα,
    που κι όταν μείνω μοναχή,
    στέκω βουβή κι εκστατική
    ώρες ακόμα;

    Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
    με κάποιου αγγέλου τα φτερά
    που έχει φορέσει,
    κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
    με τέτοια δώρα τρυφερά
    να με πλανέσει;

    Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
    και καλώς να ‘ρθει το κακό
    που είν’ από σένα·
    θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
    στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
    τ’ αγαπημένα.
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η αγάπη είναι ο φόβος

    Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
    Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα,
    όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση,
    τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων.
    Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
    Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που λογισμός μας ξεγελά.
    Την ώρα που χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε,
    σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα.

    ( Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα.
    Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους μεγάλωσαν.
    Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας.
    Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας. )

    Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους, η γιατί έτσι νικούμε τη ζωή.
    Η γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα.
    Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μίαν ηλιαχτίδα,
    κάτι σα μια θαμπή ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
    Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις,
    συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις.
    Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ' όνομά σου,
    απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα.
    Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις.
    Κι αν σκέφτομαι, είναι γιατί η συνήθεια, είναι πιο προσιτή από την τύψη.
    Μα ποιος θα῾ρθει να κρατήσει την ορμή, μιας μπόρας που πέφτει;

    ( Μανόλης Αναγνωστάκης )
     
    Last edited: 26 Δεκεμβρίου 2014
  10. Jerry4

    Jerry4 Dream on your Dreams

    Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
    ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
    Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
    κι απλά με ξαναβρήκες.
    Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
    ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ;

    την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
    κίτρινο κόκκινο μπλε το βάψαμε
    και ταξιδεύαμε τη γη..
    νύχτες ταξιδεύαμε
    στον ουρανό..
    αστέρι και σταθμός
    ΘΥΜΑΣΑΙ;

    βρήκες το πιο μακρινό αστέρι
    κι είπες να το γυαλίσουμε
    να του φυτέψουμε μια λέυκα
    να μείνουμε για πάντα εκεί
    ΘΥΜΑΣΑΙ;

    όταν σου έδινα πορτοκάλι
    πήγαινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω.
    Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα
    την πίναμε μισή μισή
    ΘΥΜΑΣΑΙ;

    Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ΄όλη τη γη
    να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι
    για σένα βέβαια..
    Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
    και μου ΄φερνες ένα κοχύλι
    ΘΥΜΑΣΑΙ;

    Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι λίμνη θάλασσα ωκεανός..
    Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ
    ΘΥΜΑΣΑΙ;

    Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα
    καλοπλυμένα, καλοχτενισμένα
    και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα.
    ΘΥΜΑΣΑΙ;

    θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου μ΄ ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
    Σου χάρισα ένα μύλο
    να τον κρατάς γερά
    γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια.
    Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ
    το θυμάσαι ακόμη;

    Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος
    Είχες το μύλο δε φοβήθηκες…
    κι έτρεξα και σε βρήκα
    Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
    που μέτραγε ως τα χίλια
    κι ένα τζιτζίκι
    και μια ζίνα
    κι ένα πουκάμισο άσπρο..
    το θυμάσαι;

    και σου μάθα να ζωγραφίζεις
    κάμπους και ποτάμια.
    Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ΄λεγα.
    Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
    κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
    ΘΥΜΑΣΑΙ;

    Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
    Και χάρτινα κινέζικα πουλιά
    Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή
    να μην την ξέρει άλλος
    Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
    κοντά σ’ενα ποτάμι, πάντα ένα ποτάμι
    τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;

    Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
    τη σαντιγύ
    τον ήλιο
    τις αυπνίες
    την παλίρροια
    το σκούρο μπλε
    τα θυμασαι όλα;

    Ό,τι δεν χώραγε στις λέξεις
    το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες.
    Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
    Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
    το θυμάσαι;
    κι ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο
    Θυμάσαι πότε;

    Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια
    Κι όταν μας τέλειωσαν
    αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια
    Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο
    ΘΥΜΑΣΑΙ;

    Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας
    ένας και πολλοί μαζί
    Χωρίζαμε για λίγο μόνο
    γιατί αλλιώς
    πως θ” ανταμώναμε ξανά;
    Και σου “γραφα κάθε στιγμή
    κάτι τεράστια γράμματα
    Μου ΄γραφες και συ ακόμη πιο τεράστια.

    Μια φορά όμως που άργησες
    πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας
    που κράτησε όσο πέντε.
    Κι όταν τέλειωσε
    ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
    Και δεν μπορούσες να γυρίσεις
    Έμεινες μακριά
    Και μου ΄γραψες
    Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…

    Μπορεί…
    όμως..
    τα πιο ωραία μας ταξίδια
    δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη

    Σε περιμένω…

    ΕΛΑ

    Θα μετρήσω ώς το δέκα ….

    (Χρήστος Μπουλώτης)
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Περιστατικό

    Κοιτάζω στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού και σκέφτομαι
    (φλογερά με έρωτα).
    Ζήτα μου, έλα λοιπόν, ζήτα μου
    να κάνω κάτι αδύνατο,
    κάτι φρικαλέα ανώφελο,
    κάτι αδιανόητο και αμίμητο.
    Όπως το να κάνω ένα δάχτυλο ν' ανθίσει,
    ή το να περπατήσω για μισή ώρα μέσα σε είκοσι λεπτά,
    ή το να θυμηθώ το αύριο.

    Σε θέλω να το ζητήσεις,
    αλλά εσύ το μόνο που λες, είναι:
    Μου δίνεις ένα τσιγάρο, σε παρακαλώ;
    Κι εγώ χαμογελάω και,
    γυρνώντας στον θαυμαστό κόσμο
    του δυνατού, σου δίνω ένα,
    μ' ένα χέρι που τρέμει,
    μ' ένα ανθρώπινο τρέμουλο.

    ( Norman McCaig )
     
    Last edited: 28 Δεκεμβρίου 2014