Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μίλα μου για έρωτα, μίλα μου για αγάπη...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος gaby, στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Δεν ζητήσαμε και πολλά. Κάποιον να έχεις τις ίδιες αρρωστημένες διαστροφές με εμάς ζητήσαμε.

    Λοβ ιζ Λοβ!..
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος
    Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

    Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

    Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    «Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

    Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σπίρτο καμμένο ( 0 )

    Καλά, έσταξε όλο το δηλητήριο
    απ' το δόντι και δάγκωσε αλόγιστα
    κάθε ίντσα του κορμιού.
    Χέρια, πόδια, στήθος, τίποτε
    δεν γλίτωσε, δεν κοντοστάθηκε, παρέσυρε
    σαν χείμαρρος τα πάντα.
    Ναι, κάνει απίθανα τσιμπούκια η λεγάμενη, μην
    με ρωτάς το χρώμα των ματιών της, δεν θα 'μουνα σε
    θέση ν' απαντήσω. Κάπου στον δρόμο η εμπιστοσύνη γλίστρησε
    απ' του παντελονιού την τσέπη και στην υπομονή, τη γλώσσα πλέον
    βγάζει. Ένα μονάχα θα σου πω, και αύριο θα βραδιάσει, ξανά
    θα βρίσκομαι θαμμένος πίσω από κάποιο τζάμι, ένα καθρέφτη αυτοκινήτου.
    Χαμένος στο μυαλό μου, ρυτίδες θα δικάζω, κάλπικες αγάπες θα ζεσταίνω
    σε μπρούτζινη βιτρίνα. Σπίρτο καμμένο η σαστισμένη του προσώπου σου
    αντανάκλαση, - ξεγυμνωμένο μες το κρύο μανεκέν - , που στην καρδιά
    του πάνω αλήθειες, ξεχάσανε να ράψουν...

    ( Τ_S ... 11/1/2015 )
     
    Last edited: 13 Ιανουαρίου 2015
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ένα σπίτι στη θάλασσα...

    …Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
    Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

    Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
    Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
    Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ…


    Οδυσσέας Ελύτης - Μονόγραμμα
     
  5. brenda

    brenda FU very much

    Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη Μα πού γύριζες
    Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
    Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
    Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
    Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
    Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
    Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
    Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
    Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
    Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

    Μα πού γύριζες
    Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
    Σου’ λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
    Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
    'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
    Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

    'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
    Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
    Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
    Και τ’ άρωμα των γυακίνθων Μα πού γύριζες

    Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
    'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
    Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
    Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
    'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

    'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
    Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
    Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
    Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
    'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
    Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
    Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
    Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
    Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
    'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
    Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
    Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
    Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
    Μαρίνα των βράχων



    Οδυσσέας Ελύτης
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Άμα ερωτευτείς μυαλό την έβαψες φίλε μου!..
     
  7. Νύχτα
    Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
    αποσταμένοι οι έρωτες
    κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
    τον πόνο που κρατάνε

    Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
    σκυμμένο προς τα δάκρυα του
    κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
    το δρόμο της θα πάρει.

    Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
    χλωμό και μυστηριώδικο
    κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν’ άνοιξε
    και λείψανο να βγαίνει.

    Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
    κι αυτοί λεν πως έτριξε·
    δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
    μελλοντικούς θανάτους.

    Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
    τη νύχτα την αστρόφεγγη
    που θα ‘πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
    και παίζουν οι λατέρνες.

    Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
    οι λησμονιές γλυκύτατες·
    οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
    και οι άνθρωποι θ’ ακούνε.

    Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
    το πάρκον ανατρίχιασε
    την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
    να πάει στη χλόη να γείρει.

    Κ. Γ. Καριωτάκης
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Θα ξαναγυρίσουμε

    Θα ξαναγυρίσουμε.
    Oταν οι ελιές θα ντύνουν στο χρυσάφι τα γέρικα όνειρά τους.
    Oταν τα μελτέμια θα κινούν να χαϊδέψουν τις εφήμερες πεζολογίες του νησιού.
    Oταν δυο μάτια σκοπελίτικα θα φωτιστούν απ' τη χαρά του γυρισμού.
    Τούτο το καλοκαίρι είτε το άλλο που θα 'ρθει,
    δεν έχει σημασία πότε.
    Κάποιο καλοκαίρι τέλος πάντων θα ξαναγυρίσουμε,
    πιο δυνατοί πιο μεστωμένοι.
    Έχοντας συνοψίσει το νόημα της πρώτης προσπάθειας,
    πειθαρχώντας στη νοσταλγία του Αιγαίου.
    Θα ξαναγυρίσουμε.
    Συνοδευόμενοι από γυναικεία στήθια σ' ενάντιον άνεμο
    Κι από το βασιλιά το Στάφυλο με το αρχαίο σπαθί του,
    ποιος θα βρεθεί να μας τον ιστορήσει.
    Πιο νέοι πιο ξανθοί πιο ακμαίοι,
    χωρίς αυταπάτες μ' αγκαλιές γιασεμιά.
    Να φυτέψουμε στου πελάγους τη ράχη,
    τον σπόρο του έρωτά μας.

    ( Κλείτος Κύρου )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor



    Σαν τ' αστέρια που παρατηρούν κάτι μωρά παράταιρα, καθώς ανήμπορα τα ορέγονται με δέος στο μπαλκόνι...
    Όταν τα δάκτυλα τεντώνονται και μοιάζει να τα κλείνουνε, σε υπόγειο στην παλάμη...

    Ίσως κι αυτό να είναι δόση, απ' έρωτα και αγχόνη...

    Να γνωρίζεις, ότι σάμπως αιώνια θέλεις να ζήσεις, τα σκεπάσματα να 'χεις πρέπει βιαστικά, τη γλώσσα δίχως ντροπές να στραγγαλίζεις...
    Την χίμαιρα της σιγουριάς τα κόκαλα, ποτέ μην αντηχούνε...

    ( T_S ... 14/1/2015 )
     
    Last edited: 14 Ιανουαρίου 2015
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor



    Λοβ ιζ Λοβ, μια ζωή γεμάτο ανατροπές!..
     
  11. Tι γυναίκα....
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    http://sanejoker.info/2015/01/ars-longa-vita-brevis.html

    Είναι η Αντιγόνη που θάβει τον αδελφό της.
    Είναι ο Ντύλαν που τραγουδά: «Where have you been, my blue-eyed son?»
    Είναι η Μόλλυ Μπλουμ που μονολογεί: «Ναι Θέλω Ναι!»
    Είναι ο Δαβίδ του Μικελάντζελο με τους υπερφυσικούς του μύες.
    Είναι το αγόρι-άγγελος στη φωτογραφία του Κουντέλκα.
    Είναι τα άδεια μάτια των γυναικών του Μοντιλιάνι.
    Είναι τα σώματα δύο ανθρώπων που χορεύουν τανγκό.
    Είναι το γκράφιτι που έφτιαξαν με στένσιλ, στον τοίχο απέναντι απ” τα δημόσια ουρητήρια.
    Είναι το θέατρο σκιών, στην Ινδονησία, στην Κίνα, στην Κωνσταντινούπολη, στον Πειραιά.
    Είναι το φιδάκι που πλάθει με πλαστελίνη ένα δίχρονο παιδί.
    Είναι τα ελάφια στο σπήλαιο του Αλταμίρα.
    Είναι ο Μάρλον Μπράντο που απαγγέλλει τους Κούφιους Ανθρώπους του Έλιοτ στις ζούγκλες της Αποκάλυψης, Τώρα!
    Είναι ο πλανόδιος μουσικός που παίζει ακκορντεόν στην άκρη του δρόμου.
    Είναι ο έφηβος που γράφει ερωτικά στιχάκια.
    Είναι ο μπλογοτέχνης που σκαρώνει ψηφιακά έπεα πτερόεντα.