Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Με λένε AwwA

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 10 Ιανουαρίου 2025 at 10:59.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    -Με λένε AwwA και ζητώ βοήθεια!

    Max

    R aw wa R (Υπάρχουμε)

    Τα άτομα της τάξης της Δευτέρας είναι της αντανακ0λάσεως τα ζεύγη

    Με φωνάζουν AwwA από το Aw που σημαίνει στέκομαι αβέβαια και ακίνητη στη ροή του χρόνου και το wA…

    …τρέχω και τις αμφιβολίες μου σκοτώνω, το χρόνο να προλάβω.

    Γεννήθηκα σε ένα πλανήτη Mar με τρεις ακόλουθους και πιο μικρούς απ’ αυτόν πλανήτες που κοντά μας στέκουν.

    Τρία τα αστέρια που μας θρέφουν με το φως και τη θερμότητα τους. Τα δίδυμα «a» και «r» και ο τεράστιος αδερφός τους «M». 772 οι μεγάλοι βράχοι και πλανήτες στο χωράφι των Mar. Αρκετοί από αυτούς κατοικήσιμοι, σε ‘πτα από αυτούς έχω αναπνεύσει.

    Ο «Μ» καλοκάγαθος μα γέρος. Θα προλάβει όμως να φωτίσει χιλιάδες ακόμα γενιές από εμάς, πριν για γιγάντιος λευκός τη διαδρομή αρχίσει.

    Το είδος μας, της μνήμης και της νόησης πολυεπίπεδος καμβάς. Ανοιχτοί σε δεκάδες ξένα του διαφορετικού, σύνολα ορίων λογικής, που μας χαρίζει την ικανότητα στο να κατανοήσουμε τη “γλώσσα» με την οποία επικοινωνούν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί με τους οποίους έχουμε έρθει σε επαφή.

    Από το απλο ιϊκό σπαστικό χορό των μικρών πολύ μικρών πλασμάτων. Μικρόβια, ιοί, παράσιτα που επικοινωνούν με συσπάσεις, έως τον ήχο των κυμάτων που εκπέμπουν τα μεγάλα δέντρα της οικογένειας των «Αικ».

    Η Αμ η γυναίκα που από τη τρα σε αυτό το κόσμο με έφερε, με έμαθε τα πάντα. Το δρόμο για τις γνώσεις που κάθε είδος κατείχε, είτε του δικού μας, είτε άλλων. Μου δίδαξε να ακούω και να κατανοώ, αυτά που στέκονται με ρίζες.

    Εγώ ανάμεσα τους ξάπλωσα, για μέρες δίχως τροφή. Ξεδιψούσα από τη βροχή και τα υγρά τους. Ένιωσα τους κραδασμούς, μύρισα τις μυρωδιές και διάβασα στην υγρασία και στον αχνό που εξέπεμπαν, τον τρόπο που αυτά διάβαζαν από το ρευστό της γης χυλό, τι συνέβαινε…

    …στην ήπειρο τη γειτονική. Στα πιο βαθιά, εκατοντάδες χιλιόμετρα του πλανήτη έγκατα ή στα πέρατα του κόσμου αυτού. Έμαθα από αυτούς, το πως άκουγαν στο φως των Μαρ ό,τι αυτά στο δρόμο είχαν αντικρύσει και στις σταγόνες του φωτός που έβρεχαν τα φύλα, πως να γεύεσαι στα μικρά σκαλιστά τους τραύματα, τις απώλειες που μιλούσαν για την επιφάνεια πάνω στην οποία, με όποιο τρόπο είχα ναι γλιστρήσει.

    Έτσι μάθαιναν τι από το πριν μέχρι τα τώρα είχε συμβεί. Μετά άκουγα το πλήθος τους μουσική να γράφει και το καθένα από αυτά τις δικές του νότες να προσθέτει, ώστε τους κύκλους του χρόνου να προβλέπουν με απόκλιση του σχεδόν ασήμαντη.

    Η Αμ στο έδαφος με κράτησε ακίνητη μέχρι σε άγαλμα να μοιάζω και να μάθω να βλέπω στην απόχρωση, στην ένταση, στη διάρκεια και στο ρυθμό των ήχων των ζωών που βάδιζαν, έτρεχαν, σερνόντουσαν ή έρεαν στη γη, τα εκρηκτικά λόγω της συμπίεσης συναισθήματα τους και μέσα από αυτά να διαβάζω τι έζησαν, ποια είναι, που και γιατί βρίσκονταν και το πιο σημαντικό, ποια θα ήθελαν πολύ να είναι.

    Σ’ αυτά που στο νερό επέπλεαν ή μέσα του γλιστρούσαν, την ιστορία άκουσα που τους βουρβούριζε με τα εν δεκάκις μύρια της στόματα η θάλασσα, η λίμνη, μέχρι και η πιο μικρή γούρνα ή λακκούβα. Έμαθα από αυτά τι ήταν αυτό που έτρωγε και έσκαβε από το δέρμα έως και τη καρδιά τούτου του πλανήτη. Με πάθος μουρμούριζαν για τα πατήματα που άφηναν οι γίγαντες του α νέμου πάνω στη ευαίσθητη και λεπτή του νερού επιφάνεια και στο τέλος άκουσα το τραγούδι των πειρατών του αέρα.

    Άλλα με φτερά, άλλα με μεμβράνες, πέπλα, μπαλόνια και πανιά ή άλλες περίτεχνες κατασκευές που εκμεταλλευόταν τα ρεύματα του αγέρα και ψηλά στον ουρανό πετούσαν. Στη θερμότητα, στα μόρια και στα ιόντα που αόρατα έπλεαν μου έδειξαν μια άλλη ιστορία. Στους εκκωφαντικούς συριγμούς, σφυρίγματα που τα πέταλα του αέρα λάμβαναν από το αχανές εκεί πάνω, ιστορίες και μηνύματα από κόσμους μακρινούς.

    Από την Αμ έμαθα να τρέχω, να πετώ, να κολυμπώ, να πέφτω, να σηκώνομαι και το κορμί και τη ψυχή μου να ετοιμάζω για τη Μεγάλη Ώρα. Τον Αν δεν το γνώρισα ποτέ. Η Αμ είπε πως εγώ ήμουν το πρώτο τους παιδί και πως μαζί της υποχρέωση είχε για κόμα τέσσερα.

    Της χρωστούσε. Τη δική του τη ζωή είχε επιλέξει η Αμ να μη τελειώσει…

    Στο πλανήτη που πατώ η βαρύτητα μικρή και το σώμα μου ψηλό.

    Η λίμνη που μέσα της, γυμνό το σώμα μου βυθίζεται, μικρή και άρα λίγος ο χρόνος που κυλά από τη μια μεριά στην άλλη για να φτάσω.

    Παντού ζώα και φυτά, του νερού θαμώνες, αυτά που από τις καμπύλες μου προσπαθούν τροφή να αρπάξουν, αλλά εγώ τις προθέσεις τους ακούω στους χτύπους, σφυγμούς και κύκλους οπότε ένα βήμα πάντα πιο μπροστά.

    Χάδια και αμυχές τα σημάδια που απλόχερα ξαπλώνουν στην μελαχρινή μου σάρκα. Σημασία δεν τους δίνω, ούτε καν κοιτώ, το βλέμμα μου στη Αμ στυλώνεται που με τα χέρια της ψηλά στον Μ χορεύοντας, τεντώνει. Τα μάτια της ανοίγει, άλογα του πράσινου μεγάλα τα πετράδια.

    -Πληγώθηκες;

    -Όχι, την ευθεία που κοιτά ακολουθώ, κόκκινο προς ροζ το χρώμα που κυλά στους μηρούς μου. Ανόθευτα ποτάμια που καβαλούν τη λάσπη.

    -Τι είναι αυτό;

    -Το πρώτο αίμα. Θα πρέπει να ετοιμαστείς.

    Εννιά οι μέρες που ο κύκλος μου κρατά, τόσες και η νηστεία, από τροφή και ύπνο. Μόνο δύο φορές την ημέρα μου επέτρεπε να κοιμηθώ. Πεντακόσιους σφυγμούς τη φορά.

    Άφθονο το νερό που μέσα μου εισέρχεται και ελάχιστο αυτό που μέσα μένει.

    -Γιατί;

    -Να καθαρίσεις.

    -Τροφή;

    -Πεινασμένη να είσαι.

    -Ύπνος;

    -Ξύπνια.

    Την ένατη ημέρα και όταν το αίμα σταμάτησε να τρέχει, φωτιά άναψα και αλείφτηκα με λάδι.

    Τα άνθη του Ελώτου μου έδωσε να φάω.

    -Καλό ταξίδι μικρή μου. Έφυγε και μόνη μ’ άφησε. Ποτέ δεν την ξαναείδα.

    Το φως χαμήλωσε και μια ομίχλη την παρουσία της έκανε αισθητή μέσα στο κέλυφος μου. Ώρα με την ώρα και τα δύο πιο πυκνά έγιναν μη ξέροντας πιο από τα δύο τα θεάματα ήταν των Ανθών παραγωγή.

    Η πραγματικότητα γύρω μου με κοιτά και με χαμόγελο τη μωβ στολή φορά. Ένας σκοτεινός θηλυκός γελωτοποιός. Η αντίληψη μου βρώμικη ακόμα από την ορθότητα στην ευθεία να κοιτά με τύψεις, μέχρι που της νύχτας πεταλούδα βλέπει και ξεχνάει την Αρχή.

    Στη θέση του δικού της κελύφους εισβάλει και τώρα από πιο ψηλά κοιτά. Ένα δάσος πλούσιο και του βορρά το γοτθικό, στο κέντρο του εγώ και στις άκρες του…

    …από πέντε διαφορετικά σημεία, θύτες που ξεκινούν το θύμα για να πιάσουν. Ένα σχήμα που στοχεύει εμένα και τα δεσμά του σφίγγει.

    Ένα του αέρα το πλοκάμι, από όρνεο με φτερά και μάτια, τη πεταλούδα αρπάζει και τώρα στη θέση της ψυχής του η δική μου μπαίνει.

    Πέντε άντρες γυμνοί, προσεκτικά βαδιζουν…

    …το ταίρι μου ένας από αυτούς να γίνει και οι υπόλοιποι από τα χέρια μου στη γη να σβήσουν…

    ( Ο Ένα την επιλογή του κάνει την ιστορία να αρχίσει. Την συνείδηση της γυναίκας αντιγράφει από τις λεπτές τις αμυχές των στιγμών που παγωμένων σαν αγάλματα στέκουν. Στη σφαίρα του φέρνει και στο είναι του, τρυφερά τοποθετεί και να ξυπνήσει περιμένει…

    -Όχι! Μη το τέλος τραγικό θα είναι. Ο Δύο, κρυμμένος στα ανήλιαγα υπόγεια του πνεύματος τη σκέψη του προσπαθεί να στείλει, αλλά ο Τρία τον σταματά.

    -Έτσι να γίνει πρέπει. Και τις σκέψεις του Δύο που σαν πουλιά να πετάξουν ξεκινούν σε κοράκια μετά μορφώνει και στον αέρα τα παγώνει.

    Γύρω τους ένα τεράστιο του λευκού το χιονισμένο το τοπίο, σπαρμένο από χιλιάδες κοράκια που νεκρά στέκονται ανάποδα με το κεφάλι στο πάγο καρφωμένα…)

    Ζεται χίνε Συ