Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μια ιστορια. .

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 16 Απριλίου 2025 at 02:21.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Κεφάλαιο 1: Το Κάλεσμα
    Ο φάκελος ήταν μαύρος. Όχι χάρτινος, μα βελούδινος — σχεδόν αισθησιακός στην αφή. Το μόνο που έγραφε ήταν:
    «Νίκο, ήρθε η ώρα να θυμηθείς. Απόψε, στις 22:00. Να είσαι πρόθυμος.»

    Δεν είχε αποστολέα. Ούτε διεύθυνση. Μόνο εκείνο το περίεργο άρωμα… κάτι ανάμεσα σε δέρμα και κολόνια πολυτελείας. Ο Νίκος ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Όχι από φόβο. Από κάτι βαθύτερο. Μια επιθυμία που είχε θάψει πίσω από γραβάτες, συμβούλια και ραντεβού.

    Δεν ήξερε ποιος του το έστειλε. Αλλά ήξερε ακριβώς ποιο κομμάτι του το είχε παραλάβει.

    Η διεύθυνση ήταν σε μια βιομηχανική γειτονιά, σε ένα παλιό εργοστάσιο που δεν είχε τίποτα το φιλόξενο απ’ έξω. Όμως μόλις πέρασε την πόρτα, ένιωσε τον κόσμο να αλλάζει.

    Σιωπή. Δέρμα. Φως κόκκινο και απαλό. Και μάτια – πολλά μάτια. Όλοι ντυμένοι. Εκτός από εκείνον, που ήδη ένιωθε γυμνός, ακόμα και με το κουστούμι του.

    Η Αλεξάνδρα εμφανίστηκε από τη σκιά. Δεν την αναγνώρισε αμέσως. Μα όταν πλησίασε, τα μάτια της δεν του άφησαν περιθώριο.

    «Καλώς ήρθες, Νίκο.»

    Δεν τον φίλησε, δεν τον χαιρέτησε. Τον κοίταξε. Και μόνο αυτό ήταν αρκετό για να ξεχάσει τη γλώσσα του.

    «Ήρθες γιατί δεν αντέχεις άλλο να προσποιείσαι πως είσαι κάτι. Ήρθες γιατί ήρθε η ώρα να σε ξεγυμνώσουμε. Όχι μόνο απ’ τα ρούχα. Απ’ τις ψευδαισθήσεις σου.»


    Ο Μάρκος. Ψηλός, ήρεμος, με βλέμμα που δεν χωρούσε αστεία. Ένας άντρας που δεν ζητούσε υπακοή — τη θεωρούσε δεδομένη.

    «Γδύσου», είπε απλά.

    Ο Νίκος δίστασε. Μισό δευτερόλεπτο μόνο. Αλλά εκείνο το μισό αρκούσε.

    Η Αλεξάνδρα πλησίασε, και ψιθύρισε στ’ αυτί του:

    «Ο υπηρέτης που σκέφτεται, δεν υπηρετεί. Ο υπηρέτης εκτελεί.»

    Τα χέρια του άρχισαν να λύνουν τη γραβάτα. Το παντελόνι γλίστρησε στους αστραγάλους του. Η μπλούζα του αποκαλύφθηκε, μαζί με το στήθος του που ανέβαινε και κατέβαινε βαριά.

    Όταν έμεινε γυμνός, γονάτισε. Κανείς δεν του το είπε. Μα ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει.

    Η Αλεξάνδρα άπλωσε το χέρι της. Ένα κολάρο από μαύρο δέρμα, με ένα διακριτικό μεταλλικό Ο μπροστά.

    «Θα το φορέσεις εσύ ή θα στο φορέσουμε εμείς;» ρώτησε.

    Ο Νίκος πήρε το κολάρο με χέρια που έτρεμαν. Το πέρασε στον λαιμό του. Άκουσε το κλικ που έκανε η αγκράφα. Και μέσα του… κάτι χαλάρωσε.

    Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, ένιωσε πως δεν χρειάζεται να πάρει αποφάσεις. Μόνο να υπακούσει.

    Κεφάλαιο 2: Το Βλέμμα της Αλεξάνδρας

    Ο Νίκος παρέμενε γονατισμένος. Το πάτωμα ήταν ψυχρό, η ανάσα του ζεστή. Το μόνο που ένιωθε ήταν το βάρος του κολάρου — και το ακόμα βαρύτερο βλέμμα της Αλεξάνδρας.

    Περπατούσε γύρω του αργά, σαν θηρευτής. Τα τακούνια της ήχησαν πάνω στο ξύλινο πάτωμα με ρυθμό μετρονόμου. Κάθε βήμα, μια καρφίτσα στην πλάτη του.

    Σταμάτησε πίσω του. Έσκυψε χαμηλά και ψιθύρισε σχεδόν μητρικά:

    «Ξέρεις γιατί είσαι εδώ;»

    Ο Νίκος κατάπιε. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά η φωνή του έβγαινε σβησμένη.

    «Για να… υπηρετήσω.»

    Ένα ελαφρύ γελάκι, σχεδόν προσβλητικό, του ζέστανε το αυτί.

    «Όχι. Είσαι εδώ για να διαλυθείς. Και μέσα απ’ αυτό, να μάθεις πώς μοιάζει η πραγματική σου φύση.»

    Τον τράβηξε από το κολάρο με σταθερή κίνηση. Εκείνος σύρθηκε στα τέσσερα πίσω της. Όλοι γύρω κοιτούσαν — αμίλητοι, ψυχροί, σαν θεατές ενός έργου που περίμεναν καιρό.

    Η Αλεξάνδρα τον ανέβασε σε ένα χαμηλό δερμάτινο σκαμνί. Τα χέρια του δέθηκαν πίσω από την πλάτη. Τα μάτια του καλύφθηκαν με μαύρο μετάξι.

    Και τότε… άρχισε.

    Η φωνή της έγινε οδηγός. Δεν χρειαζόταν να βλέπει. Τον ένιωθε.

    «Όταν σου έλεγα καλημέρα στο γραφείο, φανταζόσουν ποτέ να είσαι έτσι;»

    Σιγή.

    «Όταν σου τηλεφωνούσα για να σου υπενθυμίσω τα ραντεβού, νόμιζες πως σε υπηρετούσα. Κι όμως, Νίκο… Εσύ ήσουν πάντα ο υπηρέτης.»

    Χτύπημα — ένα λεπτό μαστίγιο διέσχισε την πλάτη του. Όχι δυνατά. Αλλά αρκετά για να τον κάψει.

    Η Αλεξάνδρα γέλασε ξανά, πιο σκοτεινά τώρα.

    «Αν θες να βγεις από εδώ με αξιοπρέπεια, πέρασες λάθος πόρτα. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για άντρες. Μόνο για εργαλεία.»

    Έσκυψε μπροστά του. Τράβηξε το μαντήλι από τα μάτια του. Τον κοίταξε βαθιά, σταθερά.

    «Είσαι έτοιμος να μας ανήκεις;»

    Ο Νίκος δεν είχε πια λέξεις. Τα μάτια του είχαν δάκρυα — αλλά όχι λύπης. Ανακούφισης. Νίκης.

    Έγνεψε.

    Η Αλεξάνδρα γύρισε προς το κοινό.

    «Το εργαλείο μας δέχεται. Από εδώ και πέρα, δεν υπάρχει Νίκος. Υπάρχει μόνο υπηρέτης.»

    Τα φώτα χαμήλωσαν...

    Κεφάλαιο 3 «Η Τελετή της Σιωπής»

    Το φως στο δωμάτιο είχε χαμηλώσει. Όχι αρκετά για να κρύψει τον Νίκο, αλλά αρκετά για να τον εκθέσει. Γυμνός, γονατισμένος, με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη, ήταν το κέντρο του κύκλου – όχι επειδή τον κοιτούσαν όλοι, αλλά γιατί δεν μπορούσε να κρυφτεί από κανέναν.

    Οι φίλοι τους είχαν μαζευτεί για το «κάλεσμα», όπως το έλεγαν. Δεν ήταν πάρτι. Ήταν δοκιμασία. Για εκείνον, τουλάχιστον.

    Η Αλεξάνδρα προχώρησε ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, ντυμένη με ένα εφαρμοστό μαύρο κορμάκι, διαφανές στο στήθος, σκληρό σαν πανοπλία στη στάση της. Ο Μάρκος στεκόταν πίσω της, σαν σκιά με φωνή.

    «Αυτός είναι ο Νίκος», είπε η Αλεξάνδρα προς το κοινό. «Ο υπηρέτης μας. Δεν έχει όνομα εδώ, ούτε επιθυμίες. Μόνο ανάγκη: να θυμάται τη θέση του.»

    Τα βλέμματα γύρω του ήταν γεμάτα περιέργεια, κάποιοι καύλωναν σιωπηλά, άλλοι απλά παρατηρούσαν. Εκείνος ένιωθε το αίμα του να χτυπά στα αυτιά του. Η ντροπή τον τύλιγε σαν φλόγα – αλλά ήταν αυτό που ζητούσε. Που ποθούσε.

    Ο Μάρκος έδωσε το πρώτο πρόσταγμα:
    «Πες μας, ποιος είσαι.»

    Ο Νίκος μίλησε με δυσκολία:
    «Είμαι… ο υπηρέτης σας. Ένα τίποτα. Ένα παιχνίδι για τα μάτια σας.»

    Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε. «Κι αν σου ζητήσω να μπουσουλήσεις γυμνός ανάμεσα στα πόδια τους;»

    Ο Νίκος δεν απάντησε. Άπλα υπάκουσε. Άρχισε να σέρνεται στο πάτωμα, με κάθε γόνατο να γδέρνει τη σκληρή επιφάνεια. Κάθε του κίνηση ήταν μια προσευχή. Ο ιδρώτας γυάλιζε το σώμα του. Οι ανάσες γύρω του βαραίναν, γεμάτες πόθο και περιέργεια.

    «Σήκωσε το βλέμμα σου όταν περνάς από Κυρία ή Κύριο», διέταξε η Αλεξάνδρα. «Κοίτα τους στα μάτια. Άσε τους να δουν τι σημαίνει παράδοση.»

    Και το έκανε. Ένας-ένας, τον κοιτούσαν – κάποιοι τον χάιδευαν, κάποιοι απλά γελούσαν με τη σιωπηλή του έκθεση. Εκείνος δεν ένιωθε ταπείνωση σαν πτώση. Την ένιωθε σαν ανύψωση. Σαν μια κάθαρση.

    Όταν επέστρεψε μπροστά στην Αλεξάνδρα, γονάτισε ξανά. Εκείνη του φόρεσε έναν δερμάτινο γιακά. Κούμπωσε το λουρί.

    «Σήμερα ήσουν αντάξιος του τίποτα σου», του είπε.
    Ο Μάρκος έσκυψε, του ψιθύρισε στ’ αυτί:
    «Και αύριο… ίσως σε αφήσουμε να μας γλείψεις τις πληγές που θα σου ανοίξουμε.»

    Ο Νίκος έγνεψε. Χωρίς φωνή. Μόνο με λαχτάρα.


    Κεφάλαιο 4«Η Επαγγελματική Αναβάθμιση»


    Η πόρτα άνοιξε με ήχο βελούδινο, σαν απειλή που σέρνεται. Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε, ο Μάρκος έκανε πίσω. Και ο Νίκος; Εκείνος κοκκάλωσε.


    Εκεί, μέσα στα τακούνια της και το εφαρμοστό βινύλ σύνολο, στεκόταν η Κάτια — η παλιά του γραμματέας. Η γυναίκα που επί χρόνια της έδινε εντολές, χωρίς ποτέ να καταλάβει πως στην πραγματικότητα, εκείνη κρατούσε το λουρί. Και τώρα… το κρατούσε κυριολεκτικά.


    «Γλυκέ μου Νίκο,» είπε, περπατώντας αργά προς το κέντρο του κύκλου. «Όλα αυτά τα χρόνια, ήσουν τόσο… αφεντικό. Πίστευες πως δεν έβλεπα τον τρόπο που με κοιτούσες όταν σου ‘κανα καφέ. Τον τρόπο που έγερνες πίσω στην καρέκλα, για να νιώσεις λίγη εξουσία. Κι όμως, ήξερες πάντα… σε ποια ανήκει.»


    Ο Νίκος δεν μπορούσε να κρύψει την αντίδρασή του. Το κορμί του είχε ήδη παραδοθεί – μες στην ντροπή, τον φόβο, την καύλα του. Η Κάτια στάθηκε πίσω του, έβγαλε αργά από ένα μαύρο κουτί το harness και τον δονητή – στιβαρό, φιλόδοξο, και σαδιστικά φιλικός.


    «Θα σου κάνω αυτό που δεν είχα το θάρρος να σου κάνω όταν με φώναζες «μικρή» στο γραφείο. Τώρα… θα με φωνάζεις «Κυρία». Και θα με ευχαριστείς για κάθε δευτερόλεπτο.»


    Η Αλεξάνδρα έγνεψε στον Μάρκο, και εκείνος έπιασε τον Νίκο από το σβέρκο, πιέζοντάς τον με δύναμη στο πάτωμα. Το σώμα του έτρεμε, μα δεν αντιστεκόταν. Αντίθετα – αναζητούσε.


    Η Κάτια φόρεσε το harness με τελετουργικό ρυθμό. Όλα γύρω σίγησαν. Όλοι κοιτούσαν – με λαχτάρα, με πόθο, με σοκ. Κι εκείνος… γυμνός, εκτεθειμένος, με τα πόδια ανοιχτά και την ανάσα κομμένη, ανήκε. Πλήρως.


    Η είσοδος ήταν αργή, βασανιστική. Το πρώτο σπρώξιμο τον έκανε να βογκήξει – όχι μόνο από πόνο. Ήταν ο ήχος του νου που σπάει. Του ανδρισμού που παραδίδεται. Κάθε ώθηση ήταν ένα «ευχαριστώ». Κάθε σπρώξιμο, μια συγχώρεση για όσα έκρυβε.


    Η Κάτια έσκυψε στο αυτί του, την ώρα που τον κρατούσε γερά απ’ τη μέση:


    «Τώρα είσαι δικός μου. Και θα με υπηρετείς… όπως πάντα έπρεπε.»


    Και εκείνος, ανάμεσα στις κραυγές, μόνο αυτό μπόρεσε να πει:


    «Ευχαριστώ… Κυρία μου…»



    Επίλογος: «Υπηρεσία στο Σκοτάδι»


    Ο Νίκος έτρεμε. Το κορμί του ακόμα πρόδιδε σπασμούς ηδονής, πόνου και απόλυτης παράδοσης. Η Κάτια είχε φύγει από πάνω του, μα η σκιά της έμεινε πίσω – χαραγμένη στα γόνατά του, στο μυαλό του, στο μέσα του.


    Ο Μάρκος τον πλησίασε αργά, με βήμα σχεδόν τελετουργικό. Η Αλεξάνδρα κάθισε πλάι, σαν ιέρεια που παρακολουθεί την τελευταία πράξη ενός μυστηρίου.


    «Έμαθες, υπηρέτη. Μα δεν ολοκλήρωσες ακόμα τον κύκλο σου», του είπε ο Μάρκος.

    Ο Νίκος σήκωσε το βλέμμα του, και τα μάτια του είχαν μόνο ένα πράγμα: δέος.


    Ο Μάρκος στάθηκε μπροστά του. Δεν χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο.


    Ο Νίκος γονάτισε ξανά, αυτή τη φορά χωρίς διαταγή. Χωρίς αμφιβολία. Μόνο ανάγκη. Άπλωσε τα χέρια του αργά, σαν να προσεύχεται – και ίσως το έκανε, με τον τρόπο του. Έσκυψε μπροστά του. Τον κοίταξε στα μάτια και ψιθύρισε:


    «Επιτρέψτε μου… να σας τιμήσω.»


    Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε ήσυχα.

    «Έτσι τελειώνει κάθε σωστή υποταγή», είπε. «Με το στόμα σφραγισμένο… και την ψυχή γυμνή.»


    Και το σκοτάδι τους τύλιξε, σαν βελούδινο κάλυμμα, αφήνοντας μόνο αναπνοές, βογγητά… και τη σιωπή ενός άντρα που επιτέλους είχε βρει τη θέση του.