Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Οι παστωμένοι οφθαλμοί του Βασιλία Αιγαία

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος SadalMelik, στις 9 Φεβρουαρίου 2007.

  1. SadalMelik

    SadalMelik Regular Member

    Μέρος 3ο

    Ήρεμος πλέον ο Iχθυοκλής χάρη στην καταπραϋντική επίδραση του οργάνου, άρχισε με μεγάλη προσοχή το πάστωμα. Όταν γέμισε ως πάνω το κιούπι μ' αλάτι, το σκέπασε με μία μικρή πέτρινη πλάκα κι έτριψε με ικανοποίηση τα χέρια του, σφυρίζοντας ταυτόχρονα το ρυθμό της ποτιστικής μηχανής. Μετά από λίγο έδωσε εντολή στον Λεπίσκο να σταματίσει το όργανο. Η γυναίκα του πήγε και κάθησε δίπλα του στην πεζούλα και τον ρώτησε:
    - Και τώρα τι θα τoυς κάνουμε τους παστωμένους οφθαλμούς;
    - Θα τους κρύψουμε! απάντησε ο Ιχθυοκλής.
    - Που λες;
    - Αυτό σκέφτομαι. Όχι πάντως μαζί με τα άλλα παστά
    Και συνέχισε: να σκέφτεται. Σκεφτόταν κι η γυναίκα του μαζί του και δε μιλούσαν για ώρα πολλή, καθισμένοι δίπλα - δίπλα στην πεζούλα. Όλη αυτή την ώρα ο Λεπίσκος ήταν ανεβασμένος στην μουριά κι έτρωγε μούρα. Ήταν ήδη απομεσήμερο κι απ' την πολλή σκέψη ο Ιχθυοκλής κι η Βραγχιόπη ξέχασαν και το φαϊ. Όταν πιά ο ήλιος πήγαινε για τη δύση του, τότε: σηκώθηκαν κι οι δύο απ' την πεζούλα έχοντας τελικά συμφωνήσει να μην κρύψουν ακόμα τους οφθαλμούς αλλά να περιμένουν μήπως την άλλη μέρα τους έρθει καμιά καλύτερη ιδέα. Πήρε λοιπόν ο Ιχθυοκλής το κιούπι και πήγε και το βόλεψε προσωρινά στη βάση του οργάνου. Αυτό που τον ένοιαζε προς το παρόν περισσότερο ήταν να ψαρέψει τ' αγιασμένα ψάρια. Όσο για το γλέντι που θα γινόταν εκείνο το βράδυ στην πόλη, ήταν αδύνατο να πάνε. Έδωσε εντολή στην Βραγχιόπη να τηγανίσει την χθεσινή μαρίδα κι αυτός πήρε μαζί του τον Λεπίσκο και πήγαν να ρίξουν τα δίχτυα. Τα 'ριξαν κάτω ακριβώς από τον γκρεμό, στο μέρος που γκρεμίστηκε ο Αιγέας. Πρώτη φορά έριχναν τα δίχτυα σε κείνα τα νερά. Άγρια νερά κι άγριος βυθός. Αυτό όμως που απασχολούσε τον Ιχθυοκλή ήταν αν θα προλάβαιναν τα ψάρια να φάνε τον βασιλιά ως το χάραμα που θα σήκωνε τα δίχτυα. Ήταν ηθικότατο άτομο ο Ιχθυοκλής και σε καμιά περίπτωση δε θα 'θελε να γελάσει τouς πελάτες του διαλαλώντας αγιασμένα ψάρια χωρίς να είναι αγιασμένα και πουλώντας τα βέβαια σε τσουχτερή τιμή. Τέτοιες βασανιστικές σκέψεις τον απασχολούσαν όσο έριχναν τα δίχτυα, μα κατέληξε ότι έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν δε φάνε τον βασιλιά τα ψάρια που θα ψαρέψει, θα τον έχουν μυρίσει τουλάχιστον, θα τον άγγιξαν ίσως, Θα ρούφηξαν το αίμα του ή έστω και το νερό που τον ξέπλυνε... Αγιασμένα και πάλι θα είναι!
    Και μόλις τέλειωσαν με τα δίχτυα και τράβηξαν τη βάρκα στην άμμο, ρώτησε ο Ιχθυοκλής τον Λεπίσκο, να δει την αντίληψη του γιου του:
    - Λοιπόν, Λεπίσκο, τι ψάρια θα πάρουμε αύριο;
    - Εκεί που τα ρίξαμε, τίποτα! είπε με αφέλεια το παιδί.
    Αφού όμως του εξήγησε αναλυτικά ο Ιχθυοκλής, ο Λεπίσκος στο τέλος συμφώνησε ότι τα ψάρια που θα πιάσουν θα είναι πράγματι αγιασμένα.
    Στο σπίτι βρήκαν τη μαρίδα τηγανισμένη και κάθισαν κι έφαγαν με πολλή όρεξη κι αυτοί κι ο γάτος που ούτε αυτός είχε φάει κάτι όλη τη μέρα. Άδειασαν κι ένα κανάτι κρασί και βιάστηκαν να πλαγιάσουν, γατί πριν χαράξει, με τον πρώτο πετεινό, έπρεπε να σηκώσουν τα δίχτυα ο Ιχθυικλής κι ο Λεπίσκος. Η Βραγχιόπη θα τους ακολουθούσε όπως πάντα με τα πανέρια για να βάλουν τα ψάρια, που θα τα φόρτωναν ύστερα στα δύο του γαϊδουράκια και θα τα πήγαιναν στην πόλη για πούλημα.
    Μόλις το σπιτάκι τους μια ευρύχωρη ψαροκαλύβα φτιαγμένη από πλίθες βυθίστηκε στο σκοτάδι μπήκε αμέσως ο ύπνος μέσα βαρύς - βαρύς βαστώντας τη σφεντόνα του στα χέρια κι άρχισε να τους πετάει διάφορα όνειρα, σημαδεύοντας μια τον ένα και μια τον άλλο. Το Λεπίσκο τον σημάδευε στις πατούσες του και το παιδάκι γαργαλιόταν και γελούσε. Της Βραγχιόπης τα έστελνε πάνω στην κοιλιά και ρεγόταν συνέχεια η γυναίκα. Τον Ιχθυοκλή τον σημάδευε στο κούτελο κι έκανε κάθε τόσο “ωχ, ωχ”.
    Ώσπου ξαστόχησε λίγο ο ύπνος και του ήρθε του Ιχθυοκλή ένα με δύναμη στο μάτι και πετάχτηκε όρθιος ουρλιάζοντας:
    - Βοήθεια, βοήθεια!
    - Τι έπαθες, Ιχθυοκλή; πετάχτηκε κι η Βραγχιόπη.
    - Οι οφθαλμοί οι οφθαλμοί έπαθαν
    - Όνειρο θα 'ταν!
    - Όχι! Γρήγορα, γρήγορα τις τσακμακόπετρες κι ανάψτε τα λυχνάρια!
    πλάκωσαν η Βραγχιόπη κι ο Λεπίσκος να βαράνε τις τσακμακόπετρες μεσ' στα άχυρα, ενώ ο Ιχθυοκλής πήρε μπροστά κι έσπασε δύο - τρεις λαμπάδες όπως όρμηξε μέσ' στο σκοτάδι κατά το όργανο. Μόλις άναψαν τα λυχνάρια, είδαν το κιούπι ξέσκεπο και τ' αλάτι χυμένο έξω. Και τα μάτια πουθενά, λες κι έβγαλαν φτερά.
    - Πάνε οι οφθαλμοί .... πέταξαν! είπε ο Ιχθυοκλής.
    - Δεν μπορεί! Ψέλλισε η Βραγχιόπη.
    - Μπορεί και παραμπορεί! την αποστόμωσε ο Ιχθυοκλής.
    - Ακόμα και τα μυρμήγκια βγάζουν φτερά και πετάνε! επενέβη ο Λεπίσκος.
    - Εσύ Λεπίσκο, του φώναξε άγρια ο Ιχθυοκλής, άσε τα μυρμήγκια και βάλε αμέσως μπροστά το όργανο. Θα πάθω τίποτα! Γυναίκα, τις λαμπάδες!
    Ο ήχος της ποτιστικής μηχανής άρχισε να τους καλμάρει όλους. Έπαιρναν και βαθιές ανάσες το καυσαέριο, που ετούτη τη φορά εντελώς ανεξήγητα έβγαινε πολύ πυκνότερο από άλλες φορές. Θείο πράμα το λόγιαζαν κι αυτό, θείο αέρα δηλαδή, όπως η αμβροσία και το νέκταρ ήταν θεία τροφή και ποτό. Δεν μπορούσαν όμως να τ' αντέξουν για πολύ και άρχισαν να βήχουν. Μέσα σ' ένα διάλειμμα του βήχα του, ο Ιχθυοκλής χτύπησε στην πλάτη την Βραγχιόπη, λέγοντας:
    - Γρήγορα, φέρε τις δάδες και πάμε!
    - Που; ρώτησαν μ' ένα στόμα η γυναίκα και το παιδί.
    - Ξέρω που πήγανε! Βιαστείτε!
    Πήραν από μία δάδα στο χέρι κι έτρεξαν κατά τον γκρεμό, γιατί ο Ιχθυοκλής πίστευε ότι οι οφθαλμοί θα ξαναγύρισαν εκεί, στη γούβα του βράχου που τους βρήκε. Ίσως κάτι να μην είχε πάει καλά με το πάστωμα και να ήταν σημάδι για να επανορθώσει ....
    Σαν έφτασαν ψηλά στον γκρεμό και κοίταξαν κάτω δεν έβλεπαν τίποτα στο σκοτάδι, όσο κι αν προσπαθούσαν με τις δάδες. Ο πρώτος πετεινός λάλησε, μα τίποτα! Έξαφνα ο Λεπίσκος έβαλε τις φωνές:
    - Μπαμπά, μπαμπά κοίτα!
    - Τι είναι;
    - Κοίτα πέρα, μέσα στη θάλασσα!
    - Που ρε;
    - Εκεί που σου δείχνω. Δε βλέπω σαν δύο σπιθούλες;
    Κοίταξε επίμονα ο Ιχθυοκλής και είδε κι αυτός κάτι σαν δύο σπιθούλες.
    - Ναι, Ναι! φώναξε αναπηδώντας. Αυτοί είναι!
    Δες, γυναίκα, πως φωσφορίζουν!
    - Σαν μάτια μοιάζουν! διαπίστωσε η Βραγχιόπη.
    - Πάμε γρήγορα κάτω να πάρουμε τη βάρκα να τους πιάσουμε, προτού τους φάει 'κανα ψάρι! είπε ο Ιχθυοκλής.
    Δεν πρόλαβαν όμως να κάνουν βήμα. 'Evaς φοβερός κρότος τους παρέλυσε και τους τρεις. Μία μεγάλη λάμψη φάνηκε την ίδια στιγμή από τη μεριά του σπιτιού τους. Τρόμαξαν τόσο που έχασαν και την λαλιά τους για λίγο. Με το λάλημα όμως του δεύτερου ή του τρίτου πετεινού -ποιος ξέρει- συνήλθε πρώτος ο /χΘυοκλής κι είπε με τρεμάμενη φωνή:
    - Το όργανο.... αλίμονο!

    Συνεχίζεται...

     
  2. sapfw

    sapfw λιβελούλα Contributor

    Απάντηση: Οι παστωμένοι οφθαλμοί του Βασιλία Αιγαία

    επιτέλους! δε μου είχαν μείνει άλλα νύχια να φάω!
     
  3. zoyzoy_

    zoyzoy_ Contributor

    χμ.... άσχημα τα πράγματα για τον Ιχθυοκλή 
    SadalMelik αυτός ο Κολόβουλος είναι μεγάλος σπιούνος 
     
  4. thelma

    thelma Regular Member

    Απάντηση: Οι παστωμένοι οφθαλμοί του Βασιλία Αιγαία

    Τι το ηθελες τωρα το τριτο μερος?
    Ελεγες οτι περασαμε υπεροχα το τριημερο 
    Γιατι θες να μου το βγαλεις ξυνο?
     
  5. SadalMelik

    SadalMelik Regular Member

    Μέρος 4ο

    - Το όργανο αλίμονο!
    Ξέχασαν πια τα μάτια κι έτρεξαν για το σπίτι. Ως να φτάσουν είχε φέξει και το ψαρόσπιτο είχε σωριαστεί όλο κάτω. Μέσα στα χαλάσματα, στις πλίθες και στα καλάμια, έκαιγαν ακόμα λίγες φλογίτσες. Στάθηκαν στη μέση στην αυλή και κοίταζαν.
    - Πάει το όργανο! Ψιθύρισε συντετριμμένη η Βραγχιόπη. Γυναίκα, της είπε ο Ιχθυοκλης, δικό μας είναι όλο το φταίξιμο. Το ξεχάσαµε τόσες ώρεs αναµµένο. Και σαν να µην έφτανε αυτό, το αφήσαµε και µόνο τoυ να παίζει. Ήταν ασέβεια, ήταν ασέβεια!
    Συµφώνησαν κι οι άλλοι κουνώντας το κεφάλι. Δεν είχαν λόγια. Μόνο κάθησαν στις πετρες του πηγαδιού και συνέχισαν να κοιτάζουν τα ερείπια. Και τα µάτια είχαν λησµονήσει τα δίχτυα. 'Αλλωστε ο ήλιοs είχε ήδη σηκωθεί µιά οργιά κι ώσπου να πάνε να σηκώσουν τα δίχτυα µόνο ψαροκέφαλα θα είχαν µείνει. Λυπήθηκε ο Λεπίσισκs όταν το σκέφτηκε, γιατί είχε µεγάλη περιέργεια να δει πως θα ήταν τα αγιασµένα ψάρια αλλά και τι γεύση θα είχαν. Βούρκωσαν τα µάτια του παιδιού απ' το παράπονο. Πονούσε κι ο Ιχθυοκλής µα προσπαθούσε να το κρύψει. Η Βραγχιόπη µαλάκωνε κάπως τον πόνο της ρίχνοντας το βλέµµα της στα σύννεφα και χαϊδεύοντας το γάτο δίπλα της. Τον χάιδευε, τον χάιδευε κι έκανε να τον πάρει στην ποδιά της. Και τι να δει! Στα µπροστινά του πόδια ο γάτος βάσταγε το ένα µάτι του Αιγέα. Το άλλο το είχε παίξει πρωτύτερα και το είχε αφήσει πιο εκεί, γεµάτο σάλια και χώµατα. Αµόλησε τότε το χέρι της και του 'ριξε µιά στο κεφάλι τόσο δυνατά που τον τίναξε στον αέρα το ζωάκι.
    - Να, κεφάλα! έσκουξε η Βραγχιόπη.
    - Ε; έκανε ο Ιχθυοκλήs που σκιάχτηκε.
    - Να οι οφθαλµοί, ορίστε τούτο το κτήνος μας λαχτάρησε κι εµείs το χαϊδολογούσαµε! είπε οργισµένη η Βραγχιόπη.
    - Ο γάτος; Μου φαίνεται απίστευτο! απόρησε ο Ιχθυοκλήs.
    - Εµ, ποιόs άλλοs;
    - Θα τoυς νόµισε για ψάρια! παρατήρησε ο Λεπίσκοs και πετάχτηκε απάνω να πάρει πέτρες για να κυνηγήσει τον άµιρο το γάτο που το κατάλαβε όµωs έγκαιρα κι έγινε καπνός.
    Έτσι λοιπόν µπορεί να έµειναν χωρίς σπίτι, µπορεί να χάσανε το όργανό τoυς και να µην πιάσανε τα αγιασµένα ψάρια, αλλά ξαναβρήκανε τα µάτια του βασιλιά. Δε θα έπρεπε να νιώθουν και τόσο δυστυχείς. Αυτό έλειπε! Τα ζύγιασε τα πράµατα ο Ιχθυοκλήs, ήρεµα και πρακτικά. Έπιασε το χέρι της γυναίκαs του και κοιτώντας τη µε παθος στα µάτια, όπωs για αρκετά χρόνια δεν την είχε κοιτάξει, της είπε:
    - Εντάξει, τους παστώσαµε τους οφθαλµούs, αλλά ακόµα κι οι γάτες τους βάζουν χέρι .....
    - Κρίµα!
    - Ναι, µωρέ γυναίκα, µα η επιθυµία του Αιγέα ήταν να διατηρηθούν στην αιωνιότητα!
    - Και τι να κάνουµε εμείς; Εμείς µιά µέρα θα πεθάνουµε!
    - Aς πεθάνουµε! Την έχω βρει τη λύση! πλύνε συ τους οφθαλµούs στη γούρνα και θα δω!
    Έπλυνε η Βραγχιόπη τα µάτια κι ο Ιχθυοκλήs φρόντησε ν' ανάψει το µικρό θολωτό φουρνάκι τους. 'Ανοιξε µετά την κρύπτη και πήρε ένα καινούργιο κιούπι και δύο φύλλα χρυσού. Πήρε και τα εργαλεία του, το σφυράκι, την τανάλια, το κοπίδι, κι έβαλε µία φωνή του Λεπίσκου να φέρει αλάτι. Για καλή τους τύχη το αλάτι είχε µείνει άθικτο µέσα στο πήλινο πιθάρι του στη γωνιά του πεσµένου σπιτιού.
    Έτσι άρχισε εκ νέου το πάστωµα, κάτω απ' τον ίσκιο της μουριας σ' έναν ξύλινο πάγκο. ο Λεπίσκοs κι η Βραγχιόπη παρακολουθούσαν µε µεγάλη περιέργεια να δουν τι είχε στο µυαλό του ο Ιχθυοκλήs. Εκείνοs έβαλε σαν και πριν τα µάτια µέσα στ' αλάτι στο κιούπι. Αλλά δεν σταµάτησε εκεί. Πήρε ένα φύλλο χρυσού, το μέτρησε και το έκοψε ίσα µε το στόµιο του κιουπιού για καπάκι και µε την τανάλια το προσάρµοσε στο χείλος. Μετά έβαλε το άλλο φύλλο στο φούρνο να λιώσει κι έχυσε το λιωµένο χρυσό γύρω - γύρω στο καπάκι, εκεί που ήταν η ένωση. Αυτό ήταν! Η Βραγχιόπη κι ο Λεπίσκοs δεν πίστευαν στα µάτια τους. Πρώτη φορά έβλεπαν κάτι τέτοιο, µιά κονσέρβα δηλαδή, και µάλιστα χρυσή.
    Είχαν όλοι τους συγκινηθεί κι έµειναν ώρα έτσι καθlσµένοι γύρω στον πάγκο, καµαρώνοντας στη µέση τη χρυσή κονσέρβα µε τους οφθαλµούς, που θα δόξαζε κάποια στιγμή το όνοµα του βασιλιά Αιγέα αλλά και το δικό τους. Τη σιωπή έκοψε αργότερα ο Ιχθυοκλήs που είπε στρέφοντας το βλέµµα στα ερείπια του σπιτιού τους:
    - Δε βαριέσαι! Καιρός ήτανε να φτιάξουµε καινούργιο σπίτι.

    Συνεχίζεται...
     
  6. zoyzoy_

    zoyzoy_ Contributor

    χμμμ. αυτό το κομμάτι μου θυμίζει την αναισθησία μιας ψυχής που ενώ είχαμε πιάσει φωτιά εκείνη πόζαρε με χάρη!!! χεχεχεχεχε

    Και μία απορία άσχετη με όλα αυτά...
    Το ψαρόσπιτο ψαρόσπιτο αλλά και ο χρυσός χρυσός!!! λοοοολ:lol:
     
  7. sapfw

    sapfw λιβελούλα Contributor

    Απάντηση: Οι παστωμένοι οφθαλμοί του Βασιλία Αιγαία

    * αναρωτιέται τι επιτόκιο είχαν τότε οι τράπεζες για επισκευαστικό δάνειο...
     
  8. anasia

    anasia Contributor

    Απάντηση: Re: Οι παστωμένοι οφθαλμοί του Βασιλία Αιγαία

    Καλε αυτο το ειχα ξεχασει τελειως !!!!  

    Τι αναισθητο πλασμα !

    Και μετα λεει με μια φυσικοτητα ... '' ενταξει και τι εγινε ? δεν καηκαμε πολυ !
    Έχει εξάλλου πυροσβεστήρα στο διάδρομο ! ''

         
     
    Last edited: 27 Φεβρουαρίου 2007
  9. zoyzoy_

    zoyzoy_ Contributor

    χαχαχαχα
    αυτό είναι anasia! Έχει πιάσει το νόημα της ζωής  ΟΧΙ ΑΓΧΟΣ!!! 
     
  10. alnair

    alnair Regular Member

    Απάντηση: Οι παστωμένοι οφθαλμοί του Βασιλία Αιγαία

    Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε...
    Ασελγείτε πάνω σε ένα εμπνευσμένο κείμενο, χαζογελάτε μεταξύ σας για άσχετα πράγματα, δεν κάνετε κανένα σχόλιο επί της ουσίας και είστε εν γένει θρασύτατες και φλύαρες.

    Sadal Melik, εγώ πάντως αναμένω με αγωνία τη συνέχεια, γιατί αυτός ο Ισχθυοκλής πολύ με εξιτάρει. Είναι δαιμόνιος!
     
  11. zoyzoy_

    zoyzoy_ Contributor

    loooooooooooooooooooooooooooooool 
     
  12. anasia

    anasia Contributor

    Απάντηση: Οι παστωμένοι οφθαλμοί του Βασιλία Αιγαία