Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο Θάνατος των Θεών

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 15 Οκτωβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Το τέλος της Δήμητρας


    Message in the Battle 9th


    «Το Κάστρο»


    33η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    Η Δήμητρα


    -Μανούλα;


    -Περσεφόνη…


    Οι φάλαινες το κάλεσμα ακούν και με ταχύτητα, προς της στεριάς την δαντέλα πλέουν.


    Τα πουλιά τον ήχο που στη σιωπή ουρλιάζει και την ακτή πλάνα που στοχεύουν.


    Οι πέτρες στη γη που τρέμει, να χορέψουν προσπαθούν.


    Το οξυγόνο και το υδρογόνο τους γονείς τους χάνουν και ορφανά στο μαζί δένουν τα όρια τους.


    Πρώτα φτάνουν οι φάλαινες, με την ορμή που έχουν εξοκείλουν. Τινάζονται, σπαρτά της αλμύρας ρούν και φωτιά αρπάζουν. Ο ουρανός από πάνω τους μαυρίζει.


    Τα πουλιά.


    Κλείνουν τα φτερά τους και η βαρύτητα γριά τους τραγουδά. Η γη στο τέλμα φλέγεται. Λίπος που βράζει, δέρμα που μαζεύει, μπαλένες που κάθονται και κλαίνε, γιατί δεν τις θέλουν οι φιλενάδες τους.


    Τα πουλιά με δύναμη στην σάρκα της φωτιάς καρφώνονται. Ανοίγουν τα φτερά τους και τα μπουμπούκια ανθίζουν στην πορτοκαλί λαχτάρα.


    Στο τέλος φτάνουν οι πέτρες. Βράχοι που κυλούν, που κουβεντιάζουν, που γελούν, χορεύουν, ερωτεύονται, ενώνονται. Μαζί τους και ο Πόθος.


    Η θλίψη βάρος που την πλάτη του τσακίζει. Γύρω του ο πόνος, οι φωνές, οι φωτιές πεινασμένες αλυχτούν. Ένα βουνό, από σάρκα του νερού, του αέρα και της γης. Θεριό που θέλει και μέγιστο δεν έχει.


    Ένα βουνό, ένας πλανήτης, δέκα, μύρια. Στο κέντρο τους, κενό, ένας ναός, που σηκώνεται γύρω από τη μάνα και τη κόρη.


    Η Δήμητρα και η Περσεφόνη, από πέτρα αγάλματα αγκαλιασμένα.


    Ο Πόθος γονατίζει. Πρέπει να αντέξει, πρέπει να συνεχίσει, πρέπει να το τελειώσει.


    Με τα γόνατα κοντά τους φτάνει. Το δήφονο κορμί. Το κεφάλι της Περσέ στην φωλιά της Μήτρας. Τα δάκρυα νερό, τους λεκέδες να ξεπλένει. Πως μπόρεσε;


    Γιατί; Γιατί; Γιατί…


    Τα δόντια σφίγγει και το χέρι απλώνει, από τη μέση της Μήτρας, σακίδιο που λύνει. Μέσα του καρπούς του έξι, στο χέρι του κρύβει, σηκώνεται και φεύγει. Το κρίμα, πληγή που τρέχει.


    Από πίσω του ο ναός από το βάρος κατάρα ρέει. Σκόνη, του κάτω το μνημείο, σφραγίζει τη μάνα και τη κόρη. Τάφος.


    Τα βήματα αργά, βαριά, κόκκινα, αδύναμα. Και τώρα; Τους καρπούς των ζωντανών, σε ποιον να δώσει; Τους φτωχούς και πεινασμένους ποιος από το λιμό να σώσει;


    -Σ’ έμενα, γλυκέ μου φίλε. Φωνή που στάζει ρακί και μέλι.


    Ο Πόθος δεν μπορεί να συγκρατήσει το χαμόγελο. Κρασί τα χείλη του ποτίζει. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε;


    Εμπρός του, Πυριγενής και Λιμναίος, με τις Μαινάδες να τον περιτριγυρίζουν. Τα μάτια των γυναικών τέρατα της βίας, αλλά με το φως και τη γαλήνη που εκπέμπουν τα μάτια του, γατούλες και του ρυγού ροφοί. Το χαμόγελο του Πόθου τεγάρι που ανατέλλει. Τα σύμφωνα μεθούν από την γλυκιά οσμή του και αδώρατα βυθίζονται σε σταριές του μοσχοφυλιού.


    -Καλώς ήρθες Διόνυσε…


    (-Χικ κι άλλο καλέ μου ταβερνιάρη. Από τούτο το καλό, το παρά μου δίνω το μύθι για να πιω.


    -Θα σου δόλο, αλλά η ώρα του αργά κρεβάτι ναι, για αυτό στο τώρα κιΧ)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    34=39 err or Not?

    Message in the Fine Bottle 9th

    «Το Κάστρο»


    39η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    Ο Διόνυσος


    Το πόδια του Τραγικού τα μπέλια. Τα μαλλιά του ηλίου τα χρυσά. Το γέλιο που δεν πέφτει χάμο. Ο μουσικός που έπλασε το δράμα και το τύλιξε με μέθη.


    -Σ’ εμένα Πόθε, να δώσεις τους καρπούς των θνητών. Το έργο της Δήμητρας βαρύ Ταρώ πως ήταν. Σημαντικό σα καμπάνα που πένθιμα βροντά. Τα πλάσματα που ζούνε και πεθαίνουν, ενέργεια χρειάζονται, στο χώμα τα σπόρια να φυτέψουν.


    -Σήμαντρο το σύνθημα να ορίζει, αλλά δίχως το δράμα την ελπίδα να ξορκίζει.


    Ο Πόθος κουρασμένος από της Δήμητρας το Fin e Bottle, αφήνει το έργο να κυλήσει δίχως την ανάλ ίση ν’ αφήσει να μιλήσει. Το χέρι του οπλίζει και τους καρπούς στη Χούφτα του Διόνυσου αδειάζει. Τα μάτια του απλώνονται στων Μαινάδων τα καλλίγραμμα κορμιά. Ο Διόνυσος τη παλάμη δένει και τα χείλια λύνει.


    -Ο πόλεμος που άρχισες Πόθε, τέλος δε μοιάζει να ‘χει. Η απώλεια το σώμα σου βαραίνει. Τι θα έλεγες να διαλέξεις δύο από τις Βάκχες μου, με την ε φορία τη ψυχή σου να γεμίσουν;


    Ο Πόθος στο ναι δε φτάνει, ούτε ο Διόνυσος στου μετά το παραμύθι. Δύο γυναίκες βήμα στο κέντρο κάνουν.


    Μία της νύχτας αστέρι φωτεινό. Χρώμα του καφέ, ριχτάρι από μετάξι, μάτια της φλόγας των κεριών, μαχαίρια στη ζώνη της, πένες δεσμά της πλούσιας της κόμης. Στόμα των στιγμών, της ανέμελης της νότας του νοτιά. Στ΄ αριστερά του Πόθου, τη μεριά στυλώνει.


    Η άλλη της μέρας ήλιος που μαυρίζει. Ψάθινο το φόρεμα, γυμνά τα πέλματα, φαρέτρα γεμάτη βέλη με αγκίστρια, μάγουλα της ά, της πλούσιας της μπέλας. Ιστο ρία τα κοντά μαλλιά της, κλέφτες τα λευκά της χέρια, στάχια του πρώιμου το χνούδι που στολίζει την άσπιλη κοιλιά της. Στα δεξιά του Πόθου, κολώνα ισχυρή, με βαθιά ρωγμή.


    Οι τρεις τους στη μέρα που γεμίζει, σκιές που χάνονται. Ο Διόνυσος με το βλέμμα τους ακολουθεί καθώς στον ορίζοντα βυθίζονται.


    Το χαμόγελο του ήλιος που ανατέλλει. Στις Μαινάδες που απομείναν τον λόγο επιστρέφει.


    -Η ώρα ήρθε Μανάδες του ι, της τροφής, άγγελοι του καλού και του κακού, στον κόσμο αυτό εμείς να βασιλέψουμε.


    -Στο μαία φορά και να δες, εμείς η αρχή στο Πάνθεον να γίνουμε. Αρκετά με τις σκιές, του νέκταρ και του δράματος, του παρά των θεών κλαδιά, άγνωστοι γνωστοί.


    Και τώρα οι νότες σύννεφα να γίνουν. Οι λέξεις μας καρποί, τα τραγούδια μας βροχή, τον κόσμο από της πείνας, τη πιο μεγάλη δίψα να λυτρώσουμε.


    Ας αρχίσουν οι χοροί…


    (-Μαέστρο θέλω να χορέψου στου μυθ ιού το τρελό ρυθμό, μη σταματάς παίξε κι άλλο, μέχρι τα πέραντα του χρόνου.


    -Θα παίξω της μέθης και της νιότης μου χαμένη νότα. Να κρατήσουν οι χοροί το μαντήλι που βαστάς…)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η Άνοδος του Δ

    Message in the life Bottle 9th


    «Το Κάστρο»


    40η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    Ο Διόνυσος


    Στο χαμόγελο του σκοτάδι που ανατέλλει. Στις Μαινάδες που περιμένουν τον λόγο στρέφει.


    -Η ώρα ήρθε Βάκχες τους καρπούς μας να μοιράσουμε. Τον κόσμο αυτό όπως εμείς θέλουμε να πλάσουμε. Στον Όλυμπο θέση για μας δεν υπήρχε. Δεν μας θεωρούσαν σημαντικούς και με τραγούδια ελαφρά μας μνημόνευαν. Ευ καιρία και βάρος οι πράξεις μας στο τώρα.


    Ο Διόνυσος ανάμεσα στις Μαινάδες τη γη πατάει. Φλόγα που το χάδι της απλώνει.


    Γυναίκες της μανίας, ζώα του αγρίου, εύφλεκτα πνεύματα, που λόγο δεν χρειάζονται φωτιά να ρπάξουν.


    -Η μανία σας σύννεφο να γίνει και το νερό σιτάρι. Το γάλα σας, τυρί στα στόματα να σφίγγει, το λάδι σας ρευστό στο φως, χρυσό, και πέτρα μαύρη και πηχτή στο σκοτάδι, πλούσιο να είναι.


    -Το σταφύλι σας χαλάζι, το κρασί σας θάλασσα, το κρέας ψάρι. Οι Μαινάδες στον ήχο που μεστώνει, της έκστασης ποιήματα. Στο εγώ τους, η σκάλα που στα ψηλά νεβαίνει.


    Στον ουρανό, στα στέρια, καβαλάρηδες του Διονύσου.


    Το φως τις βλέπει και τα ρούχα του μαζεύει. Θα βρέξει. Φωνάζοντας, τις ακτίνες του γυρεύει.


    -Τρέξτε μικρές μου, βαριά σκυλιά τα σύννεφα του νέμου. Κάθε ήλιος, κάθε άστρο, σε αυτό το σύμπαν πάνω, τις πόρτες κλείνει, τα παράθυρα, τα storyα. Τα χελιδόνια, στις φωλιές τα φτερά τους απλώνουν και τα νεογέννητα σκεπάζουν.


    Τα σκυλιά, τα γατιά και τα παράξενα σε κάθε πλανήτη του οίκου ζωντανά, σε λαγούμια, σπηλιές, τρύπες και όπου βρίσκουν κρύβονται.


    Οι Βάκχες στην σφαίρα του ατμού τα planα νακατεύουν και τα μόρια του αέρα σε μοριά του στερεού, sim πυκνώνουν. Οι στραπές τα μάτια κλείνουν. Οι βροντές τα τύμπανα βουλώνουν. Τα σύννεφα θεόρατα βουνά. Στις κορφές τους οι καρποί του Διόνυσου και οι Μαινάδες αρχίζουν να ουρλιάζουν.


    Ήχος της μανίας, του θυμού και της απέραντης οργής. Κύματα που στα σύννεφα τελειώνουν. Και αρχίζει η βροχή…


    Στο έδαφος νερό δεν πέφτει, αλλά καρπούς, τροφή, λάδι και κρασί. Σε κάθε πλάνη τη δική τους μάνα έχουν. Το δικό τους πατέρα, στα δικά τους παιδιά να καταλήξουν.


    Της γης παιδιά άνθρωποι, σε άλλη γη, τρίποδα με μάτια τέσσερα και καρδιά διπλή. Σε εκείνη τη γη, σκουλίκια με ψηλή νοημοσύνη στο μέγεθος αλόγου, στην άλλη δέντρα με ρίζες που στο νερό ζούνε και με το ρεύμα ταξιδεύουν.


    Σε κάθε κόσμο, τα πλάσματα από του τρόμου τα στενά, διστακτικά στην αρχή, στο μετά με πιότερο θάρρος και στο τέλος χορεύοντας και πανηγυρίζοντας. Ο λιμός και η πείνα, θηρία που τη δύναμης τους χάνουν και στα υπόγεια κρύβονται ξανά.


    Το σύμπαν σήμερα γιορτάζει και ο Διόνυσος τους καρπούς του απλόχερα μοιράζει…


    Στο μικρό θεό, η πίστη τους δρόμο βρίσκει και σύντομα ναός και άγαλμα. Ο Διόνυσος ο πιο του sim παντός ης χηρός Θεός.


    Η μουσική των πλασμάτων, ο τρόπος της λατρείας. Ο Διόνυσος στους ώμους τους, στα χέρια τους, στα κλαδιά τους, ενώ οι Βάκχες…


    (-Ενώ οι Βάκχες τι; Γιατί μου το κόβεις τώρα ήλιε της Δύσης χαμηλέ; Τι θα γίνει στο μετά;


    -Στο μετά το μάταιο ύπαρξη δεν έχει, μικρή μου μέρα. Το τραγούδι σου τελείωσε, έλα στην αγκαλιά μου να ξαπλώσεις.


    -Δεν θέλω. Να τελειώσω εγώ δεν θέλω, στο πάντα εγώ το σπίτι που θα μένω. Ο ήλιος της Δύσης, χαδογελάει τη σκυθρωπή γιαγιά και μέρα.


    -Τα πάντα τελειώνουν γλυκό του κουταλιού μου. Απόλαυσε τη Ζ άχαρη και τη στερνή στιγμή σου…)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Το πρόβλημα του Καραγκιόζ η.


    Message in the life Boat 9th


    «Το Κάστρο»


    41η μέρα


    “Ο Θάνατος των Θεών”


    Ο Διόνυσος


    Ο ουρανός βρέχει στάρι, γάλα, και το ξικνό το λάδι. Ο Πόθος στο παράθυρο του κόσμου αγναντεύει το τραγούδι του Διονύσου. Πίσω του η Μέρα και η Νύχτα, οι δύο Βάκχες που μαζί του ήρθαν. Κουρασμένες, πλήρεις, στου ύπνου γελαστά και ήρεμα θηρία.


    Το η, τον βλέπει να απολαμβάνει τον κόσμο που στο γραπτό του έχτισε. Έχει ξαναμιλήσει μαζί του, στο παρελθόν και στο μέλλον. Δε θα τρομάξει όταν και στο παρόν τη φωνή του θα ακούσει…


    -Γειά σου Πόθε. Ο Πόθος το κεφάλι στο πίσω του γυρίζει. Η Πόλη έπεσε. Στον εμπρός ξανά. Η Πόλη φλέγεται. Στο συγχρονισμού του χρόνου και του χώρου, στέκεται και τα μάτια κλείνει. Η φωνή δεν έρχεται απ’ έξω, αλλά από μέσα του.


    -Γεια σου η. Τον έχει ακούσει, από ένα γέρο στον μέλλον του, παιδί όταν θα είναι. Τον έχει ακούσει στο παρελθόν λίγο πριν πεθάνει. Μία γνωριμία που τα ίχνη του αφήνει και τον μύθο απλώνει σα τον τραχανά προς κάθε κατεύθυνση.


    -Τι θέλεις;


    -Ώριμος, σαν το κρασί που στο ξύδι ρέπει. Αλλά όχι ακόμα το τέλος για να βάλεις. Η ώρα θέλει το πρόβλημα να ακούσεις.


    -Μου μίλησες ξανά για το πρόβλημα αυτό, αλλά δεν το κατάλαβα. Απλά στην μνήμη μου έμεινε και οικείο τώρα μοιάζει. Τι είναι αυτό που θέλεις από μένα;


    -Στον κόσμο σου θεωρείται ότι οι διαστάσεις τρεις είναι. Και το λευκό που πάνω του την ιστορία σας γράφετε, η τέταρτη, ο χρόνος.


    -Ναι. Και το 0 σημείο.


    -Και πριν από το μηδέν;


    -Δεν υπάρχει. Το μηδέν η αρχή είναι.


    -Γιατί πιστεύεις ότι στη μι ευθεία χαραγμένες είναι οι νότες; Γιατί έχεις ανάγκη την αρχή. Γιατί όχι η ευθεία;


    -Από κάπου δε πρέπει να αρχίζουν όλα;


    -Αν υπάρχει αρχή δεν θα υπάρχει και τέλος; Και αν το τέλος ύπαρξη κατέχει, τότε το άπειρο τι λόγο θα είχε;


    -Θα έχεις χρόνο αυτό να το σκεφτείς. Για χάρη της συνέχειας, ας υποθέσουμε ότι εσύ, εσείς και του κόσμου σου ο κάθε χαρακτήρας, βρίσκεστε στη ν διάσταση.


    -Και εσύ; Στη ν+1; Το η μικρό μηρμύγκι που χαζογελάει. Ο Πόθος εκνευρίζεται, νιώθει ότι τον κοροϊδεύει. Το η του αφαιρεί το συναίσθημα της τάξης του και του δείχνει το λάθος του ορθού προσανατολισμού. Χαζό ή έξυπνο; Γιατί στο χάος μόνο το ένα από τα δύο, ορθό να είναι;


    -Εγώ ας πούμε ότι βρίσκομαι στο μ. Σε μία διάσταση που ο κόσμος σου ιστορία είναι. Στο βολικό δική μου δημιουργία θα έλεγε κάποιος πως είναι.


    -Δεν είναι;


    -Γιατί εγώ να είμαι η αρχή ή το τέλος; Γιατί εγώ να μην είμαι ο χαρακτήρας ενός πλάσματος του Ξ; Στην ιστορία του, ο συγγραφέας της ιστορίας μου, να δείχνω και να γράφω αυτά που θα έγραφε ότι γράφω;


    -Ο Πόθος δείχνει στο Κατά το νόημα γράμμα που λαβαίνει. Το η συνεχίζει. Σταμάτησε ποτέ;


    -Και αυτό προς κάθε κατεύθυνση να ρέει. Και προς τα πάνω και προς τα κάτω.


    -Τότε την ιστορία ποιος την γράφει; Δεν υπάρχει κάποιος που κάνει την αρχή;


    -Κάποιος; Γιατί όχι όλοι;


    -Μπορώ εγώ να καθορίσω τη διαδρομή μου χωρίς, να έχει το δικό σου άγγιγμα;


    -Μπορώ εγώ;


    -Εσύ θα έχεις των από πάνω το άγγιγμα. Πως γίνεται να καθορίζω και την δική σου διαδρομή;


    -Ακριβώς αυτό. Αν τα δικά μου γραφόμενα, οι πράξεις οι δικές σου, είναι γραφόμενα άλλου, μέσω εμού, γιατί αυτό να έχει μόνο μία κατεύθυνση; Από πάνω προς τα κάτω;


    -Δεν καταλαβαίνω.


    -Σε κάθε διάσταση, το πλάσμα που ανήκει σε αυτή, περιβάλλεται από το χάος και το τυχαίο του να μη γνωρίζει τι θα ακολουθήσει. Όσο και να θέλει, να προβλέψει, να υπολογίσει, την ακριβώς επόμενη του στιγμή, δεν είναι δυνατό να τα καταφέρει. Σε κάθε διάσταση, το τελευταίο γράμμα είναι ο καμβάς που ορίζει ως χρόνο και την δική του ιστορία απλώνει.


    -Κάποιες φορές, αφήνεται να ακολουθήσει τον ήρωα που αυτός έχει δημιουργήσει, επιτρέποντας μία κίνηση στον εαυτό του απρόβλεπτη, δίχως να ξέρει το γιατί.


    -Δύσκολο να το κατανοήσω, σε όλη του την εικόνα.


    -Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι διαφέρω από εσένα;


    -Ότι κι εγώ δεν είμαι ζωντανός, που προσπαθεί να κάνει την υπέρβαση και να ξεφύγω από τα δεσμά του δικό μου χώρου και χρόνου;


    -Αναζητώντας την δική μου ελευθερία, όπως κι εσύ την δική σου.


    -Είναι εφικτό;


    -Θεωρητικά ναι. Αν εσύ και εγώ, το δύο γινόμασταν ένα και αυτό λειτουργούσε ως ένας δυναμικός αλγόριθμος προς κάθε κατεύθυνση, τότε ο κάθε αριθμός θα γινόταν ένα και το άπειρο θα έτεινε προς το ένα.


    -Πως θα γίνει αυτό; Ο Πόθος νιώθει ταραχή, το η παιδί που παίζει. Ο Πόθος εκνευρισμό, το η νιώθει εκνευρισμό. Ο Πόθος παιδί που παίζει, το η ταραχή.


    Το η διακόπτει.


    -Όταν έτοιμο το κάθε γράμμα θα ναι, να αποδεχτεί πως το είσαι και το είμαι, είναι «είναι» . Τότε το πρόβλημα θα λυθεί.


    Ο ήχος του η στο κρανίο του Πόθου ακόμα αντηχεί. Μετά σβήνει. Το σκεπάζει η βροχή.


    Έξω βρέχει σεντόνια…


    (-Ουφ και ουφ και πάλι ουφ. Δεν κατάλαβα μικρέ μου φου. Στο μετά τι θα γίνει μικρέ μου σκηνοθέτα;


    -Στο πριν και στο παρόν αν θα κοιτάξεις το μέλλον σου θα δεις μεγάλε θεατή…)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η Γιορτή του Διόνυσου


    Message in the Bοttle 9th/«Το Κάστρο»/42η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    (-Και για πες μου, μαρή τρελή κι αδέσποτη και την «κουτάλα» κούνα. Ήταν Καλός ο Διόνυσος;


    -Αχχ τι να σου πω και τι να γλύψω, Τρελέ μου καβαλάρη. Κουτάλες δύο είχε, στιβαρές και από πέτρα καμωμένες. Μία του εμπρός και μία του ξω πίσω. Για μια διπλή Βάκχική ξεπέτα.)


    Ο Διόνυσος


    -Η εποχή που τα πολύτιμα απλόχερα μοιράζαμε τελείωσε, Μαινάδες μου.


    Τα πλάσματα αλόγιστα και δίχως μέτρο τους πόρους στη ρηχή σπατάλη δώριζαν.


    -Μα Διόνυσε εσύ αυτός δεν είσαι. Ο θεός του γλεντιού και του κρασιού, μίζερος δε θα μπορούσε ποτέ να είναι. Ο Διόνυσος στο κενό, μεταίχμιο του ναι και όχι, σκιά που το φως της ψάχνει. Την Μαινάδα που τον μύλο της μιλιάς γύρισε τυρί και η απόκριση του ελιά πικρή και ανώριμη.


    -Ίσως δίκιο έχεις, ίσως και πάλι όχι. Γιορτή να οργανώσετε και τους προεστούς, γραμματείς και εκπροσώπους να καλέσετε. Εκεί θα δω τι πρόκειται να κάνω.


    Οι Μαινάδες γερά κια της χαράς τους τα πανιά ξεδιπλώνουν. Βαπόρια που την απόφαση του Διονύση στον κόσμο μοιράζουν.


    -Στον νησί της καμαινάδας της νταντάς του Διόνυσου, όλοι στο αύριο να ρθείτε. Σε πέτρες, βουνά και πόλεις, του υπό και υπέρ γείου και υδώρ, το μήνυμα απλώνεται και στους ζω και ντάνους στο χαμό του γέλιου ξεγυμνώνεται.


    Τα ρούχα βάζουν άλλοι και άλλοι με χαρά τα βγάζουν. Στα καλά και στα υγρά το Θεό τους να γιορτάσουν. Με τη λάσπη άλλοι πλένονται και άλλοι με το χώμα, στον αέρα φυγαδεύεται η βρωμιά και η κούραση και τα λουλούδια το πιο κριβό ρώμα τους φορούν. Η μέρα δεν αργεί και φτάνει. Τα Πάντα μετα μπαμπουμ, της φωτιάς τεχνήματα από τον ουρανό τη νύχτα στο μακριά ξορκίζουν.


    Το γέλιο, η χαρά και το κρασί, ο χορός, ο έρωτας, η ελπίδα, ορεκτικά του πρώτου.


    Το πάθος, ο πόθος, η πάλη, το πεπρωμένο, το πανηγύρι, Κύριοι του δευτέρου.


    -Και με το επιδόρπιο τι θα γίνει πλάστη της ζαχάρεως; Η Βάκχα της οργάνωσης, την ει δική ρωτά.


    -Έχω τον γέρο, τον τυφλό που το στόμα του σιρόπι στάζει. Στα τύμπανα του ακουστικού το πιο εκλεκτό επιδόρπιο που γεύτηκε κανείς. Η Βάκχα της οργάνωσης δις αλλά της Ζαχάρεως εκστατική. Η πρώτη με το κεφάλι γνέφει και η δεύτερη με το χέρι στο επιδόρπιο το κάλεσμα της δίνει.


    Η γιορτή το κυρίως θέλει να χωνέψει και κάτι τρυφερό και δροσερό, το τέλος να σφαλίσει. Ο Διόνυσος στο θρόνο του θέρους και στους ώμους των πιο καλών πιστών γραμμών, στέκεται ψηλά.


    Το τύμπανο βροντά. Η φασαρία και του όχλου η πρόστυχη αγωγή, αδύναμες χορεύτριες τη σκηνή εγκαταλείπουν.


    Το τύμπανο αστράφτει. Ο του γεμάτου όρος, στη μπάντα χώρο δίνει και δρόμος χρυσός στο γέρο που εμφανίζεται.


    Ρακένδυτα τα ρούχα, αράχνες τον στολίζουν. Στραβή η κάννη στο μπαστούνι που στην δεξιά Την άκρη, το μέρος του στηρίζει.


    Το τύμπανο υποκλίνεται. Ο γέρος του Βοριά το στόμα τou ανοίγει. Τα δόντια το έχουν εγκαταλείψει και σε τράπ πεζες θέρετρα κι αυλές, τα σάλια του ξεχνούν. Ο Διόνυσος γκριμάτσα αμφισβήτησης, ο κόσμος αηδίας.


    -Τι είναι τούτο πάλι; Του Ορθού το λάθος;


    Το τύμπανο τα βρακιά του κατεβάζει, ο γέρος ανάσα παίρνει. Με το ζόρι τα μόρια του ανέμου, στα σκοροφαγωμένα χείλια του κρατιούνται, μέσα εκεί δε θέλουνε να μπούνε.


    Το τύμπανο στο πέρι με πισίνα μένει, ο γε ρος την πνοή του βγάζει και στο ξαφνικά…


    Του μελιού μικρός βαστάζος, μελωδία της ανάσας κλέφτης, στη θάλασσα του αέριου, τα κύματα, τις καρδιές τάμα από το δέος στήνουν. Κάθε θνητός στην αίθουσα από την ατέρμονη του απείρου ομορφιά, με χαμό γελο τελειώνει.


    Οι Μαινάδες, στα γόνατα το κορμί τους λυκνοί και ζουν. Ο γέρος τραγουδάει, ο Διόνυσος ακούει.


    Για το θεό του κρασιού και το πόλεμο, με τις νότες στόχους βάζει και την εικόνα τη μεγάλη στο Διόνυσο αποκαλύπτει.


    Ο Διόνυσος θεός του α και του θανάτου, λέξη αδιαχώριστη.


    Το γλυκό του γέρου ανόθευτο το πίνει. Για θεός τέτοια λιχουδιά, ποτέ η ψυχή του δεν γεύτηκε. Του παρά η νοία, θηλυκά που ερωτούν τον τρόπο για την ένωση. Και όταν στου ανέφικτου το μαρά και μένα τα ξερά μπουμπούκια τους μαδάνε…


    Ο γέρος το τραγού δι του σταμάτησε.


    ..η πίκρα, η επίγευση που στου Διονύσου το ουκρανίσκου, το τέλος αφήνει. Ο Διόνυσος, θυμώνει, δηλητήριο βαρύ η απώλεια της ομορφιάς, της γεύσης που κάτι πιότερο γλυκό δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να δοκιμάσει. Οργή και μίσος, οι λέξεις του ρλιαχτά…


    -Ψέμμα, ψέμματα, ψαίμα, αίμα… Λυγίζει.


    -Μαινάδες μου π ιάστε με..


    Τα μάτια του κλείνουν, τις βάκχες του βλέπει που τα χέρια τους απλώνουν. Πίσω τους ο γέρος που δίχως το μπαστούνι φεύγει…


    (-Και αυτός ο Γέρος, γΙάνος , Μαρή, ο κακάσχημος Τυφλός. Ίχχε καμία είχε;


    -Τι να έχει Αχχ Ιλέα μου καλέ, με την μαγΚούλα ήρθε, με την μαγκΟύρα χόρευε και με την μαγΚούφΑ τις πλάκες κατουρούσε. Αλλά κουράστηκα εγώ την κουτάνα να κουνώ, το γάλα δε λέει να χυθεί και γη αλλού να φύγω πρέπει.


    -Και μετά, μετά, τι θα πο γίνω εγώ; Το μπαστούνι το στρΑβό, το πάτΩμα ρωτά.


    -Μη ανησυχείς ξερώ μου, κάποια αδύναμη φωτιά το νευρικό κορμί στο τζάκι θα μυρίσει…)

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η αρρώστια του Βάκχου


    Μήνυμα στο 9ο Μπουκ άλι/«Το Κάστρο»/43η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    (-Πόνος;


    -Βαρύς.


    -Φόνος;


    -Θαρρείς;


    -Τον Διό;


    -Νησό…


    -Ο Πυριγενής;


    -ΟΛιμναίος.)



    Ο Διόνυσος


    Οι μέρες του μετά, τον φόρο δεν έχουν να πληρώσουν. Ο κόσμος στο δρόμο με το διαφορετικό παλεύει. Η γη τους δεν τους ανήκει πια. Ούτε οι καρποί και οι αποθήκες τους θλιμμένες κι άδειες. Η γιορτή και η χαρά μνήμες μακρινές.


    Ο Διόνυσος στο κρεβάτι του θανάτου ξαπλώνει ζωντανός, αλλά για πόσο «κόμμα»


    Αρνείται να φάει και να πιει και στο σώμα του κάρβουνο να βάλει. Η φωτιά ενός θεού στο αργά να αρνείται για να ζει και στο γοργά να σβήνει.


    Οι Βάκχες προσπαθούν και παλεύουν τον Διόνυσο να σώσουν. Το πιο ακριβό το κρέας, σε σάλτσα από χρυσόμουρα του φέρνουν.


    -Θες;


    -Όχι, x και όχι.


    Το σώμα του γη που στεγνώνει και σε σκόνη θρυμματίζεται. Πρέπει να νερό να πιει. Το νερό του Άγγελου πλανήτη, που η βρώμα, δεν άγγιξε ποτέ. Ζωντανή ψυχή στο χιόνι δεν πάτησε και η ύλη τα μόρια της σκόνης στην καρδιά της, στο αιώνια βαστούσε. Οι σταγόνες του νερού σε φίλτρα του ανέμου πέρασε και διάφανο και αόρατο στο κρυφό παγούρι με προσοχή, οι Βάκχες κρύψαν. Η γεύση του, η πρώτη ανάσα και η δροσιά του, της Άνοιξης ξημέρωμα.


    Τη πιο μικρή τους Βάχ κ χα πλένουν και στολίζουν. Στο χείλια της του πόθου το χρώμα μυστικό. Φιλί της δεν χάρισε στον κανέναν της ποτέ. Στο στόμα της το νερό τ’ Αγγέλου.


    Σταγόνα γόνα τα πλώσαν. Ο Διόνυσος με το στόμα νοιχτό να κλαίει. Δάκρυα από αίμα, λάσπη από τα μάτια του, στα μάγουλα κύκλους, δε ζω να ζωγραφίζουν.


    Η Βαχ το κεφάλι σκύβει πάνω από το πρόσωπο του τρελού, του Διόνυσου παλιού, το δικό της στόμα ανοίγει και στο φεγγάρι με ρωτα, δε μ’ αγα πά, τις σταγόνες της να αφήνει.


    Η βαρύτητα μαζεύει τα παιδιά της, το νερό αργεί να πέσει. Το κενό ανάμεσα στα στόματα κλέβει μία από τις σταγόνες και φως ηλεκτρικό εκπέμπει. Του υπολοίπου οι στίχοι στον Διόνυσο, ξερό πηγάδι να γεμίσουν. Ήχος που τσιρίζει από κύτταρα που διψούν. Τον κύκλο τους ανοίγουν θέλουν να ξεδιψάσουν, αλλά δεν στο προ μέρισμα λαβαίνουν.


    Ο Διόνυσος το νερό του φτύνει, στο πρόσωπο της Βαχ. Από πίσω ακολουθούν οι λέξεις οι πηχτές…


    -Δεν θέλω, να ζήσω εγώ δεν θέλω, να φάω, να τραφώ, στο στομά χι να βάλω άλλο πέρα από του γέρου του τυφλού, το νέκταρ το γλυκ…


    Στη μαξ ιλάρα του ξανά, του κεφαλιού του, τέλμα. Η Βαχ στης από γοήτευσης την ρίψη, στο λαιμό της τα μαλιά της δένει και… Ναι..κρή.


    Οι υπόλοιπες Μαινάδες τώρα που από οργή ξεσπούν, στις αποθήκες του καρπού. Οι φλόγες το νέο τους το σπίτι. Οι στάχτες οργανώνουν τον καπνό και επιτίθενται στο πλήθος που πεινά. Άμαχοι στη Μάγχη, στου Βο σπόρου τον τελευταίο τους χορό.


    Στο σύμπαν το Χάος δυναμώνει. Τα μαθηματικά στο π, το e, και φ, κρύβουν τις ίδιες αλυσίδες. Μυστικά που δεν έπρεπε ποτέ τα πλάσματα να μάθουν.


    Του Ιού και Δα, ο eΦιάλτης το μυστικό αΠοκαλύπτει. Τα πλάσματα σοκάρονται, στοκ δεν έχουν άλλης λογικής, πέρα από την τετράγωνη. Τελευταία τους προσπάθεια ο κύκλος που δεν τετραγωνίζει. Των Μαθηματικών το πιο ισχυρό παιδί.


    Παιδί αλλόκοτο είναι και αυτό που με ρούχα του ρακένδυτου στην άμμο το τετράγωνο που εμβαδόν όσο του κύκλου με κτίνα ένα έχει. Τα Π άντα καταρρέουν και μπαμπούμ άλλο πια δεν θέλουν…


    (-Πeφ τίποτε από αυτά αλήθεια δεν είναι, φτύνει κουκούτσια eλιάς, ο Σιμόνε Μποκανέγκρα, στο Λουδοβίκο Α’ του Ανζού.


    -Στην χιλιετηρίδα που ανήκεις η τριαρχία ενωμένη είναι. Νέκρα τώρα Μπόκα και η συνέχεια σ τάζει…)


     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the D ear th Bα ttle 9th /«Το Κάστρο»/44η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”

    Ο Θάνατος του Διόνυσου

    Οι Βάκχες του δράματος διά μέσω του τράγου, Μαινάδες τώρα. Του κόσμου την τροφή θυσία στη φωτιά του Νάρκη σου. Το Διόνυσο να σώσουν με την βία, τον θνητό εκ τα Θεία ζουν.

    Στου μόνου το κρεβάτι ο πόνος άλλον δε μολύνει. Στου νιό ν ιου όμως το Κρεμ και λινό παλάτι, ο Διόνυσος με τον πόνο του ιό του φόνου στις Βάκχες μεταδίδει.

    Το σώμα του θεού λάμπα, δα στο χιόνι που τε και λειώνει. Οι Μαινάδες με τα πλάνα του αέρα, άλογα του γρίου, την μέρα χαρτ ιά ρίχνουν ζητώντας την ελπίδα.

    Και την νύχτα μπόμπες σερβίρουν στα πλάσματα, που στην απάντηση που γυρεύουν, για την ίαση, δε ξέρουν.

    Οι μανάδες τις Μαινάδες ικε και τεύουν τα μικρά τους για να σώσουν. Έλαιος κανένα. Μονάχα πέτρα.

    Ο θρήνος ποταμόπλοιο του Κρήνου και τα δάκρυα σταγόνες της πλημύρας.

    Το ποτάμι βαριά και ασήκωτα και μαύρα τα κεφάλια μέσα. Το Δράμα σκορπάρει το τρόμο του παντού. Ώσπου ξάφνου, στάσου…

    -Τι ναι μαρή, τούτο πάλι τούτο; Τα μάτια της γαμψά, η Βάκχα που στα στενά ζει και τον καιρό χάντρα από κόκκαλα φυλάει, στην μορή, μωρή, μαρή το λόγο στα μούτρα σκάει.

    -Που φου και που, είναι αυτό που βλέπεις, της όρασης αλή;

    -Να εκεί εκεί και να, δεν το βλέπεις. Στο ποτάμι ροζ σαμπρέλα φύτρωσε και πάνω πτου αλατιού τρελός.

    Το θέα μα τι κάνει να γελά. Ροζ φλ αμίγκο και πάνω της τραπ πουλάς, ο Joker. Γύρω του οι πνιγμένοι τα στόματα νοίγουν. Στα πνευμόνια άνεμος ελπίδας και τώρα στο νέρο να πιπλέουν, οι Φούσκοι τα αφρόψαρα.

    Στου Διόνυσου την κλίνη η τρελή του ραψ και κω μια σκέτη αηδία. Σαν τρας μοιάζει, δίχως βαρύκεντρο, δίχως αμύγδαλα ξινά. Την ελπίδα διατεί Ναιτε πως έχει και οι Μανάδες το «ι» στην άκρη βάζουν.

    Του Διόνυσου τα μάτια τα νεκρά, άκρα που σαλεύουν. Τα αυτιά του σέρνονται στην άμμο. Θέλει, θέλε, θελ και θε. Κάτι τόσο νόστιμο για τους ακούς τα τύμπανα, όσο του τραγούδι του τυφλού.

    Με αδύναμη και αβίαστα, ανακάθεται και περιμένει. Το τρελό, στο χαζό γελά και το τραγούδι, κιμωλία που στο πίνακα το μαύρο, ασπρίζει τα λευκά, ξεκινά…

    «Εκεί που έπλεε η σκούνα κι η άρια του Βακχ
    κι έβγαζε η γη τη πρώτη της ε και α ποχή
    τώρα οι θνητοί παζαρεύουν τη ζωή
    και τα πικρά την πέφτουν γλυκά στο άμύλο.»


    Ο Διόνυσος φωτίζει.

    -Τι είναι αυτό μανούλα μου γλυκιά; Μέλι στάζει του Τρελού, η ωδή.

    «Λικνίσου Διονυσάκο
    στην αγκαλιά της στης
    στου κόσμου το παλκόνι
    ποτέ δε ξιαναβγείς.»

    Ο Διόνυσος ορθώνεται και στο κρεβάτι πάνω το ανάστημα στυλώνει.


    -Συνέχισε του τρελού καμάρι, το τραγούδι πιάνει. Οι Βάκχες, ο συγχρονισμένος χορός.


    «Κοιμήσου Διονυσάκο

    Σι γαλιά μιας νότας
    στου μέλλοντος το πάλκο
    εφτάγραμμο θα βρεις»


    Ο Διόνυσος φουσκώνει, τη βαρύτητα σκόνη από τους ώμους του τινάζει.


    «Εκεί που χόρευαν τα χέρια του μαέστρου
    σλαβικά πριν μπουν στο α κρο κι α τήριο
    τώρα πετάνε στ’ απόνερα οι του μετά οι άστες
    και το νέο τους πάν να δουν το σπίτι»


    Το έδαφος ο θεός του φουσκωτού αφήνει και οι Βάκχες σκυλιά από τις πυτζάμες του τον πιαν.

    -Θα μας φύγει αδερφές, πιάστε τον. Η του μέσου Βάκχα στις αριστερές και δεξιές συντρόφισσες, φωνάζει.


    «Θυμήσου Διονυσάκο
    στην αγκαλιά της γης
    στου κόσμου το μαρκ όνι
    ασύρματα θα δείς.»


    Ο Διόνυσος από τα δόντια τους ξεφεύγει και το χαμόελο ψηλά. Ανάμεσα στα βουνά πετά, τον ουρανό τρυπά και στους δορύ και φόρους, ψέλνει.


    «Θυμήσου Διονυσάκο
    στη μη λαλιά της στης
    στου σύμπαντος μπαλόνι
    τραγούδι της αυγής»


    Τον ήλιο προσπερνά και του acrobat να στέρι.


    «Εκεί που χάλασα τα σπιλο γινόταν εβλογιά
    κι ήταν μουσική του Μώσχου τα ελάσματα
    τώρα καμιόνια κουβαλάν του νεκρού τα θεία
    του πυρός τα τούβλα κεριά παιδιά χαλάσματα.»


    Στο σύμπαν ο φουσκωμένος Διόνυσος πλέει ακυβέρνητος. Κάποιος τον είδε εκεί, κάποιος στο αιδώ.


    «Απλώσου Διονυσάκο
    στην ιστό ρία της
    του χάμου το γελάκι
    στο πέλαγος θα βρείς.»


    Στο κενό της ύλης, κανό να κάνει και οι τρύπες οι μαύρες κι άραχνες, στο κυνήγι του να μπουν.


    «Κοιμήσου Διονυσάκο
    στην αγκαλιά της νυξ
    στου κόσμου το σεντόνι
    ποτέ μην ξαναβγείς»


    Το τραγούδι του τρελού τελεύει και η μαύρη τρύπα, η μεγάλη, τον Διόνυσο ρουφά.


    -Dionysos has left the building.


    (-Και έτσι μικρή μου άκρη, χάθηκε ο Διόνυσος. Η άκρη την ευθεία της κοιτά, η αντίπαλη το ίδιο κάνει.

    -Από μία Μαύρη Τρύπα, χάθηκε ο Πυριγενής;

    -Σσσς κι άκουσε το βέλος που τον βρήκε, ακόμα τραγουδά..)

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η Κορυφαία



    Message in the Bottle 9th/«Το Κάστρο»/45η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    Η Άρτεμις


    ρτεμιν —οὐ γὰρ ἐλαφρὸν ἀειδόντεσσι λαθέσθαι—
    ὑμνέομεν, τῇ τόξα λαγωβολίαι τε μέλονται
    καὶ χορὸς ἀμφιλαφὴς καὶ ἐν οὔρεσιν ἑψιάασθαι,
    ἄρχμενοι ὡς ὅτε πατρὸς ἐφεζομένη γονάτεσσι
    παῖς ἔτι κουρίζουσα τάδε προσέειπε γονῆα·



    Στου Διόνυσου την κλίνη, η τρελή του ραψωδία. Σαν αν τρας μοιάζει, δίχως βαρύκεντρο, δίχως μιλιά ξινή. Την ελπίδα διατεί Ναι τε πως έχει και οι Μανάδες το «ι» από το μέσο τους το σβήνουν.


    Το τρελό, στο χαζό γελά και το τραγούδι..


    -Τι είναι αυτό αννούλα μου; Μηλιά τουν τρα ή Μέλι τάζει του Τρελού γουδί?


    Λικνίσου Διονυσάκο


    Ο Διόνυσος ορθώνεται


    Κοιμήσου Διονυσάκο


    Ο Διόνυσος φουσκώνει.


    -Θα μας φύγει αδερφές, πιάστε τον.


    -Συνέχισε του τρελού μακάρι, το τραγούδι ιάνει.


    Ο Διόνυσος από τον οντά τους φεύγει


    Θυμήσου Διονυσάκο


    Του ηλίου αποσπερίτης, του άκρο βατό αστέρι


    Στο σύμπαν ο φουσκωμένος Διόνυσος πλέει ακυβέρνητος


    Απλώσου Διονυσάκο




    Στο κενό, κανό να κάνει και η τρύπα η Λευκή, η Άρτεμις, στο κυνήγι του να μπει.


    Κοιμήσου Διονυσάκο




    Η Άρτεμις σημαδεύει, την χορδή τεντώνει και το βέλος της προς το Διόνυσο πετά.




    Το τραγούδι του τρελού τελεύει και η μαύρη τρύπα, η μεγάλη, τον Διόνυσο.. .


    Το βέλος της από το φως πιο γρήγορο, αόρατο στον φούσκο Διόνυσο φτάνει και τον τρυπά. ..


    Κανείς δεν βλέπει από τι πέθανε ο Διόνυσος, όμως όλοι στο εκεί κοιτούν. .


    Ο κανένας δεν βλέπει τον τρελό που από το παλάτι αποχωρεί..


    Τα ρούχα στα χέρια του ζητιάνου, στο δρόμο του μονός, ο Πόθος.




    -δός μοι παρθενίην αἰώνιον, ἄππα, φυλάσσειν,
    καὶ πολυωνυμίην, ἵνα μή μοι Φοῖβος ἐρίζῃ·
    δὸς δ᾽ ἰοὺς καὶ τόξα — ἔα, πάτερ, οὔ σε φαρέτρην
    οὐδ᾽ αἰτέω μέγα τόξον· ἐμοὶ Κύκλωπες ὀιστούς




    αὐτίκα τεχνήσονται, ἐμοὶ δ᾽ εὐκαμπὲς ἄεμμα·
    ἀλλὰ φαεσφορίην τε καὶ ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα
    ζώννυσθαι λεγνωτόν, ἵν᾽ ἄγρια θηρία καίνω.
    δὸς δέ μοι ἑξήκοντα χορίτιδας Ὠκεανίνας,




    πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους·
    δὸς δέ μοι ἀμφιπόλους Ἀμνισίδας εἴκοσι νύμφας,
    αἵ τέ μοι ἐνδρομίδας τε καὶ ὁππότε μηκέτι λύγκας
    μήτ᾽ ἐλάφους βάλλοιμι, θοοὺς κύνας εὖ κομέοιεν.





    Στου κεφαλιού του ο Πόθος τον γρίφο από το «η» ακούη




    Στου χρόνου το παράξενο ταξίδι, η ανάγκη για το ατελείωτο συχνάζει.


    Κάθε τι που ύπαρξη κατέχει, ζωντανό.


    Κάθε τι που θέλει, υπαρκτό.


    Με τον τρόπο του ίχνη, της, χαράς ζει κι αφήνει.


    Σημάδια, γονείς του χρόνου και της τάξης.


    Κοινός και μη, του παρά ο νομαστής.


    Μία είναι η στορία και τα ίχνη των υπάρξεων, οι λέξεις της.


    Σε κάθε διάσταση, σε κάθε κόσμο της, η ιστορία καταγράφεται με την “π” ένα και την λογική του κόσμου που ανήκει. Στα μη κοινά, κοινός ο δρόμος. Και τα κλειδιά τα ίδια.


    Σε αυτή την τάξη άνθρωποι, σε εκείνη σκύλοι και γατιά, στον άλλον πέτρες, στο πριν και στο μετά νερό, σε κάθε διάσταση κοινή η επανάσταση. Αν τα κλειδιά θα βρεις την ιστορία των πάντων θα διαβάσεις.


    Στο κει το δω, τον λόγο ξέρει και δεν τις δικής του ύπαρξεις. Στους παγκόσμιους αριθμούς, κοινές οι σειρές των ιδίων, σαν κίονες και πυρσοί φωτίζουν.


    Μην ακολουθείς τα τόμα που δείχνουν, αλλά το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για να τα κατά γράψει.


    Είναι το βήμα το επόμενο. Ο Πόθος στέκεται και την περιμένει.


    δὸς δέ μοι οὔρεα πάντα· πόλιν δέ μοι ἥντινα νεῖμον,
    ἥντινα λῇς· σπαρνὸν γὰρ ὅτ᾽ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν·
    οὔρεσιν οἰκήσω, πόλεσιν δ᾽ ἐπιμείξομαι ἀνδρῶν
    μοῦνον ὅτ᾽ ὀξείῃσιν ὑπ᾽ ὠδίνεσσι γυναῖκες




    τειρόμεναι καλέωσι βοηθόον, ᾗσί με Μοῖραι
    γεινομένην τὸ πρῶτον ἐπεκλήρωσαν ἀρήγειν.
    ὅττι με καὶ τίκτουσα καὶ οὐκ ἤλγησε φέρουσα
    μήτηρ, ἀλλ᾽ ἀμογητὶ φίλων ἀπεθήκατο γυίων.




    ὣς ἡ παῖς εἰποῦσα γενειάδος ἤθελε πατρός
    ἅψασθαι, πολλὰς δὲ μάτην ἐτανύσσατο χεῖρας,
    μέχρις ἵνα ψαύσειε. πατὴρ δ᾽ ἐπένευσε γελάσσας,
    φῆ δὲ καταρρέζων·



    -.-..- -ὅτε μοι τοιαῦτα θέαιναι
    τίκτοιεν, τυτθόν κεν ἐγὼ ζηλήμονος Ἥρης
    χωομένης ἀλέγοιμι. φέρευ, τέκος, ὅσσ᾽ ἐθελημός
    αἰτίζεις, καὶ δ᾽ ἄλλα πατὴρ ἔτι μείζονα δώσει.



    Ο Πόθος στο Δάσος μένει.


    Στο κέντρο ενός Δάσους φωλιάζει ένα Δέντρο. Δέντρο με φύλλα μικρά, καλότεχνα, καταπράσινες μικρές νησίδες πλουμιστών χρωματισμών. Οι νησίδες καταλήγουν στους Αγωγούς. Ικανοί να μεταφέρουν την ζωή στις πολιτείες. Οι Αγωγοί συναντιόνται στα Κλαριά. Πολυσύχναστοι δρόμοι όταν υπάρχει η Πηγή.

    Τα Κλαριά ξεκινούν από τον Κορμό. Και ο Κορμός με δυσκολία ανάμεσα σε κόκαλα νεκρών βρίσκει την επαφή του με τις Ρίζες. Οι Ρίζες είναι ένα άγνωστο στους ανθρώπους έντομο. Στου τεράστιου το μέγεθος, θυμίζει μία αράχνη δίχως σώμα στο ύψος του αλόγου.

    Οι Ρίζες χρειάζονται τροφή. Για αυτόν ακριβώς το λόγο έχουν φτιάξει όλα τα υπόλοιπα. Τον Κορμό, τα Κλαριά, τα φύλλα. Για να γαντζώσουν την Πηγή.

    Η Πηγή καταφθάνει με τον Άνεμο. Υγρασία παγιδευμένη στα ρεύματα του. Αναγκάζεται να περάσει μέσα από τα φύλα. Με κινήσεις απαλές οι σταγόνες, μην και τυχόν ξυπνήσουν κανένα. Έτσι νομίζουν…

    Γιατί μόλις το πράσινο αγγίζουν, σφουγγάρι γίνεται και τις ρουφά. Ταξίδι ανάμεσα σε χιλιάδες αβίαστες, αθώες και άμορφες παρθένες. Οι σταγόνες και οι διψασμένοι εργάτες. Κομμάτια τους όλοι κρατούν για ενθύμιο, αλλά το κεφάλι ποτέ δεν το πειράζουν. Το κεφάλι είναι για τις Ρίζες. Το γδύνουν από μάτια, αυτιά και μύτη και το καταπίνουν αμάσητο. Ώρες μετά το αφοδεύουν...

    Σε μία λιμνούλα ανάστασης. Υγρά κομμάτια που ενώνονται και γίνονται σταγόνες. Πιο ελαφριές από το χώμα ανεβαίνουν ε ψηλά. Στην επιφάνεια πιο ελαφρές από τον αγέρα και ίπτανται αστήρικτες. Μέχρι να συναντήσουν τον Άνεμο. Και να τις παρασύρει ξανά μαζί του…


    τρὶς δέκα τοι πτολίεθρα καὶ οὐχ ἕνα πύργον ὀπάσσω,
    τρὶς δέκα τοι πτολίεθρα, τὰ μὴ θεὸν ἄλλον ἀέξειν



    εἴσεται, ἀλλὰ μόνην σέ, καὶ Ἀρτέμιδος καλέεσθαι·
    πολλὰς δὲ ξυνῇ πόλιας διαμετρήσασθαι
    μεσσόγεως νήσους τε· καὶ ἐν πάσῃσιν ἔσονται




    Ἀρτέμιδος βωμοί τε καὶ ἄλσεα· καὶ μὲν ἀγυιαῖς
    ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐπίσκοπος.



    Το λιοντάρι τεντώθηκε. Τα μάτια του πιατάκια του καφέ, άλωση ο πίνακας του Δάσους.


    Το βασίλειο του στο υπό κλεινόταν, στους χρόνους και τα ζώα. Της άμμου και του παλουκιού κεφάλια φυλαχτά.


    Το λιοντάρι αντίπαλο δεν έχει, το σώμα του σηκώνει. Τα μαλλιά του στον άνεμο τινάζει και τα μάτια κλείνει. Ο φόβος του κανένας. Το τραγούδι του, αρμονικά δεμένο, εκτός από μία νότα.


    Κίνδυνος! Τα μάτια νοίγει. Το βέλος Της μπήγεται βαθιά ανάμεσα τους.


    Ο Πόθος βλέπει το λιοντάρι που λυγίζει. Πίσω από τον Πόθο, το Δέντρο. Ακούει το θρόισμα, το χώμα που γλυκά στα πόδια της βουλιάζει. Τις κλειδώσεις που στεριώνουν. Στο αργά ορθώνεται και στο πίσω του γυρνάει. Εμπρός του η Αυστηρή.


    -Στην υγειά σου Άρτεμις…


    (-Και τώρα τι, στων τριών του διά και στάσεων, νεκρό εγώ θα μένω; Το Λιοντάρι τον εισπράκτορα κοιτά.


    -30 του αργυρού τα σύκα, θέλω και στον όροφο τον τέταρτο θα πας. Εκεί θα δεις την συνέχεια της Ανίας…)

     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η γέννηση των Διδύμων


    Message in the Bοttle 9th/«Το Κάστρο»/46η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    Η Άρτεμις


    Στην Ορτυγία είναι ακόμα νύχτα. Η ήλιος ανοίγει τα βλέφαρα και τεντώνει τα πόδια του, πίσω από τον Κύνθο. Στέκεται κι ακούει. Στις φλόγες του, νιώθει τις δονήσεις από τα βήματα της που σέρνονται στην άμμο. Είναι βαριά, κουβαλούν τον πόνο των διδύμων. Με προσοχή δίχως θόρυβο, σηκώνεται και από μια γριλιά στα σύννεφα κοιτάει προς τα κάτω.


    Η Λητώ νιώθει την ώρα να πιέζει στά νοιγμα της. Να προλάβει θέλει πριν το φως την αποκαλύψει. Τις μέρες που στο προ ηγήθηκαν, της Ήρας τα σκυλιά ψάχναν να τη βρούνε. Μεγάλο Πεύκο με βελόνες αιχμηρές, το κρεβάτι στρώνει. Η Λητώ αφήνεται να πέσει, οι βελόνες μέσα της μπαίνουν και με ρετσίνι τον πόνο χαμηλώνουν. Το υγρό το στόμα νατέλλει.


    Μία κραυγή, ένα γλυκό κεφάλι, μία δεύτερη και το μωρό τρυφερά στην άμμο στέλνει.


    Η Λητώ στον πόνο σκύβει και τις αισθήσεις με την βία από τα ηνία τους κρατά. Το βρέφος δεν κλαίει, δεν μιλά, με ανάσα τρέφει την καρδιά του και στα όρθια σηκώνεται.


    Η Άρτεμις.


    Τα βήματα του σταθερά, μακριά δεν πάνε. Με τον λώρο της μητέρας ακόμα δεμένη ναι. Στα υγρά ακόμα πόδια του, κοχύλι κοφτερό. Στα χέρια του φωλιάζει και τη σάρκα που το κρατά στο από τομα τη κόβει.


    Στο αριστερό κοχύλι, στο δεξί η άκρη, προς την μάνα της τα βήματα ξανά. Στην άλλη άκρη, η τομ ή καθαρή. Το λώρο στα χέρια της πλεξούδι και στο στόμα της μαζεύει. Πεινάει. Χρειάζεται δυνάμεις.


    Η μήτρας της μάνας ακόμα ανοιχτή. Το δεύτερο παιδί, τινάζεται, σφαδάζει, να βγει έξω θέλει. Η Λητώ δύναμη δεν έχει. Η Άρτεμις γονατίζει. Με τα χέρια του μωρού, το κεφάλι του Απόλλων απαλά αγγίζει. Γύρω από αυτό αφήνει τα δάχτυλα της να βυθιστούν και σταθερά να δέσουν.


    Τρίτη η κραυγή, η Λητώ συνήρθε και με δύναμη τα μάτια της, το δεύτερο στην έξοδ ω θουν. Η Άρτεμις, ως βρέφος τον όμορφο Απόλλωνα στο ψηλά ορθώνουν.


    Ο ήλιος αφήνει τις μικρές ακτίνες του να γκαλιάσουν τα υγρά τα σώματα.


    -Καλώς ήρθες στον κόσμο αδερφέ μου. Ο Απόλλων στα κλάματα δεν πέφτει. Στην Άρτεμις το πρώτο του τραγούδι…


    Στο πριν και στο μετά..


    Η Τίγρης βρυχάται, το κάλεσμα αντίλαλο δεν έχει. Τα νύχια της απελευθερώνει, μικρά μα χέρια. Τα μάτια της στη θάλασσα ξεπλένει και τα αυτιά της κλείνει. Ο φόβος της Καμία. Το νερό με το αλάτι του, αρμού δεμένο, εκτός από μία ντα.


    Πρόσεχε! Τα μάτια ανοίγει. Δύο τα βέλη που βυθίζονται στο μέσα τους.


    Ο Πόθος βλέπει την θάλασσα που την Τίγρη παίρνει. Πίσω από τον Πόθο, το Δέντρο.


    Ακούει τους κόκκους που στον παρά μερίζουν, η άμμος καταπίνει τον θόρυβο που πλάθει. Οι γλάροι σκεπάζουν με την φωνή τις κλειδώσεις που στεριώνουν. Ο Πόθος δεν σηκώνεται και στο μπρός του, την πλάτη του γυρίζει.


    Το σώμα της ντυμένο με δέρμα από ελάφι. Στο λαιμό της σε χορδή του Απόλλωνα, δόντια κρεμασμένα. Το χαμόγελο της απαλό. Τα μάτια της κάρβουνα που φλέγονται. Τα μαλλιά της κοντά, φίδια του αγρίου.


    -Καλώς σε βρήκα Άρτεμις…


    (-Μπρος πίσω και πίσω μπρος, ναυτία έπαθα του χρόνου κλειδοδίχτυ. Θα μου πεις τι έγινε μετά; Ο δείκτης ο λεπτός Λαγός, τον αντίχειρα του χρόνου βιαστικά ρωτά.


    -Θα σου πω, μα τ ώρα είναι η στιγμή που θα με προσπεράσεις, κύκλο θα κάνεις και την πλάτη μου ξανά θα δεις. Δώδεκα φορές, το ποίημα σου θα πεις και τότε τη σινέ χεια θα χεις…)

     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Άρτεμις Πόθος


    Message in the Fuel Bottle 9th/«Το Κάστρο»/47η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    Η Άρτεμις


    Τα χέρια της πληγωμένα, στο παρελθόν. Το πρόσωπο της σκαμμένο, μαστίγωμα του ανέμου. Τα μάτια της στο χρώμα που αλλάζει, χαμαιλέοντας της σκέψης.


    -Δεν έμοιαζε να ψάχνεις. Τα λόγια της κομψά, τερτίπια των αγγέλων. Ο Πόθος της χαρίζει το απλόχερο του γέλιο, σηκώνεται αργά.


    -Γιατί σκότωσες τον Διόνυσο; Το τέλος του δικό μου θα ‘ταν. Το ύψος του, δικό της. Η μύτη της πλατιά, σαρκώδη και συνάμα ντελικάτη. Λουλούδι σαρκοφάγο.


    -Μου χρωστούσε. Τα δόντια της σημαδεύουνε τις λέξεις.


    -Τι θα μπορούσε να χρωστάει σε σένα, ο άμοιρος θεός του τράγου; Ο Πόθος το σώμα του λικνίζει. Τα δάχτυλα του κέρατα, τα σάλια που άγαρμπα μοιράζει, στα γένια του κυλούν. Καρικατούρα του Διονύσου.


    -Την αγνότητα των Μαινάδων. Τις βρώμισε, τις ατίμασε, τις σπίλωσε. Θα τον είχα από καιρό τελειώσει αλλά ο πατέρας δεν το επέτρεπε. Στη θέα του γελοίου Πόθου τα μάτια της γελούν. Σοβ Α ρη και θώα ναι, αφελής ποτέ. Ο Πόθος μαζί της παίζει και το χέρι του της δίνει.


    -Αχ ο πατέρας, ο φιλόξενος ο Δίας. Τον κόσμο αγαπά, το σύμπαν προστατεύει, μα τις γυναίκες με το μύθι του παρά, στα ιδιαίτερα βατεύει. Λέξεις αστείες, με κοτσάνια αιχμηρά. Η Άρτεμις, το γέλιο της κρίνος που φουντώνει, το χέρι της δίνει και στον χορό του κύκλου, έλλειψη χαράζουν τα πόδια τους στην άμμο.


    -Ο χρόνος είναι περιττός, όταν ο στόχος είναι εφικτός. Πες μου Πόθε καταλύτη των υγρών, γιατί τη τελεία, στη ζωή σου, τώρα να μη βάλω;


    Ο Πόθος, την τροχιά τελειώνει και στα γόνατα του ήθους ο ποιός, με χάρη το σβέρκο του προσφέρει.


    -Δικός σου Άρτεμις, ο ταλαίπωρος λαιμός μου, αλλά…


    -Αλλά;


    -Κρίμα δε θα ήταν, αν το έπαθλο το κέρδιζες δίχως μάχη; Το χείλος της Άρτεμις να θυμώσει θέλει, του κύνου ο δόντας το συγκρατεί και με λόγια από το άηχο το κάλμα, το ποτίζει.


    -Μάχη; Να παλέψεις θα ήθελες μαζί μου, μικρέ μου Πόθε; Το κεφάλι του σηκώνει και στα μάτια την κοιτά.


    -Να παλέψω όχι, ποτέ μου καλή μου Άρτεμις σε πεδίο ξένο για τον αντίπαλο, δε θα έβαζα τον εαυτό μου. Τα μάτια του, της ζούγκλας τα αιμοβόρα ζώα, στο σκοτάδι κρύβονται.


    -Στου κυνηγιού το επιτυχημένο τέρμα, θα ήθελα ως τρόπαιο να προσφέρω τη ζωή μου. Η μυρωδιά του βαριά, θηρία και θηράματα που ο ιδρώτας τους μυρίζει. Η οσμή του Πόθου την Άρτεμις βίαια θωπεύει, η καρδιά της μηχανή που βρυχάται. Το πνεύμα της μωρό δεν είναι και οι λέξεις, απλές και ώριμες.


    -Δεν υπήρξε ποτέ κυνήγι που εγώ, του από την δυστυχία, είχα. Χρόνο θέλεις Πόθε να κερδίσεις; Λίγες μέρες στον κόσμο αυτό ακόμα;


    Ο Πόθος τα σπασμένα του θανάτου τα γυαλιά μαζεύει, όρθιος ξανά.


    -Όχι μικρή μου Άρτεμις. Τρία θηράματα με αγάπη σου προσφέρω. Ξέρω ότι πάντα ποθείς ένα καλό κυνήγι. Και τα τρία εκλεκτά θα είναι. Αν τα καταφέρεις, θα φύγω από αυτήν την αυλαία με το δέος και το γεμάτο να ποτίζει την στερνή στιγμή μου.


    -Αν όμως όχι… Οι λέξεις που δεν λέγονται καύσιμα του Πόθου. Η Άρτεμις στον άνεμο του δίνεται.


    -Δέχομαι. Ας είναι. Ποια είναι αυτά του τρομερού οι θύτες ή θύματα;


    -Το πρώτο…


    (-Το πρώτο ποιο είναι;;; Θα με τρελάνεις θέλεις των λέξεων φευγάτε σκοινοβάτη; Τι σταματάς, θα σπάσω πιάτα, θα κάνω σαματά, πες μου!!!


    -Θα σου πω καλή μου παίχτρια. Παίξε πρώτα, γδύσου τη Δευτέρα και μετά εγώ σου λέω…)

     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Girls Don’t play War


    Message in the Mine Battle 9th/«Το Κάστρο»/48η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    Η Άρτεμις και ο Απόλλωνας


    -Το πρώτο σου κυνήγι, σεβαστή μου Λιμενοσκόπε θα είναι… Ο Πόθος γλύφει τις λέξεις και αφήνει την γλύκα της αναμoνής, σε νάρκη να παγιδέψει την Αρτέμιδα.


    -Ο Απόλλων. Οι χορδές των μυών και τόξου, τεντώνονται, συμφωνία στη νότα που κορώνει. Αμέσως μετά χαλά και st. ρώνουν. Ξανά η διαστολή παίζει στο ρυθμό του Πόθου. Συ και διά, τα άκρα που φλερτάρουνε μαζί της.


    Οι λέξεις χείμαρρος που κυλούν προς τα eπάνω. Η πειθαρχία της στρατιώτης, μόνο δύο οι κόκκινες λέξεις που βγαίνουν από το στόμα της.


    -Εν τάξει.


    Ο χρόνος αβέβαιος στην αρχή του επιστρέφει.


    -Καλώς ήρθες στον κόσμο αδερφέ μου. Ο Απόλλων, βρέφος που δεν κλαίει . Στην Άρτεμις το πρώτο του τραγούδι…


    -Τι μωρό υπέροχο! Ήλιος το πρόσωπο του. Άξιζαν οι πόνοι και ο δισταγμός! Άρτεμις φέρε το στην γλυκιά γκαλιά μου! Η Άρτ νιώθει την απώλεια, να σφίγγει την καρδιά της. Βρέφος κι αυτή, το άγγιγμα της μάνας ακόμα δε το νιώθει. Στο δεύτερο παιδί, η πρώτη αγκαλιά. Με τα μικρά της δόντια, το χείλος της τρυπά. Το πρώτο γάλα που στη ζωή θα πιει, το αίμα το δικό της. Δίνει στη μητέρα της Λητώ, τον Απόλλωνα Δελφό της.


    Ο χρόνος κάνει τα πρώτα του βήματα. Δειλός όταν στέκεται, με θάρρος καθώς πέφτει.


    Μικρά παιδιά. Ο Απόλλων παίζει με την άρπα και η Αρτέμιδα ψάχνει για τροφή.


    Τα πόδια της πληγωμένα από τα άγρια πετράδια, το σώμα της σκληρό, καβαλάρισσα του χρόνου. Τρεις λαγοί, στο δρόμο από τα βέλη της, με κόπο και ιδρώτα πιάστηκαν. Το χαμόγελο σπάνια στο πρόσωπο της κουρνιάζει και απλώνεται. Τώρα περήφανα και άτεχνα, θρονιάζει. Φτάνει και σταματά.


    -Μητέρα κοίτα τι έφ…


    -Άρτεμις έλα να κούσεις τη μελωδία του Απόλλωνα. Ό,τι πιο γλυκό στην ζωή έχω ποτέ μου ακούσει.


    -…ερα


    Ο χρόνος τώρα τρέχει, έφηβοι με κορμιά που λάμπουν.


    -Δεν μπορώ Άρτ εγώ τον χορό του θανάτου να χορέψω. Τα παιδιά της Νιόβης δεν θέλω να πληγώσω. Στο κορμί της Αρτέμιδος, 7 διαφορετικές αποχρώσεις του θηλυκού κοκκίνου.


    -Πρέπει Απ, το θέλω μη στ’ αδύναμο δωρίζεις.


    -Δεν μπορώ. Στα όμορφα του Απόλλωνα τα μάτια, κόρες που λιμνάζουν. Η Άρτεμις βγάζει μία των συμφώνων την κραυγή και το τόξο του Απόλλωνα αρπάζει.


    Στο λίγο πιο μετά, στο σώμα της ακόμα 7 αποχρώσεις του κοκκίνου, τώρα ρσενικές.


    Οι θεοί τους υποδέχονται σαν θριαμβευτές. Εφτά κορίτσια αυτή, εφτά αγόρια αυτός.


    -Μπράβο Απόλλωνα, μπράβο άρτεμις.


    Ο χρόνος στην Ιτιά πο κάτω, ξαπλώνει και θυμάται. Το αίμα των θεών, κυλάει από το σώμα της. Ακόμα μικρή, παιδί, τα κορίτσια της έλεγαν, πόλεμο δεν παίζουνε. Ο Ποσειδώνας τον Απόλλωνα σε μάχη των μονών, καλεί και ο Απόλλωνας δειλιάζει. Η Άρτεμις θυμώνει.


    -Είσαι δειλός, μικρός και φοβητσιάρης. Τα ψάρια τα μικρά, θεριά τα βλέπεις, δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι σε θαυμάζουν. Λόγια γκάθια των ευαίσθητο Απόλλωνα πικραίνουν. Το τραγούδι θρήνος.


    Η Ήρα θυμώνει με την αναιδέστατη μικρή. Με το τόΞο της μικρής, βέλος το πρόσωπο της χαρά δεν ζει. Στις πλάτες οι μύτες των βελανιδιών, αστέρια τάζουν. Με τα μα χέρια των θεών τα μαλλιά της μικρής Αρτέμις κόβει και στη φωτιά πετά.


    -Τα πείθαρχα κορίτσια τι μωρία έχουν. Η Ρα με τα βέλη χτυπά, της Άρτεμις τα λύπτητα.


    Το κορίτσι θυμώνει. Ανάμεσα σε ενήλικους θεούς το ανάστημα σηκώνει.


    -Εγώ δεν είμαι κορίτσι, είμαι η Κορυφαία!


    -Αγοραία είναι η μήτρα που σε γέννησε, Καρυάτιδα το κέρατο του Δία. Οι θεοί ξεσπούν σε γέλια. Η Αρτ θυ μόνη.


    Ο χρόνος με τη Σελήνη χορεύει. Τα βήματα του χάους, των Μονών τα βήματα.


    -Τι βασανίζει τη ψυχή σου Απόλλωνα Λητοΐδη, των Αχαιών τρομάρα; Η Λητώ στον Απόλλωνα πό πίσω τρέχει και με μετάξι σβήνει τα υγρά του ίχνη.


    -Η Δάφνη μανούλα δεν με θέλει. Δεν με ποθεί, στην ομορφιά ψυχρή ψυχή.


    Η Άρτ το δράμα με χαμόγελο τηρεί και περήφανα πουλιά τις σκέψεις συνοδεύουν. Έρωτας πιφ και φιπ στα φτερά του νάνου Έρωτ, αυτή θύμα του ποτέ. Μαζί με τις σκέψεις και μικρό σπουργίτι γέλιο δραπετεύει από μέσα της.


    Η Λητώ και μάνα Η δική της και όχι μόνο του Απ, γυρνάει και γεράκια τα λόγια που το δέρμα της πληγώνουν.


    -Ψυχή δεν έχεις άκαρδη και ήθος του καθόλου ;!; Ο αδερφός σου χρυσός που χλόμιασε και εσύ Σκουριά και του οξέος απόστόλου !;!


    Ο χρόνος του ξυρίζεται και τα καλά του βάζει. Τα εσώρουχα νάποδα φορά και στην Αρχή Γυρίζει. Αγώνα έχει σήμερα. Ο πρώτος της σειράς.


    -Δέχομαι Πόθε. Το κεφάλι του Χαμένου στα χέρια σου θα φέρω…


    (-Ποπ και Chορν, κόλα από βενζίνα ή βενζόλιο, λεμονόκουπες και σπασμένες κούπες, έχει εδώ στο καλό παιδί. Τρία ευρώ η άχνη από φέτα.


    -Εδώ κύριε κύριε και της Ευρώπης των συμφώνων λάθος tόνε, τη συνέχεια θέλω από το μύθο του παρά.


    -Σκάσε και πλήρωνε και τη ψυχή σου, Δ κι Φως μου.)


     
    Last edited: 7 Νοεμβρίου 2022
  12. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Απόλλωνας


    Message in the Blues String Bottle 9th/«Το Κάστρο»/49η μέρα/“Ο Θάνατος των Θεών”


    O Απόλλωνας στις 6:00


    Ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα


    δαίνυντ᾿, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης,


    οὐ μὲν φόρμιγγος περικαλλέος ἣν ἔχ᾿ Ἀπόλλων,


    Μουσάων θ᾿ αἳ ἄειδον ἀμειϐόμεναι ὀπὶ καλῇ.





    Εκεί που ο Ήλιος δύει, το τσαρδί του Απόλλωνα


    Εκεί που ο θυμός δεν τρώει, δεν πίνει, δε κοιμάται


    Εκεί ο Φοίβος της ίασης ο μάστορας, τις χορδές παιδεύει


    Στο ισότιμο τραπέζι τα μάτια και τα αυτιά την ίδια μοίρα έχουν


    Και οι Μούσες συνοδεύουν την καλοσύνη της ψυχής του



    Ο χρόνος τις ώρες ψάχνει.


    -Έξι που βρίσκεσαι καλή μου; Στην κουζίνα; Όχι.


    -Έντεκα καφέ διπλό μικρή μου; Στο σαλόνι; Όχι. Ο χρόνος με απορία ξύνει τις τρύπες στο μπλουζί του.


    -Τρεις μήπως εσύ; Στην καμάρα που τα κορίτσια συνήθιζαν να απλώνουν τα λεπτά τους, πάει. Του παρά η θύρα ανοιχτή. Χαμόγελο το γένι του γέρου χρόνου.


    -Την κοπάνισαν οι τσούπρες.


    Στις έξι το πρωί, ο Απόλλωνας και η Άρτεμις, πίσω από τα δέντρα με τις μπέρτες του αόρατου, κουρνιάζουν.


    -Δεν μπορώ Άρτεμις εγώ το τέλος στον Αχιλλέα να δώσω. Ο θάνατος δεν είναι το δώρο που στον άνθρωπο προσφέρω.


    -Για μια φορά ακόμα δείλι σκεπάζει τη ψυχή σου, μικρέ μου φοιβοτσιάρη. Η Άρτεμις σκληρή αγάπη, το κεχρί που ρέει στις προτάσεις της.


    -Δεν είναι ο φόβος που δύει και ανατέλλει στις ημέρες του Απάνω. Η ζωή λόγο έχει, δικαίωμα και αιτία. Δεν την σκορπάς, σα το ξύδι στης μούχλας τις γωνίες. Ο Απόλλωνας το τέλειο το κύμα. Ταλάντωση που στο ίδιο ύψος, βάθος, σε χρόνο ίδιο βρίσκεται.


    Τα φύλλα μουρμουρίζουν ανήσυχα, κάποιος τα μεριάζει. Είναι κοντός, όμορφος, τσαχπίνης.


    -Ήρθε ο Πάρις, Απ, απόφαση να πάρεις, το βέλος σου θα ρίξεις ή θα ρίξω; Ή Άρτεμις τις κινήσεις του Πάρι ακολουθεί. Γνωρίζει από πριν το μέλλον της σκηνής.


    -Δικό σου Άρτ. Η χορδή που εγώ ταράζω της κιθάρας μου και μόνο.


    Ο Πάρις το ξο του σηκώνει. Στο ύψος που μπορεί.


    Η Άρτ το δικό της τόξο, στο ψηλά εκεί.


    Ο Απ τη κιθάρα και την χορδή με κινήσεις του Απλού.


    Στο πεδίο της μάχης ένας Άντρας αδειανός. Του τρομερού θωριά και του λέοντος σκουφιά. Ο Αχιλλέας.


    -Που είστε της Τροίας ποντικοί; Ως πότε μούχλα θα έχει το τυρί που τρώτε; Ελάτε στου ήλιου το καμάρι, φέτα και καρπούζι σας έχει το φεγγάρι.


    Του Πάροντος το βέλος που πρώτο φεύγει. Στραβό και μεθυσμένο, τύχη του κανένα.


    Της Άρτ το μακρύ κι ευθύ, δεύτερο. Ο Απ τις χορδές αγγίζει, τις πιέζει ελαφρά, αλλά ακόμα δε τις αφήνει.


    Το πρώτο βέλος καρφώνεται στην άμμο. Ένα καβούρι το βλέπει και γελά. Με τις δαγκάνες τις μεγάλες τα στήθια του βαρά. Το βέλος ξεφυσάει κουρασμένο.


    Το δεύτερο, σχίζει τον αέρα. Τα μόρια μεριάζουν να περάσει, το φως τις κουρτίνες του τραβά, ο Αχιλλέας τις ψείρες από τα γένια.


    Το βέλος στην φτέρνα του καρφώνεται. Η αιχμή εκεί το τέλμα της δεν βρίσκει. Το κοφτερό διαμάντι χωρίζει με τάξη τις ίνες των μυών, κοκάλινη η πύλη που σκαλίζει, από Κέρκο η πίσω πόρτα, στην σάρκα του ξανά, παράθυρο στον ήλιο και στην άμμο το τέλος του σκύλου του τυφλού.


    Ο Αχιλλεύς μία ψείρα μεγάλη σαν κατσαρίδα στα δάχτυλα του λειώνει. Πονούν ωρέ οι κατσαρές ακρίδες;


    -Πονάς καλέ μου Αχαιέ; Λιώνοντας τις κατσαρές ακρίδες, πολεμιστής θωρείσαι; Ο Πόνος καρφώνει τον Αχιλλέα στο ευαίσθητο σημείο. Η κραυγή της Θέτιδος, το πρώτο μοιρολόι. Στην πλατεία Αχαιών ο θρήνος.


    Ο Απ τις χορδές αφήνει, με αγάπη και στοργή τις στέλνει βόλτα. Ο ήχος που γεννούν κύμα που τον πόνο μαλακώνει. Ο Αχιλλέας αφήνει την τελευταία του πνοή στην ακτή της θαλπωρής. Η Μάνα του η Θέτις, γλυκό στερνό φιλί το δάκρυ που στεγνώνει. Στην πλατεία Αχαιών, τα ποτήρια του κρασιού στο ψηλά σηκώνουν.


    -Γεια σου Αδερφέ μας…


    Ο Απόλλωνας χαμογελά γλυκόπικρά στις χορδές που με πάθος τραγουδούν..


    Σφουγγάρι η ψυχή του, στον ανθρώπινο τον πόνο της Κιμώλου.


    (-Θέλω κι άλλο από αυτό του κ ρανού, το γλυκό πιοτί τρυφερέ μου κιθαρίστα.


    -Θα το ‘χεις τρανέ μου Τρώα. Bot κα ή ουί sky; )