Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο πόλεμος των Καρ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 15 Ιανουαρίου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Στρατιώτης Ν019)

    Ο τελευταίος χορός του Τυφλού Σκύλου στο Βόσπορο (八) bā


    Message in the ΗΑ Battle 9th/“Το Κάστρο”/Day 80/«Ο Θάνατος των Θεών»


    O N019 από το γυαλί που από το διάστημα, τον κρατάει ζωντανό, χέρια δύο βλέπει με ορμή να τον πλησιάζουν. Το ένα σφυροδρέπανο κρατά και το άλλο Μήλα.


    Αν η ιστορία ήθελε ειρήνη τότε το μέλλον κάπως έτσι θα ήταν γραμμένο…


    Τα Μις το όνομα των Μάρνα, το όνομα του στρατιώτη Ν019, ήταν ένα δισυπόστατο πλάσμα. Ερμαφρόδιτο.


    -Φύλο;


    -Διπλό.


    -Γιατί θέλεις να καταταγείς στο στρατό;


    -Χρειάζομαι τα χρήματα.


    -Γιατί;


    -Για να κάνω οικογένεια.


    -Τι να την κάνεις;


    Αν ο χρόνος αίμα δεν ήθελε, τα λεπτά του για να ζήσει και το μέλλον ήταν διαφορετικό, οι Μάρνα θα κάθονταν στο Βέος. Της γέννας, το λουλούδι.


    Σφαιρικό, διαμέτρου μέτρα δύο, θερμό, υγρό και κατάλληλο, μέσα του να κρατάει ασφαλή τις Μάρνα, μέχρι αυτές, να φέρουν σε αυτό το σύμπαν την επόμενη γενιά.


    Ο πόνος θα ήταν μεγάλος. Το κορμί θα άνοιγε στα δύο και 13 λεπτά του term, οι Μάρνα θα είχαν τα σπλάχνα τους εκτεθειμένα. Το Βέος, θα κρατούσε τα παράσιτα και άλλα εχθρικά πλάσματα μακριά, μέχρι που οι νεογέννητοι Μάρνα, με τα βρεφικά τους ακόμα πλοκάμια, θα σερνόντουσαν μέχρι τη γλώσσα του Βέος.


    Ο πόνος θα ήταν απίστευτος, καθώς τα γκάθια των βρεφών Μάρνα, θα άφηναν βαθιές ουλές στο σπλαχνικό χαλί των γονιών της, μέχρι την έξοδο.


    Η γλώσσα του Βέος, θα τυλιχθεί γύρω από το κορμί που τρέμει, τα υγρά της κύησης θα μαζέψει και γλυκό και μέλι, πίσω στο μωρό, επιστρέφει σαν τροφή.


    Ο πόνος θα ήταν ισοπεδωτικός, καθώς οι μάν-πάπα Μάρνια, με τα πλοκάμια, τα σπλάχνα του μαζεύει. Το εσωτερικό πετσί γδέρνει, αίμα και κόλα, απελευθερώνεται και με αυτά στη θέση τους, τα σπλάχνα τους σφραγίζει.


    Ο πόνος θα ήταν γλυκός, καθώς τα term, θα περνούσαν και οι πληγές θα έγιαναν και τα βρέφη Μάρνα, τα 72 μάτια τους, θα άνοιγαν το ένα μετά το άλλο.


    Και όταν η μέρα θα έφτανε, και το Βέος, τα τοιχώματα του θα άνοιγε και ο ήλιος ο καυτός θα υποδεχόταν στην αγκαλιά του, τους γονείς και τα παιδιά Μάρνα, ο πόνος θα είχε φύγει, θα είχε πετάξει μακριά, ακόμα πιο μακριά.


    Στο τώρα, το χέρι με τα Μήλα, πρώτο φτάνει και με τα τοξικά υγρά του, αμφισβητεί την υγεία του γυαλιού. Το νεκρό του Καρ το χέρι, με το σφυρί, το επιβεβαιώνει.


    Απότομο το χτύπημα, που την πύλη του ανοίγει. Θραύσματα εκσφενδονίζονται προς κάθε κατεύθυνση. Κάποια στα μάτια του Ν019, κάποια και στις δυο καρδιές του.


    Ο πόνος είναι αβάσταχτος και με αυτήν την ανάμνηση, τον κόσμο αυτόν αφήνει.


    (Χειμώνας)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Στρατιώτης Ν14789)

    O N14789 το κουμπί πατάει με το εξαδάκτυλο του χέρι. Μία μάζα που σαπίζει και σε ζωή ελπίζει, με όπλα πυροβόλα τον σημαδεύει αλλά δεν προλαβαίνει. Ανατινάζεται, αλλά οι σάρκες της, συνεχίζουν να παλεύουν στο διάστημα.


    -Νόημα δεν έχει. Είναι όλοι νεκροί…


    Πριν από 1000 term.


    -Το όνομα σας;


    -Βοίος.


    -Γιατί καταταγήκατε στο στρατό;


    -Γιατί μ’ αρέσει να σκοτώνω.


    Αν ο στρατιώτης Ν14789 δεν πέθαινε στη μάχη, 3000 term αργότερα, θα ετοιμαζόταν να βουτήξει στα διάφανα νερά του Μέρμ.


    -Μία αργή. Ο Βοίος, μία μακρόσυρτη αλλά βαθιά πνοή τραβάει από το γκάζι της ατμόσφαιρας. Τον έκτο πνεύμονα γεμίζει, άλλοι δύο μένουν. Το σώμα του φουσκώνει και στο πράσινο με φολίδες δέρμα, οι ουλές της μάχης λαμπυρίζουν στον ήλιο.


    -Μια βιαστική και κοφτή και μία μεγάλη, μέχρι το τέρμα. Και μετά βουτάει, στα υγρά κρύσταλλα μεθανίου, που άφθονο υπάρχει στη θάλασσα του Μερμ.


    Μικρές ωθήσεις, καθώς ο πολυεδρικός φακός του, ψάχνει μέσα στο βυθό, για την ξανθοκόκκινη λάμψη. Δύο term περνούν. Δεκάδες μέτρα παραπέρα, τη πολύτιμη φούσκα βρίσκει. Διαμέτρου 30 εκατοστών. Εύθραυστη μοιάζει η μεμβράνη, αλλά κανείς που γνώριζε, δε θα τολμούσε να την ανοίξει, δίχως μέτρα προστασίας. Σωλήνας, ινώδης, αποτελούμενος από τουλάχιστον 100 μικρά νήματα, τόσο ισχυρά όσο των μετάλλων. Την κρατά σφιχτά στο έδαφος και με μεθάνιο την τροφοδοτεί. Με ειδικό κόφτη ο Βοίος, ακτίνα ενεργοποιεί και το σωλήνα κόβει. Τοποθετεί τη φούσκα σε δοχείο και στην επιφάνεια ανεβαίνει.


    3000 παρά κάτι τερμ πριν.


    Ο στρατιώτης Ν14789, ολοκληρώνει την μανούβρα του και ταχύτητα αναπτύσσει. Πίσω του δεκάδες γυμνά, νεκρά και δίχως ρυθμό, σφυγμό Καρ, ξεκινούν να τον καταδιώκουν.


    Πιο, στο χρόνο, πίσω.


    -Έχετε πρόβλημα, με αυτό;


    -Με ποιο;


    -Ό,τι μ’ αρέσει να σκοτώνω. Το πουλί σηκώνει το κεφάλι του και τον Ν14789 κοιτάει. Το σκέφτεται για λίγο.


    -Όχι! Και τη σφραγίδα του με δύναμη στη τράπεζα χτυπά.


    -Είστε έτοιμος.


    Στο χρόνο εμπρός. Ο Βοίος, σε δεξαμενή, με περίβλημα διάφανο, το κύβο ανοίγει. Με μεταλλικούς βραχίονες και κινήσεις απαλές, τη φούσκα σκίζει και στην αρχή τίποτε δεν συμβαίνει.


    Αμέσως μετά, ένα σμήνος, από μικρά ανθρωπόμορφα μυρμήγκια βγαίνουν από τη σχισμή.


    Ο Βοίος νιώθει μία πόρτα χαμηλά ανάμεσα στα πόδια του να ανοίγει. Η οικογένεια της Κατεχολαμίνης ,την πιο πρόστυχη από τις κόρες της του δίνει, με τα πλοκάμια δεμένα μεταξύ τους, να της κάνει ό,τι ποθήσει. Η χαρά σαν πυρκαγιά απλώνεται και οι φολίδες του τεντώνονται. Η αυτόματη αυτή η αντίδραση φτάνει μέχρι το ωοειδές κεφάλι του. Από τις τέσσερις οπές τις όσφρησης, μικρά καβούρια βγαίνουν και τις δαγκάνες τους χαρμόσυνα χτυπούν.


    -Είναι απόλαυση θεός να νιώθεις.


    Πλήθος 1001. Ο Βοίος, εντολή δίνει και στη δεξαμενή, 1000 κυλινδρικά πράσινα δισκία, από διάφορες μεριές πέφτουν.


    Τα μυρμήγκια ακίνητα.


    Τα δισκία, κουτρουβαλούν, κουτουλούν και δύο από αυτά, όρθια προσμένουν και μετά σιωπή.


    Το μυρμήγκια σχεδόν ακίνητα. Τα αυτιά τους μυρίζουν την τροφή. Οι κεραίες στην ουρά τους, το πλήθος μετράει. Ένα λιγότερο, ένας από αυτούς περισσεύει.


    Οι κεραίες το ένα το άλλο κοιτάει. Ο Βοίος, τα σακίδια του τρίβει από ευχαρίστηση. Είναι ερεθισμένος. Και αμέσως μετά ξεσπάει η σύγκρουση.


    Λες και όλα μαζί συντονισμένα είναι, τα χίλια σε ένα και το πιο αδύναμο επιτίθενται. Ο Βοίος χοροπηδάει με ενθουσιασμό, καθώς τα ανθρωπόμορφα μυρμήγκια, με δαγκάνες, μαχαίρια, βεντάλιες και σπαθιά, τον ένα τεμαχίζουν και στο κόκκινο και ξανθό του αίμα, βαπτίζονται. Όταν τελειώνει η εκκαθάριση, στα δισκία με αργές κινήσεις πάνε. Ένα το καθένα. Μία κοινωνία ισότητας. Μία κοινωνία καθαρά δημοκρατική.


    Όλα αυτά και άλλα πολλά θα απολάμβανε ο Βοίος, αν δεν είχε σκοτωθεί στην μάχη του ΗΑ.


    Αντιθέτως…


    Μπροστά οι σύμμαχοι. Με απορία τα πρώτα σκάφη απέναντι του στέκονται. Πίσω οι Καρ και εχθροί του. Δεν στέκονται και δεν περιμένουν.


    Ούτε αυτός, το κουμπί του πατάει με το εξαδάκτυλο του χέρι και προλαβαίνει μαζί του να πάρει, ουρλιάζοντας από καύλα 100 ΝατΡας. Τελευταία του φράση…


    -Αυτοί ήταν ζωνταν… Καραμπούμπουμ…


    (Άνοιξη)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Ο στρατιώτης Ν93952)

    Message in the ΗΑ Battle 9th/“Το Κάστρο”/Day 81/«Ο Θάνατος των Θεών»


    Ο στρατιώτης Ν93952 διόρθωσε με μία υποσυνείδητη εσφαλμένη κίνηση τον ελιγμό του.


    2013 πάνω, 2532 κάτω, 1990 αριστερά και 1710 δεξιά…


    Η σφαίρα ακόμα θέλει πολύ για να γεμίσει.


    800 term πριν, στο φεγγάρι του Βάρδου και στο χώρο κατάταξης.


    -Φύλο;


    -Άσος μπαστούνι. Ο αξιωματικός υπεύθυνος κατάταξης και από χαμόγελο φτωχός, βλοσυρά το ράμφος του σηκώνει και στο οπτικό πεδίο του μοναδικού οφθαλμού, η εικόνα του Μανιταράνθρωπου με αλλόκοτο χαμόγελο προσγειώνεται μοναχική επιζώντας.


    -Χιούμορ;


    -Μετράει;


    -Ποιο;


    -Το φύλο για τη κατάταξη.


    -Όχι.


    -Τότε αδιάφορο.


    Αν ο στρατιώτης Ν93952 δεν είχε εξατμιστεί σε μία μοναδική στιγμή, ηρωικά στη μάχη, τότε 12183 term μετά θα προσγειωνόταν στον πλανήτη…


    Το νομα του πλανήτη, άγνωστο. Κανείς πέρα από τον στρατιώτη δεν γνώριζε την ύπαρξη του.


    Το πρώτο βήμα, το τελευταίο της δίκης που έρχεται, στο πλανήτη. Το πτερύγιο του βυθίζεται ρηχά στη λάσπη.


    -Σε βαπτίζω Πολιτεία.


    Ένα παράξενο μαχαίρι από τη σκιά του βγάζει. Μία βαθιά τομή στο στερνό του και από μέσα μωβ πηχτό το αίμα και αστεροειδείς οι μεσαίοι σπόροι που στο έδαφος αργά πέφτουν. Στη λευκή τη λάσπη αμέσως βυθίζονται και χάνονται. Ρηχά.


    Στα τέσσερα και από τον χρόνο πίσω…


    -Γιατί θέλετε στο στρατό να καταταγείτε;


    -Μου το ζήτησε ο θεός.


    -Το πουλί με μισόκλειστο το μάτι, τον Μανίταρο κοιτά.


    -Εδώ στους δίσκους βλέπω, ότι έχετε πάρει μέρος και στους δύο προηγούμενους μεγάλους πολέμους.


    -Ναι.


    -Γιατί;


    -Ο θεός μου το ζήτησε και αυτό.


    -Γιατί;


    -Δεν μου εξήγησε.


    -Και γιατί εσείς υπακούσατε;


    -Δούλος είμαι εγώ και λόγο και δικαίωμα τις προθέσεις του θεού, δεν έχω για να αμφισβητήσω.


    Μπου, μπαμ και μπουμ!!! Το πουλί τη Ροζέ συναγρίδα του, χτυπά στην τράπεζα.


    -Είστε έτοιμος. Να ακολουθήσετε το χρώμα των Βετεράνων.


    -Ποιο είναι αυτό;


    -Είναι το Άφαντο το Γκρίζο, τριακοστός τρίτος σταυρός στα ριστερά.


    Ο χρόνος ανάσκελα τα πόδια του γυρνά και στους ώμους του αρνείται να τα βάλει.


    Ο χώρος χαστούκια του δίνει, για να δώσει τη συναίνεση.


    Ένας απότομος ελιγμός δεξιά και στο διαστημικό φέρετρο, αποφεύγει τη σύγκρουση. Μία κίνηση ακόμη και…


    Μία σφαίρα ακτίνας 3,33 μέτρα και 12430512 Καρ στην επιφάνεια της σέρνονται πεινασμένα προς το μέρος του. Προς το κέντρο της σφαίρας Ο…


    Ο χρόνος αρνείται κλαίγοντας και στο χώρο λέει…


    -Αν τα πόδια μου στους ώμους τοποθετούσα και την σκουληκότρυπα, ορθάνοιχτη σε σένα πρόσφερα, τότε ο στρατιώτης Ν93952 δε θα έπεφτε με αγάπη στη μάχη και τότε…


    Εμπρός ή από το τέλος του σύμπαντος λίγο και πίσω.


    Από τους σπόρους, τρία τα πλάσματα που μικρά φυτρώνουν. Τα στόματα ανοίγουν και τραγουδούν στο Πατέρα τους γλυκά, για να τα ταΐσει.


    Ο … τα δύο πιο αδύναμα σκοτώνει, το σώμα τους ψιλά και με τρυφερότητα τεμαχίζει και με τη σάρκα και τους χυμούς το τρίτο και το πιο δυνατό, θρέφει με προσοχή. Μπουκιά να χάσει δε πρέπει. Αυτό γουργουρίζει ευχαριστημένο και στο ένα μέτρο φτάνει.


    Πίσω ο χρόνος με τον χώρο, μαλλιοτραβιούνται. Θύματα τους, ήλιοι, πλανήτες, γαλαξίες.


    Ο… ακόμα ακίνητος. Η σφαίρα τώρα μετρά 1,1 μέτρα.


    Εμπρός…


    Το μωρό πάλι πεινασμένο και τροφή ξανά να ψάχνει. Τα μάτια του ανοίγει και…


    -Γεια σου μικρό μου. Είμαι ο πατέρας και αδερφός σου Ιωσήφ11 και αυτά θα είναι το πνεύμα και η τροφή σου. Με το αλλόκοτο μαχαίρι ο στρατιώτης Ν93952 ανοίγει μία τεράστια τομή κατά μήκος του παχύσαρκου σώματος του. Μία ακόμα κάθετη, από το ένα άκρο στο άλλο και από μέσα του, τα σπλάχνα να σείονται, τυφλά να συσπούνται, αχνιστά και νόστιμα, τροφή για το βρέφος Μανιτάρι.


    Το μωρό, δισταγμό κανένα. Σε αυτόν τον κόσμο ήρθε βασιλιάς να γίνει, με τα μούτρα πέφτει και με τα τέσσερα του άκρα, κομματιάζει, μικρές χαρές, σάρκα με ψυχή και κατασπαράζει τα πάντα.


    Ο Ιωσήφ11 ακίνητος μένει, παρόλο τον πόνο που στα όρια τον φτάνει. Νιώθει τα κοφτερά δόντια του Υιού του, να χώνονται με λαχτάρα στη καρδιά του και με χαμόγελο τον βλέπει να μεγαλώνει, να θεριεύει και Ίσος απέναντι του να στέκεται.


    Όταν τα άκρα του μικρού στον εγκέφαλο του πατέρα φτάνουν, οι μνήμες και των 11 προηγούμενων Ιωσήφ, με χαρά στον νεότοκο περνούν.


    Και το νομα του…


    Ιωσήφ12


    Πίσω ο χρόνος με τον χώρο, γαυγίζουν ο ένας απέναντι στον άλλο και αντί για σάλια, διαστημική σκόνη ομίχλη πλάθει. Η ακτίνα της σφαίρας, συνεχώς μειώνεται…


    25 εκατοστά


    21 εκατοστ


    13 εκα


    3 ε


    Λίγο πριν το απειροελάχιστο 0, ο Ιωσήφ11 το κουμπί πιέζει και μία πυρηνική έκρηξη κάνει το φως των γύρω ήλιων, να μοιάζει τόσο λίγο.


    Αυτοί υποκλίνονται στη Χάρη του, η πλάση χλομιάζει.


    Τα πάντα εξαερώνονται…


    (Καλοκαίρι)


     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Puppet Master


    Message in the ΗΑ Battle 9th/“Το Κάστρο”/Day 82/«Ο Θάνατος των Θεών»


    Ο πόλεμος είναι μία καταιγίδα. Δεν τον δημιουργούν οι Μέγα Στρατηλάτες και όχι σίγουρα αυτοί που η ιστορία μνημονεύει…


    Οι Μέγα είναι η βιτρίνα, οι κούκλες με τις μάσκες. Οι καλωδιωμένες μαριονέτες…


    Μία τελεία στον χρόνο και στην ιστορία. Το πουλί αξιωματικός κατάταξης, τον τελευταίο του αριθμό στον δίσκο βάζει και τη σφραγίδα του στο Μνημείο με τα ονόματα χτυπά.


    Πλήθος 260000.


    -Τόσο όσο. Ακόμα ίσως ένας. Και αυτός ο ένας ίσος με κανένα. Το πουλί μέσα στα υπόγεια του μυαλού του μουρμουρίζει. Μακριά από αυτιά και μάτια που μπορούν τις σκέψεις του να δουν.


    Ένας ακόμα μένει. Ο σταθμός μετέωρος, πλανήτης δεν είναι, αλλά ούτε και δορυφόρος. Ανάσα παίρνει και τα στοιχεία του «ακόμη ένας», υπαγορεύει. Στην λευκή οθόνη πύρινα τα γραμμάτια που στο δίσκο γράφουν.


    Υπολοχαγός ΒάραΜπας, στρατιώτης Ν260001.


    Στέκεται, τα υπόγεια του μυαλού του σφραγίζει, η ταυτότητα μυστική να μείνει, το πλήκτρο αγγίζει, σκέφτεται, πιέζει. Η πύλη της εσωτερικής επικοινωνίας ανοίγει και τώρα το ανώγειο του μυαλού του εκτεθειμένο είναι. Ένας ήχος ακούγεται. Σαν κουρτίνα που ο άνεμος σπρώχνει και ανοίγει. Μία φωνή ακούγεται.


    -Αρχιμόναρχος Βάστα Ντα Good, εδώ. Ο Βάρα νιώθει την συνείδηση του Βάστα, μέσα στο μυαλό του να ψάχνει, να διαβάζει και τίποτε κρυφό, σε αυτόν να μη μοιάζει να είναι. Μία ομίχλη, στο δάσος του μυαλού του, την είσοδο κρύβει για τα υπόγεια.


    -Βλέπω πως τελείωσες.


    -Ναι.


    -Καλό υλικό.


    -Αναλώσιμοι. Ο Βάστα μοιάζει το κεφάλι του να κουνάει. Οι σκέψεις του είναι το ίδιο εκτεθειμένες. Για τα υπόγεια χρειάζεται κωδικός, αλλά ο Βάρα δεν είναι ένας οποιοσδήποτε θνητός. Σε κάποια από τα υπόγεια δωμάτια του Ντα Good, δείπνος σερβίρεται σε θύτες, με θύματα.


    Μία ακόμα φωνή ακούγεται. Βαριά, βραχνή, με γρέζια τραύματα από κραυγές που πέρασαν με τη βία από τις χορδές.


    -Πολύτιμοι αναλώσιμοι. Αρχιστράτηγος Ντε Ραμπ εδώ.


    -Γιατί; Σε τι θα είναι χρήσιμοι; Βάρα


    -Γνωρίζουμε το μέτωπο που θα είναι, στο Χάσμα του Βλαψ. Ο χώρος δεν αφήνει περιθώριο γι’ άλλη τοποθεσία για την επίθεση των Χινέζων. Αλλά στα μετόπισθεν στα στενά του ΗΑ και στον πλανήτη ΑΗΑ, θα υπάρχει ένα τμήμα του στρατού μας κρυμμένο, πλήθους να μετράει το ένα εκατομμύριο.


    -Μπροστά τους σαν ανάχωμα για τυχόν δυσάρεστες εκπλήξεις θα βρίσκεστε εσείς, ΒάραΜπας. Λίγα λόγια ακόμα, ανούσια, τυπικά, σύννεφα που στον αέρα, σαν τις απογοητευμένες μύγες φεύγουν.


    Μερικά εκατομμύρια σημάδια του ήχου, στον χρόνο αργότερα, ο ΒάραΜπας, βρίσκεται στο κέντρο της επίθεσης των «Αναλώσιμων» προς τους Καρ.


    Ο Ντε Ραμπ, είχε δίκιο για την έκπληξη. Στην τρισδιάστατη ολογραφία που πλέει μέσα στο διαστημικό του Μαυσωλείο, ο ΒάραΜπας βλέπει τα συμβάντα. Αν λίγο αργότερα δεν έπεφτε νεκρός από τ…, τότε 12 τετράκις εκατομμύρια term αργότερα θα βρισκόταν…


    Σε δωμάτιο τεράστιο λευκό. Δίχως το τέρμα να δείχνει τη όψη του, σε κανέναν από τα ν και ένα άκρα του. Ο ΒάραΜπας, φιγούρα χαράζει σε κάτι που η ανθρώπινη αντίληψη θα μετέφραζε ως λεπτή, εύπλαστη και διάφανη μεμβράνη. Ίσως από υγρό διαμάντι, αν υπήρχε τρόπος. Υπάρχει;


    Όχι όμως. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό και εντυπωσιακό, ανούσιο όμως, λέξεις να κλέψουμε από το χρόνο και με εσ άσ να μοιραστώ. Το σίγμα δεξιά μας δείχνει. Ο ΒάραΜπας είναι απορροφημένος και πανέμορφο το πλάσμα που κατασκευάζει.


    Τα μάτια τρία και τα χρώματα του, πράσινα νερά που ήρεμα κυλούν σε μαύρο χώμα. Στο πράσινο, κόκκινα τα νούφαρα που γλυκά σου τραγουδούν.


    Το δέρμα του μοιάζει με ρούχο που φορά το εκτυφλωτικά λευκό. Τόσο άσπιλο και τόσο δυνατό, που να θέλει ο κάθε θνητός το σώμα του να σκίσει και με το αίμα του, το λευκό να το σκεπάσει. Μακριά τα χέρια σου αναγνώστη από τη λεπίδα.


    Ακόμη όχι…


    Τα άκρα του κλαδιά διάφανα και μικρά ποτάμια οι φλέβες τους. Μέσα τους βάρκες που μεταφέρουν, πλάσματα σκλάβους δώρα σε κατακτητές ή θεούς. Στο στερνό του, τρεις καρδιές, που χτυπούν διαδοχικά και ήχο, μικρό παράγουν. Μελωδία από τρία τύμπανα, να θες την ανάσα σου να βαστάξεις, μήπως τυχόν και νότα χάσεις και ας το οξυγόνο σου τελειώσει. Και ας κινδυνεύεις να πεθάνεις από ασφυξία.


    Πάρε ανάσα.


    Ανάμεσα στα πόδια του, πλοκάμια τρία, χονδρά, μακριά και το μετάξι που το σκεπάζει, της φωτιάς το πορτοκαλί. Τα ίδια μοιάζουν με μόρια ανδρικά φτιαγμένα από φωτιά, αν μπορούσε ποτέ τέτοια άνθρωπος να φανταστεί. Μη σκύβεις, φωτιά θα πάρεις.


    Όχι ακόμη…


    Αλλά το πιο όμορφα από όλα είναι αυτά που θα φάνταζαν ως μαλλιά. Αν δεν από τους ώμους έρρεαν, χρυσά, λεπτά, υγρά και αδιάκοπα. Σε τάση ηλεκτρική που τα 2000 βολτ αγγίζει. Όχι μην τα αγγίξεις…


    Θα σου πω εγώ το πότε…


    Στο χρόνο πίσω, μία ακολουθία στέκεται και κρύβει μυστικά για τους γνώστες, για αυτό που έρχεται. Εκεί ο ΒάραΜπας, με τις κατάλληλες κινήσεις, νοητικό ιό ενεργοποιεί και κόβει την επικοινωνία των Αναλώσιμων, από το υπόλοιπο στράτευμα. Τώρα είναι δικοί του.


    Την πύλη ανοίγει και τις σκέψεις όλων ακούει. Θόρυβος, ανάγκη, φόβος, οργή, μανία και όλα μαζί, σε μία αγκαλιά ατόμου που πέφτει από ψηλά, δίχως το αλεξίπτωτο να ανοίξει. Το θόρυβο προσπερνά, απλά με τη θέληση του και το μήνυμα του στέλνει…


    Στο χρόνο πάλι εμπρός, αν ο ΒάραΜπας δεν πέθαινε, το έργο του θα τελείωνε και κέρμα χάλκινο από τα χέρια του θα έβγαζε. Στην μεμβράνη θα ακουμπούσε και η «Ζωγραφιά» του ζωντανή θα έστεκε εμπρός του. Οι πρώτες του οι λέξεις, κρυστάλλινα κοσμήματα που στα αυτιά υγροποιούνται. Γλυκός ο πόνος των τυμπάνων, που με γυαλιά χαράζονται.


    -Τι θα θέλατε Αφέντη, από τον δούλο σας; Ο ΒάραΜπας το χέρι του απλώνει και…


    -Να με αγαπάς.


    Στο χρόνο πάλι πίσω.


    -Στρατιώτες μου. Ήρωες! Η ιστορία θα μιλάει για εσάς στα term που θα ακολουθήσουν και με τη φήμη σας, πλούτη θα βγάζει και τραγούδια. Τα νέα που έχω άσκημα είναι. Παύση. Χιλιάδες πνοές που σφίγγονται με πλέγματα από αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Μερικά πνεύματα νεκρώνουν. Τα φέρετρα τους, τώρα αιωρούνται δίχως λόγο ύπαρξης.


    -Πίσω μας, στον πλανήτη ΑΗΑ, στρατός Χινέζων προσεδαφίστηκε και σκοπό πιο ύπουλο δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε. Οι Καρ ήταν το δόλωμα. Γυρίστε πίσω και χτυπήστε με ό,τι έχετε τον πλανήτη ΑΗΑ.


    Εμπρός στο χρόνο, αν ο Β ζωντανός παρέμενε.


    Πάθος, αγάπη, φλόγα, υγρό που στεγνώνει και άλατα αφήνει. Ο ΒάρΜπας τη «Ζωγραφιά» του, σε ξύλινο κρεβάτι, ζωντανή ξαπλώνει και…


    Φωτιά της βάζει…


    Το πινέλο του στο χέρι πιάνει και νέο σκίτσο, διαφορετικό από πριν ξεκινά να κάνει.


    Και τώρα γλυκέ μου αναγνώστη στο παράθυρο σου πήγαινε και κοίτα ψηλά στα άστρα. Σε κάποια από τα φώτα, που ορφανά αναβοσβήνουν δείχνοντας το παρελθόν που έγραψαν ίσως δεις…


    Μικρές ανεπαίσθητες λάμψεις. Διακόσιες χιλιάδες διαστημικά φέρετρα με ορμή πέφτουν πάνω στον πλανήτη ΑΗΑ. Διακόσιες χιλιάδες βόμβες πολύ πιο ισχυρές από τις πυρηνικές που ο άνθρωπος ονειρεύτηκε να κατασκευάσει και ο Geoffrey Taylor θα σου έλεγε, πως ολόκληρος ο πλανήτης μία και μόνη πυρηνική έκρηξη, που φώτιζε για ενάμισι λεπτό τον Γαλαξία του Βοσπόρου. Ένας φάρος που αχνά έβηξε την εικόνα έστειλε σε ολάκερο το σύμπαν και μετά έσβησε. Μαζί ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες παρά μία ψυχές.


    Παρά μία, γιατί την στιγμή την τελευταία, ο ΒάραΜπας, από το φέρετρο εξαφανίσθηκε και αμέσως μετά δίπλα στον Άρη, θεό και Μέγα υλοποιείται.


    Ο Άρης αβέβαιος και ανήσυχος, ρωτάει ψευδίζοντας και τις λέξεις τρώει.


    -Τάξει Ερμή;


    - Όλα όπως πρέπει, Πεχλιβάνη μου.


    (-Τώρα μπορείς του ανά γυκέ μου γνώστη…)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    ECHO

    The last dance of the blind dog in Bosporus/九

    Echo in the Καρχινέζων Battle 9th/“Το Κάστρο”/Day 83/«Ο Θάνατος των Θεών»

    -Μη μου μιλάς καταπραϋντικά για τον θάνατο, ένδοξε Οδυσσέα. Θα προτιμούσα να υπηρετώ ως μισθοφόρος κάποιου άλλου, παρά να είμαι ο αφέντης των νεκρών που χάθηκαν.

    Οι Χινέζοι ρέουν στο Χάσμα με του πλήθους την ισχύ και μανία, στο δρόμο τους κάποιοι λυγίζουν.

    Πέφτουν, οι από κάτω πάνω τους, οι άλλοι κι εμείς στο κατά σπαράζουν, στη συνοχή δειλιά και στο τέλος ζουν.

    Οι ΝατΡας με τρόμο βλέπουν, τον Άδη καβαλάρη του Πρώτου και ακολούθους τις ορδές των νεκρών του Καρ κι από πίσω τους του απείρου πλήθους τους Χινέζους, αλλά από τον τρόμο και το κράτος, στο ακίνητο του παρά τους μένουν.

    Ο Μαίγα ς τρατηγός Ντε Ράμπ, το κουμπί κατεβάζει και στο Μέγα Φόνο, Φωνή του Μέγά Λι.

    -Στρα και τιώτες. Ήρθε η Ώρα που ο Ιστός στη Ρία με μολυσμένα ράμματα θα γράψει για εμάς. Μη τρέμετε και μη του φόβου Άστε. Δεν είναι του Καλού παιδιά του πλάσματος οι Χινέζοι. Είναι μία μάχη του Σωστού με το κακό, του Άνω με το κάτω, του Λευκού με το μαύρο, του Θετικού, με το αρνητικό. Τιώτες και στρα, δεν είναι αυτοί του ποδηλ το Μεγάλο Άτι, είναι οι Καρ του Χινέζου μόνο, είναι οι ΚΑΡΧΙΝΕΖΟΙ.

    -F IRE!!!

    Η μάχη ήταν φοβερή, αλλά άνιση. Για κάθε στρατιώτη του Ηνωμένου του Στρατού και του δέκα οι Χινέζοι. Με τάνκς, αεροπλάνα, του διαστήματος τα πλάνα, σπαθιά, be good και D, καρφιά, νυστέρια, δόντια, μάρμαρα, οξύ, θείο και τη θεία με τα ανίψια, σφυριά, πιάτα, δίσκους, ένα καμένο λουκάνικο, βάζα ένα από αυτά στα ύπουλα κρυμμένο, καρέκλες, πλαστικά και πυρηνικά, παλεύουν, χτυπούν σκοτώνουν, αλλά το κύμα δεν υποκύπτει. Τρώει τους νεκρούς του και φουσκώνει δίχως έλεος.

    Σε ένα λόφο, από χώμα όχι, από ναύτες ναι, οι ζωντανοί με τους νεκρούς παλεύουν. Οι νεκροί για να τελειώσουν και οι ζωντανοί για να νεκρώσουν. Η βία είναι τυφλή και κανείς από τον λόφο δεν κοιτά ποιανού τα μάτια ξεριζώνει. Ο λόφος είναι μία μάζα από Καρ και Χινέζους, που μεταξύ τους πολεμούν. Σύμμαχοι τυφλοί ή τελικά εχθροί;

    Μια νέα ομάδα προκύπτει από την μίξη. Σώματα Καρχινέζων που το αριστερό χέρι ξεριζώνει το δεξί και το αντίστροφο, ξανά. Σώματα που πάλλονται και κύμα παράγουν διαφορετικό από άλλα σώματα. Δικών τους. Πιο επιθετικά, πιο βίαια, πιο απολαυστικά αυτοκαταστροφικά.

    Με πέτρες, χημικά, σφαίρες, τσεκούρια και σπαθιά, ένας τη σκούπα του κρατά κι άλλος τη γιαγιά του, οι ηρωικοί στρατιώτες του Ηνωμένου του Στρατού, μέτρο με μέτρο υποχωρούν. Η μάχη του κάλου με το Bad, χαμένη. Τα όπλα των Καρ και Χινέζων, τα κόκκαλα και οι αγκίδες.

    Το τέλος του Καλού, μοιάζει αναπόφευκτο. Στην δεξιά μεριά του Χάσματος, στην κορυφή των Σχάσεων, βουνά στον πλανήτη του Μηδέν, ο Άρης και ο Ερμής, να δίνουν οδηγίες. Ο δεύτερος στον Πρώτο και ο Πρώτος στους Χινέζους.

    Στην αριστερή μεριά του Χάσματος, ο Ντε Ραμπ, να ξηλώνει σώβρακα για να φτιάξει της Λευκής θωριάς τη σημαία. Μήπως και κάποιοι γλυτώσουν.

    Μην πως και οι Καρ και Χινέζοι, επιτρέψουν αιχμαλώτους, μη και μη και μη και πως…

    Η Ηχώ και ο Πόθος από την τρύπα τη Μαύρη τη μεγάλη βγαίνουν, στο κενό του Χάους.

    Ηχώ φλόγες βγάζει σα ήλιος που θυμώνει. Να ορμήσει θέλει, να πληγώσει, να σκοτώσει, στην λάσπη το σώμα του Χο.. να θάψει, βαθιά εκεί που κανένας ποτέ δεν πρόκειται να βρει. Τα λόγια της επιλαμβανόμενης Ηχούς…

    -Που ναι που ναι που ναι που ναι, ο Άρης και ο Ερμής; Το Ν άρκ, το Ν άρκ, το Ν άρκ, το Ν άρκ, εγώ πίσω μου να πάρω, του Αγά ποιμένο μου Κισσό.

    -Πίσω και σταπάνω, αλλά στο δρόμο σου στο άπειρο να τείνει το πλήθος των Καρ και των Χινέζων. Θα περιμένεις και όταν σου πω τω Ρά, ορμάς.

    Ηχώ του Αν υπάκουη, αλλά στον Πόθο την χάρη κάνει, για ώρες δυο. Τις τελευταίες τους στιγμές, η μία ξεριζώνει με ψαλίδι τα δευτερόλεπτα από την άλλη.

    Ο Πόθος την Πίπα βγάζει και με καπνό του Ασύγχρονου γεμίζει. Την ανάβει, την φουντώνει και ψηλά στέλνει το βαρύ το νέφος της αταξίας. Ο καπνός, ενώνεται με τα παγωμένα νέφη των υδρατμών και πιο πυκνός στο Νάου.

    Κεραυνοί, αστραπές, βροντές, του Δία οι πιο μεγάλες Εποχές. Στης Μάγχης το πεδίο οι εχθροί στο ψΧψ ηλά κοιτούν.

    -Τι είναι, τούτο, τι ναι, πάλι;

    Και η βροχή ξεσπά. Σταγόνες παγωμένες με του Καθαρού νερό. Μία βροχή, που καλύπτει τρία εκατομμύρια φορές την επιφάνεια της Γης…

    (-Γιαγιά; Μικρό παιδί.

    -Ναι πουλί μου; Γιαγιά

    -Γιατί τα ζωντανά πλάσματα κάνουν πόλεμο; Μικρό παιδί.

    -Για να πεθάνουν μερικοί, το πλήθος να μικρύνει, τα κεριά είναι μετρημένα, ο Γιαχμέθιστος παραφίνη δεν έχει άλλη να μας δώσει. Γιαγά. )

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The last dance of the blind dog in Bosporus/十


    Echo in the Καρχινέζων Battle 9th/“Το Κάστρο”/Day 84/«Ο Θάνατος των Θεών»


    Ο καπνός του Ασύγχρονου Πόθου, ερωτεύεται τα παγωμένα νέφη του Γαλαξία του Βοσπόρου. Στα αδιέξοδα των ανερμάτιστων μισών, του Η του διδύμου με το απόλυτο Ο ενώνονται με του τρυφερού το πάθος.


    Κεραυνοί, αστραπές, βροντές, του Δία οι πιο μεγάλες Εποχές, που έζησαν μαζί. Στης Μάγχης το πεδίο οι εχθροί στο χΨχ ηλά κοιτούν.


    Τα βρέφη τους, οι σταγόνες της βροχής. Οι γονείς τους αγκαλιά πεθαίνουν και οι σταγόνες ορφανά παιδιά. Δίχως στήριγμα, δίχως βαρύτητα, sτους πολεμιστές του Χάσματος, αναζητούν ψιλά. Πέφτουν.


    Στην αρχή χαλάζι και νιφάδες του νερού. Μετά λιώνουν, πληγωμένες οι σταγόνες του μικρού. Στο κενό του χάσματος, οι θερμοκρασίες του χαμηλού ναι και η πίεση του ασφυκτικού μη, μάχονται και η υγρή μορφή τη στερεά συναγωνίζεται μαζί. Η θέρμη όμως της ορμής την αέρια ράβει, στην πλάτη της στερεής και υγρής ψυχής και τώρα πλάσμα των τριών. Η τέταρτη μορφή της ύλης.


    Φτάνουν στους πολεμιστές και τους π ιάνουν στου χρόνου το ταξίδι. Κάθε ένας και σταγόνες 77 στο μέσα του μπαίνει και λογά. Οι του ΝατΡας φουσκώνουν, αλλά δίχως


    Νίκο ΧτηνΥ, ο παλμός αλλιώς. Στους ΚαρΧίνους, οι σταγόνες εισχωρούν και το σώμα τους γεμίζουν. Αλλά με την Νίκο ΧτηνΥ, ο παλμός τους ίδιος μεταξύ τους, με τους άλλους διαφορετικός. Ιδιοσυχνότητα άξια διάκρισης.


    Ο Πόθος του ικανού, η Ποίηση στη καρδιά του το ρυθμό του χαμηλώνει και το πρόσωπο του γέρνει προς την Ηχώ.


    -Τώρα. Η Ηχώ χέρια και πόδια ανοίγει και ανάσα του βαθιά. Με πόνο και γλυκό γεννιέται η μνήμη της Αρχής.


    Η μέρα πρώτη που χάζευε στους θάμνους και τον Κισσό της είδε. Άνοιξη. Τα μάτια του τραγούδια από κεχρί και μέσα τους βόλοι, φυλαχτά και χάντρες. Γέλασε στην καρδιά της και αυτή το μάτι του έκλεισε σαν παιδί μικρό που μετά από τον μακρύ χειμώνα, γέλασε ξανά.


    Τρέξαν, παίξαν, του αστείου, τα φιλιά. Οι γλώσσες κυλιστήκανε στη λάσπη και με τα χρώματα της, την ταυτότητα τους βρήκαν. Ο Νάρκισσος, το σορτσάκι του φορά, λευκό το δέρμα του, χαμηλό το βλέμμα του, ονόματα που χάραζε στην άμμο.


    Ηχώ που θυμάται κλαίει, τα δάκρυα μικρά, οι ανάσες της κοφτές, τα κύματα του ήχου τα αθάνατα μωρά.


    Τα κύματα της Ηχούς τους πολεμιστές συναντούν και το νερό που μέσα τους φωλιάζει ταράζεται στο χτύπο. Ανάσα πιο βαθιά, στα πνευμόνια της Ηχούς, οι θύμησες μιλούν.


    Μνήμη δεύτερη.


    Ξαπλωμένη στο έδαφος, στο χέρι της στηρίζεται και με στάχυ στο στόμα της να βλογά τα λευκά νησιώτικα της δόντια. Ο Νάρκισσος, εμπρός της, όρθιος, να λέει, για ιστορίες του παλιά, μύθους του βοριά, τα πράγματα που τον έκανan και γέλασε, που τον πόνεσαν, που τον χλόμιασαν και η φλόγα του να ξεχειλίζει από τις κινήσεις του. Δεν προσέχει αυτά που λέει, αλλά το πάθος με τα οποία τα πιστεύει. Την κάνει να πιστεύει και αυτή. Σε τι; Τι σημασία να χει. Μία φάρσα είναι η ζωή και παιδί αυτός που την δημιουργεί.


    Φωνή με κλάμα, το Ε δυνατό το γράμμα, τα κύματα τα κάνει της ορμής σκυλιά. Έφηβοι που τρέχουν. Τα κύματα του ήχου, μεστά, τα ναι και ρα στους πολέ μυστές δονούν, τα όρια τανύζονται. Αλλά κόμα ντέχουν. Βαθιά πνοή, στα τέρματα των πνευμάτων μόνων.


    Μνήμη τρίτη.


    Ο Νάρκισσος στο πλοίο, αυτή θυμωμένη, λέξεις που δεν ήθελε να πει, ο Κισσός της πληγωμένος, στον ωκεανό της γαίας, λυγά και πέφτει. Τον Νάρκισσο στο ποτέ της, δεν συνάντησε ξανά. Ουρλιάζει, Η που κοχλάζει, το κύμα του τυφώνα. Στα σώματα των πολεμιστών ξερνά.


    Μνήμη του τέσσερα, το χάος στο σπίτι που καταρρέει. Πέτρες που θρυμματίζονται, η Ηχώ να λυγίζει και να πέφτει, ο Κισσός, από τους ώμους πιάνει, φιλί της δίνει, το φτυάρι παίρνει και σκάβει στα βαθιά. Θεμέλια ξανά. Η Ηχώ φωνάζει, χορδές πάλλονται στον ψηλό ρυθμό. Τα Κύτταρα στα όρια τους φτάνουν.


    Πέμπτη μνήμη, η Ηχώ στημόνι, στον πλανήτη του Καφέ. Να κοιτάει, να κούει, να ψάχνει, κανένα να μη βρίσκει, παρά μόνο τους Κόκκους του Καφέ. Ιστοί, που πάνω της κολλούν, προσκυνάνε και πιστεύουν. Αυτή να πονάει, να συνθλίβει και ο ήχος από μικρά κορμιά και κόκκαλα καφέ, που χάνουν την συν κι ενοχή τους. Αυτά να συνεχίζουν και να θε να σταματούν, με τα μικρά τους γαλάζια μάτια στα δικά της να κοιτούν. Η Ηχώ λυγίζει και αγκαλιά μεγάλη δίνει στους μικρούς του Κόκκους του καφέ με του βαθύ γαλάζια μάτια.


    Γουφ της κάνουν αυτά, γουφ τους κάνει και αυτή. Γλώσσα του μεγάλου βγάζουν αυτά και στη μούρη την πασά μου κι αλείβουν. Γλώσσα του μικρού, ροζ και επί του δεξιού και αριστερού, βγάζει κι αυτή και τους γλύφει στις μικρές μουσώνες .


    -Μμμ τι πικροί που είστε. Το κύμα μέσα σκάει και η Ηχώ παίρνει μπροστά. Από την τσέπη της βγάζει μια χούφτα από Κόκκους του Καφέ, στο στόμα, καταπίνει. Η συχνότητα του ανέμου, μεγάλη. Η ταλάντωση της βίας, η γοργή. Το στόμα κλείνει και φωνάζει με όλη της τη δύναμη. Ήχος που κλειδώνει, στα μάγουλα που πάλλονται. Το κύμα τα μόρια του λίγου, στο κενό του διαστήματος μαστιγώνουν. Αυτά οργίζονται, τρέμουν και πάλλονται σε υψηλές ιδιοσυχνότητες. Το κύμα εξαπλώνεται με ταχύτητα, σαν Ντόμ ινο που πέφτει και φτάνει στου πολέμου τους ληστές.


    Στους ΝάτΡας, το κέλυφος αντέχει, στους ΚαρΧίνους όμως Χ. Το κέλυφος ραγίζει, η δομή γκρεμίζει, η αλυσίδα σπάει και το περιεχόμενο ξεΧίνεται σα νερό θολό. Τα τρισκαρτομμύρια των Καρ και Χίνων όλα τους νεκρά. Ο Άδης στο σάκο του τους βάζει και τον Πόθο με φόβο προσκυνά.


    -Εγώ να φεύγω πρέπει, θεούς στους δώδεκα δεν ήμουν, τη ζωή μου να τελειώσεις, νόημα δεν έχει, αφού πάλι στακάτω θα μαι. Και κλείνει το Χάσμα πίσω του.


    Η Ηχώ πάνω από το πλήθος των πληγών, στην κορυφή των Σχάσεων, ο Άρης και ο Ερμής.


    Με του φωτός την ταχύτητα Η Χώ προς αυτούς κινείται. Μαζί της και ο Πόθος.


    (-Γιαγιά έχω δύο απορίες. Μικρό παιδί.


    -Πες μου μικρό μου και μέσα σου μη το κρατάς. Γιαγιά


    -Τα Μι Νιο Ν είναι οι Χινέζοι; Μι δι


    -Τα Μιν ιον είναι τα άτομα της Αγοράς. Κίτρινα από την έλλειψη Ηλίου. Γι ια


    -Τι μένει μετά την εξαφάνιση ενός πολιτισμού. Μι


    -Η Ηχώ τους μικρό μου. Γα)

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Lust dance of The blind dog in Bosporus/P art 十一


    Message in the Castle Battle 9th/Day 85th/«Ο Θάνατος των Θεών»


    «Ὁ Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεττεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη» · Τελεσφόρος διελαύνων τοὺς σκοτεινοὺς τοῦ κόσμου τόπους, καὶ ὡς ἀστὴρ ἀναλάμπων ἐκ τοῦ βάθους, ὁδηγεῖ «παρ' Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων»


    Η Ηχώ στου δρόμου τα πληγωμένα μονοπάτια διασπάται. Κάθε της μόριο κι ένα μικρό κορίτσι. Ακούει κάθε ήχο, κάθε ψίθυρο, κουβέντα, λέξη, πρόταση του σύμπαντος.


    Φήμες, νέα, παλιά, το τώρα, θόρυβο, γαύγισμα, βροντή, το χτύπημα ενός όπλου, μία πέτρα που πέφτει από το γκρεμό, το κύμα που σβήνει στην ακτή, τον ήλιο που τεντώνεται καθώς ανατέλλει, που φουσκώνει και εκρήξεις δίνει όταν μεσουρανεί, το τρίξιμο των βαριών μετάλλων, την αποκάλυψη του Ένα καθώς πεθαίνει, το κλάμα ενός μωρού, μίας γυναίκας, ενός άντρα που έχασε την πίστη του, το κυνήγι των μικρών Τυ από τα θηριώδη Πα, την παγίδευσή ενός Ερ από ένα αρπακτικό Ιφ.


    Τα δόντια του Ιφ που κλείνουν στο δίχως κόκκαλα σώμα του Ερ, τις κραυγές του πρώτου, στο στομάχι του δευτέρου, ένα πλάνο τους σαλαμιού Αέρος που γκρεμίζεται, μία Γέφυρα που την ημέρα χτίζεται και την νύχτα ασελγεί σε δέντρα πονεμένα, ένα κερί που ανάβει, μία φωτιά που πεινάει, ένα Σαχ που ενηλικιώνεται και με την κραυγή δίνει το έναυσμα για τους πανηγυρισμούς, το κουπί μίας βάρκας στο χάραμα, ενός βότσαλου που βουλιάζει στις θάλασσες των νεφών του Φαγγ, δύο ήλιους που συγκρούονται και σκορπίζονται στου χρόνου και του χώρου τα σημεία, μία μαύρη τρύπα που καταπίνει και τους δύο, τον πόλεμο μεταξύ των μαύρων τρυπών, την νίκη της Μεγάλης, ένα χαστούκι, ένα δέντρο που μιλάει καθώς γέρνει, ήχοι που από κάθε μία Ηχώ, ευλαβικά μαζεύονται, σε ένα μικρό κεφάλι.


    Τα μόρια συγκλίνουν και στην κορφή των Σχάσεων, ενώνονται. Ο Άρης και ο Ερμής, θεοί του πρέπει, του μεγάλου θέλω, της απληστίας, της στιγμής που φθίνει, του σταυρού που με το φεγγάρι κλαίει. Ο Άρης την ασπίδα του ψηλά σηκώνει, να σταματήσει τις Ηχούς και του Βοριά τα μύρια τα μικρά. Ο Ερμής τον Άρη ψηλά σηκώνει, ώστε τα σκάγια να μην τον πιάσουν.


    Και οι δύο σάλια, δάκρυα και ούρα της προσφέρουν και για έλεος ικετεύουν.


    Η Ηχώ στην ασπίδα του κύκλου φτάνει και σε άπειρα ρεύματα του ήχου, από την περιφέρεια της, στα κενά ξεφεύγει. Τον Άρη προσπερνά και σαν μυριάδες μέλισσες στου δύο του προσανατολισμού τις άκρες Διά και χωρίζεται. Το ένα απ’ το αριστερό και το άλλο απ’ το δεξί αυτί του Ερμή εισβάλλουν. Του τυμπάνου την αντίσταση στου υπαρκτού φυγή και μέσα στον Εγκέφαλο του Ερμή συναντιόνται.


    Το κεφάλι του Ερμή, γεμίζει με κάθε Ήχο αυτού του σύμπαντος. Κάθε τι που θα μπορούσε να ειπωθεί, να μεταδοθεί, να ειδωθεί, σε ένα μικρό σημείο του μυαλού του, καλύβα στο δάσος καλά κρυμμένη, μπαίνει.


    Ο χρόνος παγώνει, ο χώρος κρύβεται πίσω από τον πρώτο, το σύμπαν της συνείδησης του Ρμη καταρρέει. Σε ένα σημείο λα. Τα μάτια του εκρήγνυνται στης αφόρητης αντοχής την πίεση. Ο Ερμής πρώτα κουφός. Μετά τυφλός, τα πάντα μέσα του μαυρίζουν και πέφτει.


    Η κορυφή στα βουνά των Σχάσεων 101 των χιλίων τα μετρά. Τα νέφη δεν τον θέλουν, στην άκρη κάνουν να περάσει. Τα δέντρα μαζεύουν τα κλαδιά τους, τα ιπτάμενα Βαγόνια τα δεκάμετρα φτερά τους, χτυπούν, αποφεύγοντας την πτώση να μειώσουν. Τα φτερά στα πόδια του Ερμή ξεραίνονται και πέφτουν, τα μαλλιά του, τρίχες της φλόγας στον αέρα. Η σάρκα πλώνεται σαν μουσαμάς που σκίζεται.


    -Κόψε Μαΐστρο το Γαρλίνο, η Ξεπεσούρα αυτή λυγμό δεν έχει…


    Τα κόκκαλα του α θανάτου, λεία από τους πειρατές του Κάτω. Του σωτερικού τα όργανα, μεζές για τους Δράκους στους πρόποδες των Σχάσεων και στο έδαφος φτάνει μόνο η καρδιά του.


    Με ορμή πέφτει και σε χιλιάδες κομμάτια σπάει. Από πίσω φτάνει η Ηχώ, με μανία της βίας την οργή, στα κομμάτια ψάχνει του Ναρκίσσου το Λεπτό. Στο πουθενά.


    Κάθε κομμάτι που ακόμα σαν γιατί φωνάζει, το γουλιάζει και στη Μαύρη του διαστήματος τη θάλασσα το πετά. Χιλιάδες οι φωνές του Ερμή που στα σπλάχνα των ψαριών σωπαίνουν.


    Το βλέμμα της υψώνει στα ψηλά, βλέπει τον Άρη, βράχο να κυλά. Η Ηχώ τα πόδια της βυθίζει, στον χώμα και τις φωνές των νεκρών μαζεύει. Όλων αυτών που στον πόλεμο του Άρη τερμάτισαν. Στην ψυχή της, οι ψυχές τους, τα γόνατα λυγίζει και τεντώνει. Με δύναμη επιτίθεται και τον χρόνο τον πληγώνει, καθώς τον προσπερνά. Φτάνει στον Άρη, πριν το στερνό τμήμα του Ερμή στο έδαφος.


    Στο μπρος του κάθεται και το κεφάλι του αρπάζει με τα λευκά της χέρια. Φιλί του δίνει, με τον μέγιστο τον πόνο και μέσα στο λαρύγγι του χύνει τις ψυχές όλων των νεκρών του Άρη. Νεκροί αμέτρητοι. Τόσοι όσο οι ζωντανοί κι άλλοι τόσοι κι άλλοι κι άλλοι…


    Οι ψυχές στο μέσα του θεού αρπάζονται, από όπου ο καθένας βρίσκει και τη σάρκα τρώνε, ώστε να νιώσουν για λίγο ζωντανοί. Ο Άρης, ο του πολέμου, ο Θεός ξεφουσκώνει σαν κούκλος του αέρα. Στο τέλος το δέρμα μόνο, φτηνή πουτάνα, μία στρα ς τολή τηγού, η άδεια.


    Η Ηχώ την πιάνει και σε δεκάδες ψίχουλα το υλικό μοιράζει. Κλωστές που το αγέρι παίρνει μακριά. Και τότε το βρίσκει. Το Λεπτό του αγαπημένου της Κισσού.


    Στον κόρφο της το βάζει, μαζί της Γαλάζιο Φυλαχτό. Ο Πόθος στον πόνο της ρίχνει λάδη από κερί. Η Ηχώ γονατίζει και τα κλάσματα των ματιών της, νερά ρίχνουν στο χώμα. Λουλούδια που φυτρώνουν, κλαίνε, γελάνε και πεθαίνουν και ξανά από την αρχή. Ένα λουλούδι μονάχα στέκεται και τραγούδι γράφει, χίλιους κι ένα στίχους στο Λεπτό, για την αγάπη που πριν ματώσει χάθηκε.


    Ο Πόθος κοντά της, μία με την ψυχή του αγκαλιά.


    Οι ώρες περνούν, η Ηχώ κοιμάται, στην αγκαλιά του Πόθου. Οι νύχτες τους σκεπάζουν, οι μέρες τους ζεσταίνουν, οι κόκκοι του καφέ Πυραμίδες χτίζουν για την θεά τους, οι μήνες και οι μνήμες τους τρέφουν και μία του Αυγούστου, η Ηχώ σηκώνεται και…


    -Πόθε μου του μύρου ερωμένε, θα φύγω. Επιστρέφω στον κόσμο του Καφέ. Ναό θα χτίσω, θα τον θυμάμαι και μαζί με τους Κόκκους για τη ζωή του αγαπημένου μου Κισσού, θα τραγουδάμε. Η Αφροδίτη σου, είναι στα παλάτια του Ποσειδώνα. Δραπέτευσε και στον Πόσει ζήτησε άσυλο. Πριν ο Πόθος προλάβει να μιλήσει, ένα φιλή στο στόμα για να κλείσει. Η Ηχώ σε ήχους, ανεβαίνει και στη σκοτεινή κουρτίνα του κενού, φεύγει και χάνεται.


    (-Γιαγιά; Μετρώ, μετρώ και ξανά μετρώ. Ήφαιστος, Εστία, Δήμητρα, Διόνυσος, Απόλλωνας, Δίας, Ήρα, Άρτεμις, Αθηνά, άρης και Ερμής, 11 θεοί του, πάνε και μείναν δυο. Η Αφροδίτη και ο Ποσειδών. Καλά τα λέω, γιαγιάκα μου γλυκιά. Μικρό παιδί. Η γιαγιά γελά.


    -Δέκα έφυγαν πήγανε στον Άδη, αλλά τρεις ακόμα ζωντανοί. Για Για.


    …---… Μικρό παιδί, ξύνει το κεφάλι, όχι από ψείρες, α λλά α πό απώ Ανατολή και ρία.)