Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος Μονόκερως

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 26 Νοεμβρίου 2008.

  1. llazouli

    llazouli Contributor

     

    Salvador Dali ''The Happy Unicorn'', 1977

    Ονειρεμένα μαγικό όπως και το ταξίδι του τελευταίου Μονόκερου!
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Με μια πανάρχαια, τρομαχτική κραυγή άγριας μέθης, η μονόκερως πετάχτηκε από την κρυψώνα της. Οι οπλές της χτύπησαν το χώμα σαν βροχή από ξυράφια, η χαίτη της ανέμισε και πάνω στο μέτωπό της είχε ένα εκτυφλωτικό φως σαν κεραυνού. Οι τρεις φονιάδες πέταξαν τα στιλέτα τους και έκρυψαν τα πρόσωπά τους και ακόμα κι η Μόλι Γκρου με τον Σμέντρικ λιγοψύχησαν μπροστά στη θέα της. Αλλά η μονόκερως δεν έβλεπε κανέναν τους. Ξέφρενη, μεγαλειώδης και πάλλευκη, ξανάβγαλε την πολεμική ιαχή της.

    Και η πύρινη λάμψη της απάντησε με μια κραυγή που έμοιαζε με τον ήχο των πάγων που σπάνε όταν μπαίνει η άνοιξη. Οι άντρες του Ντριν το έβαλαν στα πόδια τρέχοντας στα τυφλά, σκουντουφλώντας και ουρλιάζοντας.

    Το κάστρο του Χάγκαρντ ήταν τυλιγμένο στις φλόγες, που χόρευαν άγρια σ’ έναν ξαφνικό, παγωμένο άνεμο. «Μα έπρεπε να είναι η θάλασσα, έτσι έλεγε η προφητεία» είπε μεγαλόφωνα η Μόλι. Της φάνηκε ότι διέκρινε ένα παράθυρο, ακόμα κι απ’ αυτή την απόσταση, με ένα γκρίζο πρόσωπο μέσα του. Και αμέσως μετά ήρθε ο Κόκκινος Ταύρος.

    ……………………

    Ήτανε στο χρώμα του αίματος. Όχι το ζωηρό κόκκινο του φρέσκου αίματος της καρδιάς, αλλά εκείνου του σκούρου που βγαίνει κόμπο κόμπο από την κρούστα κάποιας παλιάς πληγής που δεν έχει καλοκλείσει. Ένα τρομαχτικό φως ανάβλυζε από το σώμα του σαν ιδρώτας και το μουγκρητό του έφερνε κατολισθήσεις στις πλαγιές των λόφων. Τα κέρατά του ήταν ανοιχτόχρωμα, κιτρινιάρικα, στο χρώμα που έχουν οι παλιές ουλές.

    Για μια στιγμή η μονόκερως στάθηκε αντίκρυ του, παγωμένη σαν κύμα έτοιμο να σκάσει. Έπειτα το φως από το κέρατό της έσβησε και η ίδια γύρισε κι άρχισε να τρέχει. Ο Κόκκινος Ταύρος βρυχήθηκε ξανά και με ένα πήδημα βρέθηκε στο χώμα και ρίχτηκε στο κατόπι της.

    Η μονόκερως ποτέ της δεν είχε φοβηθεί το παραμικρό. Ήταν αθάνατη, αν και μπορούσε να σκοτωθεί: από μιαν άρπυια, από ένα δράκοντα ή μια χίμαιρα, από κάποιο αδέσποτο βέλος που αστόχησε να βρει το ζώο για το οποίο προοριζόταν…Ο Κόκκινος Ταύρος δεν την ήξερε, παρ’ όλα αυτά η μονόκερως ένιωσε ότι γύρευε εκείνη την ίδια και όχι κάποιαν άσπρη φοράδα. Το μαύρο χέρι του φόβου έσφιξε την καρδιά της τότε και το ‘βαλε στα πόδια, ενώ η άγρια αψηφισιά του Ταύρου γέμιζε τον ουρανό και ξεχυνότανε στην κοιλάδα.

    Τα δέντρα της ρίχνονταν και εκείνη ελισσόταν αλλόφρων ανάμεσά τους, εκείνη, που γλιστρούσε τόσο απαλά στην αιωνιότητα χωρίς να πέφτει πάνω σε τίποτα. Τα άκουγε να σπάνε σαν γυαλιά κάτω από την ορμή του Ταύρου. Ο Κόκκινος Ταύρος βρυχήθηκε για μια ακόμα φορά και ένα μεγάλο κλωνάρι τη χτύπησε στον ώμο τόσο δυνατά, που κλονίστηκε, τρέκλισε και έπεσε. Ξανασηκώθηκε αμέσως, αλλά τώρα κάτω από τα πόδια της ένιωθε, καθώς έτρεχε, ρίζες να φουσκώνουν και να προβάλλουν από το χώμα και άλλες να χώνονται σαν τυφλοπόντικες στο χώμα, για να αλλάξουν τη μορφή του εδάφους και να της κόψουν το δρόμο. Κληματίδες απλώνονταν και τη χτυπούσαν σαν φίδια που θέλανε να κουλουριαστούνε γύρω της, αναρριχητικά φυτά έπλεκαν δίχτυα ανάμεσα στα δέντρα, ξερά κλαδιά έσπαγαν κι έπεφταν παντού γύρω της. Έπεσε δεύτερη φορά. Οι οπλές του Ταύρου τράνταζαν το χώμα και ένιωσε τις δονήσεις ως τα κόκαλά της. Ξεφώνισε.

    Θα πρέπει με κάποιο τρόπο να κατάφερε να ξεφύγει από τα δέντρα, γιατί βρέθηκε να τρέχει πάνω στη σκληρή γη της άδεντρης και ξερής πεδιάδας που απλωνόταν πέρα από τα εύφορα εδάφη της Χαγκσγκέιτ. Τώρα είχε χώρο να τρέξει, κι ένας μονόκερως ανακόπτει ταχύτητα μόνο για να αφήσει το διώκτη του να σπιρουνίζει μάταια το εξαντλημένο άλογό του…

    Ξαφνικά ο Ταύρος βρέθηκε μπροστά της, λες και κάποιος τον είχε σηκώσει σαν πιόνι από τη σκακιέρα, τον είχε μεταφέρει στον αέρα και τον είχε ξανακουμπήσει χάμω να της κλείσει το δρόμο. Στάθηκε μπροστά της, αλλά δεν επιτέθηκε αμέσως. Κι εκείνη σταμάτησε και δε δοκίμασε να του ξεφύγει. Ήταν τεράστιος από την αρχή, όταν, βλέποντάς τον, το ‘βαλε στα πόδια, αλλά όλη την ώρα που την κυνηγούσε φαίνεται πως μεγάλωνε κι άλλο και τώρα είχε γίνει τόσο πελώριος, που δεν μπορούσε να τον συλλάβει ολόκληρο ούτε ο νους της. Τώρα φαινότανε να κυρτώνει ίδιος αιματοβαμμένος ουρανός. Τα πόδια του δυνατοί σίφουνες, το κεφάλι του ίδιο βόρειο σέλας. Τα ρουθούνια του ανοιγόκλειναν ψάχνοντάς την και η μονόκερως κατάλαβε ότι ο Κόκκινος Ταύρος ήτανε τυφλός.

    Αν της είχε ριχτεί εκείνη τη στιγμή, θα τον αντιμετώπιζε, μικροσκοπική μπροστά του και με την τόλμη της απελπισίας, προτάσσοντας το σβησμένο της κέρατο, έστω κι αν ήταν σίγουρο ότι θα την ποδοπατούσε και θα την έλιωνε. Ήταν πιο γρήγορος απ’ αυτήν – προτιμούσε να τον αντιμετωπίσει επιτόπου παρά να τρέξει και να νικηθεί αμαχητί. Όμως ο Ταύρος δεν της ρίχτηκε. Πλησίαζε αργά, με έναν αέρα διεστραμμένης και μοχθηρής χάρης στις κινήσεις του, σαν να ήθελε να μην την τρομάξει. Κι αυτό το πλησίασμα την έκανε να ξανασπάσει. Με μια σιγανή, σπαραχτική κραυγή έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει προς τα πίσω, από κει που είχε έρθει – και πάλι μέσα από τα τσαλαπατημένα χωράφια, και πάλι μέσα από τον κάμπο -, προς το κάστρο του Βασιλιά Χάγκαρντ, που ήτανε σκοτεινό και αφύσικα λοξό, όπως πάντα. Και ξωπίσω της ερχότανε ο Ταύρος, ακολουθώντας τον πανικό της…

    Η μονόκερως στεκόταν εντελώς ακίνητη μπροστά στον Κόκκινο Ταύρο, με το κεφάλι χαμηλωμένο και τη λευκότητά της μουντή, γκριζαρισμένη στο χρώμα των απόνερων μπουγάδας. Φάνταζε αδύναμη, μικροκαμωμένη, άτονη. Κι ακόμα και η Μόλι, που την αγαπούσε, δεν μπορούσε να μη σκεφτεί πως η μονόκερως ήταν ένα παράταιρο κι αλλόκοτο πλάσμα χωρίς τη λάμψη της. Με ουρά λιονταρίσια, πόδια ελαφιού, οπλές κατσίκας, χαίτη κρύα και λεπτή σαν αφρός, σβησμένο κέρατο και μάτια – αχ! Τα μάτια! Η Μόλι άδραξε το μπράτσο του Σμέντρικ και έχωσε τα νύχια της στη σάρκα του όσο πιο δυνατά μπορούσε.

    «Έχεις μαγεία» του είπε… «Έχεις όλη τη δύναμη που χρειάζεται, αρκεί να τολμήσεις να την αναζητήσεις μέσα σου»…

    Τι λόγια χρησιμοποίησε η ίδια η μαγεία που τον πλημμύρισε αυτή τη δεύτερη φορά ποτέ του δεν έμαθε με σιγουριά. Το μόνο που ήξερε ήταν πως βγήκαν από το στόμα του σαν αετοί και πως εκείνος τα άφησε να πετάξουν. Και με το που ξεπήδησε και η τελευταία λέξη από μέσα του, το κενό ξαναγύρισε με τόση ορμή, που ένιωσε σαν να τον χαστουκίζει. Όλα συνέβησαν με ταχύτητα αστραπής. Αυτή τη φορά, πάντως, ήξερε με βεβαιότητα πριν ακόμα συνέλθει πως η δύναμη φούντωσε μέσα του κι έπειτα ξαναχάθηκε.

    Μπροστά του, ο Κόκκινος Ταύρος είχε σταθεί και μύριζε κάτι στο χώμα. Ο Σμέντρικ δεν έβλεπε τη μονόκερω. Προχώρησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά ήταν η Μόλι εκείνη που έφτασε πρώτη αρκετά κοντά, ώστε να δει τι οσμιζόταν ο Ταύρος. Και έφερε το δάχτυλό της στο στόμα σαν μωρό παιδί.

    Στα πόδια μπροστά του Κόκκινου Ταύρου ήταν πεσμένο ένα νεαρό κορίτσι, ξαπλωμένο πάνω σ’ έναν πολύ μικρό σωρό από φως και σκιά. Ήταν γυμνή και το δέρμα της είχε το χρώμα του φεγγαροφώτιστου χιονιού. Όμορφα μακριά και αχτένιστα μαλλιά, άσπρα σαν αφρισμένος καταρράκτης, χύνονταν σχεδόν ως κάτω από τη μέση της. Και το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο στις παλάμες της…


    (Peter S. Beagle, "Ο Τελευταίος Μονόκερως")
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο Σμέντρικ πλησίασε και το πρόσωπό του ήταν παγωμένο και ιδρωμένο, αλλά η φωνή του παρέμενε ήρεμη. "Σε μεταμόρφωσα σε άνθρωπο για να σε σώσω από τον Κόκκινο Ταύρο. Δεν είχα άλλη επιλογή. Θα σε ξανακάνω όπως ήσουν μόλις μπορέσω".

    "Ο Κόκκινος Ταύρος" ψιθύρισε η κοπέλα. "Α!" Έτρεμε σύγκορμη, λες και υπήρχε κάτι μέσα της, κάτω από το δέρμα της, που σάλευε και σφυροκοπούσε. "Ήταν πολύ δυνατός" είπε. "Πολύ δυνατός. Δεν είχε όρια η δύναμή του, δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος. Είναι πιο παλιός από μένα".

    Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και η Μόλι είχε την αίσθηση πως έβλεπε τον Ταύρο να κινείται μέσα τους, να διασχίζει τα βάθη τους σαν φωτεινό ψάρι και να χάνεται. Η κοπέλα άρχισε να ψηλαφίζει το πρόσωπό της διστακτικά, δειλιάζοντας από την αίσθηση των χαρακτηριστικών της. Τα λυγισμένα δάχτυλά της χάιδεψαν το σημάδι στο μέτωπό της και εκείνη έκλεισε τα μάτια της και άφησε ένα σιγανό και συνάμα σπαρακτικό βογκητό απόγνωσης και εξάντλησης και απόλυτης απελπισίας.

    "Τι μου κάνατε;" φώναξε, δυνατά αυτή τη φορά. "Θα πεθάνω εδώ!" Τα νύχια της σύρθηκαν πάνω στο λείο δέρμα της και αίμα αναπήδησε από τη διαδρομή που ακολούθησαν τα δάχτυλά της. "Θα πεθάνω εδώ! Θα πεθάνω!" Αλλά δεν υπήρχε φόβος στο πρόσωπό της, παρ' όλο που παλλόταν στη φωνή της, στα χέρια της και τα πόδια της, στα κατάλλευκα μαλλιά της, που χύνονταν πάνω στο καινούριο της σώμα. Το πρόσωπό της παρέμενε ήσυχο, ατάραχο...

    "Γιατί δεν άφησες τον Ταύρο να με σκοτώσει;" βόγκησε το κορίτσι. "Γιατί δε με άφηνες στα νύχια της άρπυιας; Αυτό θα 'ταν πιο σπλαχνικό από το να με κλείσεις σ' αυτή τη φυλακή". Ο μάγος μόρφασε, καθώς αναλογίστηκε την παρόμοια μορφή της Μόλι Γκρου, αλλά συνέχισε να μιλάει με απεγνωσμένη ηρεμία.

    "Καταρχήν, πρόκειται για μια υπερβολικά ελκυστική μορφή" είπε. "Δε θα μπορούσες να ζητήσεις περισσότερα και να παραμείνεις ανθρώπινη".

    Η κοπέλα άρχισε να κοιτάζεται: πρώτα πλάγια, στους ώμους και κατά μήκος των χεριών της, έπειτα προς τα κάτω, στο γρατζουνισμένο και ματωμένο σώμα της. Σηκώθηκε στο ένα πόδι για να εξετάσει το πέλμα του άλλου. Γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω για να δει τα ασημόχρωμα φρύδια της, αλληθώρισε για να πάρει μια ιδέα της μύτης της. Και, ακόμα, κοίταξε από πολύ κοντά τις πρασινογάλαζες φλέβες της στο εσωτερικό των καρπών της, που ξεχώριζαν ζωηρές σαν νεαρές ενυδρίδες. Τελικά έστρεψε το πρόσωπό της προς το μάγο κι εκείνου του κόπηκε για μια φορά ακόμα η ανάσα. Πέτυχα κάτι μαγικό, σκέφτηκε, όμως η βαριά θλίψη που ένιωθε σχημάτιζε έναν κόμπο στο λαιμό του.
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Γεια!" είπε ο Πρίγκιπας Λιρ."Χαίρω πολύ." Το χαμόγελό του κυλίστηκε στα πόδια τους σαν παιχνιδιάρικο σκυλάκι, αλλά η ματιά του - βαθύ και σκοτεινό γαλάζιο πίσω από πυκνές και κοντές βλεφαρίδες - στάθηκε σιωπηλά στα μάτια της Λαίδης Αμάλθειας. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα βουβή σαν μαργαριτάρι, χωρίς να τον βλέπει στην πραγματικότητα περισσότερο απ' όσο βλέπουν οι άνθρωποι τους μονόκερους. Αλλά ο πρίγκιπας ένιωσε μια παράξενη κι ευχάριστη βεβαιότητα ότι τον είχε κοιτάξει διεξοδικά, εξονυχιστικά, σε βάθη που ούτε ο ίδιος ήξερε ότι υπήρχαν μέσα του κι όπου το βλέμμα της αντηχούσε και τραγουδούσε. Θαυμαστά συναισθήματα άρχισαν να ξυπνούν κάπου στα νοτιοδυτικά του δωδέκατου πλευρού του και - συνεχίζοντας να μιμείται τη Λαίδη Αμάλθεια - άρχισε κι ο ίδιος να ακτινοβολεί.

    ..............................

    "Τί μπορώ να κάνω για σένα;" ρώτησε ο Πρίγκιπας Λιρ.

    "Όχι πολλά πράγματα αυτή τη στιγμή" είπε η Μόλι Γκρου. "Προς το παρόν μόνο το νερό χρειαζόμουνα. Εκτός κι αν θέλεις να καθαρίσεις τις πατάτες - εγώ δε θα είχα καμιά αντίρρηση."

    "Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Θέλω να πω, ναι, εντάξει, να τις καθαρίσω, αν θέλεις, αλλά μιλούσα σε κείνη. Θέλω να πω, όταν μιλάω σε κείνη, αυτό το πράγμα ρωτάω συνέχεια."

    "Έλα, κάτσε εδώ και καθάρισέ μου λίγες πατάτες" του είπε η Μόλι. "Για να απασχολείς με κάτι τα χέρια σου."

    ..."Σκότωσα κι άλλο δράκοντα σήμερα το πρωί" της είπε.

    "Καλά τα πας" του είπε η Μόλι. "Πόσοι γίνανε με τον σημερινό;"

    "Πέντε. Αυτός ήταν μικρότερος από τους άλλους, αλλά με δυσκόλεψε περισσότερο. Δεν μπορούσα να τον πλησιάσω με τα πόδια, έτσι, χρειάστηκε να του ριχτώ έφιππος με το κοντάρι και το άλογό μου καψαλίστηκε άσχημα. Είχε πλάκα μ' αυτό το άλογο, που - "

    Η Μόλι τον διέκοψε. "Κάτσε κάτω, υψηλότατε, και σταμάτα να κουνιέσαι έτσι. Ανακατώνομαι και μόνο που σε βλέπω." Ο Πρίγκιπας Λιρ κάθισε απέναντί της. Έβγαλε ένα στιλέτο από τη ζώνη του και πειθήνια άρχισε να καθαρίζει πατάτες. Η Μόλι τον παρατηρούσε χαμογελώντας αμυδρά.

    "Της έφερα το κεφάλι του" είπε εκείνος. "Ήταν στο δωμάτιό της, ως συνήθως. Ανέβασα το κεφάλι όλες εκείνες τις σκάλες για να της το αφήσω μπροστά στα πόδια της." Αναστέναξε και έκοψε το δάχτυλό του με το στιλέτο. "Να πάρει! Δεν πειράζει. Όλη την ώρα που ερχόμουνα, όλη την ώρα που ανέβαινα τις σκάλες, ήταν κεφάλι δράκοντα, το ακριβότερο δώρο που μπορεί να κάνει κανείς σε κάποιον. Και μόλις το κοίταξε εκείνη, ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε ένα τρισάθλιο πασάλειμμα από λέπια και κέρατα, με μια αηδιαστική γλώσσα και κόκκινα, γυάλινα μάτια. Καταλαβαίνεις; Ένιωσα σαν χωριάτης χασάπης που προσφέρει για δώρο στην αγαπημένη του ένα κομμάτι κρέας για να της δείξει την αγάπη του. Κι έπειτα εκείνη σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε και ένιωσα να λυπάμαι που σκότωσα το δράκοντα. Να λυπάμαι που σκότωσα δράκοντα!" Έσυρε το στιλέτο του για να κόψει στα δύο τη ζαρωμένη πατάτα που κρατούσε και κατάφερε να ξανακοπεί.

    "Κόβε προς τα έξω, όχι προς το μέρος σου" τον συμβούλεψε η Μόλι. "Ξέρεις, πραγματικά νομίζω πως θα 'πρεπε να σταματήσεις να σκοτώνεις δράκοντες για τη Λαίδη Αμάλθεια. Αφού οι πέντε δεν κατάφεραν να την συγκινήσουν, δε νομίζω ότι θα κάνει τίποτα ο έκτος. Δοκίμασε κάτι άλλο."

    "Τι άλλο έμεινε πάνω στη Γη που να μην το δοκίμασα;" διαμαρτυρήθηκε ο Πρίγκιπας Λιρ. "Κολύμπησα τέσσερα ποτάμια, το καθένα πιο ορμητικό από το άλλο και κανένα κάτω από ένα μίλι πλάτος. Ανέβηκα εφτά βουνά που κανείς άλλος δεν τα είχε ξανανέβει, κοιμήθηκα τρεις νύχτες στο Βάλτο των Κρεμασμένων και βγήκα ζωντανός από κείνο το δάσος που τα λουλούδια του σου καίνε τα μάτια και τα αηδόνια του σε φαρμακώνουν με το τραγούδι τους. Πήρα πίσω το λογοδόσιμο με την πριγκίπισσα που της είχα τάξει να την παντρευτώ - κι αν βρίσκεις πως αυτό δεν ήταν και πολύ ηρωικό, τότε δεν ξέρεις την μάνα της. Μονομάχησα δεκαπέντε φορές με ισάριθμους μαύρους ιππότες που φύλαγαν δεκαπέντε γεφύρια και προκαλούσαν σε μονομαχία όποιον ήθελε να περάσει απέναντι και τους νίκησα και τους δεκαπέντε. Και πάει καιρός που έχασα το μέτρημα με τις μάγισσες στα αγκαθωτά δάση, τους γίγαντες, τα δαιμόνια που έπαιρναν τη μορφή ωραίων γυναικών, τους γυάλινους λόφους, τα θανατηφόρα αινίγματα, τους τρομαχτικούς άθλους. Ή τα μαγικά μήλα, δαχτυλίδια, λυχνάρια, φίλτρα, σπαθιά, μανδύες, μπότες, φουλάρια και καπέλα. Για να μην αναφέρω τα φτερωτά άλογα, τους βασιλίσκους και τα θαλάσσια φίδια κι όλα τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου." Σήκωσε το κεφάλι του και τα σκούρα μπλε μάτια του ήταν γεμάτα αμηχανία και θλίψη.

    "Κι όλα αυτά για το τίποτα" συνέχισε. "Δεν μπορώ να την αγγίξω, ότι κι αν κάνω. Για χατίρι της έγινα ήρωας - εγώ, ο υπναράς Λιρ, ο περίγελως κι η ντροπή του πατέρα μου. Και θα μπορούσα κάλλιστα να είχα μείνει τεμπέλης και χαζοχαρούμενος. Τα κατορθώματά μου δε σημαίνουνε τίποτα για κείνη."

    Η Μόλι έπιασε το δικό της μαχαίρι κι άρχισε να κόβει τις πιπεριές. "Τότε ίσως η Λαίδη Αμάλθεια να μη συγκινείται από μεγάλα κατορθώματα." Ο πρίγκιπας την κοίταξε συνοφρυωμένος και απορημένος.

    "Υπάρχει άλλος τρόπος για να κατακτήσεις μια κοπέλα;" ρώτησε σοβαρά. "Πες μου, Μόλι, εσύ ξέρεις άλλο τρόπο; Θα μου πεις σε παρακαλώ;" Έσκυψε πάνω από το τραπέζι και της έπιασε το χέρι. "Μου άρεσε πολύ που έγινα γενναίος, αλλά θα ξαναγίνω ευχαρίστως τεμπέλης και δειλός, αν νομίζεις ότι είναι καλύτερα. Και μόνο που τη βλέπω, μου γεννιέται η επιθυμία να πολεμήσω ενάντια σε οτιδήποτε κακό και άσχημο αλλά και να κάτσω σε μια γωνιά και να κλαίω τη δυστυχία μου. Τι πρέπει να κάνω, Μόλι;"

    "Δεν ξέρω" του είπε εκείνη με ξαφνική αμηχανία. "Δοκίμασε με την καλοσύνη, την ευγένεια, τις καλές πράξεις, τέτοια πράγματα. Ίσως και το καλό χιούμορ."
     
  5. BlackButterfly

    BlackButterfly Regular Member




    εντιτ  
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Τα πάντα πεθαίνουν" είπε εκείνη, στραμμένη πάντα προς τον Πρίγκιπα Λιρ. "Και είναι καλό που τα πάντα πεθαίνουν. Θέλω να πεθάνω μαζί σου, όταν θα πεθάνεις κι εσύ. Μην τον αφήσεις να με μαγέψει, μη τον αφήσεις να με κάνει αθάνατη. Δεν είμαι μονόκερως, δεν είμαι καθόλου μαγικό πλάσμα. Είμαι άνθρωπος και σ' αγαπάω."

    Της απάντησε με ευγενική φωνή: "Δεν ξέρω πολλά πράγματα από μαγείες, εκτός ίσως από το πώς να τις σπάω. Αλλά ξέρω ότι ακόμα και οι μεγαλύτεροι μάγοι είναι ανίσχυροι μπροστά σε δύο ανθρώπους που θέλουν να μείνουν κοντά ο ένας στον άλλον - και αυτός εδώ δεν είναι καν μεγάλος μάγος. Είναι μόνο ο φουκαράς ο Σμέντρικ. Μη φοβάσαι. Μη φοβάσαι τίποτα. Ό,τι και να 'σουν, τώρα είσαι δική μου. Θα σε κρατήσω."...

    "Δε χρειάζονται όλα αυτά" είπε ανάλαφρα ο Σμέντρικ, πιέζοντας τον εαυτό του να γελάσει. "Αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να σε ξανακάνω μονόκερω, ακόμα κι αν μου το ζητούσες. Ο ίδιος ο Νίκος δεν κατάφερε να μεταμορφώσει άνθρωπο σε μόνοκερω - και εσύ είσαι πια άνθρωπος. Μπορείς ν' αγαπάς, να φοβάσαι και να εμποδίζεις τα πράγματα να έρχονται όπως έρχονται και να αντιδράς. Ας τελειώσει εδώ η αναζήτησή μας. Είναι μήπως ο κόσμος χειρότερος χωρίς τους μονόκερους ή θα ήταν καλύτερος άραγε, αν ξανάτρεχαν πάνω του ελεύθεροι; Μια καλή γυναίκα παραπάνω στον κόσμο αξίζει όσο όλοι μαζί οι μονόκεροι που χάθηκαν. Ας τελειώσει εδώ. Παντρέψου τον πρίγκιπα και ζήστε ευτυχισμένοι."...

    "Ναι" είπε η Λαίδη Αμάλθεια. "Αυτή είναι η μόνη μου επιθυμία."

    Αλλά την ίδια στιγμή ο Πρίγκιπας Λιρ είπε: "Όχι."

    Η λέξη βγήκε από τα χείλη του απότομα, σαν φτάρνισμα, καταλήγοντας σε έναν ερωτηματικό, ψιλό τόνο - η φωνή ενός ανόητου νεαρού, θανάσιμα αμήχανου από ένα ακριβό αλλά φριχτό δώρο. "Όχι" επανέλαβε κι αυτή τη φορά η λέξη ήχησε αλλιώτικα, ειπωμένη με φωνή βασιλιά - όχι σαν του Χάγκαρντ, αλλά ενός βασιλιά που η θλίψη του δεν ήταν γι αυτό που δεν είχε αλλά γι αυτό που δεν μπορούσε να δώσει.

    "Κυρά μου" είπε "είμαι ήρωας. Δεν είναι παρά μια απασχόληση και τίποτε παραπάνω, όπως είναι να 'σαι υφαντής ή μάγειρας. Και σαν τέτοια έχει κι αυτή τα δικά της κόλπα και μυστικά και τη δική της τέχνη. Έχει τρόπους να αναγνωρίζεις τις μάγισσες και να καταλαβαίνεις τα δηλητηριασμένα ποτάμια. Ξέρει τα συγκεκριμένα αδύνατα σημεία που έχουν όλοι οι δράκοντες και τα αινίγματα που κατά κανόνα θα σε προκαλέσουν να λύσεις άγνωστοι κουκουλοφόροι. Αλλά το αληθινό μυστικό για να είσαι ήρωας είναι η γνώση της τάξης των πραγμάτων. Δε γίνεται ο χοιροβοσκός να παντρευτεί την πριγκίπισσά του προτού ξεκινήσει για τις περιπέτειές του, ούτε γίνεται να χτυπήσει το αγόρι την πόρτα της μάγισσας όταν εκείνη λείπει διακοπές. Η κακιά μητριά δε γίνεται να εντοπιστεί και να εξουδετερωθεί προτού εκδηλώσει την κακία της. Τα πράγματα πρέπει να συμβούν όταν είναι η ώρα τους να συμβούν. Οι αναζητήσεις δε γίνεται να εγκαταλείπονται έτσι απλά. Οι προφητείες δε γίνεται να σαπίζουν ανεκπλήρωτες σαν φρούτα που πέσανε στο χώμα. Οι μονόκεροι μπορεί να μείνουν για καιρό αιχμάλωτοι, αλλά όχι για πάντα. Το αίσιο τέλος δε γίνεται να έρθει στη μέση του παραμυθιού."

    Η Λαίδη Αμάλθεια δεν του απάντησε. Ο Σμέντρικ ρώτησε: "Γιατί όχι; Ποιος το λέει;"

    "Οι ήρωες" απάντησε μελαγχολικά ο Πρίγκιπας Λιρ. "Οι ήρωες ξέρουν την τάξη των πραγμάτων, ξέρουν από αίσιο τέλος - ξέρουν ότι κάποια πράγματα είναι καλύτερα από κάποια άλλα. Όπως οι μαραγκοί ξέρουν από σκλήθρες και υφές ξύλων και ίσιες γραμμές."
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Kάνε κάτι" είπε μια τραχιά φωνή στον Σμέντρικ, όπως είχε πει και τότε, παλιά, η Μόλι. Ο Πρίγκιπας Λιρ στεκόταν δίπλα του, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα και μάτια τρελού, έτσι που έμοιαζε με τον Χάγκαρντ. "Κάνε κάτι" ξανάπε. "Έχεις δύναμη. Έχεις δύναμη, αφού τη μεταμόρφωσες σε μονόκερω. Κάνε κάτι να τη σώσεις. Αν δεν τη σώσεις, θα σε σκοτώσω." Και έδειξε απειλητικά τα χέρια του στο μάγο.

    "Δεν μπορώ" του απάντησε ατάραχα ο Σμέντρικ. "Ούτε όλη η μαγεία του κόσμου δεν μπορεί να τη βοηθήσει τώρα. Αν δε σταθεί να τον πολεμήσει, θα πρέπει να μπει στη θάλασσα μαζί με τους άλλους. Ούτε η μαγεία ούτε κανένα φονικό δεν μπορεί να τη βοηθήσει."...

    "Τότε για ποιο λόγο να υπάρχει μαγεία;" ρώτησε αλλόφρων ο Πρίγκιπας Λιρ. "Τι χρησιμεύει, αν δεν μπορεί να σώσει μια μονόκερω;" Έσφιγγε δυνατά τον ώμο του μάγου για να μη σωριαστεί.

    Ο Σμέντρικ δε γύρισε το κεφάλι του. Με μια χροιά μελαγχολικής ειρωνίας στη φωνή του είπε: "Γι αυτό υπάρχουν οι ήρωες."...

    "Ναι, φυσικά" είπε. "Ακριβώς γι αυτό υπάρχουν οι ήρωες. Οι μάγοι δεν μπορούν και γι αυτό λένε ότι τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί, όμως οι ήρωες είναι προορισμένοι να δίνουν και τη ζωή τους ακόμα για τους μονόκερους." Άφησε τον ώμο του Σμέντρικ χαμογελώντας...

    Η μονόκερως κατέβασε το κεφάλι της για μια τελευταία φορά και ρίχτηκε στον Κόκκινο Ταύρο. Αν εκείνος ήταν από πραγματική σάρκα ή ακόμα και φάσμα καπνού, το χτύπημα θα τον είχε ανοίξει στα δύο σαν παραγινωμένο φρούτο. Αλλά τώρα γύρισε χωρίς να δώσει σημασία και με αργό βήμα μπήκε στη θάλασσα. Οι μονόκεροι που βρίσκονταν στο νερό αποτραβιόντουσαν βιαστικά να του κάνουν δρόμο, χτυπώντας μανιασμένα με τα πόδια τους τα κύματα και σηκώνοντας μια άχλη από σταγόνες, που τα φωτεινά τους κέρατα την έκαναν ουράνια τόξα. Αλλά στην αμμουδιά και ψηλά στο λόφο και απ' άκρη σ' άκρη σ' όλο το βασίλειο του Χάγκαρντ η γη στέναξε με ανακούφιση, νιώθοντας το βάρος του Ταύρου να φεύγει από πάνω της...

    Παντού γύρω από τη Μόλι κυλούσε και ξεχυνόταν ένα φως τόσο απίστευτο σαν φλεγόμενο χιόνι, ενώ ταυτόχρονα χιλιάδες οπλές ποδοκροτούσαν σαν κύμβαλα. Στάθηκε εντελώς ακίνητη, χωρίς ούτε να κλαίει ούτε να γελάει, γιατί η χαρά της ήταν πολύ μεγάλη για να μπορέσει να την αντιληφθεί το σώμα της.

    "Κοίτα πάνω" της είπε ο Σμέντρικ. "Το κάστρο πέφτει."

    Γύρισε και είδε τους πύργους να λιώνουν, καθώς οι μονόκεροι ανέβαιναν το λόφο και έτρεχαν παντού γύρω τους, λες και ήταν φτιαγμένοι πραγματικά από άμμο και η θάλασσα τους σάρωνε. Το κάστρο σωριάστηκε σε μεγάλα, παγωμένα συντρίμμια που έλιωναν και μίκραιναν όσο στροβιλίζονταν στον αέρα, μέχρι που εξαφανίστηκαν. Κατέρρευσε και χάθηκε χωρίς τον παραμικρό ήχο και δεν άφησε απομεινάρια είτε στη στεριά είτε στις μνήμες των δύο ανθρώπων που το είδαν να πέφτει. Ένα λεπτό αργότερα δεν μπορούσαν να θυμηθούν ούτε που ήταν χτισμένο ούτε πώς ήταν φτιαγμένο.

    Αλλά ο βασιλιάς Χάγκαρντ, που ήταν εντελώς αληθινός, έπεσε μέσα από τα ερείπια του λυμένου πια από τα μάγια κάστρου του, έπεσε σαν μαχαίρι που σχίζει τα σύννεφα. Και η Μόλι τον άκουσε να γελάει πέφτοντας, σαν να το περίμενε. Ελάχιστα πράγματα ξάφνιαζαν ποτέ τον Χάγκαρντ.
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    O Σμέντρικ ονειρεύτηκε ότι η μονόκερως ήρθε και στάθηκε δίπλα του μόλις ανέτειλε το φεγγάρι. Το ανάλαφρο αεράκι της νύχτας δυνάμωσε για μια στιγμή και ανέμισε τη χαίτη της και το φεγγάρι έλουσε με το φως του το κάτασπρο σαν χιόνι κεφάλι της. Ήξερε πως ήταν όνειρο, αλλά χάρηκε που την είδε. "Πόσο όμορφη είσαι" είπε. "Δεν σ' το είπα ποτέ πόσο όμορφη είσαι." Ήταν έτοιμος να ξυπνήσει και τους άλλους, αλλά τα μάτια της, δυο τρομαγμένα πουλιά, τον προειδοποίησαν τραγουδιστά και ξεκάθαρα. Κατάλαβε, πως αν έκανε την παραμικρή κίνηση για να ξυπνήσει τους άλλους, θα ξυπνούσε κι ο ίδιος και εκείνη θα χανόταν...

    Εκείνη του είπε: "Τώρα έγινες πραγματικός μάγος και θνητός, όπως ευχόσουν πάντα. Νιώθεις ευτυχισμένος γι αυτό;"

    "Ναι" της απάντησε γελώντας σιγανά. "Εγώ δεν είμαι ο κακομοίρης ο Χάγκαρντ για να χάσω αυτό που λαχταράει η καρδιά μου φυλακίζοντάς το. Αλλά υπάρχουνε μάγοι και μάγοι. Υπάρχει η μαύρη μαγεία και η λευκή μαγεία και όλες οι διαβαθμίσεις του γκρίζου ανάμεσά τους - και τώρα πια ξέρω ότι όλες τους είναι το ίδιο πράγμα. Είτε αποφασίσω να γίνω αυτό που οι άνθρωποι λένε σοφός και καλός μάγος - να βοηθάω ήρωες, να αποκρούω τις κακές μάγισσες, να τα βάζω με τους κακούς αρχόντους και τους παράλογους γονιούς, να φέρνω βροχή, να γιατρεύω τα ζώα τους και τους δαιμονισμένους, να κατεβάζω γάτες από τα δέντρα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο - είτε διαλέξω τη μοναξιά ανάμεσα σε ράφια με ελιξίρια και αποστάγματα, με σκόνες και βότανα και μαντζούνια, με κλειδωμένα βιβλία και γριμόρια δερματόδετα με τομάρια ζώων που καλύτερα να μην ειπωθεί το όνομά τους, με την ομίχλη των καπνών να σκοτεινιάζει το κελί μου και με μια γλυκιά φωνή να μου σιγοψιθυρίζει από κοντά - ό,τι κι αν διαλέξω η ζωή είναι μικρή, και πόσους θα μπορούσα να βοηθήσω ή να βλάψω; Ναι, έχω τη δύναμή μου επιτέλους, αλλά ο κόσμος εξακολουθεί να μου είναι πολύ βαρύς για να τον κινήσω, όσο κι αν ο φίλος μου ο Λιρ έχει άλλη γνώμη." Και ξαναγέλασε μέσα στον ύπνο του, λίγο θλιμμένα αυτή τη φορά.

    Η μονόκερως είπε: "Έτσι είναι. Είσαι άνθρωπος, και οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα που να έχει πραγματική σημασία, που να αλλάξει ριζικά τα πράγματα." Αλλά η φωνή της ήταν παράξενα χαμηλή και σαν κουρασμένη..."Γνώρισα τα δάκρυα και τη δίψα της επιθυμίας και το φόβο του θανάτου, έστω κι αν δεν μπορώ να κλάψω πια κι αν δεν θέλω τίποτα κι αν δεν μπορώ να πεθάνω. Δεν είμαι σαν τους υπόλοιπους, αφού κανείς μονόκερως δεν ένιωσε ποτέ τη θλίψη και τον πόνο κι εγώ τα ένιωσα. Είμαι γεμάτη θλίψη και πόνο."

    Ο Σμέντρικ έκρυψε το πρόσωπό του σαν παιδί, μ' όλο που ήτανε πια μεγάλος μάγος. "Συγγνώμη" μουρμούρισε μέσα από την κρύπτη των χεριών του. "Συγγνώμη. Σου έκανα κακό, όπως είχε κάνει κι ο Νίκος σε κείνο τον μονόκερω, έχοντας κι εκείνος τις ίδιες καλές προθέσεις, και δεν μπορώ να κάνω τίποτα να το διορθώσω, το ίδιο όπως κι εκείνος..."

    Αλλά εκείνη του αποκρίθηκε καλοσυνάτα: "Οι δικοί μου κυκλοφορούν και πάλι στον κόσμο. Καμιά θλίψη δεν θα ζήσει μέσα μου τόσο πολύ όσο αυτή η χαρά - εκτός από μία, που και γι αυτή σ' ευχαριστώ. Έχε γεια, καλέ μάγε. Θα προσπαθήσω να γυρίσω στο σπίτι μου..."

    Δεν ακούστηκε κανένας ήχος όταν έφυγε...

    Μόλις χάραξε, ο Βασιλιάς Λιρ σηκώθηκε και σέλωσε το άλογό του..."Την ονειρεύτηκα χτες τη νύχτα" είπε.

    Η Μόλι φώναξε: "Κι εγώ!" Ο Σμέντρικ άνοιξε το στόμα του, έτοιμος να μιλήσει κι αυτός, αλλά το ξανάκλεισε.

    Ο Βασιλιάς Λιρ είπε τραχιά: "Στο όνομα της φιλίας μας, σε ξορκίζω - πες μου τι είπε σε σένα." Τα χέρια του έπιασαν κι έσφιξαν από ένα χέρι τους και ήταν κρύο και δυνατό το σφίξιμό του.

    Ο Σμέντρικ του χαμογέλασε αδύναμα: "Άρχοντά μου, πολύ σπάνια θυμάμαι τα όνειρά μου. Πιστεύω πως έρχονται για να μας μιλήσουνε με στόμφο και να μας πούνε χαζομάρες - βαρυσήμαντες, κούφιες χαζομάρες."

    Ο Λιρ...κοίταξε τον Σμέντρικ και τη Μόλι με πρόσωπο ξαφνικά θλιμμένο και γέρικο και κουρασμένο, σαν να ήτανε βασιλιάς για τόσα χρόνια όσα κι ο Χάγκαρντ πριν απ' αυτόν.

    "Σε μένα δεν είπε τίποτα" ψιθύρισε. "Καταλαβαίνετε; Δε μου είπε τίποτα, απολύτως τίποτα."

    Και μετά το πρόσωπό του μαλάκωσε, όπως ακόμα και το πρόσωπο του Χάγκαρντ είχε μαλακώσει κάπως όταν κοίταζε τους μονόκερους στη θάλασσα. Και για μια στιγμή ξανάγινε ο νεαρός πρίγκιπας που του άρεσε να κάθεται στο μαγειρείο μαζί με τη Μόλι. Είπε: "Με κοίταξε μόνο. Στο όνειρό μου, με κοίταξε μόνο και δε μου είπε τίποτα."

    Έφυγε καλπάζοντας χωρίς να χαιρετήσει και εκείνοι τον παρακολούθησαν με το βλέμμα τους για πολλή ώρα, μέχρι που τον είδαν να χάνεται πίσω από τους λόφους - ένας ευθυτενής και λυπημένος καβαλάρης, που γύριζε σπίτι του για να γίνει βασιλιάς.

    ΤΕΛΟΣ