Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. charlotte

    charlotte «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι την θύρα»

    Η ΜΩΡΗ ΠΑΡΘΕΝΟΣ

    Ο ΣΑΤΑΝΙΚΟΣ ΝΥΜΦΙΟΣ

    «Τον ακούω να μετατρέπει το όνειδος σε δόξα, τη σκληρότητα σε γοητεία. Κατάγομαι από φυλή αρχαία: Σκανδιναβοί οι πρόγονοι μου: πετσόκοψαν τις σάρκες τους και γεύτηκαν το ίδιο τους το αίμα. Το σώμα μου ολούθε θα χαράξω, με τατουάζ διάστικτος, σα Μογγόλος αποκρουστικός θα μοιάσω· θα δείτε, θα ουρλιάξω στους δρόμους. Θα τρελαθώ από θυμό. Ποτέ μη μου δείξετε κοσμήματα, στα τέσσερα θα πέσω σφαδάζοντας στο δάπεδο. Θέλω τα πλούτη μου να κολυμπούν στο αίμα. Ποτέ δεν θα δουλέψω…». Αρκετές νύχτες ο δαίμονας του με βούτηξε και κυλιστήκαμε σε πάλη! – με τρομοκράτησε θανάσιμα καρτερώντας με σε δρόμους ή σε σπίτια- «Θα μ΄ αποκεφαλίσουν και αλήθεια τούτο θα’ ναι αηδιαστικό» Ω! πώς τρεκλίζει η αύρα του εγκλήματος τούτες τις μέρες!

    Μερικές φορές όταν μιλά, μιλά στη δική του διάλεκτο, συγκίνηση γεμάτος, για το θάνατο, ωθώντας μας να μετανοήσουμε, και πόσοι στ’ αλήθεια τρισάθλιοι άνθρωποι υπάρχουν στον κόσμο, πόσες σκληρές εργασίες, πόσοι αποχαιρετισμοί που σχίζουν τις καρδιές μας. Στα καταγώγια, όπου συνήθως ήμασταν μεθυσμένοι, έκλαιγε συλλογιζόμενος αυτούς που μας περικύκλωναν, όρθια κτήνη. Στους σκοτεινούς δρόμους περιμάζεψε μέθυσους. Είχε τον οίκτο που μια μητέρα μοχθηρή δείχνει στα παιδιά της. Χάνονταν με τη γλυκύτητα ενός κοριτσιού του κατηχητικού. Προσποιήθηκε τον παντογνώστη, στο εμπόριο, στην Τέχνη, στην Ιατρική – και εγώ πάντα τον ακολούθησα παντού. Όφειλα να το κάνω!
    Αρθούρος Ρεμπώ
     
    μέρος δεύτερο
     
  2. lotus

    lotus Silence

    «Ο Άγιος κι ο Δαίμων»

    Έτσι σε φανταζόμουν κάθε βράδυ·
    ωραίο και σκοτεινό
    σαν θάνατο
    να κοιτάς και να παρακαλάς
    το αδύνατο
    με τα χέρια σου δέσμια
    των αναγκών
    και τα τόξα
    σαν άροτρα
    διψασμένα
    για τον καρπό
    και το θέρος
    μπηγμένα βαθιά στη σάρκα
    μονάχα το αίμα
    το αίμα κάνει την διαφορά μαζί σου
    σ” εκείνον ρέει
    ως ύστατη προσφορά εξιλέωσης
    και το σώμα του δισκοπότηρο
    σε στάση θυσίας
    με κάτι το παρθένο
    να εγκιβωτίζει το αξεδίψαστο όνειρο
    ενώ εσύ
    εσύ σε τρύπιο σκεύος
    σκορπάς τα ανεξόφλητα χρέη της σάρκας
    τα βέλη σου να τρυπούν
    μαζί και τ' όνειρο και τον πόθο
    και το ίδιο
    το αξεδίψαστο
    κι όσο κι αν
    η στάση του σώματός σου
    θυμίζει την δική του
    εσύ τίποτα
    τίποτα τίποτα δεν θυσιάζεις
    εκτός από λόγια
    κι εκείνη την υπόσχεση
    αθανασίας στην στιγμή
    στην ηδονή στην ένωση
    και την αποκόλληση
    το σώμα και το αίμα σου
    ακάλυπτη επιταγή.
    Τουλάχιστον αυτός θα μείνει
    στην μνήμη ως πορεία
    για το αδύνατο
    ως όνειρο
    ενώ εσύ;
    εσύ;

    ένα μισοξεχασμένο αδιέξοδο
    ένα στιγμιαίο κάτι μέσα
    σ' έναν ολόκληρο ωκεανό
    ζωής θυσίας πορείας
    σμιξίματος κι αποχωρισμού
    αυτός είσαι έρωτα.

    Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος
     
    Last edited: 8 Φεβρουαρίου 2017
  3. étude

    étude Guest

    ΛΗΘΗ

    Ρίξε πάνω σου,
    πρόχειρη εσάρπα,
    τη λήθη.
    Φυσάει απόψε
    περασμένους έρωτες.


    Αλύτρωτοι έρωτες καταχωρούνται σε μητρώα άστρων που κατοικήθηκαν σε ασύνορα περιγράμματα. Στρατιές ποιημάτων κατέφθαναν να καταλάβουν ψυχές και σώματα στη αυλή των θαυμάτων. Μοιρασμένα αποθέματα, έγιναν λόγος λίγο πριν ξημερώσει. Φθαρτά σώματα ντυμένα με στίχους μετασχηματίστηκαν σε άφθαρτα ποιητικά σώματα στη ροή του χρόνου. Δικαιωμένοι κι αδικαίωτοι πόθοι στις γραμματοσειρές ενός απαγορευμένου ονείρου.

    Ελένη Μαυρογονάτου

     
     
  4. Candl

    Candl άκρον άωτον ...



    Σωπαίνω. Όταν μου λες πως σε φοβίζει η βροχή
    οι νύχτες δίχως το φεγγάρι
    της μοναξιάς το δάκρυ στο λευκό το μαξιλάρι
    δεν σου μιλώ…
    Σωπαίνω. Όταν σε βλέπω με το πρόσωπο σκυφτό
    σβησμένο το χαμόγελο απ’ τα χείλη
    χωρίς μια λέξη της χαράς, στη σκόνη πεταμένο δαχτυλίδι
    δεν σου μιλώ…
    Σωπαίνω. Όταν μου λες πως σε πληγώνει η ζωή
    κανένας πως δεν νοιάζεται για σένα
    διαβάτης στο σκοτάδι, στα χαμένα
    δεν σου μιλώ…
    Σωπαίνω. Όταν μου λες πως δεν σε αγάπησε κανείς
    απαρηγόρητο γιατί που σιγοσβήνει
    πως δεν σε ρώτησε κανείς τι θ’ απογίνεις
    δεν σου μιλώ…
    Σωπαίνω. Ίσως δεν βλέπεις πως δακρύζω στα κρυφά
    ότι ματώνω όταν λες πως σε πληγώνουν
    όταν πονάς όλες οι σκέψεις μου παγώνουν.
    Τι να σου πω.
    Ίσως δεν βλέπεις πως για σένα είμαι εδώ
    δεν με κοιτάς και κάθε μέρα με πληγώνεις
    και η σιωπή σου με πονά και με λυτρώνει.
    Σωπαίνω. Αν θα μιλήσω θα σου πω το «σ’ αγαπώ»
    και με φοβίζει ότι δεν θα με πιστέψεις.
    Τι να σου πω.
    Είμαι στο πλάι σου κι απόψε, μα σωπαίνω…


    
     
  5. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ

    μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ

    για νάβρω τα παράθυρα. - Οταν ανοίξει

    ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. -

    Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

    να τά βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.

    Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.

    Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.

    Κ.Καβάφης Τα παράθυρα
     
  6. charlotte

    charlotte «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι την θύρα»

    Η ΜΩΡΗ ΠΑΡΘΕΝΟΣ

    Ο ΣΑΤΑΝΙΚΟΣ ΝΥΜΦΙΟΣ

    «Είδα ξεκάθαρα κάθε παγίδα που έστησε στη φαντασία του· κοστούμια, υφάσματα, έπιπλα: Άγγιξα όσα τον άγγιξαν, ένα άλλο πρόσωπο. Κάθε φορά που μου φαίνονταν μελαγχολικός, τον ακολουθούσα στις παράξενες και πολύπλοκες πράξεις, αδιάκοπα, στο καλό και στο κακό: Μα πάντα ήμουν σίγουρος, ότι δεν θα με παρασύρει στον κόσμο του. Δίπλα στ’ ακριβό του σώμα, πόσες ώρες τις νύχτες δεν ξόδεψα, καιροφυλαχτώντας τον ύπνο του, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψω γιατί λαχταρούσε τόσο πολύ ν’ αποδράσει απ΄ την πραγματικότητα. Πότε άλλοτε άνθρωπος, είχε τόση μεγάλη θέληση; Γνώριζα – χωρίς να φοβάμαι – ότι θα μπορούσε στα σοβαρά να βλάψει την κοινωνία. Ίσως να κατείχε τα μυστικά που θα άλλαζαν το ρουν της ζωής; Όχι μονολόγησα, τους ανθρώπους ερευνούσε μόνο. Φυσικά η φιλανθρωπία του ήταν καλυμμένη με μάγια και έτσι έγινα σκλάβα του. Κανένας άλλος δεν θα’ χε τη δύναμη, -την απελπιστική δύναμη!- για ν΄ αντέξει, – ν΄ αντέξει την προστασία και τον έρωτα του. Επί πλέον, μου είναι αδύνατο να φανταστώ στη θέση του οποιοδήποτε άλλη -ο καθένας μας βλέπει το δικό του Άγγελο και κανείς των άλλων-, τουλάχιστον εγώ αυτό πιστεύω. Έζησα μες στην ψυχή του, σαν σε παλάτι αμόλυντο, έτσι ώστε τα πιο ανάξια άτομα σε αυτό να μπορούσατε να είστε εσείς, τούτο είναι όλο. Αλίμονο! Πόσο πολύ εξαρτημένη ήμουν. Αλλά τι θέλησε από την τιποτένια, δειλή μου ύπαρξη; Δε μπορούσε να με κάνει καλύτερη, εάν δε με σκότωνε! Λυπημένη και απογοητευμένη του είπα μερικές φορές «Σε καταλαβαίνω» κι αυτός αδιαφορώντας ανασήκωνε τους ώμους.

    «Έτσι τα βάσανα μου συνέχισαν να μεγαλώνουν, διαλυόμουν όλο και σε περισσότερα κομμάτια και καθένας θα μπορούσε να το δει αυτό, εάν δυστυχώς δεν ήμουν τόσο τρισάθλια, που κανείς δε μου έδινε σημασία! και ακόμα, όλο και περισσότερο ποθούσα την αγάπη του…Τα φιλιά του και τα γερά του μπράτσα καθώς με σφίγγε στην αγκαλιά του, μοιάζανε με παράδεισο – έναν σκοτεινό παράδεισο, στον οποίο εισχωρούσα, και όπου εκεί θέλησα μόνη να αφεθώ – φτωχή, κουφή, άλαλη, και τυφλή. Ήδη ήμουν εξαρτημένη. Και φανταζόμουν, ότι ήμασταν σα δυο μικρά παιδιά, ελεύθερα να περιπλανηθούν στης θλίψης τον Παράδεισο. Πάντα συμφωνούσαμε. Αίσια προχωρήσαμε, συνεργαστήκαμε. Αλλά μετά από ένα δυνατό σφιχταγκάλιασμα, μου είπε: «Πόσο αστεία θα μοιάζουν όλα, όλα όσα πέρασες, όταν δεν θα είμαι πια εδώ. Όταν δε θα νιώθεις τα χέρια μου να σφίγγουν το κορμί σου, ούτε την καρδιά μου να πάλλεται κάτω απ’ τη δική σου, μήτε την ανάσα του στόματός μου στα μάτια σου. Κι αυτό επειδή κάποια μέρα θα πρέπει να φύγω, πολύ μακριά. Έτσι κι αλλιώς τι νόμιζες; Πρέπει να βοηθήσω κι άλλους: Αυτή είναι η αποστολή μου. Αν και μη νομίζεις ότι στ’ αλήθεια το διασκεδάζω…αγάπη μου…» Και κείνη τη στιγμή χάθηκε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βυθίστηκα στην πιο φρικτή μαυρίλα – ξεψύχησα. Τον έπεισα να μου υποσχεθεί ότι δεν θα μ’ εγκατέλειπε ποτέ. Και μου το υποσχέθηκε, είκοσι φορές· μου το υποσχέθηκε σαν τους όρκους που δίνουν οι εραστές. Κι ήταν τόσο ανόητη η υπόσχεση του, όσο και το «Σε καταλαβαίνω» που εγώ του έλεγα.
    Αρθούρος Ρεμπώ
     
    μέρος τρίτο
     
  7. charlotte

    charlotte «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι την θύρα»

    Η ΜΩΡΗ ΠΑΡΘΕΝΟΣ

    Ο ΣΑΤΑΝΙΚΟΣ ΝΥΜΦΙΟΣ

    «Α! Ποτέ δεν τον ζήλεψα. Δεν θα μ’ άφηνε, το πιστεύω. Τι θα’ κανε; Δεν είχε ούτε ένα γνωστό· ποτέ δε θα δούλευε· Ζούσε σαν υπνοβάτης. Ήταν δυνατό η καλοσύνη του και η ευσπλαχνία του να του δώσει μια θέση στον πραγματικό κόσμο; Υπάρχουν στιγμές που ξεχνώ την αθλιότητα στην οποία περιέπεσα: Θα με κάνει δυνατότερη, θα ταξιδέψουμε, θα κυνηγήσουμε στην έρημο, θα κοιμηθούμε σε πεζοδρόμια αγνώστων πόλεων, ξένοιαστοι κι ευτυχισμένοι. Η αλλιώς κάποια μέρα θα ξυπνήσω και η μαγική του δύναμη θα έχει αλλάξει τους νόμους και τα ήθη, αλλά ο κόσμος θα παραμείνει ανέγγιχτος, αφήνοντας τις χαρές μου, τις επιθυμίες μου και την αδιαφορία μου. Ω! Αυτός ο υπέροχος κόσμος ο γιομάτος περιπέτειες βγαλμένες από παιδικά βιβλία- θα μου δοθεί ποτέ; Τόσο πολύ υπέφερα· Αξίζω μιας ανταμοιβής… Δε μπορεί. Δε γνωρίζω τα ιδανικά του. Λεει ότι έχει ελπίδες και συγχωρέσεις, αλλά τούτα δε μ’ απασχολούν. Μιλά στο Θεό; Ίσως πρέπει να Του μιλήσω αυτοπροσώπως. Είμαι στα βάθη της αβύσσου και σχεδόν έχω ξεχάσει πως προσεύχονται.

    «Ας υποθέσω ότι μου εξέφρασε τη θλίψη του -θα την καταλάβαινα καθόλου καλύτερα από τα αστεία και τις χυδαιότητες του; Μου επιτίθεται, σπαταλά ώρες κάνοντας με να ντρέπομαι για όλα όσα τυχόν μ’ αγγίξανε στον κόσμο, και τρελαίνεται εάν κλάψω.

    «…Διακρίνεις αυτόν τον κομψό νεαρό μέσα σε τούτο το όμορφο και ήσυχο σπίτι; Ονομάζεται Duval, Dufour, Armad, Maurice, ή όπως εσύ επιθυμείς. Υπάρχει και μία γυναίκα που ξόδεψε τη ζωή της αγαπώντας αυτόν το διεφθαρμένο ηλίθιο· πέθανε. Σίγουρα έχει αγιάσει. Θα με σκοτώσεις με τον τρόπο που αυτός σκότωσε τη γυναίκα; Είναι το γραφτό μας, ευσπλαχνικές καρδιές». Αλίμονο! Υπήρξαν μέρες που όλοι όσοι βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του, έμοιαζαν σα παιχνίδια στα χέρια ενός αλλόκοτου παραληρούντος: για πολύ καιρό ακούγονταν το τρομώδες γέλιο του. -Κατόπιν επέστρεφε για να υποδυθεί μια νεαρή μητέρα, η μια μεγαλύτερη αδερφή…Εάν δεν ήταν τόσο άγριος, θα σωζόμαστε! Μα η γλυκύτητα του επίσης, είναι θνητή… Σκλάβα του είμαι… -Α! Μου σάλεψε!

    «Κάποια μέρα ως εκ θαύματος θα εξαφανιστεί, μα είναι ανάγκη να γνωρίζω, εάν θα αναληφθεί σε ουρανό, τότε ίσως μπορέσω να παρακολουθήσω έστω και για ένα λεπτό μόνο, την Ανάληψη του αγαπημένου μου!»

    Κολασμένο ζευγάρι!
    Αρθούρος Ρεμπώ
     
    μέρος τέταρτο και τελευταίο
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Noli me Tangere

    Κάποτε θα με συναντήσεις,
    δεν θα κάμω τίποτα,
    δε θα κινηθώ ούτε μια πήχυ απ' αυτό το χώμα.
    Οι πολιτείες θα περάσουν και θα σβήσουν,
    οι κάμποι θα περάσουν και τα βουνά
    και θα περάσουν οι θάλασσες με τ' ακρογιάλια
    και θα περάσουν νύχτες και μέρες.
    Ήλιος στο σκοτάδι, σκοτάδι στον ήλιο
    και θα με βρεις στην καρδιά σου,
    όταν θα ψάχνεις στην έρημο των καιρών
    όταν θα μετράς στην άμμο της αιωνιότητας.

    Έχω νεκρούς φαντάσματα μες στην καρδιά μου,
    καράβια βουλιαγμένα στα βάθη των ωκεανών,
    ιστία λευκά και φτερά διπλωμένα,
    χέρια δεμένα που καρτερούν του χρόνου το πλήρωμα.
    Έχω νεκρούς φαντάσματα στην καρδιά μου,
    που περιμένουν τη σάλπιγγα του τρόμου να ξυπνήσουν
    και θ ανεβούν τα καράβι και θ' απλωθούν τα φτερά
    και θα λυθούν τα χέρια στον αέρα
    και θ' ακουστεί ο λόγος της σιωπής
    κ' η έρημος θ' ανθίσει άγρια κρίνα.

    Έχω νεκρούς αγαπημένους στην καρδιά μου,
    τα δειλινά τ' αχνά πονεί και ψάχνει
    μι' αράχνη στην καρδιά μου υγρή σαν πάχνη,
    μνήμη φωτιά στη δειλινή γαλήνη.
    Αιμάζει σαν πληγή που πια δεν κλείνει,
    ζει η ανάμνηση χιόνι κι αγιάζι ρίχνει,
    ίσκιους συνάζει γύρω κ' ίσκιων ίχνη,
    ζει τ' όνειρο και καρτερεί κ' εκείνο
    ν' ανθίσει μες στην έρημο άγριο κρίνο.
    Έχω νεκρούς που περιμένουν στην καρδιά μου.

    Με τους ανέμους μιλώ,
    με τους ανέμους φεύγω,
    μη μ' αγγίζεις είναι άνεμος τα φτερά μου.
    Έζησα πριν από τη στιγμή τούτη της ζωής
    κι όταν έλειπα ήμουν πάντα παρών
    κι ας μην ήξερες να με διακρίνεις.

    Έζησα μέσα στ' αδέρφια μου τα νερά
    και τα δέντρα και τις πέτρες και τη φωτιά
    και στον αδερφό μου τον άνεμο
    κ' έχω ταξιδέψει λευκό σύννεφο στον αιθέρα.

    Πόσο θα βραδύνεις να μ' αναγνωρίσεις,
    να δεις τις πληγές μου, δικές σου πληγές
    και τη χαρά μου καμωμένη μόνο για σένα,
    πόσο θα καθυστερήσεις στις μικρές σου φροντίδες,
    για να πάρεις το δρόμο που θα με ζητήσεις.

    Αλλά στη μάταιη πορεία σου τη σκοτεινή
    μι' άγρυπνη κραυγή σα σήμα κινδύνου θα σε προσκαλεί,
    μια φωνή που δεν ήξερες να την ακούσεις,
    οι αδερφοί μου θα μαρτυρήσουν για μένα,
    οι νεκροί μου θα ξυπνήσουν για μένα
    και θ' ακούσεις τη φωνή στην καρδιά σου
    και θα με γνωρίσεις.

    Κάποτε θα μ' ανακαλύψεις,
    όχι με τις πέντε αισθήσεις σου που μου είναι ξένες,
    τις φτωχές, τις ανίδεες που σε ξεγελάνε
    και κοιτάζεις με τα μάτια και δε βλέπεις
    κι ούτε τον ίσκιο μου μπορούν να ψαύσουν τα χέρια σου
    και στην ακοή σου δε φτάνει η φωνή μου,
    αλλά με την καρδιά σου θα με διακρίνεις
    και θα μ' αγγίσεις με τα φτερά της ψυχής σου.

    Κι ας πεθάνω θα μ' ανακαλύψεις,
    γιατί θα ζει η παρουσία μου
    σε μια σταγόνα δρόσου που λάμπει στον όρθρο,
    στο χώμα που θα βαραίνει το πέλμα σου,
    στον άνεμο που αγκαλιάζεις.
    Όταν θα ξαναγυρίζω στους αιώνιους αδερφούς μου
    όνειρο, όνειρο, ονείρου σκιά.

    ( Μηνάς Δημάκης )
     
  9. étude

    étude Guest

    Η οικογένεια μου

    Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο
    και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,
    αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,
    κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων
    τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα
    ή του ανοιχτού παράθυρου
    στη μέση μιας ερήμου.
    Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.
    Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα
    με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.
    Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
    κρυστάλλινος και διάφανος,
    σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος
    και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,
    που πάντα έμπαινα στον πειρασμό
    να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.
    Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,
    στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,
    έτρωγα κέικ από μοναξιά,
    σ' ένα ετοιμόρροπο, καθόμουνα μπαλκόνι.
    Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,
    ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,
    ο αδελφός μου παντρεύτηκε την Νύχτα
    και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.
    Κι από όλη την οικογένειά μου,
    απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές
    να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.

    Χλόη Κουτσουμπέλη

     
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Άτιτλο Ι

    Έτρεχε με μάτι αγριεμένο.
    Τρίχα ορθή. Αλαφιασμένη στο κεντρικό
    πλακόστρωτο της Ρώμης.
    Λόγια ακατάληπτα και μυστηριώδη έβγαιναν σαν
    αφρός απ’ το στόμα της:
    “Στην Αίγυπτο, στην Αίγυπτο. Καίγονται τα
    όνειρα.
    Λυγίζουν τα λιμάνια, σταυροφόρε. Γουρούνια
    διοικούν το θόλο.
    Καίγονται τα όνειρα.
    Στις σκήτες. Στις κρύπτες των αλχημιστών. Στην
    έρημο και στον πόλο.
    Είναι πίσω μου και ουρλιάζει. Με δείχνει μ’ ένα
    χέρι κόκκινο
    σαν φωτιά. Βγάζει φλόγες. Άνοιξε, γη. Άνοιξε!
    (Απαρνημένος και καταραμένος κρύβομαι σ’ αυτή
    την πόλη. Εξόριστος
    κι ιερόσυλος. Σχεδόν γυμνός και σίγουρα βρώμικος.
    Πάντα πιωμένος.
    Δεν υπάρχει ταβερνιάρης που δεν με ξέρει, που δεν
    μου λέει τον πόνο του κλαίγοντας.
    Δεν υπάρχει σκυλί αδέσποτο που δεν μου κούνησε
    την ουρά του. Οι πέτρες
    δεν θα μ’ ανεχτούν πολύ ακόμα).
    Ανακάλυψα την πλήξη των ηρώων. Το μεγάλο
    ελάχιστο.
    Ύστερα, τον καιρό της παλίρροιας, έγραφα αυτά.
    Και ξανά η πτώση των
    άδικων χρόνων. Τώρα στη Ρώμη, η ακατάσχετη
    επιθυμία της διήγησης.
    Έλεγα λοιπόν γι’ αυτή τη γυναίκα-φάντασμα:
    Έτρεχε με μάτι αγριεμένο.

    -----------------------------------------------------------------

    Άτιτλο ΙΙ

    Το δωμάτιο
    γέμισ’ αιματα.
    Τα κρανία των συντρόφων με μάτια να τρέχουν
    εκδίκηση,
    έρχονται και ζηταν τ’ αδύνατο.
    Ο χρόνος κατ’ απ’ τη λάμπα
    σα λυσσασμένο σκυλί εποπτεύει το χώρο
    που θα σημειωθούν τα ονόματα
    και δίπλα τους προσεκτικά,
    μικροί μαύροι σταυροί.
    Δεν υπάρχει πια καιρός για λογοτεχνικές περιγραφές.
    Άλλωστε οι φυλακισμένοι κι’ η μητέρα,
    χωρίς ορια και χωρίς κανένα φόβο
    έχουν κιόλας ξεκινήσει.

    ( Γιώργος Δάγλας )
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Απόσπασμα απ' τον Δενδρόκηπο

    Είναι μια ιστορία που γυρεύει το τέλος.
    Την έχουν γράψει τα δάχτυλα μας, ίσως μας σώσουν
    τα δάχτυλα μας, όπως τα πλήκτρα που χτυπούν.

    Κάποιοι σαν να μιλούν με τα δικά μας λόγια.
    Μπορείς ν’ ακούσεις τον ψίθυρο που μιλούσαμε, μπορείς
    να κοιμηθείς ανάμεσα στα ζεστά σώματα που κοιμούνται.

    Αναπνέουν στον ύπνο, χαμογελούν.
    Ξυπνούν, ανοίγουν το παράθυρο και σκύβουν στο φως,
    μιλούν και βλέπονται πρόσωπο με πρόσωπο.

    Καθίζουν μες σ’ ένα κάθισμα και θυμούνται, ίσως μας σώση
    το κάθισμα, το ποτήρι που πίναμε, είναι η θύμηση μας, ίσως
    μας σώσει η θύμηση μας, δεν έχει κλείσει
    τον κύκλο της, το φωτεινό ταξίδι της, ίσως μας σώση.

    Γυρίζει δρόμους παλιούς κι ακούει τις πέτρες,
    αγγίζει τα πράγματα που αγγίξαμε.
    Φοβούνται μονάχοι και κάνουν θόρυβο,
    γυρεύουν ο ένας τον άλλο: που είσαι... που είσαι...
    Τα σπίτια είναι γεμάτα καθρέφτισμα και φως.
    (Μπορεί να ‘ναι οι αναπνοές μας που αναπνέουν,
    μπορεί να ‘μαστε εμείς και ποιος να μας το πει).

    Θα θυμηθούν τα χέρια και θα ξεχωρίσουν.
    Κάθε ψυχή θα σύρη το σώμα της.
    Θα ‘μαστε οι πρωτότοκοι κ’ οι χαϊδεμένοι.
    (Φοβούνται μονάχες οι ψυχές, κρυώνουν).

    Σφαλίστε πόρτες φυλάγοντας τα μυστικά.
    Θα φύγουμε εμείς, θα μείνη η σιωπή.
    Σφαλήστε παράθυρα καρτερεμένα,
    θα μείνει ο ακίνητος άνεμος.

    Να λουστούμε, να πλύνουμε τα χέρια μας,
    να ‘μαστε ωραίοι και καθαροί.
    Αντίο, κατώφλι, του ποδιού έρωτ’ αμίλητε.
    Σ’ όλα τα χέρια οι γνώριμες χειρονομίες.
    Σ’ όλα τα πρόσωπα η αδιάκοπη ομορφιά.

    Κανείς ας μην ανοίξει το στόμα να μας πει
    λόγια πικρά, τραγούδια λυπημένα.
    Το χιλιοειπωμένο μάθημα της αγάπης.

    Απλώνουμε το χέρι ν’ αποχαιρετήσουμε το φως,
    την στέγη, τον καπνό, τον ήλιο που φεύγει.
    Σιγά, σιγά περνούμε προς την έξοδο.

    ( Γιώργος Θέμελης )
     
  12. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Ξαφνικά,
    ένα αφηνιασμένο άλογο
    μπήκε στην αίθουσα.
    Οι κυρίες ούρλιαξαν,
    οι πολυέλαιοι έσπασαν.

    Μες στο σκοτάδι,
    κάποιος μας φίλησε τρελά.

    Όμως,
    οι πολυέλαιοι έλαμπαν,
    οι κυρίες στροβιλίζονταν σιωπηλά,
    και στη μέση ενός όμορφου λιβαδιού
    ένα άλογο,
    κοιτούσε αδιάκριτα το σούρουπο.

    Γιώργος Δάγλας
    Φρίκες 8/2/2010