Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Προς Φαρισαίους
    επιστολή ‘β


    «Ορισμένοι»
    ασαφώς και παραδόξως, αθανατίζουν.

    «Αφορισμένοι»
    Οι πληγές και τα σημάδια αρνούνται να γεράσουν.
    -Φέρουν φωνή εμμονική.
    -Φέρουν καρδιά μυωπική.

    Εξαθλιώνοντας και συνθλίβοντας την πρωθιέρεια
    κερδίζουν ύβρη κι όχι χρησμό.
    Αποχωρίζονται εκούσια Θεό και Ήλιο.
    Μα τι άλλο τους μένει;
    Κάθε στοιχείο δανεικό. Κάθε τους βήμα πιο μεμπτό.

    Ας έλθουν οι της περιπόλου να τους συλλάβουν.
    Να τους αφαιρέσουν τον δυόσμο και τον άνηθο.

    Ο φονεύς φονέα δικάζει.
    Σχήμα οξυ-μωρο, στερεωμένο.

    Δημήτρης Βιτζηλαίος
     
  2. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Το μπαρ ήταν πολύ σκοτεινό.
    Οι προβολείς πέφταν στους μουσικούς.
    Κι όμως στο τραπέζι μας
    λαμποκοπούσε ο έρωτας.


    Η φωταψία αυτή
    πήγαζε από το χέρι σου
    που άγγιζε τη πλάτη μου σταθερά
    με βήμα λύκου και λαγουδίσιο τίναγμα
    λες και χρόνια τώρα
    γύρευε τροφή
    σε αυτό το μονοπάτι.


    Μπορεί και να ΄λεγε κανείς
    ότι τέτοιο άλικο φως
    ίσως ανάβλυζε
    από το σύρσιμο των δακτύλων σου
    στις γάμπες των ποδιών μου,
    απ’ την υποταγή των χειλιών μου
    στο πρόσταγμα των δικών σου.


    Δύσκολα να φανταστεί κανείς
    την πιο ερωτική διαδρομή,
    τη διαδρομή μιας ανάσας.


    Κι εσύ που ζήτησες μονάχα
    την εκπνοή μου να εισπνεύσεις
    φυσικά και ήξερες.
    Κι αν κάποιοι δεν ξέρουν
    στην ανάσα κατοικούν οι ψυχές.
    Έκτοτε
    εντός σου διαμένω.

    Ελενα Καραγιαννιδου
     
  3. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Διατίθεται απόγνωσις
    εις αρίστην κατάστασιν,
    και ευρύχωρον αδιέξοδον.
    Σε τιμές ευκαιρίας.

    Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον
    έδαφος πωλείται
    ελλείψει τύχης και διαθέσεως.

    Και χρόνος
    αμεταχείριστος εντελώς.

    Πληροφορίαι : Αδιέξοδον.
    Ώρα : πάσα.
    Κικη Δημουλά
    Από τη ποιητική συλλογή «Ερήμην»
     
  4. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Ερωτικος λογος Γ. Σεφερης
    Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
    μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
    κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
    κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

    Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
    από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
    η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
    ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

    Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
    η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
    Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
    Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

    ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
    το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
    Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
    να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!

    Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
    μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
    να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
    αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

    Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
    σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
    μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο
    κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

    Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
    την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
    να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
    και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.


    Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
    Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
    σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
    το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

    τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
    κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
    και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
    από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

    Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
    που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
    Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
    το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

    "Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
    κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
    χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
    κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

    Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
    ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
    με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό
    φτερούγισμα
    ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

    Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
    μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
    μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
    ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

    Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
    σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
    να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
    που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."

    Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
    κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
    Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
    βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

    ...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
    μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
    μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
    και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
    Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
    σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
    για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
    ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

    Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
    κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
    που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
    και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

    Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
    κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
    αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
    προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

    Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
    στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη
    βροχή.
    Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
    μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

    Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
    (Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
    μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
    του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

    Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
    Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
    Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
    για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

    Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
    που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
    προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
    την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

    τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
    μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
    ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
    τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.
     
  5. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Spleen

    Εἶμαι σὰν ἕνας βασιλιὰς σὲ βροχερὸ ἕνα μέρος,
    πλούσιος μὰ χωρὶς δύναμη, νιὸς κι ὅμως πολὺ γέρος,
    ποῦ στοὺς σοφούς του ἀδιάφορος ποὺ σκύφτουνε μπροστά του,
    πλήττει μὲ τὰ γεράκια του, τ᾿ ἄλογα, τὰ σκυλιά του.
    Κυνήγι, ζῶα, τίποτα πιὰ αὐτὸν δὲν τὸν φαιδρύνει,
    οὔτε ὁ λαός του ποὺ μπροστὰ στ᾿ ἀνάκτορα τοῦ φθίνει.

    Μὰ καὶ τ᾿ ἀστεῖα ποὺ ὁ τρελὸς παλιάτσος κάνει ἐμπρός του,
    δὲ διώχνουν τὴ βαρυθυμιὰ τ᾿ ἄκαρδου αὐτοῦ ἀρρώστου·
    τάφο τὴ κλίνη τοῦ θαρρεῖ, ποὺ ῾χει κρινένιαν ἅρμα
    κι οἱ αὐλικὲς ποὺ βασιλιὰ σὰν δοῦν τὸν βρίσκουν χάρμα,
    δὲν ξέρουν πιὰ μὲ τί ἄσεμνες στολὲς νὰ φιγουράρουν,
    ἴσως ἀπ᾿ τὸ κουφάρι αὐτό, χαμόγελο ἕνα πάρουν.

    Κι ὁ ἀλχημιστὴς ὅπου μπορεῖ χρυσάφι νὰ τοῦ κάνει,
    δὲ μπόρεσε ἀπὸ μέσα του τὸ μαρασμὸ νὰ βγάνει,
    κι οὔτε μὲς στὰ αἱμάτινα ρωμαϊκὰ λουτρά,
    ποῦ τὰ θυμοῦνται οἱ ἄρχοντες πάνω στὰ γηρατειά,
    δὲ μπόρεσε τὸ πτῶμα αὐτὸ τὸ ἠλίθιο ν᾿ ἀναστήσει,
    ποῦ ἀντὶς γιὰ αἷμα μέσα του, τῆς Λήθης τρέχει ἡ βρύση.

    Charles Baudelaire (1821-67)
     
  6. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Χους εσμέν

    Πεθαίνουμε κι’ αφήνομε το κάλλος του Χειμώνα,

    που είναι ο ουρανός σαν σάβανον ωχρός, σαν τέφρα ωχρός·
    κι’ αφήνομε την Άνοιξη, που είναι ο καιρός
    ο ήπιος, μοσκοβολάει στον κάθε ανθώνα
    ο αγέρας που ανασαίνομε.

    Πεθαίνομε, και την εικόνα

    αφήνομε του υπέροχου Καλοκαιριού, που ο χλιαρός
    μας περιλούζει ολόκληρους χαυνωτικός ιδρώς,
    που οι οπώρες μέλι αργοσταλάν.

    Και την Κορόνα

    του Πένθους, το Φθινόπωρο, το αφήνομε κι’ αυτό.

    Για τούτο και μας έζωνε την Άνοιξην η λύσσα

    για τις απόλαυσες· το Καλοκαίρι το ζεστό,
    μύριων πόθων αδύνατων η επιθυμία·
    κι’ η Ελπίδα το Φθινόπωρο μας έζωνε, καθώς εφύσα
    ο άνεμος· και το Χειμώνα, η θεία Μελαγχολία.

    Τ.Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
     
  7. étude

    étude Guest

    Επίλογος

    Το παράθυρο ανοίχτηκε και πάλι

    Η σιωπή της νύχτας μού ξαναθύμισε
    κοιμισμένα πλακόστρωτα και περιβόλια
    κι αυτή τη μουσική που κάνει τη σιωπή και κλαίει

    Δεν ξέρω αν τα μαλλιά σου βουρκώνουν ακόμα
    όπως στις νύχτες των περασμένων ανοίξεων
    αν η ψυχή σου αρωματίζει πασχαλιές στα παλιά καλντερίμια

    Μα τώρα που έχω ξεμάθει να ερωτεύομαι το πνεύμα σου
    τι να σε κάνω πια…

    Νίκος Αλέξης-Ασλάνογλου

     
     
  8. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει
    Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
    ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
    Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
    μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
    ποὺ ὁδηγοῦνε
    ἄγνωστο ποῦ…

    Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
    ποὺ ἀρνοῦνται
    κλαῖνε λίγο
    κι ὕστερα ἐνδίδουν
    καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
    ἀερίζουν τὸ σπίτι
    ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

    Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
    μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
    πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
    πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
    κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
    γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
    σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

    Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
    Γιατί δὲ μιλᾷς;
    Πές μου!
    Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
    Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
    Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
    Τί θέλουν νὰ ποῦν;

    Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
    Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

    Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
    δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
    τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

    Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
    τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…
     
  9. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Δολοφονία οργανωμένη (Τάσος Λειβαδίτης)

    Μια δειλή πράξη σου σε κάνει να πεθαίνεις μέσα στους άλλους,
    με μια συγνώμη αργοπορημένη πεθαίνουν οι άλλοι μέσα σου.
    Λίγη περισσότερη σιωπή μπορεί να σκοτώσει το ίδιο αλάνθαστα, όπως και μια λέξη.
    Μια κίνηση αδιαφορίας, ένα βλέμμα επίμονο,
    το κουδούνι που δε χτύπησε το γράμμα που ήρθε,
    κάνουν τη δουλειά τους το ίδιο καλά
    όπως ένα μαχαίρι ή λίγο υδροκυάνιο. Κάθε μέρα, όλες τις νύχτες,
    εικοσιτέσσερις ολάκερες ώρες ο φόβος σκοτώνει, η προσδοκία σκοτώνει,
    τ' όνειρο σκοτώνει, η πράξη σκοτώνει...
    Κι όταν πεθαίνεις
    κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς θανάτους
    σε προφυλάσσει
    αυτό το μικρό χωματένιο ύψωμα.
     
  10. Πείτε μου, πείτε μου γιατρέ
    τι στέρεο αντίδοτο προτείνετε
    για σώματα που υγραίνονται τις νύχτες
    κι απομένουν
    μέχρι δακρύων υγρά
    ως το πρωί;


    Γιάννης Βαρβέρης, Στα ξένα, 2001
     
  11. Brigitte

    Brigitte Contributor

    "...τι γυρεύω εγώ σ’ αυτήν την άνοιξη
    τα πάντα μηχανεύεται για να με ρίξει
    έκανε νέες προμήθειες πουλιών
    συσσώρεψε ερεθισμούς στα χαλάσματα
    υπόσχεται μεγάλες εκπτώσεις
    τι γυρεύω εγώ σ’ αυτήν την άνοιξη

    γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου
    δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα
    στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου
    τα χαμόγελά μου πικρίζουν
    το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα
    γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου"

    ~Ντίνος Χριστιανόπουλος~

    «ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΣ ΚΑΗΜΟΣ» - απόσπασμα (1955-1960)
     
  12. lotus

    lotus Silence

    ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ

    Αγριομυρίκη εν τη ερήμω
    / επικατάρατος εν γη αλμυρά…


    Το «ως σεαυτόν» δεν ήτανε για μένα
    Αγάπησα τους άλλους δίχως ν’ αγαπάω τον εαυτό μου
    Χωρίς αγάπη του εαυτού μου δεν ήμουν ούτε εγώ ούτε
    άλλος ανάμεσα στους άλλους
    δεν ήμουν τίποτε μέσα στην τρικυμία της σάρκας μου
    στα σαλεμένα λόγια μου και στ’ αναφιλητά του νού μου
    μα έπασχα στα δράματα των άλλων
    εγώ ο χαμένος πάντα στα αδιέξοδά τους
    εγώ των αποχωρισμών τους ο εγκαταλειμένος
    ο παραμιλητός του πυρετού τους
    Κι όλα αυτά έτσι Για ένα ήθος δηλαδή για μια ιδεολογία

    Δεν ήταν ήθος ύβρις ήταν. Και δεν το ‘ βλεπες
    αργεί αλλά σε βρίσκει το κακό
    άξαφνα όλα γυρνούν τ’ απάνω κάτω
    πατάς τους όρκους σου και πράττεις τ΄ αντίθετα απ’ την
    πίστη σου και μένεις
    στην ερημιά της πτώσης σου
    να δέρνεσαι και να χαλιέσαι

    Ά ν άντεξα τη ζωή μου ως εδώ δεν ήτανε για μένα
    Και τώρα ποιος ο αμητός;
    Ω βλέμματα, ω φωνές, ω αγγίγματα που με λιχνίσατε
    στ΄ αλώνια της αλαζονείας και της ταπείνωσης
    κρατήστε τον καρπό αλλά
    δώστε μου πίσω το άγανο
    το άγανο που τ’ αφήσατε του ανέμου
    και χάθηκε χρυσίζοντας
    προς τον βαθύψηλο ουρανό.