Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Ευ

    Ευ Τι χρώμα έχει η αγάπη; Premium Member

    Οι χάρες σου σκλαβώνουνε κάθε θνητό Μαλβίνα
    κ ας τονε λένε Μονσελιέ, Σεύμουρ ή Μαλασί,
    φταίχτες φτωχοί!
    Το χέρι σου πλέκει στεφάνια κρίνα
    να στέψει γαμησιού σκηνές πώχες σκαρώσει εσύ.

    Το χέρι σου ψωλές πολλές ως τώρα εχει σηκώσει
    και πτώμα πια οι γαμιάδες σου απο την ηδονή,
    πόσες φορές ποτίσανε το πούδωσες μουνί
    είτε και κώλο που συχνά τον λαχταρούσαν τόσοι.

    Τρελούς, εμπόρους, πρίγκιπες ως τώρα έχεις γαμίσει,
    στους Καρμπονάρους έφτασεν η φήμη το όνομα σου
    κ ένα παιδί παθιάρικο μακρυά `πο το Παρίσι
    την αδερφή του τρίβοντας θυμάτ` εσέ - στοχάσου!

    Κάτω απ` την κάπα την φαρδιά καμαρωτά που την φορεί,
    του Φλωρεντίνου του Άρχοντα, για σε, η ψωλή του υψώθει,
    πιο πέρα ένας μεθύστακας στον τοίχο έκει που κατουρεί
    τις γλύκες του μουνιού σου ο νούς κ ο λογισμός του κλώθει.

    Charles Baudelaire.
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Παραίτηση

    Πάρε με, ω νύχτα αιώνια, στην αγκαλιά σου
    και γιο σου ονόμασε με.
    Είμαι ένας βασιλιάς που με τη θέληση μου εγκατέλειψα
    το θρόνο μου, απ' όνειρα και κούραση φτιαγμένο.
    Το σπαθί μου, βαρύ για τα κουρασμένα μπράτσα μου,
    σ’ αρρενωπά κι ήρεμα χέρια παρέδωσα.
    Σκήπτρο και στέμμα –τα ’φησα στον προθάλαμο,
    στο δάπεδο κομμάτια.
    Την πανοπλία μου, τόσο ανώφελη, τα σπιρούνια μου,
    με το μάταιο κουδούνισμα τους τ’ άφησα
    πάνω στα κρύα σκαλοπάτια.
    Αποδύθηκα την πραγματικότητα, ψυχή τε και σώματι,
    κι επέστρεψα στην κρύα και ήρεμη νύχτα,
    σαν το τοπίο όταν αργοπεθαίνει η μέρα.

    ( Fernando Pessoa )
    -----------------------------------------------------------

    Ξυπνάω και τα μάτια μου καίνε


    Ξυπνάω και τα μάτια μου καίνε.
    Η εφηβεία πέθανε μέσα στα γένια μου,
    που μεγάλωσαν καθώς κοιμόμουν.
    Στην απίσχναση του σαρκίου μου, αποτυπώνεται,
    στο λιωμένο φως που καίει στα μάτια μου.
    Καταλήγω λοιπόν, στη βουβή πυρκαγιά
    μιας νεότητας που την ζάλισε η αιωνιότητα.
    Έτσι καίγομαι, και δεν αξίζει σκέφτομαι,
    να είναι διαφορετικά τα πράγματα,
    να επιβάλλω όρια στην αταξία.
    Με παρασύρει ολοένα και πιο αδύναμο,
    μ' ένα αποστεωμένο παιδικό προσωπείο
    προς μια ήσυχη και παλαβή τάξη.
    Το βάρος της μέρας που έχασα, μέσα σε ώρες
    βουβής ευθυμίας και στιγμές ανείπωτου τρόμου.

    ( Pier Paolo Pasolini )
     
    Last edited: 24 Οκτωβρίου 2014
  3. Marlen Daudaux

    Marlen Daudaux circle.breath.line

    Το καλοκαίρι πέρασε
    χωρίς ν' αφήσει ίχνος.
    Ο ήλιος καίει, αλλά αυτό δε φτάνει.
    Όλα μπορούσαν να συμβούν...
    Σαν το φύλλο στα χέρια μου έπεσε, αλλά αυτό δε φτάνει.
    Τίποτα κακό δεν έγινε, αλλά αυτό δε φτάνει.
    Η ζωή να γελώ μ' έκανε.
    Ήμουν τυχερός, αλλά αυτό δε φτάνει.
    Φύλλα δε σχίστηκαν, δεν έσπασαν πόδια.
    Η μέρα όλα τα 'πλυνε, αλλά αυτό δε φτάνει.

    Του Αρσένι Ταρκόφσκυ.

    Σημ. Προσπάθησα να βρω μία ευπρεπή μετάφραση στο διαδίκτυο, αλλά οι κόποι μου δεν απέδωσαν καρπούς. Το ποίημα απαγγέλεται στην ταινία Stalker.
     
  4. Marlen Daudaux

    Marlen Daudaux circle.breath.line

    Πόσο νωρίς φεύγει το φως

    Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας αδερφέ μου...
    Μέσα απ’ τ’ αλλεργικά μας βλέφαρα
    αργά στα νύχια πατάει η ζωή
    μπας και την πάρουμε πρέφα
    μακραίνει χάνεται... κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία... πάει...
    Σκοτεινιάααα!!
    Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι
    κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων
    νύχια δανεικά – πως τους κατάντησαν έτσι – ξένες μασέλες
    βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας
    μπας και τη βγάλουνε λιγάκι ακόμα.
    Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά –
    που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή
    μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού
    σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση
    για υπερβάλον βάρος.
    Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά
    χιλιάδες κάνες κεντράρουνε πάνω μας
    απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ
    κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι
    κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό
    κι ένα – είδες – όλοι μας τόχουμε –
    βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα.
    Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή
    πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.
    Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω –
    έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά
    και γέρνει η παλάτζα
    δεν έχει άλλο μπρος
    σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου
    το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω
    γυρίζω πίσω να σωθώ
    κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
    γιατί και κει είναι σκατά – σαν να μην τόξερα –
    παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
    τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό δεν έχω που να πάω
    μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή
    και χώνομαι μέσα
    κοιτάω σαν αρπαχτικό που πάνε τα λεφτά
    και την αξία χρήσης
    Ντελίριουμ Τρέμενς το λεν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ
    Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα
    κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό
    και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους
    κι ύστερα μ’ ένα Σίγγερ ψαλιδάκι καλό
    κόβω γύρω γύρω το στόμα τους το μεγαλώνω
    κολλάω κει πάνω την ψυχή μου φιλί του θανάτου
    και μέσα τους αδειάζω τα ψυχοφάρμακα
    τα φαρμακεία τους και τους φαρμακοποιούς τους μαζί
    Θάνατος στο Βυζάντιο σιχτίρ οι δυναστείες
    το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις
    οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου
    να πάνε να πεθάνουν
    Θάνατος στους Αθάνατους
    μαύρες σημαίες και κόκκινο το φως ανοίγει
    – Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα
    τα μάτια η καρδιά και το μυαλό.
    Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα.
    Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ. Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι
    μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ.

    Κατερίνα Γώγου
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο αποπλανημένος φοιτητής

    Μια μέρα γιορτινή που νότια έσπρωχνε ο αέρας τα καράβια,
    ένας επίσκοπος τελούσε λειτουργία στο Άινισμορ,
    οι άντρες από τη μια μεριά, οι γυναίκες απ’ την άλλη,
    όμως εγώ άκουσα τη γυναίκα να έρχεται από την ακτή:
    και μ’ άγρια απελπισία φώναζε η μάνα κι ο πατέρας μου,
    γιατί την είδαν, οπτασία, να με παίρνει προς την πόρτα.
    Πολύ καιρό στη Ρώμη είχε ζήσει, καιρό που οι Πάπες ήταν κακοί,
    τον πλούτο κάθε αιώνα τον έκανε δικό της,
    κι όμως μου χαμογέλασε προκλητικά με θαυμασμό,
    και σ’ ένα καλοκαίρι όλα όσα ξέρω μου έμαθε,
    διώχνοντας τη ντροπή με το μεγάλο γέλιο της που ηχούσε
    σαν σε μοναχική κολόνα ακουμπισμένο.

    Από το γέλιο πιο περήφανη με δίδασκε η φωνή της,
    όπως το φως που λάμπει στην Ελλάδα
    η σκέψη μου γινόταν τολμηρή,
    κι όταν ένα κυμάτισμα του ύπνου της τα μέλη της μου έδειχνε,
    το βράχο του μεσημεριού τον άδενδρο ευλογούσα:
    που δεν γνώρισε δένδρο,
    για λίγο το βουνό γινόταν θρόνος της,
    παρόλο που το βλέμμα της άστραφτε ειρωνικό.

    Λένε πως μ’ έδιωξαν από τη Σαλαμάνκα
    κι απότυχα στη λογική, όμως εννιά φορές την ύμνησα
    πάνω στον τοίχο ενός κολέγιου στη Γαλλία.
    Το χέρι της επάνω στα χαρτιά μου απόθετε όταν βράδιαζε,
    κι έτσι τον ουρανό με μια ματιά μπορούσα να διαβάζω,
    κι όλα τ’ αστέρια που οι Μαυριτανοί ονομάτισαν τα γνώριζα.

    Ξύπνιος ή κοιμισμένος δεν βρίσκω πια ησυχία,
    μου κόπηκε η ανάσα πριν να ριχτεί η μπαλιά,
    κι όμως φοβάμαι μήπως με προδώσει,
    μήπως μ’ αφήσει εδώ που κάθε μάνας γιος,
    πρέπει το φέρετρό του να κουβαλεί μονάχος
    και να πιστεύει, τρέμοντας, τις διδαχές του κλήρου.

    ( Austin Clarke )
     
  6. Άσε με να σ’ αγαπώ
    αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα
    το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
    η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
    αγαπώ τον ιδρώτα σου
    μ’αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
    περίρρυτες από χαρά
    άσε με να σ’ αγαπώ
    άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
    άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
    και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
    σάλιο
    άσε με να σε τυφλώσω.

    Τζόις Μανσούρ (1928-1986)
     
  7. hecate

    hecate Regular Member

    Περιπέτεια

    ……Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό, ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔβγαζε ἀπ᾿ τὴν ψυχή της καὶ τὰ κάρφωνε στὸ ἀστεῖο καπέλο τῆς — εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τὶς νύχτες ἡ παλιὰ ντουλάπα ἀνοίγει μόνη της καὶ βγαίνει ἡ λαιμητόμος, ἐγὼ παλεύω μαζί της, παίρνω τὸν μπαλντὰ καὶ τὴν κάνω κομμάτια, ὕστερα καταπίνω τὶς σανίδες γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν, πολλοὶ ναυαγοὶ σώθηκαν ἔτσι.
    ……Χρόνια ἔζησα τρέμοντας τὶς πόρτες, ὥσπου μάζεψα τὰ χαρτιά μου, τὶς τύψεις μου κι ἔφυγα. Μὰ στὸν πρῶτο σταθμὸ εἶδα πάλι ἐκεῖνο τὸ παιδικὸ φτερὸ καὶ κατέβηκα.
    ……Ἀπὸ τότε ἔμεινα γιὰ πάντα στὴν Κόλαση.

    Τάσος Λειβαδίτης, Περιπέτεια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972),
     
  8. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Τώρα, όλοι εμείς οι καταραμένοι που εκπέσαμε μετά

    με τα διαβολικά μας στόματα και τα ανήσυχά μας μάτια


    πρόωρα πεθαίνουμε

    όμως δεν πάμε σε παράδεισο ή κόλαση

    μα μας τοποθετούν στο «Άστρο του Αρουραίου» […]

    Μας τοποθετούν εκεί πλάι στους τρεις ληστές

    γιατί και οι ταπεινότεροι από εμάς

    αξίζουμε να χαμογελάμε στην αιωνιότητα

    σαν μια φέτα καρπούζι.

    Οι αρουραίοι δε ζουν σε κάποιο αστέρι του κακού


    [Τα σημειωματάρια του θανάτου, 1974] (απόσπασμα)
    Ann Sexton
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ένα ποίημα είναι μια πόλη

    Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους και υπόνομους,
    γεμάτη αγίους, ήρωες, ζητιάνους, παλαβούς,
    γεμάτη κοινοτοπίες και ποτά,
    γεμάτη βροχή αστραπές και περιόδους
    ξηρασίας, ένα ποίημα είναι μια πόλη εμπόλεμη.
    Ένα ποίημα είναι μια πόλη που ρωτάει γιατί το ρολόι,
    ένα ποίημα είναι μια πόλη παραδομένη στη φωτιά.
    Ένα ποίημα είναι μια πόλη κατεχόμενη,
    τα κουρεία της γεμάτα με κυνικούς μπεκρήδες.
    Ένα ποίημα είναι μια πόλη όπου ο Θεός διατρέχει
    τους δρόμους με άλογο, γυμνός, σαν τη Λαίδη Γκοντίβα,
    εκεί που σκύλοι γαβγίζουν μες στη νύχτα, κυνηγώντας
    τη σημαία, ένα ποίημα είναι μια πόλη ποιητών,
    σχεδόν όλοι όμοιοι μεταξύ τους,
    και ζηλιάρηδες, και πικρόχολοι.
    Ένα ποίημα είναι τώρα αυτή η πόλη,
    50 μίλια πιο πέρα από το πουθενά,
    στις 9.09 το πρωί,
    η γεύση του ποτού και του τσιγάρου,
    δίχως αστυνόμους, δίχως εραστές στους δρόμους,
    αυτό το ποίημα, αυτή η πόλη, τις πόρτες της κλείνει,
    οχυρωμένη, σχεδόν αδειανή,
    πένθιμη δίχως δάκρυα, γερνώντας δίχως λύπηση,
    τα άγρια βουνά,
    ο ωκεανός σαν φλόγα μαβιά,
    ένα φεγγάρι που τη δόξα του στερείται,
    μια αμυδρή μουσική από τσακισμένα παράθυρα.
    Ένα ποίημα είναι μια πόλη, ένα ποίημα είναι ένα έθνος,
    ένα ποίημα είναι ο κόσμος.
    Και τώρα ετούτο βάζω κάτω από το μικροσκόπιο,
    ο παλαβός εκδότης να το αξιολογήσει
    και η νύχτα είναι αλλού
    και γριές κατάκοπες στέκονται στη σειρά,
    στις εκβολές οι σκύλοι σε παράταξη,
    οι σάλπιγγες αναγγέλουν κρεμάλες,
    καθώς ασήμαντοι άνθρωποι κομπάζουν,
    για πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν.

    ( Charles Bukowski )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Επιθυμίες

    Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
    και τα κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
    με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά --
    έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
    χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
    της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

    ( Κωνσταντίνος Π. Καβάφης )
     
  11. Την είδα στο ποτάμι

    Κυλάει το ποτάμι, χλωμό και ήσυχο.
    Ανάμεσα σε δέντρα και βήματα οδοιπόρων.
    Προσόψεις σπιτιών το ακολουθούν
    σαν σιωπηλοί, πέτρινοι άγγελοι.
    Έχουν χρώμα σκοτεινό κι ένα μορφασμό εγκατάλειψης.

    Εκεί την είδα. Μαυροφορεμένη
    και τα μαλλιά της να κυματίζουν. Μ’ ένα σακίδιο
    στον ώμο. Έχοντας μέσα την ψυχή της,
    ένα ζώο παράξενο κι άγριο