Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ
    Σύλβια Πλαθ


    Στην αγορά στοιβάζουν τα ξερόκλαδα.

    Μια λόχμη απο σκιές είναι φτωχό πανωφόρι. Κατοικώ

    Το κέρινο ομοίωμα του εαυτού μου, ένα κορμί κούκλας.

    Η νόσος ξεκινά εδώ: είμαι ένας χάρτινος στόχος για μάγισσες.

    Μόνον ο διάβολος μπορεί να νικήσει το διάβολο.

    Στον μήνα των κόκκινων φύλλων, εγώ ανεβαίνω σε μια κλίνη από φωτιά.


    Είναι εύκολο να κατηγορήσεις το σκοτάδι: το στόμα μιας πόρτας,

    Την κοιλιά του κελαριού. Έσβησαν το πυροτέχνημά μου.

    Μια μαυροντυμένη κυρία με κρατά σ` ένα κλουβί για παπαγάλους.

    Τι μεγάλα μάτια που έχουν οι νεκροί !

    Έχω στενές σχέσεις μ` ένα μαλλιαρό πνεύμα.

    Καπνός περιστρέφεται από το ράμφος αυτού του άδειου λαγηνιού.


    Αν μείνω μικρή, δεν θα προξενήσω καμμιά βλάβη.

    Αν μείνω ακίνητη, δεν θ` ανατρέψω τίποτα. Έτσι είπα,

    Καθισμένη κάτω απ` το καπάκι, μικροσκοπική και αδρανής σαν κόκκος ρυζιού.

    Ανάβουν τα μάτια της κουζίνας, ένα , ένα.

    Είμαστε γεμάτοι άμυλο, οι μικροί λευκοί μου σύντροφοι. Μεγαλώνουμε.

    Πονάει στην αρχή. Οι κόκκινες γλώσσες θα διδάξουν την αλήθεια.


    Μητέρα των σκαθαριών, μόνο χαλάρωσε του χεριού σου το σφίξιμο:

    Θα πετάξω μέσα απ` το στόμα του κεριού σαν άκαυστη πεταλούδα της νύχτας.

    Δώσε πίσω τη μορφή μου. Είμαι έτοιμη να ερμηνεύσω τις ημέρες

    Που ζευγάρωσα με τη σκόνη στη σκιά μιας πέτρας.

    Οι αστράγαλοί μου φωτίζονται. Λάμψη ανέρχεται στους μηρούς μου.

    Είμαι χαμένη, χαμένη, μέσα στις εσθήτες τέτοιου φωτός.


    Μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπουλου
     
  2. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    ο Νερωνας πλήττει



    Δεν ανησύχησε ο Νέρων

    σαν διάβασε την είδηση στην πρωινή εφημερίδα:


    Γράμματα μαύρα: Τραγικό δυστύχημα –

    θύμα ένα παιδί των φαναριών.

    Γράμματα μαύρα – μικρότερα:

    έγινε στις 9:30 το πρωί του Σαββάτου

    στη διασταύρωση των οδών Χι και Ψι, στη συνοικία Δέλτα.

    Γράμματα ψιλά – ψείρες που λέμε:

    Δημοσίας χρήσεως φορτηγό παρέσυρε και σκότωσε

    ένα 5χρονο κορίτσι, καταγωγή αλβανική ή τσιγγάνικη

    (κάτι τέτοιο τέλος πάντων)

    τα στοιχεία του οποίου δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί.

    Το παιδί μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο

    στο νοσοκομείο Αγία Σοφία,

    όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.


    Όχι, δεν ταράχτηκε ο Νέρων από την είδηση –

    ένα ειδησάριο ήτανε της όγδοης σελίδας·

    δεν αφορούσε κανέναν.


    Έκλεισε την εφημερίδα και φόρεσε το σακάκι του.

    Μια ακόμη ίδια μέρα τον περίμενε.

    Έπρεπε να γυρίσει ξανά μανά σε σχολεία και εργοστάσια,

    έπρεπε να ξαναεξηγήσει την αλληλουχία των γεγονότων.

    Ας πούμε:

    τι θα πει Ιστορία, γιατί ο Πόλεμος είναι Ειρήνη,

    γιατί τα ζώα δεν είναι ίσα

    και οι βομβαρδισμένοι έχουν πάντοτε άδικο,

    γιατί καπνίζουν οι καμινάδες

    των στρατοπέδων.


    Κάποτε

    (στα πρώτα χρόνια τούτων των εξηγήσεων)

    η δουλειά ήσανε δύσκολη πολύ:

    Οι μαθητές όλο ρωτούσαν και οι εργάτες

    ήσαν εριστικοί και αχάριστοι –

    βρίζαν και φτύναν τον ομιλητή.

    Μα συνηθίζουν, μάτια μου, όλοι συνηθίζουν,

    (η επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως)·

    πλέον κοιτούνε το ρολόι στα κλεφτά,

    βιάζονται να τελειώσουν, να προλάβουν

    θέση καθημένου στο μετρό.


    Και μ’ αυτά και με κείνα

    γίνηκε ρουτίνα η δουλειά του Νέρωνα.


    Ήπιε μια τελευταία γουλιά από τον καφέ του

    και πήγε προς την πόρτα μονολογώντας:

    Τι να τα κάνεις και τούτα τα παιδιά των δρόμων

    που πετιούνται στου αυτοκινήτου σου τις ρόδες;

    Να τα προσέχουν οι γονιοί τους –

    κι άμα δεν είχαν να τα θρέψουν, να μην τα γεννούσαν…


    Αυτά σκεφτόταν και έπληττε αφόρητα.

    Και σήμερα θα μιλούσε για νούμερα και στατιστικές,

    για τους μεγαλειώδεις στόχους του μέλλοντος –

    για τα ίδια και τα ίδια.

    Θα ξεκινούσε με ένα προγραμματισμένο αστείο,

    έτσι για να σπάσει ο πάγος.

    Κανείς δεν θα τον ρωτούσε

    τι απέγινε ένα σκοτωμένο κορίτσι πέντε χρονών

    στα αζήτητα του Νοσοκομείου.


    Τι κρίμα, συλλογιέται·

    μια τέτοια ερώτηση θα έσπαγε την πλήξη·

    μια τέτοια απάντηση θα είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον.


    (Αυτά ο Νέρων.

    Και στην Ισπανία ο Γάλβας,

    ο γέροντας, ο εβδομήντα τριώ χρονώ,

    παίζει πρέφα στο καφενείο

    και συζητά για την αγωνιστική ανάκαμψη της Μπαρτσελόνα.)

    Θανάσης Τριαρίδης
     
  3. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Όχι, δεν είναι προσευχή,
    είναι η Αφροδίτη με τα δρεπάνια

    Προφανώς ήταν αλαφροήσκιωτος έτσι κι αλλιώς,
    κάπνισε κι εκείνο το τζόιντ (του το 'δωσαν για μαροκινό),
    ήρθε κι έδεσε το γλυκό.
    Το ξημέρωμα τον βρήκε ολομόναχο,
    τάχα σε μιαν πράσινη θάλασσα,
    με κοχύλια και Ζέφυρους και τα παρόμοια,
    και στο κέντρο ήτανε, λέει, η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι,
    ντυμένη μονάχα με τα δρεπάνια της,
    και του μιλούσε και του έλεγε αυτά τα λόγια:

    Έλα, μέσα στην πρωινή πάχνη,
    μέσα στην αποφορά των φόνων της νύχτας,
    στις αναθυμιάσεις των αερίων,
    στην πόλη με τις πυροβολημένες κερασιές,
    στο περιβόλι με τα σφαγμένα λεμόνια,
    και τα αηδόνια που βαλσαμώθηκαν από αγάπη,
    έλα, τότε που οι βιγλάτορες πια θα μελαγχολούνε,
    τότε που οι μπακάληδες θα έχουν ήδη κοινωνήσει,
    και οι παπάδες θα έχουν αδειάσει το δισκοπότηρο
    (το δίχως άλλο – τόσο εκκλησίασμα στέκει συνωστισμένο αποβραδίς),
    τότε που όλοι πια θα κοιμόμαστε με άχνη ζάχαρη στα χείλη,
    έλα, λοιπόν, για να το ντελαλήσεις,
    πως φάνηκε στη δημοσιά η Αφροδίτη με τα δρεπάνια
    πως καλπάζει η μελανή χολή
    κι η μελανότερη αγάπη.

    Ρώτησέ με, λοιπόν, γυνή τι κλαίγεις, ίνα ζητείς,
    για να το καταλάβω ποιος είσαι και τι θέλεις,
    όπως τότε που σ' ακολούθησα στο Ρέμα,
    κι έπειτα ήρθα στη σπηλιά σου με τα φίδια,
    κατόπιν το ρίγος σαν είδα τα πελέκια σου να λάμπουν,
    κι άρχισα να βγάζω τον λαιμοδέτη μου και το πουκάμισό μου,
    να βάλω την καμπύλη του λαιμού μου
    στην καμπύλη του τσεκουριού -
    στο τέλος ένα προπατορικό αμάρτημα,
    παλιότερο από αυτό που ξέρεις,
    ένα δρεπάνι να κόβει τα αρχίδια του Θεού,
    μαστιγωμένη πράσινη θάλασσα,
    με δεκατρία χαράγματα στο μπράτσο της,
    όπως πιλότος παλιών πολέμων που μετράει
    τα αεροπλάνα που έριξε στις μάχες,
    μονάχα το όνομά σου πες μου,
    να ξέρω για ποιον έγινα σάρκα απ' τον αφρό των κυμάτων
    να ξέρω για ποιον βρέθηκα με τα δρεπάνια στα χέρια.

    Έτσι του μίλησε εκείνη η κοπέλα,
    κι ήταν σαν να ζωντάνεψε εκείνη την εικόνα του Ουφίτσι.
    Κι εκείνος δεν τα έχασε,
    μονάχα της απάντησε με καθαρό, ολογάργαρο μυαλό –
    το μαροκινό το τζόιντ που λέγαμε.

    Άκουσέ με, κόρη των αρχιδιών του Θεού,
    δεν υπάρχει προπατορικό αμάρτημα,
    των μαλλιών σου το ανέμισμα έχει κάτι
    που χαλνάει προφήτες και οδηγούς και στάλκερ
    γεννώντας ρίγη, υακίνθους, νούφαρα,
    άνθη του Σκύλου, του Λύκου και του Πάνθηρα,
    τριαντάφυλλα που αυτοθανατώνονται
    την ώρα του οργασμού
    φ ο ρ ν έ β ε ρ.

    Άκουσέ με, κόρη τρεμάμενη απ' την αγάπη:
    Πιστεύω στα μάτια σου,
    όχι σε ακάνθινα στεφάνια
    παρεκτός όσα φορούνται για ομορφιά.
    Πιστεύω στο κόκκινο μουνί σου,
    όχι στα ματωμένα χατζάρια σου,
    πιστεύω στις κόκκινες ρώγες σου,
    όχι στους ματωμένους σταυρούς σου –
    στον πνιγμό μου μέσα στο ολόφωτο πρωινό σου,
    στα λουλούδια που σκουληκιάζουν
    κι όχι σ' αυτά που βαλσαμώνονται
    για να στολίσουν μαστιγώματα και παρελάσεις,
    μπροστά σε Μεγάλους Γόητες και κουκουλοφόρους
    και πλαστικούς κροκόδειλους
    που θα χουγιάξουν τα κουνούπια του βάλτου.

    Κι αν θες να ξέρεις το όνομά μου:
    ήμουν ο Κανένας
    μα εσύ να με φωνάζεις Ραββουνί
    που σημαίνει
    η πούτσα μου είναι πάντοτε σηκωμένη.

    Θανάσης Τριαρίδης - τα μελένια λεμόνια
     
  4. hecate

    hecate Regular Member

    Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις,
    πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
    Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
    μές στή βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί πού γιά πάντα τούς
    σκέπασε τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
    Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους, σ’ ἕνα
    κουπάκι του καφέ, σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ... Ἄς εἶναι
    γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται, ἅς εἶναι γλυκός
    κι ἀνόνειρος.
    Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.

    Αργύρης Χιόνης, «Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη», 1986
     
  5. hecate

    hecate Regular Member



    η ζωή μας είναι σουγιάδες, κατερίνα γώγου

    Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
    σε βρώμικα αδιέξοδα
    σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
    μπάσσο βεστιάριο
    μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
    και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
    Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω, η Πατησίων.
    Η ζωή μας είναι η Πατησίων.

    Εμείς εκεί.
    Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
    την ίδια διαδρομή.
    Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα.
    Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
    Μονάχα όταν βρέχει
    βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
    Η ζωή μας είναι
    άσκοπα λαχανητά
    σε κανονισμένες απεργίες
    ρουφιάνους και περιπολικά.
    Γι' αυτό σου λέω.
    Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
    να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
    Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
    Μη. Βρέχει. Δως μου τσιγάρο.
     
  6. Limit

    Limit Guest

    Συνομιλία-
    Charles Baudelaire

    Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
    μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
    κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
    τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.

    Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
    καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
    ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
    Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.

    Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
    μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
    Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...

    Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
    Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
    κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μια απελπισμένη ζωντάνια

    Ήρθα στον κόσμο την εποχή της αναλογικής.
    Δούλεψα σ’ αυτό τον τομέα σαν μαθητευόμενος.
    Ύστερα ήρθε η αντίσταση κι εγώ
    αγωνίστηκα με τα όπλα της ποίησης.
    Αποκατέστησα τη λογική, και ήμουνα
    ένας πολιτικός ποιητής.
    Τώρα είναι η εποχή της ψυχαγωγικής.
    Μπορώ να γράφω μόνο προφητεύοντας,
    συνεπαρμένος με τη μουσική
    από περίσσεμα σπόρου ή συμπόνιας.


    Αν τώρα επιβιώνει η αναλογική.
    Κι έχει περάσει η μόδα της λογικής
    (μαζί κι η δικιά μου:
    Κανείς δε μου ζητά πια ποίηση), υπάρχει
    η ψυχαγωγική
    (εις πείσμα της δημαγωγίας
    που πάντα είναι περισσότερο κυρία
    της καταστάσεως).
    Γι’ αυτό μπορώ να γράφω για θέματα και θρήνους,
    ακόμη και προφητείες,
    ααν πολιτικός ποιητής, α, ναι, πάντα!.

    Όσο για το μέλλον, άκου:
    Οι γιοι σου οι φασίστες
    θ’ απλώσουνε πανιά για τους κόσμους
    της Νέας Προϊστορίας.
    Εγώ θα στέκομαι εκεί, ααν κάποιος που ονειρεύεται
    το χαμό του, στις όχθες της θάλασσας απ’ όπου ξεκινά η ζωή.
    Μόνος, ή σχεδόν μόνος, στην παλιά παραλία
    ανάμεσα σε χαλάσματα αρχαίων κοινωνιών,
    τη Ραβένα, την Όστια, ή την Βομβάη – είναι το ίδιο – .
    Με θεούς που ξεφλουδίζουν, προβλήματα παλιά
    όπως η πάλη των τάξεων –
    που διαλύονται…

    Σαν ένας παρτιζάνος που πέθανε πριν το Μάη του ‘45.
    Θ’ αρχίσω σιγά σιγά ν’ αποσυντίθεμαι
    μέσα στο εκτυφλωτικό φως αυτής της θάλασσας,
    ποιητής και πολίτης ξεχασμένος.

    ( Pier Paolo Pasolini )
     
    Last edited: 25 Νοεμβρίου 2014
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Αυτούς τους έχω βαρεθεί

    Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
    τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
    που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
    κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
    σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
    τους έχω βαρεθεί.
    Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
    των γραφειοκρατών η φάρα,
    στήνει με ζήλο περισσό,
    στο σβέρκο του λαού χορό,
    στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
    την έχω βαρεθεί.
    Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
    τους γερμανούς τους προφεσόρους,
    που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
    αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
    υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
    τους έχω βαρεθεί.
    Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
    κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
    κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
    με ιδεώδεις υποτακτικούς,
    που είναι στο μυαλό νωθροί,
    μα υπακοή έχουν περισσή,
    τους έχω βαρεθεί.
    Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
    κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
    που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
    αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
    κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
    τον έχω βαρεθεί.
    Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
    υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
    κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
    με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
    σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
    τους έχω βαρεθεί.
    Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
    υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
    κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
    με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
    σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
    τους έχω σιχαθεί.
    Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
    τους έχω σιχαθεί.

    ( Wolf Biermann )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Νύχτες

    Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
    η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
    και θα μπορέσεις ύστερα να πας
    σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
    Όμως όταν τελειώσουν όλα
    τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
    και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
    και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
    Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
    σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
    Θα ‘σαι μονάχος.
    Και τότες θα λογαριαστείτε.
    Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
    Θα ‘σαι μονάχος
    κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
    κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
    Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
    Θά ‘ρθεις, δε γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
    Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

    ( Κώστας Μόντης )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Πάνω απ' ένα νεκρό ποιητή

    Η ποιητική του ψυχή, ωϊμέ, είχε αποχωρήσει
    μεταξύ των μουσικών και γοτθικών ήχων μιας νύχτας.
    Και θαυμάσια ανάμεσα σε μαύρα ξάρτια,
    ο ήλιος έκαμπτε την κιτρινισμένη του καρίνα.
    Τότε ήρθα στην μελαγχολία μου,
    να δω το λείψανο αυτού του θείου ανθρώπου.
    Να δω την ομορφιά, εκεί που διαμορφώνεται σαν οστεοθήκη
    η σκέψη, μεγαλειώδης, λαμπερή κι ανθισμένη.
    Τα όργανα της θάλασσας έκαναν θόρυβο πλήθους,
    τα σκοινιά έβγαζαν ρόγχους σαν βουή κύματος,
    μέσα σε χρυσές φλόγες κεριών που έκλαιγαν.
    Και φωνές υψώνονταν απ' το βελούδο και το χρυσάφι
    του μεγάλου σκάφους, που πομπές κοσμούσαν,
    υπό τους γλυκύτατους ήχους των φλάουτων του θανάτου.

    ( Antonin Artaud )


    * "Απόδοση" στα ελληνικά, Tenebra_Silente
     
    Last edited: 3 Δεκεμβρίου 2014
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    * Πέρασα εννέα χρόνια της ζωής μου στο ψυχιατρείο και δεν είχα ποτέ την έμμονη ιδέα ν' αυτοκτονήσω.
    Ωστόσο, κάθε συνομιλία με τον ψυχίατρο, κάθε πρωί στην ώρα της επίσκεψής του, μ' έκανε να θέλω να κρεμαστώ.
    Όταν συνειδητοποιούσα ότι δεν ήμουν σε θέση, να του κόψω τον λαιμό...

    ( Antonin Artaud )

    --------------------------------------------------------------------------------------------------------

    Ο ήλιος


    Σε κάποιο μέρος της Πενσυλβανίας η Άννα Μέρακ δουλεύει σαν βοηθός ήλιου.
    Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, πάντα είχε αυτή την αρμοδιότητα.
    Κάθε πρωί η Άννα σηκώνει τα χέρια της και δίνει ένα σπρώξιμο
    στον ήλιο, ώστε να εμφανιστεί στον ουρανό.
    Και κάθε βράδυ κατεβάζει τα χέρια της, ώστε να δύσει στον ορίζοντα.
    Ήταν πολύ μικρή, απ' όταν επιλήφθηκε των καθηκόντων της και δεν απέτυχε ποτέ.
    Εδώ και μισό αιώνα, η διάγνωση την κατατάσσει στους τρελούς.
    Από τότε, η Άννα, έχει περάσει από πολλά άσυλα.
    Την έχουν αναλάβει πολλοί ψυχίατροι κι έχει καταπιεί τεράστιες ποσότητες χαπιών.
    Ποτέ δεν κατάφεραν να την θεραπεύσουν.
    Είναι ακόμα ευτυχισμένη.

    ( Eduardo Galeano )
     
    Last edited: 4 Δεκεμβρίου 2014
  12. Siren_Peisinoe

    Siren_Peisinoe Ανενεργή επί του παρόντος.

    "Γδύσου.
    Δείξε μου τα νύχια σου,
    τα δόντια σου,
    ας κομματιαστούμε,
    ας γευτούμε,
    ας ματώσουμε σάρκα.
    Ώσπου να κοκκινίσουν τα μάγουλα της νύχτας,
    ώσπου η σελήνη να δαγκώσει τα χείλη αμήχανη,
    να βρέχει ανάσες κι αγκομαχητά,
    να μην ξέρουμε πια
    ποιος είναι ποιος.
    Θέλω να βυθιστώ στις φλέβες σου,
    ν´ αναστενάζεις κόκκινο
    και μαύρο
    και πορτοκαλί
    πάνω στο δέρμα μου,
    αγαπημένη.
    Είναι το στόμα σου το σπίτι μου
    κι εγώ ξενιτεμένος που βρίσκει
    τ´ άσπρα σκαλιά των δοντιών σου
    ν´ ανέβει πάλι τη ζωή του..."

    Σταύρος Σταύρου, Γράμματα στην αγαπημένη