Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. François Frédéric

    François Frédéric Regular Member

  2. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Δάκρυα

    Δάκρυα! Δάκρυα! Δάκρυα!
    Μέσ΄ την ερμιά και μέσ΄ τη νύχτα, δάκρυα,

    Που πέφτουν, πέφτουν στάλα – στάλα στο λευκό ακρογιάλι κι η αμμουδιά τα πίνει,
    Δάκρυα και μήτ΄ έν΄ άστρο που να λάμπει όλα άνελπα και μαύρα,
    Δάκρυα που τρέχουν απ΄ τα υγρά τα μάτια μιανής μορφής με σκεπασμένο πρόσωπο·
    Ω ποια είν΄ αυτή η σκιά; Η οπτασία αυτή που κλαίει μέσ’ τα σκοτάδια;
    Ποιος όγκος άμορφος, εκεί, είναι τος σκυφτός στην αμμουδιά;
    Κύματα δάκρυα και λυγμοί, αγωνίες που μέσα πνίγονται κραυγές τρελλές.
    Μην είσ΄ εσύ, εσύ τάχα, ενσαρκωμένη τρικυμία, που υψώνεσαι έτσι και περνάς στον όρμο βιαστικά!
    Ω τρικυμία νυχτερινή, πένθιμη κι αγριωπή, με τον αγέρα σου – όλο σπασμούς κι αλλοφροσύνη!
    Ω σκιά τόσο ήρεμη κι αξιόπρεπη τη μέρα, με το γαλήνιο πρόσωπό σου και με την ταχτικιά περπατησά σου
    Όμως τη νύχτα, άμα κανένας δε σε βλέπει και ξεσπάς – σε τι αβάσταχτον ωκεανόν μεταμορφώνεσαι,
    Από δάκρυα! δάκρυα! δάκρυα!

    Ουώλτ Ουίτμαν

    Από τη συλλογή Φύλλα Χλόης, 1855
    Απόδοση Ναπολέων Λαπαθιώτης
     
  3. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Έρχομ' εγώ...

    Έρχομ᾿ εγώ, φτάνω εγώ προς Εσένα!

    K᾿ έτσι σε ημέραν ηλιόκαλην όπως
    το βραδινό ξαφναπλώνουμε σκότος
    κλείνοντας γύρω μας κάθε φεγγίτη
    για να χαρούμ᾿ εκεί απάνου στον τοίχο
    κάποιους ριγμένους μ᾿ έν᾿ άλλο φως ήσκιους,
    έτσι στο φως της ζωής μου ένα σκότος
    έξαφν᾿ απλώνω.
    Της είπα της Νύχτας:
    ―Kλέφτρα, δεν τρέμω, να ψάξω σε στάσου.―
    K᾿ έκλεισα μέσα μου κάθε φεγγίτη
    για να χαρώ ξανοιγμένον απάνου
    στου μυστηρίου τον αγκρέμιστο τοίχο,
    ω! τον ολόφωτον ήσκιον, Εσένα!

    Και της καρδιάς: ―Ξερριζώσου, της είπα,
    και της βουλής μου: ―Παράλυτη πέσε!
    Σβύσου! Της μνήμης, της γνώμης: Κοιμήσου!
    Τη φαντασία την έπνιξα, σπρώχνω
    κάθε χαρά στο γκρεμό, κάθε λύπη
    τη μαχαιρώνω, κι ολάγρια μαδώντας
    ποδοπατώ της αγάπης τα ρόδα.
    K᾿ έκραξα: ―Μάτια, κλειστήτε, και χείλη
    μου, βουβαθήτε, κι αυτιά, μην ακούτε.
    Κι όταν το είναι μου ολόγυμνον, άλλο,
    ξένο και απ᾿ όλα του γύρω και ολούθε
    σαν από αέρα και σαν από λαύρα
    το γοργοφύσημ᾿ ακράτητο πήρε
    προς τ᾿ αξεδιάλυτου χάους το δρόμο,
    είπα:
    ―Eσύ τώρα, Εσύ τώρα, Εσύ τώρα,
    γίνε Καρδιά, Φαντασία και Μνήμη,
    δείξου Βουλή, γλυκοπρόσταξε Γνώμη,
    κάψε με Λύπη, Χαρά φίλησέ με,
    κλείσε μ᾿ εσύ στην αγκάλη σου, αγάπη,
    στόμα μου εσύ και ακοές μου και μάτια.
    Κάμε μ᾿ Εσύ, κλείσου μέσα μου εγώ μου
    και με του είναι μου σμίξου το είναι!

    Κ. Παλαμάς
     
  4. François Frédéric

    François Frédéric Regular Member

  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Χιονόπτωση

    Παρακολουθώντας το χιόνι να καλύπτει το έδαφος, να καλύπτει τον εαυτό του, να καλύπτει οτιδήποτε δεν είσαι εσύ,
    βλέπεις ότι είναι η μετατόπιση προς τα κάτω του φωτός
    πάνω στον ήχο του αέρα που τον παρασύρει
    είναι η πτώση των στιγμών σε στιγμές,
    η ταφή του ύπνου, η κάθοδος του χειμώνα, το αρνητικό της νύχτας.

    ( Mark Strand )

    * Μετάφραση : Ασημίνα Ξηρογιάννη
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο άνθρωπος

    Ο άνθρωπος με τις μπότες
    ήξερε να σκοτώνει τη χαρά:
    την ποδοπατούσε γελώντας.

    Ο άνθρωπος με το καπέλο
    πάντα αγαπούσε τις σκιές:
    τις έκρυβε στη φόδρα του ήλιου.

    Ο άνθρωπος με το παλτό
    τουρτούριζε μπροστά στο τζάκι:
    είχε έναν πάγο στην καρδιά του.

    Ο άνθρωπος με το μακό
    ήταν πάντοτε των άκρων:
    έγραφε ποιήματα χωρίς χέρια.

    Ο άνθρωπος με τα μαύρα
    περπατούσε στο δρόμο σφυρίζοντας:
    μάλλον πενθούσε χωρίς να το ξέρει.

    ( Γιώργος Γκανέλης )
     
  7. maria72

    maria72 The white version

    ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ - Κική Δημουλά

    Άρχισε ψύχρα.
    Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση.
    Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη
    ξοδεύτηκε σε κάποια υδρορροή.
    Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν.
    Ζέστες, η διάθεση για φως,
    λόγια, πουλιά,
    πλαστογραφία ζωής.
    Γονιμοποιούνταν κάθε βράδυ τα φεγγάρια,
    πολλοί διάττοντες έρωτες
    ήρθαν στον κόσμο τον περασμένο μήνα.
    Τώρα η γνωστή ψύχρα
    κι όλα να φεύγουν.
    Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως.
    Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια
    η μία ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη
    με λύπη αυτοδίδακτη.
    Ήδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυση
    κι από τις καλημέρες σου.
    Τα παράθυρα ενδίδουν.
    Το χέρι του μεταβλητού κλείνει τα τζάμια,
    άλλοι λεν ως την άνοιξη,
    άλλοι φοβούνται διά βίου.
    Κι εσύ τι κάθεσαι;
    Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.
    Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:
    «ποιος ξέρει τ᾿ άλλο μου φθινόπωρο;».
    Καιρὸς να γίνεις «τ᾿ άλλο μου φθινόπωρο».
    Άρχισε ψύχρα.
    Ρῖξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας
     
  8. maria72

    maria72 The white version

    ΕΛΕΝΗ - Οδυσσέας Ελύτης
    (απόσπασμα)

    Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
    Μουσκέψανε τα λόγια πού είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
    Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
    Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
    Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα πού οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
    Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρα σου απάνω στα τοπία μας
    Κι είμαστε — σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη —
    Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
     
  9. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Αποχαιρετισμός

    Ρ. Μ. Ρίλκε

    Αποχαιρετισμό ό,τι λεν, έχω νιώσει !
    Πόσο το ξέρω ακόμη : ένα απλήγωτο Κάτι,
    αόριστο και σκληρό, που, μια φορά ακόμη
    δείχνει ένα ωραίο δεσμό και τον παραμερίζει

    και το σκίζει. Πόσο δεν αντιστεκόμουν
    να το ατενίζω, όταν, αυτό, φωνάζοντάς με,
    να φύγω μ’ άφηνε, ενώ έμενε, σα να ‘ταν
    όλες μαζί οι γυναίκες, μικρό και λευκό ωστόσο,

    και μόνο αυτό: ένα νεύμα, που δεν μ’ αφορούσε
    κιόλας πια, αργό και συνεχές,- και μήτε μόλις
    φανερό πια:, μπορεί μια δαμασκηνιά μόνο,
    απ’ όπου κάποιος κούκος πέταξε με βιάση.
     
  10. maria72

    maria72 The white version

    (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923,-Κ.Π.Καβάφης)

    Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —

    αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·

    όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,

    ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,

    οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,

    τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

    εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.
     
  11. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Να μαθαίνεις

    Όταν φτάσεις κάποτε ν’ ανακαλύψεις

    πόσες ακόμα αυταπάτες συντηρούσες
    όταν αναγκαστείς ν’ αναγνωρίσεις
    κι εκείνα που δεν ήθελες να παραδεχτείς
    όταν πέσει και το τελευταίο είδωλο
    που πάνω του στήριζες την πίστη σου
    τότε μπορεί ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις
    πόσο βαθιά πηγαίνουν, πόσο είναι σκοτεινές
    οι ρίζες της καθεμιάς σου πράξης.


    Τίτος Πατρίκιος
     
  12. stratos83

    stratos83 Regular Member

    «Εγώ»

    Νικηφόρος Βρεττάκος


    «Εγώ
    Εγώ, σ’ ένα διάστημα πολλών χιλιετηρίδων.
    Εγώ, σ’ έναν κόσμο που στοιβάζονται οι άνθρωποι
    και διακινούνται καθώς η άμμος. Εγώ,
    κάτω απ’ τον ίλιγγο των έξω απ’ τους ανθρώπους
    αριθμούς ουρανίων σωμάτων.

    Εγώ
    είδα τον ήλιο που ανάτειλε.

    Εγώ ανέβηκα στο βουνό.
    Εγώ είδα τον ουρανό τον κήπο με τα παγώνια.
    Εγώ φόρεσα την κόκκινη ή τη μαύρη γραβάτα.
    Εγώ διαμαρτυρήθηκα στην αστυνομία.
    Εγώ είχα φίλο τον Άι-Γιώργη και τους συγγενείς του.
    Εγώ καθάρισα το αίμα των νεκρών και φύτεψα στη θέση του
    τίμιο χορτάρι. Εγώ φόρεσα το καπέλο μου
    κάτω απ’ τον μέγα ουρανό και σεργιάνισα.

    Εγώ ένιωσα, εγώ άκουσα, εγώ είδα
    και σείς μπορέσατε να μη με βαρεθείτε
    σαράντα χρόνια ολόκληρα!

    Εγώ κούρντισα το ρολόι.
    Εγώ τράβηξα την κουρτίνα.
    Εγώ συνομίλησα με των άλλων το πεπρωμένο.
    Εγώ ξέχασα τις πυτζάμες μου στο ξενοδοχείο Σάντα-Μαρία.
    Εγώ μέτρησα τα χρώματα των λουλουδιών στο Πόρτο
    Γερμενό την Άνοιξη.

    Εγώ είπα στο στρατιώτη να λυπηθεί τη γυναίκα.

    Εγώ μάζεψα τα βότσαλα στη θάλασσα πίσω απ’ το Λένιγκραντ.
    Εγώ μεσολάβησα στο Θεό να ταχτοποιήσει τις εκκρεμότητες
    με το πλάσμα του.

    Εγώ κούρεψα τον έφηβο των Αντικυθήρων.

    Εγώ φόρεσα τις κάλτσες μου ανάποδα.
    Εγώ σκέφτηκα, εγώ έκαμα, εγώ είπα
    και σεις μπορέσατε να μη με βαρεθείτε
    σαράντα χρόνια ολόκληρα.

    Έπρεπε μόνος μου
    να το κυνηγήσω με το μαχαίρι, να το γκρεμίσω, ανάσκελα
    και να το ρίξω στο ποτάμι το ίδιο που κυλάει
    όλα τα περιττά του κόσμου, κατεβάζοντας,
    απ’ όλα τα σημεία, σε όλες του τις διευθύνσεις,
    τις κάπνιες, τα μαζούτ, και τα πολιτικά σκουπίδια»