Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Χώρες του ήλιου
    και δεν μπορείτε ν'αντικρίσετε τον ήλιο.
    Χώρες του ανθρώπου
    και δεν μπορείτε ν'αντικρίσετε τον άνθρωπο.

    Σεφερης
     
  2. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς

    Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς,
    πάντοτε βρέχει.

    Όλα τα βλέπεις να τρεμίζουν δυσδιάκριτα
    πίσω από ’να τζάμι
    που το χτυπάει ανήλεη η βροχή.
    Κάνεις να το σκουπίσεις
    μα το νερό,
    αμέσως πάνω απ’ τ’ άλλο το νερό
    όλο και το θαμπώνει πιο πολύ
    καθώς απομακρύνεται στο δρόμο
    έν’ απολύτως ακαθόριστο περίγραμμα
    και να! θολό, που κοντοστέκει λίγο
    πριν διαλυθεί μες στη βροχή.

    Βρέχει στους χωρισμούς.
    Ακόμα και ν’ αστράφτει κάτω απ’ το φως,
    ο κόσμος όλος
    περίεργο! Βρέχει,
    πάντοτε βρέχει.

    Σταύρου Βαβούρη
     
  3. kaissa

    kaissa Regular Member

    "Ήμουν βουνό
    ήσουν θάλασσα
    κι άλλο τρόπο δεν είχαμε να έλθουμε κοντά.
    Έκανες εσύ τα όνειρά σου βροχή και χιόνι
    κι έκανα τα όνειρά μου ρέματα και ποτάμια
    κι έτσι μένουμε
    δεμένοι με το νερό των ονείρων".

    Γιάννης Καλπούζος
     
  4. ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ

    Γιʼ αυτό και το ένστικτο
    πολλές φορές χορταριάζει
    όταν κυριαρχεί η συνήθεια

    Και μην προεξοφλείς ποτέ
    τι θα γίνει από εδώ και πέρα
    η ροή της μέρας ελεγχόμενη
    για τη νύχτα δεν έχω στοιχεία
    εκτός από σπασμένα τζάμια
    και το βερνίκι στο πάτωμα

    Απολογισμούς δεν κάνω πια
    κατʼ επανάληψη έχω δηλώσει
    πως οι λέξεις είναι εφιάλτες
    που κουβαλάνε μικρόβια


    Η τελεία θα ήταν μια λύση
    – άνω ή κάτω αδιάφορο –
    αρκεί βέβαια να υπάρχει

    Γιώργος Γκανέλης
     
  5. Θα σου πω για καλημέρες απόψε
    Για κείνα όλα που στο μυαλό σου χωνεύτηκαν
    κι ήρθε πια η ώρα να ξεράσεις
    στο νιπτήρα τον ξημερωμένο.

    Οι φωτιές,
    χορεύουν όταν σφίγγεις τις κόρες σου,
    να ξυπνήσεις με σημάδια πίσω απ' τα βλέφαρα,
    πυγολαμπίδες που το ‘σκασαν από όνειρα.
    Ακολούθησε τα ίχνη τους,
    τα βήματά σου να πατήσεις ξανά.
    Να βρεις τον τόπο
    που προσπαθείς ως το ξημέρωμα να ξεχάσεις.

    Έλα σου λέω,
    να δεις πόσα γράφει η σάρκα,
    πόσα ακόμα έμειναν
    μετά τις γρατζουνιές,
    αυτές που τράβηξες
    μπας και σβηστούν τα ίχνη.
    Τα ίχνη από τις μέρες στα χαρακώματα,
    από τις χαρακιές στα χαράματα δίπλα,
    τις χαριστικές βολές που σ’ άφησαν να χαροπαλεύεις,
    δεμένος μ’ όλο τον σπάγγο του χαρταετού
    στο λαιμό σου.

    ..

    Χρειάζονται δύο άνθρωποι. Δυο τουλάχιστον.
    Ένας να φτιάχνει τις λέξεις κι ένας να τους βάζει φυτίλι, να τις ανάβει και να τις πετάει.
    Αλλά τι σας λέω κι εσάς, σάμπως πεινάσατε ποτέ τόσο ώστε να μπείτε ολόκληροι μέσα σ’ έναν άλλο άνθρωπο;

    Ίσως αν καείτε,
    να μάθετε.

    Να σας μάθω για πείνα λοιπόν.
    Ή για βουτιές σε σώματα ξένα,
    από κείνες που γραπώνεσαι από φλέβες κι όργανα,
    να δεις τι έχουν να σου πουν
    για το βράδυ που ξεκίνησε.
    Και για φωτιές,
    να κλείσετε λίγο περισσότερο τα μάτια σας.

    Μάθημα πρώτο.
    Μαζί τα μάθαμε.
    Κι αν φάγαμε κάτι,
    δεν ήταν τίποτ’ άλλο από τα μούτρα μας.
    Κι αυτά θα συνεχίσουμε να τρώμε.
    Μαθητευόμενοι μάγοι αλλά όπως λέει κι ο σοφός
    «αν δεν φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις»
    Κι από παιδί
    φωτιές ονειρευόμουν.

    Ξέρεις,
    απ’ αυτές που σε τυλίγουν,
    να χεις μέρα κι όταν κλείνεις τα βλέφαρα,
    όταν ζητάς το τομάρι σου να σώσεις.
    Μα, όσο το σκέφτεσαι ξανά,
    είναι φορές που σε προκαλουν
    να χορέψεις μέσα τους,
    να μάθεις πόσο το δέρμα σου αντέχει.

    Αντοχή υλικού,
    μάθημα δεύτερο.

    Την αντοχή των ανθρώπων θα ‘πρεπε να μετράμε.
    Πως η αντοχή μετριέται, θα μου πεις.
    Κοιτώντας το δέρμα μας.
    Όσο πιο πολλές χαρακιές,
    όσες περισσότερες πληγές,
    τόσο πιο πολύ αντέχει.
    Οι άλλοι, οι σκληρότεροι, αιμορραγούν απ’ τα μέσα.
    Και φεύγουν πρώτοι.

    Δημήτρης Γκιούλος – Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας

     
  6. widowmaker

    widowmaker Guest

    Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
    πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
    γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
    και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί

    μ’ όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
    Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
    ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν’ έτοιμες να πουν,
    αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,

    ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
    ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
    Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
    χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.

    Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
    το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,
    και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
    ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
    να δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει
    μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.Σαρλ Μπωτλαιρ  
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Εγκαταλελειμμένα στην αγκαλιά του σκοταδιού

    Εγκαταλελειμμένα στην αγκαλιά του σκοταδιού,
    βουνά
    μου μαθαίνετε την αναμονή:
    την αυγή-εκκλησίες
    θα γίνουν τα δάση μου.
    Θα καίω-κερί πάνω στα λουλούδια του φθινοπώρου,
    λιπόθυμη στον ήλιο.

    -----------------------------------------------------------------------------

    Δον Κιχώτης

    Ι

    Στην πόλη
    άξαφνες σιωπές.

    Χάσματα
    μ' ένα αόριστο χαμόγελο
    τα σύνορα:
    γνωρίζεις τ' αγκάθια όλων των φυλλωσιών.

    Και πηγαίνεις,
    πέρα απ' τις ζεστές αναπνοές των ανθρώπων,
    ο ύπνος μετά τις αγάπες,
    τη δύσπνοια και τη φυλάκιση.

    Στον πέτρινο δρόμο που είναι γαλάζιος
    σαν τα λινά στεφάνια,
    απελευθερωμένη
    τραγουδάς τρέχοντας:

    Αλλά κλείνεις τα μάτια,
    καθώς στο βάθος του ουρανού
    τα λευκά φτερά των μύλων
    σχίζονται στον άνεμο.

    ΙΙ

    Κορδέλες
    απ' τη ζοφερή γη
    σε φτάνουν
    τρομοκρατημένες κραυγές:

    Ενώ σ' ακολουθούν,
    στο αχανές φτερό
    να περιστρέφεται
    η σταύρωση σου.

    ( Antonia Pozzi )

    * Απόδοση στα ελληνικά....T_S
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Οι ρίζες

    Πια, μετά απ' αυτή την ώρα δεν θα έρθει κανείς.
    Έτσι είμαστε ακόμη μονάχοι, αγάπη,
    και γι' αυτή την ξεκούραση βλέπεις

    στο μοναδικό υπάρχειν, στ' όριο
    που έχει του ανέμου το χέρι σου
    σαν το τριαντάφυλλο στη νύχτα του λαχανόκηπου,

    πόσο μας τρυπά, πως σχεδιάζεται
    αληθινή και στον εαυτό της φτάνει καθαρή
    η τρομερή ιστορία αλλ' άξια μας

    πως ο κόσμος ήταν. Τώρα στο βάθος της γης
    κρύβεται το τρυφερό νερό
    που ρίχνεις στ' αθώα φυτά.

    -----------------------------------------------------------------------

    Πέρα απ' την ελπίδα

    ( Απάντηση στον Pasolini )

    III

    Όχι η ελπίδα σου λέω, η πεινασμένη
    σκύλα που δεν χορταίνει ποτέ
    και αλητεύει στα σύνορα. Εσύ γνωρίζεις
    πόση με κείνη γιορτάζεται ντροπή,
    πόση με κείνη δειλία.
    Μια φορά να ελπίζεις, ήταν να ελπίζεις
    αέρα αγάπης ή ραθυμίας ή εξοχής
    η παιδικής ηλικίας αναστημένης ή ένα κλάμα ή μια θάλασσα
    όπου ξεπροβάλλει ένα πανί, ένα βουνό
    καφέ απ' την απόσταση, μια πόλη
    όπου να χαθείς ήσυχα. Αργά, ένα βήμα
    μετά το άλλο, άλλαξε, σβησμένα τα γελοία
    σύμβολα, εκείνοι οι μύθοι, ήπια καθαρτήρια.
    Και η ελπίδα τώρα είναι τρεμουλιαστό βήμα
    κτήνους, μέσα μας, που έρχεται και φεύγει.

    Ονειρεύεσαι ανάμεσα στα σώματα και πιστεύεις στο αίμα τους
    καλό να το πιεις, στη θερμότητα
    δειλή και γλυκιά. Περπατάς κρίνοντας
    μη κρίνοντας, ποτισμένος
    απ' άλλους, για να ταπεινωθείς και, στο βάθος, να κερδίσεις.
    Δεν είναι το φταίξιμο που δίνει γεύση σ' αυτή
    την περιπλάνηση στα γλυκύτατα σκοτάδια
    των πάρκων, των μπαλκονιών, των αψίδων,
    οι ξερές νύχτες, δεν είναι περισσότερο απ' ένα ρόγχο
    για να θυμηθείς. Είσαι μόνος και είναι κείνο
    που θέλεις...
    Όμορφη ψυχή που μαστιγώνεται! Η φωτιά
    του να είσαι άθλιος και να γλείφεις τη κνήμη,
    ο σπασμός σε τεντωμένα νεύρα, το βραχνό
    ευχαριστώ και η πιστή ανάσα στο τελευταίο
    παράπονο, εσύ το γνωρίζεις καλά, δεν είναι
    παρά εκθρονισμένη οργή του απείρου
    εξουσία που στον εαυτό της μονάχα στον ύπνο πιστεύει.
    όταν όποιος κοιμάται, η αναπνοή του σφίγγει
    τα δόντια του πατέρα του κάτω απ' το πόδι
    και με σκιές της σάρκας γίνεται βασιλιάς.

    ( Franco Fortini )

    * Απόδοση στα ελληνικά...T_S
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μια φορά μόνο

    Μια φορά μόνο γνώρισα το νόημα της ζωής.
    Στη Βοστόνη, κάπως αιφνίδια, κατάλαβα'
    περπάτησα εκεί, κατά μήκος του ποταμού Τσαρλς,
    παρακολούθησα τα φώτα ν'αντιγράφουν τον εαυτό τους,
    όλα να περιέχουν νέον και καρδιά στροβοσκοπίου, ν'ανοίγουν
    τα στόματα τους πλατιά σαν των τροβαδούρων της όπερας'
    μέτρησα τ' άστρα, τους μικρούς μου επιστρατευτές,
    τις όμορφες ουλές μου, και ήξερα ότι συνόδευα την αγάπη
    προς τη σκιερή πράσινη όψη του, και έκλαψα
    την καρδιά μου στ' αμάξια που κινούνταν ανατολικά, και έκλαψα
    την καρδιά μου στ' αμάξια που κινούνταν δυτικά, και πήρα
    την αλήθεια μου απέναντι στη μικρή λοξή γέφυρα
    και βίασα την αλήθεια μου, τη γοητεία της, να πάει στο σπίτι
    και έκρυψα τούτα' δω τα πιστά για το πρωί
    μόνο για να τα βρω απόντα.

    ( Anne Sexton )

    * Μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου
     
  10. ..Το βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ
    το ξεφυλλίζει κάποιος μέσα μου τις νύχτες
    ακούω το θρόισμα των απαλών σελίδων του
    μυρίζω το άρωμα του μουχλιασμένου του χαρτιού
    αφουγκράζομαι τον φλοίσβο της μελάνης
    πίσω από τις γραμματοσειρές του.


    Οι ιστορίες του αλλάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα
    οι τόποι διαρρέουν
    οι ήρωες αυτοκαταστρέφονται
    κανείς δεν φτάνει στο τέλος του βιβλίου
    ξεβράζονται στην πορεία και κυλούν
    με τη μορφή ζεστών δακρύων από τα μάτια μου
    με τη μορφή ιδεογραμμάτων που αχνίζουν στον αέρα.
    Κάποιος καίει πότε-πότε
    τα φύλλα του βιβλίου για να ζεσταθεί
    έξω λευκή σαν χιονοθύελλα η σιωπή του χαρτιού
    μέσα η κόλαση των λέξεων.


    Το βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ
    με περιμένει κάθε νύχτα
    δίπλα στο ραγισμένο φως του πορτατίφ
    πάνω στο σκεβρωμένο κομοδίνο
    κάτω απ’ το δέρμα.

    Κατερίνα Καριζώνη
     
  11. Lykan

    Lykan Broken Soul of Lust

    Ένας θρύλος του 19ου αιώνα λέει ότι η Αλήθεια και Το Ψέμα συναντήθηκαν κάποτε. Το Ψέμα καλημέρισε την Αλήθεια της είπε «Ωραία μέρα σήμερα». Η Αλήθεια για να βεβαιωθεί κοίταξε γύρω και τον ουρανό και όντως η μέρα ήταν ωραία.

    Περπάτησαν για λίγο ώσπου έφτασαν σε ένα μεγάλο πηγάδι γεμάτο νερό. Το Ψέμα βούτηξε το χέρι του στο νερό και γυρίζοντας στην Αλήθεια της είπε «Ωραίο και ζεστό το νερό. Θες να κολυμπήσουμε μαζί»? Και πάλι η Αλήθεια ήταν καχύποπτη. Δοκίμασε όμως με το χέρι της το νερό και πράγματι ήταν ζεστό. Μπήκαν λοιπόν και οι δυο τους στο νερό και κολυμπούσαν για αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά το Ψέμα, βγήκε από το πηγάδι, φόρεσε τα ρούχα της Αλήθειας και εξαφανίστηκε.

    Η Αλήθεια θυμωμένη βγήκε γυμνή τρέχοντας παντού ψάχνοντας για το Ψέμα να πάρει τα ρούχα της. Ο κόσμος που την έβλεπε γυμνή, γύριζε το βλέμμα του αλλού είτε από ντροπή είτε από θυμό. Η φτωχή Αλήθεια ντροπιασμένη γύρισε στο πηγάδι και χώθηκε εκεί για πάντα.

    Έκτοτε το Ψέμα γυρίζει ανενόχλητο ντυμένο σαν Αλήθεια ικανοποιώντας τα τερτίπια του κόσμου, ο οποίος με κανένα τρόπο δεν θέλει να δει τη γυμνή Αλήθεια.

    (Ο πίνακας με την Αλήθεια να βγαίνει από το πηγάδι είναι του Γάλλου Jean-Léon Gérôme, 1896)
     

    Συνημμένα Αρχεία:

  12. ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ

    Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο.
    Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά
    και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
    Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

    Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
    Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

    Κι απʼ το βάθος
    φαίνεται να προβαίνει αργά
    ο απρόσκλητος επισκέπτης.

    Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο
    και το πρόσωπο αθέατο.
    Κρυμμένο πίσω απʼ τα φύλλα.

    Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
    Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μʼ ένα φόβο αόριστο.

    Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
    Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

    Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
    αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
    Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

    Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
    Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
    Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
    Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

    Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σʼ όλα τα πρόσωπα.

    Θανάσης Κωσταβάρας
    Από το «ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ» – 1993