Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     
    Σηκώθηκε όλη η γη
    Τα χώματα, οι ρίζες, τα κόκαλα…
    Σηκώθηκε και όρθωσε το ανάστημά της…

    Να είσαι θυμωμένος, να είσαι απροσπέλαστος

    Έχεις ακόμη εκείνο το αρχαίο βλέμμα;
    Δεν το έχασες κλέβοντας μέρες απ’τη Νύχτα;
    Δεν το λησμόνησες μέσα στα μαστάρια της Κίρκης;
    Έχεις ακόμα βλέμμα;

    Να είσαι η πλημμύρα που έρχεται
    Όχι το ρημαγμένο κοιμητήριο που απέμεινε…


    Και αν επιστρέψει ο αδελφός σου κάποτε
    Από εκείνη τη νέκυια που τον στοίχειωνε από παιδί
    Μην πάρεις στα χέρια σου όσα θα φέρει μαζί του
    Μην τον αλλοιώσεις με τη λιπαρή σου ευωχία

    Να είσαι η τρικυμία που καταστρέφει
    Να είσαι υετός φωτιάς
    Όχι το πρόθυμο καταφύγιο της υγρής ραστώνης…


    Δες
    Απ’το παράθυρό σου ο κόσμος
    Άλλαξε…

    d.p.
     
  2. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Απελάτες
    Εδώ
    στα ειναικά μου σύνορα
    τους περιμένω
    ακρίτης
    στο φυλάκιό μου
    όσο θυμάμαι τον εαυτό μου
    το αρχαίο νεύμα προστατεύω
    το φιλί της θάλασσας με το στερέωμα
    ονειρεύομαι
    της Μάνας τον μυστικό Γάμο με το Αιώνιο
    στοχάζομαι
    τραγουδώ
    παλεύω να κατανοήσω
    από τα σπλάχνα μου θα βγει το τέρας
    μια μέρα να ορθώσει ανάστημα μπροστά τους
    εκείνοι θα το τοξεύουν από μακριά
    κι εκείνο θα ουρλιάζει κάτω απ’τη λάβα του εσπερινού
    και θα νικιέται πάντα
    και πάντα θα σηκώνεται
    εδώ
    στο ακροτελεύτιο σύνορο
    της ιαχής μου
    τους περιμένω
    με την προβιά του πρώτου ανθρώπου
    σκεπάζομαι τα βράδια
    με την ανάσα των νεκρών συντρόφων
    με παρηγορώ τα πρωινά
    μόνος δεν είμαι
    και ολόκληρος μαθαίνω
    ένα προς ένα
    όλα τα ονόματα του ήλιου
    που με στεφανώνει…D.P.
     
  3. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Στην κόψη του ξυραφιού…
    Η φωνή μέσα μου σαν αντήχηση… σαν μυστικός ψαλμός…

    Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να ζεις…

    Το τέλος… ποιο τέλος;
    Η αρχή… ποια απ’όλες;
    Φροντίδα και μέριμνες… οι εποχές… η μια μετά την άλλη…
    Ένας κατεστραμμένος πίνακας κάποιου ζωγράφου που πέθανε άγνωστος…
    Χειροποίητο…
    Ένα μισοσβησμένο ποίημα… δεν βγάζεις νόημα… λέξεις που χύθηκαν ανάκατες πάνω στο λαδωμένο χαρτί…
    Η μοναξιά… αυτή σε σβήνει… σε ακυρώνει… σε κάνει άηχο… νιώθεις, έτσι λες… πως νιώθεις… όμως για σκέψου ένα πρωινό που θα φορέσεις τα ρούχα σου και δεν θα νιώθεις… φαντάσου…

    Στην κόψη του ξυραφιού…
    Η φωνή επιμένει… σαν ανάσα ετοιμοθάνατου… ρόγχος… αγωνία για ύπαρξη… αγωνία για οτιδήποτε… ακόμα και για το πέταγμα ενός πουλιού… Η φωνή ανασαίνει…

    Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να αγαπάς…

    Στο κάτω κάτω δεν ήξερες… πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι τα χέρια σου; Τι θα κρατήσουν; Τι είναι τα μάτια σου; Τι θα δουν; Πώς μπορούσες να ξέρεις; Τι είναι οι φλέβες σου; Ποιο αίμα τρέχει μέσα σου; Δεν θα μπορούσες να ξέρεις…
    Ξεκίνησες κάποτε τις ανακρίσεις… ρωτάς το σώμα σου και δεν πονάει… ρωτάς το φόβο σου και δεν ουρλιάζεις… ρωτάς τις νύχτες και δεν ξημερώνουν…
    Κανείς δεν ξέρει…

    Στην κόψη του ξυραφιού…
    Κλείνω τα μάτια μου… όχι για να σε κρατήσω μέσα μου… για να μην με απειλείς άλλο πια… κουράστηκα να σε κοιτάζω όπου γυρνώ… Ναι… σε ακούω άλλα δεν αντέχω άλλο να σε βλέπω
    Στην κόψη του ξυραφιού… έτσι να πεθαίνεις…

    Μην αγοράζεις άλλο χρόνο… δεν χρειάζεται… δεν πρέπει…
    Μην αγοράζεις άλλα ψέματα...
    Ήξερες!

    Και βέβαια ήξερες…D.P.
     
  4. Alma Oscura

    Alma Oscura Όπταις άμμε

    Βρίσκεσαι σ'εναν χώρο οικείο
    Το ξέρεις.
    Γι'αυτό επιθυμώ να με συνοδεύσεις.
    Ξέρω πως αυτό το μέρος πια δεν έχει μυστικά.
    Όμως εγώ θέλω να σε κοιτάξω στα μάτια και να σε ρωτήσω διάφορα πράγματα.
    Ξέρω να περιμένω.
    Και να σου πω: Σε μισώ.
    Όμως επίσης ξέρω να σ'αγαπώ μέσα απ'τον πόνο.
    Ξέρω πως με έχεις γνωρίσει πρωτύτερα, μιαν άλλη στιγμή, σε ένα άλλο μέρος.
    Και υπάρχει κάτι που σε ελκύει σε όλο αυτό.
    Γι'αυτό βρίσκεσαι εδώ.
    Ξέρω πως έχεις έρθει να με δεις ακόμα μια φορά.
    Ίσως μπορεί να ζει κανείς ή να μη ζει στην τελευταία μας νύχτα μαζί.
    'Ομως .... έχεις έρθει.

    Από το " Hamlet Post Scriptum" του Roberto Garcia De Mesa
     
  5. sigh

    sigh .

    Όχι δεν θα περπατήσουμε μαζί
    Όχι τώρα

    Όχι έτσι

    Ποτέ εσύ κι εγώ

    Δεν θα βρεθούμε σε στέκια…

    Δεν θα φτάσουμε ως εκεί…

    Κραδαίνοντας τα πάθη μας…

    Όχι στην πολύ συνάφεια

    Όχι στο αλισβερίσι των ονείρων…
    κράτα τα…κρύψτα…φυλαχτά…



    Μακριά απ το μάτι τους

    Μη μας δουν

    Άλλωστε

    Οι άγγελοι καθώς κι οι ερωτιδείς

    Δεν έχουν σκιά

    Γιατί σκιά οι ίδιοι ομοιάζουν

    Μορφές άυλες …
    δονούν άσαρκα…και δονούνται επιθυμίας…

    Κι όταν καταφέρουμε

    Να κρατήσουμε το σχήμα

    Και πάρουμε την μορφή μας

    Κι όταν τα φτερά δεν είναι μόνο ζωγραφιά κερομπογιάς

    Αλλά ανοίξουν

    Κι όταν οι ουρανοί αναλήψουν

    Τους στεναγμούς μας

    Τότε εσύ κι εγώ , ναι

    Τότε

    Θα περπατήσουμε μαζί

    Φάνη Πολέμη
     
  6. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    L’insidieuse nuit m’a grisé trop longtemps !
      Pensif à ma fenêtre,
     Ô suave matin, je veille et je t’attends ;
      Hâte-toi de paraître.
     
     Viens ! au dedans de moi s’épandra ta clarté
      En élément tranquille :
     Ainsi l’eau te reçoit, ainsi l’obscurité
      Des feuilles te distille.
     
     Ô jour, ô frais rayons, immobilisez-vous,
      Mirés dans mes yeux sombres,
     Maintenant que mon cœur à chacun de ses coups
      Se rapproche des ombres.

    Jean Moreas
     
  7. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Εκείνος κλεισμένος μέσα στο ναό
    έφερνε κάθε μέρα λίγο απ’τον εαυτό του
    κομμάτι κομμάτι
    τον συνέθετε ξανά…

    ο βωμός
    ήταν ένα άσχημο πουλί
    ένας πελώριος πτωματοφάγος με μακρύ λαιμό
    βαλσαμωμένος από αιώνες
    ένας ηωβόρος φτερωτός θεός


    εκείνος τον φυλούσε, τον κοιτούσε
    τον φοβόταν
    τον λάτρευε


    τον περίμενε

    ήξερε πως θα ερχόταν κάποτε η μέρα

    πως εκείνη η μέρα ζύγωνε


    που το πουλί θα ζωντάνευε ξανά

    και θα τον κατανάλωνε…
    d.p.
     
  8. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Η ημέρα
    Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.

    Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.

    Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.

    Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.

    Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.

    Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.

    Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.
    Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.

    Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…

    Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.

    Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…

    Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.

    Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.

    Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.

    Ήταν ώρα να επιστρέψει.

    Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε.D.P.
     
  9. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    Ανθρωπομέτρης

    Σάρκινα λουλούδια
    φυτρώνουν σε μια άρρωστη γη
    πάνω τους κόκκινες δροσοσταλίδες
    ο χρόνος
    δηλητηριάζει τα φύλλα
    και τους μίσχους
    ποτίζει με ιχώρ που αχνίζει

    Σε είδα ξέρεις
    στ’ όνειρό μου
    γινόσουν χώμα
    γινόσουν δέντρα
    γινόσουν σύννεφα
    γινόσουν αίμα…
    Ο ανθρωπομέτρης
    άπλωσε ένα λευκό μανδύα
    πάνω στο πρόσωπό μας
    το φως τρυπώνει μέσα από τη σκέψη
    η αθανασία τρυπώνει από τη προσευχή
    η αγάπη απόλυτη τιμή
    και δεν αντέχει
    ν’αργοπεθαίνει στο περίπου…

    Σε είδα πάλι
    ν’αγκαλιάζεις τον ήλιο
    μονάχα με το χαμόγελό σου
    καιγόσουν
    γλώσσες φωτιάς
    εξέχεαν τα σωθικά σου
    και δεν ζητούσες να εξαγοράσεις
    το πυρετό με τη δροσιά
    αλλά το αύριο
    με το τώρα
    χωρίς να ξέρεις
    πως ζούσες ξανά και ξανά
    όλο το παρελθόν σου
    σε μια εξάχνωση του απείρου
    μόνο…
    Ο ανθρωπομέτρης
    άνοιξε ένα από τ’αναρίθμητα κελιά του
    έβγαλε έναν ανήλικο ήλιο
    στον λευκό σου κόρφο τον απίθωσε
    άγγιξε τα πλευρά σου
    τα φτερά σου άνοιξαν
    σε άγγιξε στο πρόσωπο
    και η λάμψη από την ομορφιά σου
    απλώθηκε σε χίλια στερεώματα
    άγγιξε το μυαλό σου
    για να μπορέσεις να τον δεις

    κι ύστερα

    χαμογελώντας σαν μικρό παιδί
    με μια του κίνηση
    χώρισε το σώμα απ’το κεφάλι
    και το ζεστό σου αίμα
    που πλημμύρισε την μαύρη θάλασσα
    του απείρου

    έγινε γεννήσεις
    έγινε θάνατοι
    έγινε ρίγος
    έγινε χώρος
    έγινε άνθρωποι




    ξανά…D.P.
     
  10. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    Ιερότητα…

    Κοίταξέ τους!

    Τι κάνουν;
    αναρωτιέσαι…
    χτίζουν
    και γκρεμίζουν…
    με τα στήθια τους
    με τα μάτια τους
    με τις λέξεις
    και με τις σιωπές τους!

    Κλέψε το ρυθμό τους
    μην τον ακούς μονάχα
    νιώσε τον!
    πόση φροντίδα έχει τούτος ο ρυθμός!
    δεν θα τον συναντήσεις
    παρά μονάχα
    στη μουσική των πλανητών
    στο βροντερό σφυροκόπημα της ζωής
    μέσα στις αρτηρίες
    στην ανάσα όσων αληθινά
    ερωτεύτηκαν
    στην αλήτικη διάθεση του μαΐστρου
    όταν σε αλλοπαίρνει στο πέλαγος…

    Κοίταξέ τους!
    Αιώνες τώρα
    χτίζουν
    και γκρεμίζουν
    αιχμαλώτισε τούτο το ρυθμό
    στο λέω αληθινά
    πουθενά δεν θα τον ανταμώσεις…

    Έχεις γευτεί την πρωινή δροσιά
    ενός καινούργιου κόσμου;
    έχεις γείρει το κεφάλι σου
    στο στήθος της
    πλήρης που αφήνεται
    μετά τον έρωτά σας;
    έχεις χαθεί στο βλέμμα ενός παιδιού
    όταν σου εμπιστεύεται
    όλη την ύπαρξή του;

    Κοίταξέ τους!
    μην στέκεσαι στη κίνηση
    μην δραπετεύεις απ’ τον ιδρώτα του μόχθου
    την ιερότητα πλύσου!
    την ιερότητα
    καθώς ο θάνατος γίνεται ζωή
    και άγια
    πληγωμένα χέρια
    της αθανασίας!d.p.
     
  11. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    Απλοϊκά…

    Μου πήρε χρόνια
    Μου πήρε εαυτούς
    Ντροπές μου ζήτησε
    Και χαμαιλέοντες φόβους
    Μα προσαρμόστηκα...

    Να περπατάω στον εαυτό μου
    Και να μην με ανταμώνω
    Φωτιές να ορθώνω στο κορμί μου
    Και να τις βλέπω δροσερές πηγές
    Να με αγγίζω
    Και να’ναι η αίσθηση ενός άλλου…

    Δύσκολο ήταν
    Μονάχα στην αρχή
    Μα η θυσία έγινε
    Και η τελετή
    Δεν είχε μεγαλείο κανένα
    Το αίμα που έτρεχε
    Πρόσεχα μόνο
    Να μην ποτίζει τα όνειρά μου
    Αλλά να πλένει από τις ενοχές
    Όσες δεν καταδέχτηκαν
    να γίνουν λέξεις

    Το έμαθα λοιπόν
    Το χάραξα
    Στο μενταγιόν του πόνου
    Να τρέφομαι
    Μονάχα με τον ελάχιστο
    Από τον ήλιο που δικαιούμαι

    Να έχω δάνειες φωνές
    Και να τις λέω δικές μου

    Να με φονεύω ηρωικά
    Και να με αθωώνω…

    Δεν κάνω για ξένος εγώ
    Ούτε για οικείος
    Και πρόστυχα με βάφτισα ποιητή
    Για να ξορκίζω το βλέμμα του οίκτου
    Πάνω στην άθλια φορεσιά μου

    Το σκάλισα λοιπόν κι αυτό
    Στο εκκρεμές ομοίωμά μου
    Να έχω πυρετούς εγωισμού
    Και να τους λέω έρωτες!

    Στην απέναντι όχθη να με αντικρίζω
    Αλλά να μην μπορώ να φτάσω ως εκεί
    Και κάποτε πια
    Να μη με νοιάζει

    Δεν κάνω για ξένος εγώ
    Ούτε για οικείος
    Δεν κάνω για ποιητής εγώ
    άνθρωπος στο δρόμο του Ανθρώπου
    ίσως
    Έτσι, σκανδαλωδώς απλοϊκά
    Κι έχω οφειλές ακόμη…
    D.P.
     
  12. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    αίσθηση…

    σου είπα
    μην αλλοιώνεις τη σιωπή
    απόλαυσέ την
    όσο διαρκεί
    μην την λερώνεις
    με σταυροφόρες σκέψεις
    μη την διασπάς…
    μου είπες
    η σιωπή μοιάζει
    με σεντόνι
    φτιαγμένο από αγκάθια
    έξω
    στο ψύχος του κόσμου
    εσύ γυμνός
    πρέπει να την φορέσεις
    πληγώνεσαι
    ματώνεις
    αλλά δεν έχεις άλλον εαυτό
    κι αν το’θελες
    να ακυρώσεις…
    σου είπα
    έχεις το χέρι
    έχεις την αφή
    ένα ρίγος αρκεί
    να σε μεταμορφώσει
    αν είναι παιδί του Απείρου
    έτσι δεν είναι;
    μου είπες
    άσε τις λέξεις
    να ανδρώνονται ακέραιες
    στη κάθε αυγή
    θα έχεις εμένα
    θα έχεις το χρόνο
    θα έχεις τη στιγμή
    άσε τις μέρες
    ηλιόλουστες
    μεθυστικές
    άσε τις φλόγες
    από τα δάνεια βράδια
    να σε τυλίγουν
    άσε τα σώματα
    να μας γνωρίσουν τη νύχτα
    την αίσθηση άσε
    αυτή
    την τελευταία
    πριν αποχωριστούμε
    να μιλά για μας…D.P.