Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Είπε
    μπορώ ακόμα με τα δάχτυλα του νου
    να σε ψηλαφίσω
    είχες πάντα
    μια γεωγραφία μυστική
    όχι πια…
    και δεν χρειάζομαι τώρα
    τις προσδοκίες
    τις φαντασιακές αναστατώσεις
    για να επαίρομαι πως σε πυρπολώ
    ή πως σε αγνοώ
    στα όνειρά μου
    σ’αγαπώ σαν μια απέραντη έρημο
    από κόκκους μίσους
    σε αφομοιώνω…
    Είπε
    τις νιώθω
    να σκαρφαλώνουν στο σώμα μου
    σαν αναρριχώμενο φυτό
    τις ώρες
    τις νύχτες
    τις ματαιώσεις…
    ακινητοποιούμαι
    έχοντας το βλέμμα
    στο γενέθλιο φως…D.P.
     
  2. Dimonius

    Dimonius Εγώ είμαι μην απορείς που δεν είσαι εσύ

    Δανείζομαι ένα βιβλίο.

    Αντάλλαγμα δεν απαίτησες.

    Διαβάζω την αδυναμία μου.

    Είμαι κυκλοθυμικός από χθες.

    Δεν πρόφτασα να τελειώσω ένα στίχο

    και να σου η βροχή.

    Πως να στεριώσει τόσο δα λίγο χώμα

    μες στο νερό;

    Πως να μην πνιγεί ένα ποίημα από έναν εχθρό;

    Ξεφυλλίζω ένα χάρτη

    μακρινό δρομάκι το συναίσθημα.

    Αναδιπλώνω την μια γωνία του

    ξεδιπλώνω την άλλη.

    Δεν χωράει σε μια κορνίζα,

    ούτε σε ένα καρδιοχτύπι.

    Ζευγαρώνω δυο άνισες ευθείες

    όμοιες μεταξύ τους.

    Δεν σχηματίζεται ακόμη αγάπη.

    Φέρνω στην πυροστιά λίγα χρυσάνθεμα

    να κάψω τα ασφοδίλια.

    Που να σωθεί τούτη η κραυγή

    σαν φλόγα πετιέται από τα σπλάχνα

    και ξεβαθαίνει απομεσίς της παρίας ψυχής.

    Σου τρυπάω την γεύση φορώντας σε

    ανορθόδοξα.

    Με ρωτάς αν λησμόνησα την τελευταία ανάμνηση.

    Δεν φοβάμαι.

    Απόψε τριβολίζει η μοναξιά το ισχίο μου.

    Φυσάω σιγαλιά τα φτερά σου από τα χείλη

    σαν πνοή που πεταρίζει στον αιθέρα.

    Στο άσπιλο το χρώμα της ελευθερίας

    φιγουράρει μια πλατιά εκδίκηση.

    Η προσφώνηση μιας απλής υπεκφυγής.

    Ύστερα η ακατάδεχτη απάντηση όσων αγαπούν.

    Για πάντα.
     
  3. Dimonius

    Dimonius Εγώ είμαι μην απορείς που δεν είσαι εσύ

    Βάσταγε η μυγδαλιά το πέτρωμα χάμου.

    Σαν πλεύριζε ο ίσκιος φιγούρες,

    χορεύανε τα σήμαντρα.

    Είπα θα φθάσω στην ακρολιθιά

    μεγαλώνοντας στην ερημιά τα δάκρυά μου,

    λίγο από την βιασύνη, λίγο από την υπομονή.

    Κατακεί που έγερνε η μοναξιά

    απάνωθε στα φυλλώματα

    κάτωθε στις ρίζες των κυκλάμινων

    και ράγιζε σταλαματιά σταλιά το χώμα.

    Έσπαγαν οι ηλιίσκοι να πιούνε το νερό

    αφήνοντας τα χνάρια τους από την δαγκωματιά.

    Τέτοια λαβωματιά δεν ματαείδα

    ούτε με τον περσινό βοριά που στέρεψε

    τις λεύκες ακόμη και τις αγριελιές.

    Μα πως λιγοστεύει μια αγριελιά

    ξεριζωμένη σαν γεφύρι από τα φύκια και τις λάσπες.

    Πως ξεφυτρώνει ώσπου να σμίξει με το δρομάκι

    που με οδηγεί στο ξωκλήσι.

    Έφτιαξα τα βότσαλα γύρω του και σιμά του

    τα έπλασα με την σειρά που τα φωτάνε οι αχτίδες.

    Αυτός ο τόπος δεν φωλιάζει μόνο σε φυλακές,

    λεύτερος δένεται στα φτερά του συννέφου.

    Τότε είναι που ξεφυσούν οι σιγαλιές και κροτάνε

    οι αητοί κανά ύμνο μήπως και σωθεί ένα σπυρί

    για να ανθίσει και του χρόνου από τα σπλάχνα του

    ένα αγκάθι.

    Τα χνώτα του γιασεμιού μυρίσανε την αστροφεγγιά,

    καθώς πλέκει κλωστές στο μύρο.

    Αφότου έσταξα το αμόνι στο αίμα

    Πνίγηκε το μπλε.

    Έφθασα στην κορφή του λόφου

    τα δάχτυλα μου έκρυβαν τις αχτίδες και ο ήλιος

    μικρό παιδάκι έπαιζε κρυφτό μέσα από τα κλαδιά

    ξετρύπωνε από τις φυλλωσιές

    και το χορτάρι, γλιστρούσε κατά τον κάμπο

    σαν να ζευγάρωνε με την αιωνιότητα .

    Μου απέμεινε η δροσιά στο πρόσωπο ασημένια μέλισσα

    να κεντάει τη ταπεινοσύνη.

    Γύρισα να επιστρέψω πριν αφήσω τη μιλιά μου

    Κατακεί.

    Και τότε μεγάλωσε ακόμη μια μέρα η ζωή μου.
     
  4. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    Μαίανδροι

    Μ’ έφερε η περπατησιά μου
    στους δρόμους τούτης της πόλης
    με τους ακίνητους ανθρώπους
    με τον άδειο χρόνο στα πεζοδρόμια
    με τις πληγές όλων όσων δεν γνώρισα ποτέ
    να στάζουν αλήθεια


    και μοιάζει
    να είναι το σπίτι μου

    περπάτησα πολύ
    χαμένος σε λαβυρίνθους ήχων
    σε μαιάνδρους χρόνου
    πέρασα πύλες αθέατες
    και διάβηκα πόρτες μυστικές
    κάποτε
    έξω από κείνο το γνώριμο σπίτι
    διέκρινα τη φιγούρα ενός νέου
    αναμαλλιασμένου
    νευρικού
    να περιμένει κάτι
    έτσι μου φάνηκε

    κάτι να περιμένει…

    θέλω να δω το βλέμμα του
    μου μοιάζει οικείος
    θέλω να δω τα χέρια του
    το πώς φυσάει ο άνεμος
    στα άναρχα μαλλιά του
    έχει στα μάτια του
    ένα περίεργο φως
    φτιαγμένο από σκοτάδι
    κι ένα χαμόγελο πικρό
    φτιαγμένο από ανάσες
    άλλων εποχών

    και ύστερα τον βλέπω πάλι
    στις φαρδιές σκάλες
    μαζί με φοιτητές
    σκιές ονείρων
    άσαρκες, θαμπές

    μα τώρα θέλω
    της καρδιάς του το βλέμμα να δω
    το χτύπο από τις αρτηρίες του
    που αιματώνουν ένα ψυχισμό
    από λέξεις σκέλεθρα
    και οράματα φωτιάς
    τον ξέρω καλά αυτό τον νέο
    φοράει τα νιάτα του
    σαν πανωφόρι δανεικό
    και η δροσιά του πρωινού
    ίσα που φτάνει στη ψυχή του
    μα έχει στα χείλη ακόμη κείνη τη γεύση
    της αναμονής
    έτσι θυμάμαι
    περιμένει

    πάντοτε
    κάτι περιμένει…

    τον βλέπω πάλι
    έξω από κείνο το δωμάτιο νοσοκομείου
    με το νεκρό βηματισμό
    ενός ανθρώπου σε αγωνία
    το τσιγάρο δεν φεύγει από τα δάχτυλα
    ο καπνός δεν φεύγει από τα στήθια

    νομίζω πως ξέρω τι θέλω να του πω
    όμως δεν θα μ’ακούσει
    αυτή η νύχτα
    δεν θα ξημερώσει
    αναίμακτα
    μα είμαι αρπαγμένος
    απ΄την ασφάλεια του χτες
    και τον αφήνω
    στη σιωπή του
    να σκέφτεται πως θα κυλήσει άλλο ένα λεπτό
    αιωνιότητας
    να περιμένει


    πάντοτε
    να περιμένει…

    κι είμαι ξαφνικά εδώ
    τον ανταμώνω πάλι
    πίσω από κείνο το γραφείο
    γκριζάραν κιόλας τα μαλλιά του
    σκάφτηκε το μέτωπο
    από φλύκταινες ελπίδες
    ρημάχτηκε το ευγενικό του πρόσωπο
    από φωνές αιώνων
    από ουρλιαχτά φρενών
    και κλείνει βλέπω
    τ’ αυτιά του
    παλεύει
    προσπαθεί
    να κλέψει την ελάχιστη ακεραιότητα
    που δεν θα απορρίψει σαν ξένο μόσχευμα
    το είναι του

    μην τους ακούς!
    κλείσε τ’αυτιά σου


    μην τους ακούς!
    αυτό που περιμένεις
    σαρκώθηκε στο σήμερα
    και πέθανε στο χθες!

    αυτό που περιμένεις
    ένα χαμόγελο ορφανό

    αυτό που περιμένεις
    ένας σβώλος χώμα
    μια χούφτα προσευχές
    και το φιλί της
    όταν σ’ αποχαιρετούσε!

    Μην τους ακούς!

    Φυλάξου!
    Πρόσεξε!
    έχιδνες τύψεις
    πόρνες ενοχές
    σφάλισ’τα μάτια σου
    τυφλώσου!

    Άντεξε
    ανάσανε
    πάρε τις λέξεις
    ήλιο αρματώσου!
    κι ένα λευκό χαμόγελο

    και κοίτα με ξανά…D.P.
     
  5. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    αίσθηση…

    σου είπα
    μην αλλοιώνεις τη σιωπή
    απόλαυσέ την
    όσο διαρκεί
    μην την λερώνεις
    με σταυροφόρες σκέψεις
    μη την διασπάς…
    μου είπες
    η σιωπή μοιάζει
    με σεντόνι
    φτιαγμένο από αγκάθια
    έξω
    στο ψύχος του κόσμου
    εσύ γυμνός
    πρέπει να την φορέσεις
    πληγώνεσαι
    ματώνεις
    αλλά δεν έχεις άλλον εαυτό
    κι αν το’θελες
    να ακυρώσεις…
    σου είπα
    έχεις το χέρι
    έχεις την αφή
    ένα ρίγος αρκεί
    να σε μεταμορφώσει
    αν είναι παιδί του Απείρου
    έτσι δεν είναι;
    μου είπες
    άσε τις λέξεις
    να ανδρώνονται ακέραιες
    στη κάθε αυγή
    θα έχεις εμένα
    θα έχεις το χρόνο
    θα έχεις τη στιγμή
    άσε τις μέρες
    ηλιόλουστες
    μεθυστικές
    άσε τις φλόγες
    από τα δάνεια βράδια
    να σε τυλίγουν
    άσε τα σώματα
    να μας γνωρίσουν τη νύχτα
    την αίσθηση άσε
    αυτή
    την τελευταία
    πριν αποχωριστούμε
    να μιλά για μας…D.P.
     
  6. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Όταν σε μια στιγμή

    ...
    Στον κόσμο η παντοτινή παρουσία μου,
    στο τραπέζι σου η φωτογραφία μου,
    στο ημερολόγιο σου τα ποιήματα μου.
    Όταν η νύχτα θα καλύπτει το βλέμμα σου
    θα ακούς άραγε τη φωνή μου;
    Στη μνήμη σου, η μνήμη μου,
    στα βήματά σου, τα βήματά μου,
    στα γέλια σου, η χαρά μου.
    Όταν σε μια στιγμή
    η ζωή μου θα είναι μια άλλη,
    θα έχω στο δέρμα μου την ιστορία μας.
    Το χαμόγελο των βεβαιοτήτων μας...

    Sergio Godoy
     
  7. sigh

    sigh .

    ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΥ ΛΥΠΕΣ

    Παμπάλαιο κι ερείπιο ένα πλοίο
    είδα άθλια γερμένο σ’ ένα πλάι,
    με τα πλευρά του που η σκουριά πια τα ’χει φάει
    με το τιμόνι του έξω απ’ τα νερά,
    σπασμένο,
    δαγκωμένο
    απ’ άγνωστο της θάλασσας θηρίο.

    Τέτοιο τρισάθλιο κι ερείπιο ένα πλοίο…
    Κι όμως –ποιος θα το πίστευε;-
    απ’ το γυρτό φουγάρο του φαινόταν
    μια υποψία καπνού ν’ αργανεβαίνει
    αδύναμη ψηλά και να σκορπιέται…
    (Είχε το ερείπιο μες στα σπλάχνα του κρυμμένη
    Μια τελευταία σπίθα, κι ίσως ίσως
    μελλοντικά ταξίδια ονειρευόταν,
    ίσως με τέτοια ελπίδα αποκοιμόταν
    τα βράδια μες στην πλήξη του ναυστάθμου…)

    Το κοίταζα. Κι ο νους μου άθελα πήγε
    σε κάτι ομοιοκατάντητους ανθρώπους
    που έτσι η ζωή σιγά σιγά τους τρώει…

    Κι οι παραλληλισμοί μου ήρθαν αθρόοι.

    Αλέξανδρος Μπάρας
     
  8. sigh

    sigh .

    IN MEMORIAM

    … Εις μνήμην
    ενός λευκού κορυδαλλού
    και του ουράνιου ίχνους του
    στην καμπύλη του εαρινού τόξου
    σιωπή
    όπου βυθίστηκε

    χωρίς τη νύχτα
    κόκκινο λάφυρο…

    … Εις μνήμην
    δυό αχνών χαδιών
    κάτω απ´ τα ρούχα
    στα φανάρια της Ιπποκράτους με Σόλωνος
    δυό διμοιρίες ακροβολίζονται με κρότο
    οι μπότες
    εκκωφαντικές στη μαύρη φλόγα
    η πόλη που ονειρεύεσαι τις έναστρες βραδιές
    εξωγήινο τοπίο..

    … Εις μνήμην
    του καϊκιού της μνήμης που αδράνησε
    σε παγωμένο νερό να ξεδιψάσει
    στα ίσαλα έφηβοι αυτοδύτες
    στον αφρό..

    … Εις μνήμην
    ενός καλοκαιριού που δεν ολοκληρώθηκε
    σε νησιά της άγονης γραμμής κι άλλα εξωτικά
    που δεν ευόδωσε
    πάρα κακόδωσε
    χυμούς
    βότσαλα στου κύματος τον οίστρο
    παρά τα όρισε να δεχθούν το πρώτο χιόνι
    σα να ‘ταν τίποτα κροκάλες στεριανές…
    φωλιές του κάβουρα
    και της σταχτιάς νυφίτσας…


    Έχει άλλωστε πια, καταστεί σαφές
    ότι αυτό, δεν ήταν καλοκαίρι..
    ήταν ο εφιάλτης των εραστών
    που ενώ περήφανοι απόλαυσαν κορμιά και ιδέες
    ξάφνου κατάλαβαν πως ο σπασμός του τέλους
    ήτανε μάλλον κάλπικος
    μια πρόβα τζενεράλε
    του επερχόμενου χιονιά…

    Κωνσταντίνος Λουκόπουλος
     
  9. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Προκυμαία

    Προχωρούσα
    στη προκυμαία της νύχτας
    τα κύματα
    ήταν άνθρωποι
    στόματα ορθάνοιχτα
    μάτια βγαλμένα
    άδειες κόγχες
    που αιμορραγούσαν

    σφιχταγκαλιασμένοι
    οι ζωντανοί
    με τους νεκρούς
    σε μια μολυσμένη ερωτική επαφή
    του αιώνιου
    με το φθαρτό
    αντάλλαζαν ηδονικά
    σπέρματα φρίκης
    οράματα ριπαίου χρόνου
    και ακαθαρσίες φωτός

    φωνή δεν άκουγα
    μονάχα γέμιζα
    τον αρχαίο πόνο
    που με πλημμύριζε σαν λάσπη
    και δυσφορούσα

    στη παλάμη μου ένιωσα
    ένα χέρι παιδικό
    γύρισα και είδα
    ένα αγόρι
    με στήθη γυναικεία
    με ουρά ψαριού
    να με κοιτάζει λαίμαργα
    να με απορροφά
    σ’ ένα φωτοστέφανο που ανάπνεε
    είμαι ένας ανήλικος ήλιος
    μου είπε
    και ήταν η φωνή του συριγμός
    σαν δελφινιών φωνή
    που μου τρυπούσε το κεφάλι…

    κάποια μέρα θ’ ανατείλω
    όμως ο κόσμος θα είναι πια νεκρός
    κι έτσι μονάχος θα λουστώ όλο το ακριβό μου αίμα
    δεν είναι ένας αφόρητος λυγμός;


    τα λόγια του ακολούθησε
    ένα γέλιο που σάρκαζε το χρόνο
    ένας παραφρονικός ρυθμός
    που άλλο δεν άντεχα

    ξύπνησα έντρομος

    το στόμα μου ήταν ανοιχτό
    σ’ένα μορφασμό παράξενο
    μάτια δεν είχα
    αιμορραγούσα από τις μαύρες κόγχες μου
    γύρω μου
    παλλόταν
    το ένιωθα
    ένας ανθρωποκεανός
    κάποιος νεκρός
    το ήξερα
    άγνωστο πως
    σερνόταν ήδη
    πάνω σε κάτι που έμοιαζε
    με προκυμαία

    ερχόταν
    για να δεθεί αιώνια μαζί μου

    ούρλιαξα
    άηχος τρόμος
    κλινικά νεκρός

    μια μέρα
    θα με περιμένεις;
    θ’ ανατείλω
    όμως θα είσαι πια νεκρός
    κι έτσι μονάχος θα απλωθώ
    ως τ’ακροδάχτυλα του εαυτού σου
    θα το αντέξεις;


    δεν είναι όλο τούτο
    πες μου
    ένας αφόρητος λυγμός;D.P.
     
  10. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Ανίδρωση φωτός

    Γύρισα πάλι απ’το χθες
    το σήμερα είχε μια γεύση από σκουριά
    φτηνό κρασί
    ψωμί μπαγιάτικο
    αφημένο μόνιμα στο νεροχύτη

    γύρισα και έψαχνα για σένα…

    λέω είσαι παντού
    και απαντάς
    ολόγυρα

    λείπουν δυο ώρες
    κάποιες μέρες
    πρωινά
    απογεύματα
    μού λείπουν βλέμματα
    φυλακισμένα δευτερόλεπτα
    τα θέλω πίσω
    και τις ανταύγειες εκείνης της Κυριακής
    οι πλάτες γυρισμένες
    που έβρεχε
    για μένα μόνο

    ανίδρωση φωτός

    λέω ψέματα
    και νιώθω
    πως είναι η αλήθεια…

    Γύρισα απ’το χθες
    μαρμαρυγή φιλιών
    στο ήπαρ
    ουρλιάζει ο αόριστος
    και στα νεφρά
    κρυώνει ο ενεστώτας

    το σχίσμα ετούτο δεν χωρίζει πια
    οι όχθες αφανίστηκαν…
    μοιάζει να γεφυρώνει δυο εφιάλτες

    λείπουν στιγμές
    ο μέλλοντας ένα μικρό σκουλήκι
    τρώει το μυαλό μου
    και όπου να’ναι
    περιμένω
    να σηκωθεί
    η μπότα του ποτέ
    να το συνθλίψει…D.P.
     
  11. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    απόγευμα
    κοιμόσουν δίπλα μου
    ανάσαινες αργά
    η δροσιά του απογεύματος
    ίσα που άγγιζε σαν χάδι
    το μετάξι στο κορμί σου
    σε κοιτούσα
    είχα στα χέρια μου τα πόδια σου
    είχα στη καρδιά μου ένα πυρήνα από παλλόμενο φως
    στα μάτια μου είχα
    το ομορφότερο θέαμα της ζωής μου
    σκεφτόμουν
    ένα κομμάτι τελειότητας
    αξιώθηκα Κύριε να αγγίξω
    από την ευσπλαχνία Σου
    να το γευτώ
    έκοψες ένα μικρό σου θαύμα
    και μου το προσέφερες
    εδώ μπροστά στα σάρκινά μου μάτια
    και δεν ξέρω αν θα το αντέξω ως το τέλος
    να μην τολμήσω να μιλήσω
    να μην τολμήσω να σιωπήσω
    να μην αδράξω ούτε τη στιγμή
    να μην τη μαγαρίσω
    να μην δειλιάσω
    να μυρίσω τη ζωή
    να μην σηκώσω ανάστημα
    να αρπάξω αυτό το δώρο
    εκστατικός
    να μείνω
    κι αυτό είναι...
    ιχνηλάτη μ'εφερες
    στην ατραπό των ρόδων
    στην θάλασσα των προσευχών
    με δοκιμάζεις;
    με την ιέρεια της άπειρης στιγμής
    να ξεκουράζεται
    τόσο κοντά μου
    που ανασταίνεται μέσα μου καινό
    ατόφιο
    στης δόξας το άκτιστο φως
    ως και το παρελθόν μου!
    κοιμόσουν δίπλα μου
    ανάσαινες αργά
    η δροσιά του δειλινού
    ίσα που άγγιζε
    σαν χάδι παιδικό
    το μετάξι στο κορμί σου
    σε κοιτούσα
    σ'εκλεβα
    είχα στα χέρια μου τα πόδια σου
    είχα στη καρδιά μου έναν καινούργιο άνθρωπο
    στα μάτια μου είχα
    το ομορφότερο θέαμα της ζωής μου.D.P.
     
  12. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    Εργαστήρι
    Άρχισες δουλειά με το είναι σου
    μικρός ακόμα
    απαίδευτος
    κι έπιασες να εργάζεσαι
    πάνω στη πέτρα της ύπαρξης
    με βλέμμα άδολο
    με πνεύμα αμόλυντο
    κι είχες για πρότυπό σου
    μια αξόδευτη ψυχή
    πώς να την προτυπώσεις
    πώς να την αποδώσεις
    ανάγλυφη
    στερεωμένη
    εύμορφη
    απρόσμικτη
    τις λέξεις έψαχνες
    τα εργαλεία
    διάβασες
    μελέτησες
    μόχθησες
    ξενύχτησες πάνω
    από ηρώων φωτιές
    και ποιητών κραυγές
    νύμφες χόρευαν
    στο αρχαίο σου δάσος
    και στάλαζαν οι ουρανοί
    του κόσμου σου
    οιμωγές Τιτάνων
    και του Προμηθέα
    το κοχλασμένο αίμα
    απρόσιτος
    θα πει κανείς
    έγγλυφος
    στο δώμα του εαυτού σου
    όνειρος θεός
    και δαιμόνων βλέμμα
    αρπάχτηκες στου Χρόνου τις πόρπες
    και αμάθητος που ήσουν
    γκρεμίστηκες στα Τάρταρα
    της ξιπασιάς σου
    αλλά δεν έσβησες εκεί
    ανάμεσα στις Άρπυιες
    και στις Γραίες του Άδη
    είχες στο νου σου
    έν’άγαλμα
    να φτιάξεις
    με τα ίδια σου τα χέρια
    ικέτεψες το Διόνυσο
    κρασί ν’αρμέξει απ’τον παγκόσμιο πόνο
    είχες μαζί σου την Εκάτη
    κι αγνώριστος κυκλοφορούσες
    νύχτες
    στις ερημιές του νου…

    σηκώθηκες
    οι φλεγμονές σου
    έχυναν πύο
    τα μάτια σου
    δάκρυζαν αίμα
    κι όμως
    σηκώθηκες
    είχες ψυχή
    ούρλιαζες
    είχες μνήμη
    και θυμήθηκες
    είχες περπατησιά
    και βάδισες
    τη σκοτεινή ατραπό σου…

    ορθώθηκες
    έπιασες πάλι τη δουλειά
    στο εργαστήρι του Ανθρώπου
    ξανάρθες
    αυτό το πρόπλασμα
    σε περίμενε
    ατελείωτο
    λειψό
    δεν είχες θάρρητα
    να το κοιτάζεις
    δεν είχες τόση ανάσα
    για να το ζεστάνεις
    κι όμως
    σιγά σιγά
    οι συλλαβές γυρίζαν
    οι φθόγγοι
    οι λέξεις
    σχηματίζονταν ξανά
    ερχόσουν πάλι
    επέστρεφες
    το φως που αρνήθηκες
    εδώ είναι πάντα
    δώσε στον κάθε χτύπο
    του σφυριού
    το χτύπο της καρδιάς σου
    με το Αιώνιο συντονίσου
    άλλο απ’αυτό δεν έχεις
    αγάπησέ το!
    Και το άγαλμα του είναι σου
    ως το τέλος

    Λάξευσέ το!
    D.P.