Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Συυνάντησις παλαιών φίλων

    Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…
    Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
    Παντού στην Αθήνα τραύματα νωχελικά
    Μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
    Σαν σκυλί σαν προδομένη αγάπη σαν διάχυτο λαϊκό τραγούδι Γιομάτο ευγένεια.

    Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
    Στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
    Είναι γυμνή κ’ έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
    Ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
    Γιατί τώρα αυτή τη στιγμή στην Πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο Μετά τα μεσάνυχτα
    Εγώ και ο φίλος μου είμαστε δυό δίδυμες πηγές εξάρσεως
    Ή δυό άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
    Ή δυό λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
    Οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα Τσιγάρα μας
    Οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.

    Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
    Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
    Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις
    Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
    Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
    Όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
    Όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει Άλλα με τίποτε Δε νερώνει
    Ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χρίστους ούτε με γλυκές κάμαρες.

    Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
    Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το Δρόμο του γυρισμού
    Και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας Δε με περιμένει
    Τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
    Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν τα φώτα
    Δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς Διανυκτερεύοντα
    έχει Την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο Λίγο και τα μάτια
    Γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
    Έρχονται τα ΄φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντέψουν Καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
    Τα πήρε ο ύπνος κ’ έγειραν Για πάντα.

    Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι Πριν και μετά το σκοτάδι
    Πριν και μετά τα’ άνθη του αίματος σκοτάδι
    Και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα Τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
    Τα’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
    Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια Τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
    Υπάρχουμε ως υπογραφές κόκκινες κατακόκκινες της φωτιάς
    Σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
    Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά Τα κομμάτια μας
    Και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα Μουσικά όργανα.

    ( Θωμάς Γκόρπας εις μνήμη Νίκου Καρούζου )
     
  2. Sunlady

    Sunlady New Member

    Τα πόδια σου, ω! τα πόδια σου, του κόσμου τ’ αγαθά ταπί τα βάνω για να πατάτ’ επάνω!
    Κωστης Παλαμας (Φετιχισμος)
     
  3. lizard_

    lizard_ his only purpose is A's pleasure

    Το Οικείο μου Όνειρο

    Κάνω συχν΄ αυτό τ΄ όνειρο, παράξενο που σε διαβρώνει
    Μιας άγνωστης γυναίκας που την αγαπώ και μ΄ αγαπά,
    Και που δεν είν’, ούτε ακριβώς η ίδια, κάθε φορά,
    Ούτε ακριβώς μια άλλη, και μ΄ αγαπά και με νιώθει.

    Γιατί αυτή με νιώθει, κι η καρδιά μου, διαφάνεια
    Μόνο γι΄ αυτήν, αλίμονο! παύει να είναι πρόβλημα
    Μόνο γι΄ αυτή, και στο χλωμό μέτωπό μου το νότημα,
    Μόνον αυτή ξέρει να το δροσίσει, με κλάματα.

    Έχει μαύρα μαλλιά, ξανθά ή κόκκινα; – Αγνοώ.
    Τ΄ όνομά της; θυμάμαι πως είναι γλυκό κι ηχηρό
    Σαν των αγαπημένων που η ζωή τούς κατατρέχει.

    Το βλέμμα της μοιάζει με βλέμμα αλώβητο,
    Και, για φωνή, απόμακρη, κι ήρεμη, κι αυστηρή, έχει
    Το σπάσιμο των ακριβών φωνών των αυτόχειρων.

    Paul Verlaine
    (1866)
     
  4. lizard_

    lizard_ his only purpose is A's pleasure

    Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο
    που να 'χει πόρτα ανοιχτή
    και να μην έχει θάλασσα
    μονάχα άντρες άνεργους
    σκόνη με ήλιο και σιωπή
    να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
    κι η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
    και ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
    προφύλαξη για την υγεία μας
    κι ούτε να δίνεις συμβουλές
    το πως το κατεβάζω έτσι
    και πως σκορπιέμαι έτσι
    και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
    τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
    να τρέξουνε.
    Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
    τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
    που 'ναι βρώμικα
    και 'γω
    να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά.
    Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
    γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
    και 'συ να 'σαι φίλος. Φίλος-φίλος
    έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
    και το κονιάκ να 'ναι σκατά
    και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
    έχει δωμάτιο για παράνομους
    πάνω απ' το καφενείο
    θα σου τα ρίξω σε μια δόση
    το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω -
    να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
    εσύ όμως λέει δεν θα 'σαι απ' αυτούς
    θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
    ...βεργούλες και με δείρανε...
    και θα κρατάς στις χούφτες σου
    μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
    είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
    Κι όταν
    έρθουνε να σου πουν
    εδώ δεν είναι
    τόπος
    και χρόνος
    για τέτοια πράγματα
    τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε.
    Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες.

    Κατερίνα Γώγου


     
  5. periandros_

    periandros_ Regular Member

    (Απόσπασμα συνέντευξης )
    Με φώναζε ο πατέρας στο καφενείο και μου ‘λεγε απειλητικά: «Φύγε κι έλα πίσω σε μια ώρα να σε δείρω». Κι έφευγα. Κι έτρεμα. Και παρακαλούσα το Θεό να περάσει γρήγορα εκείνη η μια ώρα. Τυραννιόμουν σαν μικρός Χριστός κι έλεγα: πότε θα ‘ρθει η ώρα να με δείρει, να λυτρωθώ! Στο τέλος αποζητούσα την τιμωρία ως λύτρωση…

    (Ποίημα)
    Γι' αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι για να μας χαϊδέψει
    κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω σα να μη φάμε ξύλο.
    Γι' αυτό αν τύχει και μ' αγαπήσεις
    πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ πώς θα μ' αγκαλιάσεις.
    Πονάει εδώ. Κι εδώ. Κι εκεί.
    Μη! Κι εδώ. Κι εκεί.

    Κατερίνα Γώγου


    Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις , πονεί .

    Γ. Σεφέρης
     
    Last edited: 20 Φεβρουαρίου 2020
  6. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Το μεθυσμένο καράβι

    Πρώτη φορά κατέβαινα εκείνα τα ποτάμια,
    όταν κατάλαβα πως πια δεν είχα πλοηγούς.
    Κάτ’ Ινδιάνοι δαίμονες τους είχανε καρφώσει
    απάνω σε πολύχρωμα παλούκια και γυμνούς
    τώρα τους γέμιζαν με βέλη τα κορμιά.

    Όχι πως μ’ ένοιαζε κανείς ναύτης ή πλοηγός,
    τόσο μπαμπάκι εγγλέζικο και στάρι από τη Φλάνδρα
    που είχα συντροφιά
    μέσα στ’ αμπάρι. Κάποτε έπαψ’ ο ορυμαγδός,
    ξελύσσαξαν οι δαίμονες· πάνε οι πλοηγοί.
    Και τα ποτάμια μ’ άφησαν να φύγω μοναχό
    όπου μου κατεβεί.

    Έναν χειμώνα ολόκληρο ξεχάστηκα -σαν το παιδί!-
    να τρέχω στων παράφορων κυμάτων τις πλαγιές,
    κι οι κάβοι οι αφιλόξενοι δεν γνώρισαν ποτέ πιο ένδοξες χαρές.
    Η τρικυμία βάφτισε τις πελαγίσιες μου ορμές.

    Δέκα τις νύχτες μέτρησα, χορεύοντας πιο αλαφρύ
    κι απ’ τον φελλό στον κλύδωνα τον θεριστή ψυχών.
    Και δεν νοστάλγησα -Για δες!- μήτε για μια στιγμή
    τα μάτια τα ηλίθια των φάρων και των φαναριών!

    Πιο ηδονικό κι απ’ τον χυμό
    του τρυφερού ξυνόμηλου στο στόμα του παιδιού,
    μπήκε το πράσινο νερό στα έλατα του σκαριού μου.
    Πήρε τιμόνι, άγκυρα, παλάγκα και σκαρμούς
    κι έπλυνε απ’ την κουβέρτα μου τα ρόδινα κρασιά
    και τους παλιούς τους εμετούς.

    Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίημα το θαλασσινό.
    Έναστρο, γαλαξιακό, μάκρη γαλάζια χόρτασα
    ίσα μ’ εκεί που, ένας νεκρός από πνιγμό εκστατικός,
    πλανιέται στου ορίζοντα την κάτωχρη γραμμή.

    Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο με σπασμούς
    και με παλμούς -καθώς το φως της μέρας σπαρταρά
    να γεννηθεί- κι απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή,
    κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά,
    του έρωτα ζυμώνεται η ξανθή παραφορά!

    Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές·
    είδα τυφώνες κύματα: θεριά αφρισμένα, ρεύματα·
    κι είδα το δείλι, κι έμαθα το χάραμα να υψώνεται:
    σμήνος περιστεριών·
    γνώρισα ό,τι ο άνθρωπος νομίζει πως γνωρίζει.

    Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του με μυστικούς
    τρόμους χαρακωμένος,
    σπέρνοντας πίσω πήγματα πορφύρας και φωτός
    -μάσκες αρχαίων τελετών-
    καθώς το κύμα έκλεινε μια πουπουλένια αυλαία
    πάνω απ’ τις αποστάσεις.

    Την σμαραγδένια ανταύγεια της χιονισμένης νύχτας
    είδα στον ύπνο μου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά
    στο βλέμμα της θαλάσσης,
    δρολάπι απίστευτων χυμών,
    κίτρινα-μπλε ξυπνήματα κελαϊδισμών εωσφόρων!

    Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές
    να οργώνουν, σαν υστερικές αγέλες αγελάδων,
    τις ξέρες κι ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα το φωτεινό
    πόδι της Παναγιάς
    να διώχνει τις ασθμαίνουσες μουσούδες των ωκεανών!

    Για φανταστείτε! Χτύπησα σε ανήκουστα κοράλλια,
    που άνθιζαν μάτια πάνθηρα
    με σάρκα ανθρωπινή: ίριδες κάτω απ’ την γραμμή
    του ορίζοντα, σαν τα ινία, γλαυκά κοπάδια να κρατούν!

    Είδα -και γνώρισα- καυτούς βάλτους, παγίδες αχανείς,
    που μέσα στα καλάμια τους σάπιζε ο Λεβιάθαν!
    Δίνες, ερέβη αιφνίδια στη μέση της γαλήνης
    και μάκρη απροσμέτρητα στην άβυσσο να πέφτουν!

    Και παγετώνες, ουρανούς σαν κάρβουνα αναμμένα,
    μαργαριτάρια κύματα, ήλιους μαλαματένιους!
    Τρομακτικά ναυάγια σε κόλπων κόλπους σκοτεινούς,
    όπου γιγάντια ερπετά -βορά κοριών- στα γέρικα
    τα δέντρα έζεχναν μαύρο!

    Ήθελα να ’χα απάνω μου παιδιά, για να τους δείξω
    αφρόψαρα, χρυσόψαρα, δελφίνια. Αφρών ανθοί
    νανούρισαν τη ρότα μου
    και άνεμοι απίστευτοι μου έδωσαν φτερά.

    Κάποτε, εγώ μαρτυρικό έρμαιο πόλων και ζωνών
    παράδερνα· κι η θάλασσα, που γλύκανε λυγμό-λυγμό
    το σκαμπανέβασμά μου,
    άπλωνε καταπάνω μου τα σκοτεινά λουλούδια της
    με κίτρινες βεντούζες.
    Τ’ άπλωνε και γονάτιζα εκεί σαν θηλυκό...

    Σχεδόν νησί, που έτριζε παρόχθιες μάχες των πουλιών,
    χάβρες πουλιών και κουτσουλιές
    πουλιών με μάτια ξέθωρα-
    πήγαινα κι όλο πήγαινα και απ’ τα λυτά σκοινιά μου,
    τον ύπνο τους γυρεύοντας, έσταζαν οι πνιγμένοι!

    Όσο για μένα... ένα σκαρί που χάθηκε μες στα μαλλιά
    των κάβων και το τίναξε κουβάρι σ’ έναν ουρανό
    δίχως πουλιά ο τυφώνας,
    εγώ που καν το πτώμα μου -πνιγμένο από το αρμυρό
    μεθύσι- δεν θα ψάρευαν οι Αμερικάνοι ναυτικοί
    κι οι Τεύτονες ψαράδες·

    Εγώ που ελεύθερο άχνισα μενεξεδένια αχλή
    και τρύπησα τον πορφυρό ορίζοντα σαν τοίχο,
    ζαχαρωτά που οι καλοί λατρεύουν ποιητές
    και μύξες του απέραντου γαλάζιου, τροπικές
    λειχήνες φορτωμένο·

    Κι ηλεκτρικοί ημισέληνοι με χάραξαν: ένα τρελό
    σανίδι, που παράδερνε με μόνη συντροφιά
    κατάμαυρους ιππόκαμπους, όταν ροπαλοφόρος
    ο Ιούλιος παράσπρωχνε το άνω γαλανό σε πύρινες χοάνες·

    Εγώ, με τρόμο που ένοιωσα -πενήντα λεύγες το πολύ
    πιο πέρα- να ωρύονται από λαγνεία οι Βεεμώθ
    κι οι σκοτεινές ρουφήχτρες,
    αιώνιος κλωθογυριστής του ασάλευτου γαλάζιου
    νοστάλγησα των γηραιών στηθαίων την Ευρώπη!

    Ναι· είδα τ’ αρχιπέλαγα των άστρων! Τα νησιά,
    που οι ξέφρενοί τους ουρανοί ανοίγουν μπρος στον ναυτικό.
    Εκεί, μες στις απύθμενες εκείνες νύχτες χαίρεσαι
    την εξορία του ύπνου σου,
    σμήνος χρυσό απροσμέτρητο, του μέλλοντος ω Σφρίγος;

    Όμως -αλήθεια!- έκλαψα πολύ, πάρα πολύ.
    Είναι μια θλίψη κάθε αυγή, μια φρίκη το φεγγάρι,
    κι είναι ο ήλιος σαν πικρός.
    Με λήθαργους μεθυστικούς
    με μούλιασε του έρωτα η γύμνια η κοφτερή.
    Σκίσε καρίνα μου, άνοιξε, να φύγω στα βαθιά!

    Η Ευρώπη! Αν έχει ένα νερό που τόσο λαχταρώ,
    είναι μια γούρνα δροσερή, μια γούρνα σκοτεινή
    που, όταν σκορπούν του δειλινού τα μύρα, ένα παιδί
    γεμάτο θλίψη κάθεται στα πόδια της κι αφήνει
    ένα καράβι τρυφερό σαν πεταλούδα του Μαγιού.

    Ω, κύματα! Στη λήθη σας τόσον καιρό λουσμένο,
    δεν γίνεται ν’ αφρίσω πια του μπαμπακιού το δρόμο·
    των σημαιών, των παρασείων το θράσος να διασχίσω
    και τις μαούνες, -τα φρικτά μάτια τους- να πλευρίσω.

    Ρεμπώ
     
  7. Alma Oscura

    Alma Oscura Όπταις άμμε

    "Witch-Wife" by Edna St.Vincent Millay


    She is neither pink nor pale,
    And she never will be all mine;
    She learned her hands in a fairy-tale,
    And her mouth on a valentine.

    She has more hair than she needs;
    In the sun 'tis a woe to me!
    And her voice is a string of colored beads,
    Or steps leading into the sea.

    She loves me all that she can,
    And her ways to my ways resign;
    But she was not made for any man,
    And she never will be all mine.
     
  8. sigh

    sigh .

    ..Στιγμές μαζεύονται και γίνονται ώρες
    κάποιος τις τσουβαλιάζει τα μεσάνυχτα
    για τον καιάδα του αβυσσαλέου χρόνου
    μαθημένου να καταλύει πεπραγμένα
    με δεξιοτεχνία ταχυδακτυλουργού απατεώνα.

    Mένεις γυμνός από τα χθεσινά
    προτού καλά καλά το καταλάβεις –
    άδειο το καπέλο και το κουνέλι άφαντο
    μες στην ανωνυμία του τσίρκου.

    Πάνω απʼ την πάχνη των υδάτων
    κρέμονται στα λιμάνια
    νυχτωμένοι αποχαιρετισμοί
    που περιμένουν κρεμασμένοι
    με τα μανταλάκια των τελευταίων φιλιών
    να τους ξεράνει κάποτε
    ο ήλιος της λήθης.

    Νανά Τσόγκα
     
  9. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     
    Σηκώθηκε όλη η γη
    Τα χώματα, οι ρίζες, τα κόκαλα…
    Σηκώθηκε και όρθωσε το ανάστημά της…

    Να είσαι θυμωμένος, να είσαι απροσπέλαστος
    Έχεις ακόμη εκείνο το αρχαίο βλέμμα;
    Δεν το έχασες κλέβοντας μέρες απ’τη Νύχτα;
    Δεν το λησμόνησες μέσα στα μαστάρια της Κίρκης;
    Έχεις ακόμα βλέμμα;
    Να είσαι η πλημμύρα που έρχεται
    Όχι το ρημαγμένο κοιμητήριο που απέμεινε…

    Και αν επιστρέψει ο αδελφός σου κάποτε
    Από εκείνη τη νέκυια που τον στοίχειωνε από παιδί
    Μην πάρεις στα χέρια σου όσα θα φέρει μαζί του
    Μην τον αλλοιώσεις με τη λιπαρή σου ευωχία
    Να είσαι η τρικυμία που καταστρέφει
    Να είσαι υετός φωτιάς
    Όχι το πρόθυμο καταφύγιο της υγρής ραστώνης…
    Δες
    Απ’το παράθυρό σου ο κόσμος
    Άλλαξε…D.P.
     
  10. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Γαρμπίλι


    Με πυρετούς
    τανάλιες κόκκινες

    που έσφιγγαν λαιμούς
    ιδρώτες λευκό γαρμπίλι
    στο μέτωπο
    υποδεχόταν ο λεπρός την αγιοσύνη
    της κάθε μέρας
    και ο έγκλειστος σακάτης
    πόρνος
    την κουρασμένη βλασφημία
    της κάθε νύχτας


    μετά το Ένα
    μετά το φως

    μετά το άοδμο
    αίμα
    ο άνθρωπος χλομός
    ο άνθρωπος όρθιος
    ο άνθρωπος
    υβός


    ανασαίνοντας το χτες
    εισπνέοντας θάνατο

    μνήμες
    καταβροχθίζοντας


    με θόρυβο
    με θόρυβο

    με θόρυβο


    σαρκώνεται
    θνητός κι όμως
    τον αθάνατο καμώνεται


    θάνατο εισπνέοντας
    ζωή εκ-πνέει................D.P.
     
  11. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Η λίμνη ήταν υπέροχη
    μεγάλη, αδιάστατη, αλειμμένη με κερί
    περπατούσες πάνω της
    χαρούμενη
    και σιωπηλή
    πήγαινες μέσα
    έχανα τα ίχνη σου
    όμως υπήρχαν πάνω στο κερί
    κι ερχόσουν πάλι…

    χόρεψες μια ή δυο φορές
    πριν χαθείς ολότελα

    ήλιοι ανιπτόποδες κατέβηκαν
    όξινοι, άσχημοι ήλιοι
    και σε τράβηξαν
    σε πήραν πάνω
    σε εφέλκυσαν
    δεν είμαι σίγουρος
    η αχνότητα του εγκλήματος
    δεν είχε φρίκη
    δεν είχε μελωδία
    ήταν απλά η αλήθεια του
    τυπωμένη στο κερί

    ήλιοι ρακένδυτοι κατέβηκαν
    και σ’έκλεψαν

    κι εγώ απλά κοιτούσα…D.P.
     
  12. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    incarnatus

    Τα πόδια μου ήταν ρίζες
    τα χέρια μου ήταν πλανήτες
    απλώθηκα ως το υπερεκτατό
    βάθυνα ως το στόμα του χρόνου
    δεν θυμάμαι αν γεννήθηκα
    ο πρώτος
    και ο έσχατος
    δεν έχουν μνήμη
    δεν ήμουν δέντρο
    δεν ήμουν άνθρωπος
    δεν ήμουν έναρξη
    ούτε πέρας
    χειρωνάκτης της ύπαρξης
    δεν ήμουν
    ούτε περιείχα την υπόσχεση
    καμιάς αθανασίας
    ο άγιος
    και ο βλάσφημος
    σαρκώνονται στο ίδιο σώμα
    το βλέμμα μου
    και τούτο το θυμάμαι
    σάρωνε τα πελάγη του απείρου
    και δεν στεκόταν πουθενά
    παντού ανάσες νύχτιες
    παντού φλεγόμενοι άγγελοι
    παντού μοναχικοί
    εξόριστοι θεοί…
    δεν ήμουν συμπαγής
    ρευστός δεν ήμουν
    δεν είχα στήθος
    στο μέρος της καρδιάς
    μονάχα
    ένα μαύρο ρόδο…
    και πάνω στα δεκάξι πέταλά του
    το μηδέν
    και το ένα
    να ερωτοτροπούν
    αέναα…D.P.