Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Κορίτσι…
    Είχε δυο μάτια
    Ν’ατενίζουν πρώτα το εσωτερικό κενό
    Κι ύστερα το αφιλόξενο του κόσμου
    Κορίτσι
    Όχι πάνω από τα εικοσιδύο
    Κορμί που δεν φιλοτεχνήθηκε
    Να αντέχει στο ψύχος της αδράστειας
    Το ανεξήγητο
    Μιας άφιλης νιότης
    Που αναζωντάνευε νυχθημερόν
    Στα ξυλιασμένα χέρια της…
    Γερασμένη κιόλα
    Από τη φορμόλη της συμπόνιας
    Που αναμετριέται πάντοτε γενναία
    Με το ευρώ που βγαίνει από τη τσέπη
    Για μια τυρόπιτα
    Για ένα καφέ
    Για μια ρυτίδα μαύρου ήλιου
    Στο στερέωμα…
    Απόστατος και βολεμένος
    Πάντα από τα σωθικά του ‘πρέπει’
    Δεν πρόλαβα να την γνωρίσω
    Δυο ματιές ανταλλάξαμε θολές
    Δυο βήματα
    Δυο λέξεις
    Στο σπασμένο παγκάκι
    Και δεν την ξανάδα
    Κορίτσι
    Όχι πάνω απ΄τα εικοσιδύο
    Αιώνες έζησε
    Στο απεριχώρητό μας
    Στο στενόχωρο υπερ-εγώ μας
    Μιλούσε
    Και δεν την ακούγαμε
    Μας έβλεπε
    Και δεν είχαμε καλημέρα
    Μας αποχαιρετούσε
    Και δεν καταδεχτήκαμε
    Ούτε το ξεπροβόδισμα.............D.P.
     
  2. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Τι απ’όλα έμεινε;
    Μέσα στη νύχτα μου
    Ήρθε απότομα η αυγή σου
    Και με έλιωσε
    Συγνώμη
    Δεν πρόλαβα να γεννηθώ
    Σε λίγες ώρες…


    Τι απ’όλα σώθηκε;
    Στο άδειο στόμα μου
    Ήρθε ξάφνου το φιλί σου
    Και με αφομοίωσε
    Συγνώμη
    Δεν είχα άλλο πρόσωπο
    Να σου δώσω…


    Τι απ’όλα έζησε;
    Στο θάνατό μου
    Ήρθε απότομα η ζωή σου
    Και με μεταβόλισε
    Αίμα πηχτό σα το βλέμμα σου
    Παντού ολόγυρα
    Στο φωτισμένο είναι μου
    Και σπαρταράω από εκρήξεις
    Και γεννάω εμένα
    Ξανά και ξανά…D.P.
     
  3. sigh

    sigh .

    Ιούδας

    Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι αυτή, ν’ αφεθεί, κι ο αέρας του βραδιού
    να του χτενίζει τα μαλλιά. Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα
    ο πυρετός τού έκαιγε το στόμα· τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή
    ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση

    Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση. Ήτανε φίλος μου
    μ’ έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν. Με ξεχώρισε
    στο ανώνυμο πλήθος και μου ’σφιξε το χέρι – «δε χώρισα ποτέ ευθύνες» είπε
    «δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά τι είναι αλήθεια»

    Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
     
  4. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Όραμα

    Είχα
    Ένα περίεργο όραμα
    Ο Ιησούς
    Αιμόφυρτος
    Κατέρχεται απ΄το Σταυρό
    Βαδίζει ανάμεσα στους έκπληκτους στρατιώτες
    Πλησιάζει τη μητέρα Tου
    Της χαρίζει ένα βλέμμα απορίας
    Πλησιάζει τον Ιωάννη
    Του χαρίζει ένα χαμόγελο στοργής
    Πλησιάζει έναν άγνωστο
    Του χαρίζει σταγόνες απ’το αίμα Του
    Συνεχίζει τον αργό βηματισμό Του


    Κι ενώ σχίζεται ο ουρανός
    Και σείεται η Γη
    Εκείνος φτάνει αγέρωχος
    Και σιωπηλός
    Στο δέντρο που φιλοξενεί
    Τον κρεμασμένο Ιούδα
    Του αγκαλιάζει τα πόδια
    Τον φιλά
    Κάτι του ψιθυρίζει
    Χαιδεύει τρυφερά
    Το άψυχο κορμί
    Τον λύνει
    Τον παίρνει στ’Αγια χέρια Του
    Και τον πηγαίνει ως τον Τάφο
    Που ήταν προορισμένος για Κείνον…


    Το στερέωμα πλένεται
    Από βροχή και αίμα
    Από οργή και ανάσες
    Τα χώματα της σκέψης
    Καθάρονται σε μια στιγμή
    Απ’τη σιωπή όσων
    Ευλογήθηκαν
    Να Δουν…
    Να καταλάβουν…


    Κι ο Κύριος τον φίλο Του
    αποθέτει στη πέτρα
    τον σκεπάζει με καθαρό σεντόνι
    τον σκεπάζει με στοργή
    Του χαρίζει μια αιωνιότητα αγάπης
    Δακρύζει ο Διδάσκαλος
    Και η σπηλιά ανασαίνει
    Σαν ζωντανός οργανισμός


    Κι ύστερα βγαίνει
    Επιστρέφει
    Βαδίζει πάλι ανάμεσα στο κόσμο
    Οι ποταμοί βροχής
    Πλένουν το άχραντο κορμί
    Οι αιώνες πάνω Του
    Ρυτιδώνουν τον αέρα που αναπνέει
    Και τα ρυάκια από νερό
    Και αίμα
    Γίνονται ύστερα από λίγο
    Ιαχές
    Ρομφαίες Πυρός
    Και δέσμες άκτιστου Φωτός


    Κι Εκείνος
    Πλησιάζει το φοβισμένο Εκατόνταρχο
    Και του ζητά
    Απλά
    Πολύ απλά
    Να Τον καρφώσει πάλι
    Στο Σταυρό Του…D.P.
     
  5. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Το χνώτο του χρόνου
    και το αλλοπρόσαλλο της μνήμης…


    κρατούσες στα χέρια σου
    κείνη τη κλεμμένη άμμο
    απ'το περιθώριο της θάλασσας
    ο ήλιος σε διαπερνούσε
    εκατοστό εκατοστό
    και τόσο αργά
    που δεν καταλάβαινες το θάνατο
    παρά σαν χάδι τρυφερό…


    από το έλλειμμα της αρχαίας συμπόνιας
    ζούμε
    να το ξέρεις
    κι όχι απ’το περίσσευμα…


    Ο πύργος αυτός στην αμμουδιά
    μας περιμένει ακόμα…D.P.
     
  6. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    Κύτταρα

    Περπατούσα
    στην ακρογιαλιά
    με τα μελλοντόμορφα ρόδα
    η θάλασσα πηχτή
    παγωμένη
    ακίνητη
    αφιλόξενη σκέφτηκα…
    κάτω απ’τα πέλματά μου
    τα ίχνη όλων των ανθρώπων
    πάνω μου
    χιλιάδες ουρανοί
    άλλοι νιογέννητοι
    άλλοι έφηβοι και ζωηροί
    να εκτείνονται με έπαρση
    σε όλες τις διαστάσεις
    κι άλλοι γέροντες πια
    υπερήλικες
    που ξεψυχούσαν εκπνέοντας
    βροχές από αίμα και θειάφι…

    άκουγα τους ήχους των ψυχών
    μακριά
    απόστατους
    και τρομερούς
    το Άπειρο είχε ορμήξει
    και με κατανάλωνε

    τα κύτταρά μου
    ορφάνευαν
    κι έδιωχναν από πάνω τους
    περίσσεια αιωνιότητας
    που έπεφτε
    σα ρούχο άχρηστο
    στ’αχνάρια των ανθρώπων

    από τα βάθη του ορίζοντα
    άκουγα ρόγχους
    από θνήσκοντες θεούς
    σα θύελλα ξεσπούσε στ’αυτιά μου
    μια αλλόκοτη σκόνη από ηχομορφές
    που έλιωνε στο σώμα μου
    γινόταν σωματίδια χρόνου
    κι έντυνε σεντόνι σάρκωσης
    τα ίχνη των ανθρώπων…

    που είσαι; είπα

    κι είδα τα γράμματα
    να σχηματίζονται για λίγο
    στην επιφάνεια της θάλασσας
    κι ύστερα ν’αφανίζονται

    σφίχτηκε η καρδιά μου
    πονούσα
    το στερέωμα γεννιόταν και πέθαινε
    κάθε στιγμή
    το μόνο αμετάβλητο
    το πρόσωπό μου
    πεισματικά αρνιόταν
    να εγκαταλείψει το ανάγλυφό του…

    κι ύστερα είδα
    σα νύχτιο σέλας
    στους φρενιασμένους ουρανούς
    εκείνο το χαμόγελο
    που μου είχες δωρίσει
    όταν πρωτανταμώσαμε

    πέταξα στη θάλασσα
    τους δυο μου πνεύμονες
    και το βλέμμα της Γνώσης των Πραγμάτων
    κι έκανα το επόμενό μου βήμα
    στο Υπέροχό σου…D.P.
     
  7. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    συμπαγείς
    στο χρόνο
    αρηγμάτωτοι
    θρασείς
    στον πόνο
    από αισθήματα
    ξαρμάτωτοι
    μελετούμε τον άνθρωπο
    τι ψεύτες !
    ανθρωποποιούμαστε
    στο διηνεκές…
    συγχώρεσέ μας Ειμαρμένη
    εσύ
    ιερή αλυσίδα του αιτίου και του αιτιατού
    μη μας φυλακίζεις στην αθανασία άλλο
    δεν το βαστάμε
    σάρκινες πλάτες κληρονομήσαμε
    σάρκινο πνεύμα
    κληροδοτούμε…
    πολεμιστές φωτός
    και άθλιοι σαρκοβόροι
    τεμαχισμένοι Προμηθείς
    έκπτωτοι Εωσφόροι
    δεν έχουμε άλλη περπατησιά
    ξεμάθαμε
    ως και το βλέμμα
    ακατάδεχτοι;
    μην πεις
    ελεεινοί
    πένητες πυροφόροι
    έχουμε το μερτικό μας στο φθαρτό
    και αλήθεια
    ορφανέψαμε νωρίς
    συμπόνεσέ μας Ειμαρμένη
    εσύ
    που έχεις τα κλειδιά της πτώσης
    και της ανόδου
    και της σπηλιάς την έξοδο γνωρίζεις
    διώξε μας
    τούτο το φορτίο μας λύγισε
    δεν το βαστάμε
    σάρκινες πλάτες κληρονομήσαμε
    σάρκινο πνεύμα
    κληροδοτούμε…

    D.P.
     
  8. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     




    δεν ήταν άνθρωποι αυτοί

    είδαμε τα πρόσωπά τους
    είχαν για ρυτίδες
    υλακές του χρόνου
    είχαν για βλέμμα
    το φως του Σείριου
    κι είχαν για φωνή
    ήχους ακατάληπτους
    φθόγγους πυρός
    και άδειες συλλαβές

    δεν ήταν άνθρωποι αυτοί
    ήταν αρχαίες λίμνες
    με απολιθωμένα όνειρα
    και πετρωμένα ηλιοβασιλέματα
    σε αλλόκοτους πλανήτες

    κι ήταν αδελφοί μας

    μας έδωσαν τα χέρια
    και μαζί
    μας έδιναν τον γαλάζιο θάνατό τους
    μας χαμογέλασαν δειλά
    και μαζί
    παράξενες μορφές σχηματοποιήθηκαν
    ολόγυρα
    σαν σκιές
    σαν εφιάλτες από μάγμα και θλίψη
    σαν ουρανός που απομακρύνει το αγκάλιασμα του ήλιου
    και αποζητά μονάχα τη βροχή…

    δεν ήταν άνθρωποι αυτοί
    ήταν σκεπτομορφές του αχανούς
    ήταν αθύρματα από προσευχές
    και στεναγμούς
    κερματισμένοι πόθοι
    από βαθιές
    ακατανόητες εποχές

    δεν ήταν άνθρωποι αυτοί

    και ήταν αδελφοί μας

    και ήμασταν εμείς…D.P.
     
  9. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    κόκκινα πρωινά στον Άδη

    φριχτά όνειρα
    έκαναν τους ανθρώπους
    να μοιάζουν με ασήμαντες στιγμές
    κοιλότητες στο ματωμένο χρόνο
    αυτό έγιναν
    και άδεια λόγια

    και ποιος αξίζει το βλέμμα του;
    ποιος αξίζει τα όνειρά του;
    ποιος αξίζει να φλέγεται
    στο διηνεκές
    χωρίς να καίγεται;

    τα χέρια σήκωναν ψηλά
    οι προπάτορες
    είχαν ακόμη χέρια
    να συνομιλούν με τους θεούς
    έσφαξαν τον γιο του Πρώτου
    βίασαν ξανά και ξανά
    την θυγατέρα του Έσχατου
    διαμέλισαν τον αποφλοιωμένο Προμηθέα
    και τον δειπνούσαν κάθε εποχή φωτός
    για να μην τους μισήσει το σκότος...

    και ποιος αξίζει τη φωνή του;
    ποιος αξίζει το σπέρμα του;
    ποιος λέγεται ακόμη θεός θνητός
    και ποιος ορέγεται το ήμαρ της Πενθεσίλειας;

    βλάσφημοι εφιάλτες
    έκαναν τους ανθρώπους άπληστους
    έκαναν τους γόνους τους
    ουτιδανούς και αχρείους
    έκαναν τα δειλινά τους
    να μοιάζουν με κόκκινα πρωινά στον Άδη

    έλα
    μου έγνεψε ο Έλληνας
    εκείνο το απόγευμα
    που έλιωνε ο κόσμος ολόγυρα
    και περπατούσαμε ανέμελοι
    πάνω στα λευκά κρανία
    των συντρόφων...D.P.
     
  10. sigh

    sigh .

    Προ της Ιερουσαλήμ

    Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
    Πάθη, πλεονεξία, και φιλοδοξία,
    ώς κι η υπερηφάνεια η ιπποτική των,
    ευθύς απ’ τες ψυχές των απεβλήθησαν.

    Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
    Στην έκστασι και στην κατάνυξί των
    εξέχασαν τες έριδες με τους Γραικούς,
    εξέχασαν το μίσος για τους Τούρκους.
    Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.

    Κι οι Σταυροφόροι οι τολμηροί κι ακαταμάχητοι
    οι ορμητικοί σε κάθε των πορεία κι έφοδο,
    είναι δειλοί και νευρικοί και δεν μπορούν
    να προχωρήσουν· τρέμουν σαν μικρά παιδιά,
    και σαν μικρά παιδία κλαιν, κλαίνε όλοι,

    τα τείχη βλέποντας της Ιερουσαλήμ.

    Κ.Π.Καβάφης
     
  11. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Η ημέρα
    Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.

    Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.

    Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.

    Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.

    Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.

    Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.

    Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.
    Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.

    Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…

    Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.

    Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…

    Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.

    Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.

    Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.

    Ήταν ώρα να επιστρέψει.

    Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε..............D.P.
     
  12. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Προκυμαία

    Προχωρούσα
    στη προκυμαία της νύχτας
    τα κύματα
    ήταν άνθρωποι
    στόματα ορθάνοιχτα
    μάτια βγαλμένα
    άδειες κόγχες
    που αιμορραγούσαν

    σφιχταγκαλιασμένοι
    οι ζωντανοί
    με τους νεκρούς
    σε μια μολυσμένη ερωτική επαφή
    του αιώνιου
    με το φθαρτό
    αντάλλαζαν ηδονικά
    σπέρματα φρίκης
    οράματα ριπαίου χρόνου
    και ακαθαρσίες φωτός

    φωνή δεν άκουγα
    μονάχα γέμιζα
    τον αρχαίο πόνο
    που με πλημμύριζε σαν λάσπη
    και δυσφορούσα

    στη παλάμη μου ένιωσα
    ένα χέρι παιδικό
    γύρισα και είδα
    ένα αγόρι
    με στήθη γυναικεία
    με ουρά ψαριού
    να με κοιτάζει λαίμαργα
    να με απορροφά
    σ’ ένα φωτοστέφανο που ανάπνεε
    είμαι ένας ανήλικος ήλιος
    μου είπε
    και ήταν η φωνή του συριγμός
    σαν δελφινιών φωνή
    που μου τρυπούσε το κεφάλι…

    κάποια μέρα θ’ ανατείλω
    όμως ο κόσμος θα είναι πια νεκρός
    κι έτσι μονάχος θα λουστώ όλο το ακριβό μου αίμα
    δεν είναι ένας αφόρητος λυγμός;


    τα λόγια του ακολούθησε
    ένα γέλιο που σάρκαζε το χρόνο
    ένας παραφρονικός ρυθμός
    που άλλο δεν άντεχα

    ξύπνησα έντρομος

    το στόμα μου ήταν ανοιχτό
    σ’ένα μορφασμό παράξενο
    μάτια δεν είχα
    αιμορραγούσα από τις μαύρες κόγχες μου
    γύρω μου
    παλλόταν
    το ένιωθα
    ένας ανθρωποκεανός
    κάποιος νεκρός
    το ήξερα
    άγνωστο πως
    σερνόταν ήδη
    πάνω σε κάτι που έμοιαζε
    με προκυμαία

    ερχόταν
    για να δεθεί αιώνια μαζί μου

    ούρλιαξα
    άηχος τρόμος
    κλινικά νεκρός

    μια μέρα
    θα με περιμένεις;
    θ’ ανατείλω
    όμως θα είσαι πια νεκρός
    κι έτσι μονάχος θα απλωθώ
    ως τ’ακροδάχτυλα του εαυτού σου
    θα το αντέξεις;


    δεν είναι όλο τούτο
    πες μου
    ένας αφόρητος λυγμός;..............D.P.