Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member


    Νυχτοβάτης



    Ο Νυχτοβάτης κοιτούσε το γυμνό του είδωλο στο μεγάλο, όρθιο, οβάλ καθρέφτη.

    Για πολλή ώρα έμεινε ανέκφραστος.
    Για κάποιον παράξενο λόγο, ήξερε ότι ερχόταν η στιγμή που το είδωλο θα συνομιλούσε μαζί του.
    Για κάποιον άλλο παράξενο λόγο, ήταν έτοιμος γι’αυτή τη συνομιλία.
    Κι έτσι, δεν τον πτόησαν οι αμείλικτοι αιφνιδιασμοί.
    Κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πρώτο όταν αντίκρισε το πρόσωπό του. Δεν εμφανιζόταν ολόκληρο. Σχεδόν το μισό έλειπε. Μισό πρόσωπο δεν σημαίνει μισή ύπαρξη, σκέφτηκε, σημαίνει διπλός μόχθος για να χτίσεις την επάρκεια της ψευδαίσθησης.
    Κλήθηκε να αντιμετωπίσει το δεύτερο όταν διέκρινε τα έντονα, σκούρα σημάδια στο ένα του χέρι, λίγο πάνω από τον αφαλό και στα πόδια του. Ήταν πλατιές, γκρίζες κηλίδες.
    Ανασαίνουν, σκέφτηκε και τον ρίγησε η λέξη που δεν τόλμησε να γίνει ήχος.
    Κι ύστερα αντίκρισε τον τρίτο, τον ισχυρότερο αιφνιδιασμό.
    Το είδωλό του… παλλόταν… έτρεμε… σα να ήταν μια παράξενη ολογραμμική προβολή και όχι η πιστή αποτύπωσή του. Σα να επρόκειτο για μια φασματική εικόνα χαμηλής ενέργειας που πάλευε να κρατηθεί, να μην σβήσει, να παραμείνει ζωντανή…
    Πεθαίνω, σκέφτηκε ξανά και τούτη η τρομερή λέξη δεν είχε κανένα βάρος, καμιά θλίψη, κανένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Ήταν μια απλή, καθαρή, σχεδόν κλινική διάγνωση.
    Σήκωσε το αριστερό του χέρι και παρακολουθούσε να επαναλαμβάνει τη κίνηση το είδωλό του. Χάιδεψε το λαιμό του και το στήθος του. Και τότε το είδε για πρώτη φορά. Το είδωλό του πονούσε. Το απαλό αυτό ταξίδι στο σώμα προκάλεσε έναν μορφασμό δυσαρέσκειας στο τεμαχισμένο πρόσωπο του ειδώλου του. Μπορούσε να το δει καθαρά. Το φάσμα του πονούσε και αυτόματα έριξε ξανά το χέρι του κάτω.
    Επανέλαβε το ίδιο μετά με το άλλο του χέρι. Το έφερε πάνω από το σημείο των γεννητικών του οργάνων. Όταν τα άγγιξε ο ίδιος μορφασμός ζωγραφίστηκε στο μισό πρόσωπο.
    Το είδωλό του τρεμόπαιξε έντονα. Για μια στιγμή μάλιστα, ήταν σίγουρος γι’αυτό, χάθηκε εντελώς… πέρασε μια άπειρη στιγμή ώσπου να το ξαναδεί να αχνοσχηματίζεται εκ νέου στον καθρέφτη εμπρός του.
    Μικραίνω… μικραίνω όλο και πιο πολύ… μονολόγησε μελαγχολικά και για πρώτη φορά επέτρεψε τη φωνή του να ηχήσει στο δωμάτιο. Εκείνο που είναι να αυξηθεί πρέπει να ανθίσει… εκείνο που είναι να συρρικνωθεί πρέπει να εκλείψει… είπε ξανά και ύστερα σίγησε.
    Ο Νυχτοβάτης αισθάνθηκε μια παρουσία δίπλα του. Ήταν ο αδελφός του, ένας λευκός θηριώδης λύκος που κάθε πανσέληνο τον επισκεπτόταν για λίγες ώρες ως το ξημέρωμα. Ο λύκος ανάσαινε αργά και τον πλησίασε με προσοχή. Μετά κούρνιασε στα πόδια του.
    Μονομιάς το είδωλο του Νυχτοβάτη σταθεροποιήθηκε. Έγινε ανάγλυφο, ζωηρό ακόμα και λαμπερό.
    Αδελφέ μου!, είπε τρυφερά ο Νυχτοβάτης και άγγιξε τον λύκο μονάχα με την απαλή φωνή του.
    Δεν έχω συνείδηση της ύπαρξής μου… άρχισε να μονολογεί πάλι και το είδωλό του παλλόταν ανάλογα με την ένταση της φωνής του. Ποτέ δεν επέτρεψα τούτη την πολυτέλεια στον εαυτό μου. Συνείδηση της ύπαρξης σημαίνει να μπορείς να ορίσεις τα πράγματα μονάχα από το εσωτερικό τους φως… είπε ξανά και χάιδεψε απαλά για πρώτη φορά με το χέρι του το όμορφο ζώο. Ένιωσε την ζεστή του ανάσα στο χέρι του και χαμογέλασε. Ήταν ένα αλλόκοτο χαμόγελο. Και δεν είδε το μισό του πρόσωπο στον καθρέφτη. Εκείνο δεν χαμογελούσε.
    Δεν μας αγάπησε ο ήλιος αδελφέ μου… εμείς ήπιαμε γάλα απ’τα μαστάρια της Νύχτας, είχαμε μάνα την ασημένια Πανσέληνο και ορφανοί από πατέρα πορευτήκαμε ως τα τώρα… δεν μας αγκάλιασε κανένα φως εμάς, δεν μας έθρεψε η ζέση του καλοκαιριού, δεν μας νανούρισε η ραθυμία του μεσημεριού… κι όμως… φιλοξενούμε ένα ολόκληρο κόσμο… και δεν νιώσαμε ποτέ την ορφάνια… συνέχισε να μονολογεί ο Νυχτοβάτης και τα σημάδια στο είδωλό του μεγάλωναν… γίνονταν μελανές νησίδες στο ευαίσθητο, χλωμό του σώμα.
    Ο μεγάλος λύκος όρθωσε το σώμα του και γρύλλισε.
    Το ξέρω, ξημερώνει. Θα πρέπει να φύγεις… πήγαινε στην απλωσιά Της αδελφέ μου, ξεκουράσου στην αρχαία αγκαλιά Της… για μένα στερεώνεται η μόνη αλήθεια λεπτό το λεπτό… σ’ευχαριστώ… είπε και αισθάνθηκε έναν λυγμό να αναδύεται απ’τα σωθικά του και να του κλείνει το λαιμό.
    Το πανέμορφο ζώο χαϊδεύτηκε για μια στιγμή στο σώμα του Νυχτοβάτη, σήκωσε το βλέμμα του αιχμαλωτίζοντας την αιωνιότητα της στιγμής στα μάτια του και μετά, ήρεμα και θλιμμένα αποχώρησε.
    Τα σημάδια ολοένα και μεγάλωναν. Τώρα πια είχαν απλωθεί παντού. Το είδωλο άρχισε να τρεμοπαίζει πιο έντονα. Ο καθρέφτης έμοιαζε με την επιφάνεια μιας ρυτιδιασμένης λίμνης. Ο Νυχτοβάτης δεν μπορούσε να διακρίνει το είδωλό του.
    Πονούσε.
    Φοβόταν.
    Έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε την γέννησή του. Ονειρεύτηκε τη Νύχτα, τους αστερισμούς, τις τροχιές των κομητών, τα αλυχτίσματα των αδελφών του στα μεγάλα δάση, τις ξάστερες βραδιές κάτω απ’το στερέωμα, τη γεύση των ποταμιών και το τραγούδισμα του νερού όπως κυλούσε.
    Δάκρυσε.
    Τα μέλη του μούδιαζαν.
    Ο χρόνος κάλπαζε ξέφρενα.
    Οι ανάσες του, ακριβότερες από ποτέ, χύνονταν μια μια στο κατώφλι της αυγής…
    Έρχομαι Μάνα… μπόρεσε να ψελλίσει και όλο του το κορμί αντιλάλησε βουβά το σπαραγμό του.
    Το τελευταίο που αντίκρισε στον καθρέφτη όταν άνοιξε για ύστατη φορά τα μάτια του, ήταν μια λευκή, μικρή κουκουβάγια που άνοιγε τα φτερά της κι ετοιμαζόταν να πετάξει στην ελευθερία…D.P.
     
  2. sigh

    sigh .

    ..Δεν μπορεί, μέσα στο γύρο τον ατέλειωτο
    του δούναι και μολών λαβέ
    θα μου 'χεις πάρει δανεικά κάποια αισθήματα.
    Δεν μπορεί, μέσα στα τόσα χρόνια των καπνών
    κάποια φορά θα ξέμεινες κι εσύ από τσιγάρα.

    Να μου δάνειζες τώρα μιαν ανταπόδοση
    για δυο τρεις μέρες μιαν αγάπη.
    Είμαι καλεσμένη σε κωμωδία κυκλική
    και στην πρόσκληση τονίζεται
    το ένδυμα να είναι αδιαφανές
    δεν πρέπει να φεγγίζει το ανυπόφορο.

    Θα σ' την επιστρέψω άθικτη.
    Και να μεθύσω και να χυθώ απάνω της,
    μη φοβάσαι, λεκέδες δεν αφήνει
    ποτέ το αιώνιο στην αγάπη.

    Για μια δυό μέρες έστω.
    Να πάω καλοντυμένα δανεική
    φανταχτερά θρυπτή κιμωλία
    κρεμασμένη ματαιόδοξα
    στο μπράτσο συνοδού μου σπόγγου.
    Έστω και για μια μέρα.

    Όχι αυτήν δεν θέλω αυτήν, όχι
    την ελεήμονα αγάπη που την ξανακερδίζει
    η παλάμη σου αμέσως μόλις πέσει στη δική μου.
    Την άλλην θέλω, εκείνην την άλλην την άλλη
    την παράφορη που τρέφεις για κάποιον άλλον
    πάλι εσύ και ικετεύεις
    να σου δανείσει την αγάπη του
    για μια δυό μέρες έστω όχι εκείνην,
    όχι την ελεήμονα αγάπη που την ξανακερδίζει
    η παλάμη του αμέσως μόλις πέσει στη δική σου,
    την άλλη που ζητάς την άλλη
    εκείνη την παράφορη που τρέφει,
    για κάποιον άλλον πάλι αυτός
    και αλυσιδωτά τον ικετεύει
    να του δανείσει μιαν αγάπη
    για μία μέρα έστω, όχι την ελεήμονα
    και πάει λέγοντας της θηριωδίας μας το άδοξον.

    Μας εξυψώνει δανειστές
    αυτό το ίδιο που μας σκύβει επαίτες του.

    Πάντα το ασύμπτωτο ερωτευμένο μ' ένα άλλο
    πάντα εμείς μ' αυτό ερωτευμένοι.
    Και πεθαίνουν ανέραστες οι συγκυρίες.

    Κική Δημουλά
    Χαίρε ποτέ

     
     
  3. sigh

    sigh .

    Δεξαμενόπλοια αραγμένα έξω απ’ το λιμάνι
    μονάχα τα σκαριά τους ολόρθα στα βαθιά,
    σε κάθε τιμονιέρα τρεμοσβήνει φως χλωμό,
    μια κάποια καρτερία φλογερή πλέει εκεί.
    Κι ακόμη είσαι εσύ εκεί στων ίσαλων το μήκος.
    Τίποτε δεν μπορείς να πεις,
    νιώσε το βάρος μόνο πέρα από το προσωπικό, έναν ευρύτερο εαυτό.

    Άκουσες το μηχανοστάσιο, το τρίξιμό του το μεταλλικό,
    τον ήσυχο άξονα ενός θραυσμένου κόσμου.
    Το θεϊκό θα ’πρεπε να ’ναι ένα κομμάτι του,
    τουλάχιστον μια παρουσία που διαβαίνει μες στη νύχτα.
    Ωστόσο είσαι εσύ κοντά σου απέναντί σου, μόνο αυτό,
    άνθρωπος κόντρα στα εξουθενωτικά, ατελείωτα κύματα.
    Αυτό το ξέρεις τώρα και σηκώνεις το κεφάλι σου θλιμμένα.

    Don Schofield
     
  4. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    Οι θεοί κοιμήθηκαν
    στη μεγάλη θάλασσα
    κι εμείς δεν χάσαμε την καρδιά μας
    λιμοκτονούμε
    λίγη τρυφερότητα είναι αρκετή
    έστω και με άδειο βλέμμα
    έστω και χωρίς χέρια
    έστω και με κλειστό το στόμα
    τρυφερότητα θα πει
    να τρέφεις την έχιδνα και την οχιά
    που κάποτε θα σε σκοτώσει

    οι θεοί αποσύρθηκαν
    χάθηκαν στις σπηλιές και στα ηφαίστεια
    κρύφτηκαν στα βιβλία
    και στις αφηγήσεις
    κι εμείς δεν κλείσαμε τα παράθυρα
    δεν σφαλίσαμε τις πόρτες
    δεν αρνηθήκαμε το αύριο

    εδώ είμαστε
    στην αγκαλιά του τρόμου
    και κοιμόμαστε και ξυπνάμε
    και παλεύουμε
    κερδίζοντας χάνουμε
    όλο το χρόνο κι όλη τη λύπη

    και τα βράδια νανουρίζουμε αυτούς
    που μια μέρα θα μας αφανίσουν

    για να μην είμαστε μόνοι....D.P.
     
  5. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     
    Το Άλλο Εκείνο


    Αν τα γυμνά ανθρώπινα κορμιά
    υψώθηκαν και κρέμονται
    στο σκοτεινό όργιο του σύμπαντος
    κι αν φλέγονται
    και ψύχονται μαζί

    απ'το "ενεργεία" στο "δυνάμει"

    κάτω απ'τα βλέμματα ανήλικων θεών

    είναι που ακόμη ο αιώνιος οδοιπόρος
    πραγματώνει αέναα
    την Οδύσσειά του
    και απ'την αγκαλιά της Κίρκης
    κι από τους μηρούς της Καλυψούς
    ορμάει στο φως
    του έσχατου θανάτου
    και απλώνει στην επιστροφή
    που τόσο πόθησε
    μια επίκληση
    στο μαύρο δίχτυ της Ανάγκης
    για ν'αφανιστεί
    όχι ως βασιλιάς
    αλλά ως ζητιάνος

    Κι η επίκλησή του
    θα έχει λέξεις από αίμα
    σύμφωνα από πέτρα
    φωνήεντα από φως
    και στο ουράνιο βλέμμα του
    το Άλλο Εκείνο
    που τον στερέωσε στο Είναι...

    Και με ορθάνοιχτα τα μάτια
    δικαιούσαι να ονειρεύεσαι

    Και με κλεισμένους πνεύμονες
    δικαιούσαι ν'ανασαίνεις

    Ένα χωρίς Αυτό
    χωρίς το Κάτοπτρο
    χωρίς το Χάσμα

    Εν εσαεί...D.P.
     
  6. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Υπήρχε κάτι πένθιμο
    σε τούτη τη σιωπή
    σαν το χαρταετό
    που κόβεται απότομα το νήμα του
    αυτό που τον συνδέει με τον άνθρωπο
    αυτό που τον συνδέει με το χαμόγελο
    και ταξιδεύει για λίγο
    όσο να ψελλίσεις ένα
    ‘μα, πως… πως γίναμε τόσο σιωπηλοί;’
    κι ύστερα…
    γκρεμίζεται στη γη


    Ναι
    υπήρχε κάτι πένθιμο
    στο τρόπο που έλεγες ‘καλημέρα’
    στο τρόπο που έστρωνες το τραπεζομάντηλο
    στο τρόπο που ξάπλωνες στο κρεβάτι
    για να με υποδεχθείς ερωτικά


    Κι αυτός δεν ήταν έρωτας
    ήταν μια πρόσκαιρη συμμαχία
    με το εγώ μας
    μια θορυβώδης παράσταση σκιών
    τόσο ώστε να μη μας ξεκουφαίνει
    η κραυγή της θλίψης


    Εσύ να δώσεις στο γκρι
    μια απόχρωση γαλάζιου
    να δώσω εγώ στο σκοτάδι
    μια ρυτίδα από φως…


    Κι όταν δεν θα’χω;
    αναρωτιόμουν
    όταν δεν θα’χω πια;
    εσύ μου απαντούσες με κείνο το δειλό
    σα ρωγμή στον κατάλευκο τοίχο
    πένθιμο χαμόγελό σου

    D.P.
     
  7. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    Μια λέξη

    Πρόλαβα να γράψω μια λέξη
    μια μεγάλη λέξη που πάλεψα,
    αλήθεια,
    όλα να τα περιέχει
    δεν ξέρω μόνο αν ζωγράφισα σωστά
    κείνο το μελί θάνατο στο βλέμμα σου
    δεν ξέρω αν φυλάκισα ακέραιο
    μέσα σ΄αυτή τη λέξη
    το ρίγος του κορμιού
    τη δροσιά του απογεύματος
    το ψύχος του αποχωρισμού
    κι ακόμη δεν μπορώ να πω με σιγουριά
    αν αποτύπωσα σωστά
    μέσα σ’αυτή τη λέξη
    το πρόσωπό σου
    ολόκληρο…
    το φως που έσβηνε στα όμορφά σου μάτια
    παλλόμενο…
    το πένθος του αγγίγματός σου
    υγρό…


    ΑΝ…D.P.
     
  8. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    Σκορπιός
    [γραφή πρώτης ανάσας]

    Είσαι σαν ένας μικρός σκορπιός
    Μέσα σ’ένα ποτήρι
    Σε βλέπω απ’τα τοιχώματα
    Εγκλωβισμένο
    Αλλά ξέρω πως είσαι δυνατός
    Θα επιβιώσεις
    Κι άλλωστε
    Όποτε θέλω
    Σε γυρίζω ανάποδα
    Κι ελευθερώνεσαι

    είσαι χλομός λιγάκι
    αδελφέ μου
    να τρως καλά
    να
    λίγα ακόμη χρήματα
    όχι μονάχα για τσιγάρα
    μα για να τρως καλύτερα
    λόγια μέσα απ’τα δάκρυα
    λόγια μέσα απ’το θολό του χρόνου
    δεν ξέρω πως το άντεξα
    να σε βλέπω εδώ μέσα
    αλλά έπρεπε…

    Είσαι σαν ένας τόσο δα σκορπιός
    Μέσα στο ποτήρι…

    και κάτι ακόμα
    όλες τις λέξεις που δικαιούσαι
    δεν στις είπα αδελφέ μου
    γιατί δεν το αντέχω
    όταν γράφω
    να με σκίζουν οι αναμνήσεις
    πίστεψέ με
    αν είχα κι άλλο στήθος
    σε σένα θα το έδινα

    λόγια του απείρου
    να με τεντώσεις άλλο;
    δεν γίνεται
    αν σωριαστώ μια μέρα
    στο ξέφωτο του παρελθόντος
    σαν το σκορπιό
    να ξέρεις
    δε θα τρέξω πέρα
    ελεύθερος
    γιατί σε περιμένω
    ακόμα…
    D.P.
     
  9. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Βλέπω τη θάλασσα συχνά, σχεδόν συνέχεια

    Θαυμάζω την πυκνότητα, τη διαπεραστικότητα σου

    Διεισδύεις μέσα από τις σκέψεις μου, με μοιράζεις, σπάσε με

    Κουνάς κλαδιά κι ό,τι μέσα σου βρεθεί, ανθρώπους τραμπαλίζεις

    Το φως που μέσα σου σπέρνεται, σκορπάς, εξαφανίζεις

    Είμαι πάλι εδώ, γυμνός μέσα στα ρούχα μου

    Θεριεύω μες στις σκέψεις μου κι όλα χύνονται κι ας μη τα παίρνεις

    Άσε με να μπω, θέλω να σου μιλήσω, δεν είμαι χάρτινος,

    Δεν είμαι παραγιός

    Δεν είμαι παρά ό,τι ήμουνα κι εχθές κι απ’ όταν σ’ αντικρίζω

    Είμαι σαν την πρώτη φορά που μπάνιο δεν ήξερα κι όμως με κολυμπούσες

    Είμαι σαν την πρώτη φορά που μπάνιο έμαθα και μου ‘δειξες να πνίγομαι

    Είμαι και με ελέγχω για να μου εκμαιεύεις την αβεβαιότητα μου

    Είμαι και είμαι ανεξέλεγκτος κι αλλεπάλληλα σου κύματα

    μου λένε ναι πειράζει, γιατί όλα τους ίδια και όλα διαφορετικά

    με τιμωρούν που τα ‘πα ίδια κι ύστερα πάλι με περιφρονούν

    σαν κάτι διαφορετικό

    Είμαι και είμαι σαν την πρώτη φορά που μου ‘πες βούτα

    Κι ύστερα μ’ έβγαλες δακρυσμένο, με τη μύτη μου να καίει

    Να γεύομαι εσένα, να ‘χω ξεχάσει πόσο ο ήλιος είναι λαμπερός

    κι αυτός σαν άλλος γιος σου, σαν εραστής με έργα δικά του και σιωπές

    μου δειξε πως τ’ ανήκεις, το φως μου στέρησε μέσα στο φως του

    Και χώθηκα πάλι μέσα σου ως το κεφάλι κι ήμουν και ήμουν

    Κάθε φορά,

    Να πιάνω με τα δαχτυλάκια των παιδικών ποδιών τα χαλιά και τα στολίδια σου

    Να τρομάζω μες στις μαύρες σου σελίδες μα εσύ ακόμα να με καρτερείς

    Ήμουν και είμαι και θέλω μέσα σου να βυθιστώ

    Εκεί να ζήσω, να μάθω αν υπάρχει ήχος στο βυθό ή

    σιωπή μονάχα

    Εκεί να μάθω να ανασαίνω απ’ την αρχή

    Κι όλα να μοιάζουν όνειρο μα να μην είναι ονειροτόκα

    Άσε με εκεί να κάτσω πάνω στα χαλιά σου, να γίνω χαλί,

    να γίνω φύκι, ή στολίδι

    και να με πηγαίνεις όπου θες εσύ κοντά σε στεριές και σε

    ναυάγια

    κοντά σε κοχύλια, ή όντα που να μην ξέρω τ’ όνομα τους

    μα κι όταν πείθομαι για τη μαγεία και την καθημερινότητα σου

    να μου δείχνεις τη γλώσσα των ψαριών και τη νοημοσύνη τους

    και όλα να μου τα μάθεις ξανά απ’ την αρχή, μ’ όλα τα συν,

    μ’ όλα τα πλην τους

    Πιάσε με

    άσε με να μεταμορφωθώ σε ό,τι θες γιατί τα θέλω όλα αναίτια

    άγραφες σελίδες και να πηγαίνω μπουσουλώντας

    κι αν όλα κάποτε χαθούν κάνε με πάλι άνθρωπο και πνίξε με βαθιά

    Γίνε μήτρα, ή γίνε δολοφόνος.
    -Volt-
     
  10. Dimonius

    Dimonius Εγώ είμαι μην απορείς που δεν είσαι εσύ

    (Ελένη Βακαλό)


    Θα σας πω πώς έγινε
    Έτσι είναι η σειρά

    Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
    δρόμο του έναν χτυπημένο
    Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
    Τόσο πολύ λυπήθηκε
    που ύστερα φοβήθηκε

    Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
    τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
    Τι τα θες τι τα γυρεύεις
    Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
    να ψυχοπονέσει τον καημένο
    Και καλύτερα να πούμε
    Ούτε πως τον έχω δει

    Και επειδή φοβήθηκε
    Έτσι συλλογίστηκε

    Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
    Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
    Άρχισε λοιπόν και κείνος
    Από πάνω να χτυπά

    Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

    [Από τη Συλλογή Του κόσμου (1978)]
     
  11. Dimonius

    Dimonius Εγώ είμαι μην απορείς που δεν είσαι εσύ

    Στο υπερώον (Γιάννης Ρίτσος)


    Μετά την παράσταση
    έμεινε κρυφά στο υπερώον
    στα σκοτεινά.
    Η αυλαία ολάνοιχτη.
    Εργάτες της σκηνής,
    φροντιστές, ηλεκτρολόγοι
    ξεστήνουνε τα σκηνικά,
    μετέφεραν στο υπόγειο
    ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,
    σβήσαν τα φώτα,
    έφυγαν,
    κλείδωσαν τις πόρτες.
    Σειρά σου τώρα,
    χωρίς φώτα,
    χωρίς σκηνικά και θεατές,
    να παίξεις εαυτόν.
     
  12. sigh

    sigh .

    «Σιγά μην τρέμεις…»

    είμαστε των παλαιών ερώτων οι φωνές
    όχι αυτών που σου άλλαζαν τη ζωή
    και βρισκόσουν ξαφνικά σ’ άλλες κάμαρες
    να προσκυνάς άλλα αγάλματα
    αλλ’ εκείνων των ερώτων των μικρών
    που για μια μόνο στιγμή
    σ’ έκαναν να κοιτάς ψηλά
    μ’ ουράνια οικειότητα
    ενώ κάτι άταχτα μονοκοτυλήδονα
    – το γελάκι, η ματιά–
    σ’ έκαναν να ξεχνάς τ’ αειθαλή αγκάθια
    του κάκτου χρόνου.
    Έρωτα μικρέ, της τελευταίας στιγμής
    ακούμπα σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό
    ακούμπα στο κενοτάφιο των ονείρων.

    Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ